Η Θήβα, η μεγαλύτερη
πόλη της Βοιωτίας, η υπερήφανη πατρίδα
του μυθικού και τραγικού ήρωα Οιδίποδα,
είχε εμπλακεί σε σύγκρουση με την Αθήνα
ήδη από τον προηγούμενο αιώνα. Παρότι
οι Θηβαίοι ήθελαν από καιρό να αποκτήσουν
τον έλεγχο όλων των βοιωτικών πόλεων,
δεν το είχαν κατορθώσει ποτέ. Κατά τη
διάρκεια της περσικής εισβολής, οι
Θηβαίοι είχαν συμπαραταχθεί με τον
εισβολέα. Όταν λοιπόν ο περσικός στόλος
τράπηκε σε φυγή, η πόλη τους ατιμάστηκε,
η συμμαχία τους διαλύθηκε και οι πόλεις
της Βοιωτίας που ήταν πριν υπό τον έλεγχο
της Θήβας αυτονομήθηκαν. Ύστερα από
τους Περσικούς πολέμους η Θήβα είχε
ανακτήσει ένα μέρος της δύναμης της κι
είχε αρχίσει να οργανώνει ξανά τη
συμμαχία της. Όταν οι Θηβαίοι πληροφορήθηκαν
την επικείμενη εκστρατεία της Σπάρτης
στην Κεντρική Ελλάδα, προσπάθησαν να
εκμεταλλευτούν την ευκαιρία προς όφελος
τους. Μετά τη μάχη της Τανάγρας, ζήτησαν
από τους Σπαρτιάτες να «βοηθήσουν την
πόλη τους ώστε να αποκτήσει την ηγεμονία
όλης της Βοιωτίας», και σε αντάλλαγμα
εκείνοι θα κήρυτταν τον πόλεμο στην
Αθήνα για να μην αναγκαστούν οι Σπαρτιάτες
να στείλουν στρατεύματα εκτός Πελοποννήσου»
(Διόδωρος Σικελιώτης, 11.81.1-4). Προτού
ξεκινήσουν την εκστρατεία τους, οι
Σπαρτιάτες πρέπει να τους υποσχέθηκαν
ότι επιστρέφοντας από τη Δωρίδα στη
Σπάρτη θα πολεμούσαν μαζί τους εναντίον
των Αθηναίων και, στη συνέχεια, θα τους
υποστήριζαν στον πόλεμο κατά της Αθήνας.
Η εμφάνιση μιας μεγάλης
στρατιωτικής δύναμης από Σπαρτιάτες
και Θηβαίους στα βόρεια σύνορα της
Αττικής ήταν αιτία σοβαρής ανησυχίας.
Όταν οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν πως οι
Πελοποννήσιοι και οι Βοιωτοί βρίσκονταν
στην Τανάγρα, βάδισαν εναντίον τους. Τα
Μακρά Τείχη δεν ήταν ακόμη έτοιμα, αλλά
δεν ήταν διατεθειμένοι να επιτρέψουν
στον εχθρό να λεηλατήσει τη γη τους. Το
αθηναϊκό πεζικό είχε ενισχυθεί από
στρατό της συμμαχίας και χίλιους
Αργείους. Επίσης, οι Θεσσαλοί έστειλαν
μια δύναμη ιππικού, η οποία, όπως
αποδείχτηκε, δεν βοήθησε και πολύ. Αν
και τα αθηναϊκά στρατεύματα υπερτερούσαν
κατά τι από εκείνα του εχθρού, οι Θεσσαλοί
κατά τη διάρκεια της μάχης αυτομόλησαν
στους Σπαρτιάτες, δίνοντας τη νίκη στη
Σπάρτη.
Σε μια ελληνική μάχη η
νίκη οριζόταν ως ο έλεγχος του πεδίου
της μάχης, ο οποίος επέτρεπε στον νικητή
να στήσει τρόπαιο και να θάψει τους
νεκρούς του, ενώ παράλληλα ανάγκαζε τον
ηττημένο να ζητήσει ανακωχή για να
περισυλλέξει και να θάψει τους δικούς
του νεκρούς. Από τεχνική άποψη, λοιπόν,
στη μάχη της Τανάγρας είχαν νικήσει οι
Σπαρτιάτες. Και οι δύο πλευρές, όμως,
είχαν σοβαρές απώλειες και οι Σπαρτιάτες
δεν ήταν σε θέση να εκμεταλλευτούν τη
νίκη τους για να λεηλατήσουν τους αγρούς
της Αττικής, πόσω μάλλον για να επιτεθούν
στην πόλη ή να υποχρεώσουν τους Αθηναίους
να παραδοθούν. Αντ' αυτού, διέσχισαν με
τα στρατεύματα τους τη Μεγαρίδα και οι
Αθηναίοι ούτε καν προσπάθησαν να
εμποδίσουν την επιστροφή τους στη
Σπάρτη.
Οι Αθηναίοι είχαν χάσει
τη μάχη κυρίως εξαιτίας της προδοσίας
των Θεσσαλών συμμάχων τους - ειρωνεία
της τύχης αν σκεφτεί κανείς ότι μπήκαν
στη μάχη τρέμοντας μήπως τους προδώσουν
οι δικοί τους. Ενόσω οι Αθηναίοι ήταν
στρατοπεδευμένοι στην Τανάγρα, ο Κίμων,
ο οποίος ακόμη τελούσε υπό εξοστρακισμό,
προσχώρησε οπλισμένος στις τάξεις της
φυλής του, πρόθυμος να πολεμήσει για
την πόλη του και «με τα ανδραγαθήματα
του να απαλλαγεί από την κατηγορία του
λακωνισμού» (Πλούταρχος, Περικλής 10.
ΐ). Όμως οι εχθροί του Κίμωνα τον
κατηγόρησαν πως προσπάθησε να προκαλέσει
σύγχυση στο στράτευμα κι εν συνεχεία
να οδηγήσει τους Σπαρτιάτες κατά της
Αθήνας, οπότε η Βουλή των Πεντακοσίων
τον απέλασε ως φυγάδα. Εκείνος, αντί να
φύγει έξαλλος από θυμό και να δείξει
μνησικακία, παρότρυνε τους φίλους του,
ιδίως αυτούς που ήταν οι πιο ύποπτοι
για λακωνισμό, να πολεμήσουν γενναία
και να απομακρύνουν κατ' αυτόν τον τρόπο
τις σχετικές υποψίες και κατηγορίες
εναντίον τους. Οι φίλοι του κράτησαν τα
όπλα του στον λόχο τους, πολέμησαν με
εξαιρετική ανδρεία κι έπεσαν όλοι νεκροί
στη μάχη.
Και ο Περικλής πολέμησε
γενναία στην Τανάγρα. Η φήμη που κέρδισε
αργότερα -και δικαίως- ως συνετός
στρατηγός που νοιαζόταν για τη ζωή των
ανδρών του δεν θα 'πρεπε να επισκιάσει
την τόλμη και τη γενναιότητα που είχε
δείξει ο ίδιος στη μάχη. Στην Τανάγρα
ήταν «αυτός που φάνηκε να νοιάζεται
λιγότερο από όλους για τη ζωή του»
(Πλούταρχος, Περικλής 10.2).
Η έκβαση της μάχης και
η πειθαρχημένη ανδρεία με την οποία
είχαν πολεμήσει οι οπαδοί του Κίμωνα
μετέστρεψαν τη νοοτροπία των Αθηναίων.
Οι φόβοι τους περί προδοσίας αποδείχτηκαν
αβάσιμοι. Παρότι οι Σπαρτιάτες αποσύρθηκαν,
μπορούσαν να επιστρέψουν την προσεχή
άνοιξη, μαζί με τους Θηβαίους οι οποίοι
είχαν ενισχύσει τις δυνάμεις τους
αποκτώντας τον έλεγχο της Βοιωτίας. Οι
οπαδοί του Περικλή ήταν ανάμεσα στους
βουλευτές που απέλασαν τον Κίμωνα, όμως
μετά την αφοσίωση που εκείνος είχε
δείξει προς την πόλη του και λαμβάνοντας
υπόψη τους τον κοινό κίνδυνο, αποφάσισαν
να δώσουν τέλος στους κομματικούς
ανταγωνισμούς και να χαράξουν νέα
πορεία.
Είχε έρθει η ώρα να
προσπαθήσουν να συνάψουν ειρήνη με τη
Σπάρτη και ο καταλληλότερος άνθρωπος
για τον χειρισμό των διαπραγματεύσεων
ήταν ο Κίμων. Αν ο Κίμων ήταν διατεθειμένος
να αποδεχθεί το νέο πολίτευμα -και η
μετέπειτα συμπεριφορά του απέδειξε πως
ήταν- κι αν ο Περικλής ήταν πρόθυμος να
συνάψει ειρήνη με τους Σπαρτιάτες, όπως
φανέρωναν οι ενέργειες του, γιατί να
μην αξιοποιούσαν τα εξαιρετικά προσόντα
του Κίμωνα προκειμένου να επιτύχουν
εκεχειρία και, ει δυνατόν, μια πραγματική
συνθήκη ειρήνης; Όσο χρόνο κέρδιζαν, θα
μπορούσαν να τον εκμεταλλευτούν για να
ολοκληρώσουν τα Μακρά Τείχη και να
ενισχύσουν την ασφάλεια της Αθήνας σε
περίπτωση που ο πόλεμος συνεχιζόταν.
Έτσι ο Περικλής πρότεινε ένα ψήφισμα
με το οποίο ανακαλούσε τον Κίμωνα στην
Αθήνα έξι χρόνια νωρίτερα από την
προβλεπόμενη λήξη της εξορίας του.
Ντόναλντ Κέηγκαν
«Περικλής ο Αθηναίος» εκδ Ωκεανίδα σελ
164-167