Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τραγουδ-Αναλύσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τραγουδ-Αναλύσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 1 Ιουλίου 2018

Τραγουδ-Αναλύσεις: «Στης Δερόπολης τον κάμπο»

Σχετική εικόνα


Δημοτικό της Ηπείρου




Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής





Στης Δερόπολης τον κάμπο,
μώρε μπίρμπιλ-λιο, μώρε Γιάννη λιο
δέντρο ήταν φυτρωμένο,
μώρε μπίρμπιλ-λιο, μώρε Γιάννη λιο
Κι ο Γιαννάκης ξαπλωμένος,
μώρε μπίρμπιλ-λιο, μώρε Γιάννη λιο
με τον Γρίβα του δεμένο,
μώρε μπίρμπιλ-λιο, μώρε Γιάννη λιο
-Σήκω αφέντη καβαλήκα,
μώρε μπίρμπιλ-λιο, μώρε Γιάννη λιο
-Δεν μπορώ καημένε Γρίβα,
μώρε μπίρμπιλ-λιο, μώρε Γιάννη λιο
γιατί μ' έχουν πληγωμένο,
μώρε μπίρμπιλ-λιο, μώρε Γιάννη λιο
στο κεφάλι χτυπημένο,
μώρε μπίρμπιλ-λιο, μώρε Γιάννη λιο

[Σε κάποια παραλλαγή υπάρχει αντί του "Γιάννη-λιο" το "κάϊμε-λιο"]


Ηπειρώτικο τραγούδι, σχεδόν κλέφτικο, σχεδόν μοιρολόι, τραγουδημένο από τον “κρυστάλλινο” Αλέκο Κιτσάκη.
Σε μας, στην υπόλοιπη Ελλάδα, έγινε γνωστό από τη διασκευή του Νίκου Χουλιαρά (1973) στον σπουδαίο, πλην όμως σπάνιο πια στα ακούσματα, δίσκο “Άραχθος”.

Ο κάμπος της Δερόπολης (ή Δρόπολης) είναι η κοιλάδα που εκτείνεται από την Κακαβιά μέχρι, σχεδόν, το Αργυρόκαστρο.
Εκεί, σ' αυτόν τον κάμπο, δέντρο ήταν φυτρωμένο. Κι από κάτω ο Γρίβας, το γριβιό [γκρίζο] πολεμικό άλογο, είναι δεμένο. Κι ο Γιαννάκης, ο καβαλάρης πολεμιστής, στη σκιά ξαπλωμένος.
Μιλάει, κατά μια παραλλαγή “χλιμιντράει”, ο Γρίβας και του λέει:
-Σήκω αφέντη καβαλήκεψε!
-Δεν μπορώ καημένε Γρίβα, γιατί μ' έχουν πληγωμένο, στο κεφάλι χτυπημένο.
Στην παραλλαγή του Χουλιαρά, υπεύθυνη για τον “τραυματισμό” θεωρείται η αγάπη για την γυναίκα, ο έρωτας, που δεν αναφέρεται ρητά αλλά σαφώς εννοείται.

Η εικόνα είναι λιτή κι επιβλητική ενώ η “προοπτική” της αντίστροφη.
Ο ανώνυμος στιχουργός μας δίνει τον κάμπο της Δερόπολης ως “κάμπο” της εικόνας. Ένας χώρος δύο διαστάσεων. Ορισμένος χώρος, με όνομα. Γνωστός στον χορό, ο οποίος χορός, στην πολυφωνική εκτέλεση, δεν διαφέρει από εκείνον της αρχαίας τραγωδίας.

Κάτω από το δέντρο, ένα, επώνυμο παλληκάρι, ένα πρόσωπο, κείται τραυματισμένο.
Το άλογό του, σαν να λυπάται και σαν να προσπαθεί να το σώσει.
Του μιλάει και προσπαθεί να το κρατήσει στη ζωή.
Το δελεάζει με τη χαρά να καλπάσουνε μαζί όπως όταν ο Γιαννάκης ήταν υγιής.

Εμείς, είμαστε η τρίτη διάσταση. Όχι, όμως, εκεί, αλλά εδώ! Όλα γίνονται μπροστά μας και ο χορός με τον κορυφαίο του, είναι μέρος και προέκταση δική μας.
Γι' αυτό κάνουμε λόγο για “αντίστροφη προοπτική”, εκείνη των βυζαντινών εικόνων, όπου το δρώμενο "παροντοποιείται" στο Νυν και στο Αεί, ενώ το "βάθος", η "αναγεννησιακή προοπτική" είναι κάτι άγνωστο. 
Το ίδιο άγνωστο και αδιάφορο παραμένει το "νατουράλε" της Αναγέννησης. Από έναν τεράστιο κάμπο ένα δέντρο μας ενδιαφέρει. Τρία στοιχεία: το δέντρο, ο Γρίβας κι ο Γιάννης. Δεν μας λέει αν είναι μέρα ή νύχτα. Το δε άλογο με τον πιο "φυσιολογικό" τρόπο μιλάει και συνδιαλέγεται σαν άνθρωπος. Η εικόνα αναδύεται σχεδόν έτοιμη μέσα από τους στίχους. 

Σημαντικό όμως, αν και δευτερεύον, στοιχείο, το οποίο πρέπει να επισημανθεί και να αναλυθεί περισσότερο, είναι η επωδός,  «μώρε μπίρμπιλ-λιό, μώρε Γιάννη λιο».

Ο τραγουδιστής φωνάζει, καλεί να κρατηθεί στη ζωή, το παλληκάρι, άλλοτε προσφωνώντας τον “αηδονάκι” (μπριμπίλ= ο γυιος του πουλιού, στην κυριολεκτική του μετάφραση από τα αρβανίτικα) κι άλλοτε με το ίδιο του το όνομα. Και τα δυο, στην υποκοριστική τους εκδοχή. Άλλοτε σαν να μιλάει το άλογο κι άλλοτε σαν να μιλάει ο κορυφαίος του χορού.
Η κατάληξη «λιο» αυτό ακριβώς σημαίνει. «Μπιρμπιλ-λιό»= αηδονάκι, «Γιάννη-λιο»= Γιαννάκη. 
[Κατά το Νικο-λιο, Λιό-λη (Γιωργάκη)] 

Προς επίρρωσιν του ισχυρισμού, παραθέτουμε ένα αρβανίτικο τραγούδι του Καβοντόρου που λέει:

Σπύρο-λιό, Σπυρολιό
τρι καλύβε, νιε σωρό
τσ' τε παρατήσει γκρούαγια.
  • Σκόι γκα Στούρα
ε μπέρι τε λια
μπλιόδι παπούτσετ παρά.

Σπύρο, Σπυρούλη
τρεις καλύβες, ένα σωρό,
που σε παράτησε η γυναίκα σου.
  • Πέρασε απ΄τα Στύρα
και έκανε πάνω,
γέμισε τα παπούτσια λεφτά.

[Γιάννης Π. Γκίκας, Οι Αρβανίτες και το αρβανίτικο τραγούδι στην Ελλάδα. Έρευνα στη Νότια Εύβοια]





Τετάρτη 13 Ιουνίου 2018

Τραγουδ-Αναλύσεις: «Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα»






Στίχοι-μουσική: Άκης Πάνου



Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα
η ώρα που γεννιέται η ζωή
η ώρα που ταιριάζει η αναπνοή σου
μαζί με την δική μου αναπνοή
Κι αν είναι η αρχή στην κατηφόρα
η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα

Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα
η ώρα που μου σβήνεις τον καημό
η ώρα που και η σκέψη μου πεθαίνει
και που δε θέλω να `χει τελειωμό
Κι αν είναι η αρχή στην κατηφόρα
η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα

Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα
η ώρα που μ’ αρέσει να πονώ
η ώρα που σου δίνω την ψυχή μου
χωρίς να νιώθω τίποτα φτηνό
Κι αν είναι η αρχή στην κατηφόρα
η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα


Γνωρίζω μόνο τρεις αναφορές του Ελληνικού Τραγουδιού στη συνουσία. Στην καθαυτό ερωτική πράξη.
Οι δύο είναι του Νιόνιου. Είναι, δηλαδή, λόγιες. Εμείς εδώ στις “ΤραγουδΑναλύσεις” ασχολούμαστε μόνο με το λαϊκό, επομένως με την εξής μία: εκείνη του μεγάλου Άκη Πάνου.

Με τον όρο “λαϊκό” εννοούμε κάτι σαν το “δημοτικό”. Πιο συγκεκριμένα, το “λαϊκό” είναι το δημοτικό που επέζησε της καταστροφής του ελληνικού κοινοτισμού και κατέφυγε στις πόλεις για να σωθεί. Γι' αυτό και έγινε επώνυμος ο δημιουργός του. Επώνυμος ήταν και πριν, ατομική, ή καλύτερα, προσωπική ήταν η δημιουργία. Η κάθε δημιουργία. Δεν μαζευόταν ο “δήμος” να φτιάξει ένα τραγούδι, αλλά η συγκροτημένη κοινότητα και η αντίστοιχη “συντεχνία” μαστόρων της μουσικής, υπέβαλαν τη προσωπική δημιουργία (έργο+δήμος) σε ειδική επεξεργασία, προσέθεταν τα δικά τους στοιχεία και ενώ όλοι ήξεραν από ποιον ξεκίνησε κανείς δεν ήξερε σε ποιον κατέληγε. Άλλωστε δεν υπήρχε μια οριστική μορφή, κονσερβαρισμένη σε μια “τέλεια” και τελική ηχογράφηση. Κάθε φορά παιζόταν αλλιώς και υπήρχαν πολλά αλλιώς σε έναν τ[ρ]όπο όπου οι μουσικές κομπανίες δεν ήταν σπάνιες όπως σήμερα, ενώ οι ευκαιρίες που παρείχε ο χρονολειτουργικός εορτολογικός αλγόριθμος του βυζαντινού πολιτισμού ανέρχονταν σε εκατοντάδες μέσα στον χρόνο.

Η πιο μεγάλη ώρα, λοιπόν, του Άκη Πάνου, είναι τώρα!

Δεν πιστεύω ότι αυτή η παροντοποίηση, το στεντώριο “τώρα”, είναι τυχαία. Υπάρχουν κι άλλοι χρόνοι στα ρήματα και η φαντασία του Άκη στη στιχουργική δεν πάσχει. Ας θυμηθούμε τους “επτά νωμά σ' ένα δωμά” ή το "αδιόρθω αναρχί"  για να κατανοήσουμε με τι αριστοτεχνικό τρόπο δίνει ρίμες σ' αυτό που θέλει να πει. Μόνο ένα ανάλογο ξέρω στη μουσική μας παράδοση κι είναι ένα ναξώτικο τραγούδι απ' τα Περάθου.
Δεν είναι, λοιπόν, η ανάγκη για ρίμα με την “ώρα” το “τώρα”.
Είναι οντολογικός προσδιορισμός. Ο στιχουργός με την τόση βαθειά αίσθηση των ανθρωπίνων ξέρει ότι μόνο ό,τι συμβαίνει τώρα είναι αληθινό. Το πριν είναι ανάμνηση, εξωραϊσμένη ή μη, και το μετά είναι προσδοκία, ελπίδα, φαντασία, εξωραϊσμένη ή μη. «Το παρόν είναι ο μόνος χρόνος που μοιράζεται, αλλά και συνέχει», λέει ένας πάλαι ποτέ σοφός.

Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα και μας φέρνει μπροστά στα μάτια μας δυο ανθρώπους που κάνουν έρωτα, και δη μια γυναίκα, να μας λέει τα λόγια που ταιριάζουν και στο στόμα του άνδρα και στο στόμα το δικό της.
Ποιος; Ο σεμνός και αυστηρών αρχών, επί ποινή θανάτου, Άκης Πάνου.
Το κλειδί της ερμηνείας το δίνει ο ίδιος στην τρίτη στροφή, στον τελευταίο πριν το ρεφρέν στίχο:

«η ώρα που σου δίνω την ψυχή μου

χωρίς να νιώθω τίποτα φτηνό»


Είναι τόσο μεγαλειώδη τα αισθήματά του που δεν υπάρχει “τίποτα φτηνό”. Νομίζω ότι μας έχει πείσει! Τίποτα φτηνό δεν υπάρχει σ' ό,τι λέει. Και λέει, για τα μέτρα του και την εποχή του, ακόμη και για μας τώρα, στην εκπορνευμένη και πορνογραφημένη κοινωνία μας, εκπληκτικά πράγματα.

Για να μην υπάρχει αμφιβολία για το αντικείμενο που θίγεται, μας λέει ότι πρόκειται για την « ώρα που γεννιέται η ζωή», και είναι επίσης «η ώρα που ταιριάζει η αναπνοή σου μαζί με την δική μου αναπνοή».
Ο ρυθμός των δύο γίνεται ένας, ταιριάζουν οι αναπνοές κι όλα αυτά μέσα σ' έναν άλλον ρυθμό, σ' ένα στιβαρό, ρωμαλέο και στέρεο χασάπικο. Το ερωτικότερο χασάπικο για δύο, σε αντίστιξη με όλα τα τάνγκο της Αργεντίνας, και ας κρατάς την αγαπημένη σου από τον ώμο κι όχι από τη μέση, στην αγκαλιά σου, κοιτώντας τη στα μάτια!

«Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα

η ώρα που μου σβήνεις τον καημό

η ώρα που και η σκέψη μου πεθαίνει
και που δε θέλω να `χει τελειωμό»


Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα που ο ένας σβήνει του άλλου τον καημό. Δεν μας λέει ποιος είναι αυτός ο καημός, το συναισθηματικό τραύμα, το πλήγμα. Ο ένας διακρούει το “κακό” συναίσθημα το άλλου με ένα άλλο καλό συναίσθημα!

«Αγνός εστίν έρωτι έρωτα διακρουσάμενος, και πυρ πυρί αΰλω αποσβέσας»!

Γνήσιος Ιωάννης της Κλίμακος.

Είναι εκείνη την ώρα που και η σκέψη του καθενός πεθαίνει και δεν θέλει να υπάρχει τελειωμός!
Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι εκείνη την ώρα πράγματι κάθε σκέψη πεθαίνει και μάλιστα θέλουμε να παραμείνει πεθαμένη, να παραταθεί η ώρα αυτή η μεγάλη στο μέλλον,“χωρίς να 'χει τελειωμό”;

Στην τρίτη στροφή, ο κάθε σεμνότυφος, βγαίνει απ' τα ρούχα του(!)

«Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα
η ώρα που μ’ αρέσει να πονώ
η ώρα που σου δίνω την ψυχή μου
χωρίς να νιώθω τίποτα φτηνό»


Η πιο μεγάλη ώρα είναι εκείνη «που μ' αρέσει να πονώ»! Πόνος; Δηλαδή, βία;
Ελάτε τώρα! Μην κάνετε πως δεν καταλαβαίνετε και προ παντός μη προβοκάρετε τον ποιητή!
Όταν τα έλεγε αυτά ο Άκης, ούτε η μαμά της Ντακότας Τζόνσον (Οι αποχρώσεις του Γκρι, ντε!) δεν είχε γεννηθεί.

Κι όμως εκείνη ακριβώς την ώρα δίνει ο ένας στον άλλον την ψυχή του «χωρίς να νιώθει τίποτα φτηνό»!

«Κι αν είναι η αρχή στην κατηφόρα, η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα».

Το ρεφρέν που επαναλαμβάνεται σταθερά, μετά από κάθε “μεγάλη ώρα” που είναι “τώρα”, έχει ένα «Κι αν».
Ακόμη «κι αν είναι η αρχή στην κατηφόρα» δεν αλλάζει τίποτα!
Εξακολουθεί να είναι «ΤΩΡΑ» η πιο μεγάλη ώρα, στο Νυν και στο Αεί!!!

Θυμίζει το άλλο λαϊκό τραγούδι που λέει
“στο κάτω κάτω της γραφής αξίζει να καταστραφείς,
και ως τον θάνατο να πας, για μια γυναίκα π' αγαπάς”...

Τρίτη 12 Ιουνίου 2018

Τραγουδ-Αναλύσεις: «Ποιος είσαι κι από πού κρατάς;»


Αποτέλεσμα εικόνας για σπύρος ζαγοραίος


Στίχοι-Μουσική: Σπύρος ΖαγΩραίος




Ποιος είσαι κι από πού κρατά
φίλε μου η γενιά σου
και είναι τόσο όμορφη,
φίλε, η ζεϊμπεκιά σου;

Μήπως είσ’ απ’ τον Περαία;
Μήπως είσαι Καλαματιανός;
Ή μην είσ’ απ’ τον Βαρδάρη
και είσαι ξύπνιο παλληκάρι;

Οχτώ φιγούρες πέταξες
απάνω στην πενιά μου
αν θα πετάξεις άλλες δυο,
σπάω τον μπαγλαμά μου.

Μήπως είσαι Αιγαλιώτης;
Ή απ’ το Χατζηκυριάκειο;
Ή μην είσαι από την Μάνη
και είσ’ ένα παιδί τζιμάνι.

Όλους τριγύρω έκανες
εσένα να θαυμάζουν
και δυο ματάκια γαλανά,
γλυκά να σε κοιτάζουν.

Πατρινός πάντως δεν είσαι...
Αθηναίος; Το ξεκόβω.
Με την ζεϊμπεκιά που βλέπω
Μήπως είσ’ από τον Βόλο;

Με τον μακαρίτη τον Σπύρο ΖαγΩραίο, και ειδικά με το εν λόγω τραγούδι του, έχω ασχοληθεί όταν συνόψισα όλες τις παρατηρήσεις μου για την αρβανίτικη διάλεκτο σε ένα κείμενο. Θέλοντας να μιλήσω για “έναν άλλο κόσμο”, εκείνον της ψιλοκεντημένης πολυποικιλότητας της Ελληνίδας Ανατολής, ή, αν θέλετε, της Ελληνίδας Δύσης, επικαλέστηκα και αυτό το τραγούδι:

«Άρματα, ρούχα, υφάσματα, σπίτια, εκκλησίες, κτήρια, εργαλεία, βιβλία, κλπ, διαφέρουν μεταξύ τους αν και είναι ένα ενιαίο και αρμονικό όλο. Ο ανθρωπολογικός τύπος της εποχής αυτής, εξ ορισμού, είναι διαπλασμένος έτσι ώστε, αφ' ενός, να διακρίνει την μικρή, ή την μεγάλη, ετερότητα και, αφ' ετέρου, να την αναπαραγάγει, στη μικρή ή στη μεγάλη κλίμακα, προσθέτοντας “κάτι τι” δικό του. Αυτό σημαίνει ότι η ποικιλομορφία, η “βιοποικιλότητα” της κοινωνίας, αναπαραγόμενη γεωμετρικά, έφτανε σε απίστευτα επίπεδα. Μόνο μια μικρή ιδέα μπορούμε να πάρουμε σήμερα από κάποια ψήγματα που έφτασαν στις μέρες μας. Ένα τέτοιο είναι και το τραγούδι του μακαρίτη Σπύρου Ζαγοραίου “Ποιος είσαι και από πού κρατάς”(κλικ) όπου προσπαθεί να εν-τοπίσει την καταγωγή του χορευτή από τον τρόπο που χορεύει! Έμπλεως αριστοτελικότητας ο λαϊκός ραψωδός, προσπαθεί από τις ενέργειες - εν προκειμένω από τις φιγούρες του ζεϊμπέκικου χορού - να αντιληφθεί την ουσία, την ταυτότητα! Από τον τρόπο που χόρευε μπορούσε να γίνει εμφανής ο τόπος που ζούσε και του προσέδινε την ταυτότητα. Είναι αυτό που λέμε και αλλού, ο Τόπος ήταν, τότε, το Πρόσωπο του Τρόπου! Εξακολουθεί να ισχύει το θεώρημα αλλά πια τα χαρακτηριστικά του Προσώπου είναι ξεθωριασμένα, ασβεστωμένα, σκαλισμένα για να “πιάσει πάνω τους ο σοβάς”, και, σε πολλές περιπτώσεις, με “βγαλμένα τα μάτια”. Σαν τις υπόλοιπες αγιογραφίες».

Στον κόσμο αυτό, της Ελληνίδας Ανατολής και της Ελληνίδας Δύσης, ό,τι μουσική παιζόταν, ήταν ζωντανή και άμεση, φρέσκια. Εξ ου και η έκφραση “κονσέρβα”, τα πρώτα χρόνια της τηλεόρασης. Δεν ήταν ζωντανό παίξιμο αυτό που μας έδειχναν, “φρεσκομαγειρεμένο”, της ώρας, αλλά ήταν “κονσέρβα”.
Κι όταν χορεύει ο άνθρωπος, ο μερακλής, ενώπιον της ζωντανής ορχήστρας, ο μεν χορευτής, υπαγορεύει το ύφος του, από την ίδια του κιόλας την επιλογή του τραγουδιού, στην ορχήστρα, η δε ορχήστρα και ο κορυφαίος της, προσπαθεί “να βάλει τον ρυθμό στα πόδια του χορευτή”, όπως έφη η Σωτηρία Μπέλου αλλά και όπως ξέρουν οι μουσικοί που παίζουν πράγματι για τον λαό. Όσο περισσότερο πετυχαίνει η αλληλοπεριχώρηση αυτή, τόσο εκστατικότερο αποτέλεσμα προκύπτει, τόσο “φεύγει” η κατάσταση απ΄ τα ανθρώπινα και οδεύει... ορχούμενη προς τα θεϊκά.
Σε μια τέτοια “ανατροφοδότηση” μετέχοντας ο Σπύρος ΖαγΩραίος, αν και έμπειρος μύστης του μυστηρίου αυτού της ορχήσεως, εντυπωσιάζεται από το ζεϊμπέκικο ενός αγνώστου.
Το κέντρο, ο πυρήνας, της έκπληξής τους είναι τούτος:

«Οχτώ φιγούρες πέταξες
απάνω στην πενιά μου
αν θα πετάξεις άλλες δυο,
σπάω τον μπαγλαμά μου»

Οκτώ φιγούρες είναι πολλές και το τέλειο είναι οι δέκα, όπου εκεί, ο μουσικός, δεν αντέχει την έξαρση και “σπάει”, "διαλύεται"! Θυμίζει αμέσως, τον στίχο του Νιόνιου:

«Αηδόνι πες μου απ' του δικού σου μπλουζ τα ύψη
πριν διαλυθείς εκεί στον φθόγγο τον οξύ»

Υπάρχει, λοιπόν, ένας “φθόγγος” οπού, άνθρωπος και αηδόνι, διαλύονται και ο λόγος είναι η υψηλές επιδόσεις της αρμονίας, της ΣΧΕΣΗΣ! Δεν είναι τεχνικό επίτευγμα! Δεν είναι σκέτη δεξιοτεχνία, του ενός και του άλλου. Είναι ερωτική κορύφωση, οπού ο καθένας εναποθέτει στον άλλον ό,τι πιο όμορφο έχει, σε έναν ΣΥΝαγωνισμό αυτοπροσφοράς και αυθυπέρβασης. Εκεί που "τα δίνεις όλα"..."η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα", αν και αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο τραγούδι ενός άλλου μεγάλου μύστη.

Σε αυτό το σημείο, ο Σπύρος ΖαγΩραίος, βαθαίνοντας στον αριστοτελισμό του, θέτει το ζήτημα πλήρως οντολογικά. 
Ξεκινάει να φτιάξει τραγούδι την έκπληξή του και μάλιστα ευθύς εξ αρχής με τον “λόγο περί του όντος”... τι είναι αυτό που κάνει το ον να είναι ό, τι είναι! 
Τι είδους άνθρωπος είναι αυτός που χορεύει τόσο όμορφα και, κυρίως, πού φτιάχτηκε. Ποιο είναι το κοινωνικό εργαστήριο της ομορφιάς αυτής! 
Δεν έχει καμιά σχέση ο Σπύρος ΖαγΩραίος με τον Μέγκελε, ούτε με τα εργαστήρια ευγονικής! 
Η γενιά του χορευτή οφείλει την ποιότητά της σε Τόπους, οι οποίοι είναι, Πρόσωπα του Τρόπου! “Κρατάει” από κάπου, η γενιά του, από μια Παράδοση, δηλαδή, από μια Μαστορική, ψυχών, σωμάτων και χορών!

«Ποιος είσαι κι από πού κρατά
φίλε μου η γενιά σου
και είναι τόσο όμορφη, όμορφη,
φίλε, η ζεϊμπεκιά σου;»

Η απορία του μουσικού είναι της ίδιας τάξεως με την απορία που έχουμε όλοι όταν βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι -καλό ή κακό- πέρα από τα συνήθη μέτρα. Εκεί πάντα θέτουμε εκείνο το ερώτημα: μα τι άνθρωπος είσαι εσύ; (εννοείται “που κάνεις το άλφα ή το βήτα”). Το λέμε και στα παιδιά μας: “τι παιδί είσαι εσύ;”... όταν κάνει κάτι που δεν το περιμένουμε από ένα παιδί στην ηλικία του. “Πού σε βρήκαμε εσένα;” λέμε σε κάποια άλλη περίπτωση. Για να καταλήξουμε στην περίπτωση μιας όμορφης γυναίκας: “ ζαχαροπλάστης είναι ο μπαμπάς σου;” κλπ.
Ο τρόπος για να αντιμετωπίσουμε την έκπληξη του εξαίρετου είναι να μάθουμε την καταγωγή του, ήγουν, τον τρόπο που φτιάχνεται.
Εδώ, στο τραγούδι, συμβαίνει το ίδιο αλλά σε διαστάσεις κοινωνικές, αφού ταυτόχρονα με την έρευνα λαμβάνει χώρα και η εκπαίδευση. Το αποτέλεσμα της έρευνας διαχέεται στην κοινωνία, για να γίνει κτήμα της και να αναπαραχθεί.
Η τρίτη μεγάλη ταυτοτητο-ποιητική Παράδοση του Τ(ρ)όπου μας, η Σχολή ή η Παιδεία, σε πλήρη δράση και μάλιστα “από τα κάτω”!

Στη δεύτερη στροφή ο άριστος μπουζουκτζής, γίνεται ''άριστος Εικαστής” του Τ(ρ)όπου μας και αρχίζει να εικάζει αλλά και να εικονίζει: Το πρώτο που του έρχεται στο νου είναι ο Πειραιάς. Άλλη όμως μαστορική στον Περαία και άλλη στο Χατζηκυριάκειο! Ο Περαίας έχει κι αυτός τα φράκταλ του! Άλλη μαστοριά στο Αιγάλεω, μόλις λίγο πιο πέρα, ενώ στην Αθήνα και στην Πάτρα, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα, “το ξεκόβει”. Μπορεί να είναι από την Καλαμάτα όμως, ή απ' τον Βαρδάρη, οπότε είναι “ξύπνιο παλληκάρι”. Από την Μάνη αν είναι, θα είναι και “παιδί τζιμάνι”! Τελευταία ευκαιρία να το βρει, η εικασία του Βόλου, και εκεί σταματάει.

Μας αφήνει με τη δυνατότητα να προσθέσουμε εμείς, μετέχοντας της ορχήσεως, τις άλλες δυο φιγούρες που “λείπουν” απ' την κορύφωση, αλλά και τα υπόλοιπα ενδεχόμενα της καταγωγής της ομορφιάς. Η ΣΧΕΣΗ μεταξύ μουσικού και χορευτή, περνάει μέσα από αρμονίες αλλά δεν είναι ερήμην της κοινωνίας. Όντας η ίδια η ΣΧΕΣΗ κοινωνία, κοινωνικοποιείται πάραυτα, όχι μόνο στο επίπεδο της Ιστορίας, της καταγωγής, αλλά και στο Νυν και στο Αεί. Διερευνώντας το νυν στο παρελθόν, παροντοποιείται το παρελθόν και εκτείνεται στο μέλλον.

«Όλους τριγύρω έκανες
εσένα να θαυμάζουν
και δυο ματάκια γαλανά,
γλυκά να σε κοιτάζουν»

Τα ρήματα “θαυμάζουν” και “κοιτάζουν”, ενεστωτικά και διαρκείας, μας λένε άρρητα πράγματα, επιδεκτικά του φαντασιακού μας αυτοσχεδιασμού, αφού συνεχίζουμε κι εμείς, τώρα δα, να θαυμάζουμε και να κοιτάζουμε την όρχηση, μέσα από τους στίχους και τη μουσική.
Και, βέβαια, πώς θα μπορούσε όλο αυτό το μυστήριο να μην έχει και την αντανάκλασή του σε “δυο ματάκια γαλανά”, και πώς θα μπορούσε να μη κοιτάζουν γλυκά τον ερωτικό και ερωτεύσιμο ορχηστή;

Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

Τραγουδ-Αναλύσεις: «Η όμορφη Σμυρνιά»


Σχετική εικόνα

Στίχοι & μουσική: Βασίλης Σπηλιόπουλος


Μέσα στο συνοικισμό
μ’ έβαλε σε πειρασμό
κάποια όμορφη Σμυρνιά
κούκλα απ’ την Κοκκινιά.

Στου Κεφάλα μια βραδιά
μπήκε βρε παιδιά
και με μια ματιά
μ’ άναψε φωτιά.

Αχ, μια κοπέλα σαν πασάς
πώς να μην την λαχταράς,
πώς να μην την αγαπάς
τέτοια κούκλα σαν πασάς;

Με μπουζούκια, μπαγλαμά
χόρεψε καρσιλαμά
κι όλοι οι άντρες την κοιτούν,
παλαμάκια της χτυπούν.

Κι έβαλε σε πειρασμό
τον συνοικισμό
κι έγινε σεισμός
και πανζουρλισμός.

Μια κοπέλα σαν πασάς
πώς να μην την λαχταράς;
πώς να μην την αγαπάς
τέτοια κούκλα σαν πασάς;


Σήμερα, μεσημέρι Σαββάτου 9 Ιουνίου, “κονόμησα” κυριολεκτικά, αυτό το υπέροχο τραγούδι, από την εκπομπή της Έλενας Φαληρέα στο Β' Πρόγραμμα της ΕΡ. Δεν το είχα ξανακούσει, ή δεν το είχα προσέξει και σήμερα ήμουν σε θέση να προσέξω τι λέει. Τραγούδαγε ο ΒαγγέληςΠερπινιάδης. Υπάρχει και μια εξίσου κρυστάλλινη ερμηνεία από την Γιώτα Λύδια.
Προτιμώ εκείνη του Βαγγέλη, γιατί ως άνδρας αντιλαμβάνεται με όλη του την ψυχή τι θέλει να πει ο συνθέτης και το αποδίδει πλήρως και επαυξημένο.

Μια βραδιά, στην Κοκκινιά, στον συνοικισμό, στου Κεφάλα, μια όμορφη Σμυρνιά ρίχνει μια ματιά στον στιχουργό, καθώς μπαίνει στο μαγαζί. Έφτασε η ματιά αυτή να τον βάλει σε πειρασμό. Και όχι μόνο εκείνον αλλά και όλους τους άνδρες που της χτυπούσαν παλαμάκια καθώς χόρευε καρσιλαμά, όλον τον συνοικισμό, όπου έγινε πανζουρλισμός, κι εδώ εννοούνται νέοι, γέροι και παιδιά.
Αυτή είναι η ιστορία. Η ιστορία που λέγεται για να κατατοπιστούμε και να αντιληφθούμε το βασικό, το ουσιώδες:

«τέτοια κούκλα σαν πασάς πώς να μην την αγαπάς;»


Αυτό είναι το κέντρο του τραγουδιού, αυτή είναι έμπνευση του στιχουργού, αυτό θέλει να μας μεταδώσει. Όλα τ' άλλα λέγονται... εισαγωγικά και δεν χρειάζονται εισαγωγικά.

«Μια κοπέλα σαν πασάς, πώς να μη τη λαχταράς;»

Δεν πρόκειται για ερώτηση, ρητορική έστω. 
Πρόκειται για απάντηση.

Γιατί την αγαπάς;
«τέτοια κούκλα σαν πασάς πώς να μην την αγαπάς;»
Πότε κι όλας; Αφού μόλις μια ματιά σου έριξε;
«Μια κοπέλα σαν πασάς, πώς να μη τη λαχταράς;»
Κι ακολουθεί κι άλλο επιχείρημα:
«πώς να μην την αγαπάς, τέτοια κούκλα σαν πασάς;»

Απάντηση είναι, λοιπόν, και επιχείρημα.
Ακλόνητο επιχείρημα που υπερβαίνει, διαστέλλοντας, και τον χρόνο και τον χώρο. 
Πώς να μην την αγαπάς; εε; Πώς;;
Δεν είναι υπάρχει τρόπος να μη την αγαπάς.
Ο μόνος τρόπος που υπάρχει είναι να την αγαπάς.
Πότε να την αγαπάς; Πάντα!
Από πότε την αγαπάς; Από πάντα!
Πού την αγαπάς;
Επί παντός και γενικώς!


«Με μπουζούκια, μπαγλαμά
χόρεψε καρσιλαμά
κι όλοι οι άντρες την κοιτούν,
παλαμάκια της χτυπούν»


Εκείνη χόρεψε, εκείνη τη βραδιά, μια φορά, ωστόσο, όλοι οι άντρες την κοιτούν! 
Πότε;
Έκτοτε, τώρα και πάντα!
Μάλιστα, της χτυπούν και παλαμάκια!
Πότε; 
Έκτοτε, τώρα και πάντα!

Το μόνο ζήτημα που προκύπτει είναι αυτό το «σαν πασάς».
Πόσο όμορφη μπορεί να είναι μια κοπέλα όταν είναι «σαν πασάς»;
Μπορεί να αγαπηθεί ένας πασάς; Είναι αυτό "ποιητική αδεία";
Τον στιχουργό δεν τον νοιάζει! 
Η βασική του ανάγκη είναι να τραγουδήσει αυτή την όμορφη Σμυρνιά και την ερωτική του έκσταση. Πράγμα το  οποίο έχει λύσει:

«πώς να μην την αγαπάς;»

Από κει και πέρα θέλει μόνο μια λέξη που να έχει στη λήγουσα ένα ρωμαλέο άλφα τονιζόμενο, να αγαντάρει, σε ρώμη, τον προηγούμενο στίχο.
Θα μπορούσε να πει «σαν τσολιάς» αφού τότε συνηθιζόταν η έκφραση και ήταν και πιο ελληνοπρεπές.
Το αντιπαρέρχεται κι αυτό, δείχνοντας, όπως πιστεύω, το λεπτό του γούστο, την αίσθηση που έχει των λεπτών αποχρώσεων.
Βρίσκεται στον προσφυγικό συνοικισμό, έχει να κάνει με μικρασιάτες και μια όμορφη Σμυρνιά.
Ανθρώπους δηλαδή, που ζούσανε, μόλις πριν λίγα χρόνια, υπό την κυριαρχία δύο παραδόσεων, της Αραβικής και της Περσικής. Δύο παραδόσεων που συμμάχησαν και απέπεμψαν την τρίτη, την Ελληνική ενώ σιγά-σιγά μάθαμε να τις λέμε με τη λέξη “Τουρκική παράδοση”.

Η Ελληνική παράδοση, από την άλλη, έστω κι αποπεμπόμενη, δεν κάθισε με “σταυρωμένα χέρια”. Έφερε μαζί της πράματα και θάματα και μάλιστα τέτοια που δεν έπιαναν κανένα χώρο και δεν βάραιναν καθόλου.
Έφερε μαζί της και αυτό το όμορφο σχήμα λόγου, που είναι όμως όμορφο μόνο σε όσους έχουν μάτια να το δουν περνώντας πάνω, ή μέσα, από τον πασά.
Απευθύνεται σε ανθρώπους που μπορούν να σκεφτούν άκρως αφαιρετικά, υπερεαλιστικά, αυθυπερβατικά, και γι' αυτό ο στιχουργός δεν ανησυχεί.
Ό,τι πιο μεγαλοπρεπές, μεγαλειώδες, αρχοντικό και όμορφο, δημιούργησαν οι δύο κυρίαρχες παραδόσεις της Ανατολής, αποκρυσταλλώνεται στον “πασά”! “Πασάς” είναι μια λέξη που συμπυκνώνει όλα αυτά. Κι όσο κι αν τους είναι δυσάρεστος ο πασάς, καθώς γλεντάνε, καθόλου δεν πάει το μυαλό τους σ' αυτόν, πχ τον Νουρεντίν Πασά σφαγέα της Σμύρνης, αλλά πάει αυτονοήτως σε όλα τ' άλλα συμπεφωνημένα υπονοούμενα του Βουρλιώτη (Γιώργου Σεφέρη) και όλα τακτοποιούνται.
Ο πασάς καθαιρείται! Παύει να είναι πασάς και να ασκεί εξουσία. Μεταλλάσσεται, μάλιστα, και γίνεται κορίτσαρος κι όχι γενίτσαρος.

[Υπάρχει και το σχετικό: «ένας κορίτσαρος, σωστός γενίτσαρος» και πλήθος άλλων “πασάδων” για να επαληθεύσουν το σχήμα του λόγου που αναλύουμε]

Αυτό, το τελευταίο, και για όσους μας λένε ότι “πατρίδα μας είναι η γλώσσα μας”. Η γλώσσα μας χωρίς την ψυχή μας και το πνεύμα μας θα ήταν σαν όλες τις άλλες.

Και καλά, θα πει κανείς, αυτοί καλά το λέγανε και σωστά το καταλαβαίνανε, εμείς τι κάνουμε;
Σωστό κι αυτό. Μπορεί σήμερα να κολακευτεί μια όμορφη “Σμυρνιά” παρομοιάζοντας την με “πασά”;
Μάλλον όχι, εκτός κι αν είναι όντως Σμυρνιά.
Εμείς μπορούμε να μαθαίνουμε... υπερεαλισμό ακούγοντας, βέβαια, πάντα, και μελετώντας τους “κλασικούς”.

Για τη μουσική, τα λόγια είναι περιττά.
Μπορούμε να σημειώσουμε μόνο ότι είναι σαν να βλέπεις το φωτεινό πρόσωπο του λαϊκού συνθέτη, την αναπεπταμένη του καρδιά εμπρός στο κελάρισμα της δροσερής σμυρναίικης ομορφιάς.
Και μπορούμε να φανταστούμε, λιγάκι έστω, την καρδιά αυτής της “όμορφης Σμυρνιάς από την Κοκκινιά”, καθώς χορεύει αυτό το τραγούδι που γράφτηκε για κείνη.
Ας ευχηθούμε να υπάρχουν άνδρες που θα το τραγουδάνε και κορίτσια που θα αντιλαμβάνονται τι θέλει να πει.


Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής

Οι τελευταίες αναρτήσεις

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αρχειοθήκη ιστολογίου