Το υπ.
αριθμ. 93.3 αγνώστου συγγραφέα χειρόγραφο
της Γενναδείου Βιβλιοθήκης και η
προφορική παράδοση
Γιώργος
Μιλτ. Σαλεμής
Δύο κείμενα
χειρόγραφα. Με διαφορά μεταξύ τους
διακόσια περίπου χρόνια. Το ένα ανώνυμο
το άλλο επώνυμο. Αν και κείμενα γραπτά
είναι και τα δύο προφορικές παραδώσεις.
Διότι δεν αποδεικνύουν το τι ισχυρίζονται
αλλά παραθέτουν το τι ξέρει ο κάθε
συγγραφέας. Το ένα γραμμένο για τα
Δερβενοχώρια της Μεγαρίδος και το άλλο
γραμμένο για το Σχηματάρι. Το δεύτερο,
σήμερα πια, δεν θεωρείται ότι ανήκε στα
Δερβενοχώρια ούτε της Αττικής ούτε της
Βοιωτίας. Ας δούμε όμως τι μας λένε αυτά
τα κείμενα και πώς υποστηρίζει- θα έλεγε
κανείς- το ένα το άλλο...
Δερβενοχώρια
Αττικής, Μεγαρίδος και Βοιωτίας
α) Απόσπασμα από
κείμενο γραμμένο το 1796 και δημοσιευμένο
από τον Σπ. Ασδραχά στο έργο του
Πραγματικότητες
από τον ελληνικό ΙΗ΄ αιώνα.
(υπ. Αριθμ. 93.3
χειρόγραφο της Γενναδείου Βιβλιοθήκης,
1796) http://www.aspropyrgos.gr/docs/attachments/53.pdf σελ 32
«… Τα Ντερβενοχώρια
Αττικής και Μεγαρίδος είναι επτά χωρία:
Κούντουρα, Βίλια, Περαχώρα, Μπίσια, Μάζι,
Μέγαρα και Εξαμίλια.
Η αναφορά
στα Δερβενοχώρια είναι μερική. Αφορά
εκείνα της Αττικής και Μεγαρίδος.
Αυτά κατά το παρόν
είναι τα πλέον ελεύθερα και ακαταπάτητα
χωρία οπού να είναι εις όλην την Βοιωτίαν
και Πελοπόννησον, έστοντας και να έχουν
τα προνόμια να είναι φύλακες εις τους
δρόμους οπού εισέρχονται από Βοιωτίαν
και Πελοπόννησον, αρχινώντας από το
γεφύρι της Τανάγρας έως εις τον Ισθμόν
της Κορίνθου∙ και έχουν υπόσχεσιν εις
την αυθεντίαν να αποκραίνωνται όλοι
κοινώς εις κάθε ζημίαν οπού ήθελεν
ακολουθήσει εις τους δρόμους αυτούς
εις το ένα χίλια, και έχουν βίγλες εις
κάθε στενόν του δρόμου.
Αυτά τα
χωριά, λέει, ότι “κατά το παρόν”, δηλαδή
το 1796, είναι ελεύθερα και ακαταπάτητα
περισσότερο από όλα εκείνα που είναι
στη Βοιωτία και στην Πελοπόννησο. Άρα
υπάρχουν κι άλλα χωριά “ελεύθερα και
ακαταπάτητα” στη Βοιωτία και στην
Πελοπόννησο, ίσως όμως, χωρίς τόση
ελευθερία όσο τα χωριά της Μεγαρίδος.
Μας λέει
επίσης ότι τα χωριά αυτά, και τα μεν με
την περισσότερη ελευθερία και τα άλλα,
έχουν προνόμια γιατί φυλάνε “τους
δρόμους” που “εισέρχονται” από την
Βοιωτία στην Πελοπόννησο. Αυτό πάει να
πει πως η κίνηση γίνεται από τη Βοιωτία
προς την Πελοπόννησο και ότι η κίνηση
αυτή είναι που διατρέχει κίνδυνο και
επομένως πρέπει να φυλάσσεται. Αρχίζουν
δε αυτοί “οι δρόμοι” που εισέρχονται
και χρειάζονται φύλαγμα, από το γεφύρι
της Τανάγρας και τελειώνουν στον Ισθμό.
Ποιο είναι
το γεφύρι της Τανάγρας; Προφανώς για
μας τους γηγενείς της Ταναγραϊκής,
εννοεί το γεφύρι στον Ασωπό, που βρίσκεται
ακριβώς “στους πόδας” του βουνού της
Τανάγρας, του Κηρύκειου Όρους ή
Μάλι-βάλεζας. Συνδέει δε τον δρόμο που
οδηγεί από την Οινόη στον Άγιο Θωμά, τη
Λιάτανη. Εκεί ακριβώς βρίσκεται και το
αρχαίο ναΐδριο, ο Άγιος Θωμάς.
Στους δρόμους
αυτούς, λοιπόν, έχουν βίγλες σε όλα τα
στενά και “έχουν υπόσχεσιν” στην
αυθεντία. Αυτό σημαίνει ότι αυτοί
υπόσχονται στην αυθεντία, στην εξουσία,
και όχι ότι η αυθεντία τους υποχρεώνει.
Υπόσχονται όπως υπόσχεται κάποιος
σήμερα να εκτελέσει κάποιο έργο, να
παράσχει μια υπηρεσία έναντι κάποιου
ανταλλάγματος.
Υπόσχονται
να πληρώνουν τη ζημιά, που ενδεχομένως
θα υποστεί κάποιος “στους δρόμους”
αυτούς, αν και βρίσκονται υπό την δική
τους φύλαξη. Επειδή όλα μπορούν να
συμβούν και επειδή κάποιος μπορεί να
ληστευτεί στους δρόμους αυτούς αν και
φυλάγονται, εκείνοι, οι δερβενοφύλακες,
για να είναι σωστοί αναλαμβάνουν να
πληρώσουν την ενδεχόμενη ζημιά, ήγουν
την ασφαλίζουν! Πόσο; Το ένα, χίλια!
Υπόσχονται “να αποκραίνωνται όλοι
κοινώς”! Όλοι μαζί, δηλαδή, να πληρώνουν
από κοινού τη ζημιά. Άντε τώρα να κάνει
κάποιο παρασπονδία και να μην τηρήσει
την υπόσχεση!
Και δια ταύτην την
αιτίαν είναι πολλά ολιγώτερα τα δοσίματά
τους εις την αυθεντίαν. Είναι χαράτζι
τους από 90 παράδες και η ποσότης των
χαρατζίων αποκομμένη 700 χαράτζια. Και
εκείνοι μοιράζοντάς τα ανάμεσόν τους,
τους πίπτει από μία ολίγη ποσότης παράδων
του κάθε ενός. Δίδουν οι υπαντρεμένοι
και εις τον σπαή τον κάθε χρόνον δια
σπέντζα παράδες 44 και οι ανύπαντροι,
οπού είναι επάνω των δεκαπέντε χρόνων,
22 παράδες. Και την δεκαετίαν εις τους
καρπούς τους, εις τα δέκα ένα· και εις
τους αυθεντικούς ανθρώπους οπού περνούν,
δύο φαγητά –ένα εις Κούντουρα και το
άλλο εις Μέγαρα, ότι αυτά είναι πλησίον
εις τους δρόμους. Και όσα έξοδα γίνουν
τον χρόνον, τα ρίπτουν και εις τα επτά
χωρία και τα πληρώνουν ανάμεσόν τους
κατά την δύναμιν του κάθε ενός. Είναι:
τα Κούντουρα έως 300 σπίτια, τα Βίλια έως
150, το Μάζι έως 030, η Περαχώρα έως 200, τα
Μέγαρα έως 350, τα Μπίσια έως 080, τα Ξαμίλια
έως 020, το όλον 1.130 σπίτια.
Για την
αιτία αυτή, επειδή δηλαδή οι δρόμοι
φυλάσσονται και ασφαλίζονται, είναι
λιγότερα τα δωσίματά τους, οι φόροι, οι
οποίοι είναι τριών ειδών:
Το χαράτζι.
Για να πληρώνουν χαράτζι σημαίνει πως
είναι χριστιανοί και κάθε χρόνο
εξαγόραζαν το δικαίωμα να έχουν το
κεφάλι τους στους ώμους. Ένα χαράτζι
είναι 90 παράδες και όλα μαζί τα χαράτζια
είναι 700. Σύνολο 63.000 παράδες. Διαιρούνταν
δια του υπόχρεου στο φόρο πληθυσμού
και “έπιπτε μία ολίγη ποσότης παράδων
του κάθε ενός”. Από πουθενά δεν
προκύπτει πόσοι είναι οι κάτοικοι των
χωριών αυτών. Από τις σχετικές
στατιστικές, όμως, της εποχής μπορούμε
να συμπεράνουμε ότι σε κάθε σπίτι
αντιστοιχούνε πέντε περίπου άτομα.
Οπότε έχουμε ένα πληθυσμό 5.650 ατόμων.
Και πάλι όμως δεν μπορούμε να υπολογίσουμε
πόσοι είναι οι υπόχρεοι στο φόρο, ήτοι
οι πάνω από 12 χρονών.
Εκείνο
που μας λέει το κείμενο στο τέλος είναι
πως μπορούσαν να εξοπλίσουν 2.000 άνδρες
( όταν το Σούλι διέθετε 1.000 ενόπλους)
αν και δεν είναι απαραίτητο ο αριθμός
των ενόπλων να ταυτίζεται με τον αριθμό
των δυνάμενων να φέρουν όπλο και πολύ
περισσότερο με τους υπόχρεους στην
σπέντζα. Η σπέντζα είναι άλλο είδος
φόρου. Σαράντα τέσσερις παράδες για
τους ενήλικους και είκοσι δύο για τους
ανήλικους.
Απέδιδαν
την δεκάτη της σοδειάς τους μόνο μια
φορά στα δέκα χρόνια, “την δεκαετία”!
Είχαν την
υποχρέωση να δίνουν στους ανθρώπους
της εξουσίας -“τους αυθεντικούς”-δύο
γεύματα, ένα όταν έμπαιναν στα όρια
του φυλασσόμενου μέρους και ένα όταν
έβγαιναν, ήτοι στα Κούντουρα και στα
Μέγαρα. Αυτά τα έξοδα, του φαγητού των
“αυθεντικών”, τα μοίραζαν “ανάμεσόν
τους κατά την δύναμιν του καθενός”!
Εις τους 1770 δεν ήτον
τα ήμιση και από τότε υπάγουν καθημερινώς
αυξάνοντας οι φαμελίες και την καλλιέργειαν
της γης, και αγοράζουν και τόπους από
τους πέριξ Τούρκους, όσους εύρουν.
Αγόρασαν τώρα οι Κουντουριώτες όλην
της Ελευσίνας την γην από τους αγάδες
της Αθήνας. Αγόρασαν οι Βιλιώτες εις
τον κάμπον της Πλαταιάς πολλήν γην έως
τον ποταμόν της Τανάγρας από τους αγάδες
της Θήβας. Αγόρασαν οι Περαχωρίται έναν
κάμπον χέρσον επάνω εις τον Ισθμόν και
άρχισαν να τον καλλιεργούν.
Στα 1770, λέει,
τα χωριά “δεν ήτον τα ήμιση”. Ούτε τα
μισά, δηλαδή, απ' ότι είναι τώρα...το 1796
που τα μετράει ως 1.130 σπίτια. Και όσο
πάει καθημερινά αυξάνονται οι οικογένειες
και η καλλιέργεια της γης. Έχουμε δηλαδή
μια φοβερή τάση ανάπτυξης στα χωριά
αυτά και σε άτομα και σε καλλιεργήσιμη
γη. Μέσα σε είκοσι έξι χρόνια, από το
1770 μέχρι το 1796, οι κάτοικοι διπλασιάζονται
και αυξάνονται κι άλλο! Ποια όμως χωριά,
όμως, είναι αυτά και έως που φτάνει η
έξαρση αυτή της ανάπτυξης; Είναι μόνο
εκείνα του Δερβενιού της Μεγαρίδος;
Προφανώς όχι αν και ο συγγραφέας αναφέρει
μόνο εκείνα. Πρώτα πρώτα γιατί η ίδια
η περιγραφή των αγοραζόμενων εκτάσεων
εκτείνεται πέρα από τους δρόμους και
τα χωριά που τους φυλάνε. Οι Κουντουριώτες
αγοράζουν την Ελευσίνα. Οι Βιλιώτες τις
Πλαταιές και ως τον ποταμό της Τανάγρας,
ήτοι τον Ασωπό. Οι Περαχωρίτες αγοράζουν
χέρσο κάμπο στον Ισθμό. Όταν, πχ, οι
Βιλιώτες φτάνουν σχεδόν μέχρι τη Θήβα-τον
Ασωπό- και αγοράζουν από τους αγάδες
της Θήβας, αυτό σημαίνει πως όλη εκείνη
η περιοχή επιτρέπεται να αγοραστεί από
Έλληνες και ότι προφανώς δεν είναι μόνο
οι Βιλιώτες που έχουν αυτό δικαίωμα.
Όπως θα δούμε στο δεύτερο κείμενο και
οι κάτοικοι του Σχηματαρίου αγοράζουν
από Τούρκους. Άρα μπορούμε βάσιμα να
υποθέσουμε ότι η τάση αυτή, της αύξησης
του πληθυσμού, των καλλιεργειών και των
εξαγορών, αφορά μια ευρύτατη περιοχή,
όση δηλαδή είναι και η έκταση της πρώτης
εγκατάστασης των Αρβανιτών στη Βοιωτία
όταν προνοιάστηκαν.
Αυτά τα χωρία έλαβαν
τα προνόμια από τους Τούρκους εις τους
1677, όταν οι Βενέτικοι επήραν την
Πελοπόννησον από τους Τούρκους. Τα χωρία
αυτά εστάθησαν εις την υποταγήν των
Τουρκών εις την Θήβαν και έλαβαν από
την Πόρταν την οθωμανικήν αυτά τα
προνόμια: να είναι φύλακες του δρόμου,
να εμποδίζουν τους Βενετζάνους να μην
έχουν την διάβασιν της Βοιωτίας και να
περνούν οι κλέπται του Μορέως εις την
Βοιωτίαν να κλέπτουν.
Τα προνόμια
αυτά τα έλαβαν το 1677! Έναν αιώνα πριν!
Τότε που ο Μοροζίνης κατέλαβε το Μοριά
και τότε που πολιορκώντας την Αθήνα
ανατινάχθηκε ο Παρθενώνας (1687). Τότε,
τα χωριά αυτά, στην αρχή, συμμάχησαν με
τους Βενετούς όπως όλοι οι Αρβανίτες.
Ένας Ιωάννης Γκίνης πολεμάει με 1.500
άνδρες στην πολιορκία της Χαλκίδας υπό
τον Μοροζίνη, προκύπτει και από την
καταστροφή του Σχηματαρίου ως συνέπεια
της συμμαχίας του με τους Βενετούς.
Καταστροφής που δεν έχει αποδειχτεί
ακόμη πλήρως αλλά μόνο από ενδείξεις
όπως η μη αναφορά στο Σχηματάρι της
Οθωμανικής απογραφής του 1687/8. (Βλέπε
χάρτη Νο 5). Στη συνέχεια όμως οι Τούρκοι,
δια του Λυμπεράκη που είχε αποστολή την
καταστολή της εξέγερσης, παραχωρούν
αμνηστία και επιπλέον προνόμια. Δεδομένης
και της αναδίπλωσης των Ενετών οι
Δερβενατζήδες “εστάθησαν εις την
υποταγήν των Τουρκών”.
Αυτοί ήτον οκνηροί
το πρότερον εις την γεωργίαν, πάρεξ
έζουν βόσκοντες γίδια μερικοί και άλλοι
ξυλοφόροι των ξύλων της φωτίας, να φέρουν
εις Κόρινθον, εις Αθήναν και Θήβαν και
εσύναζαν και το ρετζίνι των πεύκων. Και
εζούσαν με πολλήν πτωχείαν έως εις τους
1770, όπου με την άδειαν του βεζίρ Μουσούν
Ογλού εσκότωσαν πολύ πλήθος Τουρκών
οπού επήγαν να έβγουν από τα ντερβένια
χωρίς άδειαν του Μουσούν Ογλού, οπού
ήτον φορτωμένοι από τα κούρση του
δυστυχούς Μορέως. Και ο πασιάς δίδοντας
άδειαν των ντερβεντζήδων ή να τους
γυρίζουν οπίσω ή να τους θανατώσουν·
και μετ’ αυτήν την αιτίαν τους εθανάτωναν.
Και παίρνοντας εκείνα τα λάφυρα,
επλούτισαν και μετήλλαξαν την οκνηρίαν
εις καλλιέργειαν και πραγματείαν και
υπάγουν πλουταίνοντες.
Αν και είχαν
τα δικαιώματα από το 1677 δεν τα ασκούν!
Ο λόγος; Δεν είχαν χρήματα! Μπορούσαν
με βάση το δικαίωμα να αγοράσουν αλλά
δεν μπορούσαν με βάση την τσέπη τους!
Είχαν λίγη, λοιπόν, γη και αυτή
καλλιεργούσαν. Και είναι αυτό το γεγονός,
η λιγοστή γη, που τους έκανε οκνηρούς
στη γεωργία. Στη γεωργία, όχι οκνηρούς
γενικά, γιατί και γίδια έβοσκαν και ξύλα
κουβάλαγαν στη Θήβα και ρετζίνι μάζευαν
από τα πεύκα. Άλλωστε μας λέει πάρα κάτω
πως “μετήλλαξαν την οκνηρία εις
καλλιέργειαν και πραγματείαν και υπάγουν
πλουταίνοντες”. Πήραν τα λάφυρα των
“Τούρκων” που κινούνταν, αντίστροφα,
από το Μοριά στη Βόρεια Ελλάδα.
Οι “Τούρκοι”
αυτοί δεν είναι άλλοι από τους Μουσουλμάνους
Αρβανίτες που κατέστειλαν την εξέγερση
του Μοριά κατά τα Ορλοφικά. Οι Τουρκαρβανίτες
αυτοί, αφού έπνιξαν στο αίμα την
επανάσταση, επί εννιά χρόνια λεηλατούσαν
την Πελοπόννησο. Αυτονομήθηκαν δε τόσο
πολύ που ο Σουλτάνος τους αποκήρυξε και
κινήθηκε εναντίον τους με όλα τα μέσα.
Τότε ήταν που τους έφαγε παμπέσικα στο
Παλαμίδι ρίχνοντάς τους στον γκρεμό
που λεγόταν ήδη τότε Αρβανιτιά. (Λεγόταν
έτσι από την πρώτη εγκατάσταση των
Αρβανιτών στο Ναύπλιο, επειδή εκεί ήταν
η συνοικία τους. Υπάρχει χάρτης ενετικός
όπου αναφέρεται ρητά). Εκείνους, λοιπόν,
τους Αρβανίτες, πρώην όργανα της εξουσίας
και τώρα διωκόμενους προς την πατρίδας
τους, στρίμωξαν στα Δερβένια, οι κάτοικοι
των εν λόγω χωριών, και τούς πήραν τα
πλιάτσικα. Στην κίνηση αυτή προς την
Ήπειρο θα υποστούν πολλές ανάλογες
επιθέσεις από τους Αρματολούς και η
ζημιά που θα πάθουν θα είναι τεράστια
και καθοριστική για την ιστορία τους
αλλά και για τη στάση τους έναντι των
άλλων Αρβανιτών εκείνων που παρέμειναν
Έλληνες. Εκεί οφείλεται τελικά η μεγάλη
έχθρα ανάμεσά τους, έχθρα που κυριάρχησε
στην Επανάσταση του 1821 και έκρινε την
πλήρη ευθυγράμμισή τους με την Μεγάλη
Πύλη.
Είναι συνήθεια να
έχουν έναν Τούρκον με τίτλον να λέγεται
ντερβέν αγάς και αυτό διότι το έχουν
απαίσιον να είναι ρωμαίος αρχηγός. Αυτόν
τον Τούρκον τον εκλέγει ο μπέης της
Κορίνθου και παίρνει αναφοράν από τους
ντερβεντζήδες και στέλλει εις την Πόλιν
και του φέρνει το φερμάνι. Και η πάγα
του δίδεται από το μιρί της Πελοποννήσου.
Ημπορούν την σήμερον να είναι άνθρωποι
δια να κρατούν άρματα έως δύο χιλιάδες.»
Από συνήθεια και
επειδή “το έχουν απαίσιον να είναι ένας
Ρωμαίος αρχηγός”, ορίζεται ένας Τούρκος
ντερβέν αγάς. Οι Αρβανίτες, δηλαδή, των
Δερβενίων είναι, αφενός, τελείως
διαφορετικό πράμα από τους Τούρκους
που το έχουν απαίσιον να ορίσουν έναν
Αρβανίτη αρχηγό και ορίζουν έναν Τούρκο.
Αφαιτέρου, οι Αρβανίτες των Δερβενοχωρίων
είναι άλλο πράμα και από τους Τούρκους
που πλιατσικολογούσαν τον Μοριά μετά
τα Ορλοφικά και όπως ξέρουμε όλοι
πρόκειται για Τουρκαρβανίτες.
Αυτόν λοιπόν τον
Τούρκο ντερβέναγα στέλνει ο μπέης της
Κορίνθου στην Κωνσταντινούπολη για να
φέρει το φιρμάνι και τα έξοδά του τα
καλύπτει το “μιρί” της Πελοποννήσου.
Κλείνοντας, ο
ανώμυμος, επισημαίνει ακόμη μια φορά
ότι πρόκειται για δυο χιλιάδες ντουφέκια.
ΣΧΗΜΑΤΑΡΙ . Πότε
κτίστηκε το χωριό Σχηματάρι Βοιωτίας
και Ιστορικά γεγονότα
Του Θεοδώρου
Αλεξάνδρου Μπεζιάνη .
Σχηματάρι 2 Αυγούστου
1987.
Πρόλογος
Στις αρχές του αιώνα
μας το 1902 , στις 6 Ιανουαρίου , γεννήθηκα
και μεγάλωσα στο Σχηματάρι Βοιωτίας .
Ονομάζομαι Θεόδωρος
Μπεζιάνης του Αλεξάνδρου και της
Βασιλικής , το γένος Σάμιου και σας
εξιστορώ με ακρίβεια τα όσα άκουσα και
έμαθα από τους παππούδες αλλά και όσα
θυμάμαι για να μάθουν οι νεότεροι πότε
κτίσθηκε το χωριό Σχηματάρι Θηβών
Βοιωτίας .
Πότε κτίστηκε το
χωριό Σχηματάρι ;
Κατά τα λεγόμενα
του παππού μου Ιωάννη Μπεζιάνη του
Κωνσταντίνου .
Ο παππούς μου είχε
γεννηθεί εις το χωρίον Σχηματάρι το
έτος 1814 , επί Τουρκοκρατίας και μου τα
έλεγε όλα αυτά και τα γράφω .
Ήλθαν από την Βόρειο
Ήπειρο (18) δεκαοκτώ οικογένειες , κατά
τα έτη 1770 με 1775 και αγόρασαν το κτήμα
από ένα Τούρκο πασά, που τα σύνορα
άρχονται από το γεφύρι του Παπαρόκα
(μικρό γεφύρι
στον παραπόταμο του Ασωπού, τον Λάρη),
πιάνουν από το Δραγκό (=ορεινό
ή δασώδες πέρασμα, συναντάται και στο
Χρονικό του Μορέως ως “δρόγγος”)
της Γκριμάδας ( ή Τανάγρας), ανεβαίνει
κορυφογραμμή Μάλι – Βάλεζα, κατεβαίνει
στο εξωκλήσι Μεταμόρφωση του Σωτήρος,
εις θέση Λιοτρίβι και Κορυτσιά Κολυστάρα,
Μανδρί Τσαμασίρη, Ράχη Μυζήθρα, Κοπρισιά
Μυζήθρα, 200 μέτρα νοτινά της Κλήσισας.
Ανατολικά πηγαίνει στο Βλυχονέρι και
από εκεί τρείς (3) τσούκες και ευθεία
Κοπρισιά Μπεζιάνη και ευθεία μνήμα
Εβραίου, ευθεία χωράφι εκκλησίας,
κορυφογραμμή, ελιές Χαλιώνη, πηγάδι
Παπαγεωργάτση, κορυφογραμμή Άγιος –
Νικόλαος, Άγιος Ιωάννης, το σημερινό
νεκροταφείο και ευθεία όπως πάει ο
δημόσιος δρόμος σταματάει στα σύνορα
του χωριού Μαδαρού (πρόκειται
ίσως για άλλο όνομα των Στανιατών),
παίρνει το Σιδηροδρομικό Σταθμό Οινόης
– Σχηματαρίου – καμίνι Μπαρόνη,
κατεβαίνει Δραγκό του Κοκάλι στο δρόμο
Μπούρτσι και καταλήγει στο γεφύρι του
Παπαρόκα.
Η αφήγηση
του μακαρίτη Μπάρμπα-Θοδωρή μας λέει
πως ήρθαν από αλλού δεκαοκτώ οικογένειες.
Ήρθαν μέσα στη δεκαετία του 1770. Συνηγορεί,
δηλαδή, με το πρώτο κείμενο και επιβεβαιώνει
με τον τρόπο της πως τότε έχουν ανάπτυξη
στα χωριά και αθρόα συρροή από άλλα
μέρη. Εδώ μας λέει πως τα άλλα μέρη είναι
η Βόρειος Ήπειρος. Άμα θέλουμε το
πιστεύουμε. Και το πιστεύουμε, για όλους
ή για μερικούς. Αλλά δεν είναι εκεί το
ζήτημα.
Το ζήτημα
είναι πως έχουν κι εκείνοι το δικαίωμα
να αγοράζουν κτήματα και μάλιστα από
τους Τούρκους πασάδες! Πώς όμως μια γης
που ανήκε στους Αρβανίτες, τούς
προνοιασμένους από το 1392, τους ημιαυτόνομους
αυτούς Στρατιώτες, περνάει στα χέρια
του πασά; Μήπως είναι όντως αληθινή η
θεωρία της καταστροφής του Σχηματαρίου
κατά τα Μοροζινικά του 1687/8 και η
απαλλοτρίωση της γης του μια ακόμη
συνέπεια;
Εκτός αυτού.
Οι “πρώτοι” δεκαοκτώ αν και είναι από
αλλού έχουν το δικαίωμα. Λιγάκι σόλοικο.
Τότε δεν κυκλοφορούσε ο καθείς με τον
παρά στην τσέπη και αγόραζε ό,τι του
άρεσε. Συνεπώς δεν νομίζουμε πως εκείνοι
οι προπάτορές μας ήρθαν εδώ τότε που
αγόρασαν. Θα θεωρήσουμε ότι ήρθαν εδώ,
εγκαταστάθηκαν κάπου, απέκτησαν το
δικαίωμα ως ντόπιοι και μετά προέβησαν
στην αγορά. Είναι η πιο λογική υπόθεση.
Άλλωστε έτσι αποκαθίσταται και η
αντιστοιχία των χρονολογιών. Ήρθαν εδώ
το 1770-1775, έμειναν λίγα χρόνια, όταν
πέρασαν οι Τουρκαρβανίτες γύρω στο 1780
τους χτύπησαν, πήραν τα πλιάτσικα,
πλούτησαν και άσκησαν, μαζί με τους
υπόλοιπους, το δικαίωμα της εξαγοράς
της τόσο μεγάλης έκτασης.
Το κτήμα αυτό
αποτελείτο από 25.000 έως 30.000 στρέμματα.
Τα πρώτα σπίτια του ήταν καλύβες , που
τα έφτιαξαν στην θέση Μαυροβούνι
(Μαυρογούνι,
σημ. συγ.) για να
είχανε το ποτάμι κοντά να υδρεύονταν,
το ονομαζόμενο στην αρχαία Ελληνική
Θερμόδοντα ή κοινός (Λάρη) ή παραπόταμος
του Χείμαρου Ασωπού.
Αλλά επειδή ήταν
μακριά το ποτάμι επήγαν απέναντι στη
θέση Μπαλί, δυτικώς από το ποτάμι, εις
την θέση Λιέδεζα αλλά εκεί τους έτρωγε
το κουνούπι της Ελονοσίας και τους είπαν
άλλοι γέροντες, να πάτε να κτίσετε χωριό
εκεί που λαλούνε πέρδικες. Οι πέρδικες
το καλοκαίρι βόσκουν στα απόσκια και
το χειμώνα βοσκάνε στα προσήλια, εκεί
που κτυπάει ο ήλιος το πρωί και όλη την
ημέρα. Και επήραν τα τσεκούρια και τις
κάπες και ήλθαν και κοιμήθηκαν εκεί που
έχουν οι Καρατζιάδες (ή Καπάκηδες ) τα
σπίτια τους και άκουσαν τις πέρδικες
το πρωί που λαλούσαν και πηγαίνανε στην
βρύση να πιούνε νερό. Πρώτα η πέρδικα
πηγαίνει να πιει νερό και μετά πηγαίνει
για βοσκή. Και εκεί που είναι το σπίτι
του Τσορέ ( ή Σταύρου ) στο δρόμο ήταν
κάτι βούρλα και είχε μία βρυσούλα με
νερό και εκεί ποτίζονταν οι πέρδικες
και ήταν όλο δάσος και έφτιαξαν από μία
πρόχειρη καλύβα, έφεραν κατόπιν τις
οικογένειες και έγινε το χωριό Σχηματάρι
.
Η εγκατάσταση
των κατοίκων αυτών στο συγκεκριμένο
μέρος όπου και σήμερα βρίσκεται το
Σχηματάρι, σαφώς δεν είναι η πρώτη
εγκατάσταση αλλά η δεύτερη. Έχουμε
δείξει αλλού πόσο παλιά είναι η πρώτη
εγκατάσταση και πόσες αναφορές οθωμανικών
απογραφών σ' αυτό καθιστούν περιττή
όποια άλλη απόδειξη. Η εκ νέου εγκατάσταση
φαίνεται να επιβεβαιώνει από μια ακόμη
πλευρά τη θεωρία για την καταστροφή του
χωριού το 1687/8. Το ότι δεν βρήκαν ερείπια
και δεν αναφέρονται αυτά δεν σημαίνει
πως δεν υπήρχε κάποτε χωριό εδώ. Πρώτον,
τα σπίτια τότε ήταν πρόχειρα, όπως
είπαμε, και ευτελή γιατί η απειλή της
καταστροφής ήταν μόνιμη. Δεν έφτιαχναν
ούτε σπίτια ούτε έργα ούτε καν εκκλησίες
τέτοιες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν
αντικείμενα εκδίκησης από τους κατακτητές.
Αυτές οι ευτελείς κατασκευές είναι
εύλογο, μέσα σε έναν αιώνα, να έχουν
καταστραφεί πλήρως και χωρίς ίχνη.
Δεύτερον, αν και ξέρουμε ότι το Σχηματάρι
υπάρχει από το 14ο, τουλάχιστον, αιώνα
δεν είναι απολύτως σίγουρο ότι ήταν,
τότε, εκεί που είναι και τώρα. Μπορεί να
ήταν λίγο πιο πέρα, πχ στη ράχη του των
αγίων Νικολάου- Ιωάννη- Παρασκευής, εκεί
όπου οι Στρατιώτες κατά την εγκατάστασή
τους βρήκαν βυζαντινά λαμπρά κτίσματα.
Η μικρή αυτή απόκλιση δεν μπορεί να
απεικονιστεί στους χάρτες. Τρίτον, αν
και δεν βρήκαν ερείπια βρήκαν....το όνομα.
Πώς εξηγείται ότι το νέο χωριό έχει το
ίδιο όνομα με το παλιό; Συμπέρασμα: Όταν
ήρθαν οι Δεκαοκτώ οικογένειες κάτι
βρήκαν και κάποιους βρήκαν εδώ. Από κει
πήραν το όνομα και εκείνους ίσως, τους
διάσπαρτους στους γύρω οικισμούς,
συνένωσαν έτσι που η θεωρία, ότι το
Σχηματάρι “σχηματίστηκε” από τους
γύρω οικισμούς, να φαντάζει αληθινή.
Μπορούμε με ασφάλεια να θεωρήσουμε ότι
η ανάπτυξη που προέκυψε μαζί με την
σχετική ειρήνη ώθησαν του κατοίκους
να οικοδομήσουν μια ενιαία κοινότητα.
Το έτος 1777 είχε πέσει
στην Ευρώπη μία ασθένεια, η λεγόμενη
πανούκλα. Αρβανίτικα την έλεγαν κουκούδι
και είχε γίνει σώμα και γύριζε τα χωριά
και τις πολιτείες και ήταν και θωρακισμένη
και δεν της κόλλαγε ούτε σφαίρα ( βόλι
) ούτε σπαθί.
Ήλθε στο χωριό μας
από το δρόμο της Χαλκίδας βραδιάτικα,
εκεί που είναι σήμερα η Αερογέφυρα ήταν
μια αγκοριτζιά μεγάλη, δυτικά από το
δρόμο Χαλκίδας. Εκεί του είχαν κάνει
καρτέρι οι Άγιοι Ταξιάρχες, ο Μιχαήλ
και ο Γαβριήλ και δεν τον άφησαν να μπει
στο χωριό .
Τον κυνήγησαν γύρω
από την Ντάρδιζα και μέχρι το λίσι (τη
δρυ) του Λειβαδίτη
ακούγονταν τα σπαθιά που τον χτύπαγαν
οι Άγγελοι και τον έδιωξαν και επήγε
για την Λιάτανη, το σημερινό χωριό Άγιος
Θωμάς .
Αυτό το
κομμάτι της αφήγησης είναι το πλέον
ενδιαφέρον. Έχει λογοτεχνικές και
λαογραφικές προεκτάσεις. Η πανούκλα
δεν εμφανίζεται σαν γριά με μαύρα και
ρόπαλο αλλά σαν πολεμιστής θωρακισμένος!
Έχει και όνομα αρβανίτικο...”κουκούδι”!
Έρχεται από την Χαλκίδα. Οι Αρχάγγελοι,
οι πολιούχοι, του στήνουν καρτέρι και
τον αποκρούουν, χωρίς να τον σκοτώσουν,
μέχρι στο Λίσι του Λειβαδίτη - τη
Βελανιδιά, δηλαδή, του Λειβαδίτη! Από
κει φεύγει για τη Λιάτανη και μπαίνει
στην αρμοδιότητα του Αγίου Θωμά. Όμορφος
θρύλος που μας λέει ακόμη μερικά πράγματα.
Η χρονολογία
1777. Αν έχει κάποια αλήθεια τότε αυτή
είναι πως το 1777 υπάρχει χωριό. Και δεν
μπορεί από το 1770-1775 που ήρθαν οι πρώτοι
Δεκαοκτώ, μέσα σε δυο χρόνια να έγιναν
όλα αυτά που εξιστορεί το κείμενο για
την εγκατάστασή τους και την αγορά της
γης. Αν όντως το 1777 υπήρξε απειλή
επιδημίας, πανώλης ή άλλης, και απεφεύχθη
τότε όλα αυτά γίνανε πριν και μάλιστα
αρκετά πριν.
Όμως τίποτα
δεν μας λέει πως όντως υπήρξε απειλή
πανώλης το 1777. Όσο έψαξα δεν βρήκα κάτι
που να το επιβεβαιώνει, για την εποχή
εκείνη τουλάχιστον. Επιδημία πανώλης
αναφέρεται και μάλιστα στη Χαλκίδα κατά
την πολιορκία της από τον Μοροζίνη το
1688. Ο αρχιστράτηγος μάλιστα του Μοροζίνη,
ο Καίνιξμαρκ, πεθαίνει από την αρρώστια
κατά τη διάρκειά της και πριν την αποτυχία
της. Φαίνεται λοιπόν πως ο θρύλος είναι
απήχηση αυτής της απειλής πράγμα που
σημαίνει ότι η κοινωνία συνέχισε με
κάποιο τρόπο να υπάρχει, έστω διασπαρμένη,
αδιαλείπτως και να παραγάγει θρύλους
και συλλογικές μνήμες ακόμη και μετά
την καταστροφή του οικισμού.
Και μετά παρέλευση
χρόνου συνέβη ένα μεγάλο δυστύχημα με
το χωριό Μπράτσι του Ιμπραήμ Πασά. Επήγε
μία γυναίκα από το χωριό Σχηματάρι στο
εξωκλήσι απέναντι στη Μεταμόρφωση του
Σωτήρος για να ανάψει τα καντήλια. Ο
Ιμπραήμ Πασάς είχε έναν αράπη αγροφύλακα
και έπιασε την γυναίκα και την βίασε
και αυτή γύρισε στο χωριό και διαμαρτυρήθηκε
στους συγχωριανούς της. Την άλλη ημέρα
πήγαν δύο έως τρία παλικάρια και έπιασαν
τον αράπη και τον τεμάχισαν και τον
έριξαν στα σταυροδρόμια .
Κατόπιν ο Ιμπραήμ
Πασάς έστειλε χωροφύλακες και έπιασε
τους προύχοντες του χωριού και τους
κρέμαγε σε φούρκες με το κεφάλι προς τα
κάτω για να μαρτυρήσουν τα πρόσωπα, αλλά
δεν πρόδωσαν κανέναν και έκαναν συμβιβασμό
και τους έδωσαν το κτήμα από το ποτάμι
και πέρα και μετά τους ορμήνεψε ένας
Πασάς από την Αθήνα, κρυφός Χριστιανός,
και έκοψαν νύχτα ένα αυλάκι και έβαλαν
το νερό απέναντι από το Πολυκρίπη . Έτσι
τους είχε πει ο Πασάς, όπου είναι το νερό
εκεί θα βάνω τα σύνορα .
Και μετά την
απελευθέρωση του 1821 τα καταπάτησαν όλα
απέναντι από το ποτάμι και τους έδιωξαν
από το ποτάμι τους Μπρατσιέους και πήγαν
δικαστικώς και τους χορήγησαν τέσσερα
(4) μέτρα δρόμο για να έρχονται να πλένουν
τα ρούχα τους .
Και μετά την
απελευθέρωση του 1834 ήλθε ο Πασάς για να
εισπράξει το χρήμα, διότι δεν του είχαν
ξεχρεώσει οι Σχηματαραίοι το κτήμα.
Είχε έλθει φρουρά από την Χαλκίδα και
πετάχτηκε ένας από το σόϊ των Μικρών (
ή Φέρσαλα ) και είπε :
- Εμείς τα πήραμε με
το σπαθί, τι θέλει αυτός ο κονιάρης εδώ
που ήλθε ;
Και έφυγε και πήγε
στην Χαλκίδα και τα πούλησε τα γραμμάτια
στην τράπεζα και η τράπεζα τους έπιασε
και τα πλήρωσαν .
Το Μπράτσι
ήταν του Ιμπραήμ Πασά! Άλλος γρίφος και
τούτος! Το Μπράτσι που φέρει το όνομα
του οικιστή του, που απογράφεται από
τον 15ο αιώνα να έχει περάσει στον Τούρκο!
Ίσως είναι κι αυτό παράπλευρη απώλεια
της εκστρατείας του Μοροζίνη. Σημασία
έχει πάντως πως το Σχηματάρι είναι
ελεύθερο, έχει με κάποιο τρόπο κερδίσει
το δικαίωμα να αγοράζει γη και να
συνδιαλέγεται με τον πασά. Βέβαια είναι
λίγο παράξενο πώς ο πασάς από κει που
τους έχει στη φούρκα προχωράει μαζί
τους σε αλισβερίσι. Φαίνεται πως τα
σινιάλα της κατάρρευσης υπήρχαν ήδη
κάποια χρόνια πριν την επανάσταση και
ο παράς ανέλαβε να διασώσει ό, τι
διασώζονταν. Ό, τι δεν διασώζονταν
ανέλαβε η τράπεζα να το ...διασώσει μετά
την επανάσταση.
Ένα ακόμα
συμπέρασμα που προκύπτει είναι το ότι
η γη του Σχηματαρίου είναι πέρα για πέρα
αγορασμένη. Από εκείνη του 1780 μέχρι
εκείνη του Δήλεσι το 1922! Αγορασμένη, και
πληρωμένη με γρόσια αλλά και με αίμα. Ο
Μικρός (ή Φέρσαλας) το λέει καθαρά:
«εμείς τα πήραμε με το σπαθί μας»! Και
με την εξυπνάδα τους, θα προσθέταμε
εμείς, αφού νύχτα πήγαν και εξέτρεψαν
τον Λάρη σε ένα χαντάκι για να μετατεθούν
τα σύνορα εκεί που τους συνέφερε. Ο
θρύλος είναι άκρως παιδευτικός στο πώς
γίνονται οι διαπραγματεύσεις και οι
συμφωνίες. Μοιάζει με εκείνον τον θρύλο
για τον Αλή Πασά που έταξε σε κάποιον
γη όση το δέρμα ενός βοδιού κι εκείνος
έκαμε από το δέρμα κλωστή και όσον τόπο
κύκλωσε με την κλωστή τόση γη αναγκάστηκε
να του δώσει ο Πασάς.
Χαρακτηριστικό
είναι η αναφορά του Μικρού στον «Κονιάρο».
Ο Τούρκος αυτός δεν ήταν «δικός τους»,
Τουρκαρβανίτης, ήταν Κονιάρος. Δηλαδή
του Ικονίου, μικρασιάτης.
Οι πρώτοι, σύμφωνα με τον Θεόδωρο Μπεζιάνοι, κάτοικοι
του χωριού Σχηματάρι Βοιωτίας .
1) ΜΠΕΖΙΑΝΗΣ
.
|
10) ΡΟΥΣΗΣ
.
|
2) ΜΠΑΡΜΠΑΣ
.
|
11) ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΣ
.
|
3) ΚΑΖΙΑΝΗΣ
.
|
12) ΠΗΛΙΤΣΗΣ
.
|
4) ΔΕΔΑΚΗΣ
.
|
13) ΤΣΙΠΗΣ
.
|
5) ΠΙΝΗΤΑΣ
.
|
14) ΖΑΧΑΡΙΤΣΙΑΣ
.
|
6) ΤΣΟΥΤΣΑΣ
.
|
15) ΝΑΡΙΔΕΣ
.
|
7) ΚΑΡΥΔΑΣ
.
|
16) ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
.
|
8) ΜΙΚΡΟΣ
.
|
17) ΜΠΛΑΒΈΣΗΣ
.
|
9) ΤΟΛΙΑΣ
.
|
|