Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Βόλτα στην Ακρόπολη (Ιούνης 2004)



Όμορφη μέρα!
Καφές στην “Κλεψύδρα”.
9.30 πμ.
Εφημερίδα...Λίγη πολιτική και μετά όμορφα πράγματα.
Νοητή βόλτα στον Κόσμο.
Η Αφροδίτη θα περάσει μπρος απ' τον ήλιο. Οι Ανθρωπιστικές σπουδές.
Η απόβαση στη Νορμανδία. Μια ανθολόγηση του Καβάφη.
Καλές 11.30 πμ.
Πάμε μια βόλτα στην Ακρόπολη; Την πεθύμησα.
Έχω καμιά εικοσαριά μέρες να τη δω.
Ανέβηκα της σκάλες μπροστά στο Πρώτο Πανεπιστήμιο.
Στάθηκα κάτω ακριβώς από το βόρειο τείχος.
Λίγο πριν την πόρτα του Αγίου των Αναφαίων.
Της Πλάκας "το δροσάτο αγέρι"!
Έχει μια πνοή αυτή η συνοικία. Πάντα φυσάει, ακόμα και στις πιο ζεστές μέρες, ένα απαλό, δροσερό αεράκι. Με πήρε αγκαζέ και περπάτησε μαζί μου ως τον Άρειο Πάγο.
Κόσμος εκεί, κοίταζε τον ρήτορα. Δεν άκουγε! Η φωνή του Παύλου χάνονταν μέσα στην αντάρα των “κλικ” των φωτογραφικών μηχανών...και στην αντάρα των μηχανών της πόλης που δυνάμωνε.
Αχνογελούσα μόνος μου, μια στα στιχάκια που αυθόρμητα μου ήρθαν στο μυαλό
και μια στα πλουμιστά μπεντένια.
Χαιρέτησα τα παιδιά. Μαθητές γυμνασίου, τον Μανώλη και τον Λάκη.
Το χαβά τους αυτοί, να σκαρφαλώνουν επάνω. Είναι εκεί κάθε φορά που περνάω. Μα πρωί, μα βράδυ.
Έκανα delete στα λεφούσια των τουριστών.
Πυροβόλησα και σκότωσα, επί τόπου, τον έγκαυλο μοτοσυκλετιστή με την μπλέ ελεκτρίκ εντούρο. Έριξα μια χειροβομβίδα στο "τζιπάκι"που ανέβαινε  από την ταβέρνα, τον "Διόνυσο", φουλ.
(Ήταν του ιδίου χρώματος με την μηχανή-θα ανήκουν φαίνεται στο ίδιο μηχανοκίνητο τάγμα των κατακτητών).
Χαιρέτησα το αεράκι και κατηφόρισα.
Η αναστύλωση του ναού της Νίκης τελειώνει. Κουράγιο. Venseremos.
Επί της Διονυσίου Αρεοπαγείτου και απέναντι από την είσοδο του Ηρωδείου, στροφή κεφαλής αριστερά. Η φανταχτερά όμορφη γυναίκα, στα δεξιά μου, παραξενεύτηκε από την απότομη στροφή της κεφαλής. Αλλιώς την είχαν συνηθίσει. Η ματαίωση έσπειρε κακεντρεχείς σκέψεις για τον ανδρισμό μου. Δεν είχα χρόνο όμως. Είχε ήδη "πέσει" η εικόνα της χιονισμένης Ακρόπολης. Όπως ήταν πρωί-πρωί, μία μέρα και μοναδική, τον περασμένο χειμώνα (2003-2004). Με τον βαρύ χιονιά για φόντο. Με τους θρυγκούς και τα αετώματα χιονισμένα. Τις ιερές ελιές, στους πρόποδες, βαρυχιονισμένες μάνες, εγκυμονούν, μετά από χρόνια, το στερνοπούλι τους.
Άλλαζα τις εικόνες κατά βούλησιν. Μια χιόνι-μια ήλιος.
"Τα πλατάνια τα γερά", εφ' ενός ζυγού παρ-ουσίαζαν όπλα. Ενδεχομένως και να συν-ουσίαζαν...όπλα. Ένα συνωμοτικό, αδιόρατο νεύμα, ανανέωσε την στρατηγική μας συμμαχία.
Βάλθηκα να δοκιμάζω προθέσεις στη θαλάμη της “ουσίας”.... Παρ-ουσία...συν-ουσία...εξ-ουσία...Ταίριαζαν όλες! Τελικά είναι ζήτημα προθέσεων. Καλών και κακών. Μόνο στην πολιτική δεν έχουν αξία, οι προ-θέσεις, αλλά οι θέσεις...και οι πράξεις.
Για να μη κινήσω υποψίες, γύρισα πάλι προς την Ακρόπολη. Κι ας ήθελα να τα καμαρώσω κι άλλο. Και τα νεαρά πλατανάκια, τη νέα γενιά των μαχητών. Τα μύρισα μόνο.
Στις "Δυο Κολώνες", ο Μακρυγιάννης αγνάντευε. Με το' να χέρι ακουμπισμένο στη μια κολόνα και το άλλο στα μεριά του. Το έχει αντέτι, επιθεωρούσε την άμυνα του σερπετζέ. Απέναντι ακριβώς, στη Διονυσίου Αρεοπαγείτου, καθισμένος σταυροπόδι, ένας Πέρσης έπαιζε σαντούρι. Θα είναι, σκέφτηκα, κάποιος από τους στρατιώτες του Ξέρξη. Θα βαρέθηκε να γυρίσει πίσω. Η μουσική του με συνεπήρε, με συγκίνησε.
Παρακάτω, άλλος Μακρυγιάννης,πέτρινος. Κοίταγε πέρα, κατά τον Ανάλατο.
Με την πάλλα μόλις ν' αγγίζει το χώμα. Ένα ματσάκι αγριολούλουδα ήταν αφημένα στα πόδια του. Θαύμασα την αποκοτιά του ανθρώπου. Να βάζεις  σήμερα λουλούδια στ' αγάλματα θέλει πολύ θάρρος και ανεμυαλιά. Ομολόγησα έντρομος ότι, εγώ δεν θα το τολμούσα. Αν είχα κάποιον να φυλάει τσίλιες, ίσως.
Χώθηκα στον πολύ κόσμο της Αδριανού, για να κρυφτώ από την ατιμωτική σκέψη. Μετά από δυο στενά, κρύφτηκα στη σπηλιά μου. Είχα κι εγώ τότε μία εκεί, κοντά στου Μπάρμα-Γιάννη. Και τώρα έχω...Πάντα χρειάζεται, η σπηλιά, στην εποχή των Παγετώνων. Ο Θουκυδίδης με χτύπησε ελαφρά στον ώμο.
«Αγάπα το κελί σου. Τρώγε όλο το φαΐ σου. Κάνε τη γυμναστική σου. Διάβαζε πολύ!»...έγραφε το σημείωμα στον πίνακα υπενθυμίσεων....Του Σταυρού, “π' αγιάζουν οι παπάδες”, μια χαρά συν-εννοήθηκαν, ο Νίκος με τον παπά, παρά τις δοξασίες περί του αντιθέτου.
Έβαλα το cd να παίζει. Αυτός ο Πέρσης παίζει σαντούρι όπως παίζει πιάνο ο Λιστ!
Δεν άντεξα την πίεση και ομολόγησα...άρχισα να χτυπάω τα πλήκτρα του υπολογιστή, στον ίδιο ρυθμό μ' ανυπολόγιστα....