|
Αγία Μαρίνα, Βούντημα. Πάρνηθα, μεταξύ Αυλώνα και Δερβενοχωρίων. Μία από τις "μπινιάρες εκκλησίες". Υπάρχει και η δίδυμή της, ερειπωμένη, στην πλάτη του φωτογράφου. |
Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
Στο υπό έκδοση, εδώ κι ένα χρόνο, βιβλίο μου για την Παραγωγική Ανασυγκρότηση ως λαϊκό κίνημα, με τίτλο Από το Παραγωγικό Πολυώνυμο στο παραγωγικό "τζαμάρισμα", περιλαμβάνεται και το ανέκδοτο, μέχρι σήμερα, κάτωθι κείμενο. Νομίζω, ότι μετά την καταστροφή της Ανατολικής Αττικής, μπορεί να καταστεί χρήσιμο στον προβληματισμό μας και στην περισυλλογή.
Στο
προηγούμενο κείμενο “Για την παραγωγική
ανασυγκρότηση της Πατρίδας”, στη θέση
7, αναφέρεται:
«Δημιουργείστε
σύστημα δενδροκομίας! Παραγωγή καρπών
αλλά και ξύλου, πυρήνα και λοιπών
καυσίμων
υλών. Αναδιανομή και ανακατανομή
....καύσης. Να μην καίγονται τα δάση, όλα
μαζί, καλοκαιριάτικα, αλλά,
λίγο λίγο τον χειμώνα, και έτσι που να
προλαβαίνουν να ξαναγίνονται. Το πιο
γρήγορα αναπαραγόμενο δάσος είναι της
ελιάς.
»Όποιος
έχει ελιές παράγει καρπό, λάδι, ξύλα,
πυρήνα, και το κεφάλαιο ακέραιο και
αναβαθμιζόμενο αφού, οι ελιές, χρόνο με
τον χρόνο, μεγαλώνουν και αποδίδουν
περισσότερο. Χώρια βάζουμε την ανταλλακτική
αξία σε περίπτωση πώλησης. Αλλαγή της
αντίληψης μας για το τι εστί δάσος. Δάσος
φτιάχνει και η ελιά και η λεμονιά και
η πορτοκαλιά. Να μπορώ εγώ που είχα (και
κάηκαν) πεύκα να βάλω ελιές ή πορτοκαλιές
και να υποχρεούμαι να τις διαφυλάξω
όσο ζω, και μετά να υποχρεούται και ο
άλλος να τα διαφυλάξει όσο ζει κ.ο.κ.
Αλλά ποιος κληρονόμησε πορτοκαλιές και
είπε να τις κόψει ή να τις κάψει;
»Κοντά
στο νου ότι, τα δημοτικά και κρατικά
δημόσια δάση που καήκανε κάλλιστα
μπορούν να γίνουν δάση οπωροφόρων
δέντρων ή, εν πάση περιπτώσει, δάση που
αποδίδουν εισοδήματα μεγαλύτερα από
εκείνα που αποδίδει το πεύκο. Προστασία
της φύσης και του δάσους είναι η αναβάθμιση
του δάσους. Παντού υπάρχουν πεύκα αλλά
κοσμήματα πραγματικά είναι τα δάση των
Εσπερίδων -τα λεμονοδάση, οι πορτοκαλεώνες- και
οι ελαιώνες.
Κι είναι άξιο προσοχής το γεγονός ότι,
εκείνοι που θέλουν
τα πάντα υπό την αιγίδα του κράτους δεν
λένε κουβέντα για την αναβάθμιση και
αξιοποίηση της σχολάζουσας περιουσίας
του κράτους, των δασών και των δασικών
εκτάσεων.
»Ούτε
στον φετιχισμό του δάσους ούτε στο
δάσος των φετιχισμών. Το κάθε δέντρο,
άγριο ή ήμερο, μπορεί να μας δώσει πολλά
πράγματα αν το πάρουμε... προσωπικά. Αν
δουλέψουμε μαζί του, αν το φροντίσουμε,
εκείνο θα μας δώσει, κάθε χρονιά, τον
άξιο μισθό μας».
Στην
πρώτη παράγραφο γίνεται λόγος για
“ανα-διανομή της καύσης”. Ας το
εξηγήσουμε.
Στα
χωριά μας, μόλις πριν μισό αιώνα, όλα τα
σπίτια είχαν έναν δικό τους φούρνο. Αν
κάποια δεν είχαν δικό τους, είχαν
απαραιτήτως πρόσβαση σε έναν της
γειτονιάς
ή της ευρύτερης οικογένειας, του σοϊού.
Ο φούρνος ήταν το δεύτερο, μετά το
πηγάδι, εργαλείο αναπαραγωγής
του Ζην, ο δεύτερος όρος ύπαρξης της
κοινωνίας.
Εκεί ψηνόταν το ψωμί, το βασικότερο
είδος της διατροφής,
και σε όγκο και σε ποιότητα.
Πανάρχαιες
κυριολεκτικά, αποικίες οικόσιτων μυκήτων
(ένα είδος μικρο-πετ ή, αν προτιμάτε,
νάνο-πετ), εργάζονταν πυρετωδώς και σε
τακτά χρονικά διαστήματα έδιναν μεγάλες
ποσότητες ψωμιού οι οποίες ψήνονταν
στον φούρνο, ο οποίος, “καίγονταν” με
ξύλα από τα γύρω δάση και τους λόγγους.
Τι
σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι μια κοινωνία
χιλίων κατοίκων διέθετε, το λιγότερο,
διακόσιους φούρνους. Τότε η κάθε
οικογένεια είχε περίπου πέντε άτομα.
Διακόσιοι
φούρνοι που άναβαν μια τουλάχιστον φορά
την εβδομάδα.
Κάθε
φορά που άναβε ένας φούρνος ήθελε ένα
φόρτωμα γαϊδουριού ξύλα, “κλαρούδες”
για την ακρίβεια. Ένα φόρτωμα είναι
κάπου εβδομήντα κιλά ξερά ξύλα.
Όλα
αυτά πολλαπλασιαζόμενα μεταξύ τους μας
κάνουν: Δεκατέσσερις (14) τόνους ξύλα,
στο χωριό, κάθε βδομάδα! Επτακόσιους
είκοσι οκτώ (728) τόνους το χρόνο! Τρεις
χιλιάδες εξακόσια (3600) κιλά ξύλα ήθελε
κάθε οικογένεια μόνο για να κάψει στον
φούρνο κατά τη διάρκεια του έτους!
Χώρια πόσα ήθελε αν κάψει στο “καζάνι”
για τη μπουγάδα, χώρια για το πόσα ήθελε
να κάψει στο τζάκι, τη μοναδική εστία
θέρμανσης του σπιτιού και της φαμίλιας,
όπου, ταυτόχρονα, γινόταν το μαγείρεμα!
Αν πούμε ότι συνολικά, κάθε οικογένεια,
ήθελε δέκα τόνους ξύλα το χρόνο, νομίζω
πως δεν θα ήταν υπερβολή. Ίσως και να
υποεκτιμούμε την ποσότητα.
Δέκα
τόνοι τον χρόνο επί διακόσιες οικογένειες
μας κάνουν δυο χιλιάδες τόνους ξύλα τον
χρόνο για μια κοινωνία χιλίων κατοίκων.
Σε καμία περίπτωση σήμερα δεν καταναλώνονται
τόσα ξύλα από μια κοινωνία ίσου μεγέθους.
Παρ' όλα αυτά τα δάση καίγονται μαζικά,
τα δάση, στις ζώνες που βρίσκονται κοντά
στα οικιστικά κέντρα, συρρικνώνονται,
αφανίζονται, υποβαθμίζονται σε “δασικές
εκτάσεις”.
Αυτά
γίνονται είτε σκόπιμα είτα από λάθος.
Πάντως γίνονται και δεν υπάρχει κάτι
που να μας λέει ότι βρισκόμαστε σε φάση
ανάσχεσης του φαινομένου.
Από
την άλλη μεριά, οι άνθρωποι του παλιού
καιρού μας διαβεβαιώνουν ότι στην εποχή
τους τα δάση δεν καίγονταν, ακόμη κι
όταν μέσα σ' αυτά διεξάγονταν φονικές
μάχες, βομβαρδισμοί και καταστροφές
“βιομηχανικής κλίμακας”.
Η
εξήγηση βρίσκεται εκεί! Στην...πολυωνυμική
αφαίρεση του πιο εύφλεκτου φορτίου από
τα δάση αυτά! Σε αυτό πρέπει να
συνυπολογίσουμε και την συλλογή της
ρετσίνης από τους επαγγελματίες
ρετσινάδες, οι οποίοι ήταν και οι
τακτικότεροι “κηπουροί” του δάσους.
Ρετσινάδες και υλοτόμοι είχαν το δάσος
ως φυσικό τους χώρο εργασίας.
Ούτε λίγο ούτε πολύ
θα πρέπει να κάνουμε λόγο για μεγάλης
κλίμακας καλλιέργεια των δασών, η οποία,
ελάμβανε χώρα με τον φυσιολογικότατο
τρόπο που μπορούσε να γίνει αυτό, χωρίς
καν νόμους και συστήματα ελέγχου,
επιτήρησης, καταστολής, τιμωρίας. Ακόμη
και στις περιπτώσεις των καταχρήσεων
στη χρήση του δάσους -πάντα υπάρχουν
τέτοιες- η κοινωνία διέθετε τρόπους
διόρθωσης, συμμόρφωσης και ανάταξης.
Δεν είναι όμως εδώ ο χώρος για περισσότερα
επ' αυτού.
Η
ουσία είναι ότι η κοινωνία έπαιρνε από
το δάσος όλα όσα της χρειάζονταν και
το δάσος έμενε στη θέση του σαν ένα
αυτοτελές σύστημα χλωρίδας και πανίδας.
Όλα επιτρέπονταν κι όλα “ως δια μαγείας”
γίνονταν με μέτρο και ρυθμό που επέτρεπε
στο δάσος και στους κατοίκους του, τα
ζώα, ν' αναπαραχθούν απρόσκοπτα.
Σήμερα,
οι κοινωνίες, ακόμη κι αυτές της
αραιοκατοικημένης, λόγω της αστιλαγνείας,
υπαίθρου, όχι μόνο αδυνατούν να
διαμορφώσουν τέτοιες σχέσεις με τα
δάση τους αλλά αδυνατούν να κατανοήσουν,
να αντιληφθούν το “θαύμα” αυτών των
σχέσεων. Αντίθετα προχωρούν παραπέρα.
Ειδωλοποιούν το δάσος, το μουσειοποιούν,
το βγάζουν έξω από τη ζωής τους και
αναθέτουν όλα τα σχετικά “στο κράτος”
και στους γραφειοκράτες του σαν να είναι
το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο
και σαν να μπορεί το “κράτος” γενικά
και μια δράκα ανθρώπων, έστω και καλής
διάθεσης, να υποκαταστήσει όλες αυτές
της μεγάλης και μικρής κλίμακας ενέργειες
καλλιέργειας και λατρεία του δάσους!
Η
ειδωλοποίηση μάλιστα παίρνει διαστάσεις
παράνοιας τόσο γι' αυτούς που την
θεσμοθετούν όσο και γι' αυτούς που την
υφίστανται χωρίς καν να την αντιλαμβάνονται
και χωρίς καν να την υποπτεύονται.
Παράδειγμα:
Είχε κάποιος μια φορά, μαζί με τον αδερφό
του, οκτώ στρέμματα χωράφι κληρονομημένο
από τον πατέρα τους. Το μισό ήταν καθαρό
χωράφι και το μισό είχε πεύκα. Ο παππούς
δεν είχε προλάβει να το εκχερσώσει όταν
οι άλλοι συγχωριανοί μετέτρεπαν το
παλιό τσιφλίκι που αγόρασαν συνεταιριστικά,
σε καλλιεργήσιμη γη.
Εφόσον
ήταν έτσι τα πράγματα, τα δυο αδέρφια
συμφώνησαν, ο ένας να πάρει το χωράφι
μια και ήθελε να το πουλήσει και ο άλλος
να πάρει το δάσος επειδή του άρεσε και
υπήρχε η προοπτική να φτιάξει μέσα ένα
μικρό σπιτάκι.
Μετά
από λίγα χρόνια, και εν μέσω άναρχης
δόμησης της ευρύτερης παραθαλάσσιας
περιοχής, όπου τα πάντα οικοπεδοποιούνταν
και τσιμεντοποιούνταν πέντε φορές πάνω
από την πραγματική τους τιμή, το
υπερκείμενο δημόσιο δάσος πήρε φωτιά.
Ό, τι δεν κάηκε με την πρώτη προσπάθεια,
κάηκε με την δεύτερη. Το εν λόγω κτήμα
έγινε καψάλα. Ιδιόκτητη καψάλα, όμως ,
σημαίνει ότι, δεν έχεις πια ιδιωτικό
δάσος (έτσι λέγεται από τον νόμο) να
απολαύσεις αλλά δεν έχεις και τη
δυνατότητα να το κάνεις κάτι, ούτε καν
να το κάνεις ένα άλλου είδους δάσος!
Ένα
άλλου δάσος, γιατί ποιος θα κάτσει να
φυτέψει πεύκα και να περιμένει να
μεγαλώσουν; Ενώ μπορεί κάλλιστα να
φυτέψει ελιές και μέσα σε λίγα χρόνια
να έχει και δάσος και εισόδημα, αφού το
κτήμα του είναι περιουσία και “ιδρυτικά”
είναι όχι απλώς περιουσία αλλά μέσον
παραγωγής. Τσιφλίκι είπαμε ήταν και ως
καλλιεργήσιμη γη αγοράστηκε.
Σύμφωνα
με ερμηνευτική δήλωση από το Σύνταγμα
της Ελλάδας, άρθρο 24,
«Ως
δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το
οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη
κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του
εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί
συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα,
αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης
και αλληλεπίδρασής τους, ιδιαίτερη
βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και
ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές).
Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω
σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή
ή θαμνώδης, είναι αραιά».
Η
ανάταξη του δάσους λοιπόν με την μορφή
του ελαιώνα δεν αντίκειται ούτε στο
Σύνταγμα ούτε στην αδήριτη ανάγκη
προστασίας των δασών. Δέντρα είναι και
οι ελιές ή οι πορτοκαλιές ή οι αμυγδαλιές
και μάλιστα πιο “φιλικά” προς τα άλλα
είδη του δάσους απ' ό, τι είναι τα πεύκα
όπου ούτε πουλί φωλιάζει ούτε φυτρώνει
κάτι στη ρίζα τους.
Επειδή
όμως το κράτος “υποπτεύεται” ότι
κάποιοι μετά από λίγα χρόνια θα κόψουν
τις ελιές και θα κάνουν το χωράφι
μεζονέτες (όπως πράγματι γίνεται) βγάζει
μια γενική απόφαση και μαζί με τα ξερά
καίει και τα χλωρά! Προσπαθεί τάχα να
προλάβει το κακό “απαλλοτριώνοντας”,
και μάλιστα τζάμπα, την περιουσία του
πολίτη προδικάζοντας τις προθέσεις
του. Έτσι ο εν λόγω ιδιοκτήτης των
τεσσάρων στρεμμάτων ιδιωτικού δάσους,
αισίως έφτασε στα ογδόντα πέντε χρόνια
χωρίς να μπορεί να αξιοποιήσει την
περιουσία του ούτε ως δάσος ούτε ως
χωράφι ούτε ως “αυθαίρετο”, εφόσον δεν
είχε τη διάθεση να παρανομήσει. Το δε
δάσος υποβαθμίστηκε σε “δασική έκταση”,
σε σκίνα δηλαδή αδιαπέραστα και
σκουπιδότοπο για τα όμορα “αυθαίρετα”.
Αμφιβάλλει
λοιπόν κανείς ότι παραβιάζεται
αλλεπάλληλες φορές και το Σύνταγμα και
το πνεύμα του ενώ ταυτοχρόνως δεν
επιτυγχάνεται ο στόχος;
Επομένως
η θέση που διατυπώνεται στην αρχή αυτού
του κειμένου είναι σωστή και κάτι
παραπάνω από σωστή. Είναι αναγκαία για
την επανένταξη των δασών στη ζωή της
κάθε κοινωνίας.
Σήμερα,
ο καθένας που πλήττεται από την κρίση
έχει κίνητρο να μετατρέψει εκτάσεις
χέρσες και σχολάζουσες σε δενδροκαλλιέργειες.
Αυτό σημαίνει ότι τα δάση μπορούν να
προεκταθούν ως και μέσα στους οικισμούς,
να τους περιζώσουν και να τους κατακλύσουν.
Χωρίς δαπάνες του κράτους, για την
δημιουργία ή την συντήρηση. Ας δώσει
λοιπόν βοήθειες ανέξοδες όπως έδωσε
με την “μεταφορά συντελεστή”. Και η
κάθε κοινωνία, ο κάθε πολίτης, ας θέση
σκοπό της ζωής του να αυξήσει τα δάση
με πολλούς και διάφορους τρόπους. Ένα
στρέμμα μπορεί να δεχτεί περί τις τριάντα
ελιές. Μια ελιά κοστίζει όσο ένας καφές
στο Θησείο. Τριάντα σαράντα ελιές, σε
μερικά χρόνια, μπορούν να δώσουν το λάδι
μιας οικογένειας και μάλιστα σε αφθονία
χωρίς το όφελος να περιορίζεται μόνο
στα αγαθά.
Φανταστείτε
την κοινωνία των χιλίων κατοίκων που
είπαμε παραπάνω. Σήμερα είναι πια
τριακοσίων οικογενειών αφού η κάθε
οικογένεια έχει τρία άτομα και όχι πέντε
όπως τότε. Φανταστείτε να αυξάνει κατά
ένα στρέμμα ανά οικογένεια τους ελαιώνες
του χωριού. Ένα στρέμμα γης , σήμερα,
κοστίζει ελάχιστα ευρώ. Κι αν δεν έχει
το στρέμμα εύκολο είναι να το αγοράσει
ή να το συγκαλλιεργήσει μαζί με εκείνον
που το έχει. Τριακόσια στρέμματα με
χίλιες περίπου ελιές είναι μια θαυμάσια
αρχή για την “βιομηχανική” ανάταξη
των δασών και την παραγωγική ανασυγκρότηση.
Πόσω μάλλον αν η εν λόγω κοινωνία
υιοθετήσει τον στόχο της αύξησης των
καλλιεργειών κατά ένα στρέμμα ανά
κεφαλήν! Μια άκρως επώνυμη και ταυτόχρονα
πολυώνυμη ανασυγκρότηση της ελληνικής
υπαίθρου παρά και ενάντια στη “λογική”
της “Παγκοσμιοποιημένης ΤεχνοΣυστημικής
Ιδιωτείας”!
Σημειώσεις: