|
Ευάγγελος Παν. Μαντής (1903-1949) |
“Αριθμός Ληξιαρχικής Πράξης 106. 9/6/1949 στο Δημοτικό Νεκροταφείο Χαλκίδος εξετελέσθη την 23/5/49 ο Ευάγγελος Μαντής του Παναγιώτη, κάτοικος Φιλοθέης, δυνάμει της υπ' αριθμόν 51/1949 απόφασης του Εκτάκτου Στρατοδικείου Θηβών, Β' τμήμα Χαλκίδας”
Σήμερα συνειδητοποίησα ότι ο Βαγγέλης Μαντής του Παναγιώτη, είναι θαμμένος στο νεκροταφείο του Σχηματαρίου. Γράφει επάνω "απεβίωσε 23-5-1949 ετών 48". Έτσι γράφανε τότε στα μνημεία και στα χαρτιά. Σαν να αρρώστησε και να πέθανε ήσυχα στο κρεβάτι του. Άλλους τους σκότωναν στα μουλωχτά και τους θεωρούσαν έκτοτε αγνοούμενους.
Τον Βαγγέλη, τον φέρανε από τη Χαλκίδα που έγινε η εκτέλεση - στο νεκροταφείο του Αη Γιάννη άφησε τους εκτελεσμένους συντρόφους του της Κατοχής και του Εμφυλίου - και τον κηδέψανε στον τάφο των δικών του στον δικό μας Άη Γιάννη. Το παιδί του διέφυγε κακήν κακώς με τη μάνα του. Στη Νότιο Αφρική, λένε. Όταν μετά από χρόνια γύρισε να βρει και να μάθει κάτι για τον πατέρα του ακούστηκε ότι έψαχνε στο...Μπράτσι(σήμερα Τανάγρα).
Είναι ο έκτος και τελευταίος εκτελεσμένος από το Σχηματάρι στην περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. (Για τις εκτελέσεις των Σχηματαραίων του Εμφύλιου βλέπε εδώ)
Ο Βαγγέλης ήταν το μοναδικό αγόρι από τα πέντε παιδιά της οικογένειας. Ανώτερο στέλεχος (τμηματάρχης) της Εθνικής Τραπέζης, με πλούσια δράση στα χρόνια της Κατοχής. Η έρευνά μας τον βρίσκει σε μια κρίσιμη στιγμή του αγώνα για εθνική ανεξαρτησία να παίζει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο λίγο πριν τον ατυχή αφοπλισμό του 2ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, στη μάντρα του Αμερικανικού Κολλεγίου, στο Ψυχικό.
Πρόκειται για μέρος της αφήγηση του Ορέστη για το περιστατικό αυτό, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Απογευματινή" τον Νοέμβριο του 1958.
Ο Βαγγέλης φέρεται να είναι ιδιαίτερα ανήσυχος για τις κινήσεις των Άγγλων γύρω από το άρτι αφηχθέν σύνταγμα του ΕΛΑΣ στις 3 Δεκεμβρίου 1944 στην περιοχή του Ψυχικού και μάλιστα προειδοποιεί τον στρατιωτικό διοικητή του συντάγματος, Παπαζήση. Του υποδεικνύει, επιπλέον, θέση που θα μπορούσε να αμυνθεί καλύτερα, αν χρειαστεί, και όταν πια τα πράγματα φτάνουν στο απροχώρητο, με τους Άγγλους και τους Ελασίτες έτοιμους να εμπλακούν, πρωτοστατεί στην κινητοποίηση κατοίκων της περιοχής και στη διαμαρτυρία κατά των νέων κατακτητών.
35ον/7 Νοε 1958. Το 2ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ παγιδεύεται από τους Άγγλους εις την Φιλοθέην, ενώ οι άνδρες του κοιμούνται ήσυχοι.- Το πάθημα του συνταγματάρχου Παπαζήση.
Ο Νικηφόρος άφησε το σύνταγμά του να
προχωρεί προς τον προορισμό του. Η
νυχτερινή πορεία είναι πάντα επίπονη
και μάλιστα πάνω σε άσφαλτο, όταν ιδίως
συνεχίζεται επί τριήμερον. Έτσι η φάλαγξ
προχωρεί χωρίς κέφι, χωρίς φωνές μέσα
σκοτάδια. Ακόμα και ο πάντα κεφάτος
Παπαζήσης, ο «Μπαρμπα-Μιχάλης» είναι
τούτη την μοιραία γι' αυτόν νύχτα άκεφος
και αμίλητος. Κανένα καλαμπούρι του δεν
ακούγεται, καμμιά προτροπή του «πατέρα»
προς τα «παιδιά του»! Πολύ πριν να φθάση,
όμως, το σύνταγμα στην Φιλοθέη, κάποιος
κίνδυνος διαφαίνεται. Ένα αγγλικό
θωρακισμένο αυτοκίνητο κάνει την
εμφάνισί του μέσα στο σκοτάδι, προχωρεί
με αντίθετη κατεύθυνσι σ' όλο το μήκος
της φάλαγγος, από την άλλη μεριά του
δρόμου, ύστερα γυρίζει πίσω, την
προσπερνάει και χάνεται από κει που
πρωτοφάνηκε. Σε λίγο το ίδιο γίνεται
και με άλλο και με άλλο.
Δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία πως οι
Άγγλοι παρακολουθούν την κίνησι του
τμήματος συντηματικά, ξέρουν πια για
πού βαδίζει, ξέρουν και την δυνάμί του.
Μερικοί αξιωματικοί ανήσυχοι πλησιάζουν
τον Παπαζήση για να του επισημάνουν κι'
αυτοί τον κινδυνο εκείνον που δεν δείχνει
πως του απέδωσε και τόση σημασία. Αλλά
η απάντησίς του δεν του ικανοποιεί και
τόσο:
-Μη δεν τους είδα κι' εγώ; Κι' έπειτα;
Τι μπορούν να μάς κάνουν αυτοί οι
«παληοτενεκέδες»;
-Εμείς τι μπορούμε να τους κάνουμε αν
μας χτυπήσουν; Αυτό να μάς πης!
Και το νομίζετε έτσι εύκολο, βρε παιδιά,
να μάς χτυπήσουν; Δεν γίνεται τέτοιο
πράγμα και έννοια σας. Άντε μην κάνετε
έτσι...«Ψυχή βαθειά»!
Ως εκείνη τη στιγμή η απάντησις του
Παπαζήση, που την έκλεισε και τότε με
την καθιερωμένη επιφώνησί του, δεν ήταν
και τόσο «αθεμελίωτη». Πραγματικά, θα
μπορούσαν τα θωρακισμένα να σκοτώσουν
5, 10, 50 το πολύ ανθρώπους.. Μα ύστερα! Ποιος
του ξέπλενε του Άγγλους ύστερα από μια
τέτοια ολοφάνερη δολοφονία; Και ως
εκείνη τη στιγμή, τουλάχιστον, η λογική
του Παπαζήση είχε πράγματι τη θέσι της.
Αυτή ήταν η πραγματικότης, αλλά μόνο ως
εκείνη την στιγμή και μόνο με την τακτική
κατάστασι της στιγμής, όσο το σύνταγμα
βρισκόταν εν πορεία.
Τα ψηλώματα και ο ιδρώτας
Τα μεσάνυχτα η φάλαγξ έφθασε στη
Φιλοθέη. Εκεί περίμεναν την μονάδα τα
μέλη της εαμικής οργανώσεως Φιλοθέης
με τον γραμματέα τους Μαντή επί κεφαλής
(εξεταλέσθη αργότερα κατόπιν καταδίκης
του από στρατοδικείον). Ο Μαντής, που
παρακολουθούσε του Άγγλους από νωρίς,
είναι φοβερά ανήσυχος για το αδιάκοπο
«πάνε κι' έλα» των θωρακισμένων αλλά
και για άλλες κινήσεις τους. Εκεί κοντά,
στο Ψυχικό, στρατωνίζεται ένα υπολογίσιμο
βρεταννικό τμήμα και πληροφορεί τον
Παπαζήση ότι η θέσις που σταμάτησαν
-στην Κάτω Φιλοθέη- είναι εντελώς
ακατάλληλη, βάλλεται από τις βρεταννικές
θέσεις.
-Νομίζω, συνεχίζει, πως το καλύτερο
είναι να προχωρήσετε πιο ψηλά, προς τα
τελευταία σπίτια, κι' ακόμα καλύτερα
λίγο παραπάνω στα Τουρκοβούνια. Εκεί
θάχουμε εμείς «δεσπόζουσες θέσεις» και
δεν θα μπορούν να μάς πλησιάσουν ούτε
θωρακισμένα, ούτε και άρματα ακόμα!
-Καλή η στρατηγική σου, συναγωνιστή
πολιτικέ της Αθήνας, του απαντάει
γελώντας ο Παπαζήσης, μα ξεχνάς κάτι.
Τα παιδιά μου είναι μούσκεμα στον ιδρώτα
και θα κοκκαλιάσουν από το ξεροβόρι στα
ψηλώματα που λες! Έτσι τους φοβάστε
εσείς οι Αθηναίοι τους Άγγλους; Άσε μας
να «παγκιάσουμε» εδώ χάμω και κύτταξε
εσύ να φροντίσης για το αυριανό μας
συσσίτιο. Έχουμε ψάρια, μα πως θα τα
μαγειρέψουμε, ξύλα, φούρνοι, υπάρχουν
πουθενά εδώ;
Ύπνος και ξύπνημα
Εκείνα τα ψάρια, όμως, τους έμελλε να
μη διανεμηθούν ποτέ στους άνδρες του
Μπάρμπα-Μιχάλη. Πεθαμένοι από την
κούρασι, τουρτουρίζοντας από το αγιάζι,
στριμώχτηκαν όλοι σωρηδόν, πίσω από μια
μάντρα, πλάτη με πλάτη. Κανείς αξιωματικός
ή καπετάνιος δεν βρέθηκε να υποδείξη
στον διοικητή του την ακαταλληλότητα
της θέσεως που διάλεξε. Αλλά ήταν ζήτημα
και αν ήξερε κανείς από άλλοτε -από μέρα-
την θέσι εκείνη.
Όλοι πέσανε στον ύπνο, εκτός από
μερικούς, ελάχιστους σκοπούς. Και ακριβώς
στον πρώτο και βαρύ ύπνο του βρήκε το
κακό, το εφιαλτικό ξύπνημα!
Μαζί με τις φωνές των σκοπών άκουσαν
και τις άγριες φωνές των Άγγλων, ενώ οι
προβολείς τους τύφλωναν, όπως ξύπναγαν
παραζαλισμένοι. Το πρώτο και το μόνο
που μπορούσαν να αντιληφθούν ήταν πως
βρίσκονταν κυκλωμένοι απ' όλες τις
μεριές, ενώ από παντού ακούγονταν οι
προειδοποιήσεις των διερμηνέων: «Μην
αποπειραθή κανείς να αντισταθή ούτε
και να διαφύγη. Κάθε απόπειρα θα χτυπηθή
με καταιγιστικά πυρά»!
-Τι θα κάνουμε, Ανάποδε; ρωτάει τώρα
σαστισμένος ο Παπαζήσης.
-Τι θα κάνουμε, Μπάρμπα-Μιχάλη; είναι
η μόνη απάντησις του σαστισμένου δεύτερου
κομματικού γραμματέα, που, όπως έλεγε
πολλές φορές, η μόνη στρατιωτική του
εκπαίδευσις ήταν η σουηδική γυμναστική
και το έν-δυο του γυμνασίου.
Παράβασις διαταγών!
Όταν κάποτε εκλήθη ο Παπαζήσης από
τον διοικητή των θωρακισμένων Βρεταννό
ταγματάρχη, του ανεκοινώθη ότι το τμήμα
του έπρεπε να συλληφθή και να αφοπλισθή
διότι παρεβίασε την τελευταία διαταγή
του Σκόμπυ που απηγόρευε την είσοδο
τμημάτων του ΕΛΑΣ στην γνωστή περίμετρο
των Αθηνών. Βέβαια, η «διαταγή» εκείνη
έδινε προθεσμία αποχωρήσεως μέχρι τα
μεσάνυχτα της 7ης Δεκεμβρίου, αλλά πάλι
καθώριζε ότι όσα τμήματα ευρίσκοντο
εντός της περιμέτρου έπρεπε να μην
κάνουν καμμιά μετακίνησι και προ παντός
κατά την διάρκειαν της νυκτός.
Οι «συμμαχικές» διαμαρτυρίες των
παγιδευθέντων ελασιτών αφήνουν εντελώς
αδιάφορους και ασυγκρίνητους τους
Άγγλους. Ούτε και οι φωνές των ολίγων
εαμιτών της Φιλοθέης που μάζεψε έξω από
τον κλοιό ο Μαντής τους ανησυχούν.
Εκείνοι, εκτός από τις φωνές τους, το
μόνο που κατώρθωσαν ήταν να φυγαδεύσουν
μερικούς, ελάχιστους, όσους βρέθηκαν
κάπως ξεμακρυσμένοι την στιγμή του
«αποκλεισμού».
Επί τρεις ολόκληρες ώρες, εκείνοι οι
οκτακόσιοι άνδρες μείνανε κλεισμένοι
στον χαλύβδινο κλοιό, κάτω από το
εκτυφλωτικό φως των προβολέων. Κάπου-κάπου
κανένας πονηρός δοκίμαζε να ξεφύγη,
αλλά τον σταματούσαν οι φωνάρες των
πολιορκητών του.
Ούτε στα... Παγκαλικά!
Φωνές, βρισιές, κατάρες, ακούγονται
και από τους πολιορκημένους, μα τίποτα
παραπάνω. Οι δυο διοικηταί, ελασίτης
και Βρεταννός, συζητούν και διαπληκτίζονται
κι' αυτοί αλλά ως εκεί περιορίζονται οι
εχθρικές ενέργειες των αντιπάλων. Ούτε
μια πιστολιά δεν έπεσε σ' όλο τούτο το
τρίωρο.
Τέτοια εξωφρενική περίπτωσις δεν είχε
παρουσιασθή ούτε και στην περίοδο των
αναιμάκτων κινημάτων, των συνταγματαρχών
του μεσοπολέμου. Γιατί τότε, ή κατελαμβάνοντο
οι στρατώνες αστραπιαίως, ή τουλάχιστον,
όταν παρετείνετο η αβεβαιώτης, καθένας
από τους αντιπάλους έμενε κλεισμένος
στα απομακρυσμένα από τον άλλον ταμπούρια
του, όπως ο Πάγκαλος στους στρατώνες
του Ρουφ, το 1925.
Τώρα, όμως οι αντίπαλοι μείνανε ώρες
ολόκληρες μέσα στη νύχτα, σε απόστασι
ολίγων μέτρων ο ένας από τον άλλον. Ούτε
οι Άγγλοι δοκίμαζαν να κάνουν ένα βήμα
παραπάνω από τις θέσεις τους, ούτε και
οι ελασίτες δοκίμαζαν μια διάσπασι του
κλοιού, που δεν ήταν και τόσο υπερβέβαιοι
ότι θα είχε ως συνέπεια ένα «μακέλεμα».
Οι σχέσεις ελασιτων και Άγγλων, όπως
είχαν καταλήξει σιγά-σιγά κατά την
διάρκεια της κατοχής, αλλά ιδιαίτερα
στο τέλος της και στην απελευθέρωσι,
ήσαν σχέσεις υφισταμένου προς προϊστάμενον.
Έτσι κάπως έβλεπε τον τελευταίο καιρό
ο κάθε αντάρτης και τον απλό Άγγλο
στρατιώτη.
Αν οι αντίπαλοι ήσαν πραγματικά
εχθροί, τότε από την πρώτη στιγμή εκείνης
της τόσο απρόοπτης συναντήσεως, ή θα
παρεδίδοντο οι «πολιορκηθέντες» με
το πρώτο, ή θα πολτοποιούντο, πάλι με το
πρώτο. Ενώ τώρα η ακινησία διατηρήθηκε
και όταν οι δυο διοικηταί φύγανε για
να παρουσιασθούν στο βρεταννικό
στρατηγείο. Φύγανε μαζί αφού κάνανε τις
αναγκαίες συστάσεις στα τμήματα και οι
δυο τους να διατηρήσουν την ψυχραιμία
τους.
*********
Ξεχωριστός όμως ήταν και ο ρόλος του Βαγγέλη, σε μια άλλη καμπή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα εκείνης της δεκαετίας.
Τον ξαναβρίσκουμε στα 1949, τον τελευταίο χρόνο του Εμφυλίου. Συλλαμβάνεται αρχές Φεβρουαρίου μαζί με άλλους 9 Αθηναίους αγωνιστές, άνδρες και γυναίκες. Ο γνωστότερος όλων είναι ο Τάκης Φίτσιος, συντάκτης του «Ριζοσπάστη» και ένας από τους τελευταίους συνομιλητές του Άρη Βελουχιώτη πριν την τραγική του πορεία προς την Αλβανία και από κει στο τέλος του.
Η σύλληψη των 10 Αθηναίων, αναγγέλλεται από την Γενική Ασφάλεια Αθηνών και τον διαβόητο Κροντήρη, ως «σύλληψη των Στρατολόγων» του Δημοκρατικού Στρατού. Πρόκειται για ένα εκτενές δίκτυο τροφοδοσίας και εφοδιασμού του ΔΣΕ με ο,τι απαιτούσαν οι περιστάσεις: τρόφιμα, φάρμακα, υγειονομικό υλικό. Σε κάπου τριάντα ανεβάζει η Ασφάλεια και τους «νεοστρατολογημένους» αγωνιστές, τους διωκόμενους αγωνιστές, που φυγαδεύτηκαν στα βουνά της Ρούμελης και της Εύβοιας.
Η διεκπεραίωση του υλικού και η φυγάδευση των νέων αγωνιστών γινόταν μέσω της Χαλκίδας. Από κει, με καΐκι και μέσω Αιδηψού, πέρναγε σε διάφορα σημεία της στεριάς και κατευθυνόταν στους Αντάρτες.
Πάνω από 100 συλλήψεις είχαν προηγηθεί στην Εύβοια από τον Σεπτέμβρη του 1948 έως τον Φεβρουάριο του '49. Κάποια «σπασίματα» αγωνιστών στην ανάκριση και κάποια τυχαία(;) περιστατικά οδήγησαν στις συλλήψεις και τους κλιμακίου της Αθήνας που φέρεται να καθοδηγείται από το Π.Γ. του ΚΚΕ μέσω του Βαγγέλη και μιας νέας κοπέλας, της Μαρίας Λαφαζάνη.
Τέλη Μαρτίου αρχίζει η «δίκη» τους στο Έκτακτο Στρατοδικείο Θηβών, Β' τμήμα Χαλκίδας. Η απόφαση εκφωνείται στις 5 Απριλίου το απόγευμα.
Εννιά κατηγορούμενοι καταδικάζονται σε θάνατο. Οι οκτώ, ο Τ. Φίτσιος, η Μαρία Λαφαζάνη 25 ετών, η Αλίκη Τσουκαλά 20, ο Δημήτρης Μπουραζόπουλος- φοιτητής ιατρικής, ο Ιωάννης Χριστοφορίδης- καϊκτζής, η Ευανθία Πάτσαλη, η Αικ. Μελεμενή, ο Ιωάν, Χάνος- φιλόλογος, εκτελούνται στο νεκροταφείο του Άη-Γιάννης, συνήθη τόπο εκτελέσεων, στις 16 Απριλίου 1949.
Στις 23 Μαΐου, θα εκτελεστεί και ο Βαγγέλης, ο εικοστός δεύτερος νεκρός, αυτής της «συγκομιδής» του Μοναρχοφασισμού, που, όπως είπαμε, ξεκίνησε τον Σεπτέμβρη του '48 και εξελίχθηκε σε τρεις αιματηρούς κύκλους, με τρεις αντίστοιχες αποφάσεις του ίδιου Στρατοδικείου, στον ίδιο τόπο εκτελέσεων: Εννιά (9) αγωνιστές στις 27 Σεπτεμβρίου 1948, τέσσερις στις 15 Δεκεμβρίου 1948, εννιά (9) στις 16 Απριλίου & 23 Μαΐου 1949.
Τελευταία ενημέρωση
(για το τμήμα του κειμένου
που αφορά την υπόθεση
των «Στρατολόγων»)
12 Ιανουαρίου 2020.