Η ηθική και κοινωνική σημασία της
Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
Όταν τα 'σκιαζε η φοβέρα...
Τη δεκαετία του '70 οπού
η δική μας γενιά ανδρώνονταν, δεν υπήρχαν
γραπτές πηγές για την Αντίσταση. Φαίνεται παράξενο; Είναι! Δεν
μπορούσε κανείς να ψάξει να βρει ένα
δύο βιβλία και μέσα απ' αυτά να
“αναρριχηθεί” στον ιστό της ιστορίας,
τη γενικότερη και, ιδίως, εκείνη της μικρής
πατρίδας. Ο λόγος ήταν η δικτατορία και
όλο το φαύλο και ξενοκίνητο καθεστώς
που επικράτησε μετά τα Δεκεμβριανά. Οι
διώξεις και οι απαγορεύσεις (λογοκρισία)
επί δεκαετίες, καθιστούσαν αδύνατη τη
καταγραφή των εμπειριών και των απόψεων
των συντελεστών της επικής αντίστασης
κατά της τριπλής κατοχής. Λίγοι αγωνιστές
πήραν την πένα και ακόμη λιγότεροι
μπόρεσαν να δουν τυπωμένη τη δουλειά
τους. Επί χούντας των συνταγματαρχών,
των γελοίων άμα και επικίνδυνων αυτών
στοιχείων, απαγορεύτηκε η κυκλοφορία
και η κατοχή τέτοιων βιβλίων και η έντυπη
ιστορία σίγησε για άλλη μια δεκαετία.
Βιβλία όπως το Αντάρτης στα βουνά της
Ρούμελης του Νικηφόρου, ο ΕΛΑΣ
του Σαράφη, το πολύτομο του Φώτη Βερμαίου,
χάθηκαν εν μια νυκτί, κυριολεκτικά. Όσοι
τα είχαν είτε τα έκαψαν μόνοι τους είτε,
οι πιο τολμηροί, τα έθαψαν σε κάποιο
μέρος του σπιτιού, για τον φόβο των
“Ιουδαίων”. Και ήταν πραγματικοί
“Ιουδαίοι”, με την ευαγγελική έννοια,
εκείνοι και οι οπαδοί τους, κι ας
διακατέχονται από μίσος για τους Εβραίους
και βαθύ αντισημιτισμό. Από την πρώτη
μέρα της χούντας, με λίστες προγραφών
“εγκαίρως” καταρτισμένες, γύριζαν με
τους χωροφυλάκους στα σπίτια των
“αντεθνικώς σκεπτομένων” και τα μεν
βιβλία κατάσχονταν οι δε αναγνώστες
του όδευαν σε διάφορες κατευθύνσεις
ανάλογα με το πόσο “επικίνδυνους”
κομμουνιστές τους είχε χαρακτηρίσει ο
αντίστοιχος χαφιές....Μα ναι, είχε ο
καθένας τον χαφιέ του!
Το τι έγινε λοιπόν στην
κατοχή, γενικότερα αλλά και σε κάθε
περιοχή, έμεινε στην αφάνεια, έμεινε
άγνωστο ουσιαστικά μέχρι την δεκαετία
του '90. Η δεκαετία του '80 ήταν γόνιμη σε
παραγωγή μονογραφιών αλλά οι πολιτικές
διαμάχες δεν άφησαν χώρο για την ιστορία,
για τα ίδια τα γεγονότα. Το αν θα
νομιμοποιηθεί η Εθνική Αντίσταση, ποιος
θα είναι ο χαρακτήρας αυτής της
νομιμοποίησης, αν θα κουτσουρευτεί και
θα ευνουχιστεί, ήταν τα “τεράστια
ζητήματα” που σκίαζαν την ίδια την
Αντίσταση. Οι ίδιοι οι αγωνιστές
πολώθηκαν σε πολλά δίπολα, ετεροχρονισμένα
πολλά φορές αφού η παρανομία δεν επέτρεψε
να “λυθούν” οι διαφορές το '50, το '60 και
το '70.
Όλα αυτά, λοιπόν, που
σήμερα φτάνουν μέσα στα σπίτια μας και
σε οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου, τότε,
ήταν άγνωστα ή κάτι σαν θρύλοι που
ακούγονταν δίπλα στη σόμπα ή στο τζάκι,
ψιθυριστά, από τους μεγαλύτερους που
τα είχαν ζήσει ή τα είχαν διαβάσει.
Εγώ, για παράδειγμα,
ήξερα από παιδί την ύπαρξη του Αντάρτη
στα βουνά της Ρούμελης αλλά ποτέ δεν
το είχα δει ούτε ήξερα ποιος το έχει για
να το αναζητήσω. Όταν έμαθα και του το
ζήτησα, το είχε πλέον χάσει κι αυτός.
Τον Ορέστη, τον είχα κι εκείνον ακουστά
και μάλιστα σε κάθε αναφορά του ονόματος
κάποιος έσπευδε, με πικρία, να συμπληρώσει
τους στίχους: «Ορέστη το ντουφέκι σου
να μη το παραδόσεις... μ' αυτό θα μας
ελευθερώσεις»1.
Κάποια στιγμή, μετά τη μεταπολίτευση,
έμαθα και για τις δημοσιεύσεις του στην
“Απογευματινή” αλλά ποτέ και κανείς,
από τους αφηγητές ή τους συγγραφείς,
δεν μπόρεσε να μου μεταδώσει τον όγκο
και τη σπουδαιότητα του κολοσσιαίου
εκείνου έργου, το οποίο, στο κάτω κάτω,
ήταν και νόμιμα δημοσιευμένο. Για πολλά
χρόνια νόμιζα ότι επρόκειτο για κάποιο
μικρό αφιέρωμα λίγων ημερών και υπό
τύπο συνεντεύξεως. Τον Φώτη Βερμαίο,
τον έμαθα μετά την μεταπολίτευση χωρίς
να έχω πλήρη εικόνα για το τι ήταν ακριβώς
ο Φώτης και ποια ήταν η εκπληκτική του
δράση στα μέρη μας και στην ευρύτερη
περιοχή. Φαντάζομαι ότι αυτό εξακολουθεί
να συμβαίνει και με τους περισσότερους
από τους αναγνώστες τούτων των αράδων.
Σιγά σιγά, λοιπόν, κι
“από τα κάτω” άρχισε να ιστορείται η
εικόνα της αντίστασης στην περιοχή της
ΑττικοΒοιωτίας και οι διάφοροι συντελεστές
να “καταθέτουν”, οι περισσότεροι νεκροί
ήδη από χρόνια, τις απόψεις τους, τις
εμπειρίες τους και τις ιδιαίτερα
σημαντικές, για μένα τουλάχιστον, “μικρές
λεπτομέρειες”. Ήδη, φίλε αναγνώστη, θα
έχεις καταλάβει τη σημασία και την
ομορφιά αυτών των μικρών λεπτομερειών
από τα τρία κείμενα για τη Μάχη της
Πύλης- του Ορέστη, του Αλέξανδρου και
του Φώτη- που αναρτήθηκαν, ακριβώς γι'
αυτό τον λόγο, τις προηγούμενες μέρες.
Ενώ λίγο πολύ λένε τα ίδια πράγματα γύρω
από τη μάχη, οι λεπτομέρειες, οι εικόνες,
τα περιστατικά, που συμπληρώνει ο καθένας
τους, μας διευρύνουν τη μεγάλη τοιχογραφία,
το “φρέσκο”. Ο “φακός” μας γίνεται
ευρυγώνιος και μας επιτρέπει να “δούμε”
κι άλλα πράγματα πέρα από το κυρίως
θέμα...Τις κοινότητες των Αρβανιτών των
Δερβενοχωρίων, τις σχέσεις τους με τους
Αντάρτες, τις σχέσεις τους με τους
κατακτητές, την κίνηση από και προς την
Αθήνα τόσο των αντιστασιακών όσο και
των απλών ανθρώπων κλπ.
Τελευταίο μου απόκτημα,
στη σειρά των αφηγήσεων και των τεκμηρίων
από τα σωζόμενα αρχεία της αντίστασης,
είναι αυτή η προρρηθείσα έγγραφη
μαρτυρία του Ορέστη. Πραγματοποιώντας
ένα όνειρο ζωής θα έλεγα, κατάφερα πέρσι
να κάνω μια πρώτη “γνωριμία” με το έργο
αυτό, να κρατήσω εκτενείς σημειώσεις
που καταλαμβάνουν τις σελίδες πέντε
τετραδίων και να το ψηφιοποιήσω. Δεν
ξέρω αν θα το δω ποτέ τυπωμένο αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Οι εντυπώσεις
μου ξεπέρασαν κάθε προσδοκία. Όχι μόνο
στην αποσαφήνιση πολλών πτυχών των
γεγονότων αλλά και στην ευρύτερη αντίληψη
που είχα για τις πολιτικές τους αφετηρίες
ή προεκτάσεις. Οι παρατηρήσεις του
Ορέστη φτάνουν πολύ πολύ μακριά και
αγγίζουν με ενδιαφέροντα τρόπο την
“ανθρωπολογία” της Αντίστασης.
Ταυτόχρονα αποτελούν έναν ύμνο στην
Αρβανιτιά - το άλλο αγαπημένο θέμα στο
οποίο έχω εντρυφήσει ειδικά τα τελευταία
χρόνια- ως φορέα της ελληνικής στρατιωτικής
παράδοσης. Ο Ορέστης δηλώνει από τις
πρώτες σελίδες ότι, αποστρατευόμενος
από τον ΕΛΑΣ, μια ιδιότητα αρκείται να
κρατήσει, αυτή του Αρβανίτη. Η
“αρβανιτοποίησή” του για την οποία
άκουσε πολλές κατσάδες από τα ηγετικά
κομματικά στελέχη, είχε ήδη συντελεστεί
πλήρως και προπαντός εκουσίως!
Ο Στέφας Μαλιάτσης, κάτι μεταξύ ήρωα και άγιου
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο
όπου, θέλοντας και μη, η ιστορία σιωπούσε,
ο απόηχος της Μάχης της Πύλης έφτασε
στη γενιά μας καθυστερημένα και ψιθυριστά αλλά ευτυχώς όχι εντελώς αργά. Ίσα ίσα για να σώσει το τραγικό πρόσωπο του πατέρα που καλείται
να θυσιάσει τον γυιο για χάρη της πατρίδας
και της ελευθερίας. Η θεία οικονομία
διέσωζε, κόντρα στους σταυρωτήδες, το
ανθρωπολογικό παράδειγμα “ίνα μη το
κακόν αθάνατο γένηται” και η Αρβανιτιά
ξεπέσει να έχει πρότυπο παλληκαριάς
τον ανθρωποφάγο συνεργάτη των Γερμανών
και όχι τον αγωνιστή της ελευθερίας
που δεν διστάζει να θυσιάσει και το
σπλάχνο του γι' αυτή, πόσω μάλλον να
συμμαχήσει “και με τους Γύφτους”, όπως
θα έλεγε κι ο Μακρυγιάννης. Όπου “Γύφτοι”
εδώ εννοούνται οι κομμουνιστές.
Τα λοιπά στοιχεία της
Μάχης τα μαθαίναμε σιγά σιγά και
εξακολουθούμε να τα μαθαίνουμε.
Ας τα βάλουμε λοιπόν
σε μια σειρά.
Η τραγωδία έχει πατρίδα, τη Βοιωτία
Δεν λέω κάτι καινούργιο
με την διαπίστωση αυτή. Μπορεί οι τραγωδοί
να είναι Αθηναίγοι, οι τραγωδίες τους
όμως είναι...Θηβαίικες και Βοιωτικές.
Μια απ' αυτές, η της Ιφιγένειας εν Αυλίδι
θέτει το τραγικό δίλημμα ανάμεσα στο
συμφέρον των πολλών και το συμφέρον των
λίγων. Ανάμεσα στο συμφέρον της κοινωνίας
και στο συμφέρον της οικογένειας και
του ατόμου. Και το θέτει με τον πλέον
ακραίο τρόπο. Εκείνος που καλείται, από
τους ίδιους τους θεούς, να λύσει την
αντίφαση είναι ο πατέρας και πολέμαρχος!
Την ίδια ακριβώς αντίφαση κλήθηκε,
εκείνο το πρωί της 16ης Οκτωβρίου του
1943, να λύσει και ο αρχηγός του εφεδρικού
ΕΛΑΣ της Πύλης, ο Στέφας Μαλιάτσης. Ο
σύγχρονος άνθρωπος, μέσα στην αυτοθέωσή
του, μέσα στην αλαζονεία της βουλησιοκρατίας
του και στις θριαμβολογίες του πως τάχα
“σκότωσε τον θεό”, έχει χάσει την
αίσθηση του τραγικού. Δεν μπορεί να
καταλάβει ότι “δεν μπορεί πάντα να
κάνει ό,τι θέλει” και πολύ περισσότερο
δεν μπορεί να καταλάβει ότι έρχονται
στιγμές στις οποίες όποια απόφαση κι
αν πάρει είναι λάθος και κάτι παραπάνω...ίσως
είναι έγκλημα. Έγκλημα, λάθος, κακό....."ου
παντός κακόν. Προς τι μεν κακόν προς τι δε ου κακόν”, μας λέει ο μέγας Μάξιμος ο
Ομολογητής. Ο Στέφας παίρνει τη θέση
του δίπλα στον Αγαμέμνονα, ίδιος κι
απαράλλακτος ομηρικός ήρωας κι αυτός,
και καλείται να αποφασίσει τίνος το
καλό θα υπηρετήσει. Αν δεν φωνάξει “πυρ”,
θα σώσει τον γυιο του αλλά θα βλάψει την
πατρίδα του. Αν φωνάξει “πυρ” θα χάσει
τον γυιο του αλλά θα ωφελήσει την πατρίδα
του. Πού είναι ο Στέφας; Στο “εγώ” ή στο
“εμείς”; Τι είναι ο Στέφας; Πατέρας
ενός παιδιού ή φορέας της πατρότητας
και της...πατρίδας που υιοθετεί όποιον
αναγνωρίζει σ' αυτήν ως εύδαιμον το ελεύθερον, το δε ελεύθερον ως εύψυχον;
Η απάντηση δόθηκε με τα όπλα! Ο Πατήρ
πάντων Πόλεμος άλλους τους έκανε
ελεύθερους κι άλλους τους έκανε
δούλους....Ο Στέφας, ακόμη κι όταν πήρε
το δρόμο για την εξορία, παρέμεινε
ελεύθερος κατακτώντας μια θέση ένθα
οι δίκαιοι αναπαύονται, δίπλα στους
ήρωες των Ελλήνων, κάμποσο παραπάνω από
το θρόνο του Αγαμέμνονα, ότι εκείνος
ήταν εξ αρχής αρχηγός της εκστρατείας
ενώ ο Στέφας αναδείχτηκε , θέλοντας,
εκείνη τη στιγμή που χρειάστηκε να πάρει
όλη την ευθύνη των άλλων πάνω του!
Νίκησε ο καλύτερος
Με το που ξέσπασε η
κρίση και πριν ακόμη πλακώσουν τα
μνημόνια, βλέποντας τη στάση των Γερμανών,
ο νους μου πήγε στον Στέφα και στους
Πυλιώτες του. Για να δώσω λοιπόν το
στίγμα της νέας εποχής, όπως εγώ το
καταλάβαινα, και για να φανεί η στρατηγική
που πρέπει οι Έλληνες να ακολουθήσουν,
δημοσίευσα, αρχές Μαρτίου 2010, στο
ηλεκτρονικό περιοδικό “Αντίφωνο” την
ιστορία της μάχης με τον τίτλο “Δικαίου
διάκρισις” .
Το παράδειγμα το Στέφα
παραμένει επίκαιρο και άκρως πολύτιμο
αν και οι σημερινοί Έλληνες έκαμαν το
ακριβώς αντίθετο από εκείνο που έκανε
ο Στέφας. Επί πέντε χρόνια ρίχνουν τις
ευθύνες ο ένας στον άλλον- τις ευθύνες
για το τι έγινε αλλά και για το τι θα
γίνει- και φροντίζουν οι θυσίες να είναι
των άλλων κι όχι δικές τους.
Παραμένει επίκαιρο,
λοιπόν, γιατί δείχνει πώς και πότε οι
Γερμανοί μπορούν να νικηθούν. Δείχνει
ότι η αποτελεσματικότητα των Γερμανών,
η άψογη οργάνωσή τους, η πειθαρχία τους,
το πείσμα και η μαχητικότητά τους είναι
πεπερασμένα πράγματα και μπορούν να
κατανικηθούν όταν βρουν μπροστά ...τον
Στέφα τους! Η γερμανική αλαζονεία
χρειάζεται τον...Αρβανίτη της!2
Η Μάχη της Πύλης αυτό
έδειξε. Ότι η πανίσχυρη γερμανική μηχανή
σταμάτησε μπροστά στην αποτελεσματικότητα
μερικών λιανοντούφεκων τα οποία όμως
βρίσκονταν στα κατάλληλα χέρια.
Αποδείχθηκε ότι η αρβανίτικη, ήγουν
ελληνική, στρατιωτική παράδοση, με τον
ελάχιστο οπλισμό, ήταν σε θέση να κάνει
θαύματα. Σκεφτείτε τι θα γινόταν αν οι
Άγγλοι, ως όφειλαν, είχαν εξοπλίσει το
λαό με όπλα εφάμιλλα των γερμανικών!
Σκεφτείτε τι πόλεμο θα κάνανε οι Αρβανίτες
γύρω γύρω απ' την Αθήνα, στις ακτές του
Ευβοϊκού, στις σκηρώνειες πύλες του
Μοριά, σε όλα τα δερβένια και τα περάσματα,
εφ' ω ετάχθησαν από την εποχή της
Ανατολικής Ρωμαίικης Αυτοκρατορίας.
Η Μάχη της Πύλης έδειξε
επίσης ότι σε ένα ολοκληρωτικό πόλεμό,
όπου δεν υπάρχουν μέτωπα και μετόπισθεν,
όπου η διάκριση μεταξύ μάχιμου και
άμαχου καταργείται από τον εισβολέα, η
μεγάλη εφεδρεία, το συγκριτικό
πλεονέκτημα, «Αντάρτης-Κλέφτης-Παλληκάρι,
πάντα είναι ο ίδιος ο Λαός». Ο λαός που
ανυψώνεται σε Λαό κατά τον τρόπο του
Στέφα και των Πυλιωτών οπού από τσοπάνηδες
ανυψώθηκαν σε δοξασμένους πολεμιστές.
Εκεί, στον Λαό, “από τα
κάτω”, γεννιέται η αποτελεσματικότητα,
η δημιουργικότητα, η ατομική πρωτοβουλία
και η συλλογική επιτυχία. Εκεί όπου ο
κάθε πολίτης-οπλίτης σκέφτεται και δρα
σαν στρατηγός και ο κάθε στρατηγός
κάθεται δίπλα στον πολίτη-οπλίτη και
μαθαίνει απ' αυτόν, τρώγοντας, πίνοντας
και ακούγοντας ιστορίες.
Και στον σημερινό
οικονομικό μεν ολοκληρωτικό δε πόλεμο
που μας επιβλήθηκε, έτσι μόνο θα νικήσουμε.
Με αντάρτικο, αντάρτικο οικονομικό από
τα κάτω! Καλές οι πολιτικές γραμμές αλλά
χρειάζονται και οι....κώλοι! Φαντάζομαι
πως σας είναι γνωστή η ιστορία με τον
Γύφτο στο Φάληρο...
«Στην εκστρατεία του
Πειραιά ένας στρατιωτικός φιλέλληνας
ήθελε να κατασκευάσει χαρακώματα με
ευρωπαϊκά σχέδια. Περνώντας ο Καραϊσκάκης
στάθηκε περίεργος να δει τα έργα. Φαίνεται
τα έβρισκε πολύ ρηχά. Ήξερε αυτός τα
κλειστά ή τυφλά (αδιέξοδα) ταμπούρια
των ατάχτων, που και να ‘θελε να φύγει
ο δειλός, δεν θα μπορούσε.
-Γιατί τα
‘καμες έτσι; ρώτησε ο Καραϊσκάκης δήθεν
αθώα.
-Αυτό το μέρος είναι το “πρανές”,
αυτό είναι το “προπέτασμα”, εκεί είναι
η “βάσις”… Έτσι μας διδάσκουν εμάς τα
βιβλία μας, Στρατηγέ.
-Όλα καλά, ωρέ
παιδί μου, είπε ο Καραϊσκάκης, μα πού
είναι οι κώλοι!!!…Κι έδειξε τον πισινό
του. Ο Ευρωπαίος απόρησε.
-Πού είναι
οι κώλοι ωρέ παιδί μου, που θα καθίσουνε
στα χαρακώματά σου, και θα τα βαστάξουν;
Τέτοια σχέδια όσα θέλεις κάνω κι εγώ!»
Σημειώσεις:
1 Το
τραγούδι αυτό,"μονότονο και άτεχνο
τραγουδιόταν επίμονα μέχρι το τέλος
της κατοχής στα χωριά” όπως ο ίδιος ο
Ορέστης εξηγεί αλλά και η προφορική
παράδοση επιβεβαιώνει. Βγήκε αρκετά
νωρίς, το 1943, και είναι άσχετο με την
παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ μετά τη
“Βάρκιζα”. Ήταν η απάντηση σε μια φήμη
κάποιας στιγμής, ότι “αυτό ήταν, πάει
ο ΕΛΑΣ, ο Ορέστης παραδόθηκε”.
2 Για
την αρβανιτικότητα και τα συστατικά
της έχω γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο:
Παράξενοι Φτωχοί Στρατιώτες-Θαυμαστά
στοιχεία της αρβανίτικης στρατιωτικής
παράδοσης των ελληνικών Κοινών, εκδ.
Αλφειός, Αθήνα 2014. (κάποια σχετικά
στοιχεία θα βρει ο αναγνώστης στο
παράπλευρο μπλογκ “Παράξενοι
Φτωχοί Στρατιώτες”). Και εκεί ο Στέφας
κατέχει εξέχουσα θέση.