Από του κυρ-Γιάννη του Δρακάκη, προς τη μεθόριο Κτιστού και Ακτίστου, μετά από μερικά ούζα |
Γιώργος
Μιλτ. Σαλεμής
Έως
πότε η ξένη ακρίδα
έως
πότε κουφός Βαυαρός
θα
γυμνώνει τη δόλια πατρίδα
εγερθείτε
αδέλφια καιρός.
Θα
μας διώχνουν απ' αυτά μας τα μέρη
θα
μας διώχνουν απ' αυτή μας τη γη
φρίττουν
τ' άστρα ημέρα κι' η νύχτα ,
φρίττ'
ο ήλιος σελήνη κι' αυγή
Να
σειστούν τα βουνά και οι κάμποι
να
βλαστήσει η δούλη σου γη
κι'
απ' τα πλάγια σου γύρω , πού λάμπει
άλλος
ήλιος στην πλάση να βγει.
Τα
πουλιά που πετούν στον αέρα
δεν
φοβούνται κανένα καιρό
μόν’
φοβούνται μπαρούτι κι' ασκάλια
κι'
ένα νέο καλό κυνηγό
Οι
Σιφνιοί ποτέ δεν παρέλειψαν να τραγουδούν
αυτό το επαναστατικό κι
αντιιμπεριαλιστικό τραγούδι του 19ου
αιώνα. Το προτάσσουν, μάλιστα, σε κάθε
από τα πολλά πανηγύρια τους, σαν να
πρόκειται για ύμνο. Υπόμνηση,
παρότρυνση,προφητεία και απειλή μαζί,
αφού άλλοτε το αρχίζουν και άλλοτε το
τελειώνουν με το τετράστιχο:
«Τα
πουλιά που πετούν στον αέρα/δεν φοβούνται
κανένα καιρό/μόν’ φοβούνται μπαρούτι
κι' ασκάλια/κι' ένα νέο καλό κυνηγό».
Δεν
έχουν άδικο. Οι Βα[ρ]βαροί, όπως επισημαίνει
ο βάρδος του νησιού που μας άφησε χρόνους,
ο μπάρμπα -Γιάννης ο Κουτσουνάς (Ξανθάκης),
διέλυσαν τρία σπουδαία μοναστήρια [ένα
ανδρικό και δύο γυναικεία]i,
δήμευσαν και, στη συνέχεια, «ιδιωτικοποίησαν»
την περιουσία τους, εξεδίωξαν τους
μοναχούς και τις μοναχές, κατάργησαν
τα 3/4 σχεδόν των ενοριών τους και διέλυσαν
το από αιώνων Κοινό των Σιφνίων!
Ας
τα πάρουμε όμως με τη σειρά..
Η
Σίφνος, το 1833, όταν η Εκκλησία της Ελλάδας
έγινε Αυτοκέφαλη, είχε σαράντα τρεις
(43) ενορίες σε σύνολο 4.500 κατοίκων.
Εξυπακούεται ότι στις αντίστοιχες
ενορίες λειτουργούσαν και σαράντα τρεις
εφημέριοιii,
ενώ διεποίμενε ο μητροπολίτης Μήλου
και Σίφνου. Με τον θάνατο του τελευταίου
μητροπολίτη Καλλίνικου, στις 21 Απριλίου
1843, η Σίφνος πέρασε στη Μητρόπολη Σύρου
[Κυκλάδων].
Με
Βασιλικό Διάταγμα του 1856, το νησί
διαιρέθηκε σε 12 ενορίες.
Ενορίες
πριν τον Όθωνα
|
Ενορίες
επί Όθωνος
|
|
Πόλη
Σίφνου [Κάστρο]
|
7
|
1
|
Αρτεμώνας
|
10
|
5
|
Σταυρί
[Απολλωνία]
|
10
|
3
|
Καταβατή
|
8
|
1
|
Εξάμπελα
|
6
|
1
|
Πετάλι
|
2
|
1
|
Σύνολο
|
43
|
12
|
Σαράντα
τρεις ενορίες σε 4.500
κάτοικους σημαίνει ένας ιερέας ανά 100
περίπου άτομα, ενήλικα και ανήλικαiii.
Σημαίνει, όμως και αρκετά πράγματα
ακόμη, τα οποία, ο σημερινός άνθρωπος,
ο οποίος έχει εθιστεί στα πολλά ΑΤΜ και
στα ανάλογα υποκαταστήματα των Τραπεζών,
δεν τα αντιλαμβάνεται ούτε καν περνάνε
από τον νου του.
Σαράντα
τρεις εκκλησίες στο μικρό αυτό νησί
λειτουργούσαν Κυριακές και εορτές,
εσπερινούς, όρθρους, γάμους, βαφτίσια,
κηδείες, μνημόσυνα, αγιασμούς και ο,τι
άλλο προβλέπει η λατρεία της Ορθόδοξης
Ανατολής.
Γύρω
από τον κάθε ιερέα πρέπει να υπολογίζονται
και περί τους 4-5 ψάλλοντες, είτε μονίμως
είτε εκ περιτροπής. Διαμορφώνεται έτσι
ένας αριθμός πάνω από 200 άτομα που εκτός
του ότι ήξεραν γράμματα, ήξεραν και
βυζαντινή μουσική και υμνογραφία, το
σπουδαιότατο αυτό κομμάτι της ελληνικής
ποίησης. Και αν σκεφτεί κανείς πόσο
έχουν ωφεληθεί οι Έλληνες από την
μελοποίηση, μετά τον Πόλεμο, των μεγάλων
ποιητών, μπορεί να καταλάβει κάπως και
το πόσο ωφελούνταν εκείνοι οι Έλληνες
που κάθε λίγο και λιγάκι άκουγαν, αλλά
και έψελναν, τα αριστουργήματα αυτά της
ελληνικής γλώσσας.
Φαίνεται
άλλωστε, η επίδραση της υμνογραφίας και
της εκκλησιαστικής ζωής και στον
καθημερινό τους λόγο, στις κουβέντες
τους και στα ποιητικά τους: «Πάντα και
δια πάντα θα σε οχτρεύομαι/ως και στον
κάτω κόσμο που θα κατέβομε»..
Από
ίχνη δε στη μετα-μεσαιωνική ναοδομία,
που ανακαλύπτονται και επανεκτιμούνται
στις μέρες μας, διαπιστώνουμε ότι η
έγνοια των απλών αυτών ανθρώπων σε ένα
τόσο μικρό νησί του Αιγαίου και της
Ελληνιστικής πάλαι ποτέ Οικουμένης,
για την ακουστική των ναών, για την
ποιότητα δηλαδή του ήχου των ακολουθιών,
ήταν μεγάλη. Οι ενοριακοί ναοί, και όχι
μόνον αυτοί, ήταν πραγματικά ιερά του
τ[ρ]όπου, τελεστές νοήματος, εστίες όχι
μόνο της κοινότητας αλλά και της
γειτονιάς, ιερή ευχαριστιακή σύναξη
ζώντων και τεθνεώτων.
Αρκεί
κανείς να τους επισκεφτεί σήμερα, έστω
κι αν παραμένουν βουβοί τις περισσότερες
μέρες του χρόνου. Αρκεί να περιεργαστεί
την αισθητική τους, την αγιογραφία τους,
την αρχιτεκτονική τους, το κάλλος τους,
για να καταλάβει τι προσπαθούν να πουν
οι λέξεις χωρίς να το κατορθώνουν. Όσοι
δε πιστεύουν ότι τα ζητήματα της ψυχής
έγιναν αντικείμενο ενδιαφέροντος και
μελέτης των κοινωνιών μετά τον Φρόιντ,
κάνουν λάθος. Ο παπάς της ενορίας των
100 ατόμων, και μάλιστα εκείνης της εποχής,
είναι τελείως διαφορετικό είδος ιερωμένου
απ' αυτό που έχουμε σήμερα υπόψη μας.
Και ευτυχώς οι ιερείς της Σίφνου το
διασώζουν ακόμη.
Διαφορετικό
είδος ενορίας είναι και αυτή των 100
ατόμων στη Σίφνο, στις Κυκλάδες, πριν
ενσκήψει η «ξένη ακρίδα»iv!
Οι Σιφνιοί αν και είναι αφοσιωμένοι
στην Πίστη τους, αν και με ευλάβεια,
καλοσύνη και τρυφερότητα απερίγραπτη
ασχολούνται με τη λατρεία της Πίστης
αυτής, δεν είναι καθόλου μα καθόλου
θρησκόληπτοι. Τούτο δεν ισχύει μόνο για
το παρόν, που θα μπορούσε να πει κανείς
ότι έχει νοθευτεί το πράγμα από τη
λεγόμενη «πρόοδο» των κοινωνιών. Το
διαπιστώνουν και τότε οι ηγεσίες της
Πολιτείας και της Εκκλησίας, διαβρωμένες
ήδη από τα δόγματα των Δυτικών, του
Καθολικισμού και του Προτεσταντισμού.
Σε συμμαχία τα δυο δόγματα εξορμούν για
να αποπέμψουν την Ορθόδοξη Παράδοση.
«Ο
κόμης Άρμανσμπεργκ, Ρωμαιοκαθολικός
το θρήσκευμα αλλά και ελευθεροτέκτονας,
ρομαντικός αριστοκράτης και επικεφαλής
της Αντιβασιλείας, σύντομα θα έρθει σε
τριβές και συγκρούσεις με τον πρακτικότερα
σκεπτόμενο, μεγαλοαστό και φιλελεύθερο
προτεστάντη Μάουρερ. Αυτό που τους
διαιρεί είναι οι προσωπικές τους διαφορές
που εξελίχθηκαν σε αλληλοϋπονόμευση,
ενώ αυτό που τους ενώνει, είναι η
περιφρόνηση στους ντόπιους –διαφορετικής
ποιότητας για τον καθένα– και η απειρία
για τα πράγματα της χώρας που κυβερνούσανv».
Ο Μάουερ ανακλήθηκε από τον 1834.
Με
το υπ' αρίθμ 2330/4 Ιανουαρίου 1835, η Ιερά
Σύνοδος βάλλει «κατά των απαισίων
συνηθειών» και δίνει εντολή στον άγιο
Μήλου και Σίφνου Καλλίνικο “να
συμβουλεύσει «τους ιερείς και τους
χριστιανούς της Σίφνου ή και όπου αλλαχού
της επισκοπής γίνονται τα τοιαύτα, από
του ν' απέχωσιν από των τοιούτων Βαγχικών
τελετών, ως ανοικείων», σε αντίθετη δε
περίπτωση να μην αποφεύγει την επιβολή
εκκλησιαστικών κυρώσεων. Οι παλαιές
συνήθειες του νησιού, αυτές που είχαν
κρατήσει του Σιφνιούς στην ορθοδοξία
και τον ελληνισμό, εθεωρούντο πλέον
αντιχριστιανικές. Η απαγόρευση, όπως
ήταν φυσικό, δυσαρέστησε τους κατοίκους”,
επισημαίνει ο Σίμος Συμεωνίδηςvi.
Μετά
τις ενορίες σειρά είχαν τα μοναστήρια.
Η
ντιρεκτίβα, «εξευρωπαϊσμού» θα λέγαμε
σήμερα, έχει δύο φάσεις:
α)
Για τα ανδρικά, να καταργούνται όσα
έχουν μέχρι 6 μοναχούς και να μαζεύονται
σε ένα. Έτσι καταργήθηκε το μοναστήρι
του Αγίου Αρτεμίου και οι τέσσερις
γέροντες κατέφυγαν στη Μονή της Βρύσης
και στον Προφήτη Ηλία τον Ψηλό.
β)
Για τα γυναικεία, να καταργούνται όλα
ανεξάρτητα από το πλήθος των μοναζουσών
και να συγκεντρώνονται σε τρία μοναστήρια
για όλη την τότε επικράτεια. Διατηρήθηκαν
ένα στη Ρούμελη, ένα στο Μοριά και ένα
στις Κυκλάδες, στη Θήρα. Όσες μοναχές
δεν θέλανε έπρεπε να γυρίσουν στα σπίτια
τους και οι νεώτερες μπορούσαν και να
...παντρευτούν!
Όπως
εύκολα καταλαβαίνει ο αναγνώστης αυτό
προκάλεσε θλίψη και οργή όχι μόνο στις
ακτήμονες και ηλικιωμένες καλόγριες
αλλά και στους κατοίκους του νησιού.
Πώς θα μπορούσαν να ζήσουν οι γερόντισσες
εκείνες που από χρόνια είχαν φύγει από
τα σπίτια τους και δεν είχαν οτιδήποτε
για να μπορούσαν να στηριχθούν;
Την
κατάσταση αυτή χειροτέρευσε ακόμη ένα
γεγονός ιδιαίτερα προκλητικό. Η περιουσία
των μονών, η οποία, με βάση την απόφαση
περνούσε αυτομάτως στο Κράτος, εκτέθηκε
σε πλειστηριασμό ενοικιάσεως και
κατεκυρώθη στον πλειοδότη Ιωάννη
Προβελέγγιο. Τα κτήματα των γυναικείων
μονών νοικιάστηκαν για είκοσι έτη αντί
των 19.230 δρχ και τα κτήματα του Αγίου
Αρτεμίου, για δεκαπέντε χρόνια αντί
1.770 δρχ! Μακροχρόνια μίσθωση, που θα
λέγαμε σήμερα.
Ποιος
είναι όμως ο Ιωάννης Προβελέγγιος που
«ξαφνικά» γίνεται τσιφλικάς του νησιού,
όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Σίμος
Συμεωνίδης, και αργότερα και δήμαρχος
του νησιού;
Η
οικογένεια των Προβελέγγιων είναι
Φλωρεντινής καταγωγής και εγκαθίστανται
στο Αιγαίο από τρεις αιώνες πριν. Στη
Σίφνο εμφανίζονται περί το 1670. Ο Ιωάννης
είναι γαμπρός του Νικολάου Χρυσόγελου,
Διδάσκαλου του Γένους, αφού είχε πάρει
την κόρη του Αικατερίνη, πατέρας του
ποιητή Αριστομένη Προβελέγγιου, αδερφός
δε του Κωνσταντίνου Προβελέγγιου, ενός
πολύ σημαντικού ανθρώπου που μετά τις
εξαιρετικές σπουδές του στην Ευρώπη
καταλήγει «αρχηγός της ελληνικής
καμαρίλας» του Όθωνα, ενώ φέρεται και
ως προσωπικός του φίλος που ήρθε μαζί
με την συνοδεία τους στο Ναύπλιο.
«Ο
Κωνσταντίνος Προβελέγγιος γεννήθηκε
στο Κάστρο της Σίφνου. Σπούδασε Νομικές
και Πολιτικές Επιστήμες στην Πίζα και
Γένοβα της Ιταλίας και εν συνεχεία, επί
οκτώ χρόνια, στη Βαυαρία και την Πρωσσία.
Ανακηρύχθηκε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου
της Χαϊδελβέργης και επέστρεψε στην
Ελλάδα με την ακολουθία του Όθωνος.
Διορίσθηκε γενικός γραμματεύς του
(πρώτου) Συμβουλίου Επικρατείας και
ήταν μέλος του Ανακτοβουλίου του Όθωνος.
Το 1835 διορίζεται μέλος της επιτροπής
για τη σύνταξη του Αστικού Κώδικος ενώ
τον Σεπτέμβριο 1836 συμμετέχει σε επιτροπή
για την τροποποίηση του Γαλλικού Αστικού
Κώδικος «...διὰ νὰ ἐφαρμοσθῇ εἰς
τὴν Ἑλλάδα».
Το
1837 διορίζεται καθηγητής της Νομικής
Σχολής. Μετά την επανάσταση της 3ης
Σεπτεμβρίου 1843 πολιτεύεται και εκλέγεται
μέλος της Εθνοσυνέλευσης και γερουσιαστής.
Είχε στενούς δεσμούς με το Γαλλικό
κόμμα. Διατέλεσε Υπουργός Δικαιοσύνης
(1852), Οικονομικών (1853) και Εσωτερικών
(1857-1859 και από 26-1 έως 24-5-1866). Μετά την
παραίτησή του από το Υπουργείο Εσωτερικών,
περί τα μέσα 1866, διορίζεται Εισαγγελεύς
του Αρείου Πάγου και υπηρετεί έως το
1873. Κατά μήνα Απρίλιο 1870 γνωμοδότησε
ότι, κατά το Σύνταγμα, η κυβέρνηση δεν
είχε δικαίωμα να αμνηστεύσει τους ληστές
Αρβανιτάκηδες οι οποίοι είχαν απαγάγει
και κρατούσαν ομήρους, στην περιοχή
Δήλεσι, τον λόρδο και τη λαίδη Muncaster
και για την απελευθέρωση τους αξίωναν
να τους χορηγηθεί αμνηστία.
Ήταν
θείος του ποιητή Αριστομένη Προβελέγγιου.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρων ήταν ο λόγος που
εκφώνησε την 21ην Ιανουαρίου 1846 ενώπιον
της Βουλής, αναφερόμενος στην κατάσταση
και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης,
στο αμετάθετο των δικαστών και τη
διάκριση μεταξύ χάριτος και αμνηστίας.
Την 18η Οκτωβρίου 1846, ενώπιον των κατοίκων
της Σίφνου, προέβη σε λογοδοσία για τα
όσα είχε εισπράξει από βουλευτικούς
μισθούς τους οποίους και διέθεσε εξ
ολοκλήρου για την κατασκευή δημοτικού
λοιμοκαθαρτηρίου στη Σίφνο.
Είχε
κατηγορηθεί ως αρχηγός της ελληνικής
μερίδας της «καμαρίλας» του Όθωνοςvii».
Εκείνος,
λοιπόν, ο σημαντικός άνθρωπος, ο οποίος
ωστόσο μάχεται με πείσμα για τον
«εξευρωπαϊσμό» και των «εκσυγχρονισμό»
του ελληνικού τρόπου ζωής, είναι ο
δεύτερος κρίκος που συνδέει τα «Σκιαδικά»
με τη Σίφνο. Ο πρώτος είναι τα ίδια τα
ψαθάκια, τα σκιάδια, που κατασκευάζονται
από τη σιφνιακή οικοτεχνία και πλήττονται
από την άρση του προστατευτισμού και
την «ελεύθερη αγορά», την οποία επιβάλλουν
...δια ροπάλου οι εισαγωγής αυστριακών
«μοδάτων» ψηλών καπέλων.
“
Το
διήμερο 10 και 11 Μαΐου του 1859 έμεινε στην
ιστορία για τα επεισόδια που σημειώθηκαν
ανάμεσα σε φοιτητές και την αστυνομία
στην Αθήνα, γνωστά και ως «Σκιαδικά».
”Όλα ξεκίνησαν από τον τότε υπουργό
Εξωτερικών, Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή. Ο
Ραγκαβής τόνιζε την ανάγκη στήριξης
της εγχώριας παραγωγής και, ως παράδειγμα,
έλεγε πως οι Έλληνες θα πρέπει να
επιλέγουν να φορούν τα ντόπια ψάθινα
καπέλα, τα λεγόμενα «σκιάδια», που
κατασκευάζονταν στη Σίφνο και όχι τα
εισαγόμενα από το εξωτερικό. Ο γιος του
ακολούθησε τη συμβουλή του πατέρα του
και εκείνος και η παρέα του άρχισαν να
φορούν τα σκιάδια στις βόλτες τους στο
Πεδίο του Άρεως.
Τα
σκιάδια έγιναν γρήγορα σήμα κατατεθέν
της προοδευτικής νεολαίας της Αθήνας,
των «Γαριβαλδινών», που έτσι δήλωνε την
αντίθεσή της στον Όθωνα. Στον αντίποδα,
η καθεστωτική νεολαία («Αυστριακοί»)
φορούσε άσπρα ψηλά καπέλα. Η αστυνομία
χαρακτήριζε όσους φορούσαν σκιάδια ως
συνωμότες.
Την
Κυριακή 10 Μαΐου στο Πεδίο του Άρεως
μπροστά στο βασιλικό ζεύγος και ενώ
έπαιζε η στρατιωτική μπάντα εμφανίζονται
ομάδες νέων φορώντας τα ψάθινα καπέλα
από τη Σίφνο.
Εισαγωγείς
καπέλων θέλοντας να διακωμωδήσουν τους
νεαρούς έστειλαν υπαλλήλους τους να
εμφανιστούν με κουρελιασμένα σκιάδια
με γαλανόλευκες κορδέλες. Πολύ γρήγορα
δημιουργήθηκε ένταση μεταξύ των δύο
ομάδων και αμέσως «...ο διευθυντής της
αστυνομίας διέταξεν τους κλητήρας του
να επιτεθούν κατά των μαθητών, εξ ών
τινάς συνέλαβον δια να τους φυλακίσωσι»
όπως γράφει η εφημερίδα «Αυγή» μία ημέρα
μετά.
Η
ένταση μεταφέρεται στα Εξάρχεια. Όπως
γράφει ο Άλκης Ρήγος στην «Αυγή» το
2007, «οι ξυλοδαρμένοι πολιορκούν το
αστυνομικό τμήμα της Νεάπολης και
απαιτούν την αποφυλάκιση των τριών
συναδέλφων τους που έχουν συλληφθεί
χτυπιούνται και πάλι άγρια, υποχωρούν
προς το κέντρο της πόλης ανασυγκροτούνται
στο θρυλικό καφενείο «Η Ωραία Ελλάς»
στη διασταύρωση Ερμού και Αιόλου, από
όπου «ανήλθον την οδό Ερμού ...εις
διαδήλωσιν κατά των ανακτόρων, επιζητούντες
την απόλυσιν των συλληφθέντων και την
παύσιν του διευθυντού της αστυνομίας
Δημητριάδου».
Οι
διαδηλώσεις συνεχίζονται και την επόμενη
ημέρα. Μαθητές, φοιτητές και πλήθος
κόσμου συγκεντρώθηκαν στα Προπύλαια
και με πορεία έφτασαν στο υπουργείο
Εσωτερικών ζητώντας από τον τότε υπουργό
Κωνσταντίνο Προβελέγγιο πάλι την παύση
του αστυνομικού διευθυντή Αθηνών
Δημητριάδη και την απελευθέρωση των
συλληφθέντων.
Μην
έχοντας μία θετική απάντηση από τον
Προβελέγγιο, παρά μόνο μια δέσμευση ότι
θα εξετάσει το αίτημά τους, οι διαδηλωτές
ζήτησαν ακρόαση από τον Όθωνα. Όταν κι
εκείνος αρνήθηκε η κατάσταση ήταν ήδη
τεταμένη.
Στη
διαδήλωση συμμετέχουν πια «όλαι αι
τάξεις της κοινωνίας από του γερουσιαστού,
κτηματίου και μεγαλεμπόρου μέχρι του
τελευταίου χειρώνακτος» σύμφωνα με τον
αντιπολιτευόμενο Τύπο.
Όπως
αναφέρει ο Α. Ρήγος, η σύγκρουση γενικεύεται
μέχρι αργά την νύκτα οπότε και οι
διαδηλωτές - μεταξύ των 4 και 10 χιλιάδων
- μετά από παρέμβαση του Κωνσταντίνου
Κανάρη υποχωρούν στο χώρο των Προπυλαίων
Ακολουθεί η πρώτη κατάληψη του
Πανεπιστημιακού κτιρίου.
Λίγο
αργότερα ο στρατός και η χωροφυλακή
εισβάλουν πυροβολώντας στο Πανεπιστήμιο.
«Ακολουθούν
συγκρούσεις σώμα με σώμα που αφήνουν
βαριά τραυματισμένους δύο φοιτητές και
καταλήγουν σε κατάληψη τμήματος του
Πανεπιστημίου από τις δυνάμεις...της
τάξης», αναφέρει ο Α. Ρήγος.
Τα
παραπάνω προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις.
Ο γερουσιαστής Δημήτριος Χρηστίδης
χαρακτηρίζει την έφοδο του στρατού στο
Πανεπιστήμιο ως πράξη «κατά του ασύλου
των επιστημών» καθώς το Πανεπιστήμιο
είναι «ναός του πνεύματος» και πρέπει
να απολαμβάνει το προνόμιο του απαραβίαστου
για τους πάντες. Ήταν μία από τις πρώτες
αναφορές στη χώρα μας για το πανεπιστημιακό
άσυλο.
Η
αγορά κλείνει, κόσμος συγκεντρώνεται
στο Πανεπιστήμιο ως ένδειξη συμπαράστασης
ενώ η αστυνομία προχωρά σε συλλήψεις.
Το υπουργικό συμβούλιο συνεδριάζει υπό
την προεδρία του πρωθυπουργού Αθανάσιου
Μιαούλη και σε μια προσπάθεια να εκτονώσει
την κατάσταση απομακρύνει από τη θέση
του τον αστυνομικό διευθυντή και
απελευθερώνει τους τρεις συλληφθέντες
του Πεδίου του Άρεως. Την ίδια στιγμή
ωστόσο, η κυβέρνηση παραπέμπει 38 άτομα
κάθε κατηγορίας σε δίκη ως πρωταίτιους
των ... «στασιαστικών ενεργειών», όπως
τονίζει ο Α. Ρήγος.
Ο
Υπουργός Παιδείας Χ. Χριστόπουλος
αποφασίζει να κλείσει το Πανεπιστήμιο
και να εγκατασταθεί στο εσωτερικό του
στρατιωτική φρουρά. Το απόσπασμα
παρέμεινε στο χώρο του Πανεπιστημίου
μέχρι τις 16 Μαΐου. Τα «Σκιαδικά» αποτέλεσαν
την πρώτη δυναμική εκδήλωση του φοιτητικού
κόσμου κατά των μεθόδων του καθεστώτος.
Ένα ευρύτερο κίνημα νεολαίας εμφανίζεται
δυναμικά στην πολιτική σκηνή στο οποίο
-όπως παρατηρεί ο Α. Δημαράς- εμφανίζονται
όλα εκείνα τα στοιχεία που θα συναντάμε
από δω και πέρα σε κάθε φοιτητική
εξέγερση, μέχρι τις μέρες μας”viii.
Τα
«Σκιαδικά» είναι πολύ μεγαλύτερης
έκταση από την έκταση αυτής της μικρής
περίληψης μιας ενημερωτικής ιστοσελίδας.
[Μια
πολύ καλή παρουσίαση υπάρχει εδώ].
Από πολλούς πια θεωρούνται η αρχή των
γεγονότων που οδήγησαν στην έξωση του
Όθωνα. Σίγουρα είναι γεγονότα με πολλά
σημειολογικά επίπεδα. Νομίζω ότι δεν
είναι τυχαίο ούτε το ότι τα ντόπια
προϊόντα αντιπαρατίθενται στα ξένα από
όσους αντιπολιτεύονται την βαβαροκρατία,
ούτε ότι τα αντιπαρατιθέμενα ντόπια
προϊόντα κατασκευάζονται στην ιδιαίτερη
πατρίδα του πανίσχυρου και επιφανούς
άνδρα της εποχής εκείνης, ο οποίος εκείνη
τη στιγμή τυγχάνει υπουργός των
Εσωτερικών.
Τα
«Σκιαδικά» δεν είναι όμως ...σημαδιακά
μόνο. Άπτονται, όλων των καίριων ζητημάτων
που αντιμετωπίζει ο τ[ρ]όπος μας από
καταβαλής του ελληνικού κράτους.
Οι
Βα[ρ]βαροί πρίγκιπες έρχονται να γίνουν
σύμβολα του Έθνους στο όνομα των οποίων
καλείται να ενωθεί. Γερμανοί των δύο
κυρίαρχων και αλληλοσυγκρουόμενων
τάσεων, του Καθολικισμού και του
Προτεσταντισμού, έρχονται για να
εφαρμόσουν σε μας «την τάξη και το
νόμο». Αθρόες μεταφράσεις γαλλικών
νόμων [αυτό το λέει ο Χ. Γιανναράς]
έρχονται αυτούσιες να εγκιβωτίσουν σε
προκρούστειες κλίνες την πολύπλοκη και
ποικιλόμορφη «ελληνική ιδιαιτερότητα».
Ανθρώπινα δικαιώματα, παρ' όλα αυτά, δεν
υπάρχουν και όταν αυτά τίθενται στην
ημερήσια διάταξη αμφισβητούνται εκ
βάθρων. Πχ., αμφισβητείται το δικαίωμα
των μαθητών και των φοιτητών, των παιδιών
των αγωνιστών της Επανάστασης, να
διαδηλώνουν και να έχουν πολιτικές θέσεις,
την ίδια στιγμή που ένας συνομήλικός
τους εστάλη στο θρόνο της Ελλάδος για
να την κυβερνήσει! Το πανεπιστημιακό
άσυλο ως ιδέα είναι αυτονόητη σε μια
σειρά διανοούμενους αλλά αυτό δεν
εμποδίζει τον υπουργό να μεταβάλλει το
Πανεπιστήμιο σε στρατώνα επί τέσσερις
μέρες. Οι ειδυλλιακές παραστάσεις της
Σίφνου, οι γνώσεις, η μόρφωση, ακόμη και
η προσωπική εντιμότητα ενός σημαντικού
ανθρώπου δεν τον εμποδίζουν από την
υιοθέτηση πολιτικών επιλογών τέτοιων
που καταστρέφουν ο,τι τον έφερε από την
ανυπαρξία στην ύπαρξη, τον Κοινό Λόγο
του Τ[ρ]όπου του, που σύμφωνα με τον
Ηράκλειτο: «τοῦ λόγου δ᾽ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἱδίαν ἔχοντες φρόνησιν».
Οι
Βαβαροί όμως, δεν σταμάτησαν μόνο στις
δύο μεγάλες ταυτοτητο-ποιητικές
παραδόσεις των Ελλήνων, την Πίστη και
την Παιδεία. Έπληξαν και την τρίτη, το
τρίτο «Π» του «Τ[ρ]όπου: την Πολιτική.
Κατάργησαν το 1833 τα Κοινά των Ελλήνων!
Μέσα σ' αυτά ήταν και το Κοινό των Σιφνίων.
Ο
Σίμος Συμεωνίδης δίνει πολλά στοιχεία
στα «Σιφνιακά», ιδιαίτερα όμως σε ένα,
το ΙΔ/2006, συνοψίζει τα στοιχεία και
παρουσιάζει μια εικόνα για τη δομή του
και τη λειτουργία του.
Το
Κοινό των Σιφνίων, είναι το νομικό
πρόσωπο της αυτονομίας και της
αυτοδιοίκησης της νήσου! Είναι το νομικό
πρόσωπο του Ελληνικού Κοινοτισμού
έναντι του οποιουδήποτε επικυρίαρχου.
Είναι αυτά τα «αυτόνομα μέρη μέσα στην
Τουρκοκρατία» που μας λέει ο Διονύσης
Σαββόπουλος ότι έχουμε τον παππού μας.
Είναι, μαζί με την Πίστη και την Παιδεία,
το «δια του Σταυρού μας πολίτευμα»,
εκείνο που δεν χρειάζεται ούτε εξουσία
άνωθεν και έξωθεν, ούτε πολύ περισσότερο
βία, για να λειτουργήσει. Αυτό το βλέπει
κανείς παντού και σήμερα ακόμη στη
Σίφνο. Το βλέπει όμως και όταν την
περιηγηθεί και την ψηλαφήσει, όταν
ανακαλύψει τι έχει γίνει από τους ίδιους
τους Σιφνιούς όχι γιατί κάποιος νόμος
το επέβαλε αλλά γιατί οι ίδιοι το
ιεράρχησαν στις ανάγκες τους και
συνεργάστηκαν για να το πραγματοποιήσουν.
Ένα
από αυτά είναι και η καθαριότητα του
νησιού, των σπιτιών, των εκατοντάδων
εκκλησιών και των ίδιων των Σιφνιών.
Όποιος πάει σήμερα στη Σίφνο, αυτό είναι
το πρώτο που διαπιστώνει: ότι είναι ένα
πεντακάθαρο και νοικοκυρεμένο νησί,
πέρα απ' οτιδήποτε άλλο. Το ίδιο ακριβώς
όμως διαπιστώνει, τον Αύγουστο του 1711,
ο αποστολικός επισκέπτης Vincenzo
Castelli στην
έκθεσή του:
«...ηπόλη (εννοεί το Κάστρο) βρίσκεται υψηλάσε ωραία τοποθεσία, όπως και τα χωριά
στα οποία (οι κάτοικοι) διατηρούν τα
σπίτια με μεγάλη καθαριότητα, όπως και
τους εαυτούς τους, αν και φτωχοντυμένοι.
Θεωρούνται οι πλέον αξιέπαινοι από
όλους τους νησιώτες, γιατί διατηρούν
με μεγάλη φροντίδα τις εκκλησίες τους,
ώστε να μπορείς να πεις ότι είναι το
παράδειγμα σε όλο το Αρχιπέλαγος...»ix
Σημειώσεις:
i
«Διελύθησαν δε κατά το έτος 1833 έτεραι
δύο, ήτοι η του Ιωαν. Χρυσοστόμου και η
του Ιωαν. Θεολόγου, η επιλεγομένη και
του Μογκού» (Κ. Ι. Γκιών, Ιστορία
της νήσου Σίφνου,
ανατύπωση: Σύνδεσμος Σιφνίων, 1995, σελ
164)
iiΣε
μια απογραφή του 1828 εμφανίζονται 43 συν
1 ακόμη ιερέας
iiiΟι
ναοί είναι κι αυτοί μικράς κλίμακας
και χωρούν από 20 έως 250 άτομα.
ivΗ
διαφορετικότητα των τότε ενοριών σε
σχέση με τις σημερινές είναι ένα τεράστιο
θέμα και έχει πολλές πλευρές και επίπεδα.
Απαιτεί μια ξεχωριστή μελέτη και
ανάλυση.
v«Το
μοναστηριακό ζήτημα στο ελεύθερο
ελληνικό κράτος κατά την περίοδο της
Αντιβασιλείας του Όθωνος (1833-1835)»,
Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, π.
Γεώργιος Εμμ. Προύζος
viΙστορία
της Σίφνου, Σίμος Μιλτ. Συμεωνίδης,
αυτοέκδοση, Αθήνα 1990
vii
"Η Εισαγγελία" του Παναγιώτη
Γ.Δημόπουλου, Εισαγγελεύς του Αρείου
Πάγου ε.τ. , β΄έκδοση σελ.159
viii
Tvxs.gr 11/5/2017
ixΣιφνιακά-Επετηρίς
Ιστορικής Υλης της Σίφνου, ΙΔ',Αθήνα
2006, «Η Πολιτική και
η Κοινοτική Διοίκηση στη Σίφνο κατά
την Τουρκοκρατία» - Σίμος Μιλτ.
Συμεωνίδης