Η πρώτη σελίδα του φύλλου ποιότητος του τ/ρχη Γιάννη Σταματάκη - Λακκιώτη |
Ο στρατιωτικός διοικητής του Ι/34 τάγματος Λακκιώτης με τον καπετάνιο του Νικήτα (Γιώργη Μπουτσίνη) από το βιβλίο του τελευταίου Το αντάρτικο στην Αττική 1941-1945, τόμος Α, εκδ. Άνω Τελεία. |
Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
Ιούνιος του 1943.
Ο Ορέστης, ο δημιουργός του Αντάρτικου της ΑττικοΒοιωτίας, επιστρέφει από τη Ρούμελη.
Το τρίμηνο που προηγήθηκε είναι γεμάτο με συνταρακτικά γεγονότα.
Ο Άρης βγαίνει, αρχές του Μάρτη, από την Αθήνα με νέες δυνάμεις.
Στη Δεσφίνα ανασυγκροτεί τα Αρχηγεία και ανακατανέμει τα στελέχη. Δίνει μερικά από τα καλύτερα στην ΑττικοΒοιωτία και τον Ορέστη αναγνωρίζοντας έτσι και τη σημασία του χώρου και την αξιοσύνη του καπετάνιου της.
Η ανάπτυξη του ΕΛΑΣ ς’ όλη την περιοχή είναι εκρηκτική!
Ο Σαράφης προσχωρεί στον ΕΛΑΣ και ο ΕΛΑΣ τον αναγνωρίζει αρχηγό του σε μια εντυπωσιακή εκδήλωση στο Μαυρολιθάρι. Δεν λείψανε κι εκεί οι τραγωδίες.
Ο Ορέστης, “κατεβαίνοντας” στον χώρο του, αντιμετωπίζει για μια ακόμα φορά τους ληστοσυμμορήτες που προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τις αδυναμίες του νεαρού τότε ενόπλου κινήματος. Αυτή τη φορά δίνει οριστικό τέλος και απελευθερώνει οριστικά την ύπαιθρο από την ληστεία και τη ζωοκλοπή. Η χωροφυλακή, οι Ιταλοί και οι Γερμανοί, έχουν εκκενώσει την ύπαιθρο, ήδη από τον Οκτώβριο του 1942 και έχουν συμπτυχθεί στις πόλεις, σε μερικά κεφαλοχώρια, στην Κωπαΐδα και κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής.
Έχει προηγηθεί, πριν από λίγες μέρες, ο πρώτος αναίμακτος αφοπλισμός του 5/42 του Συνταγματάρχη Ψαρρού αλλά και ο… επανεξοπλισμός του! Πάλι μετά από λίγες μέρες, τέλη Ιουνίου, θα ακολουθήσει ο δεύτερος αφοπλισμός, αυτή τη φορά, αιματηρός.
[...Όταν έφθασα στην περιοχή Θηβών, βρήκα μια κατάστασι ακριβώς όπως την φοβόμουν i. Έσπευσα, όμως, πρώτα να μπω για άλλη μια φορά στην Αθήνα, είδα ξανά βιαστικά τον Σιάντο που τον κατατόπισα για όλη την κατάστασι στην Ρούμελη και ξαναγύρισα στην ομάδα μου που με περίμενε στην Στεφάνη. Εκεί βρήκα μαζί και κάποιον που δεν τον περίμενα. Ο Κτιστάκης με φρόντιζε πάντα. Τώρα μου έστελνε έναν μόνιμο ταγματάρχην, τον Γιάννη Σταματάκη, συγγενή του κι' αυτόν, ανεψιό του Μάντακα, έναν μπαρουτοκαπνισμένο Κρητικό πολεμιστή…]
Ο ίδιος ο Γιάννης Σταματάκης δίνει ως ημερομηνία ένταξής του στον ΕΛΑΣ την 20 Ιουνίου 1943. Καθώς είναι η φάση κατά την οποία ο ΕΛΑΣ παίρνει την όψη τακτικού στρατού, τα Αρχηγεία και τα Υπαρχηγεία μετατρέπονται σε συντάγματα και τάγματα. Συγκροτείται το 34ο Σύνταγμα που ουσιαστικά είναι το Αρχηγεία ΑττικοΒοιωτίας. Και τα τρία Υπαρχηγεία του, της Αττικής, της Θήβας και της Λιβαδειάς, αντικαθίστανται από τα τρία τάγματα του Συντάγματος, το Ι/34, το ΙΙ/34 και το ΙΙΙ/34 αντίστοιχα. Ο ταγματάρχης Σταματάκης, ως Λακκιώτης πλέον, αναλαμβάνει το Ι/34 τάγμα για το διάστημα 22 Ιουνίου έως 1 Αυγούστου ως στρατιωτικός διοικητής του. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο καπετάνιος του Συντάγματος, ο Ορέστης δλδ, τον περιβάλλει με την απόλυτη εμπιστοσύνη του και του αναθέτει το τάγμα “την επομένη ημέρα” της προσχώρησής του, κυριολεκτικά. Δεν ήταν μόνο οι συστάσεις του αγαπημένου φίλου, του Βαγγέλη Κτιστάκη, ήταν και η θωριά όπως και οι περγαμηνές του Λακκιώτη στα πεδία των μαχών.
[…Την 13ην Αυγούστου 1943 και τα τρία «τάγματά» μου, είχαν από μια συμπλοκή το καθένα με Ιταλούς.
Μια διμοιρία του ΙΙΙ με τον διμοιρίτη Αντώνη, χτύπησε στο Δίστομο ένα ιταλικό περιπολικό αυτοκίνητο. Το ΙΙ χτύπησε το ωχυρωμένο ιταλικό φυλάκιο της «Μπούκας», εκεί περίπου που τοποθετείται τώρα το αντλιοστάσιον της Υλίκης. Η επιδρομή απέτυχε και σκοτώθηκε ο αντάρτης μας Καραφωτιάς. Την ίδια μέρα το Ι τάγμα με τον ταγματάρχη Σταματάκη, ο οποίος είχε τοποθετηθή διοικητής του, γιατί ο Δαλιάνης σαν αρχαιότερος παρέλαβε διοικητής του Συντάγματος, με τον καπετάνιο Θεοχάρη Πολύχρονο και τον πολιτικό Θανάση Γαβριώτη, έστησαν ενέδρα στον «σαλίγγαρο». Αυτοί χτύπησαν καλά. Μια φάλαγγα δέκα αυτοκινήτων που ερχόταν από την Θήβα με Ιταλούς και Γερμανούς. …]
Εδώ ο Ορέστης μπερδεύει λίγο τις ημερομηνίες σχετικά με την ανάληψη του τάγματος και του συντάγματος. Τα γεγονότα έγιναν ακριβώς έτσι. Αλλά ο Λακκιώτης κτύπησε τον “σαλίγγαρο” της Κάζας, όχι ως διοικητής του Ι/34 αλλά ως διοικητής του 34ου Συντάγματος. Ο ίδιος δίνει τις ημερομηνίες παραλαβής και παράδοσης και προσδιορίζει τον χρόνο που διετέλεσε διοικητής του Συντάγματος. Είναι ακριβώς 17 ημέρες! Από 1η Αυγούστου μέχρι 17 του ίδιου μήνα. Αυτή η συντομία του διαστήματος είναι που μπερδεύει τον καπετάνιο.
Δεν είναι όμως εκείνος που ευθύνεται για τον… υποβιβασμό του Λακκιώτη. Ο Χρήστος Δαλιάνης, εξ αιχμαλωσίας προσχωρήσας στον ΕΛΑΣ, “φυτεύεται” από την πολιτική ηγεσία στην ΑττικοΒοιωτία και τίποτα πλέον δεν μπορεί να τον κουνήσει από κει, παρά τις σχετικές αναφορές του Ορέστη. Θα παραμείνει στρατιωτικός διοικητής του 34ου Συντάγματος, ως την Απελευθέρωση και τον Δεκέμβρη, για να αυτομολήσει στους Άγγλους, να “καρφώσει” την απόκρυψη των όπλων μετά τη Βάρκιζα και να υποστεί ενέδρα και τραυματισμό, ως τιμωρία.
Ο Διαλιάνης, λοιπόν, είναι ομοιόβαθμος του Λακκιώτη αλλά αρχαιότερος. Αναλαμβάνει εκείνος το Σύνταγμα στις 17 Αυγούστου και ο Λακκιώτης το Ι/34 τάγμα. Εκεί τον βρίσκουν η συνθηκολόγηση της Ιταλίας στις 8 Σεπτεμβρίου και τα φοβερά γεγονότα του Οκτωβρίου. Είναι ένας από του αξιωματικούς του Στρατού που υπογράφουν έκκληση στον αν/χη Γεώργιο Ρήγο να προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ, πράγμα που γίνεται στις 15 Οκτωβρίου. Ο Ρήγος ονομάζεται Φεραίος, μέραρχος της 5ης Ταξιαρχίας (το 34ο Σύνταγμα έχει πια γίνει ταξιαρχία) και αναλαμβάνει την διοίκηση της μάχης που ξεσπάει τα χαράματα της 16ης. Ο Σταματάκης διοικητής του Ι/34 τάγματος θα πάρει μέρος στην τριήμερη Μάχη των Δερβενοχωρίων, ή “της Πύλης”, μάχης που στοίχισε στους Γερμανούς πάνω από 200 νεκρούς, αν και στον τομέα του δεν εκδηλώθηκε επίθεση.
[...Ο ταγματάρχης Σταματάκης, από τους Λάκκους της Κρήτης, συγγενής των Μπολάνηδων, ήταν ένας ωλοκληρωμένος πολεμιστής, με τον ανταρτοπόλεμο μέσα στο αίμα του, με μια καταπληκτική ψυχραιμία σε όλες τις κρίσιμες στιγμές…],
..θα γράψει ο Ορέστης για εκείνες τις πολύ κρίσιμες ημέρες.
Ξεπερνώντας το τάγμα και το Σύνταγμα τις εκκαθαριστικές επιθέσεις των Γερμανών που ακολούθησαν τη μάχη και ελισσόμενα στην Βοιωτία επιτυχώς, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις μετάθεσης του Λακκιώτη στην Εύβοια.
Ο Ορέστης έχει πληροφορηθεί την κατάσταση στο νησί, την ιδιαιτέρα πατρίδα του. Η εκρηκτική ανάπτυξη του ΕΛΑΣ μαζί με το νεαρό και την απειρία των ηγητόρων του περνάει κρίση. Η σκληροπυρηνική ηγεσία της Κομματικής Οργάνωσης Ευβοίας αλλά και οι έντονη δοσιλογική δράση πολλών αξιωματικών της Εύβοιας, επιδεινώνουν την κατάσταση. Έτσι ο Ορέστης, πολύ νωρίτερα από την έλευση των Λιάκου και Παπαθανασόπουλου στη Χαλκίδα (Χριστούγεννα του 1943) μαζί με έναν λόχο ταγματασφαλιτών, εκτιμώντας την τεράστια στρατηγική σημασία της νήσου, στέλνει τον καλύτερό του αξιωματικό ως στρατιωτικό διοικητή του 7ου Ανεξάρτητου Τάγματος Ευβοίας του ΕΛΑΣ που μερικοί το αποκαλούν και Σύνταγμα από τότε, από το φθινόπωρο του ‘43.
Ο Λακκιώτης αναλαμβάνει 1η Δεκεμβρίου 1943 διοικητής και παραμένει ς’ αυτό μέχρι την αποστράτευση του ΕΛΑΣ, στις 10 Μαρτίου 1945.
Στο ατομικό δελτίο του ΕΛΑΣ, στην 9η ερώτηση..«Μάχαι ή συμπλοκαί που έλαβον μέρος εις τον ΕΛΑΣ με τόπο, χρονολογία και εναντίον τίνος», συμπληρώνει μόνο μία λέξη: “Αναρίθμητοι”!
Είναι πράγματι αναρίθμητες οι συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα στην Εύβοια. Τόσο οι Γερμανοί όσο και οι Άγγλοι έχουν σε μεγάλη υπόληψη τη θέση του νησιού που μπορεί από το Αιγαίο να γίνει απόβαση, να πέσουν αλεξιπτωτιστές, να βληθεί από παντού από το ναυτικό. Οι Γερμανοί έχουν διατάξει τον Γερακίνη να μελετήσει μαζί με μια επιτροπή το σενάριο της “πολιτικής προστασίας”, όπως θα λέγαμε σήμερα, σε περίπτωση απόβασης των Άγγλων. Να καταγράψει τα μέσα αλλά και τις πιθανές τοποθεσίες της απόβασης, τον τρόπο απομάκρυνσης του πληθυσμού και όλα τα σχετικά. Οι Άγγλοι από την άλλη μεριά, δεν βιάζονται για την υποτιθέμενη απόβαση αλλά νοιάζονται πολύ περισσότερο το νησί να ελέγχεται από τους Γερμανούς καλύτερα και όχι από τον ΕΛΑΣ. Μετά δε το ΑντιΕΑΜικό Σύμφωνο τον Οκτώβριο που συνάπτεται παρουσία του Άγγλου λοχαγού Ντον Στοττ, παίρνονται εκατέρωθεν και πρακτικά μέτρα. Ο καταγόμενος από την Εύβοια στρατηγός Λιάκος μαζί με τον τέως υπασπιστή του Πλαστήρα Παπαθανασόπουλο κατευθύνονται στην Εύβοια με στόχο να αλλάξουν άρδην τους συσχετισμούς και να εκδιώξουν τον ΕΛΑΣ από τον χώρο.
Με την αλλαγή του χρόνου η τρομοκρατία και από τις δύο πλευρές του Ευβοϊκού Κόλπου κορυφώνεται. Η μεγάλη επιτυχία του Σταυραετού (Γιάννη Παλάσκα ) στην Κακή Σκάλα 14 Ιανουαρίου 1944, δεν φτάνει για να την αναχαιτίσει. Ακολουθεί, τον Μάρτιο, μια φοβερή εκκαθαριστική επιχείρηση που αναμεταδίδεται μάλιστα και από επιτόπιο Γερμανό ανταποκριτή. Οι ΕΑΜίτες διώκονται απηνώς και δεν ξέρουν πού να χωθούν.
Σε αυτή τη φάση, ο μέγας στρατιωτικός νους του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, ο ταγματάρχης Μακρίδης- Έκτωρας, ή Αρμένης, διατάσσει το Σύνταγμα να αποσυρθεί από την Εύβοια και να αφήσει εκεί ένα μόνο τάγμα! Η κατάσταση φτάνει στο “αμήν”.
Στις 24 Μαρτίου 1944 ο Ορέστης μαζί με τον Φώτη Βερμαίο (Φ.Γρηγοριάδη) και τον γραμματέα της περιφερειακής Θήβας, αποφασίζει να περάσει στην Εύβοια για να ματαιώσει το ολέθριο σχέδιο της εκκένωσης της νήσου ΚΑΙ από τις πολιτικές οργανώσεις ΚΑΙ από τον ΕΛΑΣ.
Κάπου εκεί στις Λιβανάτες βρίσκει πρόσφυγες από την Εύβοια και τις πρώτες ομάδες του ΕΛΑΣ που έχουν προηγηθεί για να ετοιμάσουν την διαπεραίωση του Συντάγματος. Τους γυρίζει πίσω με “φοβέρες”… “θα βάλω τα πολυβόλα να σας χτυπήσουν”, λέει.
Την 1η Απριλίου, φτάνοντας στα χωριά του Ξηροχωρίου (Ιστιαίας) βρίσκει την κατάσταση απελπιστική και τον Λακκιώτη ψύχραιμο αλλά σε αδιέξοδο. Η μάχη του Ξηροχωρίου που γίνεται ως ύστατη προσπάθεια του ΕΛΑΣ να αναστρέψει την κατάσταση πριν την άφιξη του Ορέστη, αν και αποδίδει την εξόντωση του ίδιου του Λιάκου δεν είναι αρκετή.
Μαζί, οι δύο, ο Ορέστης με τον Λακκιώτη, επεξεργάζονται το σχέδιο της ανακατάληψης του νησιού από τον Απελευθερωτικό Στρατό. Ακολουθούν μια σειρά μάχες και συμπλοκές (Αγία Άννα, 1η μάχη της Βάθειας, Ερέτρεια, Πολιτικά, κλπ) που οδηγούν στο διάστημα ενός μηνός στον αποκλεισμό των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας μόνο σε μερικές οχυρές θέσεις και την Χαλκίδα.
Του Αγίου Γεωργίου, στη Στενή, το Σύνταγμα είναι πλέον ολοκληρωμένο. Ο Ορέστης το αφήνει στα άξια χέρια του Λακκιώτη και των επιτελών του, σε μια σειρά πολύ σημαντικών αξιωματικών και καπεταναίων των τριών του ταγμάτων. Ο Βαγγέλης Χείλαρης-Εύριπος, Ο Λόγγος-Προκόπης Τζάνος, ο Θανάσης Τζάνος, τ’ αδέλφια Τσάκου, ο Κώστας και ο Δημήτρης, ο Ιπποκράτης, ο Παντελής Τσίχλας- Χατζηχρήστος κ.α. πολλοί.
Ο Ορέστης στη συνέχεια θα κατευθυνθεί στους Κορεσχάδες. Είναι εκλεγμένος Εθνοσύμβουλος Αττικής ως Ορέστης Ράμμος και πρέπει να παρευρεθεί στις συνεδριάσεις του. Εκεί περνάει από “κομματικό δικαστήριο” υψίστου επιπέδου. Λογοδοτεί στο κλιμάκιο του Πολιτικού Γραφείου ως στέλεχος του ΚΚΕ που αψήφισε την διαταγή της απαγκίστρωσης από την Εύβοια. Απολογείται με σθένος και βγαίνει από τη συνεδρίαση όχι μόνο ανέπαφος αλλά και μετά πολλών επαίνων.
Όταν τον Ιούλιο του ‘44, παραμονές της μεγαλύτερης αλλά και τελευταίας εκκαθαριστικής των Γερμανών, θα περάσει ξανά στην Εύβοια θα διαπιστώσει αυτό του 1958 διατυπώνει ως εξής:
[...Τούτη την δεύτερη φορά που πέρασα στην Εύβοια, δεν εύρισκα βέβαια την ίδια κρίσιμη κατάστασι όπως στην πρώτη. Και τώρα, όμως, η εμφανησίς μου έκανε αίσθησι. Είπα πως την πρώτη φορά, χάρις στο πηλήκιο του φίλου μου του Φώτη, εξελήφθην ως στρατηγός. Τώρα πάλι η δωδεκαμελής έφιππος ομάδα, που με αρκετά βάσανα φορτώσαμε τα άλογά της στα Αρτακιανά ψαροκάϊκα, εξελήφθη με τις φήμες, τουλάχιστον, ως ταξιαρχία ιππικού!
Στο τρίμηνο διάστημα που είχε μεσολαβήσει, το εκεί σύνταγμά μας, αν δεν είχε επικρατήσει στην πάλη του με τα Τάγματα, είχε πάντως κρατηθή ακλόνητο κι' αυτό στις θέσεις του. Αντιμετώπιζε, φυσικά, πάντα χίλιους-δυο και καθημερινούς κινδύνους για το αντίστοιχο τσολιάδικο σύνταγμα (7ο ήταν το δικό μας, 7ο και το αντίπαλο) είχε επίσης κρατήσει τις θέσεις του, τα ορμητήριά του. Και οι εκκαθαριστικές με μικτά γερμανοελληνικά τμήματα ήσαν πάντοτε πολύ πιο επικίνδυνες, παρά στις περιπτώσεις που οι σχηματισμοί του ΕΛΑΣ είχαν να κάνουν μονάχα με Γερμανούς και αν ακόμη ήσαν πιο πολυάριθμες αυτές οι δυνάμεις και παρά την αμείωτον τευτονικήν μαχητικότητα των κατακτητών. Όμως κανείς Γερμανός αξιωματικός δεν είχε την ελικτική ικανότητα των δικών μας. Δύο «μαστόρων», και αν δεν είχα εγκαίρως αποστείλει σε κείνον τον τόσο επικίνδυνο για μας τομέα τον ταγματάρχη Σταματάκη -αυτή η σκέψις πόσες και πόσες φορές δεν μού πέρασε από το μυαλό μου και πόσες δεν την διετύπωσα σε «αρμοδίους» και μη- δεν ξέρω, αν θα τα κατάφερνε άλλος με τόση δεξιοτεχνία, και ως το τέλος.
Στις απανωτές μαστορικές «ψαλιδιές» του Γερακίνη, μόνο ένας πολύπειρος σαν και κείνον μαχητής όλων των πολέμων, αλλά και ποτισμένος εκ καταγωγής και από γεννήσεως με το νόημα του ανταρτοπόλεμου, ένας «Λακκιώτης Κρητικός», μπορούσε να τα βγάλη πέρα με αντίστοιχους σε μαστορικότητα ελιγμούς και με φοβερές επιδρομικές επιστροφές…]
Δεν είναι όμως μόνο ο καπετάνιος που μιλάει με τόσο καλά λόγια για τον Λακκιώτη.
Να τι λέει ένας απλός αντάρτης του, ο ΕΠΟΝίτης Πρίαμος…
«Στρατιωτικός διοικητής του συντάγματος ήταν ο συνταγματάρχης Λακιώτης, μόνιμος αξιωματικός του ελληνικού στρατού. Είχα μάθει πως καταγόταν από την Κρήτη. Πρέπει να ήταν περίπου 50 χρονών. Ψηλός, ξερακιανός, πολύ μελαχροινός με αδρά χαρακτηριστικά και μια μαύρη ελιά στο μάγουλο. Ήταν πάντα σοβαρός και ολιγόλογος. Δύσκολα του έπαιρνες κουβέντα. Προσωπικά εγώ, δεν τον είχα δει ποτέ να γελάει. Στην εμφάνισή του και γενικά σε κάθε περίπτωση, ήταν απλός και σεμνός. Στο κεφάλι του φορούσε ένα απλό δίκοχο. Το πρόσωπό του ήταν ψυχρό και αδιάβαστο σε οποιαδήποτε κατάσταση και αν βρισκόμαστε. Η φωνή του ξερή και μεταλλική. Δεν ξέρω γιατί, όποτε τον φέρνω στη μνήμη μου, εμφανίζεται παράλληλα και η εικόνα από το άγαλμα του Ροντέν, ο «Στοχαστής». Σε αυτόν τον παραλληλισμό, πρέπει να βοήθησε η κάποια ομοιότητα την μορφή και στην έκφραση, μα ακόμα και η συνηθισμένη στάση που έπαιρνε ο συνταγματάρχης μας όταν ξεκουραζόμαστε στις πορείες. Καθόταν συνήθως σ' ένα βραχάκι, έγερνε το σώμα του, προς τα εμπρός και βάζοντας την παλάμη του πάνω από τη λαβή του μπαστουνιού που κρατούσε πάντα, ακουμπούσε στη γη. Ήταν συνετός και γενναίος ηγέτης. Έμεινε ακλόνητος στη θέση του, μέχρι τη μέρα που το συντάγμά μας διαλύθηκε»...]
Ο υπ/γος του Πυροβολικού Δημήτρης Θεοχάρης- Μαύρος συμπληρώνει:
[...Διεκρίθη εις τον αντάρτικο αγώνα προφανώς από αταβιστική κληρονομιά. Ο ίδιος ταπεινός, μετριόφρων, ολιγομίλητος, αλλά προσινής και καλός χριστιανός, βοηθών πάντας τους έχοντες ανάγκην. Έμεινε μακράν της πολιτικής, προκαλών την αγάπην και τον σεβασμό όλων όσων έτυχε να τον γνωρίσουν. Όμως το κράτος της Δεξιάς δεν του συγχώρεσε τον αγνόν του πατριωτισμόν και μετά την απελευθέρωσιν εκρίθη ανάξιος της πατρίδος όπως άλλωστε όλοι μας»…]
Τελευταία μεγάλη μάχη με τους Γερμανούς στην Εύβοια, είναι εκείνη της Λαμπούσας. 3 Σεπτεμβρίου 1944. Μετρήθηκαν κάπου 100 Γερμανοί νεκροί και αρκετοί αιχμάλωτοι. Ακολούθησε η εκπόρθηση της Βάθειας όπου είχαν οχυρωθεί οι ταγματασφαλήτες και δεν την παρέδιδαν παρά την αποχώρηση των Γερμανών στις 16/10.
Το ίδιο γίνεται και στην Χαλκίδα. Ο Παπαθανασόπουλος αρνείται να παραδοθεί.
Εκεί ο Λακκιώτης έπαιξε σπουδαίο ρόλο στο να αποτραπεί η αιματοχυσία. Κάτι δλδ ανάλογο με τον Μελιγαλά ή το Κιλκίς. Οι διαπραγματεύσεις και το πρωτόκολλο παράδοσης-παραλαβής της πόλεως φέρει φαρδιά πλατιά την υπογραφή του Γιάννη Σταματάκη – Λακκιώτη. Γίνεται πλέον στρατιωτικής διοικητής ολόκληρης της απελευθερωμένης νήσου.
Τον Νοέμβριο του 1944, στις 27, συντάσσει ιδιοχείρως τα δελτία ποιότητος των αξιωματικών του 7ου συντάγματος του ΕΛΑΣ. Διασώθηκαν πλήθος στοιχείων για τη δράση τους και για την προσωπικότητά τους. Εκεί βρίσκουμε και τα λεπτομερή στοιχεία για την πολεμική του δράση πριν την Κατοχή…
[...Εκστρατείας εις ας έλαβε μέρος: Πρώτος συμμαχικός πόλεμος 1914-1919, Μικρασιατική Εκστρατεία, Ελληνογερμανικός 1941… τελευταία προαγωγή στις 5-8-40, Χρονολογία κατατάξεως εις τον τακτικόν στρατόν και βαθμός: 20/11/16 ως στρατιώτης...]
Μια βδομάδα μετά αρχίζει ο “Δεκέμβρης”.
Στην αρχή θα λάβει μέρος με τα δύο τάγματα, το Ι/7 και το ΙΙ/7. Μετά τη 14η του μηνός, ημέρα καμπής, θα πάρει μέρος και το ΙΙΙ/7 του Λόγγου.
Ο τομέας τους είναι κατά μήκος της Μεσογείων και δεξιά προς τα Τουρκοβούνια αν και πολλά τμήματα διεσπάρησαν σε άλλους σχηματισμούς του ΕΛΑΣ Αθήνας με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά η μαχητικότητα του συντάγματος. Και όχι μόνο αυτό. Υπέστη βαρειές απώλειες.
Παρά όμως τις άδικες και βαρειές αυτές απώλειες το 7ο Σύνταγμα ήταν από τα λίγα τμήματα του ΕΛΑΣ που βγήκε από την Αττική συντεταγμένο και αξιόμαχο ii.
Ο Λακκιώτης ανασυγκροτήθηκε στον Άγιο Μερκούριο της Πάρνηθας, πέρασε την Μαλακάσα και κατευθύνθηκε στην Αυλίδα. Στο χωριό Δράμισι βρήκε τρόπο να περάσει γρήγορα στη Χαλκίδα με καΐκια. Μερικά δρομολόγια και το πρωί ήταν στην πόλη. Άνοιξε την γέφυρα και κράτησε “τα κλειδιά”. Δυο τεράστια μαγγάνια με τα οποία γινόταν ο χειρισμός του περιστροφικού ανοίγματος.
Όταν οι Εγγλέζοι έφτασαν το πρωί βρήκαν την πόλη οχυρωμένη και έτοιμη για σύγκρουση.
Άρχισαν οι διαπραγματεύσεις και αφήνω τον επίλογο τούτου εδώ του πολεμικού βιογραφικού του Λακκιώτη στον καπετάνιο του. Όπως αρμόζει αλλά και όπως φαντάζομαι ότι θα ήθελε κι ο ίδιος…
[...Έτσι, όταν κατά τις 10 γύριζε ο Λακκιώτης στη Χαλκίδα, ήταν ικανοποιημένος γιατί «πρόλαβε την κατάστασι». Το προαίσθημά του δεν τον γέλασε. Πριν καλά-καλά ξαποστάση, φάνηκε να κατηφορίζη από την Ριτσώνα, μια ολόκληρη φάλαγξ «μωρών παρθένων», που τότε μόνο αποτολμούσαν να περάσουν εκείνη την κάθε άλλο παρά απόρθητη κορυφή, ενώ κατείχαν το Σχηματάρι τουλάχιστον από δυο μέρες νωρίτερα. Και ήταν αρκετά ισχυρή φάλαγξ. Είχε μαζί της και μια ελκυομένην πυροβολαρχίαν.
Αλλά είπαμε ότι βρέθηκαν «έξω του νυμφώνος», μπροστά στην ανοιχτή γέφυρα!
Κατέλαβαν τον σιδηροδρομικό σταθμό και τις ταράτσες του, έταξαν τα πυρολοβόλα τους, στήσανε τα πολυβόλα τους, ωργάνωσαν το δίκτυο πυρός τους με λίγα λόγια, αλλά ούτε αυτοί, ούτε οι τεταγμένοι σε λίγα μέτρα αντίκρυ τους αντάρτες, ρίξανε έστω και μια τουφεκιά.
Σε κάμποση ώρα μια βάρκα με μια άσπρη πετσέτα ανεμιζομένην ξεκίνησε για να περάση την υγρή διαχωριστικήν ζώνην. Και χωρίς την «άσπρη σημαία» όμως ήταν φανερό πως κήρυκας ερχόταν. Έναν παππά μετέφεραν οι δυο πολίτες βαρκάρηδες, έναν παππά που ανέμιζαν τα φαρδομάνικά του μαζί με την σημαία που διαρκώς κουνούσε. Φοβισμένος και κατακίτρινος βγήκε αντίκρυ και δεν τολμούσε να προχωρήση βήμα, ώσπου τον πλησίασε ο Λακκιώτης.
-Γιατί φοβάσαι έτσι, παππά μου; Δεν με ξέρεις εμένα; Εγώ σε ξέρω, σε κάποιο απ' τ' αντικρυνά χωριά σε έχω δη. Δεν με ξέρεις;
-Ναι σε ξέρω κι' εγώ. Στους Σπαήδες με έχεις δη, καπετάνιο.
-Τότε γιατί φοβάσαι; Σ' έχω ξαναπειράξει;
-Όχι, αλλά τότε.... τώρα....
-Μη φοβάσαι. Κι' αν άλλαξαν οι καιροί δεν άλλαξαν οι άνθρωποι. Έπειτα εσύ κήρυξ είσαι! Πες μου τι σου είπαν να μας πης.
Αντί άλλης απαντήσεως ο παππάς έδωσε στον συνταγματάρχη ένα σημείωμα. Μ' αυτό ο Άγγλος διοικητής της φάλαγγος τον καλούσε να περάση αντίκρυ να συνεννοηθούνε προφορικά. Δίστασε λιγάκι ο Λακκιώτης, μα στο τέλος, μαζί με τον καπετάνιο του Σκουφά το αποφάσισαν. Είχαν τον λόγο τους, θέλανε να κερδίσουν καιρό.
Από βραδύς, όταν φθάσανε στην Χαλκίδα, τους είχανε πη πως στο ραδιόφωνο είχαν ακούσει αρκετά περί συνάψεως ανακωχής, περί διαπραγματεύσεων, περί όρων που είχαν συμφωνηθή, αλλά όχι και περί της ημερομηνίας ενάρξεώς της. Όσο αόριστα κι' αν ήσαν αυτά που είχαν μάθει από «δεύτερο χέρι», ήσαν πάντως θετικά σ' ένα τουλάχιστον σημείον, το ότι «κάτι γινόταν».
Γι' αυτό ο Λακκιώτης και ο Σκουφάς νόμισαν πως θάπρεπε να κερδίσουν κάποιο χρόνο. Δεν υπήρχε λόγος, αν για κει το πηγαίναμε, για ανακωχή, να δοκιμάση η Χαλκίδα, έστω και για ένα-δυο 24ωρα, τα καλά της Αθήνας. Και αυτό τουλάχιστον το πέτυχαν.
***
Τις ίδιες φυσικά με τον Λακκιώτη -και κατά μείζονα λόγον βέβαια αυτοί- έκαναν και οι Χαλκιδαίοι. Θα έπρεπε να καταβληθή κάθε προσπάθεια, ώστε να αναβληθή τουλάχιστον η σύγκρουσις μέσα στην πόλι τους, ώσπου να ξεκαθαρισθή η κατάστασις, να δουν τι θα γινότανε με την ανακωχή. Γι' αυτό όταν έφθασε ο Λακκιώτης «αντίκρυ», βρήκε εκεί μια επιτροπή από τον μητροπολίτη και άλλους «προύχοντες», που είχαν περάσει κρυφά απέναντι.
Στην αρχή όμως, με τις πρώτες κουβέντες του Άγγλου και του Ελασίτη, οι πρόκριτοι φοβήθηκαν πως τίποτα δεν θα μπορούσε να αποτρέψη την σύγκρουσι που τόσο φοβόντουσαν,
Καπνισμένοι ακόμα από τις συγκρούσεις των Αθηνών, οι δύο αντίπαλοι δεν ήσαν και τόσο φιλόφρονες μεταξύ τους.
-Έφθασα εδώ, άρχισε ο Άγγλος αντισυνταγματάρχης, για να μου παραδώσετε τα όπλα σας. Και ύστερα εγώ θα σας μεταφέρω στην Λαμία.
-Για ποια όπλα μιλάς; Εκείνα που πήραμε εμείς από τους Γερμανούς; Ή μήπως σου είπανε πως εσείς μάς τα δώσατε τα όπλα που έχουμε και τώρα μας τα ζητάτε;
-Γρήγορα, γρήγορα, δεν έχω καιρό για χάσιμο. Βιαζόμαστε εμείς. Πρέπει να πάμε στο Δυτικό Μέτωπο.
-Δεν περνάει απ' την Χαλκίδα ο δρόμος για την Γερμανία. Αυτό πρέπει να το ξέρεις!
***
Η συζήτησις πήγαινε να εκτραχυνθή, αλλά την μαλάκωσε ένας Άγγλος ταγματάρχης που βρισκόταν εκεί, γνωστός του Λακκιώτη από την υπηρεσία του στην «Εμ Εν», προ των συγκρούσεων. Είπε αυτός πως η ανακωχή ήταν συμφωνημένη πια, είπανε και οι πρόκριτοι μερικές κουβέντες, σκέφθηκε και ο διοικητής του Ελασίτικου συντάγματος τις αρχικές του διαθέσεις για την αποτροπή μιας περιττής συρράξεως και βρήκε την λύσι. Με το πάντοτε κολλημένο στα χείλη του τσιγάρο και με το ανακτηθέν ψύχραιμο ύφος του παρετήρησε:
-Αυτά που μου λες είναι κάτι το απρόοπτον. Εσύ σαν αξιωματικός τακτικού στρατού, πρέπει να καταλαβαίνεις πως κι' εμείς στρατός είμαστε. Πρέπει κι' εγώ ν' αναφέρω αυτά που μου λες στους προϊσταμένους μου, να τους ρωτήσω, να πάρω διαταγές. Έτσι δεν είναι;
-Και πώς θα τους βρής τώρα τους προϊσταμένους σου;
-Πώς, πού θα τους βρω; Έχω επαφή πάντα μαζί τους.
-Έχετε ασύρματος;
-Και βέβαια έχουμε!
Και ασύρματο μεν είχε το 7ο. Αλλά η επαφή δι' αυτού ήταν ένα πρόχειρο, όσο και χρήσιμο ψέμα του Λακκιώτη. Με την σύγχυσι που υπήρχε εκείνες τις ώρες, «είχε χάσει το σκυλί τον αφέντη του» και το σύνταγμα της Ευβοίας βρισκόταν σε πλήρη απομόνωσι και κυριολεκτικά «στα σκοτάδια». Όμως μ' εκείνο το επιχείρημα οι εχθροπραξίες ανεστάλησαν για ένα 24ωρο, ως την άλλη μέρα στις 10, που θα έπρεπε να ξανασυναντηθούν οι δύο διοικηταί.
Ύστερα από λίγες ώρες όμως, άρχισαν και πάλι οι ανησυχίες των Ελασιτών της Χαλκίδας. Οι πληροφορίες και οι φήμες που κατάφθαναν δεν ήσαν και τόσο ενθαρρυντικές. Στην Κύμη έγινε μια απόπειρα αποβάσεως κάποιου τμήματος του Ιερού Λόχου. Απομακρύνθηκαν βέβαια με μερικούς πολυβολισμούς μιας διμοιρίας που είχε σταλή εκεί, αλλά τάχα δεν θα ξαναγύριζαν;
Μια ανεξακρίβωτος φήμη έλεγε πως ένα αγγλικό πολεμικό είχε φανή στην Λίμνη. Άλλο πολεμικό οι φήμες το ήθελαν στο Αλιβέρι. Και εκτός από τις φήμες, η πραγματικότης ήταν πως τα αεροπλάνα της ΡΑΦ, εκείνες τις δυο μέρες δεν σταματούσαν να πετάν πάνω από την πόλι και τον Ευβοϊκό.
Όσο περνούσαν οι ώρες, τόσο η αγωνία μεγάλωνε, τόσο το 24ωρο της αναβολής παρουσιαζόταν σαν άχρηστο. Καμμιά νεώτερη είδησις δεν μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο, ούτε κι' απ' αλλού πουθενά.
Λίγο πριν από τις 10, ο Λακκιώτης έλεγε στον συνάδελφό του Αιγινήτη:
-Άκουσε. Σε σένα πέφτει το λαχείο. Δεν πρέπει να πάω εγώ αντίκρυ. Θα τσακωθούμε πάλι και δεν ξέρεις τι γίνεται. Ίσως να με αρπάξη ο Εγγλέζος και να μη μ' αφήση να γυρίσω πίσω. Δεν πρέπει, λοιπόν, να πάω εγώ και να μείνη το σύνταγμα ακέφαλο αυτές τις ώρες. Ούτε ο Παπούλας κάνει να πάη. Εσύ δεν έχεις τμήμα αυτήν την ώρα, σ' εσένα έπεσε το λαχείο!
Έβαλε κάτω το κεφάλι ο «τυχερός» και το πήρε απόφασι. Πέρασε με τη βάρκα, με πολύ λίγες αμφιβολίες για την υποδοχή και την τύχη που τον περίμενε. Και δοκίμασε πραγματικά ευχάριστη έκπληξι, όταν είδε τον Άγγλο να τον αγκαλιάζη και να του ξεκολλάει το χέρι με τα συγχαρητήριά του:
-Τώρα πήρα νεώτερες διαταγές. Υπεγράφη η ανακωχή. Όλα τελείσαν, όλα θα πάνε καλά. Θα περάσετε με τον οπλισμό σας στο Βόλο κι' από κει θα πάτε στη Λάρισα...]
Σημειώσεις:
i Εννοεί την αναζωπύρωση της ληστείας στο διάστημα της απουσίας των τμημάτων και διάδοσης της φήμης ότι ο Ορέστης σκοτώθηκε, παραδόθηκε κλπ. Ήταν τότε που βγήκε και το τραγούδι “Ορέστη το ντουφέκι σου να μη το παραδώσεις..”.
ii Ας μου συγχωρήσει ο αναγνώστης την παράληψη των λεπτομερειών της δράσης του 7ου Συντάγματος και του Λακκιώτη στα Δεκεμβριανά. Θα χρειαζόταν άλλο ένα τέτοιο κείμενο.
Σελ. 2-3 του φύλλου ποιότητος με ιδιόχειρη παράθεση των στοιχείων του |
ομοίως, σελ 4-5 |