Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

28 Οκτωβρίου: Ο εορτασμός του ΟΧΙ στην Κατοχή και την Απελευθέρωση



Το άγημα των 34 Ανταρτών του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ παραταγμένο στη Μητροπόλεως
[Από το αρχείο του Ιάσονα Χανδρινού]

Ιάσονας Χανδρινός



[Σημείωση του Γ.Μ. Σαλεμή:

Στο χθεσινό κείμενο κάναμε μια νύξη για τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου 1944 βάζοντας δυο σπάνιες φωτογραφίες του αγήματος του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ που έλαβε μέρος στον εορτασμό. Σήμερα δημοσιεύουμε ένα κείμενο του Ιάσονα Χανδρινού για τους εορτασμούς της 28ης στην Κατοχή και την Απελευθέρωση.  Δημοσιεύτηκε στην "Αυγή" πριν από μερικά χρόνια, σύμφωνα με τις μαρτυρίες αγωνιστών που συμμετείχαν. 
Σήμερα όμως, χάρη στην ευγενή καλοσύνη του συγγραφέα, δημοσιεύουμε το πλήρες κείμενο του αντάρτη "Αρτέμη" (Γιώργου Γούναρη) από την Εύβοια, το οποίο περιγράφει λεπτομερώς τα γεγονότα και το κλίμα από τα Καλύβια Ασπροπύργου στο Σύνταγμα και πάλι πίσω. Είναι, το κείμενο του Αρτέμη, μέρος από το ημερολόγιό του που θα κυκλοφορήσει σύντομα με επιμέλεια και υπομνηματισμό του Ιάσονα Χανδρινού από τις εκδόσεις "Αλφειός". ]


Η 28η Οκτωβρίου είναι η μοναδική εθνική μας επέτειος η οποία γεννήθηκε μέσα σε μια συλλογική ψύχωση και καθιερώθηκε, ως μνημονικός τόπος, από τον ίδιο τον ελληνικό λαό. Σε αντίθεση την 25η Μαρτίου που αποτελεί μια εκ των υστέρων «κατασκευασμένη» επέτειο, η 28η Οκτωβρίου εντοπίζει ένα καταλυτικό γεγονός που μάλιστα βιώθηκε και ως τομή στον ιστορικό χρόνο. 

Δεν υπάρχει κανένας από τη γενιά του Πολέμου και της Κατοχής που να μη μπορεί –μέχρι σήμερα– να δώσει συγκεκριμένη απάντηση στην ερώτηση: «Πού ήσουν την 28η Οκτωβρίου 1940;». Ήταν η γενέθλιος ημερομηνία μιας ολόκληρης γενιάς. Η κήρυξη του πολέμου με την Ιταλία επέδρασε άμεσα και καταλυτικά στην ψυχολογία των ανθρώπων της εποχής.

Περισσότερο από κάθε προηγούμενη πολεμική αναμέτρηση (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μικρασιατική Εκστρατεία), ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ήταν μια εμπειρία που διαπέρασε την ελληνική κοινωνία και ζυμώθηκε στη συνείδηση του λαού με τις παραδοσιακές έννοιες της δικαιοσύνης και της φιλοπατρίας, ωστόσο σε μια νέα εκδοχή: του αντιφασισμού.


Οι κατοχικοί εορτασμοί 


Αυτή η ζύμωση έγινε στα χρόνια της Κατοχής. Κάτω από τη ναζιστική μπότα, εθνικά σύμβολα και τελετουργίες άρχισαν να αποκτούν πολλαπλάσια σημασία για τους μουδιασμένους και απογοητευμένους Έλληνες. Στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις, όπου η Κατοχή ήταν πιο αισθητή, οι άνθρωποι αναζητούσαν τρόπους να διεκδικήσουν ξανά από τους κατακτητές το δικαίωμα να περπατούν πιο ελεύθερα στους δρόμους, να εμπνέονται από χώρους και μνημεία. 

Στις 28 Οκτωβρίου 1941, ενώ ήδη άνθρωποι είχαν αρχίσει να πεθαίνουν από την πείνα, κόσμος άρχισε να επισκέπτεται αυθόρμητα το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και κατέθετε λουλούδια, στην πλειοψηφία τους ήταν μαυροντυμένες γυναίκες και κορίτσια που πιθανόν κάποιον είχαν χάσει στο αλβανικό μέτωπο. Οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις σκόρπισαν μικρές δακτυλογραφημένες προκηρύξεις υπενθυμίζοντας το νόημα της ημέρας, ενώ και το ΕΑΜ (που είχε ιδρυθεί μόλις πριν ένα μήνα), επέλεξε εκείνη την ημέρα για να κυκλοφορήσει την πρώτη του «επίσημη» διακήρυξη στο λαό της Αθήνας καλώντας σε μαζική αντίσταση εναντίον των κατακτητών. 

Το 1942, διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις, συνθήματα στους τοίχους, συλλήψεις και πραγματικά πυρά από τους κατακτητές σημάδεψαν τον δεύτερο και απείρως πιο μαχητικό εορτασμό, το ίδιο και το 1943. Η επέτειος είχε επισημοποιηθεί οριστικά, ως μια συλλογική αντιφασιστική έκφραση. Δεν ήταν οποιοδήποτε ερέθισμα κάποιας αόριστης πατριωτικής υπερηφάνειας. Σε αντίθεση με την 25η Μαρτίου (που συγκινούσε εξίσου, αν όχι περισσότερο), η ημέρα ξυπνούσε πραγματικά και ισχυρά βιώματα. 

Μπορούμε να φανταστούμε πως το 1941, κάθε Αθηναίος νοσταλγούσε τον ενθουσιασμό του πλήθους που είχε βγει στους δρόμους έναν χρόνο πριν, όταν σήμαναν οι σειρήνες. Μέσα στο φόβο και την κατήφεια που επέβαλε η σκλαβιά, η ανάμνηση αυτής της ομαδικής ανάτασης ως φανταστικό replay μιας ανεπανάληπτης στιγμής δράσης, αποτελούσε ακένωτη δεξαμενή θάρρους και έμπνευσης. Η Αντίσταση κατά των κατακτητών δεν τιμούσε την 28η Οκτωβρίου 1940 ως μια οποιοδήποτε στιγμή έξαρσης, αλλά ως την έναρξη ενός τιτάνιου αγώνα εναντίον του φασισμού που δεν είχε ποτέ σταματήσει. 


28 Οκτωβρίου 1944: Ένα άγνωστο αντιφασιστικό συλλαλητήριο


Η τέταρτη επέτειος βρήκε την Ελλάδα ελεύθερη. Ακριβώς τέσσερα χρόνια μετά τις εκκωφαντικές σειρήνες εκείνου του πρωινού που άλλαξε για πάντα την ελληνική ιστορία, τίποτα δεν ήταν το ίδιο. 

Οι οπισθοφυλακές των υποχωρούντων γερμανικών στρατευμάτων βρίσκονταν ήδη στα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα, αφήνοντας πίσω τους ανυπολόγιστες καταστροφές, νεκρούς, πόνο και δάκρυα, αλλά και ένα τεράστιο λαϊκό κίνημα που είχε ενηλικιωθεί και ατσαλωθεί μέσα από την Αντίσταση. Η εαμοκρατούμενη Αθήνα των χιλιάδων μαρτύρων μετρούσε μόλις 16 ημέρες ελευθερίας και υποδεχόταν την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και τα πρώτα βρετανικά αγήματα, ατενίζοντας με αισιοδοξία (και επιφύλαξη) το μέλλον της καθημαγμένης χώρας. 

Η πολιτική κατάσταση ήταν τεταμένη και το μόνο κοινό σημείο όλων των πολιτικών δυνάμεων ήταν η αναφορά στις στιγμές που θύμιζαν την ομόθυμη αντίσταση στο φασισμό και το χρέος τιμής στους νεκρούς του αντιφασιστικού αγώνα. Ως συμβολικό μήνυμα ομοψυχίας αλλά και αναγνώρισης μιας επετείου που είχε εμπνεύσει τους Έλληνες στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς και είχε επισημοποιηθεί μέσα από παλλαϊκούς αγώνες, αποφασίστηκε να εορταστεί επίσημα η 28η Οκτωβρίου με πανηγυρική δοξολογία στη Μητρόπολη και κατάθεση στεφάνων στον Άγνωστο Στρατιώτη. 

Εκτός από τις επίσημες ένοπλες δυνάμεις που είχαν πολεμήσει τους Γερμανούς έξω από τα σύνορα της χώρας και είχαν επαναπατριστεί μαζί με την Κυβέρνηση –ο Στρατός της Μέσης Ανατολής (εκπροσωπούμενος από μια διμοιρία του Ιερού Λόχου) και το Ναυτικό (με ένα τιμητικό άγημα)– θα παρευρίσκονταν και δυνάμεις του ΕΛΑΣ: Ένα ελαφρά οπλισμένο απόσπασμα του ΕΛΑΣ Αθήνας από την αιματοβαμμένη συνοικία της Καισαριανής και ένα τμήμα του μόνιμου ΕΛΑΣ. Θα ήταν η πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια που πολεμιστές του βουνού θα εμφανίζονταν στους δρόμους της πρωτεύουσας, και σίγουρα ήταν το θέαμα που όλος σχεδόν ο λαός της Αθήνας περίμενε να αντικρίσει. 

Εκείνο το πρωί ο καιρός ήταν βροχερός και η δοξολογία μουδιασμένη. Από τη μια η επίσημη «πολιτική ηγεσία» της χώρας: 

ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, ο ταξίαρχος και αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα, ταξίαρχος Ρόναλντ Σκόμπι, ο στρατάρχης Ανατολικής Μεσογείου Ουίλσων, ο ναύαρχος Κάνιγχαμ, ο αρχηγός της Αστυνομίας Άγγελος Έβερτ, το υπουργικό συμβούλιο και διάφοροι πολιτικοί. 

Από την άλλη, ο λαός: ένα πλήθος από όλες τις συνοικίες και τις ΚΟΒες της Αθήνας, με κόκκινα λάβαρα και πλακάτ, να ζητωκραυγάζει και να φωνάζει συνθήματα "θάνατος στους προδότες" και "λαοκρατία". 

Μπροστά στο ναό είχαν παραταχθεί το άγημα του ναυτικού, η διμοιρία του Ιερού Λόχου (με επικεφαλής τον τότε υπολοχαγό και μετέπειτα χουντικό, Ιωάννη Λαδά), αστυνομικοί και χωροφύλακες (διακριτικά) από τους στρατώνες του Μακρυγιάννη και μια διμοιρία του ΕΛΑΣ Αθήνας με τα χαρακτηριστικά γερμανικά κράνη. 

Ο κόσμος ήταν εκστασιασμένος, χειροκροτούσε και ζητωκραύγαζε, έβγαζε φωτογραφίες. Τα περισσότερα μάτια έπεφταν σε μια ξεχωριστή ομάδα 34 πάνοπλων γενειοφόρων που βρίσκονταν στη μέση του προαύλιου χώρου, σε στάση «παρουσιάστε αρμ» με τον χαρακτηριστικό αντάρτικο τρόπο που είχε καθιερώσει ο Άρης Βελουχιώτης: Το χέρι κρατά το τουφέκι από το κοντάκι, προτεταμένο προς τα μπρος. 

Η ηγεσία του ΕΛΑΣ είχε διατάξει τη μονάδα που βρισκόταν πιο κοντά στην Αθήνα, το 34ο Σύνταγμα Αττικοβοιωτίας, να επιλέξει τους άνδρες για αυτή την εξόχως τιμητική αποστολή και ο θρυλικός καπετάνιος του Συντάγματος, Γιάννης Αλεξάνδρου (Διαμαντής), επέλεξε προσωπικά τους καλύτερους μαχητές. Είχαν όλοι τους γενειάδες, σταυρωτά φυσεκλίκια, γερμανικά όπλα, μπότες και μαχαίρια. 


Και ένας από αυτούς, ο Γιώργος Γούναρης («Αρτέμης») από την Εύβοια, περιέγραψε στο ημερολόγιο που κρατούσε τη συγκινητικότερη ίσως μέρα της μέχρι τότε ζωής του:



Πρωί-πρωί κάνομε δοκιμές ενώ βρέχει. Έρχεται ένα αμάξι και μας παίρνει και δρόμο για την Αθήνα. Στην διαδρομή φάλαγγες συναγωνιστές κατεβαίνουν για την παρέλαση στην Αθήνα [με] ομπρέλες και πλακάτ. Όσοι δεν έχουν ομπρέλες, είναι μούσκεμα όπως και εμείς. Στο πέρασμά μας, μας κάνουν τόπο να περάσομε ζητωκραυγάζοντας. Μπαίνομε στην Αθήνα. Ο κόσμος τρέχει να μας δει μόλις μας αντιλαμβάνονται. Ξεχύνονται όλοι στο αμάξι. Φτάνομε στην Ομόνοια. Πηδάνε πάνω στο αμάξι, μας κυκλώνουν, θέλουν να κατέβουμε κάτω…Όλη η κυκλοφορία σταματά, το αμάξι γεμίζει σιγάρα, σοκολάτες…Πόλεμος ποιος θα μας χαιρετήσει. Άλλοι έχουν βγάλει τα πουκάμισα και τα ανεμίζουν στον αέρα. Γύρω στο αμάξι [σχηματίζονται] 20 και πλέον πυραμίδες: Τρεις ενώνανε τα χέρια και ο τέταρτος ανεβαίνει πάνω. Μας χαιρετά, κατεβαίνει αυτός και την θέσιν του παίρνει άλλος. Σπρώχνονται, πέφτουν κάτω...Θέλουν να κατέβομε κάτω να μας δούνε όλοι έστω και για ένα λεπτό. Ο Αποστόλης φωνάζει πως δεν μπορούμε, είναι ανάγκη να φτάσομε στο Α’ Σ. Στρατού. Από το αδιέξοδο μας έβγαλε περί τους 20 ΕΠΟΝίτες: Άνοιξαν δρόμο και φτάσαμε στο Α’ Σ. Στρατού του ΕΛΑΣ. Κατεβαίνομε κάτω, παρατασσόμαστε και ο λοχαγός Αποστόλης δίνει αναφορά. Μετά μπαίνομε μέσα στο κτίριο. Μας προσφέρουν τσάι και ψωμί, ελιές. Καθόμαστε μισή ώρα. Μας πρόσφεραν από μια εφημερίδα, το Ριζοσπάστη, να διαβάσομε για τα νέα. Έπειτα από μια ώρα παραμονή κατεβαίνομε κάτω. Η βροχή έχει σταματήσει. Συντασσόμαστε και με βήμα τραβούμε για την Μητρόπολη. Στο πέρασμά μας χιλιάδες κόσμος μας χειροκροτεί, άλλοι φωνάζουν συνθήματα, αρκετοί κλαίνε… Παρατασσόμαστε στο αριστερό μέρος της εισόδου του ναού έξω στην πλατεία. Έρχονται μια διμοιρία του ΕΛΑΣ Αθηνών με κράνη, παρατάχθηκε αριστερά από εμάς. Δεξιά μας παρατάχθηκαν 2 διμοιρίες του Ναυτικού και δεξιότερα ένας λόχος Έλληνες στρατιώτες της Μέσης Ανατολής. Αριστερά, δεξιά και πίσω χιλιάδες λαός που φωνάζει «Λαοκρατία–Λαϊκά Δικαστήρια–Να συλληφθούν οι προδότες». Σε λίγο έρχεται το Υπουργικό Συμβούλιο με επικεφαλής τον Παπανδρέου. Ακολουθούν διάφοροι επίσημοι. Ο κόσμος τους υποδέχεται με τις παραπάνω φωνές. Μετά έρχεται ο Ναύαρχος Μεσογείου Κάνιγκχαμ, ο Στρατάρχης Ουίλσων και ο Συνταγματάρχης Ποπώφ –Ρώσος. Μπαίνουν στην εκκλησία και αρχίζει η δοξολογία. Μετά την δοξολογία επιθεωρούν όλα τα τμήματα Ουίλσων-Κάνιγκχαμ-Ποπώφ-Σαράφης. Μετά την επιθεώρηση ξεκινήσαμε για το Σύνταγμα για την κατάθεση στεφάνων στον Άγνωστο Στρατιώτη. Μπροστά πηγαίνει η μουσική, ακολουθεί το Ναυτικό, ο λόχος της Μέσης Ανατολής, κατόπιν ο ΕΛΑΣ των Αθηνών και τελευταίοι εμείς του βουνού. Στο πέρασμα του Ναυτικού ακούστηκαν χειροκροτήματα, στους Μεσανατολίτες πάρα πολύ αραιά, τον ΕΛΑΣ των Αθηνών τον χειροκροτά όλος ο κόσμος. Όταν ξεκινήσαμε εμείς, το τι έγινε δεν περιγράφεται!…Μάταια ο Αποστόλης δίνει παραγγέλματα βηματισμού. Οι αστυφύλακες προσπαθούν να συγκρατήσουν τον κόσμο. Σπάζουν τα φράγματα, χυμούν πάνω μας και μας αρπάζουν τρεις από κάθε σειρά. Μας φιλούν, κλαίνε, οι υπόλοιποι φεύγουν. Είμαι σε μια από τις δύο σειρές προτελευταίος. Μας σηκώνουν στα χέρια, προσπαθούν κάτι να πάρουν σαν ενθύμιο μα τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Όλοι μας τραβολογούν…Εμείς τα έχουμε χαμένα…Μόνον κεφάλια βλέπομε και χέρια να ανεμίζουν, φιλιά να μας στέλνουν από μακριά…Μια κοπέλα στα μαύρα με έχει αγκαλιάσει σα να θέλει να είμαι δικός της. Της δίνω ένα δαχτυλίδι γερμανικό. Κλαίει και φωνάζει «Αδελφάκι μου!…». Ένα γερμανικό τσακμάκι το δίνω σε κάποια που κλαίει. Δύο μανδηλάκια από φωτοβολίδες τα πετώ και αναμπουμπούλα γίνεται ποιος θα τα πάρει. Το ίδιο κάνουν και οι άλλοι. Τέλος επεμβαίνει πάλι η ΕΠΟΝ και μπροστά αυτοί, κοντά εμείς, φτάσαμε και μπήκαμε στην σειρά μας. Ο κόσμος φωνάζει: «Θάνατος στους δοσιλόγους! Θάνατος στους προδότες δολοφόνους!». Φτάσαν οι επίσημοι, καταθέτουν στεφάνια στον Άγνωστο Στρατιώτη, εμείς παρουσιάζομε όπλα. Ο Παπανδρέου επιθεωρεί τα στρατιωτικά τμήματα. Μετά την επιθεώρηση φεύγουν οι επίσημοι. Στο πέρασμα του Παπανδρέου ο κόσμος ξεθεώνεται στα συνθήματα. «Λαοκρατία–Θάνατος στους συνεργάτες των κατακτητών–Να συλληφθούν όλοι οι συνεργάτες των Γερμανών». Τέλος ξεκινάμε και ’μεις. Χιλιάδες λαού κλαίγοντας μας ακολουθούν μέχρι το Α’ Σ.Σ. Αθηνών.i Εκεί είναι το επιτελείο με τον Σαράφη επικεφαλής και τον Ρώσο Συνταγματάρχη Ποπώφ. Εμείς μείναμε δεξιά και αριστερά του δρόμου για να μην κλείνει ο δρόμος στα τμήματα του ΕΛΑΣ Αθηνών για την παρέλαση του ΙΙΙου Τάγματος. Μετά το τέλος της παρελάσεως, μπήκαμε μέσα για φαγητό. Οι άλλοι –το προσωπικό– έχει κρέας με μακαρόνια ενώ εμάς μας δώσανε μακαρόνια νερόβραστα χωρίς λάδι. Δεν φάγαμε κανένας. Διαμαρτυρηθήκαμε στον υπεύθυνο και άρχισε με δικαιολογία πως έγινε λάθος, δεν μας συμπεριέλαβε στην δύναμη του συσσιτίου γι αυτό και μας φκιάσανε αυτό το πρόχειρο και πρέπει να το φάμε. Νευριάσαμε όλοι…«Μάλιστα συναγωνιστή ταγματάρχα. Μείναμε μέρες νηστικοί γιατί δεν είχαμε να φάμε, δεν διαμαρτυρηθήκαμε. Όμως σήμερα μένομε νηστικοί γιατί έχομε και μας θεωρείτε σκουπίδια! Δεν μπορείτε να καθίσετε με μας τους τσαλακωμένους και λεριάρηδες. Σεις είστε σικ. Αστράφτουν τα ρούχα σας…Δεν ρίξατε λάδι στα μακαρόνια για να μην πασαλείψομε τα γένια μας και σας ντροπιάσομε!». Θύμωσε και έφυγε. Ήρθαν 3-4 με τα πολιτικά και προσπάθησαν να μας ηρεμήσουν. Είπα να δούμε τον συναγωνιστή Σαράφη. Δεν με άφησε ο Αποστόλης. Παρατήσαμε το φαγητό όπως το σέρβιραν και βγήκαμε έξω στην πλατεία αγανακτισμένοι. Ο κόσμος περνά συνεχώς να μας δει και να μας χειροκροτήσει. Ήρθανε οι λιμενεργάτες του Πειραιώς, μας χαιρετήσανε, μας πρόσφεραν σιγάρα…Κάτι όμως πρέπει να έγινε γιατί βγήκανε 20 κορίτσια και μας τραβούν στο χορό (πότε γίνανε τόσα γκρουπ, ούτε το κατάλαβα…). Η πλατεία είναι ασφυκτικώς γεμάτη, τα αντάρτικα τραγούδια έχουν ανάψει. Σε μια στιγμή βγήκε ο συναγωνιστής Σαράφης, ο Ποπώφ και 5-6 άλλοι στο μπαλκόνι, μας κοίταξαν χαμογελώντας και μπήκαν μέσα. Επίκαιρο τραγούδι του Αγώνα λέγαμε: ’’Απόψε θα πλαγιάσουμε σε δροσερά χορτάρια’’ καθώς και: ’’Το λεν’ οι κούκοι στα βουνά και οι πέρδικες στα πλάγια’’. Επίσης: ’’Εσείς παιδιά ανταρτόπαιδα, παιδιά της Σαμαρίνας’’ Τέλος, αφού πέρασε καμιά ώρα με χορούς και τραγούδια, τους αποχαιρετήσαμε όλους [και] ανεβήκαμε στο αμάξι για την επιστροφή. Το αμάξι το ακολουθούν νέοι και νέες. Από διάφορους δρόμους έρχονται μάζες πολλές συναγωνιστών με στεφάνια-λουλούδια. Πηδάν οι νέες πάνω στην καρότσα και μας κρεμούν στεφάνια στους λαιμούς. Με πρόκες τα κρεμούν στην καρότσα. Στα Καλύβια που φτάσαμε, μέτρησαν οι συναγωνιστές 210 στεφάνια. Ένας τεράστιος σωρός έγινε εκεί στην άκρη της πλατείας. Το αυτοκίνητο έχει ασπρίσει από τα σιγάρα (κατά τα ¾ τα είχαμε λιώσει). Το αμάξι κινείται σημειωτών από τον κόσμο. Μας δίνουν τα χέρια, το ίδιο και ‘μεις. Μερικοί τα φιλούν, άλλοι μας αρπάζουν, μας ξαπλώνουν στην καρότσα να μας φιλήσουν. Σε ένα σημείο μας περιμένει πολύς κόσμος. Μας κάνουν νόημα να σταματήσουμε. Το αμάξι κυλά σιγά-σιγά. Μια συναγωνίστρια ως 20 χρονών με γυαλιά, με μια φούχτα τριαντάφυλλα κόκκινα πηδά πάνω στο καπό και μιλά στο συγκεντρωμένο πλήθος. Εμείς δεν καταλαβαίνομε τίποτα. Είμαστε σαν υπνωτισμένοι χαζοί…Όλοι ζητωκραυγάζουν. Επειδή προσέχω τους λόγους πάντοτε, εδώ δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τίποτα εκτός από την αρχή της ομιλίας: «Συναγωνιστές. Μπροστά μας βρίσκονται οι ιστορίες των γιαγιάδων και οι θρύλοι των δοξασμένων βουνών. Ο δοξασμένος ΕΛΑΣ! Οι φρουροί της τιμής των Ελλήνων… Αντάξιοι του Λεωνίδα, του Θεμιστοκλή, του Μακρυγιάννη…Τρόμος των μαυραγοριτών και των φασιστών…Ο τιμωρός των δοσιλόγων και των ταγματαλητών…». Από τις φωνές δεν ξεχωρίζομε παρά τα ρυθμικά συνθήματα Λαοκρατία–Θάνατος στους φασίστες. Το αμάξι έχει σταματήσει. Πάνω στην καρότσα δεκάδες κοπέλες μας προσφέρουν διάφορα αναμνηστικά. Μια κοπέλα μου κρεμά με μια καρφίτσα με κόκκινη κεφαλή ένα κόκκινο γαρύφαλλο. Δεν έχω τίποτα να της προσφέρω, τα έχω δώσει όλα. Της δίνω ένα κουμπί αφού το έκοψα από το χιτώνιό μου. Το παίρνει στα χέρια, το φιλά καθώς και μένα. Μου ζητά να της χαρίσω το όνομά μου –το ίδιο κάνουν και στους άλλους. Της το είπα, το ίδιο και την ηλικία μου των 24 χρονών. Για μια στιγμή μένει αποσβολωμένη αφού με κοιτάζει στα μάτια σαν κάτι να μαντέψει…Μετά καθυστέρηση τριών τετάρτων τα κορίτσια της ΕΠΟΝ ανοίγουν δρόμο στον κόσμο για να περάσομε. Όλος ο κόσμος υψώνει την γροθιά του για αποχαιρετισμό. Για να φτάσομε στα Καλύβια, κάναμε 3-4 ώρες. Φτάσαμε ηλιοβασίλεμα. Οι συναγωνιστές μας τρελαίνουν στις ερωτήσεις: Θέλουν να μάθουν το ηθικό του κόσμου.


i Η έδρα του Α’ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ μετά την Απελευθέρωση ήταν στο μέγαρο της Αγροτικής Τράπεζας, στη συμβολή Σίνα και Βησσαρίωνος. Το κτίριο δεν υπάρχει σήμερα


Όσο κι αν η εθνική ομοψυχία ήταν ένα σεντόνι που κάλυπτε τα αγεφύρωτα πολιτικά πάθη και το συσσωρευμένο ταξικό μίσος, η μέρα εκείνη είχε κάτι το ξεχωριστό. Οι κραυγές των Αθηναίων που «έπνιξαν» τον εορτασμό, κυοφορούσαν την ψευδαίσθηση. Την ελπίδα. Λίγο πριν διαχωριστούν για πάντα, όλοι οι Έλληνες που είχαν πολεμήσει τους Γερμανούς, βρέθηκαν για ελάχιστες στιγμές στο ίδιο σημείο, για να υποκλιθούν στους νεκρούς των αλβανικών βουνών και τις χιλιάδες που είχαν θυσιαστεί στην Κατοχή εμπνεόμενοι από το πνεύμα του μετώπου. Το ημερολόγιο έγραφε 28 Οκτωβρίου 1944 και η βροχή που μαινόταν το προηγούμενο βράδυ είχε σταματήσει. 



Οι τελευταίες αναρτήσεις

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αρχειοθήκη ιστολογίου