|
Μουσείο Θηβών, Ταναγραϊκή λάρναξ φωτο: Γ.Μ. Σαλεμής |
Η εν Αθήναις Αρχαιολογική
Εταιρεία ανέλαβε την διενέργεια
συστηματικής ανασκαφής στην Τανάγρα,
που διεξήχθη υπό την διεύθυνσή του Θ.
Γ. Σπυρόπουλου από το έτος 1968 μέχρι και
το έτος 1984 σε δύο θέσεις, 500 και 800 μ. Α.
του σημερινού χωριού της Τανάγρας,
Νοτίως του Στρατιωτικού Αεροδρομίου,
σε δύο Νεκροταφεία των μυκηναϊκών
χρόνων. Κατά την ανασκαφή ήλθαν στο φως
γραπτές λάρνακες και τα άλλα αρχαία της
Τανάγρας των μυκηναϊκών χρόνων και
συγκεκριμένα των ΥΕΙΙΙΑ2 - ΥΕΙΙΙΓ1
κεραμικών φάσεων (περ. 1350 - 1180 π.Χ.).
Το όνομα της κώμης ή
των δύο κωμών, στις οποίες αντιστοιχούσαν
τα δύο μυκηναϊκά Νεκροταφεία, δεν είναι
γνωστό από την μυκηναϊκή Αρχαιότητα,
αφού ούτε στην περιοχή απεκαλύφθη κάποιο
διοικητικό κέντρο, ούτε στις πινακίδες
Γραμμικής Β του μυκηναϊκού Ανακτόρου
των Θηβών αναφέρεται η περιοχή. Πιθανόν
όμως το όνομα των κωμών να ήταν εκείνο
της Γραίας, το οποίο μετεφέρθη στην
Αττική από εποίκους Βοιωτούς, όπως η
λατρεία του Αμφιαράου στον Ωρωπό από
την κώμη Αρμα, πλησίον της Τανάγρας,
όπου εθρυλείτο ότι ηφανίσθη ο ήρως με
το άρμα του διωκόμενος απηνώς μετά την
αποτυχία της εκστρατείας των Επτά επί
Θήβας.
Είναι άγνωστον τί
ωδήγησε μία κοινότητα ανθρώπων να
εγκατασταθή στην περιοχή στις αρχές
του 14ου αι. π.Χ., όπως είναι άγνωστο επίσης
από πού προήλθαν. Παλαιότερα οικιστικά
λείψανα ή Νεκροταφεία δεν εντοπίσθησαν
στην περιοχή, αλλά αυτό δεν αποκλείει
την ύπαρξή τους. Αυτό που είναι εξαιρετικό
στην περίπτωση της Τανάγρας είναι η
πρακτική της ταφής, εκτός από τους
συνήθεις στους Μυκηναίους τρόπους, δηλ.
σε κλίνες (λέχη), φέρετρα ή απλά σάβανα,
και σε πήλινες σαρκοφάγους, γνωστές με
το αρχαίο όνομα λάρνακες
(πρβλ. την λάρνακα του Κυψέλου). Οι
λάρνακες της Τανάγρας (εικ. 1-3), όταν
εικονογραφούνται από ανώνυμους ζωγράφους,
αποβαίνουν μνημεία του εθιμικού, του
θεολογικού και του κοινωνικού πολιτισμού
της εποχής και εμπλουτίζουν την
αρχαιογνωσία μας με τις λεπτομέρειες
των παραστάσεών τους (ενδύματα, έπιπλα,
άρματα, όπλα κ.ο.κ.).
Από πού προήλθε το
εκτεταμένο στην Τανάγρα έθιμο της ταφής
σε λάρνακες δεν το γνωρίζουμε. Η χρήση
λαρνάκων ως ταφικών φερέτρων είναι
γνωστή στην Κρήτη από τους ΠΜ ΙΙΙ χρόνους,
δηλ. από την Προανακτορική περίοδο. Θα
ήταν μία ευπρόσδεκτη εξήγηση η μεταφορά
του σκεύους και του εθίμου από την Κρήτη
στην Τανάγρα, αλλά δεν δικαιολογείται
ούτε ιστορικά, ούτε εικονογραφικά. Οι
λάρνακες από θολωτούς τάφους της Μεσσαράς
των τελευταίων ΜΜ χρόνων είναι αδιακόσμητες
και η μόνη σαρκοφάγος με εικονογράφηση,
που είναι αρχαιοτέρα των λαρνάκων της
Τανάγρας, είναι η γνωστή πώρινη,
επικονιαμένη και εικονογραφημένη
σαρκοφάγος της Αγίας Τριάδος από την
Δ. Κρήτη, που θεωρείται ότι ανήκει στους
περί το 1400 π.Χ. χρόνους (ΥΜΙΙΙΑ1). Τίποτε
λοιπόν δεν αποκλείει μία παράλληλη
χρήση του εθίμου, τόσο στην ηπειρωτική
Ελλάδα όσο και στην Κρήτη, αλλά αυτή την
στιγμή η Τανάγρα είναι η μόνη περιοχή
του ελλαδικού χώρου, που μας εδώρισε
την πολύτιμη πινακοθήκη της μυκηναϊκής
εικονογραφίας, που υπερβαίνει σε έκταση
και σπουδαιότητα όλες τις αποσπασματικές
συνθέσεις της μυκηναϊκής ανακτορικής
ζωγραφικής (τοιχογραφίες) και της
εικονιστικής αγγειογραφίας.
Θα εκτεθούν πρώτα τα
ανασκαφικά δεδομένα και κατόπιν η
εικονογραφία των λαρνάκων. Η μακρά
έρευνα της Τανάγρας απεκάλυψε περί τους
200 τάφους, όλους λαξευμένους στον εύξεστο
και υπόλευκο πωρόλιθο της περιοχής.
Οι τάφοι έχουν διάφορα
σχήματα και διαστάσεις και ιεραρχούνται
με γνώμονα το αξίωμα, την κοινωνική θέση
και οικονομική επιφάνεια των οικογενειών
της Κοινότητος. Ο κύριος τύπος τάφου
είναι ο θαλαμωτός ή θαλαμοειδής
(εικ.4-5), ένας τάφος που εκπληρώνει τις
ταφικές ανάγκες μιας οικογένειας για
μακρό χρονικό διάστημα που φθάνει και
πέραν των 200 ετών στην Τανάγρα. Ο θαλαμωτός
τάφος είναι ένα μεγάλο ή μικρό δωμάτιο
που σκάπτεται στο βράχο μέσω ενός
διαδρόμου, στο πέρας του οποίου
διαμορφώνεται κανονική είσοδος, την
οποία κλείνουν με ξερολιθιά, μετά από
κάθε ταφική χρήση.
Στην πάροδο του χρόνου
ο δρόμος γίνεται στενότερος προς τα
πάνω και λοξότερος προς τον θάλαμο, ενώ
φιλοξενεί πολλές φορές ταφές στα πλευρικά
του τοιχώματα, σε ταφικές κόγχες
ορθογώνιες ή καμαρωτές, κλεισμένες
επίσης με ξερολιθιά. Η πρακτική αυτή
αποδίδεται σε περίπου σύγχρονη ταφή
στον θάλαμο του τάφου, που δεν επιτρέπει
το άνοιγμα και την χρήση του.
Αλλος τύπος Τάφου,
γνωστός και από το Νεκροταφείο της Ζαφέρ
Παπούρα στην αχαϊκή Κνωσσό των ΥΕ(ΥΜ)ΙΙΙΑ2
χρόνων, είναι ο φρεατοειδής(εικ.
6-7).
Στο σχήμα αυτό ο δρόμος
του τάφου είναι κατακόρυφος σαν φρέαρ
και στο τέρμα του σε βάθος περ. 2 - 2,50 μ.
ανοίγονται εκατέρωθεν δύο ημικυκλικοί
θάλαμοι (μυχοί), οι οποίοι φιλοξενούν
τις ταφές και κλείνονται μπροστά με την
συνήθη ξερολιθιά.
Τα δύο αυτά βασικά
είδη τάφων υποδέχονται τους νεκρούς σε
κλίνες, σε απλά σάβανα ή δέρματα, σε
ξύλινα φέρετρα ή σε λάρνακες. Οι τελευταίες
τοποθετούνται πάνω στα δάπεδα των
θαλάμων των τάφων (εικ. 8-10), ενώ οι νεκροί
θάπτονται πολλές φορές σε λακκοειδείς
τάφους ή σε τάφους με όρθιες πλάκες
(κιβωτιόσχημους) ή στις κόγχες των
δρόμων.
Οι τάφοι, δηλ. οι
θαλαμωτοί τάφοι, που αποτελούν τον
κανόνα σκάπτονται με χάλκινες αξίνες,
που τα ίχνη τους έχουν διασωθεί στις
παρειές των θαλάμων και των δρόμων.
Ξεκινούν από μικρότερο θάλαμο που
διευρύνεται, όταν απαιτείται, με
ημικυκλικούς μυχούς, που ενοποιούνται
μεταξύ τους, έχουν μείζονες διαστάσεις
4Χ5 μ., σχήμα ακανόνιστο ορθογώνιο,
τραπεζοειδές ή κυκλοτερές και ύψος 1,50
έως 2 μέτρα, δάπεδο ακανόνιστο, επίπεδο
ή επικλινές προς τα έσω, δρόμο επιμελέστερα
λαξευμένο, θύρα ορθογώνια με επίπεδες
παραστάδες και μέτωπο τραπεζοειδές,
που συγκλίνει προς την κορυφή. Το φρέαρ
των φρεατοειδών τάφων είναι ορθογώνιο
και κατακόρυφο.
Το γενικό έθιμο είναι
η ταφή και όχι η καύση. Όπου απαιτούν
ίχνη πυράς στους τάφους είναι κατάλοιπα
έμπυρων προσφορών στους νεκρούς, λίγοι
άνθρακες που έχουν επιπασθεί με κάποια
ρητινώδη ύλη ή αναμιχθεί με λεπτά οστά
μικρών ζώων ή πτηνών. Σε δύο περιπτώσεις
ευρέθησαν άκαυστα κατάλοιπα ζωϊκής
θυσίας μέσα στους θαλάμους των θαλαμωτών
τάφων, στην μία, στον τάφο 2 του Νεκροταφείου
στη θέση «Δένδρο», της ανασκαφής του
έτους 1968, επρόκειτο για ταραγμένα από
την σύληση του τάφου κεφάλια αιγών, που
είχαν όμως μυκηναϊκή αρχαιότητα, διότι
παρά την σύλησή του, όποτε και αν έγινε,
ο τάφος ουδέν νεώτερο εύρημα είχε στον
θάλαμό του. Σε άλλο τάφο του άλλου
Νεκροταφείου στην θέση «Γέφυρα» ευρέθη
ολόκληρη κεφαλή κριού, κερασφόρος,
εντοιχισμένη στην εσωτερική πλευρά της
ξερολιθιάς του δρόμου του τάφου, ασφαλώς
προσφορά στους νεκρούς. Μεταξύ άλλων
ζώων, που αποτελούν συνήθεις προσφορές
στους νεκρούς των μυκηναϊκών χρόνων,
βόες, κύνες, πετεινούς, χοίρους, οι αίγες
και τα πρόβατα είναι εκ των συνήθων, ενώ
περιλαμβάνονται στα ζώα της πυράς του
Πατρόκλου στην Ραψωδία ψ΄ της Ιλιάδος.
Πολλοί μεν βόες
αργοί ορέχθεον, αμφί σιδήρω σφαζόμενοι
πολλοί
δε οϊες και μυκάδες αίγες.
Η στάση των νεκρών
στην ταφική τους απόθεση είναι η ύπτια
ή η συνεσταλμένη και ο κτερισμός τους
περιλαμβάνει τα προσωπικά τους
αντικείμενα, που διαφέρουν κατά φύλο,
ηλικία και κοινωνική θέση (status). Ο νεκρός
μπορεί να συνοδεύεται από ένα ή δύο
σφραγιδολίθους από ημιπολύτιμες πέτρες
με έγγλυφες παραστάσεις (εδώ συνήθως
ζώων, βοών ή αιγοειδών) από ξίφη ή
εγχειρίδια, από κεφαλές ακοντίων ή
χάλκινα μαχαίρια (εικ. 11). Όλα ανήκουν
σε γνωστούς τύπους της μυκηναϊκής
εποχής, δηλ. σε ξίφη με σταυροειδείς
ώμους μέσου μήκους 0,50 μ., σε εγχειρίδια
με κυρτό επίμηλο και ήλους για την
στερέωση της κώπης και πλατειά λεπίδα,
σε κεφαλές ακοντίων επιμήκεις, σε
μαχαίρια μονόστομα με ευθύ νώτο.
Δεν υπάρχουν «νέα»
όπλα στην Τανάγρα, ξίφη τύπου Naue II,
φλογόσχημες κεφαλές ακοντίων, μαχαίρια
τύπου Pesciera με κυρτό νώτο και εξογκώματα,
που αποδίδονται σε εισβολείς στον
ελληνικό χώρο από τον Βορρά ή την Δύση
στους ΥΕΙΙΙΒ2 χρόνους (1230-1200 π.Χ.).
Μεγάλος είναι ο πλούτος
των κοσμημάτων από τους τάφους της
Τανάγρας κοσμημάτων όχι από πολύτιμα
μέταλλα, αλλά από υελόμαζα. Τα σχήματα,
τα χρώματα και οι συνδυασμοί είναι
αμέτρητοι, ψήφοι σχήματος κριθής ή
σφαιροειδείς ή πλακοειδείς με ανάγλυφες
διακοσμήσεις και οπές συρραφής και
ανάρτησης σε ενδύματα ή σαν περιδέραια.
Εξαιρετικά πλούσια
και αντιπροσωπευτική είναι η αγγειοπλαστική,
η κοροπλαστική και η αγγειογραφία της
μυκηναϊκής Τανάγρας. Τα αγγεία της
καλύπτουν δεκάδες τύπους της Υστεροελλαδικής
αγγειοπλαστικής, αγγεία χρηστικά ή
σπονδικά (εικ. 12-17). Τα αγγεία αυτά
συνώδευαν τους νεκρούς στην τελευταία
τους κατοικία και ασφαλώς πολλά από
αυτά είχαν πληρωθεί με διάφορες στερεές
ή υγρές προσφορές. Σε ωρισμένα αποκαλύψαμε
οστά ζώων (λ.χ. ωμοπλάτη αμνού, οστά
πτηνών), υπόλοιπα τεμαχίων κρέατος που
προσφέρθησαν στους νεκρούς, άγνωστον
βέβαια αν οπτού ή ωμού. Αλλα αγγεία
έσωζαν στον πυθμένα τους γαλακτώδη
τρυγία από υγρές προσφορές, πιθανώτατα
από τις γνωστές τριπλές υγρές προσφορές
γάλακτος, μέλιτος και οίνου, αναμεμιγμένον
με ύδωρ και άλφιτα. Τα πλείστα βέβαια
των αγγείων της ανασκαφής, που είναι
πολλές εκατοντάδες, προήλθαν από τα
συσσωρευμένα στις γωνίες των θαλάμων
των τάφων σκελετικά λείψανα παλαιότερων
τάφων και των κτερισμάτων τους, κατά το
γνωστό μυκηναϊκό έθιμο να απομακρύνονται
τα παλαιά λείψανα για να δημιουργείται
χώρος ταφής στο κέντρο του θαλάμου.
Όσο διαρκούσε η
αποσύνθεση του νεκρού ήσαν πιθανόν
χρήσιμα σ'αυτόν τα προσφερόμενα τραγάλια,
μετά την αποσύνθεσή του όμως όλα
εστοιβάζοντο σε σωρούς και πιθανόν
αφηρούντο και πολύτιμα προσωπικά
κτερίσματα, όπως χρυσά δακτυλίδια ή
πολύτιμα όπλα - κειμήλια.
Μνημονεύονται μερικοί
τύποι αγγείων, περισσότερο ειδολογικώς
παρά χρονολογικώς, τα αρτόσχημα αλάβαστρα
(εικ. 17, μέση), οι ωραίες αμφόστομες πρόχοι
με γραπτή υποεφυραϊκή διακόσμηση
σπειροειδών βλαστημάτων (ΥΕΙΙΙΑ1-2) (εικ.
12, δεξιά), οι ψευδόστομοι αμφορίσκοι των
αρωματισμένων ελαίων (εικ. 13, αριστερά.
14, δεξιά. 17, δεξιά), οι κύλικες, οι κέρνοι
με τις τρίστοιχες ή τετράστοιχες
κοτυλίσκες και την τοξωτή λαβή, οι
πυξίδες, οι αρύταινες (κουτάλες) και τα
πολυάριθμα προχοϊδια (εικ. 15, αριστερά),
οι υδρίες και οι κρατηρίσκοι (εικ. 14,
αριστερά), όλα διακοσμημένα με ζωηρά
γεώδη χρώματα, καλοψημένα και καλά
συντηρημένα, που διακοσμούν την Αίθουσα
της Τανάγρας στο Αρχαιολογικό Μουσείο
Θηβών.
Τα αγγεία της μυκηναϊκής
Τανάγρας δεν έχουν εικονιστικές
παραστάσεις και αυτό είναι περίεργο
για μία περιοχή που έδωσε την πλουσιώτερη
εικονογραφία του μυκηναϊκού κύκλου,
σχήματα και διακόσμηση όμως των αγγείων
αυτών είναι ένα διδακτικό εγχειρίδιο
της Υστεροελλαδικής αγγειοπλαστικής
και αγγειογραφίας, όπως εκτίθεται στο
έργο του Α. Furumark, "Mycenaean Pottery. Analysis
and Classification" (1942). Το κεραμεικό υλικό
της Τανάγρας μπορεί να μη διαφοροποιεί
την μυκηναϊκή αγγειογραφία του έργου
του Furumark, αλλά ασφαλώς την εμπλουτίζει
και την λαμπρύνει. Τα κοροπλαστικά όμως
προϊόντα της μυκηναϊκής Τανάγρας είναι
από τα ωραιότερα του ελλαδικού χώρου,
ένα γεγονός που δεν πρέπει να αποσυσχετισθεί
από την πασίγνωστη κοροπλαστική
δεξιοτεχνία των Ταναγραίων κοροπλαστών
των ιστορικών χρόνων, τα προϊόντα των
οποίων έδωσαν την επωνυμία στη δημιουργία
αυτή των Ελλήνων καλλιτεχνών της
Αρχαιότητος. Αλλά και για τις εγκαυστικές
τοιχογραφίες της ήταν διάσημη η ιστορική
Τανάγρα και όλη αυτή η καλλιτεχνική της
επίδοση οφείλει πολλά ασφαλώς στην
Τανάγρα των μυκηναϊκών χρόνων, η οποία
όχι τυχαία εδημιούργησε μία Σχολή
Καλλιτεχνών, έργα των οποίων δεν ευρέθησαν
βέβαια στα σπίτια της μυκηναϊκής
Τανάγρας, ευρέθησαν όμως στις γραπτές
λάρνακες της εποχής, οι οποίες είναι η
σημαντικώτερη εικαστική κληρονομιά
του μυκηναϊκού πολιτισμού, μία κληρονομιά
που αμιλλάται και επικυρώνει την
αρχαιογνωστική, αρχαιολογική και
πολιτισμική κληρονομιά του Ομηρικού
Έπους.
Τα μυκηναϊκά ειδώλια
γυναικείων θεοτήτων ή μορφών του
μυκηναϊκού θρησκευτικού πανθέου, τύπων
Φ, Τ, Ψ (εικ. 17, αριστερά) ή Κουροτρόφου,
όρθιων ή ένθρονων, οι λέμβοι (εικ. 13,
δεξιά), τα ζώδια (κυρίως ταύροι και κύνες,
αλλά και αιγοειδή), οι θρόνοι, κενοί ή
με ανακλινόμενες μορφές και τα ακρωτήρια
των λαρνάκων (βλ. κατωτέρω) είναι από τα
πλουσιώτερα και χαριέστερα, τα τελευταία
μάλιστα τα μοναδικά σε όλο τον μυκηναϊκό
τελετουργικό κύκλο.
Η Τανάγρα ασφαλώς δεν
είναι μία εξαίρεση στον ενιαίο θρησκευτικό,
τελετουργικό και καλλιτεχνικό πολιτισμό
της μυκηναϊκής Ελλάδος, συμπεριλαμβανομένης
της Κρήτης.
Η Υστεροελλαδική
περίοδος, ιδιαίτερα οι τελευταίοι αιώνες
της μαρτυρούν μία πολιτισμική και
πιθανώτατα και μία πολιτικο-κοινωνική
Κοινή. Αν μέσα στην Κοινή αυτή ωρισμένες
περιοχές εξέχουν με την αισθητική τους,
την επίδοσή τους στον πολιτισμό και
στην διατήρηση και προαγωγή μιας
πανάρχαιης ελληνικής κληρονομιάς,
εθιμικής, θεολογικής και τελετουργικής,
το γεγονός αυτό δημιουργεί μία εξαίρεση,
που αποκαλύφθηκε στην Τανάγρα. Το μέλλον
θα δείξει αν η εξαίρεση είναι και ελλαδική
μοναδικότητα.
Η Σαρκοφάγος της Αγίας
Τριάδος είναι ένα έξοχο μνημείο
θρησκευτικής και νεκροθεραπευτικής
λατρείας και τελετουργίας, είναι
κωδικοποίηση δοξασιών για την τύχη της
Ψυχής και τελετουργιών για την εξαγνισμό
ή την ανάκλησή της, ώστε να γίνει εύνους
και προβλεπτική για την ανθρώπινη
κοινωνία. Διότι δεν υπάρχει αμφιβολία
ότι οι τελετές αυτές αποτελούσαν
δημοτελείς θεσμούς. Την σαρκοφάγο της
Αγίας Τριάδος με τον τελετουργικό και
συμβολιστικό της πλούτο αμιλλάται τώρα
η σπουδαία σαρκοφάγος από τον τάφο 22
της ανασκαφής του μυκηναϊκού Νεκροταφείου
η οποία βρέθηκε στη θέση «Γέφυρα» της
Τανάγρας, το έτος 1969. Στην μία μακρά της
πλευρά (εικ. 18) απεικονίζεται άνω μεν
χορός θρηνουσών με εναλλασσόμενες
μαύρες και ερυθρές ενδυμασίες σε δύο
ημιχόρια (η δωδέκατη από αριστερά
χρωματίζεται πάλι μαύρη ως η ακραία του
ετέρου ημιχορίου). Στην κάτω ζώνη
απεικονίζονται δύο άρματα (προφανώς
ξυνωρίδες, δηλ. δίϊππα) με τρεις
επιβαίνουσες μορφές και ανάμεσά τους
δύο νέοι οπλομαχούντες. Η σκηνή της κάτω
ζώνης πιθανόν αναφέρεται σε Εκφορά
του νεκρού συνοδεία αρμάτων, προφανώς
κάποιου επισήμου Νεκρού, η δεύτερη ίσως
δηλώνει Αγώνες προς τιμήν των Νεκρών,
όπως τα Αθλα επί Πατρόκλω (Ψ΄ Ιλιάδος).
Η άλλη μακρά πλευρά της λάρνακας (εικ.
19) αποτελεί μικρογραφική παράσταση
μυθολογικής (άνω) και τελετουργικής
(κάτω) σκηνής, σπουδαιότατου θρησκευτικού
και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Η
τεχνική είνα δίχρωμη (μαύρο- κόκκινο).
Ο κυνηγός ανάμεσα σε δύο μεγαλόσωμα και
προφανώς αναρίθμητα αιγοειδή κυνηγά
με το ξίφος του σε «ηρωϊκή γυμνότητα».
Ασφαλώς είναι ο αφηρωϊσμένος νεκρός,
ένας οιονεί καταστερισμένος Ωρίων,
αιώνιος μάκαρ κυνηγός. Κάτω απεικονίζονται
Ταυροκαθάψια, που ασφαλώς δεν ελάμβαναν
χώρα μόνο στην Κρήτη. Αποτελούσαν μέρος
του τελετουργικού και αγωνιστικού
κύκλου, που είχε καθιερωθεί ως εθιμοτυπία
της τιμής του Νεκρού ή της Ηρωολατρείας
ήδη από τους μυκηναϊκούς, τουλάχιστον,
χρόνους. Οι στενές πλευρές απεικονίζουν
σκηνές θρήνου και προθέσεως. Στη μια
στενή πλευρά (εικ. 20) πάνω απεικονίζονται
5 γυναίκες - θρηνούσες με εναλλασσόμενες
χρωματικά ενδυμασίες, οιονεί προέκταση
του μεγάλου θιάσου του άνω τμήματος της
μακράς πλευράς της λάρνακας. Κάτω
δραματική σκηνή της πρόθεσης του νεκρού
στην ταφική του λάρνακα με την τεχνική
της ακτινογραφίας. Η σκηνή αυτή, είναι
όμοια με την έναντι στενή πλευρά της
ίδιας λάρνακας, για την οποία η Sara
Immerwahr γράφει «Τhe prothesis on Thebes No 11 (Fig. 7, 2a)
is in my opinion the most remarkable and moving representation in
Mycenaean art ... far removed from any adaptation of a Minoan
model and reflecting observation of real-life experience", (The
Ages of Homer, Austin 1995, p. 110).
Η λάρνακα του τάφου
22 της Τανάγρας εκφράζει πλέον εύγλωττα
την μέθεξη της Κοινότητος στα τελετουργικά
θέσμια υπέρ των Νεκρών, διότι διευρύνει
τον κύκλο των προσφορών αιματηρών θυσιών
ζώων και της προσφοράς της Ιεράς Λέμβου
με τον επίσημο και ασφαλώς θεσμοθετημένο
χορό των θρηνουσών (σε 2 ημιχόρια), με
την τέλεση των Ταυροκαθαψίων, με την
πομπή των αρμάτων της Εκφοράς του Νεκρού,
με σκηνές πρόθεσης και ταφής στις στενές
πλευρές της και τέλος με την αλληγορία
του κυνηγίου στα Ηλύσια στη μία μακρά
πλευρά της.
Η μυκηναϊκή Τανάγρα
συγκαταμιγνύει το μυστηριακό της
τελετουργικής ψυχαγωγίας (Ψυχήν Αγω)
με την εθιμική πράξη, την τιμή προς τον
Νεκρό, το ΓΕΡΑΣ ΘΑΝΟΝΤΩΝ. Και αυτή είναι
η μεγάλη προσφορά της Ταναγραϊκής
εικονογραφίας, η μοναδικότητά της, η
κατακύρωση μέσω αυτής της μυκηναϊκής,
τουλάχιστον, αρχαιότητος των εθιμοτυπιών
που καταγράφει το Έπος και απεικονίζουν
οι αγγειογράφοι του αττικού γεωμετρικού
ρυθμού στα αγγεία του Διπύλου, αλλά και
αλλού της Ελλάδος. Τα Ομηρικά θέσμια
της νεκροθεραπευτικής τελετουργίας
(ΓΕΡΑΣ ΘΑΝΟΝΤΩΝ) έχουν μυκηναϊκή,
τουλάχιστον, προέλευση και σ' αυτά
συμπεριλαμβάνεται η πλήρης ανάπτυξη
της σχετικής θεματογραφίας, όπως την
απεικονίζουν οι λάρνακες της Τανάγρας,
δηλ. η Πρόθεση του Νεκρού (εικ. 20), ο Θρήνος
(εικ. 21-24), η Εκφορά (εικ. 18), η Σπονδή, η
Θυσία - προσφορά ζώων, οι Αγώνες.
Η Σαρκοφάγος της Αγίας
Τριάδος, η σημαντική λάρνακα της Επισκοπής
Ιεράπετρας και οι λάρνακες των Αρμένων
Χανίων απεικονίζουν κυρίως την λατρευτική
εθιμική λειτουργία, την σύλληψη και
θυσία του ζώου, αλλά ίσως και την συνοδεία
- εκφορά του νεκρού στον τάφο ή επιτάφιους
αγώνες, εν επιτομή. Στις τελευταίες
λάρνακες θα έβλεπαν μερικοί αχαϊκές
επιδράσεις, που ασκήθησαν στην Κρήτη
μετά την αχαϊκή κατάληψη της Κνωσσού
(1400 / 1380 π.Χ.) και την ίδρυση αχαϊκού
Κράτους στην Κυδωνία (Χανιά). Αυτό δεν
θα αντέβαινε στον μυστηριακώτερο,
εσωστρεφή, πνευματικώτερο και ένθεο
μινωϊκό ψυχισμό και στις εκλεπτυσμένες,
καίτοι όχι αναίμακτες, τελετουργίες
του.
Τέτοια στοιχεία δεν
λείπουν από τις μυκηναϊκές λάρνακες
της Τανάγρας και ασφαλώς είναι προϊόντα
μιας πανάρχαιης παράδοσης και ενός
πολιτικού, θρησκευτικού και πολιτισμικού
συγκρητισμού. Πρόκειται για ένα πλούσιο
συμβολιστικό απόθεμα (Symbolgut) που
περιλαμβάνει σφίγγες, απλές και φτερωτές
(εικ. 28), κύκνους, σειρήνες (εικ. 29),
χταπόδια, ακανθόχειρο, ψάρια, ιερούς
πεσσούς και κίονες (εικ. 27), ταύρους και
αιγοειδή για την τερπνή απόλαυση του
κυνηγίου του αφηρωϊσμένου νεκρού στα
Ηλύσια, πτερωτές ψυχές που μετεωρίζονται
στον αέρα, την νεκρική λέμβο (εικ. 26) που
διαπλέει τον λειμώνα των μηκώνων (;) και
πλέει προς τα Ηλύσια (εικ. 30) ή το σκοτεινό
βασίλειο της Περσεφόνης.
Το πλέον περίεργο
απόκτημα της ανασκαφής των μυκηναϊκών
Νεκροταφείων της Τανάγρας είναι τα
σύνθετα ακρωτήρια των κιβωτιόσχημων
(δηλ. σε σχήμα φωριαμού - έναντι του
σχήματος της αναμίνθου - λουτήρος, που
επίσης απαντά στην Τανάγρα) λαρνάκων
της.
Οι λάρνακες ασφαλώς
αντιγράφουν ξύλινους φωριαμούς και
πήλινους λουτήρες, και τα δύο χρηστικά,
οικιακά σκεύη. Το κανονικό μέγεθος μιας
ταφικής λάρνακος ενήλικου προσώπου
είναι 1,10 μήκος Χ 0,40 μ. πλάτος και ύψος
τοιχωμάτων 0,70 μ. Αυτό δηλώνει ότι ο
νεκρός τοποθετείται σε συνεσταλμένη
στάση, όπως και ευρέθη, οπότε το μήκος
του σκεύους αρκεί για να υποδεχθεί τον
κορμό ενός ενήλικος με το κεφάλι στην
γωνία, ελαφρά υψωμένο. Οι λάρνακες έχουν
μονές ταφές και τα κτερίσματα τοποθετούνται
στο κάλυμμά τους. Μικρότερες λάρνακες
χρησιμοποιούνται για παιδιά ή σαν
οστεοφυλάκια, όπως η περίφημη λάρνακα
του τάφου 22 με τον εκπληκτικό εικονιστικό
διάκοσμο, το πολυτιμότερο απόκτημα της
ανασκαφής.
Μία λάρνακα από τον
τάφο 6 της ανασκαφής του έτους 1969 στο
Νεκροταφείο της θέσης «Δένδρον» ο οποίος
περιείχε τον απίστευτο αριθμό των 16
λαρνάκων, ενώ γενικά δεν υπάρχει
αριθμητικός κανών στην παρουσία τους
ή μη στους τάφους, μας διαφωτίζει για
τον τρόπο που ετοποθετούντο τα ακρωτήρια
στις λάρνακες. Η συγκεκριμένη λάρνακα
(εικ. 31) σχήματος κιβωτίου είχε επίπεδο
κάλυμμα στις τέσσερις άκρες του οποίου
είχαν διανοιχθεί εγκοπές, εντός των
οποίων ενεσφηνώνοντο οι προεξοχές των
βάσεων των ακρωτηρίων, που είχαν το
σχήμα των κεράτων καθιερώσεως, γνωστού
μινωϊκού και μυκηναϊκού συμβόλου.
Υπεράνω και από το μέρος των διπλών
κεράτων υψώνεται πήλινος δίσκος συμφυής
με την βάση του και διακοσμημένοι
(συνήθως) με το γραπτό μοτίβο του Ιερού
Κισσού (Waz-lily). Στο άνω μέρος του ο δίσκος
έφερε οπή, εντός της οποίας ενεσφηνώνετο
μολύβδινο κυλινδρικό σύρμα που συγκρατούσε
το επίθετο μέλος του συνόλου, δηλ. ένα
περίεργο ον που ομοιάζει με πτηνό με
απλωμένα πτερά, τριγωνική ή τραπεζιόσχημη
κεφαλή πτηνού και απόληξη ερπετού (;).
Μόνο ευπετής φαντασία
μπορεί να ερμηνεύσει το σύνολο αυτό και
ιδιαίτερα το επιστέφον μέλος της
σύνθεσης, για το οποίο δεν υπάρχει τίποτε
όμοιο στον μυκηναϊκό κύκλο. Και αντί να
επιχειρήσουμε κάποια ταύτιση είναι
προτιμώτερο να εξάρουμε την σύμμεικτη
φύση του συνονθυλεύματος, την εντύπωση
που προξενεί η αποκατάστασή του και την
προστασία που διασφάλιζε στον νεκρό το
έμβλημα αυτό, ιερό, αποτροπαϊκό και
εξόχως συμβολικό για την φύσι του
ανθρώπου και την τύχη της ψυχής. Οι
ζωγράφοι των λαρνάκων είτε τις έβαφαν
πριν ψηθούν είτε τις επιζωγράφιζαν μετά
την όπτησή τους. Στην πρώτη περίπτωση
χρησιμοποιούσαν κανονικό χρωστήρα και
έβαφαν στον νωπό πηλό με κόκκινο ή μαύρο
χρώμα και ενίοτε με ενδιάμεσους τόνους
(πράσινο ή μπλε) και με χρώματα γεώδη ή
φυτικά. Στην δεύτερη περίπτωση εζωγράφιζαν
με ένα μαύρο μολύβι, ένα κραγιόν ή
κάρβουνο, με αχνή βαφή, την οποία οι
συντηρητές συγκράτησαν με ειδική κόλλα.
Ασφαλώς υπήρχαν εργαστήρια που τις
διέθεταν αντί αμοιβής (;) και η ταφή σε
λάρνακα ενείχε μία προσωπική και
κοινωνική καταξίωση (status) για τους
Ταναγραίους των τελευταίων μυκηναϊκών
αιώνων. Σ' αυτό χρωστάμε τον μοναδικό
πλούτο που μου κληρονόμησαν. Οι μυκηναίοι
ζωγράφοι συντηρούν μία παράδοση, χωρίς
να προβάλλουν καλλιτεχνικές αξιώσεις.
Οι μορφές των παραστάσεων είναι
σκιαγραφίες (κόκκινες συνήθως) ή
περιγράμματα, οι χειρονομίες ζωηρές, η
εικονογραφία ελεύθερη, σχεδόν λαϊκή. Η
εικονογραφία των λαρνάκων της Τανάγρας
είναι μία τέχνη, που δεν προωρίσθη να
φαίνεται, αλλά να συντηρεί την παράδοση
με τις τυποποιημένες εκφραστικές
συμβατικότητες, είναι όμως μία τέχνη
που μας συγκινεί σήμερα με την αφέλεια
και τον αυθορμητισμό της.
Οι λάρνακες της Τανάγρας
100 τον αριθμό, εκ των οποίων οι μισές
περίπου ακέραιες ή σε θραύσματα με
πλούσια διακόσμηση φυτικών ή γραμμικών
σχεδίων και πλουσιώτερη εικονογράφηση
είναι μία συναρπαστική κωδικοποίηση
του εθιμικού και θρησκευτικού πολιτισμού
του Ελληνισμού των λεγόμενων προϊστορικών
χρόνων. Αλλά και η λεπτομερής θεματογραφία
και η σύνδεση των παραστάσεων των
λαρνάκων με την επική λογοτεχνία
βεβαιώνουν την αρχαιότητα της ιστορικής
κληρονομιάς των Ελλήνων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Θεόδωρος Γ.
Σπυρόπουλος