Στίχοι-Μουσική: Σπύρος ΖαγΩραίος
Ποιος είσαι κι από πού
κρατά
φίλε μου η γενιά σου
και είναι τόσο όμορφη,
φίλε, η ζεϊμπεκιά σου;
Μήπως είσ’ απ’ τον Περαία;
Μήπως είσαι Καλαματιανός;
Ή μην είσ’ απ’ τον Βαρδάρη
και είσαι ξύπνιο παλληκάρι;
Οχτώ φιγούρες πέταξες
απάνω στην πενιά μου
αν θα πετάξεις άλλες δυο,
σπάω τον μπαγλαμά μου.
Μήπως είσαι Αιγαλιώτης;
Ή απ’ το Χατζηκυριάκειο;
Ή μην είσαι από την Μάνη
και είσ’ ένα παιδί τζιμάνι.
Όλους τριγύρω έκανες
εσένα να θαυμάζουν
και δυο ματάκια γαλανά,
φίλε μου η γενιά σου
και είναι τόσο όμορφη,
φίλε, η ζεϊμπεκιά σου;
Μήπως είσ’ απ’ τον Περαία;
Μήπως είσαι Καλαματιανός;
Ή μην είσ’ απ’ τον Βαρδάρη
και είσαι ξύπνιο παλληκάρι;
Οχτώ φιγούρες πέταξες
απάνω στην πενιά μου
αν θα πετάξεις άλλες δυο,
σπάω τον μπαγλαμά μου.
Μήπως είσαι Αιγαλιώτης;
Ή απ’ το Χατζηκυριάκειο;
Ή μην είσαι από την Μάνη
και είσ’ ένα παιδί τζιμάνι.
Όλους τριγύρω έκανες
εσένα να θαυμάζουν
και δυο ματάκια γαλανά,
γλυκά να σε
κοιτάζουν.
Πατρινός πάντως δεν είσαι...
Αθηναίος; Το ξεκόβω.
Με την ζεϊμπεκιά που βλέπω
Μήπως είσ’ από τον Βόλο;
Πατρινός πάντως δεν είσαι...
Αθηναίος; Το ξεκόβω.
Με την ζεϊμπεκιά που βλέπω
Μήπως είσ’ από τον Βόλο;
Με
τον μακαρίτη τον Σπύρο ΖαγΩραίο, και
ειδικά με το εν λόγω τραγούδι του, έχω
ασχοληθεί όταν συνόψισα όλες τις
παρατηρήσεις
μου για την αρβανίτικη διάλεκτο σε ένα
κείμενο. Θέλοντας να μιλήσω για “έναν
άλλο κόσμο”, εκείνον της ψιλοκεντημένης
πολυποικιλότητας της Ελληνίδας Ανατολής,
ή, αν θέλετε, της Ελληνίδας Δύσης,
επικαλέστηκα και αυτό το τραγούδι:
«Άρματα,
ρούχα, υφάσματα, σπίτια, εκκλησίες,
κτήρια, εργαλεία, βιβλία, κλπ, διαφέρουν
μεταξύ τους αν και είναι ένα ενιαίο και
αρμονικό όλο. Ο ανθρωπολογικός τύπος
της εποχής αυτής, εξ ορισμού, είναι
διαπλασμένος έτσι ώστε, αφ' ενός, να
διακρίνει την μικρή, ή την μεγάλη,
ετερότητα και, αφ' ετέρου, να την
αναπαραγάγει, στη μικρή ή στη μεγάλη
κλίμακα, προσθέτοντας “κάτι τι” δικό
του. Αυτό σημαίνει ότι η ποικιλομορφία,
η “βιοποικιλότητα” της κοινωνίας,
αναπαραγόμενη γεωμετρικά, έφτανε σε
απίστευτα επίπεδα. Μόνο μια μικρή ιδέα
μπορούμε να πάρουμε σήμερα από κάποια
ψήγματα που έφτασαν στις μέρες μας. Ένα
τέτοιο είναι και το τραγούδι του μακαρίτη
Σπύρου Ζαγοραίου “Ποιος
είσαι και από πού κρατάς”(κλικ) όπου
προσπαθεί να εν-τοπίσει την καταγωγή
του χορευτή από τον τρόπο που χορεύει!
Έμπλεως αριστοτελικότητας ο λαϊκός
ραψωδός, προσπαθεί από τις ενέργειες -
εν προκειμένω από τις φιγούρες του
ζεϊμπέκικου χορού - να αντιληφθεί την
ουσία, την ταυτότητα! Από τον τρόπο που
χόρευε μπορούσε να γίνει εμφανής ο τόπος
που ζούσε και του προσέδινε την ταυτότητα.
Είναι αυτό που λέμε και αλλού, ο Τόπος
ήταν, τότε, το Πρόσωπο του Τρόπου!
Εξακολουθεί να ισχύει το θεώρημα αλλά
πια τα χαρακτηριστικά του Προσώπου
είναι ξεθωριασμένα, ασβεστωμένα,
σκαλισμένα για να “πιάσει πάνω τους ο
σοβάς”, και, σε πολλές περιπτώσεις, με
“βγαλμένα τα μάτια”. Σαν τις υπόλοιπες
αγιογραφίες».
Στον κόσμο
αυτό, της Ελληνίδας Ανατολής και της
Ελληνίδας Δύσης, ό,τι μουσική παιζόταν,
ήταν ζωντανή και άμεση, φρέσκια. Εξ ου
και η έκφραση “κονσέρβα”, τα πρώτα
χρόνια της τηλεόρασης. Δεν ήταν ζωντανό
παίξιμο αυτό που μας έδειχναν,
“φρεσκομαγειρεμένο”, της ώρας, αλλά
ήταν “κονσέρβα”.
Κι όταν
χορεύει
ο άνθρωπος, ο μερακλής, ενώπιον της
ζωντανής ορχήστρας, ο μεν χορευτής,
υπαγορεύει το ύφος του, από την ίδια του
κιόλας την επιλογή του τραγουδιού, στην
ορχήστρα, η δε ορχήστρα και ο κορυφαίος
της, προσπαθεί “να βάλει τον ρυθμό στα
πόδια του χορευτή”, όπως έφη η Σωτηρία
Μπέλου αλλά και όπως ξέρουν οι μουσικοί
που παίζουν πράγματι για τον λαό. Όσο
περισσότερο πετυχαίνει η αλληλοπεριχώρηση
αυτή, τόσο εκστατικότερο αποτέλεσμα
προκύπτει, τόσο “φεύγει” η κατάσταση
απ΄ τα ανθρώπινα και οδεύει... ορχούμενη
προς τα θεϊκά.
Σε μια τέτοια
“ανατροφοδότηση” μετέχοντας ο Σπύρος
ΖαγΩραίος, αν και έμπειρος μύστης του
μυστηρίου αυτού της ορχήσεως, εντυπωσιάζεται
από το ζεϊμπέκικο ενός αγνώστου.
Το κέντρο,
ο πυρήνας, της έκπληξής τους είναι
τούτος:
«Οχτώ
φιγούρες πέταξες
απάνω στην πενιά μου
αν θα πετάξεις άλλες δυο,
σπάω τον μπαγλαμά μου»
απάνω στην πενιά μου
αν θα πετάξεις άλλες δυο,
σπάω τον μπαγλαμά μου»
Οκτώ φιγούρες
είναι πολλές και το τέλειο είναι οι
δέκα, όπου εκεί, ο μουσικός, δεν αντέχει
την έξαρση και “σπάει”, "διαλύεται"! Θυμίζει αμέσως,
τον στίχο του Νιόνιου:
«Αηδόνι
πες μου απ' του δικού σου μπλουζ τα ύψη
πριν
διαλυθείς εκεί στον φθόγγο τον οξύ»
Υπάρχει,
λοιπόν, ένας “φθόγγος” οπού, άνθρωπος
και αηδόνι, διαλύονται και ο λόγος είναι
η υψηλές επιδόσεις της αρμονίας, της
ΣΧΕΣΗΣ! Δεν είναι τεχνικό επίτευγμα!
Δεν είναι σκέτη δεξιοτεχνία, του ενός
και του άλλου. Είναι ερωτική κορύφωση,
οπού ο καθένας εναποθέτει στον άλλον
ό,τι πιο όμορφο έχει, σε έναν ΣΥΝαγωνισμό
αυτοπροσφοράς και αυθυπέρβασης. Εκεί που "τα δίνεις όλα"..."η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα", αν και αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο τραγούδι ενός άλλου μεγάλου μύστη.
Σε
αυτό το σημείο, ο Σπύρος ΖαγΩραίος,
βαθαίνοντας στον αριστοτελισμό του,
θέτει το ζήτημα πλήρως οντολογικά.
Ξεκινάει να φτιάξει τραγούδι την έκπληξή
του και μάλιστα ευθύς εξ αρχής με τον
“λόγο περί του όντος”... τι είναι αυτό
που κάνει το ον να είναι ό, τι είναι!
Τι
είδους άνθρωπος είναι αυτός που χορεύει
τόσο όμορφα και, κυρίως, πού φτιάχτηκε. Ποιο είναι το κοινωνικό εργαστήριο της
ομορφιάς αυτής!
Δεν έχει καμιά σχέση ο
Σπύρος ΖαγΩραίος με τον Μέγκελε, ούτε
με τα εργαστήρια ευγονικής!
Η γενιά του
χορευτή οφείλει την ποιότητά της σε
Τόπους, οι οποίοι είναι, Πρόσωπα του
Τρόπου! “Κρατάει” από κάπου, η γενιά
του, από μια Παράδοση, δηλαδή, από μια
Μαστορική, ψυχών, σωμάτων και χορών!
«Ποιος
είσαι κι από πού κρατά
φίλε μου η γενιά σου
και είναι τόσο όμορφη, όμορφη,
φίλε, η ζεϊμπεκιά σου;»
φίλε μου η γενιά σου
και είναι τόσο όμορφη, όμορφη,
φίλε, η ζεϊμπεκιά σου;»
Η
απορία του μουσικού είναι της ίδιας
τάξεως με την απορία που έχουμε όλοι
όταν βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι -καλό
ή κακό- πέρα από τα συνήθη μέτρα. Εκεί
πάντα θέτουμε εκείνο το ερώτημα: μα τι
άνθρωπος είσαι εσύ; (εννοείται “που
κάνεις το άλφα ή το βήτα”). Το λέμε και
στα παιδιά μας: “τι παιδί είσαι εσύ;”...
όταν κάνει κάτι που δεν το περιμένουμε
από ένα παιδί στην ηλικία του. “Πού σε
βρήκαμε εσένα;” λέμε σε κάποια άλλη
περίπτωση. Για να καταλήξουμε στην
περίπτωση μιας όμορφης γυναίκας: “
ζαχαροπλάστης είναι ο μπαμπάς σου;”
κλπ.
Ο
τρόπος για να αντιμετωπίσουμε την
έκπληξη του εξαίρετου είναι να μάθουμε
την καταγωγή του, ήγουν, τον τρόπο που
φτιάχνεται.
Εδώ,
στο τραγούδι, συμβαίνει το ίδιο αλλά σε
διαστάσεις κοινωνικές, αφού ταυτόχρονα
με την έρευνα λαμβάνει χώρα και η
εκπαίδευση. Το αποτέλεσμα της έρευνας
διαχέεται στην κοινωνία, για να γίνει
κτήμα της και να αναπαραχθεί.
Η
τρίτη μεγάλη ταυτοτητο-ποιητική Παράδοση
του Τ(ρ)όπου μας, η Σχολή ή η Παιδεία, σε
πλήρη δράση και μάλιστα “από τα κάτω”!
Στη
δεύτερη στροφή ο άριστος μπουζουκτζής,
γίνεται ''άριστος Εικαστής” του Τ(ρ)όπου
μας και αρχίζει να εικάζει αλλά και να
εικονίζει: Το πρώτο που του έρχεται στο
νου είναι ο Πειραιάς. Άλλη όμως μαστορική
στον Περαία και άλλη στο Χατζηκυριάκειο!
Ο Περαίας έχει κι αυτός τα φράκταλ του!
Άλλη μαστοριά στο Αιγάλεω, μόλις λίγο
πιο πέρα, ενώ στην Αθήνα και στην Πάτρα,
δεν γίνονται αυτά τα πράγματα, “το
ξεκόβει”. Μπορεί να είναι από την
Καλαμάτα όμως, ή απ' τον Βαρδάρη, οπότε
είναι “ξύπνιο παλληκάρι”. Από την Μάνη
αν είναι, θα είναι και “παιδί τζιμάνι”!
Τελευταία ευκαιρία να το βρει, η εικασία
του Βόλου, και εκεί σταματάει.
Μας
αφήνει με τη δυνατότητα να προσθέσουμε
εμείς, μετέχοντας της ορχήσεως, τις
άλλες δυο φιγούρες που “λείπουν” απ'
την κορύφωση, αλλά και τα υπόλοιπα
ενδεχόμενα της καταγωγής της ομορφιάς.
Η ΣΧΕΣΗ μεταξύ μουσικού και χορευτή,
περνάει μέσα από αρμονίες αλλά δεν είναι
ερήμην της κοινωνίας. Όντας η ίδια η
ΣΧΕΣΗ κοινωνία, κοινωνικοποιείται
πάραυτα, όχι μόνο στο επίπεδο της
Ιστορίας, της καταγωγής, αλλά και στο
Νυν και στο Αεί. Διερευνώντας το νυν στο
παρελθόν, παροντοποιείται το παρελθόν
και εκτείνεται στο μέλλον.
«Όλους
τριγύρω έκανες
εσένα να θαυμάζουν
και δυο ματάκια γαλανά,
γλυκά να σε κοιτάζουν»
εσένα να θαυμάζουν
και δυο ματάκια γαλανά,
γλυκά να σε κοιτάζουν»
Τα
ρήματα “θαυμάζουν” και “κοιτάζουν”,
ενεστωτικά και διαρκείας, μας λένε
άρρητα πράγματα, επιδεκτικά του
φαντασιακού μας αυτοσχεδιασμού, αφού
συνεχίζουμε κι εμείς, τώρα δα, να
θαυμάζουμε και να κοιτάζουμε την όρχηση,
μέσα από τους στίχους και τη μουσική.
Και,
βέβαια, πώς θα μπορούσε όλο αυτό το
μυστήριο να μην έχει και την αντανάκλασή
του σε “δυο ματάκια γαλανά”, και πώς
θα μπορούσε να μη κοιτάζουν γλυκά τον ερωτικό και ερωτεύσιμο ορχηστή;