Μικρό αφιέρωμα στους σαλπιγκτές, στις σάλπιγγες και στα σαλπίσματα
Ηχήστε οι
σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !
Άγγελος Σικελιανός
Την 1ην Ιουλίου 1823 ο
Μαχμούτ πασάς της Σκόδρας, στέλνει στον
Καραϊσκάκη τούτο το γράμμα:
«Με λέγουν Μαχμούτ πασιά Σκόδρα,. Είμαι πιστός, είμαι τίμιος. Το στράτευμά μου το περισσότερον σύγκειται από χριστιανούς. Εδιορίσθην από τον Σουλτάνον να ησυχάσω τους λαούς. Δεν θέλω να χύσω αίμα. Μη γένοιτο. Όποιος θέλει να είναι με εμένα, πρέπει να είναι πλησίον μου. Όποιος δεν θέλει ας καρτερεί τον πόλεμό μου. Δέκα πέντε ημέραις σας δίδω καιρόν να σκεφτείτε».
Ο Καραϊσκάκης, που ήταν εκείνο τον καιρό άρρωστος, εσωκλείει το γράμμα του πασά και το στέλνει στον Στουρνάρα μαζί με ένα δικό του:
«Με λέγουν Μαχμούτ πασιά Σκόδρα,. Είμαι πιστός, είμαι τίμιος. Το στράτευμά μου το περισσότερον σύγκειται από χριστιανούς. Εδιορίσθην από τον Σουλτάνον να ησυχάσω τους λαούς. Δεν θέλω να χύσω αίμα. Μη γένοιτο. Όποιος θέλει να είναι με εμένα, πρέπει να είναι πλησίον μου. Όποιος δεν θέλει ας καρτερεί τον πόλεμό μου. Δέκα πέντε ημέραις σας δίδω καιρόν να σκεφτείτε».
Ο Καραϊσκάκης, που ήταν εκείνο τον καιρό άρρωστος, εσωκλείει το γράμμα του πασά και το στέλνει στον Στουρνάρα μαζί με ένα δικό του:
«Σε περικλείω το γράμμα
του Μαχμούτ πασιά. Ιδές τι γράφει ο
σαλεπτζής, ο κερατάς. Εγώ διόρισα όλον
τον λαόν να τραβηχθή εις τας δυναταίς
θέσεις και μόνος μου, επειδή είμαι
ασθενής, θέλει τραβηχθώ εις τα Παλούκια,
εκεί να τους καρτερέσω και ακούς ειδήσεις
μου έπειτα. Κάμε το χρέος σου λοιπόν,
αδελφέ, και εμένα εκεί να με ηξεύρης».
Την τρομερή απάντηση
που έδωσε στον Σκόδρα, την οφείλουμε
στον γραμματικό του Γαζή που είχε, λέει,
μανία να φτιάχνει τα ανέκδοτα του Γύφτου
σε στίχους:
«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω
κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον
κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω
κι αν έρθεις κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω»
Λίγες μέρες αργότερα,
στο Κεφαλόβρυσο, ο Μάρκος παίρνει τη
θέση του άρρωστου Καραϊσκάκη και κάνει
άλλους λογαριασμούς με τον Σκόδρα:
7 Αυγούστου του 1823. Ο
Τούσιας(=Θανάσης) Μπότζαρης, ο Θανάσης
Κουτζονίκας και ο Γιάννης Μπαϊραχτάρης,
κινάνε να κατασκοπεύσουν το ορδί του
Μουσταή Πασά της Σκόδρας που έχει
πλακώσει στην περιοχή του Καρπενησιού
και έχει στρατοπεδεύσει στο Κεφαλόβρυσο
και στα γύρω.
Όλη την ημέρα γυρνάνε
μέσα στο στρατόπεδο χωρίς να τους
ενοχλήσει κανείς. Δεν ξεχωρίζουν από
τους Καθολικούς ούτε από τους Μουσουλμάνους
Αρβανίτες του Πασά και έτσι κανένας δεν
αντιλαμβάνεται τον σκοπό τους. Δεν
διαφέρουν ούτε στη γλώσσα ούτε στον
οπλισμό ούτε στα ρούχα ούτε στο σουλούπι
ή την φυσιογνωμία. Φτάνουν μέχρι τα
τσαντήρια των πασάδων, βρίσκουν τα
κατατόπια και το βράδυ επιστρέφουν.
Στις 8 Αυγούστου, καθώς
βραδιάζει, ο Μάρκος μοιράζει το δικό
του ορδί. Δίνει στον Ζυγούρη Τζαβέλλα
οκτακόσια παλληκάρια και κρατάει αυτός
τριακόσια πενήντα. «Θ' ανταμώσουμε στον
κάτω κόσμο», τους λέει, χαιρετώντας
τους. Ήταν τριάντα τριών χρόνων.
Πλησιάζουν μονά-μονά,
στα μουλοχτά, χωρίς να τους πάρουν
χαμπάρι τα καραούλια. Σημειώνουμε πως
νυχτομαχία διεξήγαγαν μόνο οι Σουλιώτες
ενώ οι Τούρκοι μόλις έπεφτε το σκοτάδι
σταμάταγαν.
Για να γνωρίζονται
μεταξύ τους έχουν σηκωμένα τα μανίκια,
έχουν δεμένα τσεμπέρια στα κεφάλια κι
έχουν τα σπαθιά στο χέρι. Μιλάνε έντονα,
σαν να είναι αγανακτισμένοι για τους
μισθούς, αλλά αφού δεν πειράζουν κανέναν,
κανένας δεν τους πειράζει. Όταν φτάνουν
στην “καρδιά” του στρατοπέδου, ο Μάρκος
προστάζει να βαρέσει η τρουμπέτα
“γιουρούσι”. Είναι τόσο απρόσμενο το
γεγονός που ένας Αρβανίτης του Πασά
φωνάζει:
-Χατάς ωρέ χατάς!!
(τούρκικη λέξη, λάθος συναγερμός δηλαδή)
και κάποιος του απαντάει:
-Νούκου γιαν χατάς ωρέ,
Μάρκο Μπότσαρη γιαν! Έρδε περ τε τι
βράρε!!!
(δεν είναι λάθος ωρέ,
είναι ο Μάρκος Μπότσαρης! Ήρθε να σας
σκοτώσει!
Μέσα στο χάος και στον
αχό της νυχτερινής μάχης, μαζί με τα
προσυμφωνημένα μέτρα που έχουν πάρει,
για να γνωρίζονται μεταξύ τους, φωνάζουν
σύνθημα και παρασύνθημα:
-Τσίλι γε τι;
-Χέκουρ!
Ποιος είσαι εσύ;
Σίδερο!
Δεν ρωτάνε, πώς σε λένε
ούτε από πού είσαι ούτε από πού κατάγεσαι.
Ρωτάνε: Τις ει;
(Η συνέχεια εδώ)
Μερικούς μήνες αργότερα
ο Καραϊσκάκης στην πρόταση συμφιλίωσης
που του στέλνει (1824) με επιστολή ο
οπλαρχηγός της Ρούμελης Ν. Στουρνάρης:
«Γενναιότατε αδελφέ
καπετάν Νικόλα, ...είδα όσα με γράφεις.
Έχει και τουμπλέκια ο πούτζος μου, έχει
και τρουμπέτες. Όποια θέλω από τα δυο
θα μεταχειρισθώ...».
Η αξία της απάντησης
αυτής, που έμεινε παροιμιώδης, δεν
βρίσκεται μόνο στην αθυροστομία του
Γύφτου άμα και στην παιγνιώδη και
σκοπτική διάθεσή του ακόμη και στα
οδυνηρά αυτά θέματα. Βρίσκεται στο
γεγονός ότι περιγράφει δύο τακτικές με
δύο απλές λέξεις, ή καλύτερα, με δύο
μουσικά όργανα-σύμβολα. Τα τουμπλέκια,
που ήταν σύμβολο των Τούρκων αφού υπό
τους ήχους συνήθιζαν εκείνοι να πολεμούσαν και τις τρουμπέτες,
που ήταν σύμβολο των Ελλήνων και με τα
σαλπίσματά τους έδιναν τα παραγγέλματα
και τον ρυθμό της μάχης.
Δεν ήταν όμως η τρουμπέτα
μόνο του '21 απαραίτητο εξάρτημα της
πολεμικής παράδοσης των Ελλήνων. Στην
έμμετρη αφήγηση των κατορθωμάτων του Μερκουρίου Μπούα i,
στην Ιταλία και στην Κεντρική Ευρώπη,
ο Τζάνες Κορωναίος της δίνει κεντρική
θέση....όλα ξεκινάνε με την προσταγή του
καπετάνιου να σαλπίσει η τρουμπέτα....
Πρίν ανατείλ’ ο ήλιος
σ’ ορδίνιαν να βρεθούσι,
Να πάμε κατά των εχθρών
να πέσομ’ ως λιαντάρια,
Με τα σπαθιά στην ζώσιν
μας, τα χέρια στα κοντάρια.
Και ο τρουμπέτας σάλπισε και όλοι αρματωμένοι
Και ο τρουμπέτας σάλπισε και όλοι αρματωμένοι
Εις τ’ άλογά των βρέθησαν
καλά ορδινιασμένοι,
K’ ευθύς
εμπρός τον σώσασιν ως λιόντες θυμουμένοι,
Να παν να πολεμήσουσι
πάντες προθυμουμένοι.
(σελ 27)
Και ταύτ’ ειπών εστράφηκε
και τον τρουμπέτ' ορίζει,
K’ απ’
το γενναίον της καρδιάς ωσάν αρκούδι
αφρίζει
Σάλπισε, ω τρουμπέτα μου, σ’ όλην την συντροφίαν,
Σάλπισε, ω τρουμπέτα μου, σ’ όλην την συντροφίαν,
Να καβαλήκουν άπαντες,
έστι δε πολλή χρεία,
Τον ορισμόν του έπηκε
και εσάλπιγξεν ευθέως,
K' ωρδινιασμένοι
άπαντες ευρέθησαν ταχέως.
(σελ 43)
Σάλπισε ουν τρουμπέτα
μου, κ’ όλοι να συναχθούσι,
Κ’ οι πάντες εις τον
τόπον των γοργό να ευρεθούσι.
Ευθύς δε ως του πρόσταξε τον ορισμόν του πήσε,
Ευθύς δε ως του πρόσταξε τον ορισμόν του πήσε,
Και άπαντας εσύναξε
κι’ ουδένα δεν αφήσε
(σελ 70)
Ως για να αποκτήσωσιν
αύθις την αυθεντείαν,
Και πάσ' αυτών η στρατειά
στα μέτρα εσυνάχθη,
Και ο καθείς δ’ εις
ορδινιάν με τ’ άρματά του βάλθη.
Ο τρουμπέτα δ’ εβάρησε,
κ’ εκείθεν σηκωθήκαν,
Κ' εις την Παδούα άπαντες
μετέπειτα διαβήκαν.
Κ' εκείνην πολεμήσασι,
που πάντες ετρομάξαν,
Τον θάνατον δε τρέμοντες
πολλά αναστέναξαν.
(σελ 93)
Κ’ όταν λοιπόν ήσαν
εγγύς πόλεμον για να δώσουν,
Και μέσα εις τον πόλεμον
εχθρούς των να σκοτώσουν,
Τότε μεγάλη τη φωνή
Μερκούριος ωρίσε,
Κ’ άνοιξαν την πατιέρα
του, και τρουμπέταις βαρήσε
Και πρώτος μέσα στους
εχθρούς ωρμήθη ως λεοντάρι,
(σελ 104)
Μερικούς αιώνες μετά,
ένας άλλος καπετάνιος, ο θρυλικός
Νικηφόρος, στο βιβλίο του Αντάρτης στα
Βουνά της Ρούμελης, δίνει κι αυτός
ευρύτατες “δικαιοδοσίες” στη σάλπιγγα
και εξάρει επανειλημμένως τον τρομερό
ρόλο του καλού σαλπιγκτή...
«...Ως εδώ τα χωριά της
περιοχής δεν ήταν πρώτη φορά που μας
έβλεπαν. Από την Παύλιανη όμως και κάτω
ήταν το εντελώς καινούριο. Κατηφορίσαμε
κι εμείς με αλλόκοτη έξαψη. Προχωρήσαμε
στο δρόμο προς το Γαρδικάκι μέσα στα
πυκνά έλατα. Κοντά μεσημέρι φτάσαμε
στην άκρη στο δασωμένο. Απλώθηκε τότε
μπροστά μας ο ανοιχτός τόπος, χαρωπό
ξέλακκο. Ίσια κάτω ο κάμπος, βαθύς
ορίζοντας. Σταθήκαμε κάμποσο για να
ιδούμε πώς θα κάμουμε. Σα δισταχτικοί
λιγάκι. Το νοιώθαμε σαν τόλμημα, ότι
πλέον ανοιγόμασταν, και σα να θέλαμε να
μετρήσουμε άλλη μια φορά τις δυνάμεις
μας.
Φάτσα ακριβώς, στον
Καλλίδρομο, ήταν ο Σκαμνός και η δημοσιά
του Μπράλλου (ο κεντρικός δρόμος Αθήνα
- Θεσσαλονίκη). Τρέχανε απάνω κάτω τα
εχθρικά αυτοκίνητα, σαν αφηνιασμένα
διαολάκια με μια φουντωτή ουρά σκόνη
από πίσω τους. Είχε δρόμο νάρθουν και
κατευθείαν στο Γαρδικάκι. Από κάτω από
το χωριό ανοιγότανε το χάος η γέφυρα
της
Παπαδιάς. Η γέφυρα δε
φαινόταν αλλά, ξέραμε, ο τόπος γεμάτος
οχυρώσεις, φυλάκια, πολυβόλα και κανόνια
αντιαεροπορικά...
Βγήκαμε ωστόσο! Οι
αντάρτες αδημονούσαν ότι δε χρειαζόταν
να το πολυσυζητάμε. Και βγήκαμε.
Συνταγμένοι. Με τις σημαίες μας ανοιχτές,
μπροστά και με τις σάλπιγγές μας. Είμασταν
100-110 άντρες όλοι-όλοι.
Για καλό και για κακό
στείλαμε μπροστά μια πεντάδα ακροβολιστές,
βγήκαν ανοιχτά, να προχωρούν μπροστά
να μας σιγουρεύουν. Τους αφήσαμε,
προχώρησαν κάμποσο αυτοί και βγήκαμε
κατόπιν κι εμείς στη γραμμή.
Αυτή η έξοδος! Γέμισε
το κορμί μας ταραχή. Ότι τολμούσαμε μια
γενναία πρόκληση, ότι αυτή τη στιγμή
σπάζαμε το τσόφλι του αυγού μας. Έξη
σημαίες ανοιχτές μπροστά. Είχαμε
λευτερωθεί και από τον ψίθυρο του δάσους
και τώρα απλωνόταν γύρω μας μια μακάρια
ησυχία, σα να τους είχε χωνέψει όλους
τους ήχους ένα έκπληκτο βουβό στερέωμα.
Ο τόπος τελείως ξίχιονος εδώ κάτω. Είχε
κι έναν ήλιο ζεστούλικο αλλά τα γύρω
βουνά -αστραποβολούσαν οι χιονισμένες
κορφές τους στη γαλανή απερα- ντωσύνη
και χυνότανε παντού μια τσουχτερή ψύχρα.
Κρατώντας την ανάσα μας, άγρυπνο το μάτι
μας, κατεβαίναμε την άπλα.
Φτάσαμε πάνω απ’ το
χωριό. Στρωμένες από κάτω μας οι κοκκινωπές
στέγες.
- Οι σάλπιγγες! -είπαμε.- Βού-ού-ού! -τις δοκίμασαν ανάκατα οι τέσσερες σαλπιγκτές και ακούσαμε το βαρύ τους αντιβούισμα, χύθηκε σα βρυχηθμός πάνω σ’ όλη τη χούγγη.
Δώσαμε στο τμήμα βήμα,
τεντώθηκαν με μιας οι σαλπιγκτές, άρχισαν
να σαλπίζουν. Εμείς, χόρευαν τρελά οι
καρδιές μας.
Ώσπου να κάνουμε δέκα
βήματα, βλέπουμε στο χωριό, άρχισαν να
πετιούνται όξω οι γαρδικακιώτες, σαν
παλαβωμένοι. Στριφογύριζαν άναυδοι την
πρώτη στιγμή, να καταλάβουν τι συμβαίνει,
από πού και πώς αυτό το ξάφνιασμα. Μια
στιγμή μας έβλεπαν, στέκανε κοκκαλωμένοι,
ύστερα τινάζονταν, χιμούσαν πηλαλώντας
στον ανήφορο. Πίσω από τους πρώτους κι
άλλοι, κι άλλοι, όλο το χωριό. Άρχισαν
ν’ αρπάζουν τ’ αυτιά μας ιαχές,
αλαλαγμούς. Πήραμε και το τραγούδι μας:
Έλληνες ακολουθήστε
των ανταρτών τη φωνή-ή!
Να ζείτε τι ωφελεί-εί-στε-ε
μες στη σκλαβιά τη στυγνή!
Φτάναμε. Και το πλήθος
έφτανε. Έκθαμβο, πύκνωνε ακατάσχετα.
Στέκανε απότομα, και μας ατενίζανε
ξέπνοοι ότι είμαστε αγερικά.
- Δρόμο! Ανοίξτε δρόμο!
-κραύγαζαν όλο ταραχή πολλοί και
χειρονομούσαν ορμητικά στους χωριανούς
τους.- Ζήτωωω! Ζήτωω! -ξέσπασαν τρικυμισμένες ιαχές.
- Καλώς ήρθατεε! Καλώς ήρθατεε!...
Γέμισε ο αέρας καπέλλα,
σκούφιες γεροντικές. Οι γυναίκες
σταυροκο- πιούνταν. Κλαίγαν όλοι και
ζητωκραυγάζανε. Και μας κάναν τόπο να
περάσουμε. Οι σημαίες μας συγκλόνιζαν.
Χύθηκε κατόπιν το πλήθος μαζί μας τον
κατήφορο. Μπήκαμε στο χωριό. Δονιόταν
ο τόπος, τραγούδι και σάλπιγγες.
Φτάσαμε στην πλατεία.
Οι σάλπιγγες είχανε πάψει. Αντηχούσε
το τραγούδι μας. Και τα παραγγέλματα, ο
κάθε ομαδάρχης την ομάδα του -«άντρες!
αλτ!». Ηχηρά, κοφτά. Και σταθήκαμε
παραταγμένοι, γύρω μας να βράζει άναυδο
ακόμα το πλήθος.
Τέλεκυσε και το τραγούδι.
Λέμε τότε δυνατά:
- Πατριώτες! Καλώς σας
βρήκαμε!- Ζήτωωω! -αλάλαξε άλλη μια φορά το αγαλλόμενο πλήθος μια χιλιόστομη ιαχή.
- Ζήτω η Πατρίδα! Ζήτω η Λευτεριά! -ξαναφωνάξαμε με όλη μας τη δύναμη.
- Ζήτωωω! -παραληρούσε το πλήθος.
Ύστερα έγιναν όλα όπως
παντού. Φύγανε μια ομάδα αντάρτες για
φυλάκια. Είπαμε στον κόσμο ότι την τάδε
ώρα θα μιλήσουμε, να έρθουν όσοι θέλουν
ν’ ακούσουν. Είχαν τεντωθεί όλοι μ’
ολάνοιχτα μάτια και ρουφούσαν λαίμαργα
τα λόγια μας...»
Τόμος Β σελ 142-144
»...Φτάσαμε
στο Σερνικάκι πρωινές ώρες Μόνο μια ώρα
με τα πόδια απέχει από την Άμφισσα. Ο
κόσμος και η οργάνωση μας περίμεναν κι
εδώ στο πόδι. Μια έξαψη παντού, ενθουσιασμός.
Είχανε βγάλει συνδέσμους κάτω στον
ελαιώνα και μας περίμεναν, είχανε βγάλει
και φυλάκια, σκοπούς και αλυσίδα άλλος
συνδέσμους μέχρι την άκρη στην Άμφισσα,
ελέγχανε καλά την κατάσταση.
Όσο κι αν ήξερε το χωριό τα νέα μας από τις εμφανίσεις μας στην υπόλοιπη περιοχή, μόλις ο κόσμος είδανε τη φάλαγγα ν’ ανηφορίζει από τον ελαιώνα, οι σημαίες ανοιχτές μπροστά, δεν πίστευε στα μάτια του. Όρμησαν απάνω μας και ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Μας έρραιναν με λουλούδια, είχαν στεφάνια για τις σημαίες. Άρχισαν και οι σάλπιγγες. Βγαίναμε ανηφορίζοντας απάνω από την απέραντη σγουρή ισιάδα πούναι ο ελαιώνας και τα σαλπίσματα απλώνονταν ελεύθερα, σάλαγοι βουεροί ως μέσα στην Άμφισσα.
― Σκούξ’ το γέρονταα! – έμπηξε ένας αντάρτης μια φωνή στο Διαβάτη από τη Δεσφίνα. Η δική του σάλπιγγα ξεχώριζε όπως πάντα. Έβγαζε ένα άγριο βογγητό, τρέμισμα, σα νάταν να κομματιαστεί. Με τόση δύναμη τη φυσούσε με τα πλατειά, γενναία στήθια του. Φούσκωνε διπλός ο λαιμός του, το αθάνατο παλληκάρι, οι φλέβες του να σπάσουν κι έτρεμε σα να παραπονιόταν στο στόμα του η σάλπιγγα. Και στις μάχες ήταν λιοντάρι. Και πάντα, αγνός και τίμιος σαν το γάργαρο νερό. Σοφές και γουστόζικες όλες οι κουβέντες του. Όταν σηκωνόταν να μιλήσει σε συνέλευση γινόταν πανηγύρι, φωτίζονταν τα πρόσωπά μας, ένα γελούμενο φώτισμα, ότι δε θα πει τυχαία πράγματα ο Διαβάτης. Ούτε τριάντα χρονών δεν ήταν. Κοντουλός μάλλον, σιδερένιος, σβέλτος και χειροδύναμος. Πετιόταν από τη θέση του στις μάχες όταν ερχόταν η ώρα να επιτεθεί, νόμιζες πως είναι λαστιχένιο τόπι. Κολλούσαν τα καουτσουκένια του τσαρούχια από λιθάρι σε λιθάρι, και η γερή του γάμπα σφιγγόταν σα λιθάρι από σαλτάρισμα σε σαλτάρισμα. Ο Γιώργος Διαβάτης μαζί με τον ισάξιο φίλο του και συγχωριανό του, το Γιώργο το Στέφο, ήταν από τα καμάρια του τμήματος. Κι όταν τον έπιασαν τον καιρό του διωγμού κι όταν τον σκότωσαν στην Κέρκυρα, πάλι μοναδικός στάθηκε.
Και στη Κέρκυρα το 48-49, όταν πήγε η διαταγή να τον εκτελέσουν, τόμαθε πιο πριν το γραφείο της ομάδας ότι είναι κι ο Διαβάτης για την εκτέλεση. Στείλανε στο κελλί του δώρα, αλλά δεν τα πήρε είδηση ο ίδιος στην αρχή. Κλείνανε οι πόρτες των κελλιών και άρχιζαν τα τραγούδια σε κάθε εκτέλεση. Οι φύλακες, οι πιο πολλοί, ντρέπονταν ν’ αγριέψουν τέτοιες ώρες. Και τι ν’ αγριέψουν; Ο Διαβάτης ήταν και καλλίφωνος, ηρωικός τραγουδιστής στα κλέφτικα.
― Άειντε, ορέ Γέροντα! – του φώναζαν κι εκείνη την ημέρα από τ’ άλλα τα κελιά.
― Χα! – έκαμε ο Διαβάτης – πάλε εκτέλεση!
Σηκώθηκε, κόλλησε το στόμα του στην τρύπα πούχαν οι πόρτες στις φυλακές κι άρχισε το τραγούδι. Το τέλειωσε, του φώναζαν λόγια φιλικά οι άλλοι κρατούμενοι, άρχισε κι άλλο τραγούδι και τότε ξάφνου κατάλαβε ότι τον ίδιον θα σκότωναν το πρωί. Έκοψε απότομα το τραγούδι.
― Ορέ, συναγωνιστές – έκαμε χωρατατζίδικα – ορέ, τώρα το κατάλαβα. Να γράψω μια στιγμή ένα-δυο γράμματα και ματαλέμε τραγούδι.
Κάθησε έγραψε τα στερνά του γράμματα και σηκώθηκε να τραγουδήσει πάλι. Στη μέση στο τραγούδι τον πήραν για την απομόνωση. Τους στείλανε και μια κονσέρβα των μελλοθανάτων μαζί με τ’ άλλα δώρα οι κρατούμενοι. Την έπιασε ο Διαβάτης με τα στιβαρά του χέρια, δάγκωσε μια άκρη της και την άνοιξε με τα δόντια σα χαρτί.
― Ορέ Διαβάτη, με τα δόντια, παιδί μου; – τούπε ένας φύλακας.
― Σε λιγάκι φεύγει το κεφάλι κι εσύ κουβεντιάζεις για δόντια του –αποκρίθηκε ο Διαβάτης.
Και το πρωί, χαράματα, οι σφαίρες τού οργώσανε το αντρειωμένο στήθος του που σα φούσκωνε τη σάλπιγγα βογγούσαν τα βουνά αθάνατη ελληνοσύνη και παλληκαριά.
Τώρα ο Διαβάτης ήταν ζωντανός και μαζί με τους άλλους σαλπιγκτές κάνανε τον ελαιώνα κι έτρεμε απ’ άκρη σ’ άκρη...»
Όσο κι αν ήξερε το χωριό τα νέα μας από τις εμφανίσεις μας στην υπόλοιπη περιοχή, μόλις ο κόσμος είδανε τη φάλαγγα ν’ ανηφορίζει από τον ελαιώνα, οι σημαίες ανοιχτές μπροστά, δεν πίστευε στα μάτια του. Όρμησαν απάνω μας και ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Μας έρραιναν με λουλούδια, είχαν στεφάνια για τις σημαίες. Άρχισαν και οι σάλπιγγες. Βγαίναμε ανηφορίζοντας απάνω από την απέραντη σγουρή ισιάδα πούναι ο ελαιώνας και τα σαλπίσματα απλώνονταν ελεύθερα, σάλαγοι βουεροί ως μέσα στην Άμφισσα.
― Σκούξ’ το γέρονταα! – έμπηξε ένας αντάρτης μια φωνή στο Διαβάτη από τη Δεσφίνα. Η δική του σάλπιγγα ξεχώριζε όπως πάντα. Έβγαζε ένα άγριο βογγητό, τρέμισμα, σα νάταν να κομματιαστεί. Με τόση δύναμη τη φυσούσε με τα πλατειά, γενναία στήθια του. Φούσκωνε διπλός ο λαιμός του, το αθάνατο παλληκάρι, οι φλέβες του να σπάσουν κι έτρεμε σα να παραπονιόταν στο στόμα του η σάλπιγγα. Και στις μάχες ήταν λιοντάρι. Και πάντα, αγνός και τίμιος σαν το γάργαρο νερό. Σοφές και γουστόζικες όλες οι κουβέντες του. Όταν σηκωνόταν να μιλήσει σε συνέλευση γινόταν πανηγύρι, φωτίζονταν τα πρόσωπά μας, ένα γελούμενο φώτισμα, ότι δε θα πει τυχαία πράγματα ο Διαβάτης. Ούτε τριάντα χρονών δεν ήταν. Κοντουλός μάλλον, σιδερένιος, σβέλτος και χειροδύναμος. Πετιόταν από τη θέση του στις μάχες όταν ερχόταν η ώρα να επιτεθεί, νόμιζες πως είναι λαστιχένιο τόπι. Κολλούσαν τα καουτσουκένια του τσαρούχια από λιθάρι σε λιθάρι, και η γερή του γάμπα σφιγγόταν σα λιθάρι από σαλτάρισμα σε σαλτάρισμα. Ο Γιώργος Διαβάτης μαζί με τον ισάξιο φίλο του και συγχωριανό του, το Γιώργο το Στέφο, ήταν από τα καμάρια του τμήματος. Κι όταν τον έπιασαν τον καιρό του διωγμού κι όταν τον σκότωσαν στην Κέρκυρα, πάλι μοναδικός στάθηκε.
Και στη Κέρκυρα το 48-49, όταν πήγε η διαταγή να τον εκτελέσουν, τόμαθε πιο πριν το γραφείο της ομάδας ότι είναι κι ο Διαβάτης για την εκτέλεση. Στείλανε στο κελλί του δώρα, αλλά δεν τα πήρε είδηση ο ίδιος στην αρχή. Κλείνανε οι πόρτες των κελλιών και άρχιζαν τα τραγούδια σε κάθε εκτέλεση. Οι φύλακες, οι πιο πολλοί, ντρέπονταν ν’ αγριέψουν τέτοιες ώρες. Και τι ν’ αγριέψουν; Ο Διαβάτης ήταν και καλλίφωνος, ηρωικός τραγουδιστής στα κλέφτικα.
― Άειντε, ορέ Γέροντα! – του φώναζαν κι εκείνη την ημέρα από τ’ άλλα τα κελιά.
― Χα! – έκαμε ο Διαβάτης – πάλε εκτέλεση!
Σηκώθηκε, κόλλησε το στόμα του στην τρύπα πούχαν οι πόρτες στις φυλακές κι άρχισε το τραγούδι. Το τέλειωσε, του φώναζαν λόγια φιλικά οι άλλοι κρατούμενοι, άρχισε κι άλλο τραγούδι και τότε ξάφνου κατάλαβε ότι τον ίδιον θα σκότωναν το πρωί. Έκοψε απότομα το τραγούδι.
― Ορέ, συναγωνιστές – έκαμε χωρατατζίδικα – ορέ, τώρα το κατάλαβα. Να γράψω μια στιγμή ένα-δυο γράμματα και ματαλέμε τραγούδι.
Κάθησε έγραψε τα στερνά του γράμματα και σηκώθηκε να τραγουδήσει πάλι. Στη μέση στο τραγούδι τον πήραν για την απομόνωση. Τους στείλανε και μια κονσέρβα των μελλοθανάτων μαζί με τ’ άλλα δώρα οι κρατούμενοι. Την έπιασε ο Διαβάτης με τα στιβαρά του χέρια, δάγκωσε μια άκρη της και την άνοιξε με τα δόντια σα χαρτί.
― Ορέ Διαβάτη, με τα δόντια, παιδί μου; – τούπε ένας φύλακας.
― Σε λιγάκι φεύγει το κεφάλι κι εσύ κουβεντιάζεις για δόντια του –αποκρίθηκε ο Διαβάτης.
Και το πρωί, χαράματα, οι σφαίρες τού οργώσανε το αντρειωμένο στήθος του που σα φούσκωνε τη σάλπιγγα βογγούσαν τα βουνά αθάνατη ελληνοσύνη και παλληκαριά.
Τώρα ο Διαβάτης ήταν ζωντανός και μαζί με τους άλλους σαλπιγκτές κάνανε τον ελαιώνα κι έτρεμε απ’ άκρη σ’ άκρη...»
(Τόμος Β' σελ
293-294)
»...- Χτύπα,
Γέροντα! -λέω αχνά κι εγώ στο Διαβάτη.
Σαλτάρησε σαν αίλουρος
αυτός, άρπαξε τη σάλπιγγά του, όρθιος
στο παραμπρός λιθάρι, λύγισε αδιόρατα
δεξιά-ζερβά το γερό κορμί του να βοηθήσει
τη δύναμή του να βγει, βου-χού-ου-ου!
έκαμε τη δοκιμή κι αμέσως άρχισε ο
σάλαγος και βογγούσαν οι πλαγιές:
- Προχωρείτε! Προχωρείτε!
Προχωρεί-τεεε!
Γύρισα όλος αγαλλίαση.
Και οι άλλοι το ίδιο. Θέλαμε να δούμε το
τμήμα πρώτα! Ανέβαινε ανύποπτο, τρακόσια
μέτρα πιο ψηλά, σχηματισμένο πλέον
φάλαγγα, οι πλάτες τους σε μας -ανύποπτο
και σα με αποκαρ- δίωση.
Μόλις βούιξε η σάλπιγγα,
τους είδαμε -τινάχτηκαν σαν ελατήρια,
άστραψαν σε μας τα πρόσωπά τους,
κατασαστισμένοι. Και αμέσως, έλαμψαν
απ’ άκρη σ’ άκρη, έσυραν μια ιαχή
«αέραααα!» κι όρμησαν τον κατήφορο
άγριοι κι αθάνατοι.
Άρχισαν και οι άλλες
σάλπιγγες να σημαίνουν. Και πηδούσαν
οι αντάρτες τα πουρνάρια, τους όχτους,
τους αρμακάδες, ανεμίζοντας οι χλαίνες
τους. Σα σαΐτες περνούσαν πάνω από τα
εμπόδια και πλάκωναν τον κατήφορο. Οι
σαλπιγκτές τους ξέμεναν πίσω, τρέχοντας
κι αυτοί από κοντά όσο μπορούσαν ντούροι,
αστείοι, και να μη σταματούν να σαλπίζουν.
«Προχωρείτε! Προχωρείτε!». Είχε σηκωθεί
η τρίχα μας!
Τους χαρήκαμε, πήραμε
νέα δύναμη κι εμείς και κάμαμε τον
κατήφορο, οι δέκα-δώδεκα πούχαμε μαζευτεί
εδώ. Οι Ιταλοί, τρεμούλα τους έπιασε.
Αλαλιασμένοι ανακατώνονταν παντού,
ωρύονταν μεταξύ τους.
Τρέχανε προς τ’
αυτοκίνητά τους σα να τους είχε φυσήξει
ένας κακός- κακός άνεμος. Μερικοί
χτυπιούνταν μ’ απελπισία για το κακό
που τους βρήκε. Κύκλωσαν σμιχτοί τα
πρώτα αυτοκίνητα, ποδοπατιούνταν μεταξύ
τους ποιος να προλάβει ν’ ανεβεί. Τ’
αυτοκίνητα, μούγκριζαν οι μηχανές τους
και ξεκινούσαν σαν αφηνιασμένα.
-Ζωγράφο! -έμπηξα μια
φωνή- σφιχτείτε ένας-δυο ίσια κάτω στο
σύρραχο και κόψτε τους το δρόμο!
Συναγωνιστές! Όσοι έχουνε μιλς, γρήγορα
με το Ζωγράφο!
Και όρμησαν τρεις-τέσσερες
τον κατήφορο, μισοσκυφτοί, σα σαΐτες,
από βράχο σε βράχο. Θα βγαίνανε
πενήντα-εβδομήντα μέτρα μπρος από τη
σταματημένη φάλαγγα.
Εμείς οι άλλοι κάμαμε
ίσια πάνω στη φάλαγγα και λοξεύαμε
ελαφρά δεξιά να την πλευροκοπήσουμε
και να βρεθούμε και στο κέντρο στην
παράταξη του δικού μας τμήματος που
φτάνανε πετώντας από πάνω (διακόσια
μέτρα ακόμα πίσω μας). Πολλοί πετούσανε
χλαίνες, σακίδια, όλα τα περιττά, να
αλαφρώνουν...»
(Τόμος Β' σελ 303)
»...Πρότεινα λοιπόν: να
διαλέξουμε την Αράχωβα. Για κάθε
ενδεχόμενο όμως ας πήγαινε και μια
διμοιρία με το Νίκο Παπασπύρου στο Δαδί
και μια ομάδα στη Γραβιά. Και μαζί με
τις οργανώσεις, μήπως ήταν δυνατό κάτι
να βγει κι εκεί. Είπα ακόμα να δώσουμε
συναγερμό και σ’ όλες τις μαχητικές
ομάδες.
Η Επιτροπή συμφώνησε
δίχως άλλη χρονοτριβή και χυθήκαμε έξω
τρέχοντας. Από την πλατεία ακουγόταν η
μεγάλη, η θεσπέσια αναστάτωση. Μόλις
βγήκαμε στο δρόμο είδαμε αντάρτες.
Φώναξα δυνατά:
-Σαλπιγκτής, συναγωνιστές! Είναι κανείς εδώ!Έπαψε μα μιας η οχλοβοή και γύρισαν οι αντάρτες σε μας. Σαλπιγκτής, όχι -δεν ήταν εκεί κανένας.
-Ανοιχτείτε να τους βρείτε! Να σημάνουν συναγερμό! Εσύ -λέω σε έναν- τρέχα στο αναρρωτήριο να τους πεις τα νέα και να μην ξεσηκωθούν με τη φασαρία.
-Βαρδουσάκο! -φώναξα ξανά. —Τρέχα εσύ! Στον Ταγματάρχη! Πες του νάρθει κάτω!
Ήρθε αλέστα δίπλα μου το παλληκαρόπουλο.
-Είναι κούνια! -μου λέει εμπιστευτικά.
-Ας είναι! -τον αποπήρα. —Θα συνέλθει μόλις του μιλήσεις.
Κι έφυγε τρέχοντας κι ο Βαρδουσάκος.
Από το ένα σπίτι στο άλλο, απλωνόταν σ’ όλο το χωριό το μεγάλο νέο.
-Τι συμβαίνει! Τι συμβαίνει!
-Η Ιταλία! Παραδόθηκε η Ιταλία!
-Ζήτωωω!
Άρχισε ξαφνικά ν’ ακούγεται και η πρώτη σάλπιγγα. Έσκουξε στριγγός ο ήχος της, αναδραμωμένος, κάλπαζε άγριος παντού, θριαμβικός. Ανατρίχιαζε όλη η πλάση.
Την καμπάνα, μωρέ! -μπήγει ένας μια φωνή.
Και σαν νάταν σύνθημα η φωνή του άρχισε αμέσως να χτυπάει και η καμπάνα, ζουρλαμένη κι αυτή. Τρέλα σ’ όλο το χωριό. Αντηχούσαν χου- γιαχτά, σφυρίγματα. Μπήκαν στο χορό και οι άλλες σάλπιγγες. Μια παραφορά απερίγραπτη...]
(Τόμος Β' σελ 456)
»...Τόσα υλικά όμως, πώς
θα τα κουβαλούσαμε σε τέτοια μεγάλη
πορεία; Καινούριες σκοτούρες. Συνεννοηθήκαμε
πρώτα με τις οργανώσεις και μοιράσαμε
στις μαχητικές ομάδες τα περίσσια όπλα
κι άλλα υλικά που δε μας ήσαν τελείως
απαραίτητα. Και πάλι όμως μένανε τεράστιες
ποσότητες.
Αποφασίσαμε να τα
πάρουμε όλα μαζί μας, εκτός εκείνα που
θα χρειάζονταν οι τραυματίες στο
νοσοκομείο που φκιάσαμε στην Αράχωβα.
Για τα υπόλοιπα υπολογίσαμε ότι μας
χρειάζονταν 400 μεταγωγικά. Τρομάξαμε
στην αρχή!
Αλλά είπαμε: «Τετρακόσια!
Θα τα μαζέψουμε!».
Ξαπολύθηκαν σύνδεσμοι
σ’ όλα τα χωριά, βγήκαν οι οργανώσεις,
μίλησαν στον κόσμο και σε δυο ή τρεις
μέρες άρχισαν να φτάνουν και χύνονταν
μέσα στο απέραντο λιβάδι 400 και παραπάνω
άλογα, μουλάρια και λίγα διαλεχτά
μεγαλόσωμα γαϊδούρια . Το καθένα με τον
αγωγιάτη του και για τρεις μέρες νομή
μαζί τους. Έμοιαζε το λιβάδι ένα απέραντο
παζάρι, άνθρωποι, ζωντανά, κίνηση,
οχλοβοή, φωνές, τα γαϊδούρια γκάριζαν
ατελείωτα.
— Να έλειπε το καλό
τους! -λέγαμε γελώντας.
Αλάλαζαν κοροϊδευτικά
και πολλοί αντάρτες και χωρικοί.
Αποκεντρώσαμε τα υλικά,
ετοιμάσαμε σειρές-σειρές τα φορτώματα,
χωρίσαμε τα μεταγωγικά ομάδες-ομάδες
κι όταν όλα ήσαν έτοιμα δώσαμε διαταγή
να προχωρήσουν από παντού και ν’ αρχίσουν
το φόρτωμα. Απλώθηκε τότε κάποια ησυχία
κι έγινε μια τεράστια κίνηση, σα να
μετατοπιζόταν όλος ο τόπος. Αλαφιάστηκαν
με την ξαφνική αλλαγή τα ζωντανά, άρχισαν
να χλιμιντράνε τα άλογα, τα γαϊδούρια
γκάριζαν πάλι όλα μαζί, τα μουλάρια
ξετρόμαξαν. Όλοι ανησυχήσαμε προς
στιγμήν τι τάξη μπορούσε να γίνει σε
τέτοιο χάος. Οι αντάρτες δίνανε οδηγίες
φωνάζοντας παντού δυνατά. Χωρίς λόγο
όμως ανησυχήσαμε. Σταθερά και δυνατά
όλοι, αντάρτες και λαός -τους γέμισε
αυτοπεποίθηση το μεγάλο θέαμα- έσκυβαν
σβέλτα, άρπαζαν τις μεριές και τις
τίναζαν στεγνά απάνω στα σαμάρια και
στο άψε-σβύσε όλοι κι όλα ήσαν έτοιμα!
Έτοιμα για ξεκίνημα. Σούρχονταν δάκρυα
στα μάτια... να σύρεις μια φωνή όλο
ευγνωμοσύνη σ’ όλη εκείνη τη σφύζουσα
έκταση, να πεις ένα πελώριο ευχαριστώ
στ’ αδέρφια σου, τους συνανθρώπους σου,
στην ευλογημένη ώρα...
Βάλαμε το σαλπιγκτή,
σήμανε προσοχή. Στάθηκε αλέστα όλο το
υψίπεδο. Πάνω απ’ τ’ άλογά μας δώσαμε
παράγγελμα να ξεκινάμε και τρέχαμε
καλπάζοντας παντού. Μπήκαν όλα σε κίνηση.
Και στην άκρη πέρα στο Λιβάδι (στο αικρό
ανηφόρισμα) προχώραγε και σχηματιζόταν
μια γιγάντια φάλαγγα. Σερνόταν στη γυμνή
πλαγιά, άρχισε να γέρνει πίσω στο Σταυρό.
Και χανόταν σιγά-σιγά. Σύρθηκε-σύρθηκε
και κάποια στιγμή άδειασε τρομακτικά
το λιβάδι, έμεινε πίσω ένα έκπληκτο
κενό, μια πελώρια έκσταση να πλανιέται
δακρυσμένη περηφάνεια...
Κύλησε η κίνηση προς
την Αράχωβα. Περάσαμε μέσα στην κωμόπολη
πούταν απαράμιλλη. Ξεσηκώθηκε ξανά ο
κόσμος, μ’ ένα νέο παραλήρημα, μ’ ένα
νέο θαυμασμό, με στεντόρειες ζητωκραυγές...
Ήταν και δικό του έργο εκείνη η απέραντη
κίνηση...
Ύστερα η φάλαγγα χύθηκε
προς το Ζεμενό, μέσα στα μεγαλειώδη ύψη
που το ζώνουν το στενό, έστριβε δεξιά,
ύστερα αριστερά στις αραχωβίτι- κες
πλαγιές και σουρχόταν ξάφνου ότι δεν
κινείται πλέον η τεράστια φάλαγγα, αλλά
είχε βρεθεί το κατάλληλο σημείο όπως
το ζητούσε ο σοφός της αρχαιότητας και
η γη υποταγμένη πλέον στην ανθρώπινη
δύναμη άρχισε να κυλάει αυτή, να τη
σέρνει νικημένη μεγαλόπρεπα ο άνθρωπος....»
(Τόμος Β' σελ 504)
»...Από την Αράχωβα
τίποτα ακόμα και λέγαμε γιατί. Τότε από
τη μεριά της Άμφισσας πάλι αντιλάμπισε
η νύχτα, ένα φωτερό τρέμισμα, οι
φωτοβολίδες. Τότε απότομα αντάριασε ο
τόπος και στην Αράχωβα, ένας άγριος
σκληρός πάταγος, γέμισε χαμηλά όλα τα
στενώματα και τον άκουγες καβαλούσε
τις κορφές και τα διάσελα γύρω μας
βουερός. Ακούστηκαν και οι σάλπιγγες.
Ξάφνου άρχισαν να
αυλακώνουν τον ουρανό λεπτές φωτεινές
τροχιές προς όλες τις κατευθύνσεις,
έγινε πάνω από την Αράχωβα ένας πολύχρωμος
τεράστιος θύσανος τροχιοδεικτικές
σφαίρες. Άστραψαν αμέσως κατόπιν και
δυο φωτοβολίδες, τρεμίζοντας μετέωρες
με το αρρωστιάρικο φως τους.
Μέναμε όρθιοι. Κρατούσαμε
κι εμείς μαζί μας δυο σάλπιγγες.
- Μπρος, συναγωνιστές!
-τους φώναξα.
Πήδησαν παραπέρα οι
δυο σαλπιγκτές, στάθηκαν αράθυμοι φάτσα
στην ανάστατη Αράχωβα κι άρχισαν. Σ’
έπιανε ανατριχίλα. Ξεσηκώθηκε απ’ άκρη
σ’ άκρη κι όλος ο Παρνασσός. Έπαψαν σε
λίγο κι άκουγες το σάλπισμα, ροβολούσε
λάβρο παντού και καταλάβαινες τη γη,
δεν είχε χαθεί, ήταν εκεί κάτω από τα
πόδια μας, σφαιρική και μετέωρη στο
διάστημα, φιλική και καλόβολη.
Στην Αράχωβα μας άκουσαν
και ξανάρχισαν πάλι οι δικές τους οι
σάλπιγγες.
- Πάλι, κι εμείς!
-φωνάζουν οι αντάρτες εδώ.
Και σήμαναν και
ξανασήμαναν και οι δικοί μας, κόντεψε
ν’ ανοίξουν τα στήθια τους και τα κεφάλια
τους. Ύστερα καταλάγιασε ο τόπος από
τις σάλπιγγες κι άκουγες τη βουή της
μάχης.
- Και στο 51! -λέμε μια
στιγμή.
Πράγματι! Μας έφτανε
πίσω από τις κορφές άλλος μακρυνός αχός.
Ακούσαμε και το άρπαγμα
των Δελφών -έβγαινε πίσω μας, πάνω από
τη φοβερή σκισμή των Φαιδριάδων ένας
ρόγχος σα νάχε γίνει η σκισμή ένας
τερατώδης κομμένος λάρυγγας...»
(Τόμος Γ' σελ. 308)
»...Ύστερα, με τις καμπάνες
συνήλθαμε πάλι. Γίναμε φάλαγγα στο δρόμο
του ελαιώνα, ίσια για την Ελευσίνα,
πήραμε άκρη-άκρη τον ξερηά που κατεβαίνει
από το Κοκκίνι.
Όσο ζυγώναμε στην πόλη,
άλλη έξαψη μας κυρίευε. Φάνηκαν τα πρώτα
σπίτια. Και βλέπουμε, στο ανάχωμα της
σιδηροδρομικής γραμμής αραδιασμένον
κόσμο. Μας είδαν κι αυτοί κι αναταράχτηκαν,
χύθηκαν πολλοί να μας προϋπαντήσουν.
Από πίσω από το ανάχωμα τινάζονταν απάνω
στη γραμμή κι άλλοι συνέχεια. Πολλοί
γύριζαν τα κεφάλια τους απότομα πίσω
και χειρονομούσαν προς την πόλη φωνάζοντας
ότι «έρχονται! έρχονται!».
Αναδεύτηκε τότε και η
δική μας φάλαγγα. Παίρναμε βήμα. Κάποιος
άρχισε ένα τραγούδι κι άναψε όλο το
Σύνταγμα από μπρος έως πίσω.
Οι πρώτοι δικοί μας
φτάνανε κοντά στη γραμμή, ξέσπασε το
πλήθος ασυγκράτητο. Ζητωκραύγαζαν,
καπέλλα στον αέρα. Περνούσαμε τραγουδώντας
εμείς, ακολουθούσε στα πλευρά μας το
πλήθος πανηγυρίζοντας. Από την πόλη, σ’
όλους τους δρόμους έτρεχαν γυναικομάνι
και παιδιά. Πύκνωνε και δε χωρούσε το
πλήθος. Ξέκοβαν τότε κομμάτια και ορμού-
σαν να φέρουν βόλτα το ένα τετράγωνο
και τ’ άλλο να ξαναβγαίνουν μπροστά,
να μας προλαβαίνουν.
-Από δω! Από δω!
-παρουσιάστηκε μπροστά μας ένας
συναγωνιστής και μας οδήγησε να βγούμε
στην κεντρική δημοσιά, πριν απ’ την
πόλη, στο μέρος προς την Πελοπόννησο.
Γινόταν πανζουρλισμός. Οι καμπάνες
είχαν αποτρελαθεί. Γύρευαν τη διοίκηση
οι συναγωνιστές της οργάνωσης και μας
λένε, ότι έπρεπε να σταματήσουμε λίγο
να προλάβει το Δημοτικό Συμβούλιο να
τελειώσουν τις ετοιμασίες τους. «Τι
ετοιμασίες;» ρωτήσαμε. -«Όχι, όχι πολλή
ώρα!» είπανε ζωηρά αυτοί κι έφυγαν πάλι
τρέχοντας προς την πόλη.
Βγήκαμε στη δημοσιά
και σταματήσαμε.
Γύρω μας μελίσσι
αγαλλόμενο το πλήθος. Τα πιτσιρίκια,
κόλλησαν απάνω μας τα τεράστια φωτεινά
μάτια τους. Οι κοπέλλες πιασμένες αγκαζέ,
δεν τις χωρούσε ο τόπος πέρα δώθε,
έβλεπαν, σχολίαζαν, γίνονταν παρέες με
τους αντάρτες και κουβέντιαζαν.
Καταλάβαινες ξαφνικά -οι αντάρτες
αισθάνονταν άβολα. Τώρα φαινόταν πόσο
κακοντυμένοι ήσαν πολλοί. Παιδιά με
ποδήλατα πήγαιναν κι έρχονταν προς την
πόλη. Τέλος ήρθε η ειδοποίηση.
Διατάξαμε και σήμαναν
οι σάλπιγγες προσοχή. Ανοίξαμε τη σημαία
και ξεκινήσαμε. Με το δεύτερο-τρίτο βήμα
ξανάρχισαν οι σάλπιγγες. Μόλις στρίψαμε
στην ευθεία στον κεντρικό δρόμο, μέσα
στην πόλη πλέον, είδαμε ένα θέαμα: Όλα
τα σπίτια και τα μαγαζιά αριστερά και
δεξιά γεμάτα σημαίες ελληνικές και
συμμαχικές. Πάνω από το δρόμο από τη μια
πλευρά ως την άλλη άσπρα πανώ γράφανε:
«Ζήτω το ΕΑΜ! -Ζητώ ο ΕΛΑΣ! Ζήτω η
Λευτεριά!». Πλήθος λαός ασφυκτικά στα
πεζοδρόμια, χιλιάδες πρόσωπα τεντωμένα
απάνω τόνα πίσω απ’ τ’ άλλο να βλέπουν,
χέρια δάσος που άρχισαν να αναδεύουν
τρελά στον αέρα καπέλλα, μαντήλια, κι
ένα βουϊτό από στεντόρειες ζητωκραυγές
που ανακατευόταν με τα σαλπίσματα και
τα κλαγγητά της καμπάνας και κουνιόταν
η πόλη ολόκληρη. Τέλος, σ’ όλο το μάκρος
ο δρόμος πλαισιωμένος λυγερές κοπέλλες
της Ελευσίνας με μακρυές λευκές αρχαίες
εσθήτες κεντημένες χαμηλά και στο στήθος
με γαλανούς μαιάνδρους. Όλες και με
χτένισμα αρχαίο. Πότε τάχαν σκαρώσει
κιόλας;
Στην εμφάνισή μας άρχισε
το πλήθος να παραληρεί. Βγήκαν μπροστά
μας μια ομάδα άντρες και γυναίκες, μας
άπλωναν αγκαλιές λουλούδια, στεφάνωσαν
τη σημαία μας, στεφάνωσαν τ’ άλογά μας.
Προχωρούσαμε και η βουή του πλήθους
δυνάμωνε. Πίσω μας, ακούμε άρπαξαν κάπου
οι αντάρτες ένα τραγούδι και το πήρε με
μιας όλη η φάλαγγα:
Βροντάει ο Όλυμπος
Αστράφτ’ η Γκιώνα
Μουγκρίζουν τ’ Άγραφα
Σειέτ’ η Στεριά!...
Στ’ Άρματα! Στ’ Άρματα!
Εμπρός στον Αγώνα
Για τη Χιλιάκριβη
Τη Λευτεριά!...
Το πήρε κι ο λαός. Σεισμός
σωστός. Βλέπαμε τον κόσμο να κλαίει και
να αλαλάζει με όλη τη δύναμή του...»
(Τόμος Γ' σελ 410-411)
»....Το τμήμα έφτανε στ’
Αμπλιανίτικα Είχαν συνταχθεί κατά
τριάδες, όμορφος, καθαρός σχηματισμός,
ορθογώνια κομμάτια οι διμοιρίες στη
σταχτιά δημοσιά. Πυκνό πλήθος έτρεχε
να το προϋπαντήσει. Ακούστηκαν μια
στιγμή οι σάλπιγγες να το λένε. Και μόλις
έπαψαν, άρχισε το τραγούδι. Ξαφνικά ο
κόσμος, εδώ που περιμέναμε κι εμείς,
γύρισε κι έδειχνε στην άκρη του κάμπου,
στο δρόμο απ’ το Φρατζή.
- Κι
άλλοι! Κι άλλοι από κει!
Προχωρούσε πραγματικά
άλλο σύνταγμα από κει, ήταν ο Ζούλας.
Ακούστηκαν και οι δικές τους σάλπιγγες.
Και στο βάθος της δικής μας δημοσιάς,
προς τον Τούνο, φάνηκε και το 42 που
ακολουθούσε εμάς.
Μπήκαμε στην
πόλη. Χιλιάδες λαός γύρω μας μάς
υποδεχόταν, αποθέωση. Περάσαμε τους
κεντρικούς δρόμους με τις σάλπιγγες
και τα τραγούδια μας κι
ανεβήκαμε στο σκολειό, πάνω από το παληό
Λύκειο. Έπηξε κι αυτού ο κόσμος τριγύρω.
Ήρθαν και μαζί μας μέσα στις αίθουσες
του σχολείου και στις
αυλές. Γέμισαν οι μάντρες και οι τεράστιες
σιδεριές το περίφραγμα πιτσιρίκους.
Ύστερα ακούστηκε να μπαίνει στην πόλη
και το άλλο τμήμα, ακούγαμε από δω πάνω
τι σεισμός
ήταν οι στεντόρειες ιαχές που δονούσαν
την πόλη και χάθηκαν οι πιτσιρίκοι
τρέχοντας τον κατήφορο...»
(Τόμος Γ' σελ 437-438)
»...Την άλλη μέρα πέφτει
σα βόμβα η είδηση, «έρχεται ο Άρης!».
Κουνήθηκε η πόλη όλη. Από τη στιγμή αυτή
όλα τ’ άλλα μείνανε για ύστερα. Ξεκίνησαν
τα πλήθη, αμέτρητος λαός και κατέβαιναν
ώρες νωρίτερα στο κέντρο και στην είσοδο
της πόλης. Διαδόθηκε και σ’ όλη την
επαρχία το νέο και ξεσηκώθηκαν φάλαγγες
ολόκληρες από κάθε χωριό με όλα τα μέσα
και έσπευδαν στη Λαμία.
Πήραμε τηλέφωνο την
Άμφισσα, μας βεβαίωσαν ότι ήταν αλήθεια.
Πέρασε κι από τη Γραβιά! Κατηφόριζε τον
Καλλίδρομο με την έφιππη συνοδεία του
τους μαυροσκούφηδες, έρχονταν καλπάζοντας.
Συναγερμός όπου περνούσε.
Άρχισαν να περιτρέχουν
την πόλη διαδόσεις από στόμα σε στόμα
«Φάνηκαν στον Τούνο!». -«Φτάσανε στο
Σπερχειό!». -«Πέρασαν απ’ το Κόμμα!».
Όσο ζύγωνε η ώρα ο εκνευρισμός μεγάλωνε,
τρέχανε τα πλήθη να πιάσουν κατάλληλες
θέσεις. Έγινε η πόλη ολόκληρη ένα
ανακάτωμα λαχανιασμένο.
Κάμαμε το πρόγραμμα
της υποδοχής. Οι οργανώσεις και οι
διοικήσεις του 42 και 36 να κατεβούνε στην
είσοδο της πόλης. Τα τμήματα, να παραταχτούν
σ’ όλο το μήκος της διαδρομής ως την
πλατεία Ελευθερίας κι από κει ως την
πλατεία Διάκου -αυτού θα καταλήγαμε.
Όρισαν σε μένα ν’ αναλάβω την παράταξη
στο κέντρο της πόλης από τα δικαστήρια
και πάνω και θα χρησιμοποιούσα γι’ αυτό
τρία τάγματα. Στην πλατεία Ελευθερίας
θα παίρνανε θέση και οι αρχές και
παράγοντες της πόλης να χαιρετήσουν
τον Άρη. Στο άγαλμα του Διάκου θα κατέθετε
στεφάνι.
Λίγο πριν την ορισμένη
ώρα κατεβήκαμε, συνταγμένα τα τμήματα
να πάρουμε θέσεις. Στα δικαστήρια
παρατάχτηκε, δε θυμάμαι ποιο τάγμα.
Ύστερα ο Λοκρός. Και στην πλατεία το
δικό μας τάγμα. Είδαμε και πάθαμε ν’
ανοίξουμε τους δρόμους.
Βρήκαμε κι εμείς την
πλατεία φίσκα κόσμο κατεβαίνοντας. Και
βλέποντας ο λαός ότι αρχίζει η παράταξη
τόσο πιο πυκνός κι ανυπόμονος εισορμούσε
από παντού.
Όσο και να φωνάζαμε,
όσο και να παρακαλέσαμε, όλα μάταια.
Έμεινα ξάφνου αμήχανος, ότι δε μπορεί
να μπει τάξη σε κείνο το χάος. Έπειτα
είχα μια ιδέα. Σύνταξα δυο στοίχους
αντάρτες από τη μια άκρη της πλατείας
ως την άλλη, απάνω στον άξονά της. Έκαμαν
κλίση οι άντρες έτσι που βρέθηκαν οι
δυο ζυγοί, ο ένας με τα νώτα του στον
άλλον. Με τα όπλα στο ισχίο κατόπιν
άρχισαν οι δυο ζυγοί ν’ απωθούν με
μικρά-μικρά βήματα τον κόσμο και
παρακαλώντας, με μεγάλη δυσκολία είναι
η αλήθεια, αλλά η πλατεία ελευθερωνόταν
μια χαρά. Είδε κι ο κόσμος κατόπιν πόσο
ωραιότερα ήταν έτσι και βοήθησε κι ο
ίδιος. Φανερώθηκε σε όλη σχεδόν την
πλατεία ένα τέλειο τετράγωνο στοιχισμένο
αντάρτες, ένα ωραίο θέαμα. Από το μέρος
που ανέβαινε ο Άρης αφήσαμε αρκετό
άνοιγμα. '
Ήρθαν και οι αρχές της
πόλης και τους τοποθετήσαμε στο απάνω
-μέρος της πλατείας, έτσι ο Άρης θα έκανε
αρκετή διαδρομή και στροφή μέσα στην
πλατεία να έχει την ευκαιρία ο κόσμος
να τον δει. Γιατί όλοι αυτό φώναζαν γύρω
στην πλατεία. «Θέλουμε να τον δούμε!».
Στην είσοδο της πλατείας παρατάχτηκαν
και οι σαλπιγκτές, να σημάνουν προσοχή
μόλις η συνοδεία φανεί στην κάτω πλατεία,
στο Πάρκο. Στην αρχή του δρόμου προς τα
δικαστήρια ο Λοκρός είχε άλλους
σαλπιγκτές. Δώσαμε διαταγές, μόλις
τέλειωνε το κάθε σάλπισμα «προσοχή»,
οι διοικητές των τμημάτων θα έδιναν στα
τμήματα «παρουσιάστε» και οι σάλπιγγες
θα σή-μαιναν ξανά το σάλπισμα του
στρατηγού (ο Άρης ήταν καπετάνιος
-υποστράτηγος).
Ο λαός δε μπορούσε να
συγκροτήσει την αδημονία του. Λίγο
καθυστερημένος έφτασε στην πλατεία κι
ο σουηδός αντιπρόσωπος του Διεθνούς
Ερυθρού Σταυρού στη Λαμία κ. Λίντερ.
Είδα που έμεινε στην άκρη στους επισήμους.
Πήγα και συνεννοήθηκα με τρόπο με τους
δικούς μας να τον βάλουν στη μέση. Αυτός
το κατάλαβε και γελούσε ευχαριστώντας,
πολύ ευγενικός και καλοκαμωμένος
άνθρωπος.
Κάποια στιγμή μεταδίνεται
αστραπή ότι έφτασε ο Άρης, είναι στην
είσοδο της πόλης κι ανεβαίνουν. Και
πραγματικά, ακουγόταν καθαρά προς την
είσοδο της πόλης ένα τεράστιο τρικύμισμα
σύμμιχτες ιαχές. Κράτησαν τα πλήθη την
ανάσα τους κι ακούγαμε. Λίγο-λίγο, άρχισε
η βουή να πλησιάζει προς το κέντρο και
γινόταν καθαρότερη, βαρύτερη, σάλαγος
σωστός. Ξάφνου μέσα στη γενική αδημονία
ακούστηκαν οι σάλπιγγες στα δικαστήρια
—«άααα» αναταράχτηκε το πλήθος -ακούσαμε
και το Λοκρό -κραύγαζε παραγγέλματα
-και κατόπιν οι σάλπιγγες άρχισαν το
σάλπισμα του στρατηγού.
Είδαμε και τους δικούς
μας σαλπιγκτές -ετοιμάστηκαν ταραγμένοι.
Τεντωνόταν ο κόσμος να δεμ ας ήταν πρόωρα
ακόμα.
Μια στιγμή, είδαμε στην
κάτω πλατεία, ξεμπουκάρισε πυκνό πλήθος
άνθρωποι που πάλευαν σπασμωδικά να
χωρέσουν στο δρόμο και στη μέση τους ο
Άρης, βαδίζοντας ζωηρά, με κινήσεις
κοφτές αριστερά και δεξιά να χαιρετάει
τον κόσμο που παραληρούσε. Μαύριζε η
πλούσια γενειάδα του. Και ο κεντρικός
δρόμος -πλαισιωμένος από τους αντάρτες
που παρουσίαζαν όπλα.
Άρχισαν τότε να αλαλάζουν
ξέφρενα όλα τα πλήθη γύρω μας και γινόταν
ένα άγριο μεγαλείο. Έβαλα όλη τη δύναμή
μου και κραύγασα κι εγώ «προσοχή».
Σάλπισαν και οι σάλπιγγες «προσοχή». Ο
Άρης και η συνοδεία του πλησίαζαν. Όπως
έρχονταν όμως θα γέμιζε η πλατεία
περιττούς ανθρώπους. Έτρεξα λοιπόν στο
τμήμα που κρατούσε την είσοδο της
πλατείας.
- Μόλις περάσει ο
καπετάνιος και πέντε-έξη στελέχη της
πόλης μαζί του θα κλείσ’τε το δρόμο
στους άλλους -τους φώναξα. —Κανένας
άλλος δε θα περάσει!
Τραβήχτηκα κατόπιν
μέσα προς την πλατεία και μόλις φανερώθηκε
στο ανηφόρισμα η συνοδεία και δονιόταν
ο τόπος από τις στεντόρειες ζητωκραυγές,
φώναξα ξανά με όλη μου τη δύναμη:
- Συναγωνιστές! Προς
τον καπετάνιο του Ελληνικού Άαϊκού
Απελευθερωτικού Στρατού! Παρουσιάστεεε,
Άαρμ!
Οι σάλπιγγες σάλπιζαν
το σάλπισμα του στρατηγού και ο Άρης
έμπαινε σβέλτος στην πλατεία. Δίπλα
του, κατάχλωμος από τη συγκίνηση ο απλός
Τάκης Φίτσιος. Τα πλήθη ωρύονταν μ’
έξαλλο ενθουσιασμό. Πήγα τρέχοντας
μπροστά στον καπετάνιο. Με είδε και
γέλασε το πρόσωπό του. Στάθηκα προσοχή
και λέω δυνατά:
- Λαμβάνω την τιμή,
Συναγωνιστή Καπετάνιε, να αναφέρω: 2ο
Σύνταγμα του ΕΛΑΣ! Παρόντες, δύναμη
ενός τάγματος. Εισήλθαμε στην πόλη
καταδιώκοντας τον εχθρό. Οι άντρες σάς
εύχονται καλώς ήρθατε στην ελεύθερη
πατρίδα σας! Στις διαταγές σας!
Ο Άρης, είχε σταθεί
προσοχή κι αυτός και χαιρετούσε. Γέμισαν
τα μάτια του δάκρυα. (Δίπλα του, ο Φίτσιος,
έκλαιγε για καλά). Με αγκάλιασε κατόπιν
δυνατά και με φίλησε...»
(Τόμος Γ' σελ 440-443)
i
Τζάνε Κορωναίου, “Μπούα Ανδραγαθήματα”,
Αθήνησι, Τύποις του Φωτός, 1867