Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αποστόλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αποστόλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2022

Η επιδρομή του ΕΛΑΣ στο γερμανοκρατούμενο Σχηματάρι

 



Το γενικότερο σχέδιο αντεπίθεσης στις πλάτες των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων Γερμανών και Ταγματασφαλιτών στην Πάρνηθα



Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής


Καθώς ζυγώνει η ημέρα της 78η επετείου, είναι καιρός να παρουσιάσουμε τα βασικότερα στοιχεία της ενέργειας αυτής της 5ης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ ανήμερα της Αγίας Παρασκευής, τον Ιούλιο του 1944 και ενώ μαίνονταν οι εκκαθαριστικές στην Πάρνηθα. Την ίδια δε εκείνη μέρα καίγανε, Γερμανοί και Ταγματασφαλίτες, τη Λιάτανη και το Κλειδί.


Τα στοιχεία είναι ήδη πολλά και δεν θα χωρέσουν εδώ όλα. Πολλά είναι κι αυτά που έρχονται ή αναμένονται. Οπότε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα επανέλθουμε. Πολύ περισσότερο που για να εννοήσουμε το τι έγινε εκείνη τη νύχτα στο Σχηματάρι πρέπει να έχουμε υπόψη μας τι έγινε είκοσι τέσσερις μέρες πριν, στις 2 Ιουλίου, στο χωριό. Εννοώ το μπλόκο που έκαναν μαζί Γερμανοί και συνεργάτες τους, συνέλαβαν δεκάδες χωρικούς, άνδρες, γυναίκες και εφήβους, τους έκλεισαν στα “σύρματα”, ήτοι σε ένα πρόχειρο στρατόπεδο κράτησης των Ιταλών, το οποίο είχε δημιουργηθεί στη στάση “Τανάγρα” του τραίνου και την μετέπειτα μεταγωγή κάποιων εξ αυτών στις φυλακές Χαλκίδας.. δια τα περαιτέρω.

Και εκεί θα χρειαστεί να επανέλθουμε για να δώσουμε μια ιδέα του πλήθους των κρατουμένων, τη “σύνθεση” της ομάδας αυτής αλλά και της τύχης των. Άλλοι εκτελέστηκαν, άλλοι μετήχθησαν σε καταναγκαστικά έργα εντός της Ελλάδας και άλλοι πήραν το τραίνο για το Χαϊδάρι και μετά για τη Γερμανία. Κάποιοι έμειναν στις κατάμεστες και άθλιες, ανδρικές και γυναικείες, φυλακές Χαλκίδας ακόμα κι εκείνες τις τελευταίες μέρες της Κατοχής. Κάποιοι διέφυγαν, κάτω από τη μύτη των διωκτών τους, στην ελεύθερη περιοχή που άρχιζε στα τελευταία σπίτι των Χαλίων, της σημερινής Δροσιάς.


Η εικόνα του γερμανοκρατούμενου κεφαλοχωριού

Για να κατατοπιστεί ο αναγνώστης, είτε είναι κάτοικος του σημερινού “χωριού” είτε όχι, θα πούμε δυο λόγια για το τότε Σχηματάρι και τη θέση του στη διάταξη των δυνάμεων των “αρχών κατοχής”.


Πρόκειται για ένα κεφαλοχώρι, που περιβάλλεται από μεγάλης έκτασης κάμπο και αρκετά πυκνά δάση στην περίμετρό του, ειδικά προς τη Χαλκίδα και το Δήλεσι. Το Δήλεσι είναι ακατοίκητο τότε και ο οικισμός της Οινόης μερικά σπίτια εκτός του συγκροτήματος του Σταθμού.

Ο Σταθμός όμως είναι κομβικός, βρίσκεται πάνω στην διακλάδωση των γραμμών για τη Χαλκίδα και τη Θεσσαλονίκη. Διαθέτει υποδομές για να γίνονται διασταυρώσεις αμαξοστοιχιών και, καθώς η γραμμή ήταν τότε μονή και οι ελιγμοί αυτοί πολύπλοκοι και πολύωροι, διαθέτει ό,τι είναι απαραίτητο για να ανεφοδιαστούν οι μηχανές και να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Οι εγκαταστάσεις είναι αυστηρά φυλασσόμενες. Συρματοπλέγματα περιβάλλουν τον χώρο και οχυρές θέσεις με βαρειά πολυβόλα και οπλοπολυβόλα προστατεύουν τον Σταθμό-στρατόπεδο. Μια σειρά άλλα οχυρά και πολυβολεία προστατεύουν τις γέφυρες του Ασωπού και των ρεμάτων, μέχρι την Αθήνα αλλά και στη διαδρομή της Χαλκίδας. Υπάρχουν ακόμη και μπορεί να τα δει ο επιβάτης του τραίνου και των δύο αυτών γραμμών.

Ο ίδιος ο μακαριώτατος αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, έχει αφηγηθεί σε μια τοπική εκδήλωση, πως όταν ήταν μικρό παιδί, παίζοντας, άκουσε την μεγάλη έκρηξη που κατεδάφισε τον μεγάλο κι επιβλητικό μεσαιωνικό πύργο που βρισκόταν στον λόφο των Οινοφύτων. Από τα υλικά αυτά της ανατίναξης οικοδομήθηκαν τα πολυβολεία που βλέπουμε σήμερα.


Πέραν όμως από τις οχυρώσεις κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής και της Οινόης, υπήρχε και το αεροδρόμιο της Τανάγρας. Μπορεί να μην υπήρχαν εκεί τότε όλες αυτές οι εγκαταστάσεις που θα το έκαναν ένα μεγάλο αεροδρόμιο σαν του Χασανίου ή της Ελευσίνας, αλλά, όπως έχουμε δει αλλού, ήταν αξιόλογο και διέθετε αποθήκες πυρομαχικών με φρουρά. Φυλασσόταν και για τις επίγειες επιθέσεις και για τις εναέριες. Μια σειρά αντιαεροπορικοί προβολείς, μέσα στον χώρο του και μέσα στο Σχηματάρι, με τις ανάλογες σκοπιές και φρουρές, αποτελούσαν μέρος του συστήματος αμύνης. Ένας εκεί που είναι η στάση του ΚΤΕΛ για τη Χαλκίδα, ένας στα “αλώνια της Μένιας” ήτοι κάπου εκεί στο παλιό Δημαρχείο, ένας στο δρόμο για το Β' δημοτικό σχολείο δεξιά, στην πρόχειρα διαμορφωμένη “ταράτσα” μιας ημιτελούς οικοδομής του Νίκου Παπαϊωάννου.

Εμείς, ως μαθητές του Γυμνασίου και νυν Β' δημοτικού, προλάβαμε τα τσιμεντένια βάθρα αντιαεροπορικών πυροβολαρχιών εκεί που είναι σήμερα το κλειστό γυμναστήριο.

Στην άκρη της πεδιάδας που βρισκόταν το αεροδρόμιο και στα τελευταία σπίτια του Σχηματαρίου, υπήρχε και ο άλλος σταθμός του τραίνου που ονομάζεται “Τανάγρα”. Εκεί ήταν ο πρόχειρο στρατόπεδο αιχμαλώτων που προαναφέραμε.

Μέσα στο ίδιο το Σχηματάρι υπήρχαν επιταγμένα σπίτια για τους αξιωματικούς και άνδρες των διαφόρων φρουρών και υπηρεσιών υποστήριξης (μαγειρεία, συνεργεία κλπ). Ο γιατρός Ανδρέας Παπανδρέου, στη δίκη του Τρανού (Μήτσου Γεωργαντά), του Λεωνίδα Λάμπρου και του Ταξιάρχη Κουρουτού υποστήριξε ενόρκως ότι οι Γερμανοί στο Σχηματάρι εκείνη τη νύχτα ήταν 300.

Επιπλέον, είχε εγκατασταθεί και κλιμάκιο της Ειδικής Ασφάλειας επανδρωμένο με χωροφύλακες “άνευ θητείας”, δλδ καταταγμένους κατά τη διάρκεια της κατοχής και όχι κανονικούς χωροφύλακες με προκατοχική θητεία.

Μέχρι εκείνη τη νύχτα το Σχηματάρι δεν είχε δεχτεί “επισκέψεις” ενόπλων τμημάτων του ΕΛΑΣ. Έμελλε να γίνει αυτό, ακριβώς τη στιγμή που διεξάγονταν οι σφοδρότερες και πλέον καλά οργανωμένες εκκαθαριστικές.

Είχαν προηγηθεί ενέργειες τέτοιες στα γύρω χωριά, όπως παραδείγματος χάριν η ενέδρα στο τραίνο στο σταθμό του Βαθιού Αυλίδας στις 19 Φεβρουαρίου ή η επίθεση στις Στανιάτες (Οινόφυτα) στις 13 προς 14 του ίδιου μήνα. Μέσα στο Σχηματάρι είχαν λάβει χώρα στις 8 Απριλίου (και όχι τον Μάιο όπως γράψαμε αλλού) η εκτέλεση του Μπρεχού και στις 14 Απριλίου η απαγωγή και, στη συνέχεια, ο θάνατος ενός ενόπλου τσολιά από τρία παιδιά του εφεδρικού ΕΛΑΣ του χωριού. Κάνω λόγο για θάνατο γιατί δεν αποδείχτηκε ότι ήταν εκτέλεση ή δολοφονία. Ο τσολιάς τραυματίστηκε κατά την συμπλοκή και πέθανε καθ' οδόν προς το Κλειδί.


Το βασικό και γενικότερο σχέδιο της Ταξιαρχίας


Ο Ορέστης μας κατατοπίζει επαρκώς για την κατάσταση της περιόδου εκείνης, για τις αναμενόμενες κινήσεις των Γερμανών και για τις ανταπαντήσεις της Ταξιαρχίας.

Ο ίδιος πέρασε στα μισά του Ιουλίου του '44 στην Εύβοια. Ήταν η δεύτερη φορά που βρισκόταν στις πλάτες των ενεργούντων, και στη Βοιωτία, Ταγμάτων Ασφαλείας της Εύβοιας. Πολλές φορές αναλύει αυτό το “δόγμα” του αντάρτικου πολέμου, το να μην αφήνουν δηλαδή, οι αντάρτικοι σχηματισμοί, κενούς από ενέργειες χώρους, αλλά να “διαρρέουν” από τον έναν στον άλλο ώστε να αναγκάζουν και τις κατοχικές δυνάμεις να διασπείρονται, να καταπονούνται, να φθείρονται και τελικά, όταν δινόταν η ευκαιρία, να επιτυγχανόταν ένα γερό “δάγκωμα” σαν κι εκείνο που έγινε στην Κακή Σκάλα στις 14 Ιανουαρίου και σαν κι αυτό που θα γίνει στην Λάμπουσα 3 Σεπτεμβρίου.


Από την εδώ μεριά του Ευβοϊκού, είχε σχεδιαστεί η εκδίωξη ενός λόχου των Ταγμάτων που έδρευε στην Τοπόλια. Είχαν προηγηθεί ακόμα δύο ενέργειες εναντίον του αλλά τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά. Ο λόχος αναγκάστηκε να συμπτυχθεί και μετά επανήλθε. Έτσι σχεδιάστηκε μια τρίτη ενέργεια με επικεφαλής τον Θεοχάρη Πολύχρονο, καπετάνιο του 1ου Τάγματος του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ και την άμεση διεύθυνση της διοίκησης του Συντάγματος, δηλαδή του στρατιωτικού διοικητή Χρήστου Δαλιάνη και του καπετάνιου Διαμαντή.

Ως αντιπερισπαστικές ενέργειες, στην αντίθετη κατεύθυνση, επιλέχτηκαν αντεπιθέσεις στο Σχηματάρι και στο Κριεκούκι. Στο οποίο Κριεκούκι υπήρχε αντίστοιχη με το Σχηματάρι φρουρά προορισμένη να φυλάει το πέρασμα της Κάζας και να εμποδίζει την κίνηση στο “ορεινό αντάρτικο μονοπάτι” από και προς την Αθήνα.

Στην αρχή το σχέδιο προέβλεπε οι αντιπερισπαστικές αυτές ενέργειες να γίνουν από δυνάμεις του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Στην πορεία όμως των γεγονότων η κατάσταση άλλαξε.


Οι έναρξη των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων 20/7 έως 8/8


Μετά την ερμηνεία του ονείρου του Βερμαίου, ότι ήταν φαλακρός, από τον Ορέστη και το συμπέρασμα ότι “θα έχεις ένα γερό «τροκ» εδώ στην Πάρνηθα με τους Γερμανούς”, οι δύο καπεταναίοι (“ήταν και ο Βερμαίος καπετάνιος” βεβαιώνει ο Ορέστης) χώρισαν.

Ο λοχαγός Φοίβος Γρηγοριάδης, μαχητής των Οχυρών και στον ΕΛΑΣ του Βουνού από την ημέρα εκείνη που βγήκε μαζί με τον Άρη από την Αθήνα (9 Μαρτίου 1943) έχει αποφασιστεί να μείνει στην Πάρνηθα όσο μπορεί περισσότερο, ελισσόμενος ανάμεσα στους “εκκαθαριστές”. Κράτησε μαζί του τον Αράπη και τον Αποστόλη με τα τμήματά τους, 70-80 άνδρες. Μετά όμως τις πρώτες 3-4 ημέρες, και εκείνα τα τμήματα διέρρευσαν στον κάμπο. Πρώτα ο Αράπης (Γιώργος Στουραΐτης από τα Μεσόγεια) υπονόμευσε με νάρκες το δρόμο έξω από τη Λιάτανη προς τη Μαζαρέκα, υπονόμευση που θα ανατινάξει ένα γερμανικό θωρακισμένο όχημα και θα χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για την εκτέλεση των Λιαταναίων που έχουμε αναφέρει αλλού.

Ακολουθώντας το μονοπάτι που άγει από τα Δερβενοχώρια στο Δήλεσι, ο Αποστόλης Κοκμάδης, υπολοχαγός του ΕΣ και στρατιωτικός διοικητής του 2ου λόχου του 1ου τάγματος, με καπετάνιο τον Ηρακλή (Γιάννη Οικονόμου από το Κριεκούκι) κινείται προς τα παραλιακά χωριά. Σε κάποιο σημείο το εγκαταλείπει και περνάει ανάμεσα στον Αη Θανάση του Σχηματαρίου και του Αη Γιώργη “του Δραμισιού”. Στη θέση “Τσουτσουβίλιεζα” όπως την προσδιόρισε η αείμνηστη θεια Λένα “του Μπέη” και επιβεβαίωσε τις δικές μου πληροφορίες όταν της έθεσα υπόψη της. Εκείνη, νέα τότε 22 χρονών, δυναμική και αεικίνητη, δούλευε στα χωράφια και είχε δει και είχε προσέξει τον ντορό τόσων ανδρών στα χωράφια, χωρίς να μπορεί βέβαια να τον εντάξει σε όλα αυτά τα γεγονότα. Η “Τσουτσουβίλιεζα” είναι κάπου εκεί στο “Σέσι”, βορειότερα από την Παλιοπαναγιά, το σημερινό νεκροταφείο του Δηλεσίου.


Ο Αποστόλης πέρασε έξω από το Βαθύ Αυλίδος και ανασυντάχθηκε στην Αγία Μαρίνα του βουνού Χτυπάς. Είναι ένα εξωκλήσι πάνω από τα Λουκίσα και ανάμεσα στους όγκους του Χτυπά και της Αγια Σωτήρας.

Εκεί, στην Αγία Μαρίνα, συνέρρευσαν πάντες οι κινούμενοι έξω από τον κλοιό των εκκαθαριστικών. Όσοι δηλαδή εφεδρικοί αντάρτες, πολιτικά στελέχη, άνδρες της Εθνικής Πολιτοφυλακής και γενικά διωκόμενοι, διέφυγαν και βγήκαν από τη γραμμή των εκκαθαρίσεων που κινούνταν προς τα Δερβενοχώρια και την Πάρνηθα και έσφιγγε κάθε μέρα και περισσότερο.

Στο τμήμα αυτό που συγκροτήθηκε διοικητής, όπως είπαμε τέθηκε ο Αποστόλης ενώ καπετάνιος του ανέλαβε ο Νικήτας- Γιώργος Μπουτσίνης, από το Κριεκούκι, υπαξιωματικός του ΕΣ, πολεμιστής κι αυτός των Οχυρών, από τους πρώτους οργανωτές του ΕΛΑΣ στη Βοιωτία και βασικό στήριγμα του Ορέστη στις πρώτες του παράνομες εξορμήσεις, καθώς ο Μπουτσίνης εθήτευε εκείνο τον καιρό ως χωροφύλακας από μετάταξη. Εκείνη την εποχή και πάλι είχε αναλάβει αστυνομικά καθήκοντα ως διοικητής της Εθνικής Πολιτοφυλακής της Βοιωτίας.

Εδώ πρέπει να αναφερθούμε σε ένα τέχνασμα που εφάρμοσαν εκείνοι οι δύο ηγέτες του ΕΛΑΣ και παρέμεινα για όλα αυτά τα χρόνια άγνωστο και υποτιμημένο.

Όλοι οι πολιτικοί που δεν μπορούσαν να πάρουν μέρος στην επιχείρηση “συνελήφθησαν”, κρατήθηκαν μέσα στο εξωκλήσι και τάχθηκε φρουρός στην πόρτα! Είχαν προηγηθεί αντιρρήσεις στη σκοπιμότητα της ενέργειας στο Σχηματάρι καθώς υπήρχαν πολλοί όμηροι στα χέρια των Γερμανών. Μια επίθεση θα οδηγούσε σίγουρα σε αντίποινα. Η προφορική παράδοση διέσωσε αυτό το γεγονός αλλά με λάθος εξήγηση. Μέχρι που ο Ορέστης μας πληροφορεί ότι το ίδιο τέχνασμα εφαρμόζει και ο Σπάρτακος στην αντίστοιχη επιχείρηση κατά του Κριεκουκίου. Ο Σπάρτακος- Παναγιώτης Μηλιώτης (γεν. 1918) είναι κι αυτός υπαξιωματικός του Στρατού με ανάλογη μετάταξη στη χωροφυλακή. Μετά την απόδραση των κρατουμένων φυματικών από τη Σωτηρία, στην οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο, βγήκε στο βουνό, στον ΕΛΑΣ της Βοιωτίας.

Συνέλαβε”, λοιπόν, ο Σπάρτακος όλα τα στελέχη των πολιτικών οργανώσεων και μάλιστα διέδωσε και ανακοίνωσε στις γυναίκες τους ότι υπήρχαν υποψίες σε βάρος τους για προδοσία. “Φευγάτε και πηγαίνετε κλάψτε τους” φέρεται να τους είπε. Έτσι αφενός “καμουφλάρισε” τις έντονες κινήσεις των ανταρτών έξω από το Κριεκούκι και αφετέρου απέκλεισε διαρροές του σχεδίου ακόμα και από έμπιστους και καλών προθέσεων ανθρώπους.

Δεν έχουμε παρά να θαυμάσουμε το “ενιαίον του δόγματος”, ή την “ιδεολογικοπολιτική ενότητα” που επικρατούσε στα στελέχη του ΕΛΑΣ, ενότητα που οδηγούσε σε παρόμοιες ενέργειες τμημάτων ευρισκόμενα σε απόσταση μεταξύ τους και δρώντα στην ίδια κατεύθυνση.


Η επιχείρηση


Με οδηγούς ενόπλους και αόπλους τα τμήματα ξεκίνησαν την πορεία βλέποντας τους καπνούς των σπιτιών της Λιάτανης και του Κλειδιού, “με την οργή βαθειά βαθειά στα μάτια τους”. Στα χέρια είχαν τα τουφέκια.

Ανάμεσα στους οδηγούς εκείνους ήταν και ο Βαγγέλης Σπύρου του Αθανασίου που οδηγούσε το τμήμα που θα έπιανε στην “τραντζέρα” και στη συνέχεια θα επιχειρούσε να ελευθερώσει τους κρατουμένους στα “σύρματα” του σταθμού της “Τανάγρας”. Η τραντζέρα σήμερα, με την διπλή γραμμή του τραίνου δεν υπάρχει. Τότε ήταν όμως ένα σημείο όπου το έδαφος κόβεται και το τραίνο περνάει ανάμεσα στους δυο βράχους χωρίς να τους υπερβαίνει στο ύψος. “Τραντζέρα” λέγεται ένα είδος ανοιχτού, ξεσκέπαστου, τούνελ. Έπρεπε να αποκοπούν τυχόν ενισχύσεις που θα έρχονταν από την κατεύθυνση της Θήβας. Άλλωστε στο Σύρτζι υπήρχε στρατόπεδο εργασίας αιχμαλώτων και ισχυρή φρουρά πάνω στον αντίστοιχο σιδηροδρομικό σταθμό.

Οδηγός επίσης εχρίσθη εκείνη τη νύχτα και ο 19χρονος Μήτσος Λουκάς ή Δουρδουβέλας, ο μακροημερεύσας και πλέον μακαρίτης Μητσοντέντες. Ο Μήτσος μου αφηγήθηκε ο ίδιος τις κινήσεις του τις ημέρες εκείνες, από το μπλόκο στο Σχηματάρι στις 2 Ιουλίου έως την επιδρομή. Κυνηγημένος και πυροβολούμενος συνεχώς από τον “ “Ροτζοφάκο”, χωροφύλακα και δυο φορές αυτόμολο, και προς τους Αντάρτες και από τους Αντάρτες, έκανε το γύρο για να καταλήξει κι αυτός στην Αγία Μαρίνα. Ο πατέρας του ο μπαρμπα- Ντέντες, από τους τρεις παλιότερους κομμουνιστές του χωριού είχε συλληφθεί ήδη εκείνη την ημέρα του μπλόκου. Από τότε θα μείνει στον ΕΛΑΣ μέχρι την τελευταία μάχη της Αθήνας, μέχρι την μάχη εκείνη του “τμήματος θυσίας” της 2ας Μεραρχίας, το οποίο, πάλι υπό τον Νικήτα και Αποστόλη διοικούμενο, “παρακλητικώς διετάχθη” να καλύψει στο Ψυχικό την υποχώρηση τους ΕΛΑΣ από την πόλη. Εκεί, ο Μήτσος τραυματίστηκε βαρειά στο χέρι και πιάστηκε αιχμάλωτος των Άγγλων.


Σύμφωνα με την αφήγηση του Μήτσου που έγινε το καλοκαίρι του 2012, λίγες ημέρες μετά την εκδημία του Αποστόλη Κοκμάδη και τη βραδιά που αποχαιρετούσαμε τον άλλο αντάρτη του ΕΛΑΣ, τον Παναγιώτη Σπύρου του Νικολάου, το κύριο τμήμα της επίθεσης ήρθε από την μεριά του δάσους που λεγόταν “Τρέπια” και στο οποίο δάσος υπήρχε μια στενή χωμάτινη οδός που πήγαινε στη Χαλκίδα. Δεν μπήκαν όμως από τη σημερινή είσοδο του χωριού, στη γέφυρα, αλλά από το δρόμο του νεκροταφείου.

Τα πολυβολεία των Γερμανών από το Γυμνάσιο χάλαγαν τον κόσμο αλλά δεν μπορούσαν να τους βλάψουν. Φωτοβολίδες φώτιζαν τον ουρανό ενώ στο χωριό επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι. Το φεγγάρι ήταν 5 ημερών και η φωτεινότητά του στο 27%. Τότε ο χωματόδρομος αυτός ήταν πιο χαμηλά και είχε “όχτο”, ανάχωμα δηλαδή στο οποίο μπορούσαν να καλυφθούν. Από τα καταιγιστικά αυτά πυρά των Γερμανών, τις φωτοβολίδες και τα τροχιοδεικτικά πήραν φωτιά οι θημωνιές του Σπύρο Μπακίτση, ήτοι του Σπύρου Αργύρη πατέρα του ηθοποιού Γιάννη Αργύρη. Βρίσκονταν στα εκεί αλώνια, περίπου στο άγαλμα για τον πεσόντα πιλότο της Πολεμικής Αεροπορίας.

Μέσα στο χωριό δεν συνάντησαν αντίσταση παρά μόνο μικροσυμπλοκές, όπως εκείνη που έγινε στο σπίτι του “Ροτζόφ” (Δ. Μ. Μπρατσιώτης) όπου κοιμόνταν άνδρες των Ταγμάτων. Ένας σκοτώθηκε, ένας τραυματίστηκε και ένας γλίτωσε γιατί ήταν σε άλλο σπίτι. Ήταν εκείνος που ανήκε στην Ειδική Ασφάλεια. Εκεί σκοτώθηκε και η Αγγελική Μπρατσιώτη σύζ Δημητρίου. Δεν κάηκε βέβαια ζωντανή ούτε σφάχτηκε, όπως η μαύρη προπαγάνδα της τρομοκρατίας διέδωσε μετά. Η Αγγελική σκοτώθηκε από σφαίρα στο κεφάλι όταν άνοιξε την πόρτα να δει τι γίνεται. Βρέθηκε δε η μισή μέσα και η μισή έξω. Ακόμα και το 1946 άλλα λέγανε στα δικαστήρια όταν καλούνταν μάρτυρες.

Στη γειτονιά αυτή είχαμε κι άλλα δύο τραγικά γεγονότα. Ο μικρός Θεόφιλος Πινήτας βλήθηκε στο μηρό και βρέθηκε νεκρός το άλλο πρωί. Σύμφωνα με τον γιατρό Α. Παπανδρέου, «Ο θάνατος του μικρού Πινήτα προήλθε από αιμορραγία γιατί φαίνεται ότι ετρώθη η μηριαία αρτηρία ή άλλο αγγείο».

Μια γυναίκα επίσης, πρόσφυγας από τη Λιάτανη, με το όνομα Ασήμω Θεοδώρου σκοτώθηκε κι αυτή από λάθος, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ανθρώπων που τη φιλοξενούσαν.

Άλλος νεκρός εκείνο το βράδυ ήταν ο Γιώργος Δουρδουβέλας, αδελφός του Ντέντε που προαναφέραμε, του Νίκου, του Ντίνου και του Σπύρου. Η θέση του γιατρού Παπανδρέου ότι κατέβηκαν 400 αντάρτες για να σκοτώσουν τους αντιδραστικούς δεν έχει βάση. Απόδειξη είναι η παρουσία τόσο του ίδιου όσο και των άλλων μαρτύρων κατηγορίας στο δικαστήριο. Από τις ίδιες τις καταθέσεις τους προκύπτει ότι βρίσκονταν σπίτια τους και ότι κανείς δεν τους ενόχλησε. Παρατηρούσαν μάλιστα από το παράθυρο όλα τα τεκταινόμενα χωρίς να κινδυνεύουν.

Τέλος συμπλοκή έγινε και στο σπίτι του Πήλιο Σίμου, του Σπύρου Δημητρίου και αδελφού της προγιαγιάς μου. Ο Σπύρος ήταν κουρέας, γαμπρός από αδελφή του διαβόητου Νίκου Μπουραντά και τραυματίας πολέμου, μάλλον της μικρασιατικής εκστρατείας. Με ένα πιστόλι που είχε πάρει από τον ίδιο τον κουνιάδο του, πυροβόλησε τους αντάρτες που πήγαν να τον συλλάβουν. Τραυμάτισε δύο. Τον Λευτέρη Αθ. Αθανασάκη (Λέων), από την Κρήτη, πρώην χωροφύλακα και τον Κυριάκο Κούκο από το Πλατανάκι. Και δύο με τραύματα βαρειά, όπως βεβαίωσαν ενόρκως οι γιατροί Ε.Μ. Ασημάκος και Ν. Σ. Μπλάνας. Ο Αθανασάκης είχε τραύμα κάτω από τον μαστό και ο Κούκος τυφλό τραύμα στην αριστερά πλευρά. Τελικά ο ΠηλιοΣίμος πέθανε επί τόπου ενώ η γυναίκα του Γιαννούλα και αδελφή του Μπουραντά, τραυματισμένη βαρύτατα στην κοιλιά πέθανε κατά τη μεταφορά της στη Χαλκίδα.

Και για όλα αυτά, τα τόσο τραγικά, θα χρειαστεί να επανέλθουμε προκειμένου να φωτιστεί πλήρως και οριστικά όλη αυτή η πλευρά της τοπικής ιστορίας.


Το αποτέλεσμα της επιχείρησης


Μετά από μερικές ώρες στο Σχηματάρι, με τους Γερμανούς να πυροβολούν ασκόπως χωρίς να μπορούν να καταλάβουν τι τους συμβαίνει και χωρίς να μπορούν ν' αντιδράσουν ουσιαστικά, ο ΕΛΑΣ απαγκιστρώνεται με πλήρη τάξη και επιστρέφει στο σημείο εκκίνησης. Ο αντιπερισπασμός είχε πετύχει πλήρως και η κύρια επιχείρηση κατά των Ταγμάτων στην Τοπόλια είχε σαν αποτέλεσμα την εκρίζωση του λόχου και την λαφυραγώγηση της πλούσιας αποθήκης τους. “Μας απάλλαξε από το άγχος των πυρομαχικών”, λέει ο Ορέστης. Τους απάλαξε από το άγχος μέχρι την επόμενη επιδρομή, στο αεροδρόμιο Τανάγρας που θα γίνει 7-8 Σεπτεμβρίου, και η οποία θα λύσει οριστικά το πρόβλημα των πυρομαχικών ενώ θα προμηθεύσει την Ταξιαρχία (2α Μεραρχία πλέον), με ένα αντιαεροπορικό ταχυβόλο.

Όταν αυτοί καίγανε την Πάρνηθα, εμείς τους καίγαμε τα σπίτια” θα πει αργότερα ο Αποστόλης.


Επίλογος


Ως επίλογο επέλεξα να βάλω μια επιστολή στην “Απογευματινή” και στον Ορέστη την εποχή που γράφονταν και δημοσιεύονταν τα κείμενα αυτά. Δεν έχει μόνο αξία η ίδια η μαρτυρία ενός ακόμα προσώπου που πήρε μέρος. Έχει αξία και το συμπέρασμά της. Στο Σχηματάρι, την ίδια μέρα που κάηκε η Λιάτανη καταδεικνύεται το άτοπο και, άρα, το ακόμα περισσότερο εγκληματικό της καταστροφής ενός τόσο μεγάλου και τόσο πλούσιου σε γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή χωριού της Αρβανιτιάς. 

Ήταν παλιά παράκληση του φίλου μου Παναγιώτη Δριχούτη από το Μπράτσι να δει αυτές τις επιστολές, δύο τον αριθμό, του παλιού αγωνιστή Κώστα Μπελεγράτη.

Η μία αφορά την επίθεση στο Σχηματάρι και η άλλη αφορά την επίθεση στο αεροδρόμιο Τανάγρας. Θα τις αναρτήσω ταυτόχρονα συμπληρώνοντας και εκείνο το κενό..


Επιστολή 32α(40ον/24.7.1958)

Κύριε Διευθυντά,


Παρακολουθώ εις την εφημερίδα σας το αφήγημα του κ. Μούντριχα, έχω δε να παρατηρήσω το εξής:

Κατά την γνώμη μου, σημαντικός λόγος που δεν κάηκαν τα χωριά Χλεμποτσάρι και Μουσταφάδες, ώστε να πάψουν να είναι κέντρα εφοδιασμού του ΕΛΑΣ, είναι ο αντίκτυπος που είχε εις τας τάξεις των ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας, επιδρομική ενέργεια του ΕΛΑΣ μέσα εις το Γερμανοκρατούμενο Σχηματάρι, την στιγμή που λίγα χιλιόμετρα παρέκει οι Γερμανοί έκαιγαν την Λιάτανη και το Κλειδί, καθώς και τα δάση της κυριολεκτικά κτενιζομένης Πάρνηθος. Εις την επιδρομήν εκείνην έγιναν αναμφιβόλως πολλές υπερβολές. Πλην, όμως, η βάσις των Ταγμάτων, που εν τω μεταξύ είχεν ενισχυθή και από πολλά δυναμικά στοιχεία της Λιάτανης, διελύθη, του Δουρδουβέλα επιστρέψαντος και πάλιν με ολίγους ανθρώπους του εις την Χαλκίδα. Έγινεν κατόπιν της επιδρομής αυτής ολοφάνερο ότι το σχέδιον της «καμένης γης» εις ουδέν ωφελούσε, αφού οι προσωρινώς εκτοπιζόμενοι από τα ορεινά Ελασίτες, ενεφανίζοντο εξ ίσου δυναμικοί εις τα πεδινά κέντρα.


ΚΩΝ ΜΠΕΛΕΓΡΑΤΗΣ

Μπράτσι Θηβών













Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

28 Οκτωβρίου: Ο εορτασμός του ΟΧΙ στην Κατοχή και την Απελευθέρωση



Το άγημα των 34 Ανταρτών του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ παραταγμένο στη Μητροπόλεως
[Από το αρχείο του Ιάσονα Χανδρινού]

Ιάσονας Χανδρινός



[Σημείωση του Γ.Μ. Σαλεμή:

Στο χθεσινό κείμενο κάναμε μια νύξη για τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου 1944 βάζοντας δυο σπάνιες φωτογραφίες του αγήματος του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ που έλαβε μέρος στον εορτασμό. Σήμερα δημοσιεύουμε ένα κείμενο του Ιάσονα Χανδρινού για τους εορτασμούς της 28ης στην Κατοχή και την Απελευθέρωση.  Δημοσιεύτηκε στην "Αυγή" πριν από μερικά χρόνια, σύμφωνα με τις μαρτυρίες αγωνιστών που συμμετείχαν. 
Σήμερα όμως, χάρη στην ευγενή καλοσύνη του συγγραφέα, δημοσιεύουμε το πλήρες κείμενο του αντάρτη "Αρτέμη" (Γιώργου Γούναρη) από την Εύβοια, το οποίο περιγράφει λεπτομερώς τα γεγονότα και το κλίμα από τα Καλύβια Ασπροπύργου στο Σύνταγμα και πάλι πίσω. Είναι, το κείμενο του Αρτέμη, μέρος από το ημερολόγιό του που θα κυκλοφορήσει σύντομα με επιμέλεια και υπομνηματισμό του Ιάσονα Χανδρινού από τις εκδόσεις "Αλφειός". ]


Η 28η Οκτωβρίου είναι η μοναδική εθνική μας επέτειος η οποία γεννήθηκε μέσα σε μια συλλογική ψύχωση και καθιερώθηκε, ως μνημονικός τόπος, από τον ίδιο τον ελληνικό λαό. Σε αντίθεση την 25η Μαρτίου που αποτελεί μια εκ των υστέρων «κατασκευασμένη» επέτειο, η 28η Οκτωβρίου εντοπίζει ένα καταλυτικό γεγονός που μάλιστα βιώθηκε και ως τομή στον ιστορικό χρόνο. 

Δεν υπάρχει κανένας από τη γενιά του Πολέμου και της Κατοχής που να μη μπορεί –μέχρι σήμερα– να δώσει συγκεκριμένη απάντηση στην ερώτηση: «Πού ήσουν την 28η Οκτωβρίου 1940;». Ήταν η γενέθλιος ημερομηνία μιας ολόκληρης γενιάς. Η κήρυξη του πολέμου με την Ιταλία επέδρασε άμεσα και καταλυτικά στην ψυχολογία των ανθρώπων της εποχής.

Περισσότερο από κάθε προηγούμενη πολεμική αναμέτρηση (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μικρασιατική Εκστρατεία), ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ήταν μια εμπειρία που διαπέρασε την ελληνική κοινωνία και ζυμώθηκε στη συνείδηση του λαού με τις παραδοσιακές έννοιες της δικαιοσύνης και της φιλοπατρίας, ωστόσο σε μια νέα εκδοχή: του αντιφασισμού.


Οι κατοχικοί εορτασμοί 


Αυτή η ζύμωση έγινε στα χρόνια της Κατοχής. Κάτω από τη ναζιστική μπότα, εθνικά σύμβολα και τελετουργίες άρχισαν να αποκτούν πολλαπλάσια σημασία για τους μουδιασμένους και απογοητευμένους Έλληνες. Στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις, όπου η Κατοχή ήταν πιο αισθητή, οι άνθρωποι αναζητούσαν τρόπους να διεκδικήσουν ξανά από τους κατακτητές το δικαίωμα να περπατούν πιο ελεύθερα στους δρόμους, να εμπνέονται από χώρους και μνημεία. 

Στις 28 Οκτωβρίου 1941, ενώ ήδη άνθρωποι είχαν αρχίσει να πεθαίνουν από την πείνα, κόσμος άρχισε να επισκέπτεται αυθόρμητα το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και κατέθετε λουλούδια, στην πλειοψηφία τους ήταν μαυροντυμένες γυναίκες και κορίτσια που πιθανόν κάποιον είχαν χάσει στο αλβανικό μέτωπο. Οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις σκόρπισαν μικρές δακτυλογραφημένες προκηρύξεις υπενθυμίζοντας το νόημα της ημέρας, ενώ και το ΕΑΜ (που είχε ιδρυθεί μόλις πριν ένα μήνα), επέλεξε εκείνη την ημέρα για να κυκλοφορήσει την πρώτη του «επίσημη» διακήρυξη στο λαό της Αθήνας καλώντας σε μαζική αντίσταση εναντίον των κατακτητών. 

Το 1942, διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις, συνθήματα στους τοίχους, συλλήψεις και πραγματικά πυρά από τους κατακτητές σημάδεψαν τον δεύτερο και απείρως πιο μαχητικό εορτασμό, το ίδιο και το 1943. Η επέτειος είχε επισημοποιηθεί οριστικά, ως μια συλλογική αντιφασιστική έκφραση. Δεν ήταν οποιοδήποτε ερέθισμα κάποιας αόριστης πατριωτικής υπερηφάνειας. Σε αντίθεση με την 25η Μαρτίου (που συγκινούσε εξίσου, αν όχι περισσότερο), η ημέρα ξυπνούσε πραγματικά και ισχυρά βιώματα. 

Μπορούμε να φανταστούμε πως το 1941, κάθε Αθηναίος νοσταλγούσε τον ενθουσιασμό του πλήθους που είχε βγει στους δρόμους έναν χρόνο πριν, όταν σήμαναν οι σειρήνες. Μέσα στο φόβο και την κατήφεια που επέβαλε η σκλαβιά, η ανάμνηση αυτής της ομαδικής ανάτασης ως φανταστικό replay μιας ανεπανάληπτης στιγμής δράσης, αποτελούσε ακένωτη δεξαμενή θάρρους και έμπνευσης. Η Αντίσταση κατά των κατακτητών δεν τιμούσε την 28η Οκτωβρίου 1940 ως μια οποιοδήποτε στιγμή έξαρσης, αλλά ως την έναρξη ενός τιτάνιου αγώνα εναντίον του φασισμού που δεν είχε ποτέ σταματήσει. 


28 Οκτωβρίου 1944: Ένα άγνωστο αντιφασιστικό συλλαλητήριο


Η τέταρτη επέτειος βρήκε την Ελλάδα ελεύθερη. Ακριβώς τέσσερα χρόνια μετά τις εκκωφαντικές σειρήνες εκείνου του πρωινού που άλλαξε για πάντα την ελληνική ιστορία, τίποτα δεν ήταν το ίδιο. 

Οι οπισθοφυλακές των υποχωρούντων γερμανικών στρατευμάτων βρίσκονταν ήδη στα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα, αφήνοντας πίσω τους ανυπολόγιστες καταστροφές, νεκρούς, πόνο και δάκρυα, αλλά και ένα τεράστιο λαϊκό κίνημα που είχε ενηλικιωθεί και ατσαλωθεί μέσα από την Αντίσταση. Η εαμοκρατούμενη Αθήνα των χιλιάδων μαρτύρων μετρούσε μόλις 16 ημέρες ελευθερίας και υποδεχόταν την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και τα πρώτα βρετανικά αγήματα, ατενίζοντας με αισιοδοξία (και επιφύλαξη) το μέλλον της καθημαγμένης χώρας. 

Η πολιτική κατάσταση ήταν τεταμένη και το μόνο κοινό σημείο όλων των πολιτικών δυνάμεων ήταν η αναφορά στις στιγμές που θύμιζαν την ομόθυμη αντίσταση στο φασισμό και το χρέος τιμής στους νεκρούς του αντιφασιστικού αγώνα. Ως συμβολικό μήνυμα ομοψυχίας αλλά και αναγνώρισης μιας επετείου που είχε εμπνεύσει τους Έλληνες στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς και είχε επισημοποιηθεί μέσα από παλλαϊκούς αγώνες, αποφασίστηκε να εορταστεί επίσημα η 28η Οκτωβρίου με πανηγυρική δοξολογία στη Μητρόπολη και κατάθεση στεφάνων στον Άγνωστο Στρατιώτη. 

Εκτός από τις επίσημες ένοπλες δυνάμεις που είχαν πολεμήσει τους Γερμανούς έξω από τα σύνορα της χώρας και είχαν επαναπατριστεί μαζί με την Κυβέρνηση –ο Στρατός της Μέσης Ανατολής (εκπροσωπούμενος από μια διμοιρία του Ιερού Λόχου) και το Ναυτικό (με ένα τιμητικό άγημα)– θα παρευρίσκονταν και δυνάμεις του ΕΛΑΣ: Ένα ελαφρά οπλισμένο απόσπασμα του ΕΛΑΣ Αθήνας από την αιματοβαμμένη συνοικία της Καισαριανής και ένα τμήμα του μόνιμου ΕΛΑΣ. Θα ήταν η πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια που πολεμιστές του βουνού θα εμφανίζονταν στους δρόμους της πρωτεύουσας, και σίγουρα ήταν το θέαμα που όλος σχεδόν ο λαός της Αθήνας περίμενε να αντικρίσει. 

Εκείνο το πρωί ο καιρός ήταν βροχερός και η δοξολογία μουδιασμένη. Από τη μια η επίσημη «πολιτική ηγεσία» της χώρας: 

ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, ο ταξίαρχος και αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα, ταξίαρχος Ρόναλντ Σκόμπι, ο στρατάρχης Ανατολικής Μεσογείου Ουίλσων, ο ναύαρχος Κάνιγχαμ, ο αρχηγός της Αστυνομίας Άγγελος Έβερτ, το υπουργικό συμβούλιο και διάφοροι πολιτικοί. 

Από την άλλη, ο λαός: ένα πλήθος από όλες τις συνοικίες και τις ΚΟΒες της Αθήνας, με κόκκινα λάβαρα και πλακάτ, να ζητωκραυγάζει και να φωνάζει συνθήματα "θάνατος στους προδότες" και "λαοκρατία". 

Μπροστά στο ναό είχαν παραταχθεί το άγημα του ναυτικού, η διμοιρία του Ιερού Λόχου (με επικεφαλής τον τότε υπολοχαγό και μετέπειτα χουντικό, Ιωάννη Λαδά), αστυνομικοί και χωροφύλακες (διακριτικά) από τους στρατώνες του Μακρυγιάννη και μια διμοιρία του ΕΛΑΣ Αθήνας με τα χαρακτηριστικά γερμανικά κράνη. 

Ο κόσμος ήταν εκστασιασμένος, χειροκροτούσε και ζητωκραύγαζε, έβγαζε φωτογραφίες. Τα περισσότερα μάτια έπεφταν σε μια ξεχωριστή ομάδα 34 πάνοπλων γενειοφόρων που βρίσκονταν στη μέση του προαύλιου χώρου, σε στάση «παρουσιάστε αρμ» με τον χαρακτηριστικό αντάρτικο τρόπο που είχε καθιερώσει ο Άρης Βελουχιώτης: Το χέρι κρατά το τουφέκι από το κοντάκι, προτεταμένο προς τα μπρος. 

Η ηγεσία του ΕΛΑΣ είχε διατάξει τη μονάδα που βρισκόταν πιο κοντά στην Αθήνα, το 34ο Σύνταγμα Αττικοβοιωτίας, να επιλέξει τους άνδρες για αυτή την εξόχως τιμητική αποστολή και ο θρυλικός καπετάνιος του Συντάγματος, Γιάννης Αλεξάνδρου (Διαμαντής), επέλεξε προσωπικά τους καλύτερους μαχητές. Είχαν όλοι τους γενειάδες, σταυρωτά φυσεκλίκια, γερμανικά όπλα, μπότες και μαχαίρια. 


Και ένας από αυτούς, ο Γιώργος Γούναρης («Αρτέμης») από την Εύβοια, περιέγραψε στο ημερολόγιο που κρατούσε τη συγκινητικότερη ίσως μέρα της μέχρι τότε ζωής του:



Πρωί-πρωί κάνομε δοκιμές ενώ βρέχει. Έρχεται ένα αμάξι και μας παίρνει και δρόμο για την Αθήνα. Στην διαδρομή φάλαγγες συναγωνιστές κατεβαίνουν για την παρέλαση στην Αθήνα [με] ομπρέλες και πλακάτ. Όσοι δεν έχουν ομπρέλες, είναι μούσκεμα όπως και εμείς. Στο πέρασμά μας, μας κάνουν τόπο να περάσομε ζητωκραυγάζοντας. Μπαίνομε στην Αθήνα. Ο κόσμος τρέχει να μας δει μόλις μας αντιλαμβάνονται. Ξεχύνονται όλοι στο αμάξι. Φτάνομε στην Ομόνοια. Πηδάνε πάνω στο αμάξι, μας κυκλώνουν, θέλουν να κατέβουμε κάτω…Όλη η κυκλοφορία σταματά, το αμάξι γεμίζει σιγάρα, σοκολάτες…Πόλεμος ποιος θα μας χαιρετήσει. Άλλοι έχουν βγάλει τα πουκάμισα και τα ανεμίζουν στον αέρα. Γύρω στο αμάξι [σχηματίζονται] 20 και πλέον πυραμίδες: Τρεις ενώνανε τα χέρια και ο τέταρτος ανεβαίνει πάνω. Μας χαιρετά, κατεβαίνει αυτός και την θέσιν του παίρνει άλλος. Σπρώχνονται, πέφτουν κάτω...Θέλουν να κατέβομε κάτω να μας δούνε όλοι έστω και για ένα λεπτό. Ο Αποστόλης φωνάζει πως δεν μπορούμε, είναι ανάγκη να φτάσομε στο Α’ Σ. Στρατού. Από το αδιέξοδο μας έβγαλε περί τους 20 ΕΠΟΝίτες: Άνοιξαν δρόμο και φτάσαμε στο Α’ Σ. Στρατού του ΕΛΑΣ. Κατεβαίνομε κάτω, παρατασσόμαστε και ο λοχαγός Αποστόλης δίνει αναφορά. Μετά μπαίνομε μέσα στο κτίριο. Μας προσφέρουν τσάι και ψωμί, ελιές. Καθόμαστε μισή ώρα. Μας πρόσφεραν από μια εφημερίδα, το Ριζοσπάστη, να διαβάσομε για τα νέα. Έπειτα από μια ώρα παραμονή κατεβαίνομε κάτω. Η βροχή έχει σταματήσει. Συντασσόμαστε και με βήμα τραβούμε για την Μητρόπολη. Στο πέρασμά μας χιλιάδες κόσμος μας χειροκροτεί, άλλοι φωνάζουν συνθήματα, αρκετοί κλαίνε… Παρατασσόμαστε στο αριστερό μέρος της εισόδου του ναού έξω στην πλατεία. Έρχονται μια διμοιρία του ΕΛΑΣ Αθηνών με κράνη, παρατάχθηκε αριστερά από εμάς. Δεξιά μας παρατάχθηκαν 2 διμοιρίες του Ναυτικού και δεξιότερα ένας λόχος Έλληνες στρατιώτες της Μέσης Ανατολής. Αριστερά, δεξιά και πίσω χιλιάδες λαός που φωνάζει «Λαοκρατία–Λαϊκά Δικαστήρια–Να συλληφθούν οι προδότες». Σε λίγο έρχεται το Υπουργικό Συμβούλιο με επικεφαλής τον Παπανδρέου. Ακολουθούν διάφοροι επίσημοι. Ο κόσμος τους υποδέχεται με τις παραπάνω φωνές. Μετά έρχεται ο Ναύαρχος Μεσογείου Κάνιγκχαμ, ο Στρατάρχης Ουίλσων και ο Συνταγματάρχης Ποπώφ –Ρώσος. Μπαίνουν στην εκκλησία και αρχίζει η δοξολογία. Μετά την δοξολογία επιθεωρούν όλα τα τμήματα Ουίλσων-Κάνιγκχαμ-Ποπώφ-Σαράφης. Μετά την επιθεώρηση ξεκινήσαμε για το Σύνταγμα για την κατάθεση στεφάνων στον Άγνωστο Στρατιώτη. Μπροστά πηγαίνει η μουσική, ακολουθεί το Ναυτικό, ο λόχος της Μέσης Ανατολής, κατόπιν ο ΕΛΑΣ των Αθηνών και τελευταίοι εμείς του βουνού. Στο πέρασμα του Ναυτικού ακούστηκαν χειροκροτήματα, στους Μεσανατολίτες πάρα πολύ αραιά, τον ΕΛΑΣ των Αθηνών τον χειροκροτά όλος ο κόσμος. Όταν ξεκινήσαμε εμείς, το τι έγινε δεν περιγράφεται!…Μάταια ο Αποστόλης δίνει παραγγέλματα βηματισμού. Οι αστυφύλακες προσπαθούν να συγκρατήσουν τον κόσμο. Σπάζουν τα φράγματα, χυμούν πάνω μας και μας αρπάζουν τρεις από κάθε σειρά. Μας φιλούν, κλαίνε, οι υπόλοιποι φεύγουν. Είμαι σε μια από τις δύο σειρές προτελευταίος. Μας σηκώνουν στα χέρια, προσπαθούν κάτι να πάρουν σαν ενθύμιο μα τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Όλοι μας τραβολογούν…Εμείς τα έχουμε χαμένα…Μόνον κεφάλια βλέπομε και χέρια να ανεμίζουν, φιλιά να μας στέλνουν από μακριά…Μια κοπέλα στα μαύρα με έχει αγκαλιάσει σα να θέλει να είμαι δικός της. Της δίνω ένα δαχτυλίδι γερμανικό. Κλαίει και φωνάζει «Αδελφάκι μου!…». Ένα γερμανικό τσακμάκι το δίνω σε κάποια που κλαίει. Δύο μανδηλάκια από φωτοβολίδες τα πετώ και αναμπουμπούλα γίνεται ποιος θα τα πάρει. Το ίδιο κάνουν και οι άλλοι. Τέλος επεμβαίνει πάλι η ΕΠΟΝ και μπροστά αυτοί, κοντά εμείς, φτάσαμε και μπήκαμε στην σειρά μας. Ο κόσμος φωνάζει: «Θάνατος στους δοσιλόγους! Θάνατος στους προδότες δολοφόνους!». Φτάσαν οι επίσημοι, καταθέτουν στεφάνια στον Άγνωστο Στρατιώτη, εμείς παρουσιάζομε όπλα. Ο Παπανδρέου επιθεωρεί τα στρατιωτικά τμήματα. Μετά την επιθεώρηση φεύγουν οι επίσημοι. Στο πέρασμα του Παπανδρέου ο κόσμος ξεθεώνεται στα συνθήματα. «Λαοκρατία–Θάνατος στους συνεργάτες των κατακτητών–Να συλληφθούν όλοι οι συνεργάτες των Γερμανών». Τέλος ξεκινάμε και ’μεις. Χιλιάδες λαού κλαίγοντας μας ακολουθούν μέχρι το Α’ Σ.Σ. Αθηνών.i Εκεί είναι το επιτελείο με τον Σαράφη επικεφαλής και τον Ρώσο Συνταγματάρχη Ποπώφ. Εμείς μείναμε δεξιά και αριστερά του δρόμου για να μην κλείνει ο δρόμος στα τμήματα του ΕΛΑΣ Αθηνών για την παρέλαση του ΙΙΙου Τάγματος. Μετά το τέλος της παρελάσεως, μπήκαμε μέσα για φαγητό. Οι άλλοι –το προσωπικό– έχει κρέας με μακαρόνια ενώ εμάς μας δώσανε μακαρόνια νερόβραστα χωρίς λάδι. Δεν φάγαμε κανένας. Διαμαρτυρηθήκαμε στον υπεύθυνο και άρχισε με δικαιολογία πως έγινε λάθος, δεν μας συμπεριέλαβε στην δύναμη του συσσιτίου γι αυτό και μας φκιάσανε αυτό το πρόχειρο και πρέπει να το φάμε. Νευριάσαμε όλοι…«Μάλιστα συναγωνιστή ταγματάρχα. Μείναμε μέρες νηστικοί γιατί δεν είχαμε να φάμε, δεν διαμαρτυρηθήκαμε. Όμως σήμερα μένομε νηστικοί γιατί έχομε και μας θεωρείτε σκουπίδια! Δεν μπορείτε να καθίσετε με μας τους τσαλακωμένους και λεριάρηδες. Σεις είστε σικ. Αστράφτουν τα ρούχα σας…Δεν ρίξατε λάδι στα μακαρόνια για να μην πασαλείψομε τα γένια μας και σας ντροπιάσομε!». Θύμωσε και έφυγε. Ήρθαν 3-4 με τα πολιτικά και προσπάθησαν να μας ηρεμήσουν. Είπα να δούμε τον συναγωνιστή Σαράφη. Δεν με άφησε ο Αποστόλης. Παρατήσαμε το φαγητό όπως το σέρβιραν και βγήκαμε έξω στην πλατεία αγανακτισμένοι. Ο κόσμος περνά συνεχώς να μας δει και να μας χειροκροτήσει. Ήρθανε οι λιμενεργάτες του Πειραιώς, μας χαιρετήσανε, μας πρόσφεραν σιγάρα…Κάτι όμως πρέπει να έγινε γιατί βγήκανε 20 κορίτσια και μας τραβούν στο χορό (πότε γίνανε τόσα γκρουπ, ούτε το κατάλαβα…). Η πλατεία είναι ασφυκτικώς γεμάτη, τα αντάρτικα τραγούδια έχουν ανάψει. Σε μια στιγμή βγήκε ο συναγωνιστής Σαράφης, ο Ποπώφ και 5-6 άλλοι στο μπαλκόνι, μας κοίταξαν χαμογελώντας και μπήκαν μέσα. Επίκαιρο τραγούδι του Αγώνα λέγαμε: ’’Απόψε θα πλαγιάσουμε σε δροσερά χορτάρια’’ καθώς και: ’’Το λεν’ οι κούκοι στα βουνά και οι πέρδικες στα πλάγια’’. Επίσης: ’’Εσείς παιδιά ανταρτόπαιδα, παιδιά της Σαμαρίνας’’ Τέλος, αφού πέρασε καμιά ώρα με χορούς και τραγούδια, τους αποχαιρετήσαμε όλους [και] ανεβήκαμε στο αμάξι για την επιστροφή. Το αμάξι το ακολουθούν νέοι και νέες. Από διάφορους δρόμους έρχονται μάζες πολλές συναγωνιστών με στεφάνια-λουλούδια. Πηδάν οι νέες πάνω στην καρότσα και μας κρεμούν στεφάνια στους λαιμούς. Με πρόκες τα κρεμούν στην καρότσα. Στα Καλύβια που φτάσαμε, μέτρησαν οι συναγωνιστές 210 στεφάνια. Ένας τεράστιος σωρός έγινε εκεί στην άκρη της πλατείας. Το αυτοκίνητο έχει ασπρίσει από τα σιγάρα (κατά τα ¾ τα είχαμε λιώσει). Το αμάξι κινείται σημειωτών από τον κόσμο. Μας δίνουν τα χέρια, το ίδιο και ‘μεις. Μερικοί τα φιλούν, άλλοι μας αρπάζουν, μας ξαπλώνουν στην καρότσα να μας φιλήσουν. Σε ένα σημείο μας περιμένει πολύς κόσμος. Μας κάνουν νόημα να σταματήσουμε. Το αμάξι κυλά σιγά-σιγά. Μια συναγωνίστρια ως 20 χρονών με γυαλιά, με μια φούχτα τριαντάφυλλα κόκκινα πηδά πάνω στο καπό και μιλά στο συγκεντρωμένο πλήθος. Εμείς δεν καταλαβαίνομε τίποτα. Είμαστε σαν υπνωτισμένοι χαζοί…Όλοι ζητωκραυγάζουν. Επειδή προσέχω τους λόγους πάντοτε, εδώ δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τίποτα εκτός από την αρχή της ομιλίας: «Συναγωνιστές. Μπροστά μας βρίσκονται οι ιστορίες των γιαγιάδων και οι θρύλοι των δοξασμένων βουνών. Ο δοξασμένος ΕΛΑΣ! Οι φρουροί της τιμής των Ελλήνων… Αντάξιοι του Λεωνίδα, του Θεμιστοκλή, του Μακρυγιάννη…Τρόμος των μαυραγοριτών και των φασιστών…Ο τιμωρός των δοσιλόγων και των ταγματαλητών…». Από τις φωνές δεν ξεχωρίζομε παρά τα ρυθμικά συνθήματα Λαοκρατία–Θάνατος στους φασίστες. Το αμάξι έχει σταματήσει. Πάνω στην καρότσα δεκάδες κοπέλες μας προσφέρουν διάφορα αναμνηστικά. Μια κοπέλα μου κρεμά με μια καρφίτσα με κόκκινη κεφαλή ένα κόκκινο γαρύφαλλο. Δεν έχω τίποτα να της προσφέρω, τα έχω δώσει όλα. Της δίνω ένα κουμπί αφού το έκοψα από το χιτώνιό μου. Το παίρνει στα χέρια, το φιλά καθώς και μένα. Μου ζητά να της χαρίσω το όνομά μου –το ίδιο κάνουν και στους άλλους. Της το είπα, το ίδιο και την ηλικία μου των 24 χρονών. Για μια στιγμή μένει αποσβολωμένη αφού με κοιτάζει στα μάτια σαν κάτι να μαντέψει…Μετά καθυστέρηση τριών τετάρτων τα κορίτσια της ΕΠΟΝ ανοίγουν δρόμο στον κόσμο για να περάσομε. Όλος ο κόσμος υψώνει την γροθιά του για αποχαιρετισμό. Για να φτάσομε στα Καλύβια, κάναμε 3-4 ώρες. Φτάσαμε ηλιοβασίλεμα. Οι συναγωνιστές μας τρελαίνουν στις ερωτήσεις: Θέλουν να μάθουν το ηθικό του κόσμου.


i Η έδρα του Α’ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ μετά την Απελευθέρωση ήταν στο μέγαρο της Αγροτικής Τράπεζας, στη συμβολή Σίνα και Βησσαρίωνος. Το κτίριο δεν υπάρχει σήμερα


Όσο κι αν η εθνική ομοψυχία ήταν ένα σεντόνι που κάλυπτε τα αγεφύρωτα πολιτικά πάθη και το συσσωρευμένο ταξικό μίσος, η μέρα εκείνη είχε κάτι το ξεχωριστό. Οι κραυγές των Αθηναίων που «έπνιξαν» τον εορτασμό, κυοφορούσαν την ψευδαίσθηση. Την ελπίδα. Λίγο πριν διαχωριστούν για πάντα, όλοι οι Έλληνες που είχαν πολεμήσει τους Γερμανούς, βρέθηκαν για ελάχιστες στιγμές στο ίδιο σημείο, για να υποκλιθούν στους νεκρούς των αλβανικών βουνών και τις χιλιάδες που είχαν θυσιαστεί στην Κατοχή εμπνεόμενοι από το πνεύμα του μετώπου. Το ημερολόγιο έγραφε 28 Οκτωβρίου 1944 και η βροχή που μαινόταν το προηγούμενο βράδυ είχε σταματήσει. 



Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Ημερησία διαταγή της V Ταξιαρχίας ΕΛΑΣ, για τα χτυπήματα στο Βαθύ, στο Κλειδί & στον Ωρωπό

"Εκδικητής", φύλλο 14/10 Μαρτίου 1944

Ακριβώς 75 χρόνια μετά... 
Γιατί τα ζόμπι των ταγματασφαλιτών βγήκαν από τους τάφους τους και αμφισβητούν την ελληνικότητα και τον πατριωτισμό των Αριστερών.



Ημερησία διαταγή της Ταξιαρχίας


Τμήματα του Ι Τάγματος και της Διμοιρίας Διοικήσεως της Ταξιαρχίας δώσανε στις 18, 20 και 22 του μηνός ισχυρά χτυπήματα στον καταχτητή και στα ντόπια όργανά του:

Η τολμηρή ενέργεια λίγων επιλέκτων συναγωνιστών που με το Λοχαγό Αποστόλη απελευθέρωσε στο Βαθύ 27 θύματα του Εθνικού αγώνα και έφερε μπροστά στο στρατοδικείο τους δήμιούς τους.

Η θαρραλέα και ορμητική επίθεση των τμημάτων μας στο Κλειδί-Λιάτανη, με το Λοχαγό Αποστόλη πάλι, που βοηθημένα από σύσσωμο το λαό των χωριών αυτών, δώσανε στους Γερμανοτσολιάδες και τους Γερμανούς συνοδούς τους χτύπημα θανατηφόρο και αιματηρό, στέλνοντας 50 απ' αυτούς στον Άδη.

Η τολμηρή νυχτερινή επίθεση των τμημάτων μας της Ανατ. Αττικής στον Ωρωπό, που τάραξε και διάλυσε τις εκεί ραλλικές ορδές.

Δώσαμε στον κατακτητή και στα ντόπια προδοτικά όργανά του να καταλάβει πως παρ' όλες τις λυσσασμένες του προσπάθειες ο ΕΛΑΣ Αττικοβοιωτίας παραμένει ισχυρός και ανέπαφος και θα δίνει συνέχεια χτυπήματα σε κάθε εισβολέα και κάθε προδότη ως τη μέρα της ολοκληρωτικής απελευθέρωσης της Πατρίδας.

Στο Λοχαγό Αποστόλη, τον Καπετάνιο Ηρακλή και όλους τους συναγωνιστές που πήρανε μέρος στις επιχειρήσεις Βαθιού, Λιάτανης και Ωρωπού, δίνουμε τα πιο θερμά και εγκάρδια συγχαρητήριά μας.

Στις μαχητικές ομάδες Λιάτανης, Κλειδιού και της ηρωικής Πύλης συγχαίρουμε ολόψυχα.

Τον συναγ. Γκιοζντέκο, οπλοπολυβολητή της Λιάτανης, επαινούμε για την ηρωική του δράση.

Και είμαστε περήφανοι γιατί στους αγώνες των ημερών αυτών, μας παραστάθηκε συναγωνιστικά όλος ο λαός της περιοχής με την τοπική Εαμική του Επιτροπή.

25 Φεβρουαρίου 1944

Για την Ταξιαρχία

ΟΡΕΣΤΗΣ
ΒΕΡΜΑΙΟΣ




Διαβάστε επίσης: 

Τα "Τάγματα ασφαλείας" εξορμούν στα Δερβενοχώρια- η νίλα στο Κλειδί 20 Φεβ 1944

Ο "Εκδικητής", τα πλιάτσικα των "τσολιάδων" σε Πύλη - Χλεμποτσάρι και η παραίτηση Τσουδερού

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Ο υπίλαρχος Κοντός Κωνσταντίνος στον ΕΛΑΣ, στο 34 Σύνταγμα, το λεγόμενο και "Αρβανίτικο Σύνταγμα"

Στην ανάρτηση για τον Στρατιωτικό Διοικητή Αττικής του ΕΛΑΣ, Απόστολο Κοκμάδη, αναφέρεται ο υπίλαρχος Κοντός Κωνσταντίνος. Ας δούμε τι λέει αυτός ο τόσο άγνωστος σε όλους μας αξιωματικός στην "αναφορά περί διοικητικής αποκαταστάσεώς του" τον Ιούλιο του 1945....







Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

Ο Στρατιωτικός Διοικητής Αττικής του ΕΛΑΣ, Αποστόλης Κοκμάδης αφηγείται....



Ο Αποστόλης Κοκμάδης(1919-2012), μόνιμος υπολοχαγός του Ελλ. Στρατού, είναι μια "μικρή περίπτωση Σαράφη". Βγήκε στο Βουνό σαν αντίπαλος του ΕΛΑΣ και μέσα σε μερικές μέρες ανέλαβε στρατιωτικός διοικητής του 2ου λόχου του ΕΛΑΣ ΑττικοΒοιωτίας, το καλοκαίρι του 1943..."Στρατιωτικός διοικητής Αττικής", στην ουσία, όπως ο ίδιος εξηγεί.
Ο "Αποστόλης", όπως ήταν ευρύτερα γνωστός, ήταν μια ιδιοφυΐα στρατιωτική, με "φοβερή τοπογραφική μνήμη". Δεν χανόταν ποτέ μέσα στα δάση της Πάρνηθας, δεν ξεχνούσε τίποτα από τις διαδρομές που έκανε, δεν δυσκολευόταν καθόλου να βρει πόρους για να πραγματοποιήσει τους ελιγμούς του. 
Ο Αποστόλης, είναι εκείνος που χτύπησε το τρένο στο Βαθύ Αυλίδος και απελευθέρωσε τους αιχμαλώτους(Φεβ 1944). Είναι εκείνος που επιστρέφοντας από το Βαθύ διευκόλυνε τον εγκλωβισμό του λόχου των "Ταγμάτων" στο Κλειδί. Είναι εκείνος που πραγματοποιεί την επίθεση στην Τοπόλια, στο Σχηματάρι, στο αεροδρόμιο της Τανάγρα. 

«....Οφείλετε να καταλάβετε ένα πράγμα, ότι όταν εγώ ήμουνα στρατιωτικός διοικητής Αττικής και υπέγραφα ως τοιούτος δεν ήμουνα καραγκιόζης` ήμουνα διοικητής ο οποίος είχε πίσω του τρακόσους τουλάχιστον οπλισμένους άντρες, γιατί υπήρχε περίπτωση, όταν κινούσαμε και τις οπλισμένες μαχητικές ομάδες των χωριών, φτάναμε τους 500` τρακόσους λοιπόν άντρες με τα φυσεκλίκια και με τα γένια κλπ. κι όπου μπαίναμε... έτρεμε η γη όπου πατούσαμε. Αυτό, μόνο εκείνοι που το είδανε, μόνο εκείνοι που το αισθάνθηκαν, μπορούν να το καταλάβουν, θα σας πω ένα πράμα: όταν γυρίζαμε απ’ την Τοπόλια και μπήκαμε στις Λάρυμνες, είχανε βγει ο κόσμος στο χωριό, ξέμαλλες οι γυναίκες, γριές, παιδιά, κορίτσια, μας πετάγανε λουλούδια -τα  λέω τώρα και συγκινούμαι-, ξεφωνίζανε... Ήταν κάτι το απερίγραπτο! Οι Γερμανοί ήτανε 10 χιλιόμετρα παραπέρα. Είχαν όλα τα μέσα να ’ρθουν να κάψουνε το χωριό` δεν ερχόνταν όμως. Μας φοβούνταν».

Η συνέντευξη έχει δοθεί στον Γιάννη Πριόβολο και περιλαμβάνεται στο βιβλίο        Μόνιμοι αξιωματικοί στον ΕΛΑΣ-οικειοθελώς ή εξ ανάγκης, εκδ. Αλφειός, Αθήνα, 2009. 
Όπως εύκολα θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, ο Γ. Πριόβολος δεν είναι καθόλου "φιλικός" προς τις απόψεις του Α. Κοκμάδη. Αν και προσφεύγει σε αυτού του τύπου τη συγγραφή της ιστορίας, όπου η προσωπική μαρτυρία έχει την βαρύνουσα σημασία, πολλές φορές προσπαθεί να χειραγωγήσει στη συζήτηση, μερικές δε φορές αγγίζει τα όρια της αγένειας. Ο Αποστόλης το καταλαβαίνει και απαντάει ανάλογα αναγκάζοντας τον "αντικειμενικό" ερευνητή να καταφύγει σε δύο εκτεταμένες σημειώσεις άλλων για να "ισορροπήσει" τις εντυπώσεις. Αφού δεν μπόρεσε να χειραγωγήσει τον συνομιλητή του, επιχειρεί να χειραγωγήσει τη σκέψη του αναγνώστη. Όλα αυτά προσδίδουν ιδιαίτερη αξία στη μαρτυρία του μεγάλου πολέμαρχου του ΕΛΑΣ! Οι Αρβανίτες θα τον θυμούνται για πάντα.....

«...Να ’μαστε εξηγημένοι: Εδώ στην περιοχή της Αττικό - Βοιωτίας δεν είχαμε «οδηγούς» Γερμανών, προδότες κλπ. Έναν είχαμε από το Κακοσάλεσι, έναν Ξάνθο, ο οποίος άρχισε τη δράση του μετά από την απελευθέρωση. Όλα τα χωριά της περιοχής ήταν απόλυτου βοηθοί μας. Σε κανένα χωριό δεν είχαμε «αντίδραση», όπως λέγαμε εμείς. Είτε μας φοβόντανε και δεν ήθελαν να εμφανιστούν σαν τέτοιοι, είτε μας υποστήριζαν ανοιχτά, είτε μας υποστήριζαν λίγο, κρυφά, πάντως δεν είχαμε τέτοιους.

Να μη λησμονούμε ότι τα Δερβενοχώρια, τα πέντε χωριά της Πάρνηθας, μετά τις μάχες τις 15, 16, 17 και 18 Οκτωβρίου του '43, είχαν αδειάσει και όλοι είχαν μεταφερθεί, είχανε πάρει τα πράματά τους, τις κασέλες τους, τις είχανε κρύψει στα πουρνάρια και ζούσαν όλοι στην περιοχή που είναι μεταξύ Δαριμάρι, Πύλης και του δρόμου Χλεμποτσάρι - Θήβα, Αλμοποία - Θήβα - Τανάγρα` εκεί μέσα. Είναι ένα μέρος που το ’χανε για βοσκή` δικό τους μέρος. Εκεί ζούσαν όλοι. Οι δε των μπροστινών χωριών: Κακονισκίρι, Καβάσαλα και Κρώρα, αυτοί είχανε κατεβεί κάτω προς τη Μάντρα` εκεί μέσα.

Όλοι αυτοί ήτανε Αρβανίτες. Κι Αρβανίτες έχουνε μπέσα` ποτές δεν την παραβιάζουν. Κι ένας από τους λόγους για τους οποίους εστάθηκε το αντάρτικο πέντε βήματα από την Αθήνα, ήτανε μόνον και μόνον γιατί είχανε «δούναι λαβείν» με Αρβανίτες` με ανθρώπους οι οποίοι έχουν μπέσα. [.„] Εξάλλου τότε ακόμα για τους ντόπιους εμείς είμαστε οι «εαμίτες», όχι οι «κουμουνιστές». Κι αν κανένας δεν του άρεσαν αυτά τα πράματα, έκανε μόκο. Εκείνοι δε που ήτανε τσορμπατζήδες, μεγαλονοικοκυραίοι, σηκωθήκανε και φύγαν και πήγαν στην Αθήνα. Δυο βήματα ήταν η Αθήνα».






















Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Εορτασμός της 25ης Μαρτίου 1944 στη Λιάτανη

Λαμβάνοντας υπόψη και άλλες δημοσιεύσεις της φωτογραφίας αυτής προκύπτει ότι το εικονιζόμενο αντιαεροπορικό είναι το λάφυρο που αποκτήθηκε από το Ι/34 τάγμα του ΕΛΑΣ κατά την επιδρομή και κατάληψη του αεροδρομίου της Τανάγρας τον Σεπτέμβριο του 1944 


Την μέρα της 25ης Μαρτίου θα την γιορτάζαμε αρκετά μεγαλοπρεπώς στη Λιάτανη. Όπως όμως το αποφασίσαμε ξαφνικά και βιαστικά, εκείνο το μικρό πραξικόπημά μας, δεν μάς έμενε καιρός για χάσιμο, ούτε μιας ώρας.

Έμεινε όμως ο Φώτης εκεί. Αυτός εξεφώνησε τον πανηγυρικό της ημέρας. Θύμισε το Θανάση Σκουρτανιώτη και τον Χατζημελέτη του 21. Φοβέρισε σε μια στροφή του λόγου του και τους κτηματίες του Σχηματαρίου, που καθυστερούσαν την εισφορά τους (φορολογία 5% επί των εισοδημάτων)1. Αυτός στο τέλος... την ανταρτοποίησε και την γιορτή ολότελα.

Εκτός από τους αντάρτες είχανε μαζευτή στη Λιάτανη και οι μαχητικές ομάδες των γύρω χωριών. Σφάχτηκαν και τα υπόλοιπα πρόβατα κωπαϊδικής και κάποιας άλλης προελεύσεως και παρά την άφθονη ρετσίνα όλα πήγαιναν καλά περίπου, ως το τέλος. Ο ανθυπολοχαγός Αποστόλης, δεν έμεινε ήσυχος όλη την ημέρα. Κάθε τόσο έτρεχε από την μια μεριά στην άλλη, για να συγκρατήση το κακό που φοβότανε, μην αρχίση δηλαδή κανένα ομαδικό ενθουσιαστικό ντουφεκίδι. Ο Βερμαίος τον είχε καταστήσει προσωπικά υπεύθυνο γι' αυτό το ενδεχόμενο. Η γερμανική βάσις Σχηματαρίου, δεν ήταν τόσο μακρυά και δεν θα έπρεπε για κανένα λόγο να «εκθέσουμε» το χωριό, που ήταν η βάσις του εφοδιασμού μας τότε, μετά το ερήμωμα των Δερβενοχωρίων. Με το ηλιοβασίλεμα, ξεκίνησαν πια να φεύγουν οι «εφεδρικοί » για τα χωριά τους με τραγούδια και ζητωκραυγές.

Ο ενθουσιασμός κορυφώθηκε την ώρα που περνούσε η πολυάριθμη και ακουσμένη σ' όλη την Βοιωτία μαχητική της Πύλης. Ενθουσιασμένος και ο Βερμαίος τράβηξε το πιστόλι του και το άδειασε στον αέρα, ξεχνώντας τις ως εκείνη τη στιγμή «αυστηρές διαταγές» του. Σε λίγα δευτερόλεπτα κόρωσε ο τόπος. Πεντακόσια τουφέκια βροντολαλούσαν, οπλοπολυβόλα κακάριζαν και χειροβομβίδες σκάγανε με πάταγο2.

Ο Απόστόλης τραβούσε τα μαλλιά του απελπισμένος και διεμαρτύρετο στον προϊστάμενό του:

-Για να με ρεζιλέψης με κατέστησες «προσωπικώς υπεύθυνο»; Αυτός ο ενθουσιασμός θα μάς φάει όλους.

-Καημένε μου, έχουμε και τίποτα άλλο από τον ενθουσιασμό μας; Ας τον κόσμο να ξεσπάση και λίγο.


Πρόκειται για την αφήγηση του Καπετάνιου της ΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Ορέστη (Ανδρέα Μούντριχα, από τον Οξύλιθο της Εύβοιας) όπως δημοσιεύτηκε από τον ίδιο στην εφημερίδα "Απογευματινή" στις 8-V-1958 και υπομνηματίζεται από τον υποφαινόμενο. 
  Ο Φώτης Βερμαίος (Φοίβος Γρηγοριάδης) που εκφώνησε τον πανηγυρικό ήταν επιτελάρχης της Μεραρχίας, μόνιμος λοχαγός του Ελληνικού Στρατού και γυιος του στρατηγού  Νεόκοσμου Γρηγοριάδη, γνωστού από τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τη Δίκη των Εξ. 
  Ο λοχαγός Αποστόλης (Απόστολος Κοκμάδης)  ήταν ο μόνιμος υπολοχαγός του Ε.Σ., αρβανίτης από την Ξάνθη. Είναι ο ίδιος που ένα μήνα πριν είχε χτυπήσει το τρένο στο Βαθύ Αυλίδας απελευθερώνοντας τους κρατούμενους και αργότερα, στις 25/26-VII-1944, θα μπει στο Σχηματάρι, μαζί με τον Νικήτα, σε μια επιχείρηση αντιπερισπασμού και τιμωρίας στις μεγάλες εκκαθαριστικές που διεξήγαγαν οι Γερμανοί και τα "Τάγματα Ασφαλείας" στην Πάρνηθα και τα Δερβενοχώρια. Στις αρχές του Σεπτεμβρίου θα χτυπήσει, μαζί με τον Θεοχάρη, και θα καταλάβει το αεροδρόμιο της Τανάγρας, λαφυραγωγώντας και καταστρέφοντας τα πάντα.
  Στον εορτασμό εκείνο είχε λάβει μέρος και πλήθος κόσμου από τα σκλαβωμένα χωριά του κάμπου και τμήμα Αετόπουλων από το Σχηματάρι, με  ξύλινα ντουφέκια και σπαθιά!
  Το "μικρό πραξικόπημα" στο οποία αναφέρεται στην αρχή είναι η απόφαση που πήραν οι τρεις (Ορέστης, Βερμαίος και ο γραμματέας της Θήβας "Μιχάλης" στον Άη Θανάση της Λιάτανης την προηγούμενη μέρα) να μην εφαρμόσουν την διαταγή απόσυρσης του 7ου τάγματος του Λακιώτη (ταγματάρχης Γιάννης Σταματάκης) από την Εύβοια αλλά, αντίθετα, να διαπαιρεωθεί απέναντι και ο ίδιος ο Ορέστης προς ενίσχυση της μαχητικότητάς του. 


Σημειώσεις: 

1 Η εισφορά 5% είχε επιβληθεί από τον Νοέμβριο του 1943 και ο λόγος ήταν ότι οι Άγγλοι διέκοψαν κάθε είδους στήριξη του ΕΛΑΣ μετά τις συγκρούσεις με τον Ζέρβα. Οι φορολογίες ήταν δύο ειδών. Μία επί της παραγωγής, σε είδος, και μια επί της κίνησης των εμπορευμάτων, κάτι σαν τον Φόρο Κύκλου Εργασιών ή τον ΦΠΑ. Και οι δύο δεν ξεπερνούσαν ποτέ το 10%. Κι εδώ, στην Αττικοβοιωτία βλέπουμε ότι ήταν 5%. Επίσης βλέπουμε ότι η "εξουσία" του ΕΛΑΣ επεξετείνετο ακόμη και στο γερμανοκρατούμενο Σχηματάρι κι όχι μόνο στα κοντινά στη βάση του ημιορεινά χωριά.

2 Στο φύλλο 16 του «Εκδικητή» της 9η Απριλίου 1944, διαβάζουμε σχετικά: 

«Μέσα σε παλμούς εθνικής χαράς, κάτω από ελεύθερου αέρα πνοή, με τις σημαίες περήφανα απλωμένες, γιόρτασαν οι κάτοικοι των ελεύθερων χωριών της Αττικής, μαζί με το στρατό τους τον ΕΛΑΣ τη μέρα της γιορτής της Λευτεριάς.

Ας είναι πολλά από τα χωριά αυτά καμένα κι ερειπωμένα! Μήπως στην άλλη μεγάλη Εθνική Εξέγερση δεν είχανε καταστραφεί; Φτάνει που έλειπε ο αιμοβόρος καταχτητής. Φτάνει που μπορούσαμε περήφανα να διακηρύξουμε πως είμαστε άξιοι απόγονοι των ηρώων του '21, πολεμιστές αδάμαστοι όπως εκείνοι.

Σε όλα τα χωριά έγιναν δοξολογίες. Ομάδες του ενεργού κι εφεδρικού ΕΛΑΣ παρέλασαν μέσα σε παλλαϊκές εκδηλώσεις συγκίνησης και χαράς. Παντού μιλήσανε αντιπρόσωποι των οργάνων αυτοδιοίκησης, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ. Μέσα σε φρενίτιδα ενθουσιασμού διαβάστηκαν οι νίκες του Κόκκινου Στρατού και κάθε φορά που οι ρήτορες τόνιζαν πως σε τούτη την εξέγερση δεν πρόκειται να γελαστούμε από κανένα κοτζάμπαση, για α καρπωθεί τις θυσίες μας, ομόφωνα δινόταν ο όρκος πίστης στη Λαοκρατία.

Τις γιορτές κλείσανε ομοβροντίες από τον ένοπλο λαό, που ασφαλώς τάραξαν τις ανήσυχες ώρες των αιχμαλώτων καταχτητών, στις γειτονικές φρουρές. Στις 25 έγινε μνημόσυνο στο Κλειδί των πεσόντων στον αγώνα. Έξι ιερείς λειτούργησαν κι αντιπροσωπείες των γύρω χωριών του 34ου Συντάγματος και των Τοπικών οργανώσεων πήραν μέρος. Όρκο πίστης στον αγώνα κι εκδίκησης των ηρώων και των αδικοχαμένων αμάχων δώσανε οι μαχητές του ΕΛΑΣ.


Μέσα σ' όλα τα στεφάνια ξεχώριζε της ηρωικής Πύλης με τους στίχους του σ. Αυγερινού:


Η κατακαημένη Πύλη

της τιμής σημάδι στέλνει

σ' εκείνους που την έκαναν

θρυλική και δοξασμένη.


Ένα δάφνινο στεφάνι

και το λόγο της τιμής

πως στ' αχνάρια τα δικά σας

θα πατήσουμε κ' εμείς.


Αιωνία σας η μνήμη

και το χώμα ελαφρύ

σάς που παραστέκει η δόξα

ω αθάνατοι νεκροί.





Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής




Διαβάστε επίσης: Η 25 Μάρτη στην ελεύθερη Αττική



Οι τελευταίες αναρτήσεις

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αρχειοθήκη ιστολογίου