Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
«Υλικά Κατεδάφισης» για την Παραγωγική και Πνευματική Ανασυγκρότηση του Έθνους και της Πατρίδας, την Εθνική Παλιγγενεσία του 21ου αιώνα!
Καθώς ζυγώνει η ημέρα της 78η επετείου, είναι καιρός να παρουσιάσουμε τα βασικότερα στοιχεία της ενέργειας αυτής της 5ης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ ανήμερα της Αγίας Παρασκευής, τον Ιούλιο του 1944 και ενώ μαίνονταν οι εκκαθαριστικές στην Πάρνηθα. Την ίδια δε εκείνη μέρα καίγανε, Γερμανοί και Ταγματασφαλίτες, τη Λιάτανη και το Κλειδί.
Τα στοιχεία είναι ήδη πολλά και δεν θα χωρέσουν εδώ όλα. Πολλά είναι κι αυτά που έρχονται ή αναμένονται. Οπότε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα επανέλθουμε. Πολύ περισσότερο που για να εννοήσουμε το τι έγινε εκείνη τη νύχτα στο Σχηματάρι πρέπει να έχουμε υπόψη μας τι έγινε είκοσι τέσσερις μέρες πριν, στις 2 Ιουλίου, στο χωριό. Εννοώ το μπλόκο που έκαναν μαζί Γερμανοί και συνεργάτες τους, συνέλαβαν δεκάδες χωρικούς, άνδρες, γυναίκες και εφήβους, τους έκλεισαν στα “σύρματα”, ήτοι σε ένα πρόχειρο στρατόπεδο κράτησης των Ιταλών, το οποίο είχε δημιουργηθεί στη στάση “Τανάγρα” του τραίνου και την μετέπειτα μεταγωγή κάποιων εξ αυτών στις φυλακές Χαλκίδας.. δια τα περαιτέρω.
Και εκεί θα χρειαστεί να επανέλθουμε για να δώσουμε μια ιδέα του πλήθους των κρατουμένων, τη “σύνθεση” της ομάδας αυτής αλλά και της τύχης των. Άλλοι εκτελέστηκαν, άλλοι μετήχθησαν σε καταναγκαστικά έργα εντός της Ελλάδας και άλλοι πήραν το τραίνο για το Χαϊδάρι και μετά για τη Γερμανία. Κάποιοι έμειναν στις κατάμεστες και άθλιες, ανδρικές και γυναικείες, φυλακές Χαλκίδας ακόμα κι εκείνες τις τελευταίες μέρες της Κατοχής. Κάποιοι διέφυγαν, κάτω από τη μύτη των διωκτών τους, στην ελεύθερη περιοχή που άρχιζε στα τελευταία σπίτι των Χαλίων, της σημερινής Δροσιάς.
Για να κατατοπιστεί ο αναγνώστης, είτε είναι κάτοικος του σημερινού “χωριού” είτε όχι, θα πούμε δυο λόγια για το τότε Σχηματάρι και τη θέση του στη διάταξη των δυνάμεων των “αρχών κατοχής”.
Πρόκειται για ένα κεφαλοχώρι, που περιβάλλεται από μεγάλης έκτασης κάμπο και αρκετά πυκνά δάση στην περίμετρό του, ειδικά προς τη Χαλκίδα και το Δήλεσι. Το Δήλεσι είναι ακατοίκητο τότε και ο οικισμός της Οινόης μερικά σπίτια εκτός του συγκροτήματος του Σταθμού.
Ο Σταθμός όμως είναι κομβικός, βρίσκεται πάνω στην διακλάδωση των γραμμών για τη Χαλκίδα και τη Θεσσαλονίκη. Διαθέτει υποδομές για να γίνονται διασταυρώσεις αμαξοστοιχιών και, καθώς η γραμμή ήταν τότε μονή και οι ελιγμοί αυτοί πολύπλοκοι και πολύωροι, διαθέτει ό,τι είναι απαραίτητο για να ανεφοδιαστούν οι μηχανές και να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Οι εγκαταστάσεις είναι αυστηρά φυλασσόμενες. Συρματοπλέγματα περιβάλλουν τον χώρο και οχυρές θέσεις με βαρειά πολυβόλα και οπλοπολυβόλα προστατεύουν τον Σταθμό-στρατόπεδο. Μια σειρά άλλα οχυρά και πολυβολεία προστατεύουν τις γέφυρες του Ασωπού και των ρεμάτων, μέχρι την Αθήνα αλλά και στη διαδρομή της Χαλκίδας. Υπάρχουν ακόμη και μπορεί να τα δει ο επιβάτης του τραίνου και των δύο αυτών γραμμών.
Ο ίδιος ο μακαριώτατος αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, έχει αφηγηθεί σε μια τοπική εκδήλωση, πως όταν ήταν μικρό παιδί, παίζοντας, άκουσε την μεγάλη έκρηξη που κατεδάφισε τον μεγάλο κι επιβλητικό μεσαιωνικό πύργο που βρισκόταν στον λόφο των Οινοφύτων. Από τα υλικά αυτά της ανατίναξης οικοδομήθηκαν τα πολυβολεία που βλέπουμε σήμερα.
Πέραν όμως από τις οχυρώσεις κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής και της Οινόης, υπήρχε και το αεροδρόμιο της Τανάγρας. Μπορεί να μην υπήρχαν εκεί τότε όλες αυτές οι εγκαταστάσεις που θα το έκαναν ένα μεγάλο αεροδρόμιο σαν του Χασανίου ή της Ελευσίνας, αλλά, όπως έχουμε δει αλλού, ήταν αξιόλογο και διέθετε αποθήκες πυρομαχικών με φρουρά. Φυλασσόταν και για τις επίγειες επιθέσεις και για τις εναέριες. Μια σειρά αντιαεροπορικοί προβολείς, μέσα στον χώρο του και μέσα στο Σχηματάρι, με τις ανάλογες σκοπιές και φρουρές, αποτελούσαν μέρος του συστήματος αμύνης. Ένας εκεί που είναι η στάση του ΚΤΕΛ για τη Χαλκίδα, ένας στα “αλώνια της Μένιας” ήτοι κάπου εκεί στο παλιό Δημαρχείο, ένας στο δρόμο για το Β' δημοτικό σχολείο δεξιά, στην πρόχειρα διαμορφωμένη “ταράτσα” μιας ημιτελούς οικοδομής του Νίκου Παπαϊωάννου.
Εμείς, ως μαθητές του Γυμνασίου και νυν Β' δημοτικού, προλάβαμε τα τσιμεντένια βάθρα αντιαεροπορικών πυροβολαρχιών εκεί που είναι σήμερα το κλειστό γυμναστήριο.
Στην άκρη της πεδιάδας που βρισκόταν το αεροδρόμιο και στα τελευταία σπίτια του Σχηματαρίου, υπήρχε και ο άλλος σταθμός του τραίνου που ονομάζεται “Τανάγρα”. Εκεί ήταν ο πρόχειρο στρατόπεδο αιχμαλώτων που προαναφέραμε.
Μέσα στο ίδιο το Σχηματάρι υπήρχαν επιταγμένα σπίτια για τους αξιωματικούς και άνδρες των διαφόρων φρουρών και υπηρεσιών υποστήριξης (μαγειρεία, συνεργεία κλπ). Ο γιατρός Ανδρέας Παπανδρέου, στη δίκη του Τρανού (Μήτσου Γεωργαντά), του Λεωνίδα Λάμπρου και του Ταξιάρχη Κουρουτού υποστήριξε ενόρκως ότι οι Γερμανοί στο Σχηματάρι εκείνη τη νύχτα ήταν 300.
Επιπλέον, είχε εγκατασταθεί και κλιμάκιο της Ειδικής Ασφάλειας επανδρωμένο με χωροφύλακες “άνευ θητείας”, δλδ καταταγμένους κατά τη διάρκεια της κατοχής και όχι κανονικούς χωροφύλακες με προκατοχική θητεία.
Μέχρι εκείνη τη νύχτα το Σχηματάρι δεν είχε δεχτεί “επισκέψεις” ενόπλων τμημάτων του ΕΛΑΣ. Έμελλε να γίνει αυτό, ακριβώς τη στιγμή που διεξάγονταν οι σφοδρότερες και πλέον καλά οργανωμένες εκκαθαριστικές.
Είχαν προηγηθεί ενέργειες τέτοιες στα γύρω χωριά, όπως παραδείγματος χάριν η ενέδρα στο τραίνο στο σταθμό του Βαθιού Αυλίδας στις 19 Φεβρουαρίου ή η επίθεση στις Στανιάτες (Οινόφυτα) στις 13 προς 14 του ίδιου μήνα. Μέσα στο Σχηματάρι είχαν λάβει χώρα στις 8 Απριλίου (και όχι τον Μάιο όπως γράψαμε αλλού) η εκτέλεση του Μπρεχού και στις 14 Απριλίου η απαγωγή και, στη συνέχεια, ο θάνατος ενός ενόπλου τσολιά από τρία παιδιά του εφεδρικού ΕΛΑΣ του χωριού. Κάνω λόγο για θάνατο γιατί δεν αποδείχτηκε ότι ήταν εκτέλεση ή δολοφονία. Ο τσολιάς τραυματίστηκε κατά την συμπλοκή και πέθανε καθ' οδόν προς το Κλειδί.
Ο Ορέστης μας κατατοπίζει επαρκώς για την κατάσταση της περιόδου εκείνης, για τις αναμενόμενες κινήσεις των Γερμανών και για τις ανταπαντήσεις της Ταξιαρχίας.
Ο ίδιος πέρασε στα μισά του Ιουλίου του '44 στην Εύβοια. Ήταν η δεύτερη φορά που βρισκόταν στις πλάτες των ενεργούντων, και στη Βοιωτία, Ταγμάτων Ασφαλείας της Εύβοιας. Πολλές φορές αναλύει αυτό το “δόγμα” του αντάρτικου πολέμου, το να μην αφήνουν δηλαδή, οι αντάρτικοι σχηματισμοί, κενούς από ενέργειες χώρους, αλλά να “διαρρέουν” από τον έναν στον άλλο ώστε να αναγκάζουν και τις κατοχικές δυνάμεις να διασπείρονται, να καταπονούνται, να φθείρονται και τελικά, όταν δινόταν η ευκαιρία, να επιτυγχανόταν ένα γερό “δάγκωμα” σαν κι εκείνο που έγινε στην Κακή Σκάλα στις 14 Ιανουαρίου και σαν κι αυτό που θα γίνει στην Λάμπουσα 3 Σεπτεμβρίου.
Από την εδώ μεριά του Ευβοϊκού, είχε σχεδιαστεί η εκδίωξη ενός λόχου των Ταγμάτων που έδρευε στην Τοπόλια. Είχαν προηγηθεί ακόμα δύο ενέργειες εναντίον του αλλά τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά. Ο λόχος αναγκάστηκε να συμπτυχθεί και μετά επανήλθε. Έτσι σχεδιάστηκε μια τρίτη ενέργεια με επικεφαλής τον Θεοχάρη Πολύχρονο, καπετάνιο του 1ου Τάγματος του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ και την άμεση διεύθυνση της διοίκησης του Συντάγματος, δηλαδή του στρατιωτικού διοικητή Χρήστου Δαλιάνη και του καπετάνιου Διαμαντή.
Ως αντιπερισπαστικές ενέργειες, στην αντίθετη κατεύθυνση, επιλέχτηκαν αντεπιθέσεις στο Σχηματάρι και στο Κριεκούκι. Στο οποίο Κριεκούκι υπήρχε αντίστοιχη με το Σχηματάρι φρουρά προορισμένη να φυλάει το πέρασμα της Κάζας και να εμποδίζει την κίνηση στο “ορεινό αντάρτικο μονοπάτι” από και προς την Αθήνα.
Στην αρχή το σχέδιο προέβλεπε οι αντιπερισπαστικές αυτές ενέργειες να γίνουν από δυνάμεις του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Στην πορεία όμως των γεγονότων η κατάσταση άλλαξε.
Μετά την ερμηνεία του ονείρου του Βερμαίου, ότι ήταν φαλακρός, από τον Ορέστη και το συμπέρασμα ότι “θα έχεις ένα γερό «τροκ» εδώ στην Πάρνηθα με τους Γερμανούς”, οι δύο καπεταναίοι (“ήταν και ο Βερμαίος καπετάνιος” βεβαιώνει ο Ορέστης) χώρισαν.
Ο λοχαγός Φοίβος Γρηγοριάδης, μαχητής των Οχυρών και στον ΕΛΑΣ του Βουνού από την ημέρα εκείνη που βγήκε μαζί με τον Άρη από την Αθήνα (9 Μαρτίου 1943) έχει αποφασιστεί να μείνει στην Πάρνηθα όσο μπορεί περισσότερο, ελισσόμενος ανάμεσα στους “εκκαθαριστές”. Κράτησε μαζί του τον Αράπη και τον Αποστόλη με τα τμήματά τους, 70-80 άνδρες. Μετά όμως τις πρώτες 3-4 ημέρες, και εκείνα τα τμήματα διέρρευσαν στον κάμπο. Πρώτα ο Αράπης (Γιώργος Στουραΐτης από τα Μεσόγεια) υπονόμευσε με νάρκες το δρόμο έξω από τη Λιάτανη προς τη Μαζαρέκα, υπονόμευση που θα ανατινάξει ένα γερμανικό θωρακισμένο όχημα και θα χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για την εκτέλεση των Λιαταναίων που έχουμε αναφέρει αλλού.
Ακολουθώντας το μονοπάτι που άγει από τα Δερβενοχώρια στο Δήλεσι, ο Αποστόλης Κοκμάδης, υπολοχαγός του ΕΣ και στρατιωτικός διοικητής του 2ου λόχου του 1ου τάγματος, με καπετάνιο τον Ηρακλή (Γιάννη Οικονόμου από το Κριεκούκι) κινείται προς τα παραλιακά χωριά. Σε κάποιο σημείο το εγκαταλείπει και περνάει ανάμεσα στον Αη Θανάση του Σχηματαρίου και του Αη Γιώργη “του Δραμισιού”. Στη θέση “Τσουτσουβίλιεζα” όπως την προσδιόρισε η αείμνηστη θεια Λένα “του Μπέη” και επιβεβαίωσε τις δικές μου πληροφορίες όταν της έθεσα υπόψη της. Εκείνη, νέα τότε 22 χρονών, δυναμική και αεικίνητη, δούλευε στα χωράφια και είχε δει και είχε προσέξει τον ντορό τόσων ανδρών στα χωράφια, χωρίς να μπορεί βέβαια να τον εντάξει σε όλα αυτά τα γεγονότα. Η “Τσουτσουβίλιεζα” είναι κάπου εκεί στο “Σέσι”, βορειότερα από την Παλιοπαναγιά, το σημερινό νεκροταφείο του Δηλεσίου.
Ο Αποστόλης πέρασε έξω από το Βαθύ Αυλίδος και ανασυντάχθηκε στην Αγία Μαρίνα του βουνού Χτυπάς. Είναι ένα εξωκλήσι πάνω από τα Λουκίσα και ανάμεσα στους όγκους του Χτυπά και της Αγια Σωτήρας.
Εκεί, στην Αγία Μαρίνα, συνέρρευσαν πάντες οι κινούμενοι έξω από τον κλοιό των εκκαθαριστικών. Όσοι δηλαδή εφεδρικοί αντάρτες, πολιτικά στελέχη, άνδρες της Εθνικής Πολιτοφυλακής και γενικά διωκόμενοι, διέφυγαν και βγήκαν από τη γραμμή των εκκαθαρίσεων που κινούνταν προς τα Δερβενοχώρια και την Πάρνηθα και έσφιγγε κάθε μέρα και περισσότερο.
Στο τμήμα αυτό που συγκροτήθηκε διοικητής, όπως είπαμε τέθηκε ο Αποστόλης ενώ καπετάνιος του ανέλαβε ο Νικήτας- Γιώργος Μπουτσίνης, από το Κριεκούκι, υπαξιωματικός του ΕΣ, πολεμιστής κι αυτός των Οχυρών, από τους πρώτους οργανωτές του ΕΛΑΣ στη Βοιωτία και βασικό στήριγμα του Ορέστη στις πρώτες του παράνομες εξορμήσεις, καθώς ο Μπουτσίνης εθήτευε εκείνο τον καιρό ως χωροφύλακας από μετάταξη. Εκείνη την εποχή και πάλι είχε αναλάβει αστυνομικά καθήκοντα ως διοικητής της Εθνικής Πολιτοφυλακής της Βοιωτίας.
Εδώ πρέπει να αναφερθούμε σε ένα τέχνασμα που εφάρμοσαν εκείνοι οι δύο ηγέτες του ΕΛΑΣ και παρέμεινα για όλα αυτά τα χρόνια άγνωστο και υποτιμημένο.
Όλοι οι πολιτικοί που δεν μπορούσαν να πάρουν μέρος στην επιχείρηση “συνελήφθησαν”, κρατήθηκαν μέσα στο εξωκλήσι και τάχθηκε φρουρός στην πόρτα! Είχαν προηγηθεί αντιρρήσεις στη σκοπιμότητα της ενέργειας στο Σχηματάρι καθώς υπήρχαν πολλοί όμηροι στα χέρια των Γερμανών. Μια επίθεση θα οδηγούσε σίγουρα σε αντίποινα. Η προφορική παράδοση διέσωσε αυτό το γεγονός αλλά με λάθος εξήγηση. Μέχρι που ο Ορέστης μας πληροφορεί ότι το ίδιο τέχνασμα εφαρμόζει και ο Σπάρτακος στην αντίστοιχη επιχείρηση κατά του Κριεκουκίου. Ο Σπάρτακος- Παναγιώτης Μηλιώτης (γεν. 1918) είναι κι αυτός υπαξιωματικός του Στρατού με ανάλογη μετάταξη στη χωροφυλακή. Μετά την απόδραση των κρατουμένων φυματικών από τη Σωτηρία, στην οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο, βγήκε στο βουνό, στον ΕΛΑΣ της Βοιωτίας.
“Συνέλαβε”, λοιπόν, ο Σπάρτακος όλα τα στελέχη των πολιτικών οργανώσεων και μάλιστα διέδωσε και ανακοίνωσε στις γυναίκες τους ότι υπήρχαν υποψίες σε βάρος τους για προδοσία. “Φευγάτε και πηγαίνετε κλάψτε τους” φέρεται να τους είπε. Έτσι αφενός “καμουφλάρισε” τις έντονες κινήσεις των ανταρτών έξω από το Κριεκούκι και αφετέρου απέκλεισε διαρροές του σχεδίου ακόμα και από έμπιστους και καλών προθέσεων ανθρώπους.
Δεν έχουμε παρά να θαυμάσουμε το “ενιαίον του δόγματος”, ή την “ιδεολογικοπολιτική ενότητα” που επικρατούσε στα στελέχη του ΕΛΑΣ, ενότητα που οδηγούσε σε παρόμοιες ενέργειες τμημάτων ευρισκόμενα σε απόσταση μεταξύ τους και δρώντα στην ίδια κατεύθυνση.
Με οδηγούς ενόπλους και αόπλους τα τμήματα ξεκίνησαν την πορεία βλέποντας τους καπνούς των σπιτιών της Λιάτανης και του Κλειδιού, “με την οργή βαθειά βαθειά στα μάτια τους”. Στα χέρια είχαν τα τουφέκια.
Ανάμεσα στους οδηγούς εκείνους ήταν και ο Βαγγέλης Σπύρου του Αθανασίου που οδηγούσε το τμήμα που θα έπιανε στην “τραντζέρα” και στη συνέχεια θα επιχειρούσε να ελευθερώσει τους κρατουμένους στα “σύρματα” του σταθμού της “Τανάγρας”. Η τραντζέρα σήμερα, με την διπλή γραμμή του τραίνου δεν υπάρχει. Τότε ήταν όμως ένα σημείο όπου το έδαφος κόβεται και το τραίνο περνάει ανάμεσα στους δυο βράχους χωρίς να τους υπερβαίνει στο ύψος. “Τραντζέρα” λέγεται ένα είδος ανοιχτού, ξεσκέπαστου, τούνελ. Έπρεπε να αποκοπούν τυχόν ενισχύσεις που θα έρχονταν από την κατεύθυνση της Θήβας. Άλλωστε στο Σύρτζι υπήρχε στρατόπεδο εργασίας αιχμαλώτων και ισχυρή φρουρά πάνω στον αντίστοιχο σιδηροδρομικό σταθμό.
Οδηγός επίσης εχρίσθη εκείνη τη νύχτα και ο 19χρονος Μήτσος Λουκάς ή Δουρδουβέλας, ο μακροημερεύσας και πλέον μακαρίτης Μητσοντέντες. Ο Μήτσος μου αφηγήθηκε ο ίδιος τις κινήσεις του τις ημέρες εκείνες, από το μπλόκο στο Σχηματάρι στις 2 Ιουλίου έως την επιδρομή. Κυνηγημένος και πυροβολούμενος συνεχώς από τον “ “Ροτζοφάκο”, χωροφύλακα και δυο φορές αυτόμολο, και προς τους Αντάρτες και από τους Αντάρτες, έκανε το γύρο για να καταλήξει κι αυτός στην Αγία Μαρίνα. Ο πατέρας του ο μπαρμπα- Ντέντες, από τους τρεις παλιότερους κομμουνιστές του χωριού είχε συλληφθεί ήδη εκείνη την ημέρα του μπλόκου. Από τότε θα μείνει στον ΕΛΑΣ μέχρι την τελευταία μάχη της Αθήνας, μέχρι την μάχη εκείνη του “τμήματος θυσίας” της 2ας Μεραρχίας, το οποίο, πάλι υπό τον Νικήτα και Αποστόλη διοικούμενο, “παρακλητικώς διετάχθη” να καλύψει στο Ψυχικό την υποχώρηση τους ΕΛΑΣ από την πόλη. Εκεί, ο Μήτσος τραυματίστηκε βαρειά στο χέρι και πιάστηκε αιχμάλωτος των Άγγλων.
Σύμφωνα με την αφήγηση του Μήτσου που έγινε το καλοκαίρι του 2012, λίγες ημέρες μετά την εκδημία του Αποστόλη Κοκμάδη και τη βραδιά που αποχαιρετούσαμε τον άλλο αντάρτη του ΕΛΑΣ, τον Παναγιώτη Σπύρου του Νικολάου, το κύριο τμήμα της επίθεσης ήρθε από την μεριά του δάσους που λεγόταν “Τρέπια” και στο οποίο δάσος υπήρχε μια στενή χωμάτινη οδός που πήγαινε στη Χαλκίδα. Δεν μπήκαν όμως από τη σημερινή είσοδο του χωριού, στη γέφυρα, αλλά από το δρόμο του νεκροταφείου.
Τα πολυβολεία των Γερμανών από το Γυμνάσιο χάλαγαν τον κόσμο αλλά δεν μπορούσαν να τους βλάψουν. Φωτοβολίδες φώτιζαν τον ουρανό ενώ στο χωριό επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι. Το φεγγάρι ήταν 5 ημερών και η φωτεινότητά του στο 27%. Τότε ο χωματόδρομος αυτός ήταν πιο χαμηλά και είχε “όχτο”, ανάχωμα δηλαδή στο οποίο μπορούσαν να καλυφθούν. Από τα καταιγιστικά αυτά πυρά των Γερμανών, τις φωτοβολίδες και τα τροχιοδεικτικά πήραν φωτιά οι θημωνιές του Σπύρο Μπακίτση, ήτοι του Σπύρου Αργύρη πατέρα του ηθοποιού Γιάννη Αργύρη. Βρίσκονταν στα εκεί αλώνια, περίπου στο άγαλμα για τον πεσόντα πιλότο της Πολεμικής Αεροπορίας.
Μέσα στο χωριό δεν συνάντησαν αντίσταση παρά μόνο μικροσυμπλοκές, όπως εκείνη που έγινε στο σπίτι του “Ροτζόφ” (Δ. Μ. Μπρατσιώτης) όπου κοιμόνταν άνδρες των Ταγμάτων. Ένας σκοτώθηκε, ένας τραυματίστηκε και ένας γλίτωσε γιατί ήταν σε άλλο σπίτι. Ήταν εκείνος που ανήκε στην Ειδική Ασφάλεια. Εκεί σκοτώθηκε και η Αγγελική Μπρατσιώτη σύζ Δημητρίου. Δεν κάηκε βέβαια ζωντανή ούτε σφάχτηκε, όπως η μαύρη προπαγάνδα της τρομοκρατίας διέδωσε μετά. Η Αγγελική σκοτώθηκε από σφαίρα στο κεφάλι όταν άνοιξε την πόρτα να δει τι γίνεται. Βρέθηκε δε η μισή μέσα και η μισή έξω. Ακόμα και το 1946 άλλα λέγανε στα δικαστήρια όταν καλούνταν μάρτυρες.
Στη γειτονιά αυτή είχαμε κι άλλα δύο τραγικά γεγονότα. Ο μικρός Θεόφιλος Πινήτας βλήθηκε στο μηρό και βρέθηκε νεκρός το άλλο πρωί. Σύμφωνα με τον γιατρό Α. Παπανδρέου, «Ο θάνατος του μικρού Πινήτα προήλθε από αιμορραγία γιατί φαίνεται ότι ετρώθη η μηριαία αρτηρία ή άλλο αγγείο».
Μια γυναίκα επίσης, πρόσφυγας από τη Λιάτανη, με το όνομα Ασήμω Θεοδώρου σκοτώθηκε κι αυτή από λάθος, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ανθρώπων που τη φιλοξενούσαν.
Άλλος νεκρός εκείνο το βράδυ ήταν ο Γιώργος Δουρδουβέλας, αδελφός του Ντέντε που προαναφέραμε, του Νίκου, του Ντίνου και του Σπύρου. Η θέση του γιατρού Παπανδρέου ότι κατέβηκαν 400 αντάρτες για να σκοτώσουν τους αντιδραστικούς δεν έχει βάση. Απόδειξη είναι η παρουσία τόσο του ίδιου όσο και των άλλων μαρτύρων κατηγορίας στο δικαστήριο. Από τις ίδιες τις καταθέσεις τους προκύπτει ότι βρίσκονταν σπίτια τους και ότι κανείς δεν τους ενόχλησε. Παρατηρούσαν μάλιστα από το παράθυρο όλα τα τεκταινόμενα χωρίς να κινδυνεύουν.
Τέλος συμπλοκή έγινε και στο σπίτι του Πήλιο Σίμου, του Σπύρου Δημητρίου και αδελφού της προγιαγιάς μου. Ο Σπύρος ήταν κουρέας, γαμπρός από αδελφή του διαβόητου Νίκου Μπουραντά και τραυματίας πολέμου, μάλλον της μικρασιατικής εκστρατείας. Με ένα πιστόλι που είχε πάρει από τον ίδιο τον κουνιάδο του, πυροβόλησε τους αντάρτες που πήγαν να τον συλλάβουν. Τραυμάτισε δύο. Τον Λευτέρη Αθ. Αθανασάκη (Λέων), από την Κρήτη, πρώην χωροφύλακα και τον Κυριάκο Κούκο από το Πλατανάκι. Και δύο με τραύματα βαρειά, όπως βεβαίωσαν ενόρκως οι γιατροί Ε.Μ. Ασημάκος και Ν. Σ. Μπλάνας. Ο Αθανασάκης είχε τραύμα κάτω από τον μαστό και ο Κούκος τυφλό τραύμα στην αριστερά πλευρά. Τελικά ο ΠηλιοΣίμος πέθανε επί τόπου ενώ η γυναίκα του Γιαννούλα και αδελφή του Μπουραντά, τραυματισμένη βαρύτατα στην κοιλιά πέθανε κατά τη μεταφορά της στη Χαλκίδα.
Και για όλα αυτά, τα τόσο τραγικά, θα χρειαστεί να επανέλθουμε προκειμένου να φωτιστεί πλήρως και οριστικά όλη αυτή η πλευρά της τοπικής ιστορίας.
Μετά από μερικές ώρες στο Σχηματάρι, με τους Γερμανούς να πυροβολούν ασκόπως χωρίς να μπορούν να καταλάβουν τι τους συμβαίνει και χωρίς να μπορούν ν' αντιδράσουν ουσιαστικά, ο ΕΛΑΣ απαγκιστρώνεται με πλήρη τάξη και επιστρέφει στο σημείο εκκίνησης. Ο αντιπερισπασμός είχε πετύχει πλήρως και η κύρια επιχείρηση κατά των Ταγμάτων στην Τοπόλια είχε σαν αποτέλεσμα την εκρίζωση του λόχου και την λαφυραγώγηση της πλούσιας αποθήκης τους. “Μας απάλλαξε από το άγχος των πυρομαχικών”, λέει ο Ορέστης. Τους απάλαξε από το άγχος μέχρι την επόμενη επιδρομή, στο αεροδρόμιο Τανάγρας που θα γίνει 7-8 Σεπτεμβρίου, και η οποία θα λύσει οριστικά το πρόβλημα των πυρομαχικών ενώ θα προμηθεύσει την Ταξιαρχία (2α Μεραρχία πλέον), με ένα αντιαεροπορικό ταχυβόλο.
“Όταν αυτοί καίγανε την Πάρνηθα, εμείς τους καίγαμε τα σπίτια” θα πει αργότερα ο Αποστόλης.
Ως επίλογο επέλεξα να βάλω μια επιστολή στην “Απογευματινή” και στον Ορέστη την εποχή που γράφονταν και δημοσιεύονταν τα κείμενα αυτά. Δεν έχει μόνο αξία η ίδια η μαρτυρία ενός ακόμα προσώπου που πήρε μέρος. Έχει αξία και το συμπέρασμά της. Στο Σχηματάρι, την ίδια μέρα που κάηκε η Λιάτανη καταδεικνύεται το άτοπο και, άρα, το ακόμα περισσότερο εγκληματικό της καταστροφής ενός τόσο μεγάλου και τόσο πλούσιου σε γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή χωριού της Αρβανιτιάς.
Ήταν παλιά παράκληση του φίλου μου Παναγιώτη Δριχούτη από το Μπράτσι να δει αυτές τις επιστολές, δύο τον αριθμό, του παλιού αγωνιστή Κώστα Μπελεγράτη.
Η μία αφορά την επίθεση στο Σχηματάρι και η άλλη αφορά την επίθεση στο αεροδρόμιο Τανάγρας. Θα τις αναρτήσω ταυτόχρονα συμπληρώνοντας και εκείνο το κενό..
Κύριε Διευθυντά,
Παρακολουθώ εις την εφημερίδα σας το αφήγημα του κ. Μούντριχα, έχω δε να παρατηρήσω το εξής:
Κατά την γνώμη μου, σημαντικός λόγος που δεν κάηκαν τα χωριά Χλεμποτσάρι και Μουσταφάδες, ώστε να πάψουν να είναι κέντρα εφοδιασμού του ΕΛΑΣ, είναι ο αντίκτυπος που είχε εις τας τάξεις των ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας, επιδρομική ενέργεια του ΕΛΑΣ μέσα εις το Γερμανοκρατούμενο Σχηματάρι, την στιγμή που λίγα χιλιόμετρα παρέκει οι Γερμανοί έκαιγαν την Λιάτανη και το Κλειδί, καθώς και τα δάση της κυριολεκτικά κτενιζομένης Πάρνηθος. Εις την επιδρομήν εκείνην έγιναν αναμφιβόλως πολλές υπερβολές. Πλην, όμως, η βάσις των Ταγμάτων, που εν τω μεταξύ είχεν ενισχυθή και από πολλά δυναμικά στοιχεία της Λιάτανης, διελύθη, του Δουρδουβέλα επιστρέψαντος και πάλιν με ολίγους ανθρώπους του εις την Χαλκίδα. Έγινεν κατόπιν της επιδρομής αυτής ολοφάνερο ότι το σχέδιον της «καμένης γης» εις ουδέν ωφελούσε, αφού οι προσωρινώς εκτοπιζόμενοι από τα ορεινά Ελασίτες, ενεφανίζοντο εξ ίσου δυναμικοί εις τα πεδινά κέντρα.
ΚΩΝ ΜΠΕΛΕΓΡΑΤΗΣ
Μπράτσι Θηβών
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΤΣΗΣ
ΕΝΑΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΙΟΠΑΝΑΓΙΑ (ΑΣΚΡΗ)
Ένας σπουδαίος αγωνιστής της περιοχής, ξακουστός στις δεκαετίες του 1930, 1940, στα χωριά του Ελικώνα, στην Κωπαϊδα και στην Λιβαδειά, ήταν ο Γιάννης Κουτσής. Από τον Δεκέμβρη του 1946, όταν δολοφονήθηκε, και μετά, κανείς δεν ξαναμίλησε δημόσια για αυτόν. Ότι λεγόταν ήταν κρυφά και ιδιωτικά. Το μόνο που απόμεινε στην οικογένειά του από τον Γιάννη Κουτσή είναι δυο μισοκαμένες κουβέρτες και δύο γραβάτες του. Και οι ιδέες που διέδωσε και οι ψυχές των ανθρώπων του κάμπου και των χωριών και των απογόνων τους μέσα στις οποίες βρίσκονται και αναπαράγονται πάντα χωρίς να μπορούν να σκοτωθούν.
Ο Γιάννης Κουτσής γεννήθηκε στην Παλιοπαναγιά (Άσκρη) το 1910. Ο πατέρας του Σωτήρης Κουτσής ήταν αγρότης, Βενιζελικός και οπαδός του βουλευτή Βοιωτίας Λουκά Κουτσοπέταλου. Στο χωριό καλλιεργούσε αμπέλια, ελιές και στην Κωπαίδα βαμπάκι, καναβούρι και πατάτες. Μητέρα του ήταν η Δέσποινα Κολοκυθά-Κανάπη. Αυτή ήταν μια μεγάλη οικογένεια με επτά παιδιά.
Ο Γιάννης Κουτσής ήταν πανέξυπνο και ήσυχο παιδί και τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στην Παλιοπαναγιά (Άσκρη) με άριστα. Κατόπιν φοίτησε στο Σχολαρχείο Ερημοκάστρου (Θεσπιών) από όπου επίσης αποφοίτησε με άριστα. Όταν αποφοίτησε, ο Διευθυντής του Σχολαρχείου κάλεσε τον πατέρα του και του είπε: «Να πουλήσεις ακόμα και τα γουρνοτσάρουχά σου και να σπουδάσεις το παιδί. Θα γίνει μεγάλος και τρανός». Όμως ο πατέρας απάντησε: « Έχω μεγάλη οικογένεια και δεν μπορώ».
Στεναχωρέθηκαν πολύ και οι δύο γονείς και όταν το είπαν στον Γιάννη αυτός δεν μίλησε καθόλου. Πήρε μια φοράδα που είχανε για τις δουλειές δεμένη στην αυλή. Πήγε στα χωράφια για να την βοσκήσει. Εκεί κάθισε όλη την ημέρα νηστικός και το βράδυ γύρισε στο σπίτι και πάλι δεν μίλησε καθόλου ούτε έφαγε τίποτα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΙΟΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΚΡΙΜΠΑ ΜΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ
Μια μέρα, κίνησε ξαφνικά από το χωριό και πήγε στον Κριμπά (Αλίαρτο) με τα πόδια. Το άλλο πρωί έπιασε δουλειά στον μύλο του Μουράτη. Την ημέρα δούλευε στον μύλο και το βράδυ έκανε άλλες δουλειές. Πολλές φορές καθάριζε φακές και εκεί που τις καθάριζε τον έπαιρνε ο ύπνος από την κούραση. Δούλευε και στα περιβόλια μαζί με τον πατριώτη του, τον Θανάση Χρήστου. Ακόμα πήγαινε και σκάλιζε τα βαμπάκια στην Κωπαίδα μαζί με την μάνα του.
Τότε, το 1929, γνώρισε κάποιον τηλεγραφητή από το Σωληνάρι, τον Λάμπρο Λαμπρίδη. Αυτός τον σύστησε και τον έβαλε σε ένα μικρό κτίριο της Αγγλικής Εταιρίας της Κωπαίδας σαν ταχυδρομικό υπάλληλο. Από τότε πήγαινε με ένα ποδήλατο στα γύρω χωριά και μοίραζε τα γράμματα. Με το τραινάκι, που το έσερναν δύο άλογα πάνω στις γραμμές, πήγαινε στο Μούλκι. Μοίραζε την αλληλογραφία γρήγορα και μεγάλη συνέπεια. Είχε μόνιμα στο νου του το να σπουδάσει και όλοι τον υποστήριζαν εκτός από τον πατέρα του και ένα θείο του. Το παράπονο για τον πατέρα του δεν ήταν ανυπόφερτο αλλά για τον θείο του ήταν πολύ μεγάλο. Του στοίχιζε, δεν το ξεπέρασε ποτέ και πέθανε με αυτό.
Το 1930 πήγε φαντάρος. Στις άδειες δούλευε σε ένα ξενοδοχείο της ξαδέρφης του Καλλιρρόης Σαμαρτζή, συζύγου του Γιάννη Πέτσουλη από το Σιάχου (Πέτρα) Βοιωτίας. Όταν απολύθηκε είπε στον πατέρα του ότι θα δουλεύει στο ξενοδοχείο της ξαδέρφης του και ότι θα γραφτεί στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσει. Ο πατέρας του πάλι του μπήκε εμπόδιο επειδή δεν ήθελε ο γιος του να δουλεύει σε ξενοδοχεία και έτσι ο Γιάννης έφυγε από εκεί και ξαναπήγε στον Κριμπά. Ξανάπιασε δουλειά στο ταχυδρομείο και ταυτόχρονα δούλευε και σαν γραφιάς στην Αγγλική Εταιρία. Τα πιο πολλά λεφτά που έβγαζε τα έστελνε στην οικογένειά του, στο χωριό. Ταυτόχρονα διάβαζε για να δώσει εξετάσεις για ασυρματιστής.
ΟΙ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΣΥΡΜΑΤΙΣΤΗΣ
Διάβαζε συνέχεια για 6 μήνες, τις νύχτες αλλά και τις ημέρες όταν έβρισκε χρόνο. Ο καθηγητής Παπαμελετίου, από την Θήβα, που ήταν και εξεταστής, είχε ένα ανεψιό, ο οποίος έδινε και αυτός εξετάσεις. Ο καθηγητής ρώτησε και έμαθε. Τότε φοβήθηκε τον Γιάννη ότι θα αρίστευε στις εξετάσεις και θα έπαιρνε την θέση του ανεψιού του. Έτσι του είπε παραπλανητικά ότι οι εξετάσεις θα γίνονταν σε μεταγενέστερη ημερομηνία από την κανονική.
Όταν πήγε ο Γιάννης για να δώσει εξετάσεις του είπαν ότι πέρασε η ημερομηνία των εξετάσεων. Κόντεψε να λιποθυμήσει όταν το άκουσε αυτό και γύρισε αμίλητος στο χωριό. Κάθισε κοντά στο τζάκι όλη την νύχτα με το κεφάλι ανάμεσα στα δυο χέρια του. Το πρωί σηκώθηκε όρθιος και είπε: «Αν ήταν άλλος στη θέση μου θα έπαιρνε ένα πιστόλι και θα σκότωνε τον καθηγητή».
Και πήρε πιστόλι αλλά στην κατοχή. Σε αυτή την συγκυρία, αντί να πάρει το πιστόλι αποφάσισε να συνταχθεί με τους εξεγερμένους αυτόν τον καιρό κολλήγους της Κωπαίδας και με τους πρωτοπόρους της σκληρής διετούς αυτής εξέγερσης. Έτσι θα έπαιρνε εκδίκηση απέναντι σε κάθε αδικία. Δική του και της κοινωνίας. Συλλογικά και οργανωμένα. Όχι ατομικά και αυθόρμητα. Και κίνησε για να πάει με τα πόδια στον Κριμπά, στην δουλειά του. Πέρασε πρώτα από το εκκοκιστήριο, όπου είχαν συγκέντρωση οι κολλήγοι. Στον κεντρικό δρόμο του Κριμπά ήταν ένας λαχειοπώλης. Πήρε ένα λαχείο και από τότε άρχισε να παίρνει λαχείο στις αδελφές του και έλεγε: «Εγώ ήμουν άτυχος. Μήπως είσαστε εσείς τυχερές».
ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΜΟΔΙΣΕΙ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ
Ο Γιάννης κρατούσε ημερολόγιο. Οι αδελφές του, και κυρίως η Αγγελική και η Σοφία, το κρυφοδιάβαζαν και έμαθαν για τον έρωτά του στην Λιβαδειά. Αγαπούσε μια νέα κοπέλα και την επισκεπτόταν συχνά. Έμαθαν όμως από το ημερολόγιό του και πόσο τις αγαπούσε και τις τέσσερις αδελφές του. Αγαπούσε πολύ και όλους τους συμπατριώτες του.
Μα πιο πολύ αγαπούσε τα μικρά και φτωχά παιδιά. Τον Γιώργο Κορδόνη, τον Τάκη Πέππα και πολλά άλλα μικρά παιδιά τα στέλνανε οι γονείς τους να τα διαβάζει. Είχε πολλούς φίλους και στην γιορτή του γέμιζε το σπίτι από κόσμο. Το γλέντι κράταγε μέχρι το πρωί. Ο Προϊστάμενός του, ο Λαμπρίδης, πήγαινε με όλη την οικογένειά του στην γιορτή του Γιάννη και πολλές φορές έμενε στο σπίτι του 10 και 15 ημέρες.
Ο Κώστας Μήτραινας ήθελε να κάνει κουμπάρο του τον Γιάννη. «Αν δεν σε κάνω κουμπάρο, δεν το βαφτίζω το παιδί» του έλεγε. Έτσι ο Γιάννης βάφτιζε την κόρη του, την Δήμητρα Μήτραινα, που αργότερα έφυγε στην Ιταλία και έγινε φαρμακοποιός εκεί. Στην βαφτιστήρα του πήγαινε τόσα δώρα που κανείς δεν το πίστευε. Της αγόρασε και μια κούκλα που μιλούσε. Ο Γιάννης είχε και μια φωτογραφική μηχανή και έβγαζε συνέχεια φωτογραφίες. Ήταν και περιζήτητος γαμπρός. Αλλά αυτός «ανήκε αλλού». Ήταν πιστός στο αίσθημά του στην Λιβαδειά.
Μια μέρα ζήτησε από την μητέρα του να κόψει ένα κομμάτι από την σκηνή που την χρησιμοποιούσε η οικογένεια όταν πήγαιναν στην Κωπαίδα για δουλειά. Της είπε να ράψει με το ύφασμα της σκηνής ένα παντελόνι για κάποιον που δεν είχε. Η μητέρα το έραψε αλλά ο Γιάννης όλο ζητούσε και άλλο κομμάτι σκηνής και κόψε κόψε πάει, έδωσε ολόκληρη την σκηνή.
Πήρε τον αδελφό του, τον Βασίλη στον Κριμπά και τον έβαλε να δουλεύει στα βενζινάλετρα της Εταιρίας. Όμως, ο πατέρας του πήγε στο βουνό για ξύλα και του έπεσε ένα κούτσουρο στο πόδι και του το έλιωσε. Έτσι ο Βασίλης τελείωσε άδοξα την σταδιοδρομία του στην Εταιρία και ξαναγύρισε στο χωριό. Μια μέρα πήγε στο χωριό και είπε: «Μαμά, θα πάρω πλεκτομηχανές και θα πάρω τα κορίτσια στον Κριμπά για να τις δουλέψουν». Η μάνα του όμως δεν το δέχτηκε γιατί είχε κάνει εγχείρηση και ήθελε τις κόρες της κοντά της.
Αλλά η επιμονή του Γιάννη Κουτσή και η δραστηριότητά του δεν είχε σταματημό. Νοίκιασε 40 στρέμματα χωράφια από τον Κώστα και Γιώργο Πελώνη, στο Πόδι, στην Κωπαίδα. Έσπερνε βαμπάκια και πατάτες. Έφτασε το 1940 να σπείρει 10 στρέμματα λινάρι στο Μεσάρι, στην Κωπαίδα και αφού δούλεψε με όλη την οικογένειά του, έβγαλε λινάρι. Την ίδια χρονιά έσπειρε βαμπάκι. Το πούλησε τον Σεπτέμβριο εισπράτοντας 40.000 δραχμές. Επειδή η ποιότητα του βαμπακιού ήταν άριστη έλαβε άλλες 5.000 δραχμές ως πριμ.
ΕΝΑΣ ΑΚΟΥΡΑΣΤΟΣ ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΗΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ
Η εξέγερση των κολλήγων της Κωπαίδας κατά της Αγγλικής αποικιακής Εταιρίας τα έτη 1931-1932 ήταν σκληρή αλλά και νικηφόρα. Η σταθερή υποστήριξη του αγώνα τους από το ΚΚΕ είχε σαν αποτέλεσμα τότε, πολλοί πρωτοπόροι κολλήγοι, αγρότες από τα γύρω χωριά, υπάλληλοι και εργάτες να γνωριστούν με τις σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδέες και να προσχωρήσουν σε αυτές. Μεταξύ των πρώτων ήταν και ο Γιάννης, που στρατεύτηκε στο ΚΚΕ.
Ο Γιάννης Κουτσής κατοικούσε σε μια παράγκα πίσω από τα γραφεία της Αγγλικής Εταιρίας και παρά τις πολλές και διαφορετικές δραστηριότητές του, ποτέ δεν παραμελούσε το διάβασμα και την μόρφωσή του. Το διάβασμα του άρεσε πάντα αλλά αφότου στρατεύτηκε πολιτικά το θεωρούσε και κομματική πολιτική υποχρέωση.
Η παράγκα είχε ράφια παντού γύρω γύρω τα οποία ήταν γεμάτα με βιβλία. Στα ράφια μέχρι την δικτατορία του Μεταξά, το 1936, υπήρχαν πολλά μαρξιστικά βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες. Μετά τα βιβλία και τα έντυπα αυτά μεταφέρθηκαν στο χωριό σε ασφαλές μέρος. Μια φορά κοιμήθηκε καθώς διάβαζε και από την σόμπα πήρε φωτιά η παράγκα. Ο Γιάννης το μόνο που πρόλαβε να σώσει ήταν δύο μισοκαμένες κουβέρτες από το κρεβάτι του και δύο γραβάτες που τις άρπαξε από την κρεμάστρα. Ειπώθηκε ότι κάποιοι μπράβοι έβαλαν την φωτιά για να τον κάψουν αλλά ο Γιάννης δεν έκανε καμία καταγγελία στις αρχές. Μόνο δυνάμωσε πιο πολύ την πολιτική του δράση για απάντηση.
ΜΥΗΣΕ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞΙΣΜΟ ΤΟΝ ΓΙΟ ΤΟΥ ΤΣΙΦΛΙΚΑ
Στα χρόνια αυτά, η αποικιοκρατική Αγγλική Εταιρία της Κωπαίδας είχε συνεργασία με τον άλλο Άγγλο μεγαλοτσιφλικά της Βόρειας Εύβοιας Νόελ Μπαίηκερ. Ο Κουτσής, που εν τω μεταξύ είχε αναδειχτεί σε στέλεχος της Αγγλικής Εταιρίας της Κωπαίδας, είχε αναλάβει την επικοινωνία με την Εταιρία του Μπαίηκερ και τακτικά πηγαινοερχόταν στην Βόρεια Εύβοια για δουλειές της Εταιρίας της Κωπαίδας. Στο Προκόπι, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, γνωρίστηκε με τον νεότερό του, τον γιό του τσιφλικά, τον Φράνσις Μπαίηκερ. Ο Φράνσις αμέσως εκτίμησε την πολυμάθεια του Γιάννη. Άρχισε να τον θαυμάζει για τις γνώσεις, την μεθοδικότητα και την εργατικότητά του και άρχισε να επισκέπτεται και αυτός τον Κριμπά. Εκεί ανέπτυξε σχέσεις με Άγγλους υπαλλήλους και γνωρίστηκε και με πολλούς νέους της περιοχής. Συζητούσε με αυτούς για πολιτικά και φιλοσοφικά θέματα, έκανε παρέες και άρχισε να εργάζεται και αυτός μαζί με τον Γιάννη.
Μνημειώδεις είχαν μείνει στον Κριμπά οι συζητήσεις στο χάνι του Κομίνη, κοντά στην γέφυρα του Λόφη. Εκεί κάθονταν πάνω σε ένα σωρό από πέτρες ο Γιάννης και ο Φράνσις. Γύρω γύρω το ακροατήριο αποτελούνταν από νέους και η κουβέντα τους σχεδόν πάντα ήταν έντονη. Πολλές φορές έπαιρνε χαρακτήρα μαρξιστικής διαπαιδαγώγησης από τον Γιάννη. Τις μαρξιστικές ιδέες τις ασπάστηκε ο νεαρός Φράνσις στον Κριμπά, ήδη από την προπολεμική εποχή.
Αργότερα, στις πρώτες εκλογές μετά από τον πόλεμο, ο Φράνσις έθεσε υποψηφιότητα με το Εργατικό Κόμμα της Αγγλίας. Εκλέχτηκε ανέλπιστα βουλευτής του Αγγλικού Κοινοβουλίου. Ανήκε τότε στην Αριστερή πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος. Στράφηκε σαν βουλευτής εναντίον των συμπατριωτών του βουλευτών και δημιούργησε αντιπάθειες. Υποστήριξε τους διωκόμενους μεταπολεμικά αγωνιστές στην Ελλάδα, έλαβε καθαρή θέση υπέρ της επιστροφή των ελγινείων, επέκρινε την στάση των Άγγλων στο κυπριακό κλπ. Αυτά στα νιάτα του Φράνσις.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Το 1940, με την κήρυξη του πολέμου, ο Γιάννης Κουτσής παρουσιάστηκε στην επιστράτευση και υπηρέτησε στις τηλεπικοινωνίες στον Βόλο μέχρι την άνοιξη του 1941. Μετά από την κατάρρευση του μετώπου γύρισε στο χωριό. Παρουσιάστηκε στον Κριμπά και έπιασε πάλι δουλειά στην υπό γερμανικό πλέον έλεγχο Εταιρία της Κωπαίδας.
Όταν έγινε η Εθνική Αντίσταση ο πήρε ενεργό μέρος και ήταν από τους πρώτους οργανωτές της στην περιοχή. Οργάνωσε στο ΕΑΜ πολύ κόσμο, τον Γιώργο Πελώνη, τον οποίο είχε συνάδελφο στο ταχυδρομείο, τον Αλέκο Πελώνη, τον Γιώργο Κατσιμίχα, τον Λουκά Μιχάλαινα και άλλους. Είχε κύρος γιατί ήταν παλαιός κομμουνιστής και εξελίχθηκε σε στέλεχος της Αντίστασης. Δεν λογάριαζε τον κίνδυνο ούτε τον αδίστακτο στρατιωτικό διοικητή της Εταιρείας και της περιοχής Μάγερς. Δούλευε κυριολεκτικά κάτω από την μύτη του και είχε συγκροτήσει μια μαζική οργάνωση του ΕΑΜ στελεχωμένη με αποφασισμένους αγωνιστές, εργάτες στο εκκοκιστήριο, στους μύλους του Μαράκη και του Μουράτη, υπαλλήλους της Εταιρίας, κολλήγους, κτηνοτρόφους και αγρότες της Κωπαίδας.
«Ο τηλεγραφητής Κωτσής, από τον Κριμπά, με το ψευδώνυμο του «Βαρλαάμ», παρακολουθούσε συστηματικά και μας πληροφορούσε για τις ενέργειες του Μάγερ. Για τον σκοπό αυτόν, του απηγόρευσα κάθε άλλη δράσι μέσα στην οργάνωσι. Το μέτρον αυτό απεδείχθη σωτήριον και ο Βαρλαάμ ανεδείχθη σε έναν πρώτης κλάσεως αντικατάσκοπο. Μπορώ να πω πως ο Μάγερ βρήκε τον μάστορή του» γράφει ο καπετάν Ορέστης (Ανδρέας Μούντριχας) στα απομνημονεύματά του το 1958, στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ.
Η οργάνωση του ΕΑΜ στο χωριό του, στην Παλιοπαναγιά (Άσκρη) ήταν μία από τις μαζικότερες στην περιοχή και περιλάμβανε σχεδόν όλους τους κατοίκους. Οι γνώσεις του χώρου και η οξυδέρκειά του Κουτσή αποδείχθηκε ότι ήταν ανώτερη από του στρατιωτικού διοικητή του Κριμπά, παρότι αυτός διέθετε όλα τα μέσα. Προφασιζόμενος ότι δουλεύει για την Εταιρία γύριζε μέρα και νύχτα όλη την Κωπαίδα και ανεβοκατέβαινε στο βουνό.
Γνώριζε την απόφαση των οργανώσεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ για την εκτέλεση του Μάγερς. Το πρωινό της πρώτης απόπειρας που έγινε εναντίον του στην Στενή Μαυρομματίου, το καλοκαίρι του 1943, ο Γιάννης Κουτσής δεν είχε πάει στην δουλειά του. Είχε φροντίσει ώστε την προηγούμενη μέρα να πάει στο χωριό του για να αποχαιρετίσει τους συγγενείς και φίλους του. Μετέφερε και τα βασικά πράγματά του από τον Κριμπά στο χωριό και είπε στον πατέρα του: «Δεν ξαναπάω στον Κριμπά. Θα πάω στην Αθήνα». Και από τότε πέρασε στην παρανομία.
Γνώριζε καλά από πριν και τις δύο επόμενες απόπειρες κατά του Μάγερς. Την δεύτερη φορά μάλιστα, ειδοποίησε τον εκτελεστή Θεόφιλο Καζαντζίδη, εργάτη στους μύλους του Μαράκη και του Μουράτη. Να μην επιχειρήσει την εκτέλεση γιατί ο Μάγερς είχε λάβει δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. Έτσι γλύτωσε τον Θεόφιλο από βέβαιη σύλληψη.
Πριν από την απόπειρα στην Στενή έφυγε και άργησε να ξαναφανεί στο χωριό. Μια μέρα γύρισε από την Λιβαδειά στο χωριό ένας πατριώτης του. Ο Σωτήρης Κιούσης. Πήγε στο σπίτι και είπε στον πατέρα του Γιάννη με θαυμασμό ότι είδε τον Γιάννη στην Λιβαδειά. Ότι είχε βγάλει λόγο στην πλατεία και ότι μιλούσε συνέχεια για τρεις ώρες. Ο πατέρας ταράχτηκε και είπε στην γυναίκα του: «Πάει, το χάσαμε το παιδί. Έγινε επαναστάτης».
Ένα βράδυ ο Γιάννης επισκέφθηκε κρυφά την οικογένειά του, στο σπίτι στο χωριό. Τον ρώτησε ο πατέρας του: «Έγινες επαναστάτης; Το σκέφθηκες καλά;» Ο Γιάννης του απάντησε: «Ναι. Θα βάλω ένα λιθαράκι και όποιος θέλει ας το τελειώσει το κτίσιμο». Όταν αργά τα μεσάνυχτα έφυγε από το σπίτι είπε στον αδελφό του τον Βασίλη: «Όλο τον κόσμο έπεισα. Αλλά απέτυχα να πείσω την οικογένειά μου». Έφυγε από το χωριό και πήγε στον Ζαγαρά. Βρισκόταν διαρκώς σε κίνηση. Από τον Ζαγαρά στο Στεβενίκο και από κει στο Ζερίκι και στην Λιβαδειά. Είχε αναδειχτεί σε στέλεχος του ΕΑΜ και ήταν πλέον μέλος της ηγεσίας (Β΄ Γραμματέας) του ΚΚΕ της επαρχίας Λιβαδειάς. Ο πατέρας έστελνε συχνά τον Βασίλη στο βουνό για να συναντά τον αδελφό του και για να μαθαίνει για αυτόν.
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ, ΟΙ ΔΙΩΞΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ
Όταν απελευθερώθηκε η Ελλάδα από τους Γερμανούς, οι Εγγλέζοι βιάστηκαν να βάλουν πόδι στον Κριμπά. Το ΕΑΜ είχε θέσει το θέμα της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης του κάμπου της Κωπαίδας από τους Άγγλους αποίκους και τα συμφέροντά τους κινδύνευαν. Γι αυτό μια ισχυρή μονάδα από θωρακισμένα ξεκίνησε από την Θήβα για τον Κριμπά. Εκεί εγκατέστησε βιαστικά την διοίκηση της Εταιρείας της Κωπαίδας και τον μισητό Διευθυντή της τον Μακ Έλντερ.
Ο Μακ Έλντερ, κατά τις συνήθειές του, άρχισε αμέσως τις προσπάθειες να προσεταιριστεί ή να εξαγοράσει την υποστήριξη των ντόπιων και ιδιαίτερα των παλαιών στελεχών της Εταιρείας. Ένας από τους πρώτους στους οποίους απευθύνθηκε ήταν ο Γιάννης Κουτσής. Του έστειλε μήνυμα και του έταξε υψηλές διευθυντικές θέσεις και μεγάλο μισθό. Πήρε όμως την απάντηση: «Εγώ ανήκω αλλού».
Αντί για να τιμηθεί η αντιστασιακή του δράση του Γιάννη Κουτσή, το κράτος των δοσιλόγων τον συνέλαβε και τον έκλεισε στις φυλακές Λιβαδειάς. Στην ανάκριση είπε τα ίδια ακριβώς άλλοθι με άλλον κρατούμενο, τον Γ. Γρανιτσιώτη. Έτσι, αφέθηκε προσωρινά ελεύθερος. Μετά από την απελευθέρωσή του πήγε ίσια στο χωριό. Τον αγκάλιασε όλος ο κόσμος, τον φιλούσαν και τον κρατούσαν από τα χέρια. Οι γονείς τον καμάρωναν και οι αδελφές του δεν έβγαζαν το βλέμμα τους από πάνω του γιατί φόραγε μια καπαρντίνα μπλέ και ένα κουστούμι γκρί και ήταν πολύ όμορφος. Κάποια στιγμή στράφηκε προς τον κόσμο και είπε: «Αφήστε με και μη μου σκίζετε την καρδιά».
Όμως οι συνθήκες ήταν δύσκολες. Επικρατούσε βία και τρομοκρατία στον Λαό. Στην οικογένεια του Γιάννη Κουτσή οι παρακρατικές συμμορίες είχαν κάνει τον βίο αβίωτο. Δεν κοτάγανε να βγούνε έξω. Η ζωή της οικογένειας ήταν ένα δράμα. Οι Άγγλοι και οι ντόπιοι συνεργάτες ήθελαν με κάθε τρόπο να τον υποτάξουν. Όμως, ο Γιάννης Κουτσής αναδείχθηκε αναπληρωτής Γραμματέας της οργάνωσης του ΚΚΕ της περιοχής Λιβαδειάς. Αλλά δεν ήταν δυνατόν να σταθεί στην Λιβαδειά. Τον γνώριζαν και οι πέτρες. Ήταν σίγουρο ότι θα τον δολοφονούσαν οι δοσίλογοι που είχαν αποθρασυνθεί. Έτσι έφυγε από την Λιβαδειά και πήγε στην Αθήνα.
Στην Αθήνα κρυβόταν σε διάφορα σπίτια γνωστών του. Ήταν η εποχή που η οικογένεια του έστελνε χρήματα για να μπορεί να ζήσει. Στα τέλη του 1946, σύχναζε στο σπίτι του συμπατριώτη του, από τα χωριά της Θήβας, Κοβάνη, ο οποίος είχε καπνοπωλείο στην οδό Ζήνωνος 32, κοντά στην οδό Πειραιώς.
Εκεί, μέσα στο καπνοπωλείο, πυροβολήθηκε εν ψυχρώ. Μεταφέρθηκε στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο ζωντανός. Έζησε 6 ώρες. Πήγε στο νοσοκομείο ο κουμπάρος του, ο Κώστας Μήτραινας και τον βρήκε ακόμα ζωντανό. Όταν πέθανε, ο Μήτραινας ζήτησε να πάρει τον νεκρό και να τον φέρει στο χωριό. Δεν τον δώσανε. Τον κηδέψανε 5-6 συμπατριώτες του, ο Αλέκος Ζαρίφης, ο Μήτραινας και άλλοι στο 2ο νεκροταφείο. Εκεί έμειναν τα οστά του. Στο χωριό έγινε κενοτάφιο.
Στις 10 Δεκεμβρίου 1946, στην πρώτη σελίδα ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ ανέφερε δύο δολοφονίες στην Αθήνα. «…… Η άλλη στυγερή δολοφονία έγινε χθες βράδυ στις 8.45΄ μέσα στην καρδιά της Αθήνας, στην οδό Ζήνωνος. Οι δολοφόνοι αυτή την φορά χρησιμοποίησαν μηχανοκίνητα μέσα. Κατέφθασαν με τζίπ μπροστά στο καπνοπωλείο της οδού Ζήνωνος 32. Κατέβηκε ένας από αυτούς με μαύρο κουστούμι, μπήκε μέσα στο καπνοπωλείο του Γκοβάνη με προτεταμένο το πιστόλι του και το άδειασε εναντίον του Ι. Κουτσή, που βρισκόταν εκείνη την στιγμή μέσα. Από τις σφαίρες τραυματίστηκε και ο καπνοπώλης. Ο Ι. Κουτσής ήταν καταδιωκόμενος δημοκρατικός από την Λιβαδειά και τον φιλοξενούσε στο σπίτι του ο καπνοπώλης. Το θύμα φέρει πολλά τραύματα στο στήθος. Μεταφέρθηκε στο κρατικό νοσοκομείο. Το δεύτερο θύμα των μοναρχικών δολοφόνων, Κουτσής, υπέκυψε στα τραύματα στο νοσοκομείο που μεταφέρθηκε».
[Τα παραπάνω βασίστηκαν στις περιγραφές του Γιώργη Κατσιμίχα (Λιόλη), παλαιού αγωνιστή και κρατούμενου στις φυλακές Κέρκυρας, του Βαγγέλη Μουράτη παλαιού Προέδρου της Κοινότητας Αλιάρτου, στις διηγήσεις της Αγγελικής Κουτσή-Αρβανίτη και Σοφίας Κουτσή, αδελφών του Γιάννη Κουτσή και χάρις στην βοήθεια του Παύλου Βασιλείου, από την Άσκρη και ορισμένων άλλων πολιτών και του Γιώργου Σαλεμή, που μου έστειλε το δημοσίευμα του ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ.]