Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Διαθήκη Δημ. Χαριτόπουλου, οπλαρχηγού, 1708, Ζάκυνθος



Από το βιβλίο του Κ. Σάθα: 

Η κατά τον 17ο αιώνα επανάστασις της Ελληνική Φυλής, 1684-1715, 

Αθήνησι, εκ του τυπογραφείου της Χρυσαλλίδος, (παρά τη πύλη της αγοράς αριθ. 4), σελ 34-36


Επισυνάπτομεν την διαθήκην του Δημ. Χαριτοπούλου, αυταδέλφου του υπέρ πίστεως και πατρίδος πεσόντος επισκόπου των Σαλόνων Φιλοθέου, αντιγραφείσαν εκ των αρχείων της εν Ζακύνθω Μονής του Προδρόμου, και δια τας εν αυτή ιστορικάς αληθείας και το διαλάμπον του πατριωτισμού.


Εφτά Αλωναρίου 1708, εις χωρίο Ζακύνθου Καταστάρι.


Εις το όνομα του πατρός, και του υιού, και του αγίου πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων Αμήν.
Εδώ κάνω κατάγραμμο της δυστυχισμένης φαμίλιας μας, που καταγόμαστε σκλιτάδα και σκλιτάδα1 από τη Ρούμελη, και ήρθαμε σε τούτο το νησί της Ζάκυνθου από κατατρεμό, και όχι από άλλο.
Ο πατέρας μας, που ν' αγιάσουν τα κόκκαλά του, ελέγονταν Γιάννης και ήταν από την χώραν Αγιθυμία, και η μάνα μας, που ο Θεός να τη σχωράη, Σαλονίτισα, και ελέγονταν Βιελέτα. Γεννηθήκαμε τέσσαρα αδέρφια` ο μεγαλείτερος ελέγονταν Φίλιππος και, καλογερεύωντας επήρε όνομα Φιλόθεος και είνε ο δεσπότης, ο δούλος του Θεού, που να έχω την αγίαν του ευχή εγώ και πάσα άλλος χριστιανός, αγκαλά και απεθαμένος' ύστερα έρχομαι στην αράδα εγώ, και η αδερφή μου η Μάρω, και το αδέρφι μου ο Γεώργις. Και ο πατέρας μου πέθανε χρόνωνε ογδοήκοντα με θάνατο χριστιανικό, σαν καλός χριστιανός που ήτανε, κάνοντας ψυχικά, και ποτέ στο ζύγι μην αγελώντας, και αξιώθηκε να τον εβγάλη ο Φιλόθεος ο δεσπότης, που τού εδωκε και την αγίαν του εύχη` και η μάνα μας πέθανε από την λοιμική που μας ηφέρανε οι Βενετζιάνοι` και πολύ κόσμο εχάθηκε, χρόνωνε εξήντα τρία.
Ο Φιλόθεος είχε γραμματαλλαγή με τους Βενετζιάνους να το βαρέσουνε λευθερόνοντας το σκλαβωμένο γένος μας, και αγροικόταν με τους καπετανέους και δεσποτάδες της Ρούμελης. Κατά καιρό που κατέβηκε η αρμάδα στα νησιά, ούλη η Ρούμελη εδούλεψε σπαθί, και εκλαδέψαν πάσα ψυχή αλλόπιστων αγαρηνών. Τότε ήτονε καπετάνιος Σάλονα και Λοιδορίκι ο καπετάν Κούρμας, και με πεντακόσιους αρματωλούς επήρε Σάλονα, Λοιδορίκι και Έπαχτο, και περίττο από δυο χιλιάδαις Τούρκων εσφάξαν.
Ύστερα σε λίγο μας ήρθε η λοιμική, και πολύς κόσμος εχάθην` τότε και η μάνα μας η μακαρίτισσα, ο Θεός να την σχωράγι, πέθανε και η αδερφή μου Μάρω χρόνων είκοσι οχτών.
Σάμπως ήρθαν οι Τούρκοι, οι Βενετζιάνοι έμπηκαν στα κάτεργα και άφησαν εμάς τους δύστυχους. Και ο καπετάν Κούρμας με τετρακόσους εύγηκε και τους ετσάκισε σε τέσσεραις πάνταις. Ήρθε και ο Φιλόθεος, που ο καπετάν γκενεράλες τον είχε μαζή του, γιατί είχε υπόληψι και στίμα, και ακούονταν απ' όλους τους Ρουμελιώταις, και εκάμαν με τον καπετάν Κούρμα βουλή να πάρουνε και το Ζητούνι` μα δε μπόρεσαν, γιατί εκλειστήκαν οχτώ πασάδες` και εκάψαν και τη Φήβα* εχτυπήσαν και το ορδί του Τούρκου κοντά στο Πατρατζίκι, και το Ταλάντι επήραν, και ο Κούρμας λαβώθηκε. Ήρθε ο Λιμπεράκης να πάρη τα Σάλονα, μα ο Κούρμας τον πήγε του κυνηγιού στο Καρπενήσι, και σε τρίχα να τόνε πιάση και ολοζώντανο. Ο δεσπότης ο Φιλόθεος εβαρέθη στο λαιμό στο μπόλεμο, και σε δέκα μέραις επρίστηκε και πέθανε, και ο Κούρμας εσκοτώθη.
Ήρθαν οι Τούρκοι και έδιωξαν τους Βενετζιάνους, και εγώ με άλλους πολλούς, αγκαλά και μας έταξαν οι Τούρκοι με όρκο να μη μας πειράξουν, έφυγα με το αδέρφι μου τον Γεώργη και με κάτεργο του καπετάν Στάθη Βλαστού ήρθα σε τούτο το νησί της Ζακύθου.
Σαν αληθινός χριστιανός χρήζοντας να ήμαι έτοιμος σε πάσα ώρα και στιγμή να παρουσιαστώ εις το τρομερόν και φρικτό του Θεού κριτήριον, ερεγολάρισα τα πράγματά μου. Και πρώτο συχωράω πάσα άνθρωπο, που με έβλαψε, και ζητάω απ’ ούλα τ' αδέρφια μου τους χριστιανούς συγχώρεσι σε ό,τι τους επίκρανα και εζημίωσα. Αφίνω το τίποτες μου εις το αδέρφι μου τον Γεώργη, και θέλω να με θάψη χωρίς καμμία εξόδευσι και κοσμοπομπή, να μου αφήση μονάχα το βρακί και το μαύρο 'ποκάμυσο, και τίποτας άλλο, και να με ρίξη σ' ένα ταφί. Και αν δώση ο πανάγαθος και πανοικτίρμονας Θεός και καπιτάρη και ελευθερωθή το δυστυχισμένο γένος μας από τον τρομερό, και απάνθρωπο, και αντίχριστο και ανελεήμονον Αγαρηνόν, να ξεθάψη τα κόκκαλά μου, και τα κόκκολα του μακαρίτου αδελφού μας Φιλόθεου, που τα έχω κρυμμένα με μια σακκούλα στην σπηλιά, που εγνωρίζει και να τα θάψη μαζή και κοντά στα κόκκαλα των γονηών μας εις την εκκλησία της πατρίδος μας' μα το ξαναλέγω, σαν ελευθερωθή, και όχι τώρα, που είμαστε σκλάβοι. Και αν κάμη έτζι νάχη την ευχή του Φιλόθεου και εμένα, αλλέως τη κατάρα μας' γιατί έτζι με ώρκισε στο ευαγγέλιο ο μακαρίτης Φιλόθεος ωσάν εξεψύχου.
Αφίνω ακόμα διάτα και τόνε βάνω σε όρκο φρικτό εις το όνομα του Θεού, του Χρίστου, της Παρθένος, εις τα κόκκαλα των γονηών μας και του αδερφού μας Φιλόθεου, και εξορκίζω τον αδερφό μου Γεώργη, το σταυρό τον μαλαματένιον να μην τόνε πειράξη` να τον απιθώση σε μία εκκλησία να λειτουργιέται, και να κάμη κολάγι και τόνε στείλη στην πατρίδαν μας του Παπα- Θανάση να τον απιθώση στην εκκλησία μας, γιατί είμαστε άνθρωποι και δε ξέρομε που καταντάμε, και τυχόντας σε καμμία χρεία του μπορεί να τον πουλήση, γιατί άνθρωποι είμαστε και πέφτομε σε λάθο` αυτός ο σταυρός είνε του μακαρίτου αδελφού μας Φιλόθεου, και νάχης την εύχη του, Γεώργη μου, να τον φιλάξεις.
Αφίνω και στον αδερφό μου Μήτρο να δώση 50 τσεκίνια στην κάσα, για ελευθέρωμα σκλαβών, και 40 στο οσπιτάλε, και χωρίς άλλο να το κάμη. Αλλο τίποτε δεν έχω να ειπώ, και αυτή είνε η τέλεια και υστερινή μου θέλησι.

ΔΗΜ. ΧΑΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ


1Σκλιτάδα τη σκλιτάδα= γένος το γένος