Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2017

Μια ιστορία για ένα βιβλίο, πολλά βιβλία με ιστορία


Τσάρλι Τσάπλιν, Τα φώτα της ράμπας, εκδ. "Γαλαξίας"

Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής


Θα ήταν 1971 με 1972 όταν στο σπίτι εμφανίστηκαν, “ως δια μαγείας”, τα παλιά κιτρινισμένα βιβλία!
Ήμουν τότε έντεκα δώδεκα χρονών. “Ως δια μαγείας” είχαν εξαφανιστεί, μέρα μεσημέρι, ανήμερα της 21ης Απριλίου 1967. Είχανε, τότε, φτιάσει “οι φύλακες που είχαν γνώση” -έτσι μιλούσαν για τον εαυτό τους οι ρουφιάνοι- μια λίστα με εβδομήντα τόσα άτομα, “επικίνδυνα”για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Ήταν λοιπόν πιθανότατο να έρθουν κι από μας. Μπαίνανε, ψάχνανε, δένανε, ενίοτε και δέρνανε, παίρνανε και φεύγανε.
Κλείστηκαν, λοιπόν, μέσα στο σπίτι, πριν βραδιάσει, οι τρεις τους, πατέρας ,μάνα και γιαγιά, και “έχτισαν” σε δύο εσοχές όλα τα “ύποπτα” βιβλία. Ήταν δυο εσοχές από παράθυρα, του παλιού σπιτιού που είχαν καταργηθεί όταν “ρίξαμε” τα άλλα δύο δωμάτια της προέκτασης, το 1965. Από τη μέση κι απάνω γίνανε ντουλάπια. Στο κάτω μέρος, το μονότουβλο που χτίστηκε για να έρθει “πρόσωπο” με το υπόλοιπο ογδόντα πόντους ντουβάρι, άφηνε ένα κενό. Εκεί μέσα τα ρίξανε, όπως-όπως, χωρίς να σκεφτούν, εκείνη την ώρα τη δύσκολη, να τα τυλίξουνε με κάποιο προστατευτικό, ένα λαδόχαρτο από τα άφθονα που είχαμε στο μπακάλικο ή κάποιο νάιλον που τότε άρχισαν να εμφανίζονται στη ζωή μας.

Ναι, τα βιβλία ήταν “ύποπτα”, η “υποψία” μεταβιβαζόταν στον κάτοχο ή τον αναγνώστη. Ένα περίσσεψε. Δεν χώρεσε. “Η Δίκη του Κολοκοτρώνη” του Δ. Φωτιάδη, κατέληξε στο βόθρο. Οπότε, ο βόθρος, απέκτησε, μαζί με τη νεώτερη, και την αρχαία του έννοια....”λάκκος για σπονδές σε χθόνιες θεότητες”. Τη βρήκα μετά από χρόνια, ίδια έκδοση, και την έβαλα στη θέση της μαζί με όλα τα άλλα του Φωτιάδη.
Τελικά τη γλιτώσαμε όλοι. Αντέδρασε ο ίδιος ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος. Ο μακαρίτης ο Παπαγεωργίου. Συνελήφθησαν και εστάλησαν στην εξορία μόνο τρεις(!) Τη γλίτωσε και η Χούντα, αφού οι μη συλληφθέντες δεν την απείλησαν τελικά όσο οι “φύλακες” φοβόντουσαν(!) Τη γλίτωσε και ο διοικητής του τμήματος(!) Ούτε ψύλλος στον κόρφο του αν αυτοί οι “εβδομήκοντα” έριχναν τελικά τη χούντα(!)
Μάταια έψαχνα μανιωδώς να βρω τα βιβλία όλα τα επόμενα χρόνια. Ειδικά εκείνον τον “Καραϊσκάκη” του “Κέδρου”, με το σκίτσο του Γύφτου στο εξώφυλλο από τον Τάκη Καλμούχο (1895-1961). Δεν το χώραγε το μυαλό μου! Τι γίνανε τα βιβλία και δεν ξέρει κανένας τίποτα στο σπίτι;
Κι όμως, ήταν εκεί δίπλα στο προσκέφαλο. Ένα μονότουβλο χώριζε, το παιδί και τα όνειρά του, απ' τα βιβλία. Ένα μονότουβλο, και τα αρχαία αγκωνάρια της οικογένειας, από την Αλαμάνα μέχρι τη μάντρα της “Στρατώνας” στη Χαλκίδα, όπου έπεσε ο τελευταίος των προπατόρων τραγουδώντας “Στη στεριά δεν ζει το ψάρι ούτε ανθός στην αμμουδιά-και οι Έλληνες δεν ζούνε δίχως την ελευθεριά”.
Αργότερα όταν έμαθα την ιστορία της “έκλειψης”, σχηματίστηκαν στο μυαλό μου εικόνες. Κι όταν αναθιβάλω τη συζυγή, με εκείνη των αγωνιστών, εξορία των βιβλίων, μόνο αυτές μου έρχονται στο νου. Εικόνες μιας νύχτας παγερής με μια γερή φωτιά αναμένη...
Μια γερή φωτιά να καίει και γύρω μαζεμένοι, με τα κόκκινα της φέρμελης και των αιμάτων, ο πολυαγαπημένος μου Γύφτος, ο στρατηγός Μακρυγιάννης, ο Γέρος του Μοριά, ο Νικηταράς, ο Κατσαντώνης, ο Ανδρούτσος, ο Διάκος και ο Φεραίος,...οι πεινασμένοι κι ελεύθεροι του Μεσολογγιού,...ο Κανάρης με τις βράκες του, το κανοκιάλι και τη μίκα αναμένη πάντα να κοιτάει τριγύρω του πού να βάλει το μπουρλώτο.
Πάρα πίσω, στο λαμπρό της φωτιάς, ο Μαξίμ Γκόρκι στα “Ξένα χέρια”, στα “παιδικά χρόνια της ζωής του”, ο Τζων Ριντ ψύχραιμος και γαλήνιος με τις “Δέκα μέρες που συντάραξαν τον κόσμο”, ο Γιούρι Τρυφώνοφ με μια παρέα “Φοιτητές”, ο Κώστας Βάρναλης να Απολογείται ως Σωκράτης, ο Εμίλ Ζολά με το πρόσωπο του Γιάννη Αργύρη, τα πενσέ γυαλιά και το δάκτυλο υψωμένο στο “Κατηγορώ” της “Υπόθεσης Ντρέιφους”, ο Ανδρέας Λασκαράτος να απαγγέλλει “γιατί τα τάλαρα τα είπαν τάλαρα”, ο Γιούλιος Φούτσικ να γράφει με τη θηλιά στο λαιμό, ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ να κάνει γκάφες και χωρατά, οι αγρότες του κάμπου, ξυπόλυτοι, στο Κιλελέρ του Παπαπερικλή, ο Τζων Στάιμπεκ με τα “σταφύλια της οργής”, ο Τσάρλι Τσάπλιν στα “φώτα της ράμπας”, ο Οστρόφσκι να δένει τ' ατσάλι κι ένας μικρός ολιγοσέλιδος Λένιν να αγναντεύει, από τα όλα παράθυρα του Ιμπεριαλισμού, τον Σοσιαλισμό. Παραδίπλα, ένας ήρεμος, γιγάντιος και λαγαρός Ντον να κυλάει τα νερά του στις στέπες εκείνων των σπουδαίων και ατίθασων έφιππων πολεμιστών, των Κοζάκων.
Όολα αυτά σε δυο μικρά καταφύγια στο ντουβάρι, όπου δύσκολα χώραγε το χέρι να μπει και δεν έβγαινε χωρίς γδαρσίματα και γρατσουνιές.
Μείνανε εκεί τα βιβλία, αμανάτι. Σώα, προς το παρόν, και μόνο η υγρασία, ολάκερος Ντον έτρεχε δίπλα τους, να απειλεί τις σελίδες τους.

Μαθημένοι όπως ήμασταν στα κόμιξ δεν ήταν εύκολο να διαβάσουμε ένα βιβλίο χωρίς εικόνες. Ήταν και το σχολείο που μας υπέβαλλε την ιδέα ότι το διάβασμα των βιβλίων είναι δύσκολο πράγμα. Κρατάει εννιά μήνες και ζήτημα να το τελειώσεις. Ο πατέρας μου, άπαξ και αποφάσισε να άρει την “έκλειψη”, θέλησε να με μάθει και να διαβάζω. Είχαν αποτύχει όλες οι προηγούμενες προσπάθειες, κυρίως με τον “Δεκαπενταετή Πλοίαρχο”, του Ιουλίου Βερν.
Χωρίς πολλές ελπίδες, ένα βράδυ δίπλα στη σόμπα, άρχισε να μου διαβάζει τα “Ξένα χέρια”του Μ. Γκόρκι. Αυτό ήταν! Μετά ξένοιασε. Το ένα μετά το άλλο, τα βιβλία τέλειωναν. Και ποιος λογάριαζε ποια τα σχολικά; Δύο παράλληλα σύμπαντα!
Τότε η έννοια “επανάσταση” ήταν ενοχοποιημένη, κάτι κακό. Η μόνη νόμιμη επανάσταση στην κοινωνία ήταν η Επανάσταση του '21. Η άλλη, των Συνταγματαρχών, λεγόταν “Επανάσταση” αλλά ήταν σαν τα φο μπιζού. Κανείς δεν σου λέει ότι είναι ψεύτικο αλλά εσύ ξέρεις την αλήθεια. Ή, αν προτιμάτε, τα ποστίς με τα βαμμένα μαλλιά των ανδρών. Κανείς δεν στο λέει αλλά όλοι ξέρουνε ότι και φαλάκρας είσαι και τα βάφεις.
Διάβαζα, λοιπόν, και συνέκρινα τις δύο επαναστάσεις. Τη δικιά μας και των Ρώσων. Μου φαινόταν αδιανόητο ένας λαός, ελεύθερου κράτους κι όχι σκλαβωμένου, να περνάει τόσες δυστυχίες όσες ο μικρός Γκόρκι. Κι έτσι, με πολλούς τρόπους κι από πολλούς δρόμος κατέληγα στο συμπέρασμα: αν ήταν η ζωή τους τέτοια κόλαση, μωρέ καλά τους κάνανε την Επανάσταση! Η επανάσταση, κάπως έτσι, όχι μόνο νομιμοποιήθηκε στην παιδική ηθική μου αλλά και έγινε ιδανικό. Ιδανικό έγιναν και οι επαναστάτες, ταυτοτητοποιητικό πρότυπο δηλαδή. Κάτι σαν σχέδιο, σαν χάρτης και σαν πυξίδα για να πορεύεσαι. Και δεν είχα άδικο, βασικά. Μισό σχεδόν αιώνα μετά, επιμένω να θεωρώ απαραίτητο ένα άλμα, κάπου-κάπου, για την κοινωνία . Το ίδιο και για τους ανθρώπους, όχι μόνο κάπου-κάπου αλλά τακτικότατα. Απλώς τώρα έχω την ικανότητα να διακρίνω τα είδη των τρόπων που μπορεί και πρέπει να γίνεται το κάθε άλμα, είτε στην κοινωνία είτε στο άτομο. “Κάνε ένα άλμα πιο γρήγορο απ' τη φθορά”,που λέει ο ποιητής; Έ κάτι τέτοιο.

Κάποια στιγμή, αφού είχαμε αποφύγει το δέσιμο το δικό μας, “δέσαμε” τα βιβλία για να τα προστατέψουμε. “Δέσαμε” και τα υπόλοιπα στα χαρτοκιβώτια. Τα έπαιρνε σε φυλλάδια που βγαίνανε κάθε βδομάδα. Τα “ύποπτα”, μάλιστα, τα έκανε “εισαγωγή” από τον...Αλίαρτο! Είχε εκεί έναν “δικό μας” περιπτερά φίλο και τού τα φύλαγε να τα πάρει, όταν πέρναγε από κει για τις δουλειές του. Η εγκυκλοπαίδεια του Πάπυρου-Λαρούς, τα απομνημονεύματα του Στρατηγού Ντε Γκολ, η “Επανάσταση του Εικοσιένα”του Δ. Φωτιάδη. Τη δουλειά ανέλαβε ένας καλός και παλιός βιβλιοδέτης, ο μπαρμπα-Θανάσης ο Τζαβάρας. Μείνανε και μερικά. Τα “έδεσε” αργότερα ο Αλέκος. Παιδί της Κατοχής και σαλταδόρος. Πάντα με γραβάτα και καβουράκι, όλα ασορτί. Φθαρμένα αλλά καθαρά και άψογα! Τσάκιση “μαχαίρι”! Σύχναζε στη γειτονιά της δουλειάς το '80-'90, στην οδό Σαπφούς 12, ανάμεσα Κουμουνδούρου και Θεάτρου κι όταν τον έπιανε ο οίστρος, κατακεραύνωνε τον καταναλωτισμό και τους “καταναλωτές”! Τον αγαπούσαμε αλλά δεν τον συμμεριζόμασταν. Η ιδεολογική αλαζονεία των κουκουέδων της εποχής εκείνης. Κι όμως ήταν δέκα είκοσι χρόνια πιο μπροστά από μας!

Τα έντυνα με χασαπόχαρτο, για να μη λερώνονται, και τα διάβαζα στη βάρδια μου στο μπακάλικο, ανάμεσα στον έναν πελάτη και στον άλλον και μεταξύ των επαίνων του συνταξιούχου δάσκαλου, του Κατσούρου. Εκτιμούσε πολύ που ένα παιδί τόσο μικρό διάβαζε με τόση μανία τέτοια βιβλία.

Ανάμεσά τους ήταν κι ένα μικρό, μοναχικό βιβλίο, “Τα φώτα της ράμπας”. Μοναχικό γιατί δεν έμοιαζε στο θέμα με τα άλλα και γιατί ήταν το μοναδικό γραπτό του Τσάρλυ Τσάπλιν. Ήταν όμως και κάτι άλλο που το ξεχώριζε. Είχε μιαν αφιέρωση, πάνω αριστερά στη σελίδα, και μιαν ημερομηνία. Κάποιος Βαγγέλης χάρισε το βιβλίο αυτό στον Μιλτιάδη στις 13 Νοεμβρίου του 1954.
Τότε ο πατέρας μου, νέο παιδί, δούλευε στην Αθήνα. Ο Βαγγέλης πέρναγε από τα γραφεία και πούλαγε βιβλία με δόσεις. Τα περισσότερα βιβλία που είχα μπροστά μου ήταν προϊόν αυτής της μεθόδου προώθησης βιβλίων, μακριά από τα περιττά “έξοδα διαθέσεως” και, προ πάντων, μακριά από τους χαφιέδες. Ήταν προτάσεις και συστάσεις του Βαγγέλη που υπέγραφε χωρίς επώνυμο “για τον φόβο των Ιουδαίων”.
Κάποια στιγμή ο πατέρας μού επέστησε την προσοχή για το βιβλίο αυτό ειδικά, αν και ήξερε ότι τους φερόμουν με άπειρο σεβασμό, σαν εικονίσματα.
“Είναι του φίλου μου του Βαγγέλη του Γεροντή, που σκοτώθηκε στις διαδηλώσεις για την Κύπρο, για τον Καραολή και τον Δημητρίου”.
Δεν ήταν μόνο τα βιβλία που απέκτησαν καταγωγή, ήταν και ο μυστηριώδης Βαγγέλης που απέκτησε επίθετο, πρόσωπο, μνήμη και μνημόσυνο.
Κάποια στιγμή, μπήκα σε αγωνίες. Έκανα το λάθος και το δάνεισα σε μια συμμαθήτριά μου, τη Βασιλική. Πώς να πω “όχι”; Και να το "κρύψω στην τσέπη μου", δεν πρόκαμα, όπως ο Μακρυγιάννης.....
Χίλια πράγματα μπορούσαν να συμβούν στο βιβλίο, χωρίς κανείς να το θέλει....
Τελικά το βιβλίο επεστράφη άθικτο και ασφαλές.

Πέρασαν χρόνια μέχρι που αποφάσισα να ψάξω την ιστορία του Βαγγέλη που σκοτώθηκε στις διαδηλώσεις για την Κύπρο. Ήταν ένας πρώιμος “Σωτήρης Πέτρουλας” ο Βαγγέλης; Ο πατέρας μου δεν ήξερε περισσότερα γιατί όταν σκοτώθηκε ήταν στρατιώτης. Είχαν αργήσει να τον καλέσουν, Αθηναίος πολίτης γαρ και τους Αθηναίγους, παιδιά της ιθύνουσας τάξης τα περισσότερα τότε, αργούσαν να τους καλέσουν για να μεσολαβήσει χρόνος από τον Εμφύλιο.

Άρχισα, λοιπόν, να ψάχνω για τον Βαγγέλη Γεροντή. Τα πρώτα στοιχεία ήταν νεκρολογίες του “Ριζοσπάστη”. Της αδελφής, του φίλου, του συντρόφου, του συνάδελφου...

Στις 9 του περασμένου Μάη συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από τη στυγνή δολοφονία του αγαπημένου αδελφού μου ΒΑΓΓΕΛΗ ΓΕΡΟΝΤΗ από το κράτος της Δεξιάς, σε παλλαϊκό συλλαλητήριο για τη λευτεριά της Κύπρου. (9 Μαΐου 1956)
Στις 9 Γενάρη 2007 συμπληρώνονται επίσης 25 χρόνια από τον ξαφνικό θάνατο από ανακοπή της καρδιάς του δεύτερου αδελφού μου ΜΑΝΩΛΗ ΓΕΡΟΝΤΗ, πατριώτη και αγωνιστή με τις ιδέες και αξίες του ΚΚΕ.
Στη μνήμη τους προσφέρω 300 ευρώ στην οικονομική εξόρμηση για το δυνάμωμα του ΚΚΕ, του κόμματος της εργατικής τάξης, στο οποίο αγωνίστηκαν και τα δύο αδέλφια μου ως την τελευταία πνοή τους, για έναν κόσμο καλύτερο χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Η αδελφή τους Καίτη Γεροντή 9/1/2007



***


Στις 9 Μάη 1956, έγινε συλλαλητήριο στην καρδιά της Αθήνας, υπό την αιγίδα του μητροπολίτη Δωρόθεου, όπου συμμετείχαν πάνω από 100.000 διαδηλωτές, για τη ματαίωση της εκτέλεσης των κατάδικων Κύπριων αγωνιστών Μιχάλη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου, τους οποίους απαγχόνισαν την επομένη, 10 Μάη 1956 στην Κύπρο οι Αγγλοι κατακτητές του νησιού.
Οι διαδηλωτές στην πορεία τους από την Ομόνοια προς το Σύνταγμα, δέχτηκαν στη Σταδίου αστυνομική επίθεση με όπλα. Στο "πεδίο βολής" βρέθηκαν τρεις νεκροί και υπερεκατό τραυματίες. Ατυχοι νεκροί οι ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ 27 χρόνων, ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ 20 χρόνων και ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΕΡΟΝΤΗΣ 28 χρόνων. Ηταν όμοια η δολοφονική επίθεση με εκείνη του Α' Τάγματος Σκαπανέων στις 28 Φλεβάρη και 1η Μάρτη 1948 που στο "πεδίο βολής" βρέθηκαν εκατοντάδες νεκροί και τραυματίες. Ο Μακρονησιώτης Βαγγέλης Γεροντής σ' αυτή την περίπτωση κέρδισε τη ζωή, όμως την έχασε στο κέντρο της Αθήνας.



Νίκος Μανδράκος

***


Ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΕΡΟΝΤΗΣ από το Λασίθι της Κρήτης και εγώ, υπηρετήσαμε τη θητεία μας στον «Παρθενώνα» του Παναγιώτη Κανελλόπουλου από τις 7 Γενάρη 1951 ως 23 Απρίλη 1953. Βρεθήκαμε τυχαία στην Ομόνοια τον Νοέμβρη του 1956. Είπαμε πολλά. Δεν Παρέλειψε να μου πει ότι θα βγάλει το φιλοσοφικό λεξικό του Γιούντιν, κι ας του το κατάσχεσε η Ασφάλεια.
Θα μιλούσε ο Μακάριος στην Ομόνοια. Μετά την ομιλία άρχισαν χιλιάδες λαού να πορεύονται προς διαμαρτυρία στην Αγγλική πρεσβεία. Φθάνοντας στη Γ. Σταύρου και Σταδίου πισώπλατα σκότωσαν το Βαγγέλη. Φαίνεται ότι είχαν στήσει το σκηνικό. «Θα φάμε έναν κομμουνιστή και έναν αστυφύλακα, για να δώσουμε έμφαση ότι στην Ελλάδα γίνανε και εγκλήματα για το Κυπριακό».
Την επόμενη μέρα πήραμε ένα στεφάνι εγώ και ο Δ. Κατσαρός και πήγαμε στο Γ' Νεκροταφείο. Εκεί μας περίμενε ένας Ταγματάρχης της Χωροφυλακής με μια διμοιρία. Μόλις που προλάβαμε όταν κατέβαινε στον αιώνιο τάφο. Πήρα μια απλοχεριά χώμα και πέταξα αφήνοντας μια δυνατή φωνή, αντίο σύντροφε και φίλε Βαγγέλη! Σε σκότωσαν διότι έβγαλες το φιλοσοφικό λεξικό. Τα βιβλία δεν πεθαίνουν, αλλά μαθαίνουν και διδάσκουν...

Γιάννης Αναστόπουλος 
από την Παπαδού Ολυμπίας

Γιάννης Αναστόπουλος και Βαγγέλης Γεροντής
(από το βιβλίο "Μακρόνησος" του Φ. Γελαδόπουλου, εκδ Αλφειός)




Τα φώτα της ράμπας, τελευταία σελίδα






Ο Γιάννης Αναστόπουλος, είναι ο παλιός εκδότης του “Αλφειού”. Παλιός εκδότης, από εκείνους με την φλόγα της έκδοσης φωτισμένων βιβλίων. Της εποχής που η έκδοση ενός βιβλίου ήταν έπος και εξέγερση μαζί. Μια εξέγερση αναίμακτη αλλά από τις πλέον αποτελεσματικές και τελεσφόρες. Της εποχής που οι εκδότες δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από τον Βρατσάνο του '21 και τον “Βρατσάνο” του ΕΛΑΣ του Ολύμπου! 

Τα έφερε (η τύχη;) να βγάλω το πρώτο μου βιβλίο, Παράξενοι Φτωχοί Στρατιώτες-Θαυμαστά στοιχεία της Αρβανίτικης στρατιωτικής παράδοσης των Ελληνικών Κοινών, από τον εκδοτικό του οίκο που σήμερα συνεχίζει ο γυιος του Κώστας. 

Είχα λησμονήσει εν τω μεταξύ τα ονόματα των νεκρολογιών, θυμόμουν μόνο της αδελφής. Κι όταν προχθές τα ανέσυρα από το αρχείο για να γράψω τούτο το κείμενο συνειδητοποίησα τη....σύμπτωση! 

Ωστόσο ο Γκιμπς, ως σωστός “ειδικός πράκτορας” του NCIS, δεν πιστεύει στις συμπτώσεις(!)...

Θα συμφωνήσω...



«Στην πραγματικότητα, σε όλον τον υπόλοιπο "Αντάρτη....," ο Νικηφόρος περιγράφει πως τίθεται σε κίνηση, από τα κάτω, από τον ίδιο τον Λαό με πρώτους τους καλύτερους εκπροσώπους τους, εκείνους που διασώζουν μέσα στην ψυχή τους την καθ' ημάς αντίληψη του “εγώ” και του “εμείς”, ο «παράξενος ελκυστής» αυτής της εθνικής παλιγγενεσίας. Η κοινωνία, βλέπετε, “δουλεύει” με βάση τους παράξενους ελκυστές. Το χάος μεταλλάσσεται σε τάξη όταν διαμορφώνεται ένα κέντρο-παράδειγμα γύρω από το οποίο αρχίζουν να περιστρέφονται άτομα ελκόμενα από τη δύναμη του εν λόγω παραδείγματος. Στον βαθμό που η περιστροφή σταθεροποιείται και επιταχύνεται από τις ελκτικές- κεντρομόλες δυνάμεις που εξουδετερώνουν τις φυγόκεντρες, τα άτομα αναδεικνύονται σε πρόσωπα και το σύνολο των πριν ατόμων από αγέλη αντιτιθέμενων και ανταγωνιζόμενων ατόμων γίνεται κοινωνία, ήτοι οντότητα “κάτι παραπάνω” από το άθροισμα των μελών της. Όσο πιο κοντά στο κέντρο-παράδειγμα τείνουν τα άτομα που γίνονται πια πρόσωπα τόσο περισσότερο “δένονται” μεταξύ τους, τόσο περισσότερο κοντά βρίσκεται το ένα στο άλλο. Είναι ο λεγόμενος “χώρος των φάσεων” στη θεωρία των ελκυστών του χάους. Έτσι εκεί που δεν το περιμένει κανείς βρίσκει βοήθεια και εφεδρείες ανέλπιστες και “άγνωστες” μέχρι εκείνη τη στιγμή. Είναι αυτό που λέμε με διαφορετικό τρόπο οι πάντες ομοδοξώντας και έκαστος επιμαρτυρώντας: “όμοιος ομοίω αεί πελάζει”! Οι αλληλοεπιδράσεις των προσώπων πια, η αλληλοπεριχώρησή τους, η “απερινόητη μεισγάγγειά” τους, μαζί με τις όλο και περισσότερο αποκαλυπτόμενες δυνάμεις του κεντρικού παραδείγματος, δημιουργούν το “θαύμα”, την άρση δηλαδή της “έκλειψης του υποκειμένου”. Του Ελληνικού Έθνους, δηλαδή».(βλέπε κείμενο “εδώ”)


Κι επειδή κάθε ιστορία απαιτεί τα τεκμήριά της, τα καταθέτω: