Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019

1924, Φόνος στην Πάρνηθα - Φονιάς & θύμα από το Σχηματάρι και το Χλεμποτσάρι

Ο Τηλέμαχος Μπασιάκος και η δολοφονία του Παναγιώτης Μωραΐτη - Η δίκη διακόπτεται από τη δικτατορία του Παγκάλου - Ο Ναπολέων Ζέρβας επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος στη Μαλακάσα




Στις 18 Φεβρουαρίου 1924, ο Πάνος Μωραΐτης από το Χλεμποτσάρι χάνεται μαζί με ένα μεγάλο, για την εποχή ποσό (500.000 δρχ.) που μόλις έχει αναλάβει από την τράπεζα. 
Οι έρευνες για την τύχη του καταλήγουν σε υπόπτους αλλά όχι σε συλλήψεις, ώσπου ανακαλύπτεται το πτώμα του σε μια ρεματιά του Αγίου Μερκουρίου στην Πάρνηθα, από τσομπάνηδες, τον Μάιο της ίδιας χρονιάς.  
Ο κύριος ύποπτος, ο Τηλέμαχος Μπασιάκος του Ιωάννη και της Στυλιανής (Γεωργαντά), συλλαμβάνεται μαζί με τους Δημ. Παπαδημητρίου και Αθ. Τσιβούλη.
Μετά από «δαιδαλώδεις» ανακρίσεις, αλλεπάλληλες και αντιφατικές καταθέσεις του βασικού μάρτυρα Δ. Παπαδημητρίου, η δίκη ορίζεται για τον Ιούνιο του 1925, του Μπασιάκου επιμένοντος μέχρι τέλους ότι είναι αθώος!  
Η δίκη που λαμβάνει χώρα από την 16η Ιουνίου έως την 28η, εν μέσω γενικευμένης υστερίας από τις εφημερίδες της εποχής, διακόπτεται από το πραξικόπημα του Θ. Παγκάλου, το οποίο εκδηλώθηκε στις 25 Ιουνίου. 
Τελικά η απόφαση που βγαίνει τρεις μέρες μετά καταδικάζει τον Μπασιάκο σε θάνατο, τον συνεργό του Παπαδημητρίου σε ισόβια και τον τρίτο εμπλεκόμενο Α. Τσιβούλη σε δυο χρόνια κάθειρξη. 
Η εκτέλεση διατάσσεται στις 30 Ιουνίου για την επομένη, στον τόπο του εγκλήματος, στην Μαλακάσα.
Η υστερία γενικεύεται και κορυφώνεται. Νεαρές δεσποινίδες και κυρίες βάζουν «μέσον» για να παραστούν στην εκτέλεση. Οι δημοσιογράφοι βάζουν «μέσον» για να φυλακισθούν στο διπλανό κελλί του μελλοθανάτου για να παρακολουθήσουν τις τελευταίες ώρες της ζωής του. Κομβόι αυτοκινήτων ακολουθούν τον μελλοθάνατο ως την Πάρνηθα, όπου ήδη έχει συρρεύσει πλήθος κόσμου. Για τρεις χιλιάδες, κάνει λόγο ο δημοσιογράφος Σπύρος Λεωτσάκος που έχει «ειδικευθεί» στην υπόθεση εκείνη και μας την παρουσιάζει αρκετά χρόνια αργότερα, το 1963,  σε συνέχειες, στο περιοδικό «Αστυνομικά Χρονικά».
Εκεί προβαίνει και στην εξής κατάπτυστη και εξωφρενική κυνική ομολογία: 
«...Και όταν ύστερα από το θρασύτατο γράμμα του έμαθε ότι ο Σωματάρχης (σ.σ. Μανέτας) διέταξε την εκτέλεσί του για το άλλο πρωί, αντί να τα βάλη με τον εαυτό του που έφαγε το κεφάλι του, δεν έπαυε μέσα  από το κελί να με καταριέται και να με στολίζη  με ακατονόμαστες βρισιές. Θεωρούσε στο παράξενα αρρωστημένο και εγκληματικό μυαλό του ότι εγώ ήμουν υπαίτιος για τον χαμό του και όχι ο εαυτός του. Ότι βέβαια είχαμε συντελέσει κατά πολύ και οι δυο μας με τον Ζερβέα στο να παραπεμφθή η υπόθεσις στο Στρατοδικείο που έβγαλε τέτοια απόφασι, είχαμε, γιατί αν ο Μπασιάκος δικαζόταν από τους ενόρκους, με τον «άγνωστο ιδιαίτερο», με το «μυστηριώδες σπίτι» της οδού Αχαρνών, με τις αντιφατικές απολογίες του Παπαδημητρίου για τον τόπο της διαπράξεως του εγκλήματος, με την άρνησι του Μπασιάκου  και με τις ελάχιστες περιπτώσεις δικαστικών πλανών, που πάντα αναφέρουν στις αγορεύσεις τους οι συνήγοροι, είναι αμφίβολο αν ο Μπασιάκος θα καταδικαζόταν σε θάνατο. Θα ξοφλούσε σε λίγα χρόνια φυλακή, όπως ο δράστης του εγκλήματος του Νεκροταφείου. Και μπορεί μάλιστα και να αθωωνότων. Και τότε μάλιστα τα δικαστήρια των Συνέδρων δεν είχαν την ευχέρεια να κηρύσσουν αθωωτικές ετυμηγορίες «πεπλανημένες»...» 
Και αυτά τα λέει, επαναλαμβάνω, σε περιοδικό της Αστυνομίας, έμπλεος αυταρέσκειας και αυτοθαυμασμού! 

Και ο Μπασιάκος όμως δεν του τη χαρίζει. Λίγο πριν τον πάρουν από την φυλακή γράφει το εξής σημείωμα: 

«Λεωτσάκον,

Όχι προς την «Βραδυνή». Προς εσάς ατομικώς. Είσαι άτιμος και λερώνεις την εφημερίδα αυτή με την άτιμη και αισχρή πέννα σου. 

Τηλ. Μπασιάκος»

«Αντί για την λέξι άτιμος μεταχειρίστηκε και ακόμη βαρύτερη βρισιά, που δεν μπορώ δυστυχώς να τη γράψω. Και ταυτόχρονα άρχισε να βρίζη και να με καταριέται και πάλι...» εξηγεί ο ίδιος ο Λεωτσάκος.

Αυτή την παρουσίαση του Λεωτσάκου, θα βρει ο αναγνώστης αμέσως παρακάτω, στις σελίδες των «Αστυνομικών Χρονικών». 
Στη συνέχεια δε, κάποιες σελίδες της εφημερίδας «Εμπρός» από την ημέρα της εκτέλεσης, με την λεπτομερή περιγραφή της, την διαταγή εκτέλεσης του φρουράρχου Αθηνών αν/χη Ν. Ζέρβα, το τελευταίο σημείωμα του Μπασιάκου και τις εκμυστηρεύσεις του στον λοχαγό της φρουράς που τού τα λέει γιατί «εμείς οι Αρβανίτες είμαστε τίμιοι άνθρωποι». Ο λοχαγός ήταν κι αυτός Αρβανίτης και συνομιλούσε μαζί του σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής. 

Ο Τηλέμαχος Μπασιάκος έμεινε μέχρι τέλους σιωπηρός, επαναλαμβάνοντας ότι είναι αθώος  ακόμα και προ του αποσπάσματος.