Μικρή ιστορική παρουσίαση - Σύγκριση: Σε τι διαφέρουν τα Κοινά από τους Δήμους
Η σφραγίδα του Κοινού των Σιφνίων Από τα «Σιφνιακά» και το αρχείο του Σίμου Μιλτ. Συμεωνίδη |
Γιώργος
Μιλτ. Σαλεμής
Σε
προηγούμενα κείμενα είπαμε για την, επί πολλούς και δύσκολους αιώνες, πολυάνθρωπη Σίφνο. Είπαμε για την ευταξία της, την
νοικοκυροσύνη της, το κάλλος της και
την ευπρέπεια σε καιρούς που όλα, στην
πάλαι ποτέ Οικουμένη της Ανατολικής
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κατέρρεαν και
διαγουμίζονταν, από τους Οθωμανούς αλλά
και τις πόλεις της Ιταλίας, ενώ, ταυτόχρονα,
γίνονταν το «μήλο της Έριδος» ανάμεσα
σ' αυτές τις δυνάμεις. Κυρίως μεταξύ των
Οθωμανών και της Βενετίας.
Θέλαμε
να σπείρουμε τον «κόκκο σινάπεως» ώστε,
ο αναγνώστης κάποια στιγμή να διερωτηθεί:
«Μα πώς; Από ποιους οργανώθηκε μια τέτοια
κοινωνία; Ποιοι ήταν εκείνοι και πώς
συντηρούσαν μια τέτοια κοινωνία
πολυάνθρωπη, επί τόσους αιώνες, οδηγώντας
την, ακμάζουσα, στο κατώφλι της Επανάστασης
του 1821, παίρνοντας μέρος σ' αυτή; Ποιο
ήταν το υποκείμενο της ειρηνικής, άμα
και επικής, αυτής «καθόδου» από τα
«υψίπεδα» της Λατινοκρατίας και της
Τουρκοκρατίας στις παρυφές της
βιομηχανικής επανάστασης, στην αποδόμηση
και τελικά στην παρακμή;»
Αν
και κάναμε κάποιες νύξεις αναφερόμενοι στον όρο«Κοινό των Σιφνίων», άγνωστο και
ακατανόητο εν πολλοίς στο σημερινό
πολίτη, επικεντρωθήκαμε στις ενέργειές
του ως υποκειμένου, προσπαθήσαμε να το
αντιληφθούμε μέσα από τα αποτελέσματα
της ύπαρξής του, μέσα απ' ο,τι έχει
διασωθεί ως τις μέρες μας και μας
παραξενίζει, αλλά και μας φιλοξενεί,
εμάς τους ξένους, τους ξενωθέντες, εκ
βρέφους, από τον Κόσμο.
Χρησιμοποιήσαμε
την έννοια της μεταφυσικής οντότητας
για τη Σίφνο, παραξενίζοντας ίσως κι
εμείς με τη σειρά μας πολλούς, και
επιμείναμε στο ακατανόητο της ουσίας
αυτής της μεταφυσικής οντότητας. Είπαμε
ότι πρόκειται για κάτι υλικό, μαζί και
άυλο, για κάτι ρητό μαζί και άρρητο. Για
κάτι που σωστότερο είναι να το πούμε
μυστήριο
του Ελληνικού Κοινοτισμού.
Στο
σημερινό και στο επόμενο κείμενο, θα
πούμε για το «υλικό» και το ρητό μέρος
αυτής της ουσίας, αυτής της Μετα-φυσικής
Οντότητας της Σίφνου. Θα φτάσουμε κοντά
στη μεθόριο Κτιστού και Ακτίστου, λίγο
πριν την Άνω Πόλη των Σιφνίων, αφού
διέλθουμε από την ώδε μένουσα πόλιν, ήν
γαρ έχουμε, και της οποίας τα κράσπεδα
κάπως ψηλαφήζουμε. Ότι, κυριολεκτικώς,
«οὐ
δύναται κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη».
Σήμερα
θα πούμε μερικά πράγματα ακόμα για το
Κοινό των Σιφνίων!
Στοιχεία
για τη γενική διοίκηση της Σίφνου επί
Τουρκοκρατίας από την ιστορική έρευνα
του Σίμου Μιλτ. Συμεωνίδη.
Από
το 1537 η Σίφνος ανήκει στην Οθωμανική
Αυτοκρατορία, στο εγιαλέτι της Άσπρης
Θάλασσας. Επί του γνωστότερου σε μας
Σουλτάνου, του Σουλεϊμάν του Νομοθέτη
[1520-1566], η δυναστεία των Γοζαδίνων
[«λατίνων μπέηδων» έκτοτε και για 80
χρόνια] ήρθε σε συμφωνία με τον
Μπαρμπαρόσσα, τον Καπουδάν Πασά, και
εξασφάλισε την συνέχειά της παραμένουσα
φόρου υποτελής στην Πύλη.
Από
το 1537 έως το 1540 μαίνεται ο Τρίτος
ΒενετοΤουρκικός Πόλεμος για την κατάκτηση
των Κυκλάδων και κάποιων οχυρών πόλεων
του Μοριά.
Το
1563, επί του Σουλεϊμάν ακόμη, έχουμε τις
πρώτες πληροφορίες, σε τεκμήρια, για
την ύπαρξη αυτοδιοίκησης με επικεφαλής
δύο Έλληνες επιτρόπους. Ταυτόχρονα η
Σίφνος υπάγεται απ' ευθείας στο Σουλτάνο,
ενώ εκκλησιαστικά αποτελεί Πατριαρχική
εξαρχία. Υπάγεται δηλαδή και εκκλησιαστικά
στην Κωνσταντινούπολη και στον Πατριάρχη.
Μπορεί να φανταστεί κανείς τι σημαίνει
αυτό, και πόσο πιο «κοντά» στην πρωτεύουσα
του Κράτους ήταν η Σίφνος απ' ότι π.χ., η
Αθήνα. [Η οποία ας σημειωθεί ότι είχε,
τότε, πληθυσμό παραπλήσιο, αν όχι
μικρότερο της Σίφνου!]
Από
το 1570 έως το 1573, λαμβάνει χώρα ο Τέταρτος
ΒενετοΤουρκικός Πόλεμος, πιο νότια και
ανατολικά όμως, και σαν αποτέλεσμα έχει
την κατάληψη της Κύπρου. Το δε 1571
διεξάγεται η ξακουστή Ναυμαχία της
Ναυπάκτου όπου, η μεγάλη ήττα των Τούρκων
τους επιτρέπει να εδραιώσουν την
κυριαρχία τους στην Ανατολή αφού πια η
επέκταση στη Δύση είναι αδύνατη.
Από
το 1566, έτος του θανάτου του Σουλεϊμάν
και της διαδοχής τους από τον Σελίμ Β'
«του Μέθυσου»[1566-1574], και για δεκαπέντε
χρόνια, μέχρι το 1571, υπάρχει ένα διάλειμμα
στη διοίκηση των Γοζαδίνων όπου, στη
Σίφνο και σε άλλα νησιά, στήνει τη δική
του «επικράτεια» ο Ιωσήφ Νάζης, Εβραίος
ευνοούμενος του Σουλτάνου. Διοικούσε
από την Πόλη, μέσω του τοποτηρητή του
ισπανοεβραίου Φραγκίσκου Κορονέλλου.
Από
το 1571 επανέρχονται οι Γοζαδίνοι μέχρι
να εκδιωχθούν οριστικά το 1617. Από κει
και ύστερα αρχίζει η περιοδική εμφάνιση
του Καπουδάν Πασά για την είσπραξη
φόρων, από τη Σίφνο και τα άλλα νησιά.
Στον
Μεγάλο Κρητικό Πόλεμο, από το 1645 έως το
1669 δεν υπάρχουν αναφορές για την ύπαρξη
Τούρκων υπαλλήλων στο νησί. Αντίθετα,
οι δυο στόλοι απαιτούν για λογαριασμό
τους φόρους. Διπλή φορολογία δηλαδή για
τους κατοίκους. Από την άλλη μεριά,
ενισχύεται η τάση για αυτοδιοίηση των
Σιφνίων, αποκτούν πείρα και αυτοπεποίθηση.
Μετά
την κατάληψη της Κρήτης (1669) η παρουσία
των Τούρκων πυκνώνει μέχρι το 1672. Κυρίως
για την είσπραξη φόρων και αναπροσαρμογή
των φορολογικών καταστίχων.
Για
άλλα πέντε χρόνια, από το 1684 έως το 1699,
στη διάρκεια του Έκτου ΒενετοΤουρκικού
πολέμου, και πάλι αποσύρονται οι Τούρκοι
από το νησί, για να εμφανιστεί ο Καπουδάν
Πασάς το 1723, συλλέγοντας φόρους.
Από
το 1723 και μέχρι το 1821 δεν υπάρχουν
αναφορές παρουσίας Τούρκων στη Σίφνο.
Επί
τρία-τέσσερα χρόνια δε, από το 1771 μέχρι
το 1774, υπάρχει και ένα ...διάλειμμα
Ρωσοκρατίας.
Αυτοδιοικητικά
προνόμια από το 1580, με φιρμάνια του
Σουλτάνου Μουράτ Γ'
Όπως
βλέπουμε και από την απλή παράθεση των
ιστορικών στοιχείων γύρω από τα γεγονότα,
τα τοπικά της Σίφνου και των Κυκλάδων
αλλά και τα γενικότερα, βγαίνει το
συμπέρασμα ότι ένας πληθυσμός που
κυμαίνεται από τις 3.000 μέχρι τις 7.000, δεν
μπορεί να κυβερνηθεί και να προκόψει
περιμένοντας από έξω την βοήθεια` από
κάποιους άλλους να βάλουν, ή να επιβάλλουν,
την τάξη και την ευνομία.
Ο
καθένας μπορεί να καταλάβει ότι, «κάτι»
κάνουν οι ίδιοι για να αυτοδιοικηθούν
και να αυτοκυβερνηθούν μέσα στο χάος
της Ανατολικής Μεσογείου αυτών των
τεσσάρων αιώνων και των ανακατατάξεων
που περιέχουν.
Ο
μεγάλος ερευνητής της ιστορίας της
Σίφνου, Σίμος Μ. Συμεωνίδηςi,
μάς δίνει ακόμα περισσότερες πληροφορίες.
Από
το 1580, και επί Σουλτάνου Μουράτ Γ'
[1574-1595], εγγονού του Σουλεϊμάν, έχουν
παραχωρηθεί στη Σίφνο προνόμια
αυτοδιοίκησης και συγκεκριμένα:
α)
Ελεύθερη άσκηση της λατρείας και των
εθίμων.
β)
Εξασφάλιση της τιμής και της αξιοπρέπειας.
γ)
Διάθεση της περιουσίας με διαθήκη και
αναγνώριση της εγκυρότητας των
δικαιοπρακτικών εγγράφων.
δ)
Απαλλαγή αριθμού προϊόντων από φόρους.
ε)
Διευθέτηση διαφορών «από ανθρώπους
ειδικούς των....κατά τις συνήθειές των
εις εκείνα που ήθελαν να κάμουν να μη
μπορούν οι κριτάδες να τους εμποδίσουν,
αλλά να στέργουν και να τα βεβαιώνουν».
στ)
Καταβολή της «δεκάτης» πάνω στις σοδειές
και του κεφαλοχάρατζου.
ζ)
Σε περίπτωση παρεκτροπής των τουρκικών
οργάνων να μπορούν να διαμαρτυρηθούν
στην Κωνσταντινούπολη.
Βλέπουμε,
δηλαδή, ότι από πολύ «νωρίς», ο Σουλτάνος
αναγκάζεται να νομιμοποιήσει αυτό που
εκ των πραγμάτων υπάρχει και έχει από
το παρελθόν κληροδοτηθεί.
Η
Συγκρότηση των οργάνων του Κοινού των
Σιφνίων
Την
ίδια εποχή συγκροτούνται τα όργανα,
συμπληρώνονται, εξελίσσονται και τελικά
απαντούν στις ανάγκες τις εύρωστης
κοινωνίας του νησιού.
Στην
αρχή, μας λέει ο Σ.Μ. Συμεωνίδης, οι
Σύμβουλοι επιλέγονταν από τους Γοζαδίνους.
Μετά, όμως, από το 1580 εμφανίζεται
εκλεκτορικό σώμα που εκλέγει Επιτρόπους!
Στην αρχή έχουν συμβουλευτικό ρόλο,
μετά όμως αποκτούν δικαίωμα αποφάσεων.
Από
το 1610 εμφανίζεται, δίπλα στους Επιτρόπους,
Συμβούλιο διακεκριμένων πολιτών σε
ρόλο συμβουλευτικό: η Δημογεροντία ή
οι Προεστοί. Και κάπου εκεί στον 17ο
αιώνα, διαμορφώνεται όλη η δομή του
Κοινού, ήτοι:
α)
Η Γενική Συνέλευση
β)
Οι Επίτροποι
γ)
Συμβούλιο Γερόντων-Προεστών
Το
Κοινό έχει την έδρα του στο Κάστρο, «την
Πόλη της Σίφνου». Διαθέτει σφραγίδα,
είναι χαραγμένη επάνω της η εικόνα της
Παναγίας Βρεφοκρατούσας, και διαιρείται
σε τρία μέρη για να έχουν τρία άτομα από
ένα κομμάτι της.
Διαθέτει
υπαλλήλους για διάφορες δουλειές και
κάποιο όργανο του νόμου αφού υπάρχει
αναφορά για κρατητήριο. Διαθέτει ακόμα
και Κτηματολόγιο και μάλιστα είναι δύο
ειδών: Το Πολιτικό, όπου καταγράφονται
τα κτήματα των πολιτών, και το Εκκλησιαστικό,
όπου καταγράφονται τα κτήματα της
Εκκλησίας.
Κάποια
στιγμή, αργότερα, το Κοινό υποδιαιρείται
σε τέσσερα μικρότερα διαμερίσματα.
Οι
υπάλληλοί του είναι: α) Χαρατζάρηδες β)
Γραφείς γ) Φροντιστές εξόδων δ) Βιγλάτορες
ε) Κλητήρες στ) Εκτιμητές ή στιμαριστές
ζ) κοινοτικοί απεσταλμένοι η) αντιπρόσωποι
στην Κωνσταντινούπολη.
Η
Γενική Συνέλευση του Κοινού
Για
τις αρμοδιότητές, τη λειτουργία της και
τις δικαιοδοσίες δεν υπάρχουν άμεσες
πληροφορίες αλλά έμμεσες. Ο λόγος είναι
η πλήρης καταστροφή του αρχείου του
Κοινού. Ο Σιμεωνίδης μαζεύει ο,τι μπορεί
από διάφορα αρχεία, κυρίως του Βατικανού
και της Βενετίας. Οι αναφορές αυτών των
αρχείων για τις δικαιοδοσίες και τη
λειτουργία της Γενικής Συνέλευσης
αρχίζουν από το 1621.
Στη
Γενική Συνέλευση μετέχουν ο Κλήρος, που
είπαμε ότι στη Σίφνο είναι κοντά στις
πέντε δεκάδες, οι προεστοί, οι γερόντοι.
Μια
φορά το χρόνο συνέρχονται όλοι οι
ενήλικοι άρρενες και με απλές διαδικασίες,
γρήγορα και εύτακτα εκλέγουν τους
Επιτρόπους. Δύο από κάθε χωριό.
Τόπος
συνάθροισης είναι κάποια εκκλησία, η
αυλή της, ή κάποια λότζα (πύλη θολωτή
σαν στοά) του Κάστρου.
Είναι
αυτό που είδε ο Γάλλος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Γκουφιέ κατά την επίσκεψή του στο
νησί.
Οι
Επίτροποι «μετείχαν κρίσεως και αρχής»!
Δηλαδή δεν ασκούσαν μόνο διοικητικά
καθήκοντα αλλά έλυναν και διαφορές
μεταξύ των κατοίκων και είδαμε ότι αυτό
ήταν αναγνωρισμένο από τον Σουλτάνο.
Προφανώς θεσμοθετούσαν κιόλας. Παραδόξως,
για τις σημερινές αντιλήψεις μας, δεν
υπάρχει διάκριση των εξουσιών. Ο λόγος
είναι η άμεση δημοκρατία! Διάκριση
εξουσιών δεν υπάρχει και στις αρχαίες
δημοκρατίες όπως στο Δήμο των Αθηναίων.
Καθήκοντα
των Επιτρόπων είναι:
α)
Η υγεία των κατοίκων της νήσου, η οποία
τότε κινδυνεύει τακτικά από επιδημίες.
Σ' αυτά περιλαμβάνονται και οι καραντίνες
των πλοίων για τις οποίες υπάρχουν
αναφορές.
β)
Η παιδεία, για την οποία υπάρχουν πολλά
στοιχεία ότι ετύγχανε της φροντίδας
μικρών και μεγάλων, σημαντικών και μη,
κατοίκων της κοινότητας.
γ)
Η οικονομική διοίκηση. Δηλαδή διατιμήσεις
προϊόντων, ζητήματα γεωργικά και
κτηνοτροφικά, εμπορίου, οικοτεχνίας
κλπ. Η ύπαρξη στο νησί τόσων χιλιάδων
ανθρώπων σημαίνει έντονη δραστηριότητα
σε όλα αυτά τα πεδία της οικονομίας και
άρα κανόνες λειτουργίας και ρύθμισης.
δ)
Η συντήρηση των οδών και των μονοπατιών.
Εκείνων που σήμερα θαυμάζουμε καθώς
μας επιτρέπουν να την εξερευνήσουμε
απ' άκρου εις άκρον, και τα οποία, έχουν
πια σημανθεί πλήρως, αιώνια προικιά του
νησιού, μαζί με τα υπόλοιπα.
ε)
Η φορολογική διοίκηση. Μπορεί οι φόροι
να κανονίζονταν, με παζάρια βέβαια, από
τους Τούρκους ή άλλους επικυρίαρχους,
το πώς θα κατανεμηθούν, όμως, αυτά τα
ποσά ήταν ζήτημα του Κοινού και εκείνο
επιμέριζε και προσωποποιούσε τη
φορολογική υποχρέωση.
στ)
Η σύναψη δανείων για την εξυπηρέτηση
κάποιων έργων ή λειτουργιών.
ζ)
Η συγκρότηση της Πολιτικής Νομοθεσίας,
η οποία, όπως συμπεραίνει σωστά ο Σ.Μ.
Συμεωνίδης, δεν μπορεί παρά να υπήρχε
αν και δεν έχει βρεθεί ο κώδικάς της.
Έχει διασωθεί όμως το κείμενο της
Εκκλησιαστικής-Ενοριακής Νομοθεσίας
και αυτό είναι αναλυτικό και άκρως
λειτουργικό.
Διαφορές
“Κοινού ” και “Δήμου”, της τότε
αυτοδιοίκησης και της τώρα
Ίσως
αυτή η διαφορά των όρων να τα λέει όλα
εκ των προτέρων: Ο Κοινό είναι των
Σιφνίων, των πολιτών του, των ανθρώπων.
Ο Δήμος είναι του τόπου, της περιοχής,
της γεωγραφικής έκτασης, ασχέτως αν η
Σίφνος, λόγω της έντονης παρουσίας του
εν εκλείψει Κοινού της, υπερφαλαγγίζει
τη στενότητα του θεσμού εισάγοντας το
Ρο του Τόπου και αλλάζοντας άρδην τα
νοήματα. Η «έντονη συνείδηση κοινοτικότητας
των Σιφνίων», την οποία διαπιστώνει στα
ιστορικά τεκμήρια ο Σιμεωνίδης, επιβιώνει,
με κάποιο μυστηριακό τρόπο, εδώ περισσότερο
από αλλού. Αν και το θέμα είναι τεράστιο
και σίγουρα δεν χωράει όχι σε ένα μικρό
κείμενο αλλά ούτε σε μεγάλες κοινωνιολογικές
μελέτες, εμείς εδώ θα επιχειρήσουμε να
θίξουμε απλώς μερικά καίρια στοιχεία
του.
Ας
τα δούμε όλα αυτά με τη σειρά.
Α)
Στο Κοινό η εξουσία δεν έρχεται από το
Κράτος τριχοτομημένη για
να λάβει, εκ των υστέρων, ένα επίχρισμα
δημοκρατικής νομιμοποίησης από την
ψήφο του λαού. Έρχεται κατευθείαν από
τον λαό, δεν φιλτράρεται ούτε στρεβλώνει
στις διάφορες καραμπόλες ανάμεσα στις
εξουσίες -νομοθετική, δικαστική,
εκτελεστική- για να «κατέβει», να επιπέσει
καλύτερα, στα κεφάλια των πολιτών της
κάθε κοινότητας, του πραγματικού κυττάρου
μέσα στο οποίο ζει ο άνθρωπος. Οι τρεις,
διακριτές στην εποχή μας εξουσίες,
βρίσκονται εκεί, δίπλα τους, και μάλιστα
ασκούνται από τα ίδια όργανα και εκείνους
τους ίδιους. Από ανθρώπους που ζουν και
υπάρχουν στην ίδια γειτονιά, στην ίδια
εκκλησία, στις ίδιες γιορτές και
πανηγύρεις, με τους απλούς κατοίκους
του νησιού.
Αυτό
φαίνεται καλύτερα και στα οικονομικά
του Κοινού. Η άντληση πόρων γίνεται επί
τόπου, δεν εξαρτάται από την κεντρική
εξουσία, με ο,τι αυτό συνεπάγεται σε
χρόνο, χρήμα και άλλα τινά. Η κεντρική
εξουσία είναι εξαρτημένη από το Κοινό
και την καλή λειτουργία του και όχι το
αντίθετο. Η κεντρική εξουσία περιμένει
τα «άσπρα» από το Κοινό και όχι το Κοινό
από την κεντρική εξουσία. Και για να
γίνει αυτό, το Κοινό πρέπει να μπορέσει
να προκόψει. Έχει εκ της φύσεώς του τη
δυνατότητα και την εξουσία να δίνει
λύσεις συγκεκριμένες, άμεσες, ευέλικτες,
σε ενεστώτα χρόνο. Αν δεν βοηθήσει τον
εαυτό του, αν οι άνθρωποί του δεν
διαφεντέψουν τον τόπο και τον τρόπο
τους, δεν θα τους βοηθήσει κανείς.
Αντίθετα, θα υποστούν τιμωρίες, καταστροφές
και αδικίες από διάφορους εξωτερικούς
παράγοντες [σ' αυτούς περιλαμβάνονται
πολλοί, από την οθωμανική διοίκηση μέχρι
και τους πειρατές] ενώ στο εσωτερικό η
κοινωνία θα διασπαστεί, θα περιπέσει
σε αναταραχές και έριδες, οι οποίες,
φέρνουν με τη σειρά τους πολλά άλλα
δεινά στη συμβίωση τόσων ανθρώπων σε
έναν τόσο μικρό χώρο.
Το
ακριβώς αντίθετο συμβαίνει στο Δήμο.
Σιδεροδένεται από την κεντρική εξουσία
για να εξυπηρετήσει τους στόχους της,
εκείνη αντλεί από εκεί τα πάντα όσα
έχει, και μετά αναμένει απ' αυτή να
«κατανοήσει» το δίκιο και τις ανάγκες
του και να θεσμοθετήσει «προκρούστειες
κλίνες» εκ των υστέρων. Και γι' αυτό,
παραδόξως για τον πολίτης του
Κοινού που θα ζούσε στο σήμερα, οι βουλευτικές
εκλογές είναι πιο σπουδαίες από τις
δημοτικές(!)
Β)
Η αυτονομία και το αυτοδιοίκητο του
Κοινού σφυρηλατείται όχι μόνο στις
σχέσεις Κοινότητας-Κεντρικής Εξουσίας
αλλά και στις Διεθνείς Σχέσεις. Πράγματι,
πρόκειται για διεθνείς σχέσεις του
Κοινού και όχι για πολιτιστικές ανταλλαγές
και «αδελφοποιήσεις», όπως κάνει σήμερα
ο κάθε Δήμος, που σέβεται τον εαυτό του,
με δήμους άλλων χωρών. Το Κοινό
διαπραγματεύεται ζητήματα με όλες τις
μεγάλες δυνάμεις της εποχής: Την Οθωμανική
Αυτοκρατορία, το Βατικανό, τη Βενετία,
τη Ρωσία, την Ισπανία... Αυτό σημαίνει
ότι έχει πληροφόρηση, γνώσεις, δεξιότητες
πολιτικής ευρείας κλίμακας, για να
διεκπεραιώνει τις υποθέσεις του με
επιτυχία και να κατορθώνει να κρατάει
τόσο κόσμο στις ράχες του νησιού επί
τόσους αιώνες. Δείτε μόνο τι γίνεται
στην Ευρώπη του 17ου αιώνα, τον πιο
σημαντικό για τη διαμόρφωση του Κοινού
και θα καταλάβετε.
Διαπραγματεύεται,
επίσης, με άλλα Κοινά αλλά και με Εκκλησίες
και Πατριαρχεία. Στην “αντζέντα” των
Επιτρόπων του βρίσκεται μονίμως το
Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά
και των Ιεροσολύμων και της Αλεξανδρείας
[όπου υπάρχει και σημαντική παροικία
Σιφνίων], ενώ ο Πανάγιος Τάφος διατηρεί
σχολείο στο νησί και το Άγιο Όρος μετόχι.
Με άλλα λόγια, το Κοινό έχει λειτουργίες
Κράτους, ενώ το Κράτος ΔΕΝ έχει λειτουργίες
Κοινού! [Δηλαδή το Κοινό μπορεί να λύσει
ένα πρόβλημα στις σχέσεις του με μια
μεγάλη δύναμη, πχ, τη Βενετία, αλλά η
οθωμανική διοίκηση ΔΕΝ μπορεί να
οργανώσει στη Σίφνο την καραντίνα για
να προστατευθεί η υγεία του πληθυσμού
από τις «εισαγόμενες» ασθένειες]. Το
Κοινό ενός μικρού νησιού, ή τόπου, μπορεί
να αντικαταστήσει επαρκέστατα το Κράτος
ενώ το Κράτος ΔΕΝ μπορεί να υποκαταστήσει
το κοινό στην οργάνωση της κοινωνίας,
στη συντήρηση και στην αναπαραγωγή της.
Γ)
Το Κοινό δεν έχει, τουλάχιστον
θεσμοθετημένες και εμφανείς, πολιτικές
παρατάξεις-κόμματα. Οι θεσμοθετημένες
ως στοιχεία του πολιτικού συστήματος,
συσσωματώσεις αυτές, προϊόντα του
εξευρωπαϊσμού μας, ο οποίος «πέρασε
επιτυχώς Διαφωτισμό» και επιβίωσε,
βασίζονται σε αντίστοιχες θεωρίες-ιδεολογίες
που υποδεικνύουν μεθοδολογίες παγιωμένες
και άκαμπτες στην επίλυση συνεχώς
μεταβαλλόμενων, ειδικών και πρωτότυπων
καταστάσεων. Το γεγονός αυτό, μαζί με
τα συμφέροντα, ταξικά και άλλα, όπως και
μαζί με τα ανθρώπινα ατομικά κι αβυσσαλέα
πάθη, συσσωματώνονται, με τη σειρά τους,
σε ακατάγωνιστα μέτωπα, τα οποία, συνήθως
είναι δύο συν ένα τρίτο. Το τρίτο βρίσκεται
σε αποπομπή, και τα ιμάτιά του μοιράζονται
τα άλλα μέτωπα, τις περισσότερες φορές
με σκληρές συγκρούσεις. Λιγότερες φορές
«βάλλουν κλήρον».
Δ)
Η τεράστια όμως διαφορά, μεταξύ Κοινού
και Δήμου, βρίσκεται, τελικά, στον άνθρωπο
που διαμορφώνουν οι τρεις «παράξενοι
ελκυστές» της ταυτότητας, του είδους,
και οι οποίοι αλληλεπιδρούν, περιδινίζονται
και συστρέφονται μέσα στις «μικρές»,
μα τόσο πυκνές, αυτές κοινωνίες: η
Πολιτική, η Παιδεία και η Πίστη. Στον
ανθρωπολογικό τύπο δηλαδή, του οποίου,
το Κοινό είναι υπο-κείμενο αλλά και
αντι-κείμενο. Τι άνθρωπο φτιάχνει το
Κοινό, και με τι «υλικά». Και τι άνθρωπο
και με ποια υλικά, φτιάχνει ο Δήμος. Από
τι ανθρώπους φτιάχνεται το Κοινό και
από τι ανθρώπους φτιάχνεται ο Δήμος.
Ο
άνθρωπος δεν ζει γενικά κι αόριστα σε
ένα κράτος. Ζει, πάντα, μέσα σε μια
κοινότητα. Ακόμα κι όταν είναι «μη
κοινότητα», όπως είναι οι τερατουπόλεις.
Πρώτα είναι δημότης και μετά είναι
πολίτης, αν θέλουμε να μιλήσουμε σχηματικά
και να εγκύψουμε στα φράκταλς της
Πολιτείας.
Στο
Δήμο, και στο νεωτερικό/βεστφαλιανό
κράτος που τον επέβαλε, αυτό αντιστρέφεται.
Πρώτα ο άνθρωπος είναι πολίτης της
δευτεροβάθμιας πολιτειακής οργάνωσης,
του Κράτους, και μετά, κάπου στο περιθώριο,
είναι και πολίτης της πρωτοβάθμιας
πολιτειακής οργάνωσης, του Δήμου. [Γι'
αυτό και δεν έχει σημασία πού ψηφίζει
και πού ψηφίζεται! Γι' αυτό και μεταφέρει
τόσο εύκολα τα εκλογικά του δικαιώματα
όπου θέλει, ενώ οι υποψήφιοι δημοτικοί
«άρχοντες» δεν χρειάζεται καν να είναι
ψηφοφόροι του δήμου της υποψηφιότητάς
τους!] Έχει μια μεγάλη Πατρίδα και κάπου
εκεί και μια μικρή. Μικρή όχι μόνο σε
μέγεθος αλλά και σε σημασία για την
οργάνωση της ζωής του, την παιδεία του,
την οικονομική του κατάσταση, την
ευημερία του, την προκοπή του. Ο Δήμος
είναι μια διοικητική «επαρχία».
Συγκροτείται «από τα πάνω». Φτιάχνεται
από την μεγάλη Πατρίδα και αλλάζει κάθε
λίγο και λιγάκι, κατά το δοκούν εκείνης
της πολιτικής παράταξης που την κυβερνάει.
Δεν φτιάχνει την μεγάλη Πατρίδα
προσερχόμενος μαζί με τις άλλες κοινότητες
στη μεγάλη κοινότητα του Έθνους και της
Πατρίδας.
[Εδώ
χρειάζεται να κάνουμε μια μικρή
παρέκβαση-διευκρίνιση: Το ότι τασσόμαστε
υπέρ της «μεγέθυνσης» του ρόλου της
Μικρής Πατρίδας, υπέρ της πρόταξης
αυτής, και της συγκρότησης της Μεγάλης
Πατρίδας από τη «σύνοδο», τη «σύναξη»,
την κοινωνία των Μικρών Πατρίδων, δεν
σημαίνει «λιγότερο πατριωτισμό» αλλά
μεγαλύτερο. Άλλωστε αυτό είναι από καιρό
αποδεδειγμένο, ασχέτως αν δεν το
συνειδητοποιούμε. Τέτοιου είδους ήταν
ο πατριωτισμός εκείνων που κάνανε την
Επανάσταση του '21, αλλά και τα τόσα άλλα επαναστατικά κινήματα κατά των Τούρκων, και των «Ορλωφικών»
περιλαμβανομένων. Των «Ορλωφικών» που
προηγούνται κατά μια σχεδόν δεκαετία
της θεωρούμενη πρώτης επανάστασης, της
Αμερικανικής].
Στο
Κοινό υπάρχουν όλες οι θεσμίσεις και
οι πνευματικές προϋποθέσεις για το
ζητούμενο: δημότης και πολίτης να είναι
ένα και το αυτό. Έχοντας λειτουργίες
Κράτους εν σμικρώ, μικράς κλίμακος, και
μπροστά ακριβώς στον πολίτη, απομυθοποιεί
το Κράτος, το απλουστεύει, το γειώνει,
το εξανθρωπίζει και τελικά το καθιστά
μαϊτζέβελο, χρήσιμο και αποδοτικό στην
καθημερινή ζωή του. Ο,τι δεν είναι χρήσιμο
και εύχρηστο μαραζώνει, ατροφεί και
καταργείται. Τελικά το κράτος αυτό δεν
είναι και τόσο κράτος. Ένα μέρος του
είναι κράτος σε απονέκρωση, στην
ψιλή του εκδοχή, και ένα άλλο μέρος
του είναι εν εκλείψει και σίγουρα πέραν
της θαλάσσης κράτος, «εισαγόμενο»,
ετερογενές, ετερώνυμο, αλλογενές.
Υπάρχει,
όπως θα λέγαμε κάποτε, δυαδική εξουσία.
Το ανθρώπινο μέρος της, εκείνο που
οργανώνει, τακτοποιεί το χάος της
κοινωνίας και φροντίζει για την
αναπαραγωγή της είναι το προσιτό, το
οικείο στον πολίτη. Σε μια τέτοια
κατάσταση, ακόμη και η ταξική πάλη αποκτά
άλλη τροπή και διάσταση.
[Κι
εδώ πρέπει να κάνουμε μια διευκρίνιση:
Ο όρος «δυαδική εξουσία» είναι καίριος
και σημαντικός. Εισήχθη τον 20ο αιώνα
στην κομμουνιστική θεωρία των επαναστάσεων
και είναι ακριβής και τεκμηριωμένος. Η
δυαδική εξουσία είναι εκείνο το στοιχείο
που ξεχωρίζει την επανάσταση από την
«επαναστατική κατάσταση». Μια οποιαδήποτε
εξέγερση των μαζών, λέει αυτή η θεωρία,
δεν είναι επανάσταση. Επανάσταση υπάρχει
όταν αναδύεται μια νέα εξουσία μέσα από
τις αναταραχές αυτές και αρχίζει
να ανταγωνίζεται την παλιά. Η παλιά που
δεν μπορεί πια να κυβερνήσει όπως
κυβερνούσε εκτοπίζεται από τη νέα που
ασκείται από εκείνους που δεν θέλουν
να κυβερνηθούν όπως κυβερνιόντουσαν.
Εμείς εδώ θέλουμε να επισημάνουμε ότι,
α) αυτή η νέα, η «από τα κάτω», η λαογέννητη
εξουσία, διαμορφώνεται από πολύ παλιά,
αμέσως σχεδόν μετά την Άλωση της Πόλης,
ισχυροποιείται και ανδρώνεται, ριζώνει
και ...δενδρώνει, αποπειράται και
ανθίσταται, ετοιμάζει την κοινωνία και
ετοιμάζεται η ίδια, για την τελική
αναμέτρηση. β) η νέα εξουσία, είναι κι
αυτή με τη σειρά της δυαδική. [Τα φράκταλς
που λέγαμε, η αρχή της αυτοομοιότητας].
Είναι Πολιτική η μια πλευρά της και
Εκκλησιαστική-Ενοριακή η άλλη. Ηγείται
η Πολιτική πλευρά και εν «συναλληλία»
με την Εκκλησιαστική. Και οι δύο μαζί
αποπέμπουν την τρίτη, την παλιά και
μισητή αλλότρια εξουσία όχι επειδή
είναι περιττή μια τρίτη πολιτειακή
οργάνωση αλλά γιατί είναι ασύμβατη,
εχθρική, με τις άλλες δύο. γ) ακριβώς
γιατί είναι τέτοια η φύση, η καταγωγή
της και η λειτουργία της νέας εξουσίας,
είναι χρήσιμη, εύχρηστη, προσιτή και
οικεία στον πολίτη. Την κάνει μια εξουσία
που δεν είναι και τόσο εξουσία. Ανεξαρτήτως
πώς θα καταλήξει, στη συνέχεια, η
επανάσταση -και ξέρουμε πια ότι ΚΑΜΙΑ
επανάσταση δεν καταλήγει σ' αυτό που
είχε βάλει σκοπό της- στη φάση αυτή της
ανόδου της επαναστατικής παλίρροιας,
η δυαδική εξουσία έχει το ένα σκέλος
της, το νέο, χρήσιμο, εύχρηστο, προσιτό
και οικείο στο λαό. Και ίσως να είναι
αυτό το στοιχείο που κάνει τους ρομαντικούς
επαναστάτες θεωρητικούς να νομίζουν
ότι και μετά, όταν έρθουν στην εξουσία,
θα διατηρήσουν τα χαρακτηριστικά αυτά.
Φευ, ζώντας μακριά από την ελληνική
ιδιαιτερότητα και αγνοώντας το τραγικό
στοιχείο των ανθρωπίνων, θα τους πάρει
μερικούς αιώνες να καταλάβουν τον μύθο
του Κάδμου, του δρακοκτόνου ήρωα δηλαδή,
όπου, αν και σκοτώνει τον δράκο,
απελευθερώνει την πηγή και χτίζει πόλη,
αργότερα, και αυτός μεταμορφώνεται σε
δράκο, όπως επιτάσσει η «αρχή του
μιμητικού ανταγωνισμού» και η εξομοίωση
των ανταγωνιζομένων. Δεν καταλαβαίνουν
ότι, και η εξουσία εξουσιάζεται! «Άρχεται
από τον άρχοντα του Κόσμου τούτου» και
όποιος την θέτει στην υπηρεσία του
ξεκινάει άρχοντας και καταλήγει
αρχόμενος και σκληρά δυναστευόμενος.
Ο Φάουστ μάς έχει προϊδεάσει για το πόσο
σκληρή είναι αυτού του είδους η εξουσία
και η υποταγή σ' αυτήν].
Το
απάνθρωπο μέρος της εξουσίας, η βία και
η καταπίεση, βρίσκεται πέρα μακριά, έξω
από την ώδε μένουσα πόλιν, είναι κάτι
άλλο απ' αυτή, κάτι που πρέπει να παραμένει
μακριά και να φυλαγόμαστε απ' αυτό. Είναι
επικίνδυνο, και στην ισχύ του και στην
αδυναμία του. Ούτε από τη βία των άλλων
μας προστατεύει αλλού ούτε και το ίδιο
διστάζει να εκδηλωθεί βίαια εναντίον
μας όταν κρίνει ότι το συμφέρει. Οι
όποιες διαπλοκές με τους ντόπιους
ισχυρούς δεν είναι εύκολες. Τίποτα δεν
διασφαλίζει τους υποτελείς, ακόμη και
η απόλυτη υποταγή τους. Κυρίως, όμως,
οι διαπλοκές δεν είναι θεσμισμένες,
ακόμα κι όταν είναι συνήθεις. Με τον
ίδιο τρόπο που συγκροτούνται, με τον
ίδιο και καταργούνται. Ο Ρήγας το λέει
πολύ ωραία στο Θούριο, από τους
πρώτους-πρώτους στίχους του ακόμη, στη
δεύτερη δεκάδα:
Βεζύρης,
Δραγουμάνος, Ἀφέντης κι΄ ἂν σταθῆς,
Ὁ Τύραννος ἀδίκως, σὲ κάμει νὰ χαθῆς.
Δουλεύεις ὂλ΄ ἡμέρα, σὲ ὅ,τι κι΄ ἂν σοὶ πῆ,
Κι΄ αὐτὸς πασχίζει πάλιν, τὸ αἷμα σου νὰ πιῆ.
Ὁ Σοῦτζος, κι΄ ὁ Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
Γγίκας, καὶ Μαυρογένης, καθρέπτης, εἶν΄ νὰ ἰδῆς.
Ἀνδρεῖοι Καπετάνοι, Παπάδες, λαϊκοί,
Σκοτώθηκαν κι΄ Ἀγάδες, μὲ ἄδικον σπαθί.
Κι΄ ἀμέτρητ΄ ἄλλοι τόσοι, καὶ Τοῦρκοι, καὶ Ρωμιοί,
Ζωήν, καὶ πλοῦτον χάνουν, χωρὶς καμμιὰ ΄φορμή.
Ὁ Τύραννος ἀδίκως, σὲ κάμει νὰ χαθῆς.
Δουλεύεις ὂλ΄ ἡμέρα, σὲ ὅ,τι κι΄ ἂν σοὶ πῆ,
Κι΄ αὐτὸς πασχίζει πάλιν, τὸ αἷμα σου νὰ πιῆ.
Ὁ Σοῦτζος, κι΄ ὁ Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
Γγίκας, καὶ Μαυρογένης, καθρέπτης, εἶν΄ νὰ ἰδῆς.
Ἀνδρεῖοι Καπετάνοι, Παπάδες, λαϊκοί,
Σκοτώθηκαν κι΄ Ἀγάδες, μὲ ἄδικον σπαθί.
Κι΄ ἀμέτρητ΄ ἄλλοι τόσοι, καὶ Τοῦρκοι, καὶ Ρωμιοί,
Ζωήν, καὶ πλοῦτον χάνουν, χωρὶς καμμιὰ ΄φορμή.
Γι'
αυτό και οι Λατίνοι, οι Εβραίοι, οι
Μουσουλμάνοι της Σίφνου, ζουν ειρηνικά,
ενσωματώνονται πλήρως, και τελικά παύουν
να ξεχωρίζουν από τους Ρωμιούς. Γι' αυτό
και οι Σιφνιοί οδηγούνται σε επανάσταση
εναντίον του αλλότριου εκείνου κράτους.
Για να οριστικοποιήσουν το κατόρθωμά
τους, να κρατήσουν έξω και μακριά την
ελλοχεύουσα πάντα απειλή της κατάλυσης
του Κοινού τους, της Μικρής και της
Μεγάλης πατρίδας τους. Την Μεγάλη Πατρίδα
που την εννοούν ως σύναξη και ως κοινότητα
όλων των ομοειδών κοινοτήτων, των Κοινών.
Η οποία, παρ' όλο ότι, στη φάση αυτή την
προεπαναστατική, δεν είναι συγκροτημένη
σε σώμα είναι παρούσα νοητή οντότητα,
ακριβώς όπως ο Ήλιος της Δικαιοσύνης
είναι νοητός! Και να σκεφτεί κανείς
ότι αυτοί οι άνθρωποι «δεν έχουν περάσει
Διαφωτισμό»(!)
Μπορούμε,
όλα αυτά, να τα πούμε και με άλλο τρόπο.
Το Κοινό διαθέτει καθολικότητα, με την
Ορθόδοξη Ανατολική σημασία της. «Πιστεύω
εις μίαν Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν
Εκκλησίαν» διακηρύσσουμε στο Σύμβολο
της Πίστεως. Όσο μικρή κι αν είναι μια
εκκλησία με τον ταπεινό παπά της δεν
της λείπει τίποτα για να λειτουργήσει
όπως και μια μεγάλη εκκλησία με τον
Πατριάρχη. Είναι εξίσου Αγία, Καθολική
και Αποστολική. Είναι κύτταρο ζωής
αυθύπαρκτο, δεν είναι μέλος ενός άλλου
κυττάρου. «Ουδέν ενικότερον του προσώπου»
αλλά και «ουδέν καθολικότερον», μας
διδάσκει η θεολογία του Προσώπου. Το
ανθρώπινο πρόσωπο είναι ένα αλλά,
ταυτόχρονα, εμπεριέχει όλα όσα κάνουν
το πρόσωπο να είναι πρόσωπο. Στην
περίπτωση του «τόπου που είναι το πρόσωπο του Τ[ρ]όπου», η
ενικότητα του Κοινού σημαίνει και την
καθολικότητά του.
Στον
Δήμο συμβαίνει το εντελώς αντίθετο:
Δεν είναι κύτταρο αυθύπαρκτο, είναι
μέλος ενός άλλου κυττάρου. Εκεί, το
άτομο, πρώτα καλείται να γίνει πολίτης
της πολιτείας Β' βαθμού και μετά δημότης
της πολιτείας Α' βαθμού. Το κράτος, είναι
ψηλά, υπεράνω όλων. Έχει κύρος, φαντάζει
πανίσχυρο μπροστά στον απλό πολίτη. Δεν
είναι μόνο το μονοπώλιο της νόμιμης
βίας που μοστράρεται, είναι και η
γραφειοκρατία, τα γρανάζια της απρόσωπης
πυραμιδοειδούς δεσποτείας και της
εξισωτικής ελαχιστοποίησης του ατόμου
έναντι του Νόμου, που μαθαίνουν τον
πολίτη να το θεωρεί άτρωτο, να το θεοποιεί
-το ίδιο και τους ιερείς/πολιτικούς
του- και να εναποθέτει σ' αυτό τη μοίρα
του σαν να ήταν αληθινός θεόςii.
Ο
Δήμος, δεν είναι τίποτα περισσότερο από
τμήμα και όργανο του κράτους, με
εκλεγμένους, μέσω αμφιβόλου ποιότητας
εκλογών, τους κρατικούς του υπαλλήλους.
Οι «τυχεροί» εκλεγμένοι υπάλληλοί του
-οι πιο καπάτσοι στις μηχανορραφίες,
είναι καλύτερα να λέμε- πληρώνονται,
ενώ οι άλλοι έχουν κάθε λόγο να αξιοποιούν
αλλιώς το κομμάτι της εξουσίας που
μοιράζονται. Στις μέρες όπου «ο θεός
πέθανε» αλλά επιβίωσε ο Μαμμωνάς κάπως
βρίσκεται ο τρόπος να «ανταμειφθούν»
κι εκείνοι που υποτίθεται ότι «θυσιάζονται»
για το καλό της κοινωνίας. Αυτή την
αυταπάτη εξουσίας μοιράζονται οι δεκάδες
και εκατοντάδες υποψήφιοι σε κάθε δήμο
με τους ψηφοφόρους τους, χωρίς να μπορούν,
έστω, να ξεφύγουν από το επίπεδο της
μικροπολιτικής, της μηχανορραφίας, της
ίντριγκας και της αρπαχτής.
Έτσι,
ο πολίτης, ελλιπής, καχεκτικός κι
υβριδικός, ξένος και απόξενος απ' όλα
-κοινωνία, φύση και θεό- καλείται να
μετάσχει στη νυν τριτοβάθμια κοινωνική
οργάνωση, την Παγκοσμιοποιημένη Ευρωπαϊκή
Κοινότητα. Να σπουδάσει, να εργαστεί,
να ταξιδέψει, αλλά και να δεχτεί τα
«καλούδια» ενός ξένου και εν πολλοίς
εκβαρβαρισμένου πολιτισμού που έχει
λάβει παγκόσμιες διαστάσεις, έχει
επιβληθεί παντού, σε όλο τον πλανήτη,
ωστόσο βρίσκεται σε προχωρημένη σήψη
και παρακμή. Ο εισαγόμενος τουρισμός,
ο επιστημονικός και τεχνολογικός
μεσσιανισμός, η μηχανοποίηση και η
ψηφιοποίση [ο,τι δεν μεταφράζεται σε 0
και 1 περισσεύει και πετιέται. Οι λάτρεις
της καλής μουσικής το αντιλαμβάνονται
πολύ καλά αυτό και γυρίζουν στο αναλογικό
σύστημα, στο βινίλιο] της ζωής, της
σκέψης, των συναισθημάτων, ο ανταγωνισμός,
η ένταση, η ταχύτητα, ο καταναλωτισμός
των αξιών και η αξία του καταναλωτισμού,
αυτά και άλλα πολλά, τον κάνουν να μένει
αιώνες κυριολεκτικά πίσω από τον πολίτη
του Κοινού. Πάντων χωρισθείς και πάσι
συναρμοζόμενος ο πολίτης του Κοινού
στην εποχή του. Πάντων απο-συναρμοσθείς και
πάσι χωριζόμενος ο πολίτης της νεωτερικής
μας πολιτείας. Ξενωθείς, εκ βρέφους, εκ
του Κόσμου και εν τω Κόσμω!
Για
να τα πούμε όλα αυτά στη γλώσσα της
τριλεκτικής: Οι δυο νεωτερικές πόλεις,
η Β' βαθμού (κράτος) και η Γ' βαθμού
(υπερ-κράτος Ευρωπαϊκής Ένωσης) συμμαχούν,
υπό την ηγεμονία του υπερ-κράτους.
Αποπέμπουν δε την πόλη του Α' βαθμού,
την κρισιμοτέρα όλων στο ζην και θνήσκειν,
στο Ευ Ζην και στο Κοινωνείν. Ταυτόχρονα,
η ηγεμονευομένη από το υπερ-κράτος πόλη
Β' βαθμού συμμαχεί με την όποια πολιτική
διάσταση έχει απομείνει στην πόλη Α'
βαθμού για να αποπέμψει την
Εκκλησιαστική-Ενοριακή διάσταση που
έχει απομείνει μετά από τόσες αλλοτριώσεις
και προσβολές. Γι' αυτό και οι Βαβαροί
απαγορεύουν την ταφή των νεκρών εκεί
που γινόταν από αιώνες και τους
συγκεντρώνουν στα νεκροταφεία της
κοινότητας. Για να ολοκληρωθεί η «πρόοδος»
και η «εναρμόνιση» με τη Δύση, με την
απόλυτη εξουσία του Δήμου πάνω στα
κοιμητήρια, την πλήρη αποπομπή της
Εκκλησίας και τελικά στην καύση των
νεκρών και την φύλαξη της τέφρας σε
βαζάκια! Το προειδοποιητικό στη
ματαιοδοξία «όλοι δυο μέτρα γης θα
πάρουμε», γίνεται «οι πιο πολλοί στα
ίδια βαζάκια θα χωρέσουμε» αφού η γη
είναι πολύ ακριβή πια για να σπαταλιώνται
δυο μέτρα ανά άτομο. Τα δυο μέτρα, ίσως
και μερικά παραπάνω, θα τα καταλαμβάνει
πια, με ή χωρίς βαζάκι, όποιος μπορεί να
την πληρώσει και να την αγοράσει.
Ο
πολίτης του Κοινού πολίτης και της Άνω
Πόλεως
Και
ενώ ο πολίτης του Κοινού είναι πολίτης
της ώδε μένουσας πόλεως, αδυνατώντας
να είναι και πολίτης της οθωμανικής
«πολιτείας», ταυτόχρονα, με την ίδια
προθυμία και συνέπεια, γίνεται πολίτης
της «Μέλλουσας Πόλεως», εκείνης που
επιζητούμε. Της Άνω Πόλεως όπου οι
άνθρωποι όλοι είναι αδέλφια, ζουν
ειρηνικά στην ευλογημένη «Γη της
Επαγγελίας», μαζί με όλα τ' άλλα πλάσματα
του Θεού, αγωνίζονται για «τον άρτον
τον επιούσιον», αφήνουν τα οφειλήματα
των άλλων και τα δικά τους, απέχουν, με
τη βοήθεια του Πατέρα τους, από του
Πειρασμού και του Πονηρού. Πολίτης της
παραδειγματικής πόλεως, της «Βασιλείας
των Ουρανών», της ιδανικής, του προτύπου
εκείνου στο οποίο πρέπει να τείνουμε,
να μοιάζουμε, έστω κι αν δεν το καταφέρνουμε.
Σε
43 εκκλησίες του νησιού, επί 52 Κυριακές
του χρόνου, συν τις γιορτές και τις
πανηγύρεις, αναπέμπεται η δέηση μεταξύ
των άλλων:
Ὑπὲρ
τῆς ἄνωθεν εἰρήνης καὶ τῆς σωτηρίας
τῶν ψυχῶν ἡμῶν,
Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου, εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως,
Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου, εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως,
Ὑπὲρ
τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου καὶ τῶν μετὰ
πίστεως, εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ
εἰσιόντων ἐν αὐτῷ,
.........
Ὑπὲρ
τῆς πόλεως ταύτης, πάσης πόλεως καὶ
χώρας καὶ τῶν πίστει οἰκούντων ἐν
αὐταῖς,
Ὑπὲρ
εὐκρασίας ἀέρων, εὐφορίας τῶν καρπῶν
τῆς γῆς, καὶ καιρῶν εἰρηνικῶν,
Ὑπὲρ πλεόντων, ὁδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων καὶ τῆς σωτηρίας αὐτῶν,
Ὑπὲρ τοῦ ῥυσθῆναι ἡμᾶς ἀπὸ πάσης θλίψεως, ὀργῆς, κινδύνου καὶ ἀνάγκηςiii,
Ὑπὲρ πλεόντων, ὁδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων καὶ τῆς σωτηρίας αὐτῶν,
Ὑπὲρ τοῦ ῥυσθῆναι ἡμᾶς ἀπὸ πάσης θλίψεως, ὀργῆς, κινδύνου καὶ ἀνάγκηςiii,
Δεν
είναι καινούργια η μέθοδος αυτή για
τους Έλληνες. Να προσπαθούν δηλαδή να
κάνουν την Πολιτεία τους ούτως ώστε να
προσομοιάζει με την τάξη του Σύμπαντος
Κόσμου.
Καινή
είναι η σάρκωσή της σε Ευχαριστιακές
Συνάξεις, σε πνευματικές «γειτονιές»
και «αδελφότητες» αυτής της Άνω Πόλεως,
στη Μεθόριο Κτιστού και Ακτίστου, που
επικράτησε να λέγονται Ενορίεςiv.
Σε συνάξεις, όπου λατρεύουν την Αγάπη
ως Θεό και τον Θεό τον εννοούν μόνο από
τις Άκτιστες Ενέργειές Του, την Αγάπη
και την Ομορφιά... [«Ο Θεός αγάπη εστί»,
«Θεός εστί Ο,τι Καλό»].
Μετά
και κατά τη λατρεία εξασκούνται στην
κλίμακα της Αγάπης, [Σέβομαι, Εμπιστεύομαι,
Νοιάζομαι, Μοιράζομαι, Φροντίζω,
Καλλωπίζω, Ελευθερώνω, Δημιουργώ],
κάθονται στην κοινή τράπεζα δεκάδες
φορές το χρόνο, τρώνε και πίνουν μαζί
τα ίδια φαγητά και ποτά διακονώντας ο
ένας τον άλλον με τη σειρά, αλλήλων
ισόδουλοι αλλήλων κύριοι, τραγουδάνε
μαζί τα «συμφωνημένα υπονοούμενά τους»,
σκαρώνουν μικροί-μεγάλοι τα «ποιητικά»
τους, πραγματεύονται και εξελίσσουν
τον «ξυνό(κοινό) τους λόγο» πεζή κι
εμμέτρως, χορεύουν με τις δικές τους
φιγούρες, ρυθμούς και τρόπους τα τραγούδια
και τους σκοπούς όλων των άλλων νησιωτών,
ερωτεύονται, γεννούν, τίκτουν και
μεγαλώνουν παιδιά, ζουν εν Χριστώ
Ελεύθεροι και Δημιουργικοί.
Μετέχοντας
ο πολίτης σε δυο πόλεις, στην ώδε και
την επιζητούμενη, την ανθρώπινη και τη
θεία, την αστοχούσα (αμαρτωλή) και την
αγία (την εύστοχη), έχει μέτρα και σταθμά
να «στιμάρει», να εκτιμήσει πρόσωπα και
πράγματα, ανθρώπους και πολιτείες,
συστήματα και πολιτεύματα. Έχει
το GPS
που λέμε σε άλλα κείμενά μας, για να
πορευθεί, με ασφάλεια και με ελευθερία,
όπου θέλει. «Όστις θέλει» άλλωστε
ακολουθεί!
Αυτήν
ακριβώς την πολιτειακή οργάνωση των
Δύο Πόλεων, συνέτριψαν οι Βα[ρ]βαροί με
την κατάργηση των Κοινών το 1833! Και ένα
άλλου είδους Κράτος εγκαθίδρυσαν, που
δεν ήταν συμβατό, δεν μπορούσε να
συνυπάρξει με την Ελληνική Πολιτική
Παράδοση και ...Προπαίδεια. Γι' αυτό λέμε
πως η Επανάσταση, που ο Ρήγας εξήγγειλε,
έμεινε ανολοκλήρωτη!
Δεν
αντικατέστησαν, οι Βαβαροί, όπως νομίζουν
οι καλοπροαίρετοι και μας υποβάλλουν
οι πονηροί, μια μορφή αυτοδιοίκησης με
μια άλλη. Δεν είναι στα σχήματα και στα
ονόματα οι διαφορές. Είναι στην ουσία
του πολιτεύματος.
Η
κατάργηση των Κοινών είναι κατάργηση
του, από πολλούς αιώνες, σφυρηλατούμενου
Ελληνικού Πολιτεύματος, του ελληνικού
τρόπου του Κοινωνείν και του Ευ Ζην, του
Ελληνικού Κοινοτισμού! Της ελληνικής
παράδοσης της Πολιτικής και των οργανικών
της σχέσεων με την Πίστη. Γι' αυτό και,
ταυτόχρονα, όπως είπαμε στο προηγούμενο
κείμενο, διαλύουν τα μοναστήρια και καταργούν τα 3/4 των ενοριώνv.
Έχοντας
εξουδετερώσει τα δύο από τα τρία «Π»
που κάνουν τους Έλληνες να είναι ο,τι
είναι [την Πολιτική και την Πίστη], μετά
έρχεται η σειρά της Παιδείας, ήγουν, του
τρόπου αναπαραγωγής της κοινωνίας. Για
να ολοκληρωθεί έτσι η αλλοτρίωση της
Ελληνικής Ιδιαιτερότητας και να
«Εξευρωπαϊστεί» πλήρως!
Σημειώσεις
i Για
περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε:
«Σιφνιακά-Επετηρίς ιστορικής ύλης της
Σίφνου», τόμος ΙΔ', Αθήναι 2006
ii Εδώ
ο επιπόλαιος της ...πόλεως, κάνει το εξής
λάθος: απορρίπτοντας ως πρόληψη την
ύπαρξη μετα-φυσικής στον τόπο που είναι
πρόσωπο του τρόπου, αποδίδει, εκών άκων,
μετα-φυσική στο κράτος(!) Η μετάθεση
αυτή είναι αναπόδραστη και γίνεται εν
τοις πράγμασι, ανεξαρτήτως των διακηρύξεων
κατά της μετα-φυσικής και υπέρ της
επιστημοσύνης.
iii Μετά
από την παράθεση της δέησης, ο επιπόλαιος
της ...πόλεως μπορεί να ισχυρισθεί ότι
οι άνθρωποι αυτοί, θεοκρατούμενοι,
εναποθέτουν την τύχη τους στο θεό και
στα θαύματά του. Ο μη επιπόλαιος όμως
βλέπει ότι εκείνοι ακριβώς είναι που
δεν εναποθέτουν τίποτα ούτε στο θεό
ούτε και στο κράτος. Εκείνοι κάνουν
ο,τι μπορούν να να διαφεντέψουν τη ζωή
τους, εδώ και τώρα, και κατορθώνοντάς
το προσφεύγουν στο θεό για βοήθεια
επικουρική. Αντίθετα ο επιπόλαιος της
πόλεως «μη έχοντας τον θεό του», τα
εναποθέτει όλα στο κράτος και στην
πολιτική και ο,τι περισσεύει το εναποθέτει
στην τύχη! Ποιος λοιπόν είναι περισσότερο
μοιρολάτρης;
iv Δεν
είναι τυχαίος ο παραλληλισμός της
Μεθορίου. Όπως δεν είναι τυχαίο που η
σφραγίδα του Κοινού φέρει την εικόνα
της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας! Ως Μεθόριος
Κτιστού και Ακτίστου υμνολογείται η
Παναγία. Η θνητή παρθένος που τίκτει
κατά σάρκαν τον Υιό του Θεού, τον
Μονογενή. Άπαξ! Οι Ευχαριστιακές Συνάξεις
είναι αυτό ακριβώς: Οι Μητέρες που
αναπαρθενεύουν, που μεταμορφώνουν, που
αλλοιώνουν καλώς τους μετέχοντες για
να γεννηθεί μέσα στις ψυχές τους και
μέσα στην ψυχή της κοινότητας ο Υιός
της Αγάπης και της Καλοσύνης.
v Ο
Χ. Γιανναράς λέει, στο Ορθοδοξία και
Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, {εκδ. Δόμος],
ότι από τα 563 μοναστήρια (ανδρών και
γυναικών) που είχε τότε το νεαρό ελληνικό
κράτος, καταργήθηκαν τα 412. Τρία απ' αυτά
που σώθηκαν ήταν γυναικεία. Από τα 18 δε
γυναικεία μοναστήρια της Ελλάδας τα
δυο, με περίπου 100 μοναχές ήταν στη
Σίφνο, και όπως είπαμε καταργήθηκαν,
οι περιουσίες δημεύτηκαν και οι μοναχές
εκδιώχθηκαν.