Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

Ο Στρατιωτικός Διοικητής Αττικής του ΕΛΑΣ, Αποστόλης Κοκμάδης αφηγείται....



Ο Αποστόλης Κοκμάδης(1919-2012), μόνιμος υπολοχαγός του Ελλ. Στρατού, είναι μια "μικρή περίπτωση Σαράφη". Βγήκε στο Βουνό σαν αντίπαλος του ΕΛΑΣ και μέσα σε μερικές μέρες ανέλαβε στρατιωτικός διοικητής του 2ου λόχου του ΕΛΑΣ ΑττικοΒοιωτίας, το καλοκαίρι του 1943..."Στρατιωτικός διοικητής Αττικής", στην ουσία, όπως ο ίδιος εξηγεί.
Ο "Αποστόλης", όπως ήταν ευρύτερα γνωστός, ήταν μια ιδιοφυΐα στρατιωτική, με "φοβερή τοπογραφική μνήμη". Δεν χανόταν ποτέ μέσα στα δάση της Πάρνηθας, δεν ξεχνούσε τίποτα από τις διαδρομές που έκανε, δεν δυσκολευόταν καθόλου να βρει πόρους για να πραγματοποιήσει τους ελιγμούς του. 
Ο Αποστόλης, είναι εκείνος που χτύπησε το τρένο στο Βαθύ Αυλίδος και απελευθέρωσε τους αιχμαλώτους(Φεβ 1944). Είναι εκείνος που επιστρέφοντας από το Βαθύ διευκόλυνε τον εγκλωβισμό του λόχου των "Ταγμάτων" στο Κλειδί. Είναι εκείνος που πραγματοποιεί την επίθεση στην Τοπόλια, στο Σχηματάρι, στο αεροδρόμιο της Τανάγρα. 

«....Οφείλετε να καταλάβετε ένα πράγμα, ότι όταν εγώ ήμουνα στρατιωτικός διοικητής Αττικής και υπέγραφα ως τοιούτος δεν ήμουνα καραγκιόζης` ήμουνα διοικητής ο οποίος είχε πίσω του τρακόσους τουλάχιστον οπλισμένους άντρες, γιατί υπήρχε περίπτωση, όταν κινούσαμε και τις οπλισμένες μαχητικές ομάδες των χωριών, φτάναμε τους 500` τρακόσους λοιπόν άντρες με τα φυσεκλίκια και με τα γένια κλπ. κι όπου μπαίναμε... έτρεμε η γη όπου πατούσαμε. Αυτό, μόνο εκείνοι που το είδανε, μόνο εκείνοι που το αισθάνθηκαν, μπορούν να το καταλάβουν, θα σας πω ένα πράμα: όταν γυρίζαμε απ’ την Τοπόλια και μπήκαμε στις Λάρυμνες, είχανε βγει ο κόσμος στο χωριό, ξέμαλλες οι γυναίκες, γριές, παιδιά, κορίτσια, μας πετάγανε λουλούδια -τα  λέω τώρα και συγκινούμαι-, ξεφωνίζανε... Ήταν κάτι το απερίγραπτο! Οι Γερμανοί ήτανε 10 χιλιόμετρα παραπέρα. Είχαν όλα τα μέσα να ’ρθουν να κάψουνε το χωριό` δεν ερχόνταν όμως. Μας φοβούνταν».

Η συνέντευξη έχει δοθεί στον Γιάννη Πριόβολο και περιλαμβάνεται στο βιβλίο        Μόνιμοι αξιωματικοί στον ΕΛΑΣ-οικειοθελώς ή εξ ανάγκης, εκδ. Αλφειός, Αθήνα, 2009. 
Όπως εύκολα θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, ο Γ. Πριόβολος δεν είναι καθόλου "φιλικός" προς τις απόψεις του Α. Κοκμάδη. Αν και προσφεύγει σε αυτού του τύπου τη συγγραφή της ιστορίας, όπου η προσωπική μαρτυρία έχει την βαρύνουσα σημασία, πολλές φορές προσπαθεί να χειραγωγήσει στη συζήτηση, μερικές δε φορές αγγίζει τα όρια της αγένειας. Ο Αποστόλης το καταλαβαίνει και απαντάει ανάλογα αναγκάζοντας τον "αντικειμενικό" ερευνητή να καταφύγει σε δύο εκτεταμένες σημειώσεις άλλων για να "ισορροπήσει" τις εντυπώσεις. Αφού δεν μπόρεσε να χειραγωγήσει τον συνομιλητή του, επιχειρεί να χειραγωγήσει τη σκέψη του αναγνώστη. Όλα αυτά προσδίδουν ιδιαίτερη αξία στη μαρτυρία του μεγάλου πολέμαρχου του ΕΛΑΣ! Οι Αρβανίτες θα τον θυμούνται για πάντα.....

«...Να ’μαστε εξηγημένοι: Εδώ στην περιοχή της Αττικό - Βοιωτίας δεν είχαμε «οδηγούς» Γερμανών, προδότες κλπ. Έναν είχαμε από το Κακοσάλεσι, έναν Ξάνθο, ο οποίος άρχισε τη δράση του μετά από την απελευθέρωση. Όλα τα χωριά της περιοχής ήταν απόλυτου βοηθοί μας. Σε κανένα χωριό δεν είχαμε «αντίδραση», όπως λέγαμε εμείς. Είτε μας φοβόντανε και δεν ήθελαν να εμφανιστούν σαν τέτοιοι, είτε μας υποστήριζαν ανοιχτά, είτε μας υποστήριζαν λίγο, κρυφά, πάντως δεν είχαμε τέτοιους.

Να μη λησμονούμε ότι τα Δερβενοχώρια, τα πέντε χωριά της Πάρνηθας, μετά τις μάχες τις 15, 16, 17 και 18 Οκτωβρίου του '43, είχαν αδειάσει και όλοι είχαν μεταφερθεί, είχανε πάρει τα πράματά τους, τις κασέλες τους, τις είχανε κρύψει στα πουρνάρια και ζούσαν όλοι στην περιοχή που είναι μεταξύ Δαριμάρι, Πύλης και του δρόμου Χλεμποτσάρι - Θήβα, Αλμοποία - Θήβα - Τανάγρα` εκεί μέσα. Είναι ένα μέρος που το ’χανε για βοσκή` δικό τους μέρος. Εκεί ζούσαν όλοι. Οι δε των μπροστινών χωριών: Κακονισκίρι, Καβάσαλα και Κρώρα, αυτοί είχανε κατεβεί κάτω προς τη Μάντρα` εκεί μέσα.

Όλοι αυτοί ήτανε Αρβανίτες. Κι Αρβανίτες έχουνε μπέσα` ποτές δεν την παραβιάζουν. Κι ένας από τους λόγους για τους οποίους εστάθηκε το αντάρτικο πέντε βήματα από την Αθήνα, ήτανε μόνον και μόνον γιατί είχανε «δούναι λαβείν» με Αρβανίτες` με ανθρώπους οι οποίοι έχουν μπέσα. [.„] Εξάλλου τότε ακόμα για τους ντόπιους εμείς είμαστε οι «εαμίτες», όχι οι «κουμουνιστές». Κι αν κανένας δεν του άρεσαν αυτά τα πράματα, έκανε μόκο. Εκείνοι δε που ήτανε τσορμπατζήδες, μεγαλονοικοκυραίοι, σηκωθήκανε και φύγαν και πήγαν στην Αθήνα. Δυο βήματα ήταν η Αθήνα».