Ο Βασίλης Κορνηλάκης, συγγραφέας του κειμένου, δεύτερος από αριστερά στους καθιστούς. |
Ανόητοι άνθρωποι στους καφενέδες ισχυρίζονται ότι, "ο ΕΛΑΣ δεν πολέμησε τους Γερμανούς", ότι, "είχε κάνει συμφωνία με τους κατακτητές επειδή στόχο είχε την εξουσία" και άλλα τέτοια. Και δεν συναισθάνονται, οι καημένοι, πόσο καταγέλαστοι θα γίνουν, πόσο θα ρεζιλευτούν, όταν ο οποιοσδήποτε τίμιος παρατηρητής καθίσει και βάλει στη σειρά γεγονότα και ημερομηνίες!
Ένα απ' αυτά τα γεγονότα είναι η μάχη στο Κακοσάλεσι που έλαβε χώρα την επαύριο της απελευθέρωσης της Αθήνας (13 Οκτωβρίου 1944) με τεράστιες απώλειες για τους Γερμανούς και άλλο τόσο όφελος για τους Συμμάχους. Κάθε Γερμανός που σκοτωνόταν ή τραυματιζόταν, εκείνη τη στιγμή ειδικά, δεν θα λάμβανε μέρος στις μάχες που θα διεξαχθούν τους επόμενους μήνες στις παρυφές της Γερμανίας και θα καθορίσουν την μεταπολεμική της τύχη.
Το κάτωθι κείμενο του Β. Κορνηλάκη, δημοσιεύεται στο περιοδικό "Ιστορικόν Αρχείον Εθνικής Αντιστάσεως", τεύχος 33-34 Μάιος-Ιούνιος 1961. Εκδότης του ο Κομνηνός Πυρομάγλου του ΕΔΕΣ.
Προσοχή! Λόγω της σπανιότητας του ντοκουμέντου παρατίθεται ολόκληρο και όπως έχει. Όμως, στη σελ. 60 (την τέταρτη από τις πέντε της ανάρτησης) υπάρχουν τυπογραφικά λάθη σε δύο παραγράφους, στο τέλος της αριστερής στήλης και στην αρχή της δεξιάς. Κι ενώ δεν λείπει καμία πρόταση, η λάθος στοιχειοθέτηση καθιστά την αφήγηση δυσνόητη. Για την διευκόλυνση του αναγνώστη παραθέτουμε εδώ τις δύο παραγράφους σωστά συντεταγμένες.....
«Μετά
την περισυλλογήν των λαφύρων, την
σύλληψιν των αιχμαλώτων και την επάνοδον
των Διμοιριών εις τας πρωτέρας θέσεις
των, η Διοίκησις του Τάγματος δίδει
εντολήν να διακοπούν εντελώς τα πυρά,
τα τμήματα όμως να παραμείνουν, οπωσδήποτε,
εις τας θέσεις των και να αναμένουν
διαταγές. Σκοπός της Διοικήσεως του
Τάγματος, ο οποίος εγνώσθη εις τους
Διοικητάς των Λόχων, ήτο να παραπλανήση
τα νοτίως της καμπής τμήματα, τα οποία
καίτοι αρχικώς συνεπτύχθησαν επανήλθον
όμως αργότερον εις την καμπήν, να
προχωρήσουν και να υποστούν την τύχην
των προηγουμένων.
Τούτο
όμως εστάθη αδύνατον. Δύο αυτοκίνητα
και πολλές μοτοσυκλέτες, μέχρι το βράδυ
σχεδόν, εκινούντο, φθάνανε μέχρι την
καμπή και σταματούσανε λίγο. Μετά από
λίγη ώρα φεύγανε προς τα πίσω για να
ξανακινηθούνε μπροστά αργότερα. Ίσως
να μεταφέρανε τμήματα μέχρι της καμπής
του δρόμου.
Μόνο
μια μοτοσικλέτα, με μόνο τον οδηγό της,
προχώρησε θαρρετά, έφθασε μέχρι των
θέσεων των ανταρτών, παρατηρούσε συνεχώς
δεξιά και αριστερά, έκαμε στροφή και με
μικρή ταχύτητα επανήλθε στην αφετηρία
(καμπή). Δεν εβλήθη διόλου, ούτε αντελήφθη
τας θέσεις των ανταρτών. Το μόνο που
διαπίστωσε και ασφαλώς θα το διαβίβασε
εις τους ανωτέρους του ήτο οι υπερδιακόσιοι
νεκροί που ευρίσκοντο κατά μήκος του
δρόμου».