Δευτέρα 27 Αυγούστου 2018

Ο Άρης, ο Περικλής και το δεύτερο γράμμα στον μητροπολίτη Ναυπακτίας


Στην προηγούμενη ανάρτησή μας, παρουσιάσαμε και σχολιάσαμε την ουσία των δύο επιστολών του ΕΛΑΣ προς τον μητροπολίτη Ναυπάκου, από τον οποίο ζητούσαν την έγκριση της αλλαγής του ηγουμένου της Μονής Προυσού και την αποκατάσταση του Γερμανού. 

Δεν ασχοληθήκαμε όμως καθόλου με μια άλλη πτυχή την οποία βρίσκει μπροστά του ο ερευνητής όταν διαβάζει τα σχετικά κείμενα. 
Μπορεί, πχ,  ο Νικηφόρος ή ο Λάγδας να αναφέρουν το πέρασμα του Άρη από τον Προυσό τις μέρες αυτές, ο Χαριτόπουλος όμως ή ο Περικλής δεν την αναφέρουν καθόλου.
Δεν είμαι εγώ ο κατάλληλος για να τοποθετηθώ για το ακριβές δρομολόγιο του Άρη ή για την αιτία της παράληψης του γεγονότος από το ένα ή το άλλο κείμενο.
Εδώ θα κάνω λόγο μόνο για ό,τι σχετίζεται με τα δύο γράμματα στον μητροπολίτη Ναυπάκτου.

Ξέρουμε ότι το ένα το 'γραψε και το υπέγραψε ο Άρης αμέσως, με την αλλαγή του ηγουμένου.
Ξέρουμε ότι υπάρχει και δεύτερο, προς ενίσχυση του πρώτου, επειδή ο μητροπολίτης καθυστερεί να απαντήσει. 
Το ότι και το δεύτερο έχει την ίδια ημερομηνία με το πρώτο, δεν το αξιολογώ ως σημαντικό. Ούτε είναι δυνατόν να γράψανε  ταυτόχρονα δύο γράμματα, με το ένα να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση καθυστέρησης, ούτε είναι δυνατόν, αν γράψανε δύο γράμματα, για να σταλούν ο ένα μετά το άλλο, να βάλανε ίδια ημερομηνία. Θα έβαζαν μια κατοπινή, "μεθαυρινή", αφού ο δεύτερο γράμμα κάνει λόγο για "προχθεσινή" επιστολή που ενεχειριάστηκε στον αντικατασταθέντα ηγούμενο.

Σίγουρο είναι επίσης ότι, α) ο Άρης δεν έμεινε μέρες στον Προυσό και β) βρέθηκε στη Λάσπη (Άη Νικόλα) όπου συναντήθηκε με την νομαρχιακή επιτροπή του ΕΑΜ Ευρυτανίας. 


Εδώ ακριβώς ταιριάζει μια τοποθέτηση που έκανε ο Περικλής- Γιώργος Χουλιάρας, σε συνέδριο για την Αντίσταση στην Ευρυτανία και πολύ σωστά αξιοποιεί ο Ζαχαρίας Ζηνέλης στο βιβλίο του Η δεκαετία του Σαράντα στην Καστανιά και τα γύρω χωριά, 2016.


Η μαρτυρία του Περικλή περιέχεται στο βιβλίο Η Εθνική αντίσταση στην Ευρυτανία... Εισηγήσεις Συνεδρίου, τόμος Α, επιμέλεια Κλ. Σ. Κουτσούκης, Αθήνα 1995, Η Ευρυτανία στην Αντίσταση, εισηγητής Φιλ. Γελαδόπουλος, σελ. 41


Φαίνεται, δηλαδή, ότι ο ηγούμενος Γερμανός, πήγε στη Λάσπη όπου ξανασυνάντησε τον Άρη και ο Άρης έβαλε τον Περικλή να γράψει τη δεύτερη επιστολή, καθισμένος τον έλατο τον κομμένο με την πριόνα. Εκεί, κατά την σύνταξη της επιστολής, και συμβουλευόμενος προφανώς την προηγούμενη, ο Περικλής, που δεν έδινε και μεγάλη σημασία στη γραφειοκρατία, αντέγραψε τον τόπο και την ημερομηνία χωρίς δεύτερη σκέψη.
Όταν βρεθούν και δημοσιευτούν τα πρωτότυπα κείμενα, θα μπορέσουμε, με τη σύγκριση των γραφικών χαρακτήρων, να επαληθεύσουμε ή να απορρίψουμε την ενισχυμένη με την μαρτυρία του ίδιου εικασία ότι το δεύτερο γράμμα είναι γραμμένο από τον πραγματικά μεγάλο "οπλαρχηγό" και πολέμαρχο, τον Γιώργο Χουλιάρα-Περικλή! 


Κυριακή 26 Αυγούστου 2018

Προυσός, 5 Νοε 1942: Ο Άρης Βελουχιώτης προς τον Μητροπολίτη Ναυπακτίας

 Η πρώτη πολιτική πράξη του ΕΛΑΣ στη σχέση του με την Εκκλησία


Ένας από τους δύο πύργους της Μονής Προυσού, 22 Απριλίου 2016
 Ξαναδιαβάζοντας τον Νικηφόρο, με την ευκαιρία της επανέκδοσης του Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης, πρόσεξα μια παράγραφο που αφορούσε τη Μονή Προυσού. 
Φτάνοντας στον Προυσό, τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου του 1942, μετά δηλαδή τη συμπλοκή στο Κρίκελλο, οι μοναχοί κάνουν το τραπέζι στους αντάρτες. Εκεί θέτουν στον Άρη κάποιο πρόβλημα που είχαν με τον ηγούμενό τους, ο Καπετάνιος το εξετάζει, αποκαθιστά τον προηγούμενο ηγούμενο, στέλνει δε και μια επιστολή στον μητροπολίτη Ναυπάκτου για να εγκρίνει την αλλαγή.

Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το γεγονός. Ήταν σημαντικό και γιατί ο Άρης, δείχνοντας ευαισθησία στο πρόβλημα των μοναχών, αντιδρά ακαριαία` ήταν όμως σημαντικό και γιατί οι μοναχοί, οι οποίοι τον έβλεπαν πρώτη φορά, χωρίς να έχει προηγηθεί ο θρύλος και η φήμη του, νιώθουν ότι μπορεί να τους λύσει το πρόβλημα, αισθάνονται άμεσα την "αλλαγή του καιρού" και τον εμπιστεύονται. Με άλλα λόγια, ο Άρης και τα Αντάρτικα Σώματα, που εκείνες τις μέρες άρχισαν να λέγονται ΕΛΑΣ, έφερναν μαζί τους, όπου κι αν πήγαιναν, μιαν άλλη καινούργια πολιτεία, ένα άλλο καινούργιο πολίτευμα, όπου, ο καθένας αποκτούσε την αίσθηση ότι μπορεί να βρει το δίκιο του. Μια νέα "εξουσία", αλλιώτικη, προσιτή στον απλό άνθρωπο, οικεία και προσηνή, χειροπιαστή και εύχρηστη. 

Η φάση αυτή μου ταίριαζε με την εικόνα που αφηγείται ο άλλος μεγάλος καπετάνιος, ο Ορέστης. Όπου και να πηγαίνανε, λέει, εμφανιζόταν μερικοί χωριάτες με ένα γαϊδούρι φορτωμένο με διάφορα φαγώσιμα και μια μπουκάλα κρασί και αφού τους κέρναγαν παρακαλούσαν να τους δώσουν λύση σε κάποια διαφορά που είχαν μεταξύ τους, σε κάποια φιλονεικεία. 

Έβαλα στόχο να ψάξω κάποτε να βρω αυτήν την επιστολή του Άρη προς τον μητροπολίτη, αφού δεν είχα ακούσει ούτε είχα διαβάσει κάτι περισσότερο για το ζήτημα. Μια επιστολή του Άρη και μάλιστα τόσο πρώιμη, είναι αφ' εαυτής ένα πολύτιμο στοιχείο. Αλλά πού να βρίσκεται ένα τέτοιο τεκμήριο; Στον Προυσό ή στη μητρόπολη Ναυπάκτου; Το άφησα για κάποια άλλη στιγμή στο μέλλον.

Πέρασαν σχεδόν τρία χρόνια και τις προάλλες το έθεσα σε έναν φίλο που αγαπάει κι αυτός την Παναγία την Προυσιώτισσα. Δεν άργησε να έρθει η απάντηση και μάλιστα όσο δεν φανταζόμουν συγκεκριμένη και αναλυτική.

Πρόκειται για την αναφορά στο ζήτημα από τον θεολόγο Ζαχαρία Ζηνέλη στο βιβλίο του Η δεκαετία του '40 στην Καστανιά και τα γύρω χωριά, 2016.

Εκεί εξηγείται τι ακριβώς είχε συμβεί στο μοναστήρι και πώς ο Άρης κλήθηκε να παρέμβει. Εκεί αναδημοσιεύεται το γράμμα του Άρη προς τον Μητροπολίτη Γερμανό Γκούμα (1936-1945), μαζί και ένα δεύτερο γράμμα του ΕΛΑΣ προς τον ίδιο.

Ο ηγούμενος του μοναστηριού, Γερμανός κι αυτός,  χρειαζόταν χρήματα για να ανοίξει τον δρόμο στον "πέρα Πύργο, στον βράχο ευθεία". Εννοεί μάλλον έναν από τους δύο πύργους "του Καραϊσκάκη" που βρίσκονται πάνω από την μονή  και την προστατεύουν. 
Επειδή δεν είχε χρήματα σκέφτηκε να δανειστεί με ενέχυρο κάποια σκεύη αξίας της μονής. Ήταν σίγουρος ότι γρήγορα θα αποπλήρωνε το δάνειο από τα έσοδα του μοναστηριού και θα έπαιρνε πίσω τα σκεύη. 
Η κατάσταση περιεπλάκει όταν ο δανειστής με τη γυναίκα του σκότωσαν τον γείτονά τους. Η αστυνομία έψαξε το σπίτι του φονιά και έπεσε πάνω στα σκεύη του μοναστηριού. Ο ηγούμενος εκτέθηκε.
Αν και από την αρχή ξεκαθαρίστηκε ότι δεν υπήρχε "ατασθαλία", το παράτυπο της ενέργειας αρκούσε να τον απομακρύνει από τη θέση του. 
Ηγούμενος έγινε ο ιερομόναχος και πνευματικός της μονής Τατάρνης, Βησσαρίωνας Ζαρκαδούλας από το Τροβάτο (1940-1942). Επιστρέφοντος, όμως, του γέροντα στη μονή του, καθήκοντα ηγουμένου εκτελούσε ο αρχιμανδρίτης Νίκος Θ. Παπαθέου από τον Προυσό. Για λίγους μήνες.
Αυτόν βγήκε ο Άρης ηγούμενο όταν έφτασε στον Προυσό. 


Η α' επιστολή, του  Άρη




Ο Άρης απ' την αρχή μιλάει για εθνικό συμφέρον. Για την απελευθέρωση της πατρίδας. Όντας στη μονή Προυσού, ο ρόλος της στους νέους αγώνες είναι αυτονόητος. 
Δεν είναι μακριά ο Γύφτος.... καθώς φεύγει για τη μάχη προσκυνάει την Προυσιώτισσα και συνάμα τη "φοβερίζει"... "Τώρα να σε δω Μαυρομάτα μου...αλλιώς..."!

Για το συμφέρον, λοιπόν, του αγώνα "αποφασίσαμε την αντικατάστασιν". Αποφάσισαν ήδη, έχουν αποφασίσει όταν γράφεται η επιστολή. Πώς όμως; "εκτιμώντες την πανθομολογουμένην αξίαν του τέως ηγουμένου"! Έχει αξία ο τέως ηγούμενος και είναι αυτή πανθομολογούμενη! Αυτό, δηλαδή, που φωνάζει λαός κι ο κλήρος στις χειροτονίες..."άξιος"! Εκεί, στην τράπεζα της μονής, ο Άρης, οι αντάρτες και οι μοναχοί, "χειροτονούν"  τον ηγούμενο και τον αποκαθιστούν στη θέση του.
Και δεν σταματούν εκεί, όπως θα μπορούσαν.
Γυρεύουν την τάξη, "το τυπικόν της υποθέσεως μέρος". Από πού προκύπτει αυτό το τυπικό; Από την αναγνώριση, εκείνων που αποφάσισαν ήδη, της "Υμετέρας δικαιοδοσίας σχετικώς"...τη δικαιοδοσία του μητροπολίτη σχετικά με το ποιος είναι ηγούμενος!  
Αποφασίζουν μεν, δημιουργούν τετελεσμένο, αλλά ξέρουν κιόλας ότι περνάνε σε "άλλα χωράφια" και άλλοι "δικαιοδοτούν". Αναγνωρίζουν ευθαρσώς και παλληκαρίσια αυτή την δικαιοδοσία, δεν την καταργούν, δεν την θίγουν,  δεν την μειώνουν, δεν την ταπεινώνουν με το "δίκαιο των όπλων"!  
Αντίθετα, παρακαλούν θερμώς να εγκριθεί η απόφασή τους, αφήνοντας έτσι να φανεί ότι χωρίς την έγκριση, η απόφαση τους, δεν θα είναι τόσο...αποφασιστική! 
Είναι αυτό που λέμε "συναλληλία" δια χειρός Άρη Βελουχιώτη!

Εκεί ακριβώς, και για να ενισχύσει την "δικαιοδοσία" του μητροπολίτη, προτείνει έναν συμβιβασμό. Δέχεται ο ηγούμενος να εποπτεύεται. Για να λυθεί εντελώς κάθε δισταγμός του μητροπολίτη και εφόσον έχει αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει ατασθαλία. 

Κλείνοντας επισημαίνει ξανά. Σαν να λέει:  "Δεν θέλουμε να βρεθούμε στην ανάγκη να προχωρήσουμε μόνο με την απόφασή μας. Θέλουμε και τη δική σου έγκριση". Αποφασιστικότητα μαζί και καταλλαγή. Μακράν εκείνης της αποφασιστικότητας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη που λέει στον Πορφύριο Άρτης: "μη μού βροντάς το πόδι γιατί βροντάω το σπαθί και σου παίρνω το κεφάλι"! 

Η β' επιστολή, η ανυπόγραφη


Στην ίδια γραμμή, περισσότερο αναλυτική, και ίσως λιγάκι φλύαρη είναι και η δεύτερη επιστολή, η οποία όμως δεν υπογράφεται από τον Άρη αλλά από κάποιον τοπικό "υπεύθυνο των Ανταρτικών Ομάδων Ευρυτανίας, οπλαρχηγό". Ίσως και η φλυαρία της επιστολής να οφείλεται στο ότι ο μητροπολίτης αργεί να απαντήσει και ο "οπλαρχηγός" νιώθει "ανασφαλής". Αν και η ημερομηνία της είναι η ίδια με την πρώτη, είναι σαφές ότι έρχεται επικουρικά και υποστηρικτικά της πρώτης. Είναι σαφές και το λέει πολλές φορές, δεν θέλει να το τραβήξει στα άκρα, δεν επιδιώκει τη ρήξη... γι' αυτό "κλίνουν  ευλαβώς το γόνυ" κι επικαλούνται το συμφέρον του "χριστιανικού λαού της Ελλάδος"..

Μέσα στα επιχειρήματά του, μαθαίνουμε και κάτι επιπλέον. Ο ηγούμενος τον οποίο θέλουν να αντικαταστήσουν είναι μεγάλος στην ηλικία και δεν μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντά του όπως το εθνικό συμφέρον απαιτεί εκείνη τη στιγμή.

Και σ' αυτό το σημείο και ο Άρης και ο "οπλαρχηγός" έχουν μεγάλο δίκιο. Σε λίγες μέρες, ο Γερμανός θα κινδυνεύσει να εκτελεστεί από τους Ιταλούς, όταν θα τον κατηγορήσουν για συνεργασία με τους αντάρτες. Λίγο αργότερα, η μονή θα καεί, για τους ίδιους λόγους που οι κατακτητές έκαιγαν πάντα τα μοναστήρια στην καθ' ημάς Ανατολή: Ότι, κόντρα σε όλες τις ανθρώπινες αναποδιές, ήταν και παρέμεναν προμαχώνες της Ελευθερίας! 

Μέσα σ' όλες αυτές τις περιπέτειες, ο ηγούμενος θα αποκατασταθεί και με το τυπικόν του θέματος. Ο μητροπολίτης θα εγκρίνει στην πράξη την πρώτη πολιτική πράξη προς την Εκκλησία της λαογένητης εξουσίας του Βουνού.
Είναι όμως άγνωστο αν απάντησε και εγγράφως. Θα είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον μια τέτοια απάντηση. Αν υπάρχει, κάποιος θα τη βρει και θα μας την παρουσιάσει.

Υστερόγραφο:


Το κείμενο αυτό, μαζί με τα ντοκουμέντα, το αφιερώνω στους νεοαριστερούς. Να σκεφτούν και να βγάλουν τα συμπεράσματά τους, ότι δεν είναι πιο μεγάλοι επαναστάτες από τον Άρη ούτε έχουν την δύναμη των όπλων που είχε κείνος. Και δεν μπορώ να μη σημειώσω με πικρία ότι, μερικοί απ' αυτούς και τον Άρη θα εγκαλούσαν για τη στάση του έναντι της Εκκλησίας.





Σημείωση:

Η πρώτη δημοσίευση των επιστολών αυτών έγινε στο βιβλίο του Βασιλείου Σταυρογιαννόπουλου, Πικρές αναμνήσεις περιόδου 1941-1944, Αθήνα 1974. Υπάρχουν δε και στο διαδίκτυο εδώ.


Ποιος είναι ο συντάκτης της β' επιστολής; Διαβάστε εδώ

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018

Αθανασάκης Χρήστος (1914-1944), στο στρατόπεδο συγκέντρωσης των Γερμανών Μπέργκεν-Μπέλζεν, Β' έκδοση

Ένας Σχηματαραίος πεθαίνει στο ίδιο στρατόπεδο με την Άννα Φρανκ


Το εξώφυλλο της λίστας του θανάτου, των ανθρώπων που πέθαναν στο Μπέρκεν-Μπέλσεν, όπως μας την έστειλε ο Ιάσονας Χανδρινός


Τέταρτη σειρά από το τέλος, η εγγραφή για τον Χρήστο Αθανασάκη με την χρονολογία γέννησης

Η αναφορά στο Σχηματάρι και ημερομηνία θανάτου: 1η Ιουλίου 1944


Το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν-Μπέλζεν, βρίσκεται μεταξύ των δύο ομώνυμων κωμοπόλεων στην Κάτω Σαξωνία. 

Από στρατόπεδο της Βέρμαχτ(1935) "εξελίχθηκε", κατά τον πόλεμο, σε στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου. Στην αρχή Βέλγων και Γάλλων και μετά Σοβιετικών.
Από το 1943, ένα τμήμα του πέρασε στη διοίκηση των SS και άρχισε να παραλαμβάνει Εβραίους. 
Το 1944, επανασχεδιάστηκε, ως "τμήμα ανάνηψης", γιατί μεταφέρθηκαν εκεί χιλιάδες άρρωστοι κρατούμενοι ανίκανοι προς εργασία. Οι πλειονότητα των κρατουμένων αυτών πέθαναν εκεί.
Τον Αύγουστο του '44 μεταφέρθηκαν εκεί 8.000 γυναίκες από το Άουσβιτς, μεταξύ αυτών και η Άννα Φρανκ με την αδελφή της Μαργκότ. 
Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου πέρασε οριστικά στη διοίκηση των SS, οπότε και η "παραγωγικότητά" του πολλαπλασιάστηκε. 
Από 15.257 κρατούμενους που βρήκε εκεί ο λοχαγός Γιόζεφ Κράμερ, τον Απρίλιο του '45 έφτασαν τους 60.000!
Από τις άθλιες συνθήκες και τις αρρώστιες πέθαναν 9.000 τον Φεβρουάριο, 18.000 τον Μάρτιο και 9.000 το πρώτο δεκαπενθήμερο του Απριλίου, οπότε και απελευθερώθηκε από τους Συμμάχους. Συνολικά, τα θύματα υπολογίζονται σε 70.000. [για περισσότερα εδώ]

Σε αυτό λοιπόν το στρατόπεδο και στη λίστα των αποθανόντων, ο φίλος και γνωστός ιστορικός, διδάκτορας του ΕΚΠΑ, Ιάσονας Χανδρινός, βρήκε μια εγγραφή 

Αθανασάκης Χρήστος, χρονολογία γεννήσεως 1914 και ημερομηνία θανάτου 1η Ιουλίου 1944, από το Σχηματάρι.  

Άλλα στοιχεία δεν υπάρχουν. 

Πρόκειται προφανώς για το ένα από τα τρία παιδιά του Δημητρίου Αθανασάκη από το Μπράτσι, ο οποίος, όπως μας λέει ο Βαγγέλης Δ. Μαντής, στις γενεαλογίες του, είχε εγκατασταθεί στο Σχηματάρι. 
Υπάρχει, βέβαια, μια διαφορά ανάμεσα στα δύο στοιχεία. Η έρευνα του Βαγγέλη Δ. Μαντή δίνει χρονολογία γεννήσεως το 1904 και το γερμανικό κατάστιχο δίνει 1914. 
Ελπίζουμε ότι η έρευνα θα μας διαφωτίσει περισσότερο. Η παρούσα δημοσίευση πιστεύουμε ότι συμβάλλει σε αυτή την κατεύθυνση. 
Ευχαριστούμε και τους δύο ερευνητές γιατί έτσι συμπληρώνεται η εικόνα στα βασικά σημεία. Όποιος διαθέτει κι άλλα στοιχεία, φωτογραφίες κλπ, παρακαλείται να μας τις κοινοποιήσει. 

Σημείωση για τη Β' έκδοση:


Η έρευνα των στοιχείων και ειδικά της ζωής των ανθρώπων έχει, συχνά-πυκνά, συγκλονιστικές στιγμές. Μία απ' αυτές είναι και τούτη: 
Με τη δημοσίευση των στοιχείων για τον Χρήστο Αθανασάκη, θυμήθηκα το κατάστιχο του παππού μου, Γιώργου Πηλίτση. Είχε ανοίξει ένα μικρό μπακάλικο, δίπλα στο σιδηρουργείο, λίγους μήνες πριν το πόλεμο, το 1940. Το έκλεισε τελευταίες μέρες του Απρίλη, με την κατοχή των Γερμανών και την επίταξη του κτηρίου. 
Ο παππούς κράταγε τεφτέρι για τους πελάτες του. Ένας απ' αυτούς και ο Χρήστος Αθανασάκης! Να λοιπόν τι ψώνιζε στο μπακάλικο, ο άνθρωπος που έμεινε ξεχασμένος στο φρικτό Μπέργκεν-Μπέλζεν και πέθανε από τις αρρώστιες και την εξαθλίωση.
Σημειώνουμε τις ημερομηνίες του τέλους των δύο ανδρών για τη... σημειολογία τους: 1η Ιουλίου '44 πεθαίνει ο Χρήστος και 2α Ιουλίου συλλαμβάνεται ο παππούς στο μπλόκο. Ένα μήνα μετά, 2α Αυγούστου, εκτελείται μαζί με άλλους 25, στη Χαλκίδα. Δύο απ' αυτούς Σχηματαραίοι. Ο Παναγιώτης Σ. Παπαϊωάννου και ο Ξενοφών Χαρίσης.





Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

Ο αστυφύλακας Σ.Α.Σπύρου, απ' το Μηχανοκίνητο του Μπουραντά στον ΕΛΑΣ και τον ΔΣΕ της Κρήτης




Ο Σπύρος Αθ. Σπύρου
αστυφύλακας
του ΙΣΤ' τμήματος
(Κυψέλη) με αριθμό 71
Ο Σπύρος με συναδέλφους του


Η προσωπική στάση ενός αστυφύλακα στα γεγονότα της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου. Από τον μηχανισμό της στυγνής καταπίεσης, αντάρτης και υπερασπιστής της εθνικής ανεξαρτησίας και ελευθερίας.



Έρευνα, κείμενα: Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής



Υπηρετώντας τη θητεία του
στην αεροπορία που τότε
δεν αποτελούσε ξεχωριστό όπλο (1937;)

Μαθητής, όρθιος,
τρίτος από αριστερά





Το Μηχανοκίνητο του
Μπουραντά- 25 Μαρτίου 1940

Ο Σπύρος στρατιώτης



Οι φωτογραφίες του ήρθαν και σε μένα


Πρώτη, μα  πολύ έντονη ανάμνηση, ήταν ένα ζευγάρι γυαλιά μοτοσυκλετιστή. Τα έβρισκα όταν έψαχνα στο βάθος ενός παλιού ντουλαπιού στο παλιό το κουζινάκι. 
"Αυτά είναι του Σπύρου", μου εξηγούσε η γιαγιά. Του αδελφού της, δηλαδή.
Μετά ήταν οι φωτογραφίες. Εκείνη με τις παράξενες, για ένα παιδί το 1965 στο χωριό, και γυαλιστερές μοτοσυκλέτες, οι αστυφύλακες με τ' αυτόματα, ο ίδιος ο Σπύρος αυστηρός, στη φωτογραφία με τη στολή και τα διακριτικά του ΙΣΤ' Αστυνομικού Τμήματος. 
Όχι μια, λοιπόν, αλλά αρκετές φωτογραφίες του ήρθαν και σε μένα! Μαζί με το βαρύ κλίμα κάθε φορά που άνοιγε συζήτηση για τον Σπύρο. Και τότε άνοιγε τακτικά η συζήτηση, ήταν κάπου δυο δεκαετίες από τον χαμό του, και πρωταγωνιστής, σ' αυτές, ήταν ο Βαγγέλης, ο άλλος αδελφός της γιαγιάς, που ερχόταν σχεδόν κάθε Κυριακή, απ' την Καισαριανή και τρώγαμε μαζί. 
Βαρύ είναι το κλίμα στα σπίτια μας όταν έχει χαθεί πρόωρα κάποιος νέος άνθρωπος. Ακόμη βαρύτερο είναι όταν αυτός έχει φύγει βίαια. Εκείνο όμως που δεν ξεπερνιέται ποτέ από την οικογένεια είναι όταν η βία είναι ένοπλη και εμφύλια.
Ο Σπύρος ήταν ο δεύτερος νεκρός της οικογένειας στον τελευταίο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Ο πρώτος ήταν ο άνδρας της γιαγιάς, ο Γιώργος Κ. Πηλίτσης [1887-1944], από τους πρώτους κομμουνιστές στο χωριό, μάλλον και της Ελλάδας, που εκτελέστηκε 2 Αυγούστου 1944 στη Χαλκίδα μαζί με άλλους είκοσι πέντε. 
Οι πρώτες μέρες του Αυγούστου ήταν για τη γιαγιά πάντα σκοτεινές. Έκανε μνημόσυνο για τον άνδρα της και για τον αδελφό της που έπεσε 1 Αυγούστου 1947, ακριβώς τρία χρόνια μετά τον παππού.
Για μένα ο άταφος αντάρτης του Αγγελόπουλου στους "Κυνηγούς" δεν ήταν συμβολισμός και αλληγορία. Ήταν σκέτος ρεαλισμός! Και οι δύο νεκροί έμεναν άταφοι. 
Ο ένας στη Χαλκίδα στον πρώτο ομαδικό τάφο των εκτελέσεων [κείτονταν εκεί 75 νέοι άνδρες, μόνο από την Κατοχή], χωρίς σταυρό και σήμα, χωρίς καμία τελετή απόδοσης τιμών αλλά και κάθαρσης της τραγωδίας. Ο άλλος στην Κρήτη, στο βουνό που το λένε Αποπηγάδι, πάνω από τα Παλιά Ρούματα, παραχωμένος πρόχειρα, ίσως και κατασπαραγμένος απ' τ' αγρίμια. 

Από το χωριό στην Αστυνομία Πόλεων


Ο Σπύρος ήταν το τέταρτο παιδί, από τα πέντε, της αγροτικής οικογένειας του Θανάση Σπ. Σπύρου ή Αθανασίου και πιο γνωστή είναι με το παρατσούκλι, Μανιαταίοι. Πρώτη η Βασιλική(1910), δεύτερος ο ΕτεοΚλής(1912), τρίτος ο Βαγγέλης(1914), τέταρτος ο Σπύρος(1916) και πέμπτος ο Κώστας(1918). Υπήρξε και ο Πολυνίκης, δίδυμος του Κλη, αλλά πέθανε μωρό. 
Τα παιδιά γεννιόνταν κάθε δύο χρόνια, και η γυναίκα που τα έφερνε στον κόσμο ήταν μια γερή και άξια Αρβανίτισσα, από τον πατέρα της Δημητρίου ή Σίμου και από την μάνα της Ντερνή. 
Εκείνη είχε δύο αδέρφια. Τον Χρήστο και τον Σπύρο. Ή αλλιώς, τον Κιτσο-Σίμο και τον Πύλιο-Σίμο.
Ο Πύλιος ήταν ο πιο μικρός και καθώς αρρώστησε νέος, έτυχε της υποστήριξης, της στοργής και της φροντίδας της μεγάλης του αδελφής, η οποία δεν δίστασε να πουλήσει χωράφι για να σώσει τον αδελφός της. 
Αυτός ο αδελφός, λοιπόν, παντρεύτηκε τη Γιαννούλα, αδελφή του Νίκου Μπουραντά, από το γειτονικό χωριό, το Χλεμποτσάρι (νυν Ασωπία). 
Μια φωτογραφία δύο οικογενειών, [του παππού του Σπύρου και του μπαρμα-Γιώργη Μπλάνα]  μαζί με το ζεύγος ΠυλιοΣίμου-Γιαννούλας, στο πανηγύρι του Μπρατσιού (νυν Τανάγρας), μας δίνει τη δυνατότητα να υποθέσουμε ότι δυο τρία χρόνια πριν τον πόλεμο οι σχέσεις ήταν πολύ καλές. 

1938 Αγίου Αντωνίου στο Μπράτσι. Η Γιαννούλα Μπουραντά καθιστή, δεύτερη απο δεξιά. Πίσω της ο Πύλιο Σίμος όρθιος.

Σ' αυτές τις σχέσεις, φαίνεται, οφείλεται ο προσανατολισμός του Σπύρου προς την Αστυνομία Πόλεων. 
Αφού τελείωσε τη θητεία του στην αεροπορία στρατού, γύρω στο 1938, πρέπει να αποφάσισε να γίνει αστυφύλακας. Ο Νίκος Μπουραντάς (1900-1981), συμπέθερος από τη θεία του, ήταν τότε αξιωματικός της ΑΠ. Το 1939 (Μάιος), με τη σύσταση του Μηχανοκινήτου και την ανάληψη της διοίκησής του από τον ίδιο, φαίνεται ότι ο Σπύρος μεταπήδησε από το ΙΣΤ' Αστυνομικό Τμήμα, όπου υπηρετούσε, στο νέο και πολυδιαφημιζόμενο σώμα. 

[...Το Τμήμα διέθετε 120 τρίκυκλες και δίκυκλες μοτοσικλέτες, 26 ειδικά αστυνομικά αυτοκίνητα για ταχεία μεταφορά αστυνομικών δυνάμεων, 30 κοινά επιβατηγά αυτοκίνητα και 120 ποδήλατα, ενώ αποτελείτο από 700 άνδρες όλων των βαθμών, εξοπλισμένων με 300 αυτόματα όπλα τύπου Stayer. Η πρώτη δημόσια εμφάνιση του νέου Τμήματος πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια της παρέλασης της 25ης Μαρτίου 1940...] 
Περιοδικό "Ιστορία", Νο 548, Φεβρουάριος 2014

Από εκείνες τις μοτοσυκλέτες, λοιπόν, προέρχονται τα κειμήλια των παιδικών μου χρόνων. 
Ο πόλεμος βρήκε τον Σπύρο στο Μηχανοκίνητο. Εκεί τον βρήκε και η Κατοχή, μέχρι το 1943. 
Τότε άρχισε το Μηχανοκίνητο να επεμβαίνει στην καταστολή των διαδηλώσεων, στην άμεση δράση δίπλα στους κατακτητές. Τότε κορυφώνεται και η αντιστασιακή δράση των πατριωτών αστυνομικών, με την μαζική οργάνωσή τους στο ΕΑΜ και τις απεργίες. 
Ο Σπύρος Κωτσάκης (Νέστορας), ο Μανώλης Γλέζος και ο Κ. Δαμασκόπουλος, τονίζουν ότι το ΕΑΜ είχε μεγάλες δυνάμεις στην ΑΠ, «μέχρι και το Μηχανοκίνητο του Μπουραντά». Όχι μόνο απλοί αστυνομικοί αλλά και υπαξιωματικοί και αξιωματικοί πρωτοστατούσαν στην οργάνωση του αντιστασιακού κινήματος στα Σώματα Ασφαλείας.
Το 1943, καθώς εντείνεται η πάλη, ο Σπύρος φεύγει από την Αθήνα και σε μια επίσκεψη στο χωριό ανακοινώνει, στ' αδέλφια του, την πρόθεσή του να εγκαταλείψει την ΑΠ και ζητάει την άδειά τους να επιστρέψει στο πατρικό σπίτι. Εκείνοι συμφωνούν και πράγματι επιστρέφει «μη μπορώντας ν' αντέξει όλα αυτά που τους βάζανε να κάνουνε», έλεγε η γιαγιά. 
Την εποχή όμως εκείνη, όλη η Ελλάδα ήταν σε αναβρασμό. Από τη μια η κατάρρευση της Ιταλίας, στην αρχή με την Απόβαση των Συμμάχων και μετά με την Συνθηκολόγηση, που δημιουργούσε προσδοκίες γρήγορης απελευθέρωσης και από την άλλη η ανασυγκρότηση των κατοχικών γερμανικών δυνάμεων που πίεζαν τους δοσίλογους να στηρίξουν έμπρακτα και με δικές τους δυνάμεις την καταστολή του αντιστασιακού κινήματος, δεν άφηναν περιθώρια για ουδετερότητες. 
Ο Σπύρος με τον Βαγγέλη βγαίνουν στο Βουνό, οι άλλοι βοηθάνε στις παράνομες οργανώσεις. 

Στον ΕΛΑΣ και στην Εθνική Πολιτοφυλακή(ΕΠ)


Για την πρώτη δράση του στον ΕΛΑΣ δεν έχουμε, προς το παρόν, πολλές πληροφορίες. Θα ήταν όμως τέτοια ώστε τον Απρίλιο-Μάιο του '44, με την συγκρότηση της ΕΠ από την Κυβέρνηση του Βουνού, την ΠΕΕΑ, ο Σπύρος γίνεται διοικητής της υποδιεύθυνσης της περιοχής που είχε έδρα το Χλεμποτσάρι, "στο σπίτι του Μπρούμα". Σε αυτή θα υπαχθούν διάφορα τμήματα, όπως του Σχηματαρίου, αργότερα, όταν αναπτύχθηκε πλήρως η Πολιτοφυλακή, επί "ΕΑΜοκρατίας" και μέχρι την Συμφωνία της Βάρκιζας.
Διοικητής της ΕΠ στη Βοιωτία ανέλαβε ο Νικήτας (Γιώργης Μπουτσίνης), μόνιμος υπαξιωματικός του Στρατού που είχε πολεμήσει στα οχυρά, είχε μεταταγεί στην Χωροφυλακή Θηβών στην αρχή της Κατοχής και ήταν από τους πρωτεργάτες της ένοπλης δράσης στην περιοχή και βασικό στήριγμα του Ορέστη. Ο Νικήτας βγήκε στο βουνό, τον Μάρτιο του '43, εκείνη τη μέρα που ο Άρης επέστρεφε από την Αθήνα.
Στο βιβλίο του, Το Αντάρτικο στην Αττική-1941-1944, δίνει πολλές πληροφορίες και μάλιστα συμπληρώνει, ή και διορθώνει, τον επίσης λεπτομερή Ορέστη, αλλά ελάχιστα πράγματα αναφέρει για την Πολιτοφυλακή.
Γεγονός είναι πάντως ότι, εκτελώντας περισσότερο καθήκοντα μάχιμου τμήματος παρά καθήκοντα αστυνόμευσης, η ΕΠ παίρνει μέρος σε όλους τους ελιγμούς του ΕΛΑΣ και τις επιθέσεις αντιπερισπασμού που διενεργούνται στις πλάτες των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των Γερμανών, οι οποίες είναι αλλεπάλληλες και σταδιακά ενσωματώνουν "εποικοδομητικά" τους ντόπιους συνεργάτες. 
Μεσούντος του θέρους, εκδηλώνεται η τελευταία αλλά και πιο αιματηρή εκκαθαριστική επιχείρηση, που σκοπό είχε να εκκαθαρίσει την Πάρνηθα για να μείνουν ανοικτοί οι δρόμοι της απαγκίστρωσης των Γερμανικών δυνάμεων από τον Μοριά και την Αθήνα. 
2 Ιουλίου, είκοσι μέρες μετά το Δίστομο, γίνεται το μπλόκο στο Σχηματάρι και "εκκαθαρίζονται" όσοι εμπλέκονται στην Αντίσταση. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Στην αρχή στοιβάζονται σε ένα πρόχειρο στρατόπεδο που είχαν φτιάξει για τους Ιταλούς, στον Σιδ. Σταθμό "Τανάγρα", στα τελευταία σπίτια του χωριού. Στη συνέχεια μεταφέρονται στη Χαλκίδα. Μαζί και η μάνα του Σπύρου και του Βαγγέλη, η γιαγιά η Αθηνά. Μαζί και ο άνδρας της Βασιλικής, ο Γιώργος.
Οι αγωνιώδεις προσπάθειες της Βασιλικής, προς τον θείο της Πύλιο Σίμο, για να σώσει τον παππού, αποβαίνουν μάταιες. Ο κουρέας, που είχε γίνει δυνάστης ελέω  Μπουραντά, αποφαίνεται: "ο Νίκος τον σώζει, εγώ όχι". Δηλαδή, ο Νίκος, που δεν είναι ο Μπουραντάς στην περίπτωση αυτή, μπορεί να θέλει να τον σώσει, εγώ δεν τον σώζω. 
Μέσα στις δραματικές αυτές σκηνές, με όλα τα χωριά στο πόδι, με τον κόσμο αλλόφρονα στους δρόμους για τον φόβο των επικείμενων εμπρησμών, οι "εκκαθαριστές" προχωρούν προς την Λιάτανη (Άγιο Θωμά).
Το βράδυ της Αγίας Παρασκευής και ενώ υπήρχαν ήδη πρόσφυγες από τη Λιάτανη για τον επικείμενο εμπρησμό της, τμήματα του ΕΛΑΣ υπό τους Αποστόλη (Κοκμάδη) και Νικήτα (Μπουτσίνη)  μπαίνουν στο Σχηματάρι και το καταλαμβάνουν για λίγες ώρες. " Την ώρα που εκείνοι καίγανε την Πάρνηθα, εμείς τους καίγαμε τα σπίτια" λέει ο Αποστόλης μετά από πολλά χρόνια. 
Εκείνο το βράδυ, σκοτώθηκαν στο  χωριό οκτώ άτομα. Τα περισσότερα χωρίς αιτία και πρόθεση. Σκοτώθηκε όμως και ο Πύλιο Σίμος με την γυναίκα του, τη Γιαννούλα. 
Έγινε συμπλοκή. Καθώς οι Αντάρτες χτύπησαν την πόρτα, δέχθηκαν πυρά από μέσα. Ο Πύλιος έμεινε επιτόπου, με πυροβολισμό, και η Γιαννούλα πάνω στη συμπλοκή, τραυματίστηκε από μαχαίρι, και πέθανε στο δρόμο για τη Χαλκίδα από αιμορραγία. Άφησαν δύο μικρά παιδιά. Ούτε τα παιδιά, ούτε η νύφη της Γιαννούλας, γυναίκα άλλου αδελφού, που ήταν έγκυος, έπαθαν τίποτα. Η γυναίκα αυτή μάλιστα, κλήθηκε ως μάρτυς στο δικαστήριο που έγινε το '48 και δεν αναγνώρισε τον Βαγγέλη ως  εκτελεστή. Ο Βαγγέλης αθωώθηκε! Ο Σπύρος δεν δικάστηκε. Είχε στο μεταξύ σκοτωθεί στο Αποπηγάδι.


Η Γιαννούλα Μπουραντά-Δημητρίου
πρώτη από αριστερά. 

Η Βασιλική Πηλίτση-Σπύρου δεξιά με το καρό




Από όργανο της τάξης στα χέρια του παρακράτους και της Λευκής Τρομοκρατίας


Η αβανιά της εκτέλεσης του ΠυλιοΣίμου και της αδελφής του Μπουραντά, Γιαννούλας, έπεσε πάνω στους δύο ενόπλους της οικογένειας. Τον Σπύρο και τον Βαγγέλη. Έτσι, και ενώ  ο Σπύρος ως Πολιτοφύλακας είχε αποφύγει τις αυτοδικίες, όταν τα πράγματα άλλαξαν, βρέθηκαν στα χέρια των συνεργατών των Γερμανών. 
Τα δυο αδέλφια συνελήφθησαν, βασανίστηκαν αγρίως και φυλακίστηκαν στο σχολείο στο Χλεμποτσάρι.
Εκεί, μη αντέχοντας τους βασανισμούς, αποφάσισαν ν' αυτοκτονήσουν. Έσπασαν το τζάμι του παραθύρου, το στερέωσαν σε ένα παλιό θρανίο, ανάμεσα στα ξύλα, και έκοψαν τις φλέβες τους. "Μ' ένα καρφί και μ' ένα καθρεφτάκι"... δεν είναι ένας απλός στίχος... 
Τους βρήκαν ημιθανείς. Μόλις που κατάφεραν να τους σώσουν και τους μετήγαγαν κρατούμενους στη Λεόντειο, στα Πατήσια. Τότε λειτουργούσε και σαν φυλακή και σαν νοσοκομείο. 
Δεν ξέρουμε πόσο κράτησε αυτό. Πάντως οι πληγές δεν είχαν κλείσει ακόμη όταν, παραδόξως, τους ήρθαν αποφυλακιστήρια. Αν και εξεπλάγησαν δεν έχασαν την ευκαιρία. Έφυγαν κι άρχισαν να κρύβονται. Ήταν καλοκαίρι του 1946, παραμονές Δημοψηφίσματος για τον Βασιλιά.

Και πρέπει να ήταν την επόμενη του Δημοψηφίσματος, όταν με την κάλυψη της Τούλας Πόγγα, πήγαν ένας ένας, από την Κηφισιά στον Πειραιά, και μπάρκαραν για την Κρήτη.
Την ημέρα εκείνη, 3 Σεπτεμβρίου 1946, ο Ν. Ζαχαριάδης γράφει στον Ριζοσπάστη το κείμενο με τίτλο "Μπροστά σε μια νέα κρίσιμη καμπή". Τελειώνει ως εξής:

[...Συνεννόηση, ομαλότητα, δημοκρατική λαϊκή διέξοδος από το σημερινό χάος. Η επιταγή αυτή είναι πολύ πιο κατηγορηματική και ανεπιφύλακτη για τους πολιτικούς ηγέτες και τα πολιτικά κόμματα. Μαύρα και απειλητικά σύννεφα συσσωρεύονται εσωτερικά και εξωτερικά πάνω από τον ελληνικό ορίζοντα. Για μια ακόμη φορά πρόκειται γι αυτή μας την ύπαρξη, την υπόσταση μας, την εθνική μας ακεραιότητα και ανεξαρτησία.
Ο κάθε Έλληνας ας κάνει το καθήκον του απέναντι στην Ελλάδα. Εμείς θα το ξανακάνουμε ακέραιο. Είμαστε έτοιμοι για κάθε έντιμη , ισότιμη, ελληνική συνεννόηση και συμφωνία. Το συμφέρον όμως του Λαού και του τόπου, τη δημοκρατία και την εθνική μας ανεξαρτησίας δεν πρόκειται να τα παζαρέψουμε. Και θα τα υπερασπίσουμε και θα τα επιβάλουμε δίνοντας αν χρειασθεί και τη ζωή μας...]


Γιατί στην Κρήτη;

Το ερώτημα αυτό με έχει απασχολήσει πολύ. Γιατί δυο  πρώιν ελασίτες από τη Βοιωτία πάνε στην Κρήτη για να βγουν στο βουνό και δεν πάνε προς τα πάνω; 
Η απάντηση νομίζω ότι μπορεί να είναι μόνο μία: Εφαρμόζουν κομματική εντολή. Κανένας άλλος λόγος δεν μπορεί να έβαλε σε κίνηση τον κομματικό μηχανισμό για να διεκπεραιώσει το ταξίδι και την απόκρυψή τους μετά. 
Το Κόμμα διατάσσοντας τις δυνάμεις του ενίσχυε την Κρήτη, όπου τότε οι Μπαντουβάδες και ο Γύπαρης "αλώνιζαν" ασύδοτοι. 
Ο Σπύρος και ο Βαγγέλης κρύφτηκαν κάποιο διάστημα στα Χανιά και μετά προωθήθηκαν προς τα ορεινά. 
Απρίλιο του 1947, όλες οι μεριές είναι έτοιμες για έναν ακόμη γύρο! 


1947 η ομάδα του Γιώργη Κοδέλα συμπληρωμένη
με μοντάζ με του αντάρτες που ενσωματώνονται
μετά τον Ταυρωνίτη και το Μάλεμε.
Ο Κοδέλας 1ος και ο Σπύρος 5ος, από τους όρθιους.

Από το βιβλίο του Λ. Ηλιάκη, Ο εμφύλιος πόλεμος στην Κρήτη



Παλιά Ρούματα 1947. Το χωριό στα όπλα!
Ο Σπύρος αριστερά στο βάθος με το στάγερ στο στήθος

Από το βιβλίο του Λ. Ηλιάκη, Ο εμφύλιος πόλεμος στην Κρήτη

Ο εμφύλιος στην Κρήτη από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο του '47


Στη συνέχεια, δίνουμε τον λόγο σε δύο εφημερίδες της εποχής. Το Βήμα και τα Νέα του Λαμπράκη. Πρόκειται για τις τρεις φάσεις του εμφυλίου. Μία τέλη Απριλίου-αρχές Μαΐου. Δεύτερη αρχές Ιουλίου και τρίτη αρχές Αυγούστου. 

Τέλη Απριλίου φαίνονται, ακόμη και μέσα απ' αυτές τις εφημερίδες, α) σε τι κατάσταση βρισκόταν η Ελλάδα και β) η απροθυμία της Κυβέρνησης να αφοπλίσει και περιορίσει τις παρακρατικές οργανώσεις της Δεξιάς. 
Χαρακτηριστικό είναι το κείμενο Νο 1. Εκεί περιγράφεται το χάος στη Λακωνία, στην Πελοπόννησο και αλλού. Ο δε Ν. Ζέρβας διαφωνεί με την Κυβέρνηση, δεν παραιτείται και απαιτεί...περισσότερο λάδι στη φωτιά...
Εμβόλιμη, η εφημερίδα του ΕΑΜ "Ελεύθερη Κρήτη" με ημερομηνία 27 Μαΐου 1947. 
Το κείμενο Νο 2 αναφέρεται στην εμφάνιση της πρώτης αντάρτικης ομάδας. Σε όλα τα κείμενα της φάσης αυτή είναι έκδηλος ο πανικός για τον επικείμενο εμφύλιο στην Κρήτη. Ωστόσο η "λύση" της ένοπλης σύγκρουσης είναι αναμφισβήτητη. Ο Ζέρβας, υπουργός δημόσιας τάξης, με νέα παρέμβαση, (κείμενο Νο 5) ξαναρίχνει λάδι στη φωτιά. 
Εκείνες τις ημέρες λαμβάνει χώρα και το πρώτο μεγάλο χτύπημα των Ανταρτών στη Δυτική Κρήτη και, ειδικά, στο νομό Χανίων. Πρόκειται για τη μάχη στη γέφυρα του Ταυρωνίτη (κείμενο Νο 8)

Κείμενο Νο 1. Το Βήμα 26 Απριλίου 1947

Κείμενο Νο 2.  Το Βήμα 26 Απριλίου 1947

Κείμενο Νο 3.  Το Βήμα της Κυριακής 27 Απριλίου 1947

Κείμενο Νο 4. Τα Νέα 28 Απριλίου 1947

Κείμενο Νο 5. Το Βήμα 29 Απριλίου 1947

Κείμενο Νο 6. Το Βήμα 29 Απριλίου 1947

Κείμενο Νο 7.   Τα Νέα 30 Απριλίου 1947

Κείμενο Νο 8.  Το Βήμα 30 Απριλίου 1947
Η γέφυρα του Ταυρωνίτη 1941
Η Γέφυρα του Ταυρωνίτη 2016

Κείμενο Νο 9. Το Βήμα 30 Απριλίου 1947

Κείμενο 10. Το Βήμα 2 Μαΐου 1947

Κείμενο 11. Τα Νέα 3 Μαΐου 1947

Κείμενο Νο 12. 5 Μαΐου 1947







Η  δεύτερη φάση του εμφυλίου στην Κρήτη το 1947


Η δεύτερη φάση του εμφύλιου στην Κρήτη έχει επίκεντρο τον Καπετάν Ποδιά. Προς ανακούφιση του Ποδιά και αντιπερισπασμό στις κυβερνητικές δυνάμεις, η ομάδα του Γ. Κοδέλα σχεδιάζει και εκτελεί, με πλήρη επιτυχία και αναιμάκτως, την καταδρομή στο αεροδρόμιο του Μάλεμε.
Μπαίνουν, φορτώνουν δεκαπέντε φορτηγά, παίρνουν μαζί τους και τους σμηνίτες και φεύγουν! Κάτι ανάλογο κάνουν και στη Χρυσοπηγή. (κείμενο Νο 17)
Ο Σπύρος παίρνει μέρος στην επιχείρηση. Έχουμε, ωστόσο, κάθε λόγο να εικάσουμε ότι παραδειγματίζεται από μια άλλη επιτυχημένη επιχείρηση  κατά αεροδρομίου στην οποία είχε λάβει μέρος, 8 προς 9 Σεπτεμβρίου του 1944, στην Τανάγρα, υπό τον θρυλικό καπετάνιο του ΕΛΑΣ Θεοχάρη.




Κείμενο Νο 13. Τα Νέα 1 Ιουλίου 1947

Κείμενο Νο 14. Τα Νέα 2 Ιουλίου 1947

Κείμενο Νο 15. Το Βήμα 2 Ιουλίου 1947

Κείμενο 16. Το Βήμα 3 Ιουλίου 1947

Κείμενο Νο 17. Τα Νέα 4 Ιουλίου 1947

Κείμενο 18.  Το Βήμα της Κυριακής 6 Ιουλίου 1947


Η τρίτη φάση του εμφυλίου στην Κρήτη το 1947


Η τρίτη φάση του εμφυλίου στα 1947, είναι και η τελευταία για τον Σπύρο. Τέλη Ιουλίου αρχές Αυγούστου τα πράγματα οξύνονται πολύ. Ο Σπύρος έχει γλιτώσει ήδη μια φορά από τη συμμορία του Γύπαρη, πέφτοντας μέσα σ' έναν θάμνο. Εκείνη τη μέρα όμως, 1η Αυγούστου, στην συμπλοκή που γίνεται, τραυματίζεται στα πόδια. Καταλαβαίνει ότι όλα τελειώσανε. Διώχνει τους άλλους, καλύπτοντας την υποχώρησή τους, και την τελευταία στιγμή στρέφει το στάγερ στο στήθος για να μην πιαστεί ζωντανός.

Κείμενο Νο  19.  Τα Νέα 4 Αυγούστου 1947

Κείμενο Νο 20. Τα Νέα 5 Αυγούστου 1947

Κείμενο Νο 21. Τα Νέα 5 Αυγούστου 1947

Κείμενο Νο 22. Τα Νέα 7 Αυγούστου 1947

Κείμενο Νο 23. 8 Αυγούστου 1947 


Ο συγκλονιστικός επίλογος του Βαγγέλη

[απόσπασμα από το βιβλίο 
Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής, Παράξενοι φτωχοί Στρατιώτες-θαυμαστά στοιχεία της Αρβανίτικης στρατιωτικής παράδοσης των ελληνικών Κοινών, εκδ. Αλφειός, 2014, σελ. 218-221]


[...Δεν πρόφτασε να βγει το καλοκαίρι και ο Σπύρος σκοτώθηκε. Στα Παλαιά Ρούματα, στο Αποπηγάδι, 1 Αυγούστου 1947, Παρασκευή πρωί. Τραυματίστηκε βαριά, στα πόδια. «Φευγάτε εσείς», τους λέει, «και καλή αντάμωση». Πυροβολούσε και θυμόταν την κυρα-Φιλιώ, στο Χλεμποτσάρι, οπού τον είχαν στο σχολείο: 



«Κάνε πέρα, Σπύρο, να σε σκοτώσουν, να γλιτώσεις τα μαρτύρια», του έλεγε στ’ αρβανίτικα. 



Ήταν η δεύτερη φορά που έπρεπε να πάρει την απόφαση για ζωή ή για θάνατο! Είναι πιο εύκολο ή πιο δύσκολο τη δεύτερη φορά; Δίστασε: «Ο αγώνας δεν τελείωσε, φουντώνει πάλι». 



«Νέο αντάρτικο γεννιέται ν’ αγωνιστεί για λευτεριά», τραγουδούσαν, Κυριακή μεσημέρι, στην πλατεία. 



«Για τους άλλους, στην ηπειρωτική Ελλάδα. Σε μας εδώ, πάει, τελείωσε… Ο Ποδιάς, ήταν τυχερός. Έπεσε, δεν παραδόθηκε. Δεν παρέδωσε τα όπλα. Του κόψανε το κεφάλι και το σεριάνιζαν στο Ηράκλειο… Μια φορά όταν, νικητές, παραδώσαμε τα όπλα στους Ιταλούς και μια φορά όταν, απελευθερωτές, παραδώσαμε τα όπλα στους Άγγλους. Τώρα πάλι;» 



Όπλισε, για τελευταία φορά, το στάγιερ – εκείνο που έχει στη φωτογραφία, στην πλατεία του χωριού, με όλους τους Παλιορουματσίτες. 



«Πρόσθεν αν αποθάνοιεν ή τα όπλα παραδοίεν». 



Το έστρεψε στον εαυτό του και πάτησε τη σκανδάλη. 

Τριάντα ενός χρονών. Της Αστυνομίας Πόλεων που είχε προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ. Τον βρήκαν μετά, τετραήμερον. Δεν στάθηκε δυνατόν να τον μετακινήσουν. Τον έθαψαν προσωρινά και πρόχειρα, επιτόπου, πάνω πάνω στο χώμα. Με τον φόβο και την έννοια μην τον ξεχώσουν τα αγρίμια. Άμποτες να γυρίσουν να τον πάρουν. Δεν τα κατάφερε κανένας. 



Γίνηκε η Μεταπολίτευση και ο Βαγγέλης θεριό: 


«Θα πάω να τον φέρω». 

Έβαζε τα σχέδια στο τραπέζι κάθε Κυριακή, που ερχόταν από την Αθήνα. 

«Να ζητήσω άδεια εκταφής; Δεν θα μου τη δώσουν. Κι αν δεν μου τη δώσουν, μετά θα μ’ έχουν στόχο, δεν θα μπορέσω να πάω». 

Για τον φόβο των Ιουδαίων, πήγε κρυφά. Βρήκε τους παλιούς συντρόφους. Παλιοί και νέοι πήγανε στο Αποπηγάδι. Τον βρήκαν και τον ξέχωσαν! Τον έπλυναν με κρασί. Τον τύλιξαν στο λευκό σεντόνι. Τον έφερε στην Αθήνα, μέσα σε μια βαλίτσα. Μικρό το σπίτι της Καισαριανής. Πιάνει μιαν ελληνική σημαία τυλίγει το κουτί και το βάζει δίπλα στο κρεβάτι της κόρης του. Ανάβει και το καντήλι. 

«Μάνα, σου ’φερα τον Σπύρο. Να σε πάρω στο σπίτι να τον δεις». 

Πήγε η γιαγιά η Αθηνά. Και κει, δίπλα στον Σπύρο, ήρθαν και θρονιάστηκαν όλα τα πεθαμένα της. Και ποιον να πρωτοκλάψει; Μέσα σε μια πενταετία έχασε έναν γυιο, τον γαμπρό, τον αδερφό, τη νύφη και τον άνδρα! Τον γυιο και τον γαμπρό από τους φασίστες και τους «εθνικόφρονες». Τον αδερφό και τη νύφη από τους Αντάρτες. Τον άνδρα από δυστύχημα. Ποιον να θεωρήσει ένοχο; Ποιος έκαμε τόσο πολύ κακό σε έναν μόνον άνθρωπο; 

«Μάνα σε ξεκληρίσανε άπονες εξουσίες ψυχή δεν σου αφήσανε μόνο φωτογραφίες» 

Λίγο καιρό προτού πεθάνει, της ζήτησα να μου πει ένα τραγούδι. Το μυαλό της ήταν σωστό, μέχρι τέλους. Μας είχαν βάλει από το γυμνάσιο να γυρεύουμε, στους παππούδες και στις γιαγιάδες, δημοτικά σπάνια και ξεχασμένα. Σκέφτηκε λίγο και είπε τους πρώτους στίχους από τούτο δω, ότι είχε ξεχάσει, από χρόνια, και τα τραγούδια και τα στιχάκια τους. Ήταν η τελευταία φορά που τραγούδησε: 

Η Σούσα ήταν όμορφη, της Κρήτης το καμάρι, 
π’ αγάπαε τον Σαρή-Μπαγλή, το πρώτο παλληκάρι. 
Τον αγαπά, την αγαπά χρόνους δεκατεσσάρους 
μ’ αλήθεια τ’ αδερφάκι τζη γυρίζει με κουρσάρους. 
Μια Κυριακή και μια Λαμπρή ήταν προσκαλεσμένοι, 
βγήκε η νια ’που το λουτρό κι ο νιος απ’ το μπαρμπέρη..... 



Τώρα, πώς γίνεται και η αρβανίτισσα γιαγιά ήξερε ένα τόσο σπάνιο κρητικό τραγούδι, και μάλιστα τραγούδι των Τουρκοκρητικών, παρέμεινε μέγα μυστήριο. 



Όταν η γιαγιά πέθανε, ο Βαγγέλης έφερε τα οστά του Σπύρου και τα έβαλε δίπλα της. Κρυφά πάντα, για τον φόβο του Κρέοντα. 



Εκείνος πέθανε το ’80. Έτσι, ξαφνικά. Έμφραγμα. Δεν μπόρεσα ποτέ να τον ρωτήσω αν είχε ακούσει, αν είχε δει, αν είχε διαβάσει την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή… 



Έκτοτε μου έγινε έμμονη ιδέα, και κάθε τόσο του έθετα νοερά την ίδια και την ίδια ερώτηση: «Ήξερες την Αντιγόνη;» Ώσπου μια μέρα: 



[...Ποια η πηγή των παραδόσεων; Νομίζω πως η μήτρα των παραδόσεων είναι η ψυχή. Μπορούμε να μιλάμε για εθνική ψυχή και μάλιστα για ελληνική ψυχή; Αν διαχρονικά μπορούμε να διακρίνουμε παραπλήσιες δράσεις και αντιδράσεις, αν μπορούμε να διακρίνουμε ότι ο Έλλην ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου έχει μια ιδιαίτερη και τελείως χαρακτηριστική θεμελίωση της ψυχής, τότε μπορούμε να μιλάμε για ελληνική ψυχή. Η ελληνική ψυχή προϋπάρχει και γέννησε τις παραδόσεις, υπάρχει δε κι όταν οι παραδόσεις χάνονται. Στην αρχαιότητα βασικό μέσον παιδείας ήταν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Όταν οι Έλληνες έχασαν την Παιδεία τους και δεν είχαν ιδέα για τον Οδυσσέα και τον Αχιλλέα, δεν εμποδίστηκαν καθόλου να συμπεριφέρονται σαν αυτά τα διαχρονικά πρότυπά τους. Δεν τους ήξεραν αλλά η ψυχή τους τους γένναγε πάλι… Αυτή η ψυχή δεν σχετίζεται βεβαίως με γονίδια. Σχετίζεται με ατομική επιλογή ορισμένων αξιών, γι’ αυτό κι ένας αλλογενής μπορεί να γίνει θερμός φορέας του ελληνικού τρόπου, επιλέγοντας να διαμορφώσει ανάλογα την ψυχή του, όπως επίσης κι ένας Έλληνας να αφελληνιστεί»...] 



(Άρης Ζεπάτος)




Η πλάκα που θυμίζει κατά κάποιον τρόπο την ιστορία του Σπύρου... Ότι δεν χαράζονται στο μάρμαρο τα κατορθώματα και τα δράματα των ανθρώπων. Και η παραχάραξη, από το σημερινό "ΚΚΕ" του χαρακτήρα του αγώνα του ΔΣΕ κάνει ακόμη χειρότερα τα πράγματα. 



Κάνω λόγο για παραχάραξη του χαρακτήρα του δεύτερου αντάρτικου από το σημερινό "ΚΚΕ" και το στηρίζω σε δύο στοιχεία. Ακλόνητα, όπως πιστεύω. 



Το ένα είναι τα ίδια τα ντοκουμέντα του ΔΣΕ εκείνων των ημερών του Αυγούστου. Πουθενά δεν λένε για "ταξική πάλη" και παντού μιλάνε για εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία! Και δεν χάνουν σε αγωνιστικότητα, αλλά κερδίζουν! 

Παραθέτω μερικά όπως τα βρήκα από τις αναρτήσεις του ερευνητή Νίκου Χατζηδημητράκου.









Το άλλο στοιχείο είναι το τι συνείδηση είχαν εκείνοι, όταν  πολέμαγαν, για τον χαρακτήρα του αγώνα τους.
Ο Βαγγέλης πάλι μας δίνει την απάντηση. 
Σε έναν επιτάφιο θρήνο, ένα αυτοσχέδιο μοιρολόι που έφτιαξε πάνω στο μεγάλο του πένθος για το χαμό του αδελφού του, βάζει τον νεκρό να δηλώνει για πιο σκοπό έχυσε το αίμα του: 

«την λευτεριά, την ανεξαρτησία»!

Η αντιγραφή είναι της Βασιλικής, της γιαγιάς μου, που το διέσωσε με τα λίγα γράμματα της Γ' δημοτικού
και σε άλλο σημείο....