Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
Ένας
από του ακαδημαϊκούς, για τους οποίους
ισχυρίζομαι ότι, μπερδεύουν «συστηματικά
την πολιτική με την ιδεολογική πάλη, τη
θεωρία με την πράξη, τη δράση με τη
ζύμωση», είναι και ο πρώην καθηγητής
του Παντείου Γιώργος Κοντογιώργης.
Ο
καθηγητής Κοντογιώργης έχει ένα ογκώδες
και πολύ σημαντικό έργο πάνω στο ένα
από τα τρία «Π» που διαμορφώνουν τον
Μεγάλο Ελληνικό Πολιτισμό, πάνω στη μία από τις τρεις ταυτοτητο-ποιητικές
παραδόσεις που διαμορφώνουν το είδος
του πολιτισμού αυτού και την ετερότητά
του έναντι των άλλων.
Μαζί
με τον μεγάλο στοχαστή της εποχής μας,
τον Θ. Ι. Ζιάκα, απαντούν επαρκώς και ...
συντριπτικώς θα έλεγα, στις απόψεις του
Σ. Ράμφου που ισχυρίζεται
ότι οι Έλληνες δεν διαθέτουν επαρκή
εξατομίκευση γιατί, η όποια «αναγεννησιακή»
προσπάθεια στην κατεύθυνση αυτή,
ανακόπηκε και απέτυχε σε καιρούς
βυζαντινούς – η Αρβελέρ το λέει στη
δική της αργκό, της Σορβόνης, «δεν
περάσανε Διαφωτισμό»- και έκτοτε
σέρνονται πίσω από τις ατομοκεντρικές
κοινωνίες της Δύσης, χωρίς να έχουν
καμιά ελπίδα, αν δεν «κόψουν δρόμο» προς
το μέλλον, μιμούμενοι τους Γερμανούς,
αν δεν ακολουθήσουν τον «μεταρρυθμιστικό»
δρόμο του Προτεσταντισμού, δηλαδή, εκεί
όπου η Παλαιά Διαθήκη ερμηνεύει την
Καινή και όχι το αντίστροφο όπως διδάσκει
η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία.
Με
την ευκαιρία, θυμίζω ότι προεξάρχοντος
του Σ. Ράμφου, είχε λάβει χώρα το 2011 στον
Σκάι, μια εκτεταμένη καμπάνια υπέρ αυτών
των θεωριών, συνεπικουρούντος του Θ.
Βερέμη και άλλων ελασσόνων καθηγητών
πανεπιστημίου, και κεντρικό κονφερασιέ
τον Πέτρο Γεώργιο Τατσόπουλο, ο οποίος,
θέλησε να μείνει στην ιστορία με τον
επιμελημένο μηδενιστικό κυνισμό του
και την ατιμέλητη ασιδέρωτη γκαρνταρόμπα
του. Όλα αυτά δε υπό την αιγίδα των δύο
μεγάλων ανδρών της δημοσιογραφίας -που
είχαν αναλάβει να διδάξουν, τι λογής
ήταν οι ήρωες του Εικοσιένα- του Πορδοσάλτε
και του Παπαχελά. Αυτά για όποιους
εγκαλούν σήμερα τον Τσίπρα για
εθνομηδενισμό συμμαχώντας με τους κατ'
εξοχήν εθνομηδενιστές, την προπαγανδιστική
αιχμή, θα έλεγα, του εθνομηδενισμού.
[Για περισσότερα εδώ]
Ο
Κοντογιώργης, λοιπόν, μαζί με τον Ζιάκα,
κάνει πολύ καλή δουλειά σ' αυτό το μέτωπο
και αποδεικνύει ιστορικά ότι, οι Έλληνες
όχι μόνο εξατομικεύθηκαν πλήρως από τα
κλασικά χρόνια της αρχαιότητας αλλά
και ότι η πολιτική τους παράδοση, το ένα
«Π» που είπαμε, είναι πολύ περισσότερο
ανεπτυγμένο, κεντημένο και ψιλοσκαλισμένο,
από εκείνο της Νεωτερικότητας, που
πράγματι μας δίνει την δυνατότητα να
ισχυριστούμε εν πολλοίς ότι, «όταν εμείς
γυρνάγαμε, οι Δυτικοί πήγαιναν και
μάλιστα δεν έχουν φτάσει ακόμη».
Αυτό
το ψιλοκεντημένο «Π», συμβάλλει ανά
τους αιώνες, μαζί με τα άλλα δύο, την
Πίστη και την Παιδεία, σ' αυτό που λέμε
Ελληνική ταυτότητα στη διαχρονία και
Ελληνική ετερότητα στη συγχρονία.
Εκβάλλοντας, όμως, στο βάλτο της
Νεωτερικότητας και της οικουμένης που
αυτή συγκροτεί ερήμην των άλλων ετεροτήτων
[του β' βαθμού «συστήματος πατρίδος»,
όπως το λέει ο Θ. Ζιάκας], αποστερεί από
τους Έλληνες «αυτό που τους κάνει
Έλληνες», ήτοι το «σύστημα πατρίδας» α'
βαθμού, κατά Ζιάκαν, [μέσα εκεί είναι και
οι Μικρές Πατρίδες, οι αυτόνομες μέχρι
και την Τουρκοκρατία, όπου και ο παππούς
του Δ. Σαββόπουλου και όλων ημών των
υπολοίπων1] εξαλείφει τον υδροβιότ[ρ]οπο της
ελληνικής πολιτικής βιοποικιλότητας
και εγκαθιστά το τοξικό περιβάλλον του
σύγχρονου «ελληνικού» κράτους, μαζί με όλη
την παθογένειά του.
Μέχρι
εδώ, καλά και καλότατα.
Εδώ,
όμως, είναι που αποφασίζει ο καθηγητής
να γίνει πολιτικός και να μας προτείνει
άμεσες πολιτικές λύσεις, ή μάλλον, να
μας προτείνει την όλη «κοσμοσυστημική»
του ανάλυση ως άμεση πολιτική λύση. Σε
ποια σημεία θεωρώ ότι υπάρχουν τα
προβλήματα:
Α
Σε όλο το έργο του καθηγητή, υπάρχει μία
σταθερά: ότι το πολιτικό σύστημα του
νεωτερικού ελληνικού κράτους, τον τύπο
του οποίου μας επέβαλλαν οι Δυτικοί,
έχει ιδιοποιηθεί αυτό το κράτος. Η λύση
είναι να ξαναπεράσει, με τους όποιους
μετασχηματισμούς απαιτούνται, στην
«κοινωνία των πολιτών». Να ξαναγίνει η
κοινωνία «εντολέας» όπως χαρακτηριστικά
επαναλαμβάνει. Ποιος δεν θα ήθελε κάτι
τέτοιο; Όμως:
α)
Για κοινωνία των πολιτών μιλάνε πολλοί.
Προφανώς όχι με τον ίδιο νόημα. Ο
Κοντογιώργης, όχι μόνο δεν οριοθετείται,
πράγμα άκρως απαραίτητο, έναντι αυτής
της πληθώρας των «κοινωνιών των πολιτών»
αλλά και δεν αποσαφηνίζει ενδελεχώς
σε τι συνίσταται η δική του «κοινωνία
των πολιτών».
β)
Η αναφορά του αυτή γίνεται ακριβώς όπως
γίνεται και η αναφορά της κομμουνιστικής
επαναστατικής φιλολογίας στην Εργατική
Τάξη, η οποία, παίρνοντας τα πράγματα
στα χέρια της θα δώσει λύση σε όλα τα
πολιτικά ζητήματα και όχι μόνο τα
πολιτικά επειδή είναι φορέας του σωστού.
γ)
Η «κοινωνία των πολιτών», δεν εξηγείται,
και αυτό είναι ίσως το πλέον καίριο
ζήτημα, από ποιον ανθρωπολογικό τύπο,
από «τι είδους ανθρώπους» θα αποτελείται.
Και στον βαθμό που εμείς οι νεωτερικοί
Έλληνες είμαστε άλλου είδους, ανθρωπολογικά,
από τους Έλληνες εκείνους που ήταν
«εντολείς» στην «κοινωνία των πολιτών»,
πώς θα αλλάξουμε; Και μέχρι ν' αλλάξουμε,
πώς είναι δυνατόν να συγκροτούμε την
«κοινωνία των πολιτών» που θεωρεί ο
καθηγητής ως λύση και μάλιστα άμεση
λύση, των εκλογών, των μνημονίων, του
«εδώ και τώρα» δηλαδή.
δ)
Η αναφορά του στο πολιτικό σύστημα που
έχει ιδιοποιηθεί το κράτος είναι πολύ
καίρια παρατήρηση, αν και δεν είναι δική
του η μεθοδολογική πατέντα. Ο Ντμίτρι
Βολκογκόνοφ λέει: «Το Κόμμα, το οποίο
καλούνταν να εξασφαλίσει την πολιτική
και ιδεολογική καθοδήγηση της κοινωνίας,
πήρε εξ ολοκλήρου στα χέρια του την
κρατική εξουσία. Έτσι, έχασε το δημιουργικό
του δυναμισμό και έγινε βασικός κρίκος
της σταλινικής δικτατορίας»2.
Ούτε,
λοιπόν, πρώτη φορά λαμβάνει χώρα μια
τέτοια ιδιοποίηση του κράτους από το
πολιτικό σύστημα, ούτε πρώτη φορά
ανακαλύπτεται και διατυπώνεται αυτή η
ιδιοποίηση, ούτε ο Κοντογιώργης ξεφεύγει
από την μεθοδολογία των κομμουνιστών,
των παλαιοκομμουνιστών καλύτερα, που
δεν είναι άλλη από τον κομμουνιστικό
δαλτωνισμό, «όλοι οι σκύλοι μια γενιά»,
«τι Παπάγος τι Πλαστήρας», «πέντε
κόμματα, δύο πολιτικές».
Αναφερόμενος
δηλαδή στο πολιτικό σύστημα που κάνει
την ιδιοποίηση δεν ξεχωρίζει αποχρώσεις
ούτε στην συγχρονία ούτε στην διαχρονία.
Δεν υπάρχει, λέει, Αριστερά και Δεξιά!
Δεν ξεχωρίζει τα φράκταλς του, είναι
καλύτερα να πούμε. Είναι όλοι ίδιοι και
είναι όλοι υπεύθυνοι, κατά τον καθηγητή.
Να τους διώξουμε και να γίνει η κοινωνία
των πολιτών εντολέας στη θέση του
σφετεριστή. Αυτά μόνο όσο μιλάει στο
επίθεδο της θεωρίας. Όταν καλείται να
σχολιάσει τις βουλευτικές εκλογές του
'19 γυρίζει την πλάκα από την άλλη μεριά.
Πώς
όμως αυτή, η ικανή να αναλάβει τον ρόλο
του εντολέα κοινωνία των πολιτών,
επηρεάζει μέχρι τώρα, και μέχρι τότε
που θα αναλάβει εκείνη, το υπάρχον
πολιτικό σύστημα που βρίσκεται στην
κατάσταση του σφετερισμού και της
ιδιοποίησης; Είναι άμοιρη ευθυνών; Και
αν είναι «έξω» από το πολιτικό σύστημα,
«παρθένα αποπλανημένη», πώς και πού
έμαθε και πώς εμείς ξέρουμε ότι είναι
ικανή να αναλάβει τον ρόλο του εντολέα
«σε όλα», ενώ μέχρι τώρα αρκούνταν στο
«τίποτα»; Αυτά δεν μας τα λέει ο κ.
καθηγητής. Πράγμα όμως που δεν τον
εμπόδιζε, στον «καιρό της ακρίβειας»,
των «Αγανακτησμένων», να χαριτολογεί
-όπως δικαιολογήθηκε αργότερα- ότι να
ξαπλώσουν χάμω μπροστά τη Βουλή, οι
«Αγανακτησμένοι», μέχρι να αναγκαστεί
το πολιτικό σύστημα να τους εκχωρήσει
τη θέση του εντολέα και να απέλθει.
Οι
«Αγανακτησμένοι» είναι δε, σημειώστε
το αυτό για παρακάτω, αυτή η κοινωνία
που έκανε τον ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση και την
«Χρυσή Αυγή» τρίτο κόμμα. Τέτοια είναι
η ωριμότητα της κοινωνίας μέχρι να
αποφασίσει ο καθηγητής για το αντίθετο,
ή το αντίθετο του αντιθέτου.
Β
Δεν θα αναφερόμουν σ' αυτή την χαριτωμένη
παραστατικότητα αν δεν συνόψιζε και
δεν συμπύκνωνε όλη την ουσία της διαφωνίας
μου μαζί του. Να αναπτύσσει κανείς
θεωρίες, και μάλιστα σε στείρες εποχές,
δεν είναι, για μένα τουλάχιστον, κάτι
που θα πρέπει να το αντιπαλέψουμε. Εκείνο
που πρέπει να αντιπαλέψουμε και είναι
επιζήμιο και ολέθριο, θα έλεγα, είναι η
μεταφορά των θεωριών αυτών, από τη σφαίρα
της «ιδεολογικής» συζήτησης, στη σφαίρα
της πολιτικής πάλης, αυτούσιες και χωρίς
μια λεπτομερή επεξεργασία προσαρμογής.
Δεν μπορείς να μεταφέρεις τον Κλαούζεβιτς
στη μάχη, όσο κι αν σου είναι απαραίτητος.
Η μάχη θέλει ένα δικό της σχέδιο που θα
στηρίζεται και στον Κλαούζεβιτς και σε
κάθε άλλο θεωρητικό του πολέμου.
Η
μεταφορά των θεωρητικών σχημάτων στην
πολιτική, ακόμη κι αν δεν περιέχουν
λάθη, είναι λάθος. Και μάλιστα είναι
λάθος παιδαριώδες και έχει επισημανθεί
εδώ κι έναν αιώνα τουλάχιστον, από τους
θεωρητικούς των τότε επαναστάσεων και
συμπυκνωθεί σε αυτές τις τρεις κουβέντες:
μπέρδεμα θεωρίας και πράξης, ζύμωσης
και δράσης, ιδεολογικής και πολιτικής
πάλης.
Το
ιδεολογικό μέτωπο, θέλει ζύμωση των
θεωριών και των ιδεών. Είναι διαφορετικό
από το μέτωπο της πολιτικής που θέλει
συνθήματα δράσης, πράξεις και άμεσες
ενέργειες.
Είναι
εντυπωσιακό, αλλά και σ' αυτό το ζήτημα
ο Κοντογιώργης, μεθοδολογικά, δεν απέχει
πολύ από το σημερινό ΚΚΕ όπου, καμία
διάκριση δεν γίνεται ανάμεσα στα τρία
μέτωπα της δράσης ενός κομμουνιστικού
κόμματος: το ιδεολογικό, το πολιτικό
που είναι και το κύριο, και το μαζικό
(συνδικαλιστικό κλπ).
Δεν
νομίζω ότι είναι σκόπιμο εδώ να αναλυθεί
γιατί δεν είναι σωστό, και μάλιστα είναι
και ολέθριο, να προσπαθεί κανείς με τη
θεωρία να κινητοποιήσει το λαό, ή την
«κοινωνία των πολιτών» αν θέλετε. Είναι
πολύ μεγάλη συζήτηση. Συνοπτικά θα έλεγα
ότι μεταξύ άλλων, η θεωρία περιέχει το
μέγιστο και το ιδανικό. Όταν πας να
εφαρμόσεις το μέγιστο πρόγραμμα πολιτικών
αλλαγών, ενώ δεν έχεις συμφωνήσει για
το ελάχιστο, ούτε το μέγιστο ούτε και το
ελάχιστο θα επιτύχεις. Και το ιδανικό,
εκτός του ότι θα σου ξεφεύγει πάντα, ως
εκ της φύσεώς του ρευστό και μη πεπερασμένο,
θα σε οδηγήσει οσονούπω σε ολοκληρωτισμούς
και διαφόρων ειδών βολονταρισμούς.
Ονόματα δεν χρειάζεται να ξαναπούμε
και οικογένειες δεν χρειάζεται να
ξαναθίξουμε.
Γ
Είναι όμως ο Κοντογιώργης τόσο
...δαλτωνιστής στην πολιτική όπως τον
κατηγόρησα ότι είναι στη ιδεολογία;
Είναι πράγματι η οπτική του τόσο
...ισοπεδωτική και ...αποστασιοποιημένη
έναντι των διαφόρων μερών του πολιτικού
συστήματος που ιδιοποιούνται το κράτος;
Είναι
μεν όλοι ίδιοι και όλοι «πολιτικό
σύστημα-σφετεριστής» αλλά η Νέα Δημοκρατία
του Κυριάκου Μητσοτάκη «αναγκάστηκε»
από την κοινωνία να πάρει κάποιες θέσεις
που αρέσουν στον καθηγητή και δεν κρύβει
τη χαρά του.
Οι
εκλογές μάλιστα έδειξαν και δείγματα
υπέρβασης του επαχθούς παρελθόντος(!)
Είναι πάντα πιο ώριμη η κοινωνία των
πολιτών! [Όπως είναι για τους κομμουνιστές
ώριμη η εργατική τάξη(!)]
Άρα,
δεν είναι η ΝΔ σαν τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι
καλύτερη. Εκφράζει την τάση της κοινωνίας
να ξεπεράσει το επαχθές παρελθόν,
παρελθόν που εκφράζεται με τον ΣΥΡΙΖΑ
και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κορυφαία εκδήλωσή
του(!) Η ΝΔ με το 40% είναι ένα αισιόδοξο
για τον καθηγητή μήνυμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι
για τον καθηγητή ο κύριος εχθρός, ανάμεσα
σε όλα τα υπόλοιπα κόμματα του πολιτικού
συστήματος(!) Αυτό φαίνεται δε και από
τον χρόνο που δαπανά για να πλήξει τον
ΣΥΡΙΖΑ και για να ρίξει στα μαλακά τη
ΝΔ.
Ωστόσο,
όπως είπαμε στο σημείο Β', ο ΣΥΡΙΖΑ δεν
έγινε μόνος του αυτό που έγινε. Η ώριμη
κοινωνία, που λέει ο καθηγητής, έκανε,
τον μεν Σύριζα κυβέρνηση, τη δε «Χρυσή
Αυγή» τρίτο κόμμα.
Μία
ωριμότητα, δυο αποφάνσεις του καθηγητού
για την αξία της(!) Είναι ώριμη η κοινωνία!
Αλλά το '15 μας φέρνει την χειρότερη
εκδοχή του επαχθούς παρελθόντος, τον
ΣΥΡΙΖΑ, και εξακολουθεί να είναι ώριμη
όταν το '19 μας φέρνει τη Νέα Δημοκρατία,
υπό του επικρατήσαντος παντού
Μητσοτακέικου, ως ένδειξη υπέρβασης
αυτού του επαχθούς παρελθόντος(!)
Εκεί,
ο καθηγητής, επί του πεδίου της πολιτικής
πράξης, ξεχνάει τι ζυμώνει τόσα χρόνια
στη θεωρία. Ξεχνάει δηλαδή, πόσα χρόνια
έχει η ΝΔ και η Δεξιά στο κουρμπέτι της
ιδιοποίησης, τις βαθειές της ρίζες, την
οργανική σχέση της με ο,τι μπορεί να
θεωρηθεί εξουσία, πελατειακό κράτος,
εξωνημένο πολιτικό σύστημα και τα
τοιαύτα.
Όλα
τα αστροπελέκια του πέφτουν πάνω στον
ΣΥΡΙΖΑ, τον νεοσσό των νεοσσών του
τζουράσικ παρκ που, συν τοις άλλοις,
είναι και... βεντζετέριαν και δεν τρώει
ανθρώπινες σάρκες.
Για
να καταλήξει με έναν ακόμη κεραυνό ο κ.
καθηγητής: την υιοθεσία, τάχα, από την
συμφωνία των Πρεσπών του εθνικισμού
του γείτονα. Ότι ένα μέρος του ΣΥΡΙΖΑ
υιοθετούσε τον εθνικισμό του γείτονα,
είναι αλήθεια. Δεν είναι αλήθεια όμως
ότι ολόκληρος ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθετεί τον
εθνικισμό αυτό. Δεν είναι αλήθεια ότι,
ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση Τσίπρα ήταν
ένα και το αυτό πράγμα. Ούτε όσοι στήριξαν,
μέσα και έξω από την Βουλή τις «Πρέσπες»
ήταν ΣΥΡΙΖΑ. Και, τελικά, δεν ξέρουμε,
μετά την συμφωνία των Πρεσπών, αν
εξακολουθούν, όσοι από τον ΣΥΡΙΖΑ
υιοθετούσαν τον εθνικισμό του γείτονα,
να τον υιοθετούν ακόμα ή αν τον έχουν
αποκληρώσει.
Ακόμα,
δεν είναι αλήθεια ότι έχουμε μόνο έναν
γείτονα, («του γείτονα», ενικός, λέει ο
καθηγητής) και δεν υπάρχει μόνο ένας
εθνικισμός που υιοθετείται από κάποιους.
Ούτε μόνο υιοθεσίες εθνικισμών υπάρχουν.
Υπάρχει και ο εθνικισμός της Τουρκίας
που εξυπηρετείται συγκεκαλυμμένα επί
τριάντα χρόνια, που κάποιοι αρκούνταν
στην υιοθεσία του εθνικισμού του Βόρειου
γείτονα και κάποιοι άλλοι αρνούνταν
την υιοθεσία του ίδιου του Βόρειου
γείτονα. Βέβαια υπάρχει και ο εθνικισμός
του τρίτου γείτονα, της Σκιπερίας.
Υπάρχει και ο εθνικισμός του τέταρτου
γείτονα, της Βουλγαρίας. Κουβέντα δεν
γίνεται για το τι γίνονται αυτοί οι
εθνικισμοί και ποιος τους εξυπηρετεί
με ή χωρίς υιοθεσία, όσο δεν υπάρχει η
συμφωνία των Πρεσπών.
Ακόμα
ακόμα δεν είναι αλήθεια, και μάλιστα
είναι πονηρή πολιτική (όχι ιδεολογική!)
τρίπλα του καθηγητού, ο υπαινιγμός ότι
η ΝΔ έχει την ευαισθησία έναντι της
κοινωνίας (και του 80% μάλιστα) που την
αναγκάζει να δεχτεί τις απόψεις της ενώ
ο «καταστατικά» και κατ' εξοχήν
κοινωνιοκεντρικός ΣΥΡΙΖΑ δεν δίνει
καμία σημασία ούτε στο 80% ούτε στο 20%.
Υποβόσκει
και υποβάλλεται στον ακροατή του κ.
καθηγητή και μια άλλη, πολιτική (όχι
ιδεολογική!) τρίπλα: Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι
γενικότερα άτρωτος από την κοινωνία
και τις επιθυμίες της, ενώ η ΝΔ δεν είναι,
και άρα, κάπως διαφορετικά πρέπει να τη
δούμε. Ίσως όπως την βλέπει ο ίδιος και
την χαρά του δεν την κρύβει.
Ξαναλέμε
όμως, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήρθε μόνος τους.
Τον έφερε η κοινωνία την οποία, ο
καθηγητής, μας τονίζει πως είναι
ώριμη και έτοιμη για να αναλάβει τον
ρόλο της, του εντολέα!
Δ
Είδαμε, λοιπόν, ότι ναι μεν είναι το
πολιτικό σύστημα για πέταμα, και «όλοι
οι σκύλοι είναι μια γενιά», αλλά είναι
και ένα χαριτωμένο σκυλάκι [ας του
κάνουμε νουνά την Liberasion, οπότε
να το ονομάσουμε Petit
Koulis] που ακούει τα
παραγγέλματα της κοινωνίας και γαβγίζει
το κακό μαντρόσκυλο με σθένος τέτοιο
που καταφέρνει τελικά να το βγάλει έξω
από την μάντρα.
Η
αντιφάσεις αυτές του Κοντογιώργη είναι
η κατάρρευση της θεωρίας του, κάτω από το ίδιο
της βάρος, όταν πάει να γίνει πολιτικό
σχέδιο. Όταν ένα «σύνθημα ζύμωσης» πάει
να γίνει «σύνθημα δράσης» χωρίς να έχει
τα φόντα. Όταν από το πεδίο της ιδεολογίας πάει να περάσει στο πεδίο της πολιτικής.
Είπαμε
ότι αποφεύγοντας και αδυνατώντας να
επεξεργαστεί ένα στοιχειώδες πολιτικό
σχέδιο άμεσης δράσης (δεν είναι δα και
υποχρεωμένος να το κάνει) πηγαίνει στην
πολιτική πάλη μόνο με τη θεωρία. Μη
μπορώντας όμως να δώσει απαντήσεις στα
πολιτικά ζητήματα που του τίθενται,
αρχίζει να εγκαταλείπει μόνος του την
«άτεγκτη» στάση, του «αισυμνήτη3»
και αρχίζει, ad hoc, να
εξειδικεύει τη θεωρία του, αφήνοντας
να φανούν και οι προσωπικές του συμπάθειες
και προτιμήσεις.
Και
ενώ οι προσωπικές του συμπάθειες, για
τον έναν εκ των «παικτών» του πολιτικού
αγωνίσματος δεν κρύβονται πίσω από τον
φερετζέ της επιστημοσύνης, οι θέσεις
του για την ιδεολογία του παίκτου αυτού
( παίκτου που είναι κύριος φορέας της),
τον Νεοφιλελευθερισμό, την ιδεολογία
της Παγκοσμιοποίησης δηλαδή, ή την
ιδεολογία που απαιτεί την καθυπόταξη
των λαών δια του εθνομηδενισμού και την
άλλη όψη του, την υιοθεσία του εθνικισμού
του «μεγάλου μας γείτονα», (της
βορειοαμερικανικής προέκτασης του
Προτεσταντισμού), κρύπτονται, παραλλάσσονται
επιμελώς και δεν γίνεται καν νύξη!!!
Δεν
είναι ο Τζήμερος η ΝΔ , για τον οποίο
μάλλον δεν αξίζει να χύσουμε ούτε μελάνη
ούτε ιδρώτα. Η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη,
της δυναστείας που περισσότερο απ'
οποιαδήποτε άλλη έχει ιδιοποιηθεί το
κράτος, και μάλιστα διαθέτει πείρα,
παράδοση, ειδίκευση και ειδικές
...δεξιότητες πάνω σ' αυτή την ιδιοποίηση,
δεν είναι ένας οποιοσδήποτε παίκτης
των πολιτικών αγώνων, ακόμα κι αν κάποιος
θεωρεί ότι στις «Πρέσπες», σε ένα θέμα
δηλαδή, κράτησε σωστή στάση.
(Τόσο
σωστή και σθεναρή που κόπηκαν τα πόδια
του Ερντογάν και δεν κρατιέται πια και
ζητάει από τους «8» μέχρι τα πάντα, αφού
έφυγε από την μάντρα το «κακό σκυλί»
που λέγαμε).
Υπάρχει
και κάτι άλλο όμως που «διαφεύγει» του
καθηγητού.
Το
ζήτημα των μεγάλων οικονομικών
συμφερόντων. Των κορπορατικών υπερεθνικών
σχηματισμών των οποίων τα συμφέροντα
διατυπώνονται δια του Νεοφιλελευθερισμού.
Ούτε εκεί μας λέει ο κύριος καθηγητής,
πώς αυτά επηρεάζουν την «κοινωνία των
πολιτών», αν διεισδύουν εντός της και
δημιουργούν εξαρτήσεις και κωλύματα
στο να παίξει τον ρόλο της ως εντολέας,
αν αυτά εξαρτούν την ΝΔ ή μήπως και η ΝΔ
εξαρτά αυτά από τις «ανάγκες της κοινωνίας
των πολιτών» και τα καθυποτάσσει. Είναι
ο ΣΥΡΙΖΑ με τις «αγορές» και δεν είναι
η ΝΔ; Ποιον πάει να γελάσει ο καθηγητής;
Αν
έμενε στη σφαίρα της θεωρίας, δεν θα
ήταν υποχρεωμένος να το κάνει και ούτε
εμείς θα έπρεπε να του το ζητάμε. Άπαξ
και κατεβαίνει όμως στην πολιτική και
με τον άλφα ή βήτα τρόπο επηρεάζει την
κρίση των πολιτών, υπέρ και κατά του
ενός και του άλλου κόμματος, τότε οφείλει
να το πράξει και εμείς οφείλουμε να τον
αντιμετωπίσουμε όχι υπό το βάρος της
θετικής συμβολής της θεωρίας του αλλά
υπό το κράτος των προβλημάτων της
πολιτικής του παρέμβασης.
Ε
Και ενώ άλλα μας λέει, άλλα μας κρύπτει
και άλλα μας σημαίνει ο καθηγητής
Κοντογιώργης, δεν μας λέει τι θα γίνει
με τους άνεργους, τους ανασφάλιστους,
τους «κάτω από το όριο της φτώχειας»,
τους «εκτός των ορίων της χώρας»
ανθρώπους, που εναγωνίως επιζητούν
άμεσες λύσεις στα προβλήματά τους και
δεν μπορούν να περιμένουν να γίνει
εντολέας η «κοινωνία των πολιτών» αλλά
επείγονται για λύσεις εδώ και τώρα.
Πχ.,
αν κάποιος χρειάζεται να νοσηλευθεί,
πρέπει να του στέλνει το νοσοκομείο
τον λογαριασμός στην εφορία «δια τα
περαιτέρω», όπως γινόταν επί ΝΔ του
Σαμαρά ή πρέπει να αντιμετωπιστεί όπως
ο νόμος που έφτιαξε ο Τσίπρας, μετά του
Πολάκη και του Ξανθού, καθ' όσον χρόνο
«ιδιοποιούνταν» το κράτος;
Τέτοια
πράγματα που πρέπει να μας πει ο καθηγητής,
δεν μας τα λέει. Παλινδρομεί στη θέση
του αισυμνήτη και κρατάει τις επιφυλάξεις
του ακριβώς όπως το ΚΚΕ δεν μας λέει τι
θα γίνεται στη ζωή μας μέχρι να παρθεί
η εξουσία από την Εργατική Τάξη και
αρχίσει να οικοδομείται ο Σοσιαλισμός(!)
Και
το ΚΚΕ κάνει ένα σκόντο. Λέει ότι θα
παλέψει μαζί μας, εν των μεταξύ, από τα
κάτω και όχι μέσα από κάποια κυβέρνηση.
Ο καθηγητής δεν λέει ούτε αυτό. [Άλλωστε
ποια είναι η δύναμή του;] Αντίθετα θεωρεί
την πάλη αυτή αναποτελεσματική και
ατελέσφορη, άξια μόνο για υπηκόους και
όχι πολίτες. Γιατί ο πολίτης-εντολέας
δεν αιτείται αλλά επιβάλλει το δίκιο
του!
Σωστή,
ολόσωστη, ανάλυση και στόχος στρατηγικής!
Αλλά μέχρι να μπορέσει να το κάνει αυτό
ο πολίτης-εντολέας τι θα γίνεται;;; Θα
πρέπει να τον ενδιαφέρει ποιος τον
κυβερνάει ή δεν θα πρέπει; Θα πρέπει να
αντιπαλεύει αυτούς που κομίζουν τον
κοινωνικό δαρβινισμό ή θα πρέπει να
είναι ...δαλτωνιστής, όταν δεν πιστεύει
ότι η ΝΔ έλαβε υπόψη της την κοινωνία,
έστω και αναγκαστικά, στη συμφωνία των
Πρεσπών; Δεν υπάρχει Αριστερά και Δεξιά
αρκεί να σκεφτόμαστε σαν τον Μητσοτάκη;
Ενδεχομένως και σαν τον Σαμαρά; Ή σαν
τον Πορδοσάλτε, τον Μπάμπη Παπαδημητρίου,
τον Καιρίδη και τον Κυρανάκη;
Και
όταν κάποιος δεν μας λέει αυτά τα πράγματα
εμείς θα πρέπει συμπεράνουμε είτε ότι
δεκάρα δεν δίνει για το τι θα γίνει μέχρι
την «δευτέρα παρουσία» της μεταβίβασης
του κράτους στην «κοινωνία των πολιτών»
είτε είναι τόσο καλά βολεμένος στο ρόλο
του «αισυμνήτη» που δεν αντιλαμβάνεται
καν πόσο κρίσιμη για τους άλλους, τους
πολλούς, τους φτωχούς, τους κατεστραμμένους,
είναι η παραμικρή διαφοροποίηση έστω
και μέσα στο «πολιτικό σύστημα» που
πρέπει να αποπεμφθεί.
ΣΤ
Το τελευταίο ζήτημα που θεωρώ ότι
ζημιώνει όλη την καλή δουλειά που έχει
κάνει ο καθηγητής Κοντογιώργης είναι
η προσήνεια και η προσιτότητα του έργου
του στην «κοινωνία των πολιτών» στην
οποία ομνύει.
Τίποτα απ' όλα αυτά που
«κατεβαίνουν στην πολιτική σαν πρόγραμμα
άμεσης δράσης δεν είναι εκλαϊκευμένο
και εύληπτο απ' αυτούς που υποτίθεται
ότι προορίζεται.
Και
ναι μεν κάποιος πρέπει να στρωθεί και
να καταβάλει προσπάθεια για να κατανοήσει
τα τόσο σοφά λόγια, αντί να κάθετε στον
καφενέ, αλλά η κοινωνία των πολιτών δεν
είναι στις βιβλιοθήκες. Είναι στους
καφενέδες και στις καφετέριες. Οπότε
κάτι πρέπει να γίνει. Είτε απ' την πλευρά
του Βουνού είτε από την πλευρά του
Μωάμεθ. Αλλιώς ούτε η θεωρία θα γίνει
πράξη ούτε η πράξη εντολή και το Βουνό
εντολέας.
Και
αυτό είναι το λιγότερο. Το περισσότερο
είναι ότι αντιδράει έντονα και στην
όποια κριτική επιχειρείται εναντίον
του. Τουλάχιστον εγώ αυτό έχω εισπράξει
δυο τρεις φορές που επιχείρησα, δια
ζώσης και δια της γραφίδος, να εκφράσω
διαφωνίες. Από τον ίδιο αλλά και από
παρατρεχάμενούς του.
Ένας μάλιστα
παρατρεχάμενος είναι και ιδιαίτερα
τσαμπουκάς και βρωμόστος, και δη με την
ανοχή του κ. καθηγητού. Άλλη μια αντίφαση,
(ή μήπως αντίστιξη;) μεταξύ θεωρίας και
πράξης, μεταξύ πολιτικής θεωρίας και
της πολιτικής έναντι της «κοινωνίας
των πολιτών».
Αντί
να χαίρεται που κάποιος του κάνει μια
κάποια κριτική, αντιδράει και απαξιώνει.
Δεν είναι δα και πολλοί αυτοί που τον
κριτικάρουν για να πει κανείς ότι
απειλείται ή να υποτιμάται το κύρος της
θεωρίας του. Αν υπάρξει υποτίμηση αυτή
θα οφείλεται στην ανυπαρξία συζήτησης
και, κυρίως, αντιρρήσεων.
Άλλωστε
είπαμε, όποιος μπαίνει στην πολιτική
πάλη, αφήνει το κύρος της
επιστημοσύνης και της αυθεντίας στο...
φουαγέ μαζί με το παρασόλι. Μέσα στην
πολιτική γινόμαστε όλοι ίσοι πολίτες κι εκεί διεκδικούμε ένα άλλο κύρος, του πολιτικού ηγέτη. Εκτός κι αν την εννοεί αλλιώς ο κύριος
καθηγητής την «κοινωνία των πολιτών»
του.
Σημειώσεις:
1
«...αν πονάει η κεφαλή/φταίει η απρόσωπη
αγάπη που `χε βρει/Mα η δικιά μας έχει
όνομα/έχει σώμα και θρησκεία/και παππού
σε μέρη αυτόνομα/μέσα στην τουρκοκρατία...».
«Τραπεζάκια έξω»-«Ας κρατήσουν οι
χοροί»
2 Ντμίτρι
Βολκογκόνοφ, Θρίαμβος και τραγωδία-Ι.β.
Στάλιν, βιβλίο 1ο, μέρος 2ο, σελ 94, έκδ.
Σύγχρονη Εποχή, 1989
3 Αισυμνάω
= απονέμω δικαιοσύνη, άρχω, κυβερνώ.
Αισυμνήτης = ο κριτής των αγώνων