Πέμπτη 26 Ιουλίου 2018

Όχι Τσε Γκεβάρα. Θεοχάρης Πολύχρονος!

Από δεξιά: Δήμος Πολύχρονος, Ασήμω, Θεοχάρης Πολύχρονος, άγνωστος αντάρτης

Το 1ο τάγμα του 34 Συντάγματος (Αρβανίτικου) του ΕΛΑΣ με την ηγεσία του. Κάπου στα Σκούρτα, ενδεχομένως μετά τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου 1944, στη Λιάτανη.

Θεοχάρης Πολύχρονος, καπετάνιος του 1ου τάγματος του 34 Συντάγματος του ΕΛΑΣ
[σημείωση 19ης Ιουλίου 2022: Η φωτογραφία αυτή, η οποία, μαζί με άλλες, είναι ευγενής προσφορά του γυιου της Ασήμως Θόδωρου Μαλισιάνκου, έχει επεξεργαστεί από μένα και έχει κοπεί για να αναδειχτεί η μόνη τόσο καλή προσωπογραφία του Θεοχάρη. Έλαχε όμως να γίνει και ενδεικτική του πλιάτσικου που κάνει ο Δ. Χαριτόπουλος στο τελευταίο του βιβλίο "Οι άτακτοι", όπου και την δημοσιεύει χωρίς να αναφέρει την πηγή της πρώτη δημοσίευσης. Δεν είναι το μόνο πλιατσικολόγημα. Αλλά δεν είναι και το πλιατσικολόγημα το μόνο λάθος του. Πλήθος ανακριβειών "κοσμούν" το πόνημα, ενδεικτικά κι αυτά του τι είδους κάνει ο πολύς... "ατακτολόγος". Κρίμα την ακριβή έκδοση!]

Η πιο καθαρή φωτογραφία του προσώπου του Θεοχάρη

Ο Θεοχάρης με την Ασήμω, (μάλλον καλοκαίρι του 1942)

Ευχαριστίες πολλές, για συγκινητική παραχώρηση των φωτογραφιών, στον γυιο της Ασήμως, Θεόδωρο Μαλισιάνκο.

Τρίτη 24 Ιουλίου 2018

Για την πολυώνυμη καλλιέργεια των δασών και την ένταξή τους στην Παραγωγική Ανασυγκρότηση

Αγία Μαρίνα, Βούντημα. Πάρνηθα, μεταξύ Αυλώνα και Δερβενοχωρίων. Μία από τις "μπινιάρες εκκλησίες". Υπάρχει και η δίδυμή της, ερειπωμένη, στην πλάτη του φωτογράφου.



Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής



Στο υπό έκδοση, εδώ κι ένα χρόνο, βιβλίο μου για την Παραγωγική Ανασυγκρότηση ως λαϊκό κίνημα, με τίτλο Από το Παραγωγικό Πολυώνυμο στο παραγωγικό "τζαμάρισμα", περιλαμβάνεται και το ανέκδοτο, μέχρι σήμερα, κάτωθι κείμενο. Νομίζω, ότι μετά την καταστροφή της Ανατολικής Αττικής, μπορεί να καταστεί χρήσιμο στον προβληματισμό μας και στην περισυλλογή.





Στο προηγούμενο κείμενο “Για την παραγωγική ανασυγκρότηση της Πατρίδας”, στη θέση 7, αναφέρεται:

«Δημιουργείστε σύστημα δενδροκομίας! Παραγωγή καρπών αλλά και ξύλου, πυρήνα και λοιπών καυσίμων υλών. Αναδιανομή και ανακατανομή ....καύσης. Να μην καίγονται τα δάση, όλα μαζί, καλοκαιριάτικα, αλλά, λίγο λίγο τον χειμώνα, και έτσι που να προλαβαίνουν να ξαναγίνονται. Το πιο γρήγορα αναπαραγόμενο δάσος είναι της ελιάς.
»Όποιος έχει ελιές παράγει καρπό, λάδι, ξύλα, πυρήνα, και το κεφάλαιο ακέραιο και αναβαθμιζόμενο αφού, οι ελιές, χρόνο με τον χρόνο, μεγαλώνουν και αποδίδουν περισσότερο. Χώρια βάζουμε την ανταλλακτική αξία σε περίπτωση πώλησης. Αλλαγή της αντίληψης μας για το τι εστί δάσος. Δάσος φτιάχνει και η ελιά και η λεμονιά και η πορτοκαλιά. Να μπορώ εγώ που είχα (και κάηκαν) πεύκα να βάλω ελιές ή πορτοκαλιές και να υποχρεούμαι να τις διαφυλάξω όσο ζω, και μετά να υποχρεούται και ο άλλος να τα διαφυλάξει όσο ζει κ.ο.κ. Αλλά ποιος κληρονόμησε πορτοκαλιές και είπε να τις κόψει ή να τις κάψει;
»Κοντά στο νου ότι, τα δημοτικά και κρατικά δημόσια δάση που καήκανε κάλλιστα μπορούν να γίνουν δάση οπωροφόρων δέντρων ή, εν πάση περιπτώσει, δάση που αποδίδουν εισοδήματα μεγαλύτερα από εκείνα που αποδίδει το πεύκο. Προστασία της φύσης και του δάσους είναι η αναβάθμιση του δάσους. Παντού υπάρχουν πεύκα αλλά κοσμήματα πραγματικά είναι τα δάση των Εσπερίδων -τα λεμονοδάση, οι πορτοκαλεώνες- και οι ελαιώνες. Κι είναι άξιο προσοχής το γεγονός ότι, εκείνοι που θέλουν τα πάντα υπό την αιγίδα του κράτους δεν λένε κουβέντα για την αναβάθμιση και αξιοποίηση της σχολάζουσας περιουσίας του κράτους, των δασών και των δασικών εκτάσεων.
»Ούτε στον φετιχισμό του δάσους ούτε στο δάσος των φετιχισμών. Το κάθε δέντρο, άγριο ή ήμερο, μπορεί να μας δώσει πολλά πράγματα αν το πάρουμε... προσωπικά. Αν δουλέψουμε μαζί του, αν το φροντίσουμε, εκείνο θα μας δώσει, κάθε χρονιά, τον άξιο μισθό μας».

Στην πρώτη παράγραφο γίνεται λόγος για “ανα-διανομή της καύσης”. Ας το εξηγήσουμε.
Στα χωριά μας, μόλις πριν μισό αιώνα, όλα τα σπίτια είχαν έναν δικό τους φούρνο. Αν κάποια δεν είχαν δικό τους, είχαν απαραιτήτως πρόσβαση σε έναν της γειτονιάς ή της ευρύτερης οικογένειας, του σοϊού. Ο φούρνος ήταν το δεύτερο, μετά το πηγάδι, εργαλείο αναπαραγωγής του Ζην, ο δεύτερος όρος ύπαρξης της κοινωνίας. Εκεί ψηνόταν το ψωμί, το βασικότερο είδος της διατροφής, και σε όγκο και σε ποιότητα.1
Πανάρχαιες κυριολεκτικά, αποικίες οικόσιτων μυκήτων (ένα είδος μικρο-πετ ή, αν προτιμάτε, νάνο-πετ), εργάζονταν πυρετωδώς και σε τακτά χρονικά διαστήματα έδιναν μεγάλες ποσότητες ψωμιού οι οποίες ψήνονταν στον φούρνο, ο οποίος, “καίγονταν” με ξύλα από τα γύρω δάση και τους λόγγους.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι μια κοινωνία χιλίων κατοίκων διέθετε, το λιγότερο, διακόσιους φούρνους. Τότε η κάθε οικογένεια είχε περίπου πέντε άτομα.
Διακόσιοι φούρνοι που άναβαν μια τουλάχιστον φορά την εβδομάδα.
Κάθε φορά που άναβε ένας φούρνος ήθελε ένα φόρτωμα γαϊδουριού ξύλα, “κλαρούδες” για την ακρίβεια. Ένα φόρτωμα είναι κάπου εβδομήντα κιλά ξερά ξύλα.
Όλα αυτά πολλαπλασιαζόμενα μεταξύ τους μας κάνουν: Δεκατέσσερις (14) τόνους ξύλα, στο χωριό, κάθε βδομάδα! Επτακόσιους είκοσι οκτώ (728) τόνους το χρόνο! Τρεις χιλιάδες εξακόσια (3600) κιλά ξύλα ήθελε κάθε οικογένεια μόνο για να κάψει στον φούρνο κατά τη διάρκεια του έτους!2 Χώρια πόσα ήθελε αν κάψει στο “καζάνι” για τη μπουγάδα, χώρια για το πόσα ήθελε να κάψει στο τζάκι, τη μοναδική εστία θέρμανσης του σπιτιού και της φαμίλιας, όπου, ταυτόχρονα, γινόταν το μαγείρεμα! Αν πούμε ότι συνολικά, κάθε οικογένεια, ήθελε δέκα τόνους ξύλα το χρόνο, νομίζω πως δεν θα ήταν υπερβολή. Ίσως και να υποεκτιμούμε την ποσότητα.
Δέκα τόνοι τον χρόνο επί διακόσιες οικογένειες μας κάνουν δυο χιλιάδες τόνους ξύλα τον χρόνο για μια κοινωνία χιλίων κατοίκων. Σε καμία περίπτωση σήμερα δεν καταναλώνονται τόσα ξύλα από μια κοινωνία ίσου μεγέθους. Παρ' όλα αυτά τα δάση καίγονται μαζικά, τα δάση, στις ζώνες που βρίσκονται κοντά στα οικιστικά κέντρα, συρρικνώνονται, αφανίζονται, υποβαθμίζονται σε “δασικές εκτάσεις”.
Αυτά γίνονται είτε σκόπιμα είτα από λάθος. Πάντως γίνονται και δεν υπάρχει κάτι που να μας λέει ότι βρισκόμαστε σε φάση ανάσχεσης του φαινομένου.
Από την άλλη μεριά, οι άνθρωποι του παλιού καιρού μας διαβεβαιώνουν ότι στην εποχή τους τα δάση δεν καίγονταν, ακόμη κι όταν μέσα σ' αυτά διεξάγονταν φονικές μάχες, βομβαρδισμοί και καταστροφές “βιομηχανικής κλίμακας”.
Η εξήγηση βρίσκεται εκεί! Στην...πολυωνυμική αφαίρεση του πιο εύφλεκτου φορτίου από τα δάση αυτά! Σε αυτό πρέπει να συνυπολογίσουμε και την συλλογή της ρετσίνης από τους επαγγελματίες ρετσινάδες, οι οποίοι ήταν και οι τακτικότεροι “κηπουροί” του δάσους. Ρετσινάδες και υλοτόμοι είχαν το δάσος ως φυσικό τους χώρο εργασίας.
Ούτε λίγο ούτε πολύ θα πρέπει να κάνουμε λόγο για μεγάλης κλίμακας καλλιέργεια των δασών, η οποία, ελάμβανε χώρα με τον φυσιολογικότατο τρόπο που μπορούσε να γίνει αυτό, χωρίς καν νόμους και συστήματα ελέγχου, επιτήρησης, καταστολής, τιμωρίας. Ακόμη και στις περιπτώσεις των καταχρήσεων στη χρήση του δάσους -πάντα υπάρχουν τέτοιες- η κοινωνία διέθετε τρόπους διόρθωσης, συμμόρφωσης και ανάταξης. Δεν είναι όμως εδώ ο χώρος για περισσότερα επ' αυτού.
Η ουσία είναι ότι η κοινωνία έπαιρνε από το δάσος όλα όσα της χρειάζονταν και το δάσος έμενε στη θέση του σαν ένα αυτοτελές σύστημα χλωρίδας και πανίδας. Όλα επιτρέπονταν κι όλα “ως δια μαγείας” γίνονταν με μέτρο και ρυθμό που επέτρεπε στο δάσος και στους κατοίκους του, τα ζώα, ν' αναπαραχθούν απρόσκοπτα.
Σήμερα, οι κοινωνίες, ακόμη κι αυτές της αραιοκατοικημένης, λόγω της αστιλαγνείας, υπαίθρου, όχι μόνο αδυνατούν να διαμορφώσουν τέτοιες σχέσεις με τα δάση τους αλλά αδυνατούν να κατανοήσουν, να αντιληφθούν το “θαύμα” αυτών των σχέσεων. Αντίθετα προχωρούν παραπέρα. Ειδωλοποιούν το δάσος, το μουσειοποιούν, το βγάζουν έξω από τη ζωής τους και αναθέτουν όλα τα σχετικά “στο κράτος” και στους γραφειοκράτες του σαν να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο και σαν να μπορεί το “κράτος” γενικά και μια δράκα ανθρώπων, έστω και καλής διάθεσης, να υποκαταστήσει όλες αυτές της μεγάλης και μικρής κλίμακας ενέργειες καλλιέργειας και λατρεία του δάσους!
Η ειδωλοποίηση μάλιστα παίρνει διαστάσεις παράνοιας τόσο γι' αυτούς που την θεσμοθετούν όσο και γι' αυτούς που την υφίστανται χωρίς καν να την αντιλαμβάνονται και χωρίς καν να την υποπτεύονται.
Παράδειγμα: Είχε κάποιος μια φορά, μαζί με τον αδερφό του, οκτώ στρέμματα χωράφι κληρονομημένο από τον πατέρα τους. Το μισό ήταν καθαρό χωράφι και το μισό είχε πεύκα. Ο παππούς δεν είχε προλάβει να το εκχερσώσει όταν οι άλλοι συγχωριανοί μετέτρεπαν το παλιό τσιφλίκι που αγόρασαν συνεταιριστικά, σε καλλιεργήσιμη γη.
Εφόσον ήταν έτσι τα πράγματα, τα δυο αδέρφια συμφώνησαν, ο ένας να πάρει το χωράφι μια και ήθελε να το πουλήσει και ο άλλος να πάρει το δάσος επειδή του άρεσε και υπήρχε η προοπτική να φτιάξει μέσα ένα μικρό σπιτάκι.
Μετά από λίγα χρόνια, και εν μέσω άναρχης δόμησης της ευρύτερης παραθαλάσσιας περιοχής, όπου τα πάντα οικοπεδοποιούνταν και τσιμεντοποιούνταν πέντε φορές πάνω από την πραγματική τους τιμή, το υπερκείμενο δημόσιο δάσος πήρε φωτιά. Ό, τι δεν κάηκε με την πρώτη προσπάθεια, κάηκε με την δεύτερη. Το εν λόγω κτήμα έγινε καψάλα. Ιδιόκτητη καψάλα, όμως , σημαίνει ότι, δεν έχεις πια ιδιωτικό δάσος (έτσι λέγεται από τον νόμο) να απολαύσεις αλλά δεν έχεις και τη δυνατότητα να το κάνεις κάτι, ούτε καν να το κάνεις ένα άλλου είδους δάσος!
Ένα άλλου δάσος, γιατί ποιος θα κάτσει να φυτέψει πεύκα και να περιμένει να μεγαλώσουν; Ενώ μπορεί κάλλιστα να φυτέψει ελιές και μέσα σε λίγα χρόνια να έχει και δάσος και εισόδημα, αφού το κτήμα του είναι περιουσία και “ιδρυτικά” είναι όχι απλώς περιουσία αλλά μέσον παραγωγής. Τσιφλίκι είπαμε ήταν και ως καλλιεργήσιμη γη αγοράστηκε.
Σύμφωνα με ερμηνευτική δήλωση από το Σύνταγμα της Ελλάδας, άρθρο 24,

«Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά».

Η ανάταξη του δάσους λοιπόν με την μορφή του ελαιώνα δεν αντίκειται ούτε στο Σύνταγμα ούτε στην αδήριτη ανάγκη προστασίας των δασών. Δέντρα είναι και οι ελιές ή οι πορτοκαλιές ή οι αμυγδαλιές και μάλιστα πιο “φιλικά” προς τα άλλα είδη του δάσους απ' ό, τι είναι τα πεύκα όπου ούτε πουλί φωλιάζει ούτε φυτρώνει κάτι στη ρίζα τους.
Επειδή όμως το κράτος “υποπτεύεται” ότι κάποιοι μετά από λίγα χρόνια θα κόψουν τις ελιές και θα κάνουν το χωράφι μεζονέτες (όπως πράγματι γίνεται) βγάζει μια γενική απόφαση και μαζί με τα ξερά καίει και τα χλωρά! Προσπαθεί τάχα να προλάβει το κακό “απαλλοτριώνοντας”, και μάλιστα τζάμπα, την περιουσία του πολίτη προδικάζοντας τις προθέσεις του. Έτσι ο εν λόγω ιδιοκτήτης των τεσσάρων στρεμμάτων ιδιωτικού δάσους, αισίως έφτασε στα ογδόντα πέντε χρόνια χωρίς να μπορεί να αξιοποιήσει την περιουσία του ούτε ως δάσος ούτε ως χωράφι ούτε ως “αυθαίρετο”, εφόσον δεν είχε τη διάθεση να παρανομήσει. Το δε δάσος υποβαθμίστηκε σε “δασική έκταση”, σε σκίνα δηλαδή αδιαπέραστα και σκουπιδότοπο για τα όμορα “αυθαίρετα”.
Αμφιβάλλει λοιπόν κανείς ότι παραβιάζεται αλλεπάλληλες φορές και το Σύνταγμα και το πνεύμα του ενώ ταυτοχρόνως δεν επιτυγχάνεται ο στόχος;
Επομένως η θέση που διατυπώνεται στην αρχή αυτού του κειμένου είναι σωστή και κάτι παραπάνω από σωστή. Είναι αναγκαία για την επανένταξη των δασών στη ζωή της κάθε κοινωνίας.
Σήμερα, ο καθένας που πλήττεται από την κρίση έχει κίνητρο να μετατρέψει εκτάσεις χέρσες και σχολάζουσες σε δενδροκαλλιέργειες. Αυτό σημαίνει ότι τα δάση μπορούν να προεκταθούν ως και μέσα στους οικισμούς, να τους περιζώσουν και να τους κατακλύσουν. Χωρίς δαπάνες του κράτους, για την δημιουργία ή την συντήρηση. Ας δώσει λοιπόν βοήθειες ανέξοδες όπως έδωσε με την “μεταφορά συντελεστή”. Και η κάθε κοινωνία, ο κάθε πολίτης, ας θέση σκοπό της ζωής του να αυξήσει τα δάση με πολλούς και διάφορους τρόπους. Ένα στρέμμα μπορεί να δεχτεί περί τις τριάντα ελιές. Μια ελιά κοστίζει όσο ένας καφές στο Θησείο. Τριάντα σαράντα ελιές, σε μερικά χρόνια, μπορούν να δώσουν το λάδι μιας οικογένειας και μάλιστα σε αφθονία χωρίς το όφελος να περιορίζεται μόνο στα αγαθά.
Φανταστείτε την κοινωνία των χιλίων κατοίκων που είπαμε παραπάνω. Σήμερα είναι πια τριακοσίων οικογενειών αφού η κάθε οικογένεια έχει τρία άτομα και όχι πέντε όπως τότε. Φανταστείτε να αυξάνει κατά ένα στρέμμα ανά οικογένεια τους ελαιώνες του χωριού. Ένα στρέμμα γης , σήμερα, κοστίζει ελάχιστα ευρώ. Κι αν δεν έχει το στρέμμα εύκολο είναι να το αγοράσει ή να το συγκαλλιεργήσει μαζί με εκείνον που το έχει. Τριακόσια στρέμματα με χίλιες περίπου ελιές είναι μια θαυμάσια αρχή για την “βιομηχανική” ανάταξη των δασών και την παραγωγική ανασυγκρότηση. Πόσω μάλλον αν η εν λόγω κοινωνία υιοθετήσει τον στόχο της αύξησης των καλλιεργειών κατά ένα στρέμμα ανά κεφαλήν! Μια άκρως επώνυμη και ταυτόχρονα πολυώνυμη ανασυγκρότηση της ελληνικής υπαίθρου παρά και ενάντια στη “λογική” της “Παγκοσμιοποιημένης ΤεχνοΣυστημικής Ιδιωτείας”!


Σημειώσεις:

1 Για τον “Ελληνικό άρτο, τον επιούσιο”, βλέπε: Παράρτημα, πρώτο κείμενο.
2 Πρέπει να είναι σωστό αν ισχυριστούμε ότι για να ψηθεί κάθε κιλό ψωμιού απαιτούνταν δύο κιλά ξύλα.

Ο θρύλος της Σιφνιάς Κασσιανής

Δύο Αη Γιώργηδες: Ο ένας είναι της Βενετίας, ο άλλος της Σίφνου. Η ομοιότητα δείχνει τη σχέση της «μικρής» Σίφνου με την θαλασσοκράτειρα πόλη των τεναγών
«Στη θέση που βρίσκεται σήμερα το μοναστήρι της Παναγίας της Βρυσιανής, ήτανε στα παληά τα χρόνια, ένα μικρό μόνο εκκλησιδάκι του Άη-Βλάση που το θώρειες σαν ασπροπελίστερο ανάμεσα στο πράσινο των δεντρώ και του σκινοποδιού. Τη φρόντιση για την εκκλησιά του Άγιου, είχε μια αφιερωμένη στ' όνομα του καλογρηά, η Κασσιανή, πούμεν' εκεί σιμά, σ' ένα μικρό κελλάκι, τριγυρισμένο απόνα-δυο φτωχοχώραφα.
Ο Άη-Βλάσης ήτανε κείνη την εποχή το ξαπόστασμα των βοσκών και των στρατοκόπηδων που ηγύρναγαν από το Φάρο και τον Πλατύγιαλο.
Κάποιο, λοιπονά, δειλινό, γερμένος στα καλά ο νήγιος, νάσου ξαφνικά μπροστά στην Κασσιανή ένας αψηλός, γερομπρατσωμένος κι' όμορφος νηος, με μαλλιά ανάκατα, κόκχινα γένεια στο πηούνι, βρώμικος και κακοσιγουρεμένος. Είπε της πως τ' όνομά του ήτανε Βασίλης Λογοθέτης, πως ύστερ' από φουρτούνα άγρια ηκατάφερε ν' αράξη το καράβι του στον Φάρο και της εγύρεψε νερό να δροσιστή.
Η καλογρηά τόνε φίλεψε μ' ότι βρισκούντανε στο φτωχικό της και μια που η νύχτα είχε σκεπάσει για τα καλά τη γης, τούπε να ξεβραδυάση στο κελλί της. Με το πρώτο φως όμως της μέρας, ο ξένος είχε γενεί άφαντος από τον Άη-Βλάση. Κι' ήφτασε, λένε, μονάχα μια νυχτιά, εκείνη η νυχτιά, για να μαυρίση τη ζωή της καμένης της Κασσιανής. Γιάντα σαν ηπέρασ' ο πρεπούμενος καιρός, οι εννηά μηνάδες, που γεννούνε οι γυναίκες, ήρθε στον κόσμο ένα αρσενικό παιδί, ξανθό-ξανθό κι' ωραίο. Κι' έτσι η φρόντιση της Κασσιανής ηγίνηκε διπλή, γιάντα μαντζί με τον Άγιο, είχε πια και το παιδάκι.
Ο κόσμος όμως την περιφρόνεψε για την παρανομία της. Κανείς πια δεν ηπέρνα από τη μεριά της καταφρονεμένης. Μονάχ' από τον Θεολόγο του Μουγγού της στείλανε παπά για να βαφτίση το μωρό, που το βγάλανε Βενιαμί.
Έξε για εφτά χρόνια ηπεράσανε, μαύρα κι' άραχνα για τη δυστυχισμένη μάννα. Και νάσου πάλε ξαφνικά ο μισέρ Βασίλης ο Λογοθέτης, ο γονιός του Βενιαμί. Τσ' έσφιξε μέσα στην αγκαλιά του και τσ' εφίλησε μάννα και παιδί. Μα η χαρά πούφερ' ο ερχομός του δεν ηβάσταξε πολύ. Γιάντα ξανάφυε κι' ήπηρε μαντζί του ο κακούργος και τον Βενιαμί αφίνοντας την άμοιρη τη μάννα μοναχιά στην ερημιά της. Ηκόντεψε να τσε στρίψη το λοϊκό της από τον πόνο της αμαρτωλής. Και τώρα δα να κάνης πως αρωτάς τα γύρω εκεί βουνά, θε να σου πούνε πως ακόμα ανατριχούνε σα θυμηθούνε τον θρήνο και τον εδαρμό της. Εκεί, πλάϊ στο εικόνισμα του Άη-Βλάση, ήτανε κι' ένα της Παναγιάς, που τόσο κι' εκείνη πόνεσε για το παιδί της. Γονατιστή τήνε παρεκάλιε η Κασσιανή μέρα και νύχτα. Ήλεγέ της να τήνε συγχωρέση για το αμάρτημα της, να τήνε λυπηθή και να τσε φέρη το παιδί της πίσω.
Η Παναγιά τήνε συμπόνεσε και το θάμα της δεν ήργησε να γένη. Ο μικρός Βενιαμί, μακρυά από τη μάννα του ηρρώστησε βαρεία από μαράντζι. Ότι κι' αν ήκανε ο πατέρας του για να ξεχάση το παιδί, όλα πηγαίνανε στράφι. Μήτε τα πλούτια του, μήτε τα παιγνίδια, μήτε οι ξένες πολιτείες και οι χαρές τους. Ο μισέρ Βασίλης ηπήαινε να πλαντάξη από τη σκάση του κι' ηποφάσισε καμμιά φορά να σκεφτή ίντα θα κάνη για να γλυτώση το παιδάκι.
Ένα βραδυνό λοιπονά που το πλεούμενο του ητράβαγε για τα ξένα, ο μισέρ Λογοθέτης, βαστόντας ατός του το τιμόνι, ήπεσε σε σκέψεις ιντάθελε να κάνη για τον αρρωστημένο γυιό του. Κι' όπως τον είχανε οι σκέψεις συνεπάρει και το μάτι του είχε στηλωθή στην σκοτεινιασμένη θάλασσα, θωρεί ξαφνικά ένα φως να σηκώνεται μέσ' από το νερό. Μα ίντα φως ήταν εκείνο δα! Θεώρατο, τυφλωτικό, τόσο που να μη θωρή τίοτα, και να πορπατή, να πορπατή καί ν' άνεβαίνη απάνω στο καράβι και να φτάνη κοντά του. Τότε μοναχά ηκατάλαβε πως ήτανε μια Γυναίκα-φωτειά. Σαν χαμένος Την είδε να τον παραμερίντζη, να του πέρνη το τιμόνι απ' τα χέρια του και να το στρίβγη απ' την αντίθετη μεριά. Το πλεούμενο ήκοψε τρίντζοντας σύγκορμο μια βαθειά στροφή κ' ήμπηκε σε άλληνα ρότα.
Όταν συνήρθε ο μισέρ Βασίλης ήτανε πια μέρα, γλυκό πρωινό και βρισκούντανε στο λιμάνι του Φάρου, στη Σίφνο. Κατάλαβε τη θεϊκιά παρουσία, σταυροκοπήθηκε μετανοιωμένος πικρά γι' αυτά που είχε κάνει κι' ήδωσε όρκο στο θεό να διορθώση τα σφάλματα του και να προσφέρη το μονάκριβο παιδί του στη Χάρη της Παναγιάς. Παντρεύτηκε την Κασσιανή με χαρές και με λαούτα, ήκτισε ένα μεγάλο αρχοντικό στο χωριό του Αρτεμώνα κι' εγκαταστάθηκε με τη φαμελιά του. Από τότε μέχρι και τα σήμερα η γειτονιά εκεί λέγεται «τ' Αφεντικού».
Πλούσιος ο μισέρ Λογοθέτης μ' ολάκερο στόλο από πλεούμενα και μεγάλες για τον καιρό εκείνο εμπορικές δουλειές, αποφάσισε να χτίση στη μεριά πού γνώρισε την Κασσιανή ένα μεγάλο μοναστήρι και να το τίμηση στο όνομα της Παναγιάς που τούδειξε τον ίσιο δρόμο.
Έτσι δα λένε πως χτίστηκε η Βρύση»

Η αφήγηση είναι του αείμνηστου παπα-Νικόλα Σαραντινού το έτος 1956
ΣΙΦΝΙΑΚΑ επετηρίς ιστορικής ύλης της Σίφνου τεύχος ΙΗ΄ 2010
Μεταγραφή:  Γιώργος Μιλτ.  Σαλεμής

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2018

Ο Γάλλος περιηγητής Γκουφιέ στη Σίφνο, λίγο πριν τη Γαλλική Επανάσταση



Ο Ωγκύστ ντε Σουαζέλ Γκουφιέ, ήταν Γάλλος φιλέλληνας και περιηγητής. Γεννήθηκε το 1752 και πέθανε το 1817. 
Το 1784 έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και το 1785 έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ως πρέσβης του Λουδοβίκου 18ου. 
Δύο φορές ταξίδεψε στην Ελλάδα και συγκέντρωσε πλήθος στοιχείων για την ιστορία της και τον πολιτισμό της, αρχαίο και νεώτερο. Μία ως νέος 24 χρονών και μία ως πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, λίγο μόλις πριν την Γαλλική Επανάσταση.
Στο δεύτερο αυτό ταξίδι του περνάει από τη Σίφνο και μας δίνει την παρακάτω υπέροχη εικόνα των ανθρώπων της. 
Δεδομένου ότι "...για τους σύγχρονους Έλληνες δείχνει επιφυλακτικότητα ή συγκαταβατική αδιαφορία. Καμιά εκδήλωση συμπάθειας στο κείμενο για τη σκληρή μοίρα του υπόδουλου Ελληνισμού" αφού "δεν θεωρεί τους σύγχρονους Έλληνες αντάξιους των προγόνων τους"[1] η μαρτυρία του για τους Σιφνιούς αποκτά μια επιπλέον σημασία.
[Περισσότερα για τον Ογκύστ Γκουφιέ, εδώ]

[....Αλλ' εκτός τούτου και οι εν τη πατρίδι αυτών διαμένοντες Σίφνιοι υπερείχαν κατά την ανάπτυξιν πολλών εκ των συγχρόνων, και μάλιστα οι της Νήσου Προεστώτες·
Ο δε Γάλλος Γκουφιέ είναι αψευδής μάρτυς των λόγων ημών τούτων.

«Εύρον, λέγει, τους καλλιτέρους της νήσου κατοίκους συνηθροισμένους υπό Στοάν τινα, και μόλις ηδυνάμην να απαντώ εις τας ερωτήσεις, τας οποίας μοι απέτεινον· μοι ωμίλουν περί του Αλγερίου, περί της Ισπανίας και περί των στόλων αυτών· οι οφθαλμοί αυτών προσηλωμένοι εις εμέ επερίμενον τας απαντήσεις μου, αίτινες εσυζητούντο, και υπεβάλλοντο εις λογοκρισίαν· οι πρεσβύτεροι δε μόνον ωμίλουν, και αι πολιτικαί αυτών δοξασίαι ηκούοντο μετά σεβασμού· δεν δύναμαι δε να παραστήσω, τι περί εμέ συνέβαινεν· αυτή ή στιγμή ήτο μία εξ εκείνων, αίτινες φαίνονται ότι πληρόνουσι τον περιηγητήν δια τους κόπους και τους κινδύνους, τους οποίους αναλαμβάνει· εάν δε ακολούθως εγεύθην ομοίων ευχαριστήσεων, ουδέποτε η έκφρασις ύπαρξε τόσον ζωηρά και τόσον πλήρης· ενόμισα εμαυτόν μεταφερθέντα εις τας ωραιοτέρας ημέρας της Ελλάδος. Εκείναι αι στοαί, εκείνη ή του λαού συνέλευσις, εκείνοι οι γέροντες, τους οποίους ήκουον οι παριστάμενοι μετά σιωπής, εκφρραζούσης σεβασμόν, το σχήμα των, το ένδυμα των, το ύφος της ομιλίας των, τα πάντα ανεκάλουν εις τον νουν μου τας παλαιάς Αθήνας και την Κόρινθον, και τας δημοσίας εκείνων αγοράς, όπου λαός άπληστος ειδήσεων περιεκύκλου τους ξένους και τους οδοιπόρους, ίνα μάθη νέον τι»....] [2]

Σημειώσεις:

1. Σιμόπουλος Κυριάκος, 'Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα', τόμ. Β΄ (1700-1800), 8η έκδ., Στάχυ, Αθήνα 1999

2. Ιστορία της Νήσου Σίφνου του Καρόλου Ι. Γκιών, σελ. 452

Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

Στον αναχωρήσαντα ποιητή Μάνο Ελευθερίου


Αποτέλεσμα εικόνας για Μάνος Ελευθερίου



Όντως υπάρχει ένα νησί


Είναι αλήθεια μες τη Γη
όντως υπάρχει ένα νησί χωρίς κακούς όπως ελπίζεις
το κατοικούνε ποιητές του τ(ρ)όπου αυτού προσκυνητές που τους γνωρίζεις

όντως υπάρχει ένα νησί
είναι αλήθεια μες τη Γη χωρίς κακούς όπως πιστεύεις
έχει ψηλά-ψηλά βουνά που βλέπεις θαύματα πολλά σαν θα τ'ανέβεις

είναι αλήθεια μες τη Γη
όντως υπάρχει ένα νησί χωρίς κακούς για σας τους δύο
το πλημμυρίζει ευωδιά θάλασσες κύματα γλαυκά άρωμα θείο

όντως υπάρχει ένα νησί
είναι αλήθεια μες τη Γη το χρέος που 'χεις να πληρώσεις
να γίνεις πάλι ένα παιδί στου χρόνου την αντιστροφή κι εσύ να ενδώσεις

έχω τον χάρτη Ποιητή έχω το πλοίο
να σας μπαρκάρω ως εκεί εσάς τους δύο
πλώρη θα βάλω στο Βαθύ στον Ταξιάρχη θα είναι μέρα καθαρή κύμα δεν θά 'χει

δεν χάθηκαν όλα για σας
όλα αυτά που πολεμάς να τα γιατρέψεις
δεν είναι κόλπο τακτικής δίνω τον λόγο της τιμής να με πιστέψεις

όντως υπάρχει ένα νησί
είναι αλήθεια μες τη Γη χωρίς κακούς ως επιμένεις
είναι κοντά μας εδώ να μίαν ανάσα μακριά στο κέντρο εδώ της οικουμένης

το κατοικούνε ποιητές και προσκυνούνε
το χώμα τ'άγιο που πατούν και τραγουδούνε
οι συμμορίες κι οι βασανιστές δεν θα σας βρούνε αυτοί το χώμα το πατούν δεν το φιλούνε

είναι αλήθεια μες τη Γη
όντως υπάρχει ένα νησί χωρίς κακούς και θα το βρούμε
ξέρω μια ρότα φωτεινή όρτσα επάνω στον Γαρμπή θα την διαβούμε

“δεν είμαι για σένα μυστικό
απ'τ'άδικο και το κακό είμαι κρυμμένο
μα όποιον χτίζει κιβωτό με αγάπης λόγια φυλακτό τον περιμένω”

όσοι περπάτησαν μαζί σου
και σημαδέψαν τότε τη ζωή σου εκεί προσμένουν
με την ελπίδα πάλι και τη χάρη ρίζα για να βρει τώρα το χορτάρι σε περιμένουν

όντως υπάρχει ένα νησί
είναι αλήθεια μες τη Γη για σας τους δυο χωρίς φονιάδες
έχει την άμμο του χρυσή τη θάλασσά του καθαρή κέδρους αράδες

είναι αλήθεια μες τη Γη
όντως υπάρχει ένα νησί κόντρα στη φόρα των ανέμων
είναι αραγμένο πάντα εκεί σε περιμένει Ποιητή απ'τον καιρό των χρυσανθέμων

Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
8 Νοεμβρίου 2008
Των Ταξιαρχών
Θησείο










Σάββατο 14 Ιουλίου 2018

Ορέστης: Η παράδοση των Ταγμάτων Ασφαλείας της Εύβοιας στον ΕΛΑΣ, η "υπόθεση Μ. Τυρίμου"

Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής



Ο Ορέστης, ως καπετάνιος της ΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, έχει άμεση σχέση με την παράδοση των Ταγμάτων Ασφαλείας της Εύβοιας. Η Χαλκίδα, όπως σημειώνει, είναι η τελευταία πόλη της Στερεάς που απελευθερώνεται. Η πρώτη είναι το Αγρίνιο. 
Σε τρεις δημοσιεύσεις στην "Απογευματινή", 29-30 Σεπτεμβρίου & 1 Οκτωβρίου 1958, δίνει τη δική του εικόνα για τα γεγονότα τα σχετικά με την παράδοση των "Ταγμάτων".
Αξίζει να επισημάνουμε:

1) Την παράθεση της "συμφωνίας του Θεολόγου", μεταξύ του 7ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ και των "Ταγμάτων".
2) Τον ρόλο των Άγγλων, σε αντίθεση με εκείνον των Αμερικανών, και σε σύγκριση με την ανάλογη παράδοση των "Ταγμάτων" στο Αγρίνιο.
3) Την άποψή του ότι θα μπορούσαν να μην είχαν συμβεί πολλά δεινά αν οι Ταγματασφαλίτες είχαν αντιμετωπιστεί αλλιώς και ενάντια στις προβοκατόρικες ενέργειες και μεθοδεύσεις των Άγγλων. Το παράδειγμα των 50 ταγματασφαλιστών του Αγρινίου που προσχώρησαν στον ΕΛΑΣ και η μετέπειτα συμμετοχή τους στις μάχες του Δεκέμβρη από τις γραμμές του ΕΛΑΣ, ενισχύουν την άποψή του αυτή. 
4) Την φυγάδευση από τους Άγγλους επιλεγμένους αξιωματικούς των "Ταγμάτων".
5) Την εξαίρεση του Μιχάλη Τυρίμου από τους "διασωθέντες" και την απόκρυψή του με το ψευδώνυμο "Γεωργιάδης" στη Χαλκίδα.
6) Την επαφή που έχει με τον παλιό του φίλο και σύντροφο, γιατρό Κώστα Νικολακόπουλο, τη συζήτηση μαζί του και την προειδοποίηση του για την επέμβαση των Άγγλων. Ο Ορέστης κάνει μια ανασκόπηση της δράσης του Τυρίμου και αναφέρεται σε γεγονότα πριν την κατοχή αλλά και των πρώτων ημερών της. 
7) Την "πληροφόρηση" του Νικολακόπουλου από τον Τυρίμο για την ύπαρξη "φθηνού" πράκτορα των Άγγλων στο ΠΓ του ΚΚΕ.









Κυριακή 1 Ιουλίου 2018

Τραγουδ-Αναλύσεις: «Στης Δερόπολης τον κάμπο»

Σχετική εικόνα


Δημοτικό της Ηπείρου




Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής





Στης Δερόπολης τον κάμπο,
μώρε μπίρμπιλ-λιο, μώρε Γιάννη λιο
δέντρο ήταν φυτρωμένο,
μώρε μπίρμπιλ-λιο, μώρε Γιάννη λιο
Κι ο Γιαννάκης ξαπλωμένος,
μώρε μπίρμπιλ-λιο, μώρε Γιάννη λιο
με τον Γρίβα του δεμένο,
μώρε μπίρμπιλ-λιο, μώρε Γιάννη λιο
-Σήκω αφέντη καβαλήκα,
μώρε μπίρμπιλ-λιο, μώρε Γιάννη λιο
-Δεν μπορώ καημένε Γρίβα,
μώρε μπίρμπιλ-λιο, μώρε Γιάννη λιο
γιατί μ' έχουν πληγωμένο,
μώρε μπίρμπιλ-λιο, μώρε Γιάννη λιο
στο κεφάλι χτυπημένο,
μώρε μπίρμπιλ-λιο, μώρε Γιάννη λιο

[Σε κάποια παραλλαγή υπάρχει αντί του "Γιάννη-λιο" το "κάϊμε-λιο"]


Ηπειρώτικο τραγούδι, σχεδόν κλέφτικο, σχεδόν μοιρολόι, τραγουδημένο από τον “κρυστάλλινο” Αλέκο Κιτσάκη.
Σε μας, στην υπόλοιπη Ελλάδα, έγινε γνωστό από τη διασκευή του Νίκου Χουλιαρά (1973) στον σπουδαίο, πλην όμως σπάνιο πια στα ακούσματα, δίσκο “Άραχθος”.

Ο κάμπος της Δερόπολης (ή Δρόπολης) είναι η κοιλάδα που εκτείνεται από την Κακαβιά μέχρι, σχεδόν, το Αργυρόκαστρο.
Εκεί, σ' αυτόν τον κάμπο, δέντρο ήταν φυτρωμένο. Κι από κάτω ο Γρίβας, το γριβιό [γκρίζο] πολεμικό άλογο, είναι δεμένο. Κι ο Γιαννάκης, ο καβαλάρης πολεμιστής, στη σκιά ξαπλωμένος.
Μιλάει, κατά μια παραλλαγή “χλιμιντράει”, ο Γρίβας και του λέει:
-Σήκω αφέντη καβαλήκεψε!
-Δεν μπορώ καημένε Γρίβα, γιατί μ' έχουν πληγωμένο, στο κεφάλι χτυπημένο.
Στην παραλλαγή του Χουλιαρά, υπεύθυνη για τον “τραυματισμό” θεωρείται η αγάπη για την γυναίκα, ο έρωτας, που δεν αναφέρεται ρητά αλλά σαφώς εννοείται.

Η εικόνα είναι λιτή κι επιβλητική ενώ η “προοπτική” της αντίστροφη.
Ο ανώνυμος στιχουργός μας δίνει τον κάμπο της Δερόπολης ως “κάμπο” της εικόνας. Ένας χώρος δύο διαστάσεων. Ορισμένος χώρος, με όνομα. Γνωστός στον χορό, ο οποίος χορός, στην πολυφωνική εκτέλεση, δεν διαφέρει από εκείνον της αρχαίας τραγωδίας.

Κάτω από το δέντρο, ένα, επώνυμο παλληκάρι, ένα πρόσωπο, κείται τραυματισμένο.
Το άλογό του, σαν να λυπάται και σαν να προσπαθεί να το σώσει.
Του μιλάει και προσπαθεί να το κρατήσει στη ζωή.
Το δελεάζει με τη χαρά να καλπάσουνε μαζί όπως όταν ο Γιαννάκης ήταν υγιής.

Εμείς, είμαστε η τρίτη διάσταση. Όχι, όμως, εκεί, αλλά εδώ! Όλα γίνονται μπροστά μας και ο χορός με τον κορυφαίο του, είναι μέρος και προέκταση δική μας.
Γι' αυτό κάνουμε λόγο για “αντίστροφη προοπτική”, εκείνη των βυζαντινών εικόνων, όπου το δρώμενο "παροντοποιείται" στο Νυν και στο Αεί, ενώ το "βάθος", η "αναγεννησιακή προοπτική" είναι κάτι άγνωστο. 
Το ίδιο άγνωστο και αδιάφορο παραμένει το "νατουράλε" της Αναγέννησης. Από έναν τεράστιο κάμπο ένα δέντρο μας ενδιαφέρει. Τρία στοιχεία: το δέντρο, ο Γρίβας κι ο Γιάννης. Δεν μας λέει αν είναι μέρα ή νύχτα. Το δε άλογο με τον πιο "φυσιολογικό" τρόπο μιλάει και συνδιαλέγεται σαν άνθρωπος. Η εικόνα αναδύεται σχεδόν έτοιμη μέσα από τους στίχους. 

Σημαντικό όμως, αν και δευτερεύον, στοιχείο, το οποίο πρέπει να επισημανθεί και να αναλυθεί περισσότερο, είναι η επωδός,  «μώρε μπίρμπιλ-λιό, μώρε Γιάννη λιο».

Ο τραγουδιστής φωνάζει, καλεί να κρατηθεί στη ζωή, το παλληκάρι, άλλοτε προσφωνώντας τον “αηδονάκι” (μπριμπίλ= ο γυιος του πουλιού, στην κυριολεκτική του μετάφραση από τα αρβανίτικα) κι άλλοτε με το ίδιο του το όνομα. Και τα δυο, στην υποκοριστική τους εκδοχή. Άλλοτε σαν να μιλάει το άλογο κι άλλοτε σαν να μιλάει ο κορυφαίος του χορού.
Η κατάληξη «λιο» αυτό ακριβώς σημαίνει. «Μπιρμπιλ-λιό»= αηδονάκι, «Γιάννη-λιο»= Γιαννάκη. 
[Κατά το Νικο-λιο, Λιό-λη (Γιωργάκη)] 

Προς επίρρωσιν του ισχυρισμού, παραθέτουμε ένα αρβανίτικο τραγούδι του Καβοντόρου που λέει:

Σπύρο-λιό, Σπυρολιό
τρι καλύβε, νιε σωρό
τσ' τε παρατήσει γκρούαγια.
  • Σκόι γκα Στούρα
ε μπέρι τε λια
μπλιόδι παπούτσετ παρά.

Σπύρο, Σπυρούλη
τρεις καλύβες, ένα σωρό,
που σε παράτησε η γυναίκα σου.
  • Πέρασε απ΄τα Στύρα
και έκανε πάνω,
γέμισε τα παπούτσια λεφτά.

[Γιάννης Π. Γκίκας, Οι Αρβανίτες και το αρβανίτικο τραγούδι στην Ελλάδα. Έρευνα στη Νότια Εύβοια]