Η κεφαλίδα του τεκμηρίου που βρίσκεται στα ΓΑΚ Φθιώτιδας |
Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
Τέλη του 1943, αρχές 1944 μεγάλος ντόρος γίνεται στη Νομαρχία Βοιωτίας για τους δικαιούχους στη διανομή ζάχαρης. Η Γερμανική Διοίκηση ζητάει αναλυτικά ονόματα και η διαταγή αυτή διαχέεται, όπως άλλωστε και όλες οι άλλες των Γερμανών, προς τις κοινότητες και τους δήμους μέσω του “κρατικού” μηχανισμού της “κυβέρνησης” Ιωάννου Ράλλη.
Οι Ιταλοί έχουν καταρρεύσει από τις αρχές Σεπτεμβρίου. Οι Γερμανοί ανακαταλαμβάνουν, τρόπον τινά, τους χώρους τους οποίους ήλεγχαν πριν οι σύμμαχοί τους και εγκαθιστούν τα δικά τους όργανα πολιτικής και στρατιωτικής διοίκησης. Η Βοιωτία περνάει στην πολιτική διοίκηση των Γερμανών, επισήμως, στα μέσα του Νοεμβρίου. Το κέντρο της διοίκησης αυτής είναι η Χαλκίδα.
Είναι μια πάρα πολύ σημαντική εξέλιξη. Ο κάθε μελετητής της ιστορίας της περιοχής θα πρέπει να την έχει υπόψη του γιατί από κει ξεκινάνε μια σειρά διεργασίες και έτσι εξηγούνται πολλά και διάφορα γεγονότα.
Άλλο ένα στοιχείο που πρέπει να έχει υπόψη του ο αναγνώστης είναι και το γεγονός ότι από τα μέσα του καλοκαιριού του 1943, πριν δλδ από την κατάρρευση της Ιταλίας, ο νομός Αττικοβοιωτίας χωρίζεται και ιδρύεται ο ξεχωριστός νομός Βοιωτίας. Μέχρι τότε οι δύο επαρχίες, Λεβαδείας και Θηβών υπήγοντο στη νομαρχία Αττικοβοιωτίας. Με την έξαρση όμως του Αντάρτικου, οι επικοινωνίες ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια κατέστησαν προβληματικές και ο Ιωάννης Ράλλης, όπως και ο υπουργός εσωτερικών Ταβουλάρης, που ενδιαφερόταν προσωπικά για τη Βοιωτία, διέταξαν την... απόσχισή της.
Οι Επαρχίες διατηρήθηκαν όπως ήταν και ο μεν έπαρχος Λεβαδείας αναβαθμίστηκε σε νομάρχη ο δε έπαρχος Θηβών αντικαταστάθηκε. Ο νομάρχης έκανε και χρέη επάρχου της επαρχίας Λεβαδείας. Σε άλλο σημείωμα θα αναφερθούμε στα πρόσωπα αυτά, στο βίο και στην πολιτεία τους. Εδώ να σημειώσουμε μόνο ότι ο νομάρχης Βοιωτίας έχει μετατεθεί επί κατοχής στην επαρχία της Λιβαδειάς, μετά την επίθεση του Νικηφόρου στις φυλακές της πόλης και την απελευθέρωση των κρατουμένων, μεταξύ των οποίων ήταν και ο μπαρμπα-Νίκος, δάσκαλος και πατέρας του θρυλικού καπετάνιου του Παρνασσού.
Προφανώς, η μετάθεση γίνεται γιατί ο Ράλλης του έχει εμπιστοσύνη αλλά και γιατί στη νομαρχία της Μακεδονίας από την οποία προέρχεται, γίνονται αλλαγές που διευκολύνουν την προσέγγιση στην Αθήνα του νομαρχιακού υπαλλήλου. Ο νομάρχης εγκαθίσταται στη Λιβαδειά με τη σύζυγο και τις δύο κόρες του και αρχίζει να πηγαινοέρχεται κάθε μήνα και επί σειρά ημερών στην Αθήνα όπου λαμβάνει προσωπικά οδηγίες και χρηματικά ποσά, για τον εαυτό του αλλά και για διάφορα “έργα” που έχουν σχέση με τη διευκόλυνση των Γερμανών στο δίκτυο συγκοινωνιών, επικοινωνιών, παθητικής αεράμυνας κλπ. Αυτά θα λαμβάνουν χώρα καθ' όλη τη θητεία του και μέχρι να λακήσει έντρομος στην Αθήνα, τέλη Αυγούστου του 1944.
Με άλλα λόγια, από την αρχή μέχρι το τέλος, η “καριέρα” του Νομάρχη Γεωργόπουλου στη Βοιωτία, σχετίζεται με την έξαρση του αντάρτικου. Εκείνο προορίζεται να αντιμετωπίσει και εκείνο είναι που τελικά δίνει άδοξο τέλος στην “καριέρα” αυτή. Επίσημα έγγραφα της Νομαρχίας διαπιστώνουν και αναφέρουν στην Κυβέρνηση ότι, καμιά δυνατότητα ελέγχου δεν έχουν στις περιοχές έξω από τη Λιβαδειά το καλοκαίρι του 1944 και επομένως είναι αδύνατον να φορολογηθεί η σοδειά.
Στην πραγματικότητα η Γερμανική εξουσία έχει περιοριστεί μόνο στα τρία φρουραρχεία, της Λιβαδειάς, της Θήβας, του Αλιάρτου (Κριμπά), στους οχυρωμένους σταθμούς του τρένου και σε κεφαλοχώρια όπου σταθμεύουν δυνάμεις Γερμανικές, όπως στο Σχηματάρι για το αεροδρόμιο Τανάγρας, στο Κριεκούκι για τη φύλαξη των περασμάτων και δη της Κάζας κ.ο.κ. Δυνάμεις, καθόλου ευκαταφρόνητες που ενισχύονται με σημαντικές μονάδες όταν γίνονται εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Κάθε μήνα δλδ σχεδόν, ενώ βοηθιούνται σημαντικά από τις εξοπλισμένες ομάδες των “πολιτοφυλακών” που συγκροτεί η κυβέρνηση του Ράλλη και εξοπλίζουν οι Γερμανοί.
Οι “πολιτοφυλακές” αυτές είναι αντικείμενο μελέτης μεγάλο. Έχουμε όλα τα στοιχεία για να σκιαγραφήσουμε τον ρόλο τους. Θα το κάνουμε με τη σειρά του σε άλλη στιγμή. Εδώ να πούμε ότι είναι παλιός “θεσμός” και προηγείται του αντάρτικου! Δεν πετυχαίνει όμως και πολλές φορές, μέχρι τον Οκτώβριο του 1943, στρέφεται κατά των εμπνευστών του. Η κατάσταση αλλάζει μετά το ΑντιΕΑΜικό σύμφωνο που υπογράφεται στην Αθήνα μεταξύ Γερμανών, Άγγλων, Κυβέρνησης, Χωροφυλακής, ΕΔΕΣ Αθήνας κλπ.
Όταν δλδ και τυπικά η πολιτική διοίκηση της Βοιωτίας και της Εύβοιας περνάει στους Γερμανούς, έχει διαμορφωθεί όλο το “νομικό” και πολιτικό υπόβαθρο για την υποστήριξή της. Οι συμμαχίες έχουν γίνει και εκτείνονται μέχρι την κοινωνική βάση του παλαιοκομματισμού. Ένα κομμάτι του Κέντρου και του Βανιζελισμού σύρεται στο δοσιλογισμό και ένα άλλο, το μεγαλύτερο εδραιώνει τη συμμαχία του με το ΕΑΜ και γίνεται μαχητικότατο και περισσότερο αντιβασιλικό και από τους πιο ακραιφνείς κομμουνιστές.
Αυτό είναι το πολιτικό, στρατιωτικό και κοινωνικό πλαίσιο και από αυτό ακριβώς εξηγείται το βούλευμα 9/20-2-1946 του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων Χαλκίδος το οποίο αναφέρεται στον εξοπλισμό ομάδων από τον Οκτώβριο του '43. Τοπικοί κομματάρχες όπως πχ ο Βερούτης στη Χασιά και ο Παπαδέδες στη Λιάτανη, παίρνουν άνωθεν εντολές να πάψουν να είναι ευμενείς προς τον ΕΛΑΣ και να κινητοποιηθούν προς την αποδυνάμωσή του. Η γραμμή αυτή διαβιβάζεται στους υποτακτικούς τους και ο διχασμός αρχίζει. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο ηγέτης του Κέντρου Σοφούλης από κρατούμενος των Γερμανών βρίσκεται να απευθύνει διάγγελμα την Πρωτοχρονιά του '44, στον Ελληνικό λαό, μακροσκελέστερο και του Γερμανού Διοικητή αλλά και του πρωθυπουργού Ράλλη!
Ας γυρίσουμε όμως στη... ζάχαρη.
Τον Δεκέμβριο του 1943 έχουν διεξαχθεί
α) οι πρώτες μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις
β) η άκρως σημαντική και σημαδιακή 3ήμερη μάχη της Πύλης και των Δερβενοχωρίων, για την ανάκτηση του χώρου από τους Γερμανούς.
Έχουν καεί τα χωριά της Δομβραίνας από τον Αύγουστο και τα Δερβενοχώρια από τον Οκτώβριο. Ωστόσο το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι, κάθε άλλο παρά εξουδετερώθηκε ο ΕΛΑΣ. Το κάψιμο των χωριών δεν πτόησε και δεν έκαμψε το φρόνημα του λαού. Η 3ήμερη μάχη έδειξε μια σημαντική αναβάθμιση της μαχητικότητας του ΕΛΑΣ καθώς χρειάστηκε πυροβολικό και αεροπορία για να καταληφθεί το οροπέδιο και να εγκαταλειφθεί ευθύς αμέσως. Η διοίκησή του ΕΛΑΣ Αττικοβοιωτίας (συνταγματάρχης Ρήγος, Ορέστης, Φώτης Βερμαίος κλπ) καταφέρνει να επιβιώσει χωρίς καμία απώλεια από την ενέδρα εναντίον της στο Καπαρέλι τη νύχτα της 12ης Νοεμβρίου, η δε Χωροφυλακή έχει εκκενώσει τον χώρο, ήδη από τον Οκτώβριο του 1942, και συμπληρώνει έναν χρόνο σε σύμπτυξη μέσα στις πόλεις.
Τότε ακριβώς, καθώς έχουν κοπάσει κάπως οι επιχειρήσεις και ενώ ετοιμάζονται Λιάκος και Παπαθανασόπουλος να εγκαταστήσουν τα Τάγματα Ασφαλείας στην Εύβοια (Χριστούγεννα 1943 έγιναν οι πρώτες “αφίξεις”), οι Γερμανοί... μοιράζουν ζάχαρη!
Ένα πλήθος εγγράφων της Νομαρχίας σκιτσάρει τον πανικό που θα πρέπει να επικρατούσε τότε στα χωριά και στις πόλεις για τη σύνταξη των καταλόγων. Ποιοι έχουν δικαίωμα στη διανομή της ζάχαρης;
Πρέπει να συνταχθούν σε καταλόγους και να αποσταλούν μέσω των επάρχων στη Νομαρχία και από κει στη Γερμανική διοίκηση.
Περίεργο το ενδιαφέρον των Γερμανών και οργάνωση του... λοτζίστικ για την γλύκανση των πεινασμένων, εξαθλιωμένων και πυρόπληκτων κατοίκων της Βοιωτίας(!)
Στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο από την συγκεκαλυμμένη απογραφή όλων εκείνων που θα μπορούσαν να ηγηθούν της αντίστασης του λαού στις κοινότητες και στα σωματεία. Καταγράφονται οι πάντες που έχουν κάποιες τέτοιες προϋποθέσεις.
Δημόσιοι υπάλληλοι, κοινοτικοί υπάλληλοι, στρατιωτικοί, τραυματίες πολέμων, θύματα πολέμων, συνταξιούχοι του δημοσίου, δάσκαλοι, γιατροί, σιδηροδρομικοί εργάτες, ιερείς, υπάλληλοι των 3Τ, δασονόμοι κ.α.
Το σημαντικότατο τεκμήριο που δίνουμε σήμερα για πρώτη φορά στη δημοσιότητα, αφορά τους δικαιούχους ζάχαρης στο Σχηματάρι. Είναι από τους πλέον μακροσκελείς καταλόγους. Δεν τον θεωρώ “μακροσκελέστατο όλων” από... σεμνότητα, καθώς δεν έχω χρόνο να το συγκρίνω με τους αναλόγους των πόλεων. Από τα χωριά είναι σίγουρα ο μακροσκελέστατος. Αυτό δείχνει, και την επιμέλεια των συνταξάντων αλλά και τον ρόλο που παίζει το κεφαλοχώρι Σχηματάρι στην περιοχή συγκεντρώνοντας τόσους υπαλλήλους των 3Τ, γιατρό, δασκάλους, σιδηροδρομικούς κλπ. Σύνολο 38 άτομα.
Ας σημειώσουμε και κάτι ακόμη για να κατανοήσουμε την αιτία της... πληρότητας αυτής του καταλόγου.
Η ζάχαρη διανέμεται αλλά δεν χαρίζεται. Αφού γίνει καταμέτρηση των δικαιούχων και υπολογισμός των ποσοτήτων σε οκάδες, με βάση τα δράμια που αντιστοιχούν στον καθένα, η ποσότητα παραδίδεται με αποδείξεις, είτε στον κοινοτάρχη είτε σε εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του και μετά μοιράζεται με βάση το τίμημα. Όποιος έχει χρήματα παίρνει ζάχαρη ενώ δεν προκύπτει από κανένα έγγραφο ότι υπάρχουν πλεονάζουσες ποσότητες που δεν μοιράστηκαν λόγω οικονομικής ανέχειας. Έτσι είναι αμφίβολο αν η γιαγιά μου Ευφροσύνη, χήρα του σιδηροδρομικού Γεωργίου Σαλεμή (+1942) πήρε την ποσότητα που της αναλογούσε. Ο πατέρας μου δεν το θυμάται καν. Παρομοίως είναι μάλλον αδύνατο ο Γιάννης Βασιλάς, υπάλληλος των 3Τ, στέλεχος της αντίστασης και του ΚΚΕ, επικηρυγμένος από τους Ιταλούς ακόμη, να ήταν τότε στο γερμανοκρατούμενο Σχηματάρι και να παραλάμβανε το δικό του μερίδιο.
Από το άκρως διαφωτιστικό αυτό, για την κατάσταση στο χωριό, έγγραφο μαθαίνουμε και τη δομή της διοίκησης της κοινότητας, η οποία, μη διαθέτοντας τα μέσα, χρησιμοποιεί ακόμη την σφραγίδα του “Νομού Αττικοβοιωτίας” .
Πρόεδρος της Κοινότητος είναι ο Σταύρος Μαντής και αντιπρόεδρος ο Σπύρος Παπαγιάννης.
Εκκωφαντική και παταγώδης η απουσία των ισχυρών ανδρών της τοπικής κοινωνίας των 1.220 κατοίκων! Με τι ασχολούνται τότε και αφήνουν την κοινότητα στα χέρια ενός απλού ταβερνιάρη που ήταν ο μπαρμα-Σταύρος; Πού είναι εκείνοι που θα εμφανιστούν πλησίστιοι όταν πια το Σχηματάρι είναι ελεύθερο;
Την απάντηση τη δίνει ένα άλλο τεκμήριο, ένα πρακτικό που συντάχθηκε από τον έπαρχο το καλοκαίρι του 1943 και καταγράφει την ομιλία του Γερμανού Διοικητή προς τους κοινοτάρχες της Επαρχίας Θηβών. Κι αυτό θα το δούμε στην ώρα του. Κρύπτονται από τα δημόσια αξιώματα γιατί απλούστατα φυλάνε τους εαυτούς τους! Βάζουν άλλους μπροστά καθώς ο κοινοτάρχης είναι υπεύθυνος με το κεφάλι του (κυριολεκτικά) για την εκτέλεση των γερμανικών διαταγών.
Γραμματέας είναι ο ΚολιοΠαπαγιάννης.
Ανάπηροι πολέμου:
α) Κόλλιας Ευάγγελος
β) Γιαννάκης Μιχαήλ
γ) Δημητρίου Σπύρος (ο ΠυλιοΣίμος)
δ) Θεοδώρου Ευάγγελος
Θύματα πολέμου:
α) Μανιάτη Σταυρούλα
β) Μπεζιάνη Βασιλική
γ) Πινήτας Κοσμάς
δ) Πινήτα Αργυρώ
ε) Στέφας Γιάννης
στ) Λυμπέρη Αφροδίτη
ζ) Ταμπουρατζής Δημήτριος
η) Μαντή Μαρία
θ) Μαρίνος Αργύριος
ι) Πίκου Αθηνά
Δημοδιδάσκαλοι:
α) Γκριτζάλας Κωνσταντίνος
β) Κατσούρος Σπυρίδων
γ) Μπούμη Αγλαΐα
Υπάλληλοι Τ.Τ.Τ :
α) Βασιλάς Ιωάννης
β) Δάικος Αθανάσιος
γ) Αγγελίδης Αντώνιος
δ) Γεωργαντάς Κωνσταντίνος
ε) Δάσκας Παναγιώτης
στ) Δάσκας Γεώργιος
Δασονόμος: Καρακίτσος Βασίλειος
Συνταξιούχοι του δημοσίου:
α) Μαντής Νικόλαος (των 3Τ)
β) Σαλεμή Ευφροσύνη (του ΣΕΚ)
γ) Καζιάνη Ευαγγελία (του ΣΕΚ)
δ) Βρούβα Δήμητρα (του ΣΕΚ)
ε) Πόγγας Ιωάννης (των τραμ)
Γιατρός: Παπανδρέου Ανδρέας
Ιερέας: Μπρατσιώτης Κωνσταντίνος
Στρατιώτες:
α) Παπαϊωάννου Βασίλειος
β) Παπαμιχάλης Σπυρίδων
και τέλος, φύλακας αρχαιοτήτων: Αθανάσιος Βασιλείου, ο Τζιβάνης.
Εν Σχηματαρίω τη 2α Ιανουαρίου 1944
Η σφραγίδα της κοινότητας Σχηματαρίου και η υπογραφή του προέδρου Σταύρου Μαντή |