Σάββατο 24 Αυγούστου 2019

Το Κοινό των Σιφνίων και η Παιδεία του



Η κυρά Βρυσιανή. Κτήτωρ Βασίλειος Λογοθέτης: «ωκοδόμησα δια την βοήθειαν της πατρίδος...
δια ψυχικόν εδικό μου, ακόμη και δια βοήθειαν πολλών πτωχών και ωφέλεια ψυχών...
όπως με εφώτισε ο αφέντης Θεός»....
«Εγώ εμπορούσα να κάμω αλλού την όρεξή μου και εις καλύτερον τόπον..»...
«Δια τούτον δεν εθέλησα παρά να γενή εις τον τόπον του Θεολόγου»
[Η φωτογραφία είναι από τη σελίδα Sifnos2days.gr]




Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής




Σαν να θέλει ο Σίμος Μιλτ. Συμεωνίδης να τεκμηριώσει [εκ παραλλήλου με τη διατύπωση και την επεξεργασία τηςi] τη θεωρία των τριών ταυτοτητο-ποιητικών παραδόσεων [ των τριών «παράξενων ελκυστών»: της Πολιτικής, της Πίστης και της Παιδείας- από το 1995, όταν καταπιάνεται με το θέμα της Εκπαίδευσης στο νησί στο τεύχος Ε' των Σιφνιακών] προτάσσει, επί μακρόν, τη δράση των παπικών και ορθοδόξων κληρικών στις Κυκλάδες και στη Σίφνο.
Μέχρι τώρα δείξαμε πως η Πολιτική και η Πίστη, ή αλλιώς, το Βουλευτήριο και το Θυσιαστήριο, αλληλοπεριχωρούνται, αλληλοϋποστηρίζονται, «συμπτύσσουν του λόχους τους» όταν η ανάγκη το απαιτεί. Από τις πρώτες σελίδες του τεύχους φαίνεται καθαρά στον αναγνώστη πώς, το Θυσιαστήριο πρώτα, και το Βουλευτήριο στη συνέχεια, οργανώνουν την τρίτη ανθρωποποιητική μαστορική, την Παιδεία (ή Σχολή), εκείνη δηλαδή την παράδοση που αναπαράγει τις δύο πρώτες και, τελικά, το είδος της κοινωνίας.
Με την καταστροφική για τους Έλληνες και την Αυτοκρατορία, πλην όμως επιμελώς συγκεκαλυμμένη, φράγκικη κατάκτηση του 1204, έχουν καταργηθεί οι ορθόδοξες επισκοπές στις Κυκλάδες. Υπάρχουν μόνο καθολικές, διώξεις ορθοδόξων κληρικών, καταπιέσεις κάθε είδους, προσηλυτισμός και προσχωρήσεις στο παπικό δόγμα, δράσεις όλων των ειδών από τους παπικούς απεσταλμένους και υπό την τυραννία Φράγκων και Λατίνων ηγεμόνων.
Μετά όμως από το 1537, οπότε ο Γοζαδίνος τη Σίφνου γίνεται φόρου υποτελής στους Τούρκους, η κατάσταση αρχίζει ν' αλλάζει βαθμιαία. Οι ορθόδοξες επισκοπές επανασυστήνονται, εκκλησίες κτίζονται, ορθόδοξοι μοναχοί κηρύσσουν, ο πληθυσμός μεταστρέφεται στην ορθοδοξία, και όλα αυτά έχουν θρησκευτικό αλλά και πολιτικό περιεχόμενο μαζί. Η πολιτική  οργάνωση του Κοινού είναι ασύμβατη με την εξουσία των Δυτικών. Το ίδιο και η Πίστη. Αντίθετα, το Κοινό (ως υπόσταση της Πολιτικής παράδοσης) με την Πίστη (Θυσιαστήριο) της ορθόδοξης Ανατολής όχι μόνο είναι συμβατά μεταξύ τους αλλά και το ένα προϋποθέτει το άλλο, ενώ από κοινού προβαίνουν στην ανασυγκρότηση του τρόπου αναπαραγωγής τους, της Σχολής (Παιδείας).
Το 1646 ιδρύεται η αρχιεπισκοπή της Σίφνου και υπάγεται κατευθείαν στο Πατριαρχείο (εξαρχία). Το 1630 καταγράφονται 40 ιερείς στις ενορίες, ενώ το 1650 το νησί έχει 310 εκκλησίες και 44 ιερείς. Η απάντηση στο ογκούμενο, μετά το 1621, ρεύμα προσηλυτισμού των παπικών, είναι άμεση και καταιγιστική.
Για τον Συμεωνίδη αυτό σημαίνει ταυτόχρονα και ανάπτυξη της Εκπαίδευσης «αφού κάθε σχεδόν κληρικός στην εκκλησία του ήταν και ένας δάσκαλος». Στον ισχυρισμό αυτό παραθέτει κατ' αρχήν τη συνοδική απόφαση του 1593, επί πατριάρχου Ιερεμία Β' του Τρανού, όπου προτρέπονται οι μητροπολίτες να καταβάλλουν προσπάθειες για την ίδρυση σχολείων «ώστε τα θεία και ιερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι, βοηθείν δε κατά δύναμην τοις εθέλουσιν διδάσκειν και τοις μαθείν προαιρουμένους». Στη συνέχεια παραθέτει πλήθος στοιχείων επί της τοπικής «εξειδίκευσης» αυτής της συνοδικής απόφασης.
Από το 1587 υπάρχει αναφορά για την ύπαρξη μετοχίου της Μονής Πάτμου. Το 1635 χτίζεται η πρώτη μονή της Βρύσης από τον Βασίλειο Λογοθέτη σε κτήμα που ανήκε στη Μονή αυτή. Από το 1629 αναφέρεται ο Άγιος Αρτέμιος ως μετόχι της Μονής Σίμωνος Πέτρας. Το 1636 αναφέρεται και ο Άγιος Αντίπας ως δεύτερο μετόχι της ίδιας εκείνης μονής του Αγίου Όρους. Ιδιαίτερα οι αγιορείτες μοναχοί προκαλούν το μένος των διαφόρων μισσιοναρίων, περιγράφοντάς τους στις εκθέσεις τους με τα μελανότερα χρώματα, λόγω της μαχητικότητάς τους.
Η πάλη όμως αυτή, ανάμεσα στους ορθοδόξους και καθολικούς κληρικούς, δεν μπορεί παρά να έχει ως κύριο πεδίο της την εκπαίδευση. Δύο πολύ σημαντικές μαρτυρίες μας διαφωτίζουν επί του ζητήματος, από τα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα, ακόμη.
Η μία είναι του Ιάκωβου Μηλοΐτη, το 1587 από τη Μήλο, σε επιστολή του προς τον ελληνιστή Μαρτίνο Κρούσιο, στην οποία αναφέρεται ότι στα νησιά λειτουργούν «μικρά σχολεία των παίδων, εις α το ψαλτήριον και άλλα βιβλιάρια διδάσκονται να αναγιγνώσκωσιν και να γράφωσιν, εν πολλαίς όμως νήσοις διδάσκεται και η ιταλική δια το μετά της Βενετίας εμπόριον».
Η δεύτερη είναι του Μάρκου Πόλλα, βικάριου (1634-1651) και δάσκαλου στο νησί, ο οποίος σε έκθεσή του προς το Βατικανό αναφέρει: «Οι (ορθόδοξοι) κάτοικοι της Σίφνου είναι ευγενείς και αρκετά εξοικειωμένοι με το λατινικό δόγμα, δεδομένου ότι διετέλεσαν επί διακόσια και πλέον χρόνια υπό την κυριαρχίαν των αρχόντων Γοζαδίνων, οι οποίοι διετήρουν λατίνους ιερείς και διδασκάλους, αλλά μετά την αναχώρησίν εκείνων όλοι εδώ ησπάσθησαν το ελληνικό δόγμα λόγω ελλείψεως Λατίνων ιερωμένων...»
Και τα δύο δόγματα, λοιπόν, προσπαθούν για την καλλιέργεια των γραμμάτων στο νησί. Το καθένα για τους δικούς του σκοπούς. Και οι δύο πλευρές κατανοούν το όφελος και τη ζημιά από την επικράτηση, στο χώρο της εκπαίδευσης ειδικά, εκείνων ή των άλλων.
Ιδιαίτερα όμως αγχωμένοι και ανήσυχοι είναι οι παπικοί. Βλέποντας ότι χάνουν τον πληθυσμό και ότι η επιρροή τους μειώνεται, τόσο που δεν μπορούν να συντηρήσουν ούτε ιερείς ούτε βικάριους ως δασκάλους, παρ' όλα αυτά, επιμένουν με συνεχείς εκκλήσεις στο Βατικανό για υποστήριξη. [Τρία χρόνια μετά την εκδίωξη των Γοζαδίνων, το 1620, στη Σίφνο καταγράφονται 4 οικογένειες καθολικών]
Θα περίμενε κανείς, με τα όσα ξέρει σήμερα από πολιτική και θρησκεία, το Κοινό των Σιφνίων να δώσει και το τελικό συντριπτικό χτύπημα στους ήδη διαλυμένους αντιπάλους του και να εξαλείψει οριστικά τους παπικούς από τον τόπο. Οι Σίφνιοι, όμως, με επικεφαλής τον Βασίλειο Λογοθέτη, που διακρίνεται και προκόβει στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα, δεν κάνουν αυτό. Κάθε άλλο!
Έχοντας πια αίσθηση της ισχύος τους, υπολογίζοντας σωστά τον συσχετισμό των δυνάμεων, όπως θα λέγαμε σήμερα, όχι μόνο δεν αποδιώχνουν τους τελευταίους πένητες της Αγίας Προπαγάνδας αλλά αντίθετα, αναλαμβάνουν να τους στηρίξουν οι ίδιοι. Μάλιστα, τα πρώτα σχολεία της Σίφνου, συνδέονται με εκείνους ακριβώς τους απεσταλμένους.
Ο Συμεωνίδης αναφέρεται αναλυτικά στη ζωή και στο εκπαιδευτικό έργο των διδασκόντων Ντε λα Ρόκα, Ντε λα Γραμμάτικα, Μάρκο Λίμα, Μάρκο Πόλλαii, Παρθένιο Χαιρέτηiii, Φραντσέσκο Μικελλούτσιiv, Ζώρζη ντα Πόλλα, Βαρθολομαίο ντα Πόλλαv, Αντόνιο Γοζαδίνο, Γεώργιο Πέρη κ.α. Όλοι τους είναι κληρικοί. Εκτός από τον Παρθένιο, όλοι είναι καθολικοί. Όλοι αποτυγχάνουν στο προσηλυτιστικό τους έργο αλλά επιτυγχάνουν στο εκπαιδευτικό, πράγμα που τους εξασφαλίζει την εκτίμηση της σιφνιακής κοινωνίας.
Η αιτία της διττής αυτής τακτικής απέναντι στους κληρικούς-δασκάλους της παπικής εκκλησίας βρίσκεται διατυπωμένη στην επιστολή του Ιακώβου Μηλοΐτη, στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω. Οι παπικοί δίδασκαν τα παιδιά ιταλικά και λατινικά, γεγονός που βοηθούσε τους νησιώτες στο εμπόριό τους με τη Βενετία αλλά και τις άλλες πόλεις της Ιταλίας. Όχι μόνο οι παίδες των Σιφνίων αλλά οι και των γύρω νησιών, πηγαίνουν στη Σίφνο για να μάθουν γράμματα. Το 1662 ανέρχονται σε 50 μαθητές. Για τους Σίφνιους η φοίτηση είναι δωρεάν. Για τους λοιπούς, έναντι μικρού τιμήματος... «ένα ρεάλι και έξι πινάκια αραβοσίτου» ανά μαθητή!


Ανάκαμψη της οικονομίας, του εμπορίου και της ναυτιλίας


Την εποχή εκείνη το εμπόριο ήταν στην μεγάλη και ανοδική φάση του. Κοντά σ' αυτό και η ναυτιλία. Από το 1620 η Σίφνος αναφέρεται ως κέντρο διεξαγωγής του εμπορίου και προσέγγισης μεγάλου αριθμού σκαφών. Οι γύρω νησιώτες, μάλιστα, πήγαιναν στη Σίφνο για να βρουν μέσω για να ταξιδέψουν. Το 1638 αναφέρεται ότι υπήρχαν 50 πλοία ντόπιων πλοιοκτητών.
Με ιδιόκτητα πλοία, λοιπόν, οι έμποροι του νησιού δραστηριοποιούνταν σε όλες τις Κυκλάδες απ' όπου συγκέντρωναν και προωθούσαν διάφορα εμπορεύματα για τις αγορές της ημεδαπής και της αλλοδαπής. Από νεώτερες και λεπτομερείς μελέτες προκύπτει ότι υπήρχε μια δομή στις ναυτιλιακές δραστηριότητες. Πλήθος μικρών σκαφών, μετέφερε τα προϊόντα σε κάποια κομβικά λιμάνια απ' όπου μεταφορτώνονταν σε άλλα μεγαλύτερα πλοία, ανάλογα με το είδος τους, τις ποσότητες και τους προορισμούς. Η Σίφνος φαίνεται ότι τότε άρχισε να διαμορφώνεται ως ένα τέτοιο κομβικό σημείο.
Βελανίδια, μετάξι, κρασί, ζωοκομικά προϊόντα, μυλόπετρες κ.α., ήταν τα πιο σημαντικά απ' αυτά, και τα διοχέτευαν στην Πελοπόννησο, Κρήτη, Χίο, Εύβοια, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Επτάνησα, Βενετία, Αγκώνα, Ραγούζα, Μάλτα κλπ.
Δεν ήταν όμως τα προϊόντα των γύρω νησιών το μόνο πεδίο του εμπορίου της Σίφνου.
«Η “εικόνα” της κοινωνίας του νησιού, λέει ο Συμεωνίδης, μετά την διάλυση της καθολικής μειοψηφίας, φανέρωνε την κυριαρχία του ελληνικού στοιχείου, ανερχομένου το 1629 σε 6.000 ψυχές. Κάθε έργο και δραστηριότητα , όπως η γεωργία-κτηνοτροφία, η βιοτεχνία, το εμπόριο και οι ναυτιλιακές εργασίες, είχε περάσει στα χέρια του, με εντελώς νέους όρους και κανόνες που καθόριζε πλέον η Γενική Συνέλευση του Κοινού και όχι ο δυνάστης».
Μεταξύ των άλλων και βιοτεχνία στο νησί! Σήμερα μας ξενίζει. Τι να μπορούσε να παρήγαγε το νησί ώστε να χρησιμοποιείται ο όρος “βιοτεχνία” και σε μια εποχή μάλιστα προ-βιομηχανική και προ-εκμηχανισμένη; Ναι, βιοτεχνία, και μάλιστα αξιόλογη, που παρήγαγε νήματα και υφάσματα προοριζόμενα για την ελληνική αγορά και για εξαγωγές. Τα πάνω από 1.300 σπίτια του νησιού είναι μικρές αλλά δυναμικές παραγωγικές «κυψέλες». Παράγουν μικρές ποσότητες απ' όλα τα προϊόντα του ζην, παράγουν όμως κι εκείνα τα προϊόντα που μπορούν να πωληθούν και να εξασφαλίσουν μετρητά στην οικογένεια. Αυτό είναι το παραγωγικό πολυώνυμο που φτάνει μέχρι τις μέρες μας και το επικαλείται ο Κωνσταντίνος Καραβίδας ως την καθ' ημάς «ανώνυμη εταιρία». Το 1711, ο Ρουγκέρι, παπικός αξιωματούχος αναφέρει: «Μεγάλη εμπορική κίνηση εμφανίζουν τα βαμβάκινα υφάσματα τα οποία παράγονται εδώ σε μεγάλες ποσότητες και εξάγονται στην Τουρκία και τον Μοριά».
Όλες αυτές οι οικονομικές δραστηριότητες, παραγωγικές, εμπορικές, μεταφορικές, χρειάζονταν μορφωμένους ανθρώπους από τον τεράστιο όγκο της νεολαίας μιας κοινωνίας που 6.000 ατόμων, όπου κάθε οικογένεια και κάθε σπίτι, εκτός από τους αργαλειούς, το ροδάνι και το αλέτρι διέθεται και πολλά παιδιά. Τα 2/3 μιας τέτοιας κοινωνίας ήταν νέοι άνθρωποι.
Για καλή τύχη της Σίφνου, εκείνη την εποχή, στην “καρδιά” του 17ου αιώνα, προκόβει στο νησί ο σπουδαίος έμπορος και επίτροπος του Κοινού Βασίλειος Λογοθέτης. Διατηρώντας άριστες διπλωματικές σχέσεις με όλους τους ισχυρούς της εποχής κατορθώνει να «βάλει τη σφραγίδα» του και στα ζητήματα της εκπαίδευσης.
Από τη μια δραστηριοποιείται στην οργάνωση της εκπαίδευσης με την προσέλκυση δασκάλων και την εξασφάλιση των απαραιτήτων για τη λειτουργία σχολείου. Από την άλλη φροντίζει προσωπικά για την συνέχιση των σπουδών των επιμελέστερων μαθητών στη Ρώμη, παρακαλώντας αλλά και δελεάζοντας την Αγία Προπαγάνδα. Γενικότερα, τα δύο αυτά πεδία αποτελούν πραγματικά έπη στην πάλη του Κοινού και των προκρίτων. Επί τρεις αιώνες οι Σίφνιοι αγωνίζονται να εξασφαλίσουν τους ανθρώπους εκείνους που θα διδάξουν τα γράμματα στα παιδιά τους, είτε προσκαλώντας απ' αλλού δασκάλους είτε αναδεικνύοντας από τον ντόπιο εύπλαστο και φιλομαθή νεανικό πληθυσμό της νήσου και των Κυκλάδων.
Θα μπορούσαμε να πούμε, κωδικοποιώντας κάπως το πλήθος των ιστορικών στοιχείων που προσκομίζει ο Σίμος Συμεωνίδης, ότι στη Σίφνο, «από τα κάτω», μακράν της οποιασδήποτε κεντρικής εξουσίας, «επί τόπου» και «εν τοις πράγμασι», συγκροτούνται δύο εκπαιδευτικές βαθμίδες: Η κατώτερη και η μέση.
Η μία μάθαινε στα παιδιά ανάγνωση και γραφή και απαρτιζόταν από Έλληνες ιερείς και μοναχούς, με εκπαιδευτική ύλη τα βιβλία της εκκλησίας. Η άλλη, η δεύτερη βαθμίδα, πήγαινε λίγο παραπέρα, μάθαινε τα παιδιά τη γλώσσα της οικονομίας, λατινικά ή ιταλικά, και προωθούσε τις γνώσεις τους όσο να μπορέσουν να φοιτήσουν στα διάφορα κολέγια της Αγίας Προπαγάνδας. Κάποια απ' αυτά τα παιδιά το κατορθώνουν, κάποια όχι. Από τα πρώτα προκύπτουν νέοι διδάσκοντες που παίρνουν σιγά-σιγά τη θέση των παλιών. Από τα δεύτερα προκύπτουν υπάλληλοι και επαγγελματίες που στελεχώνουν το τεράστιο δίκτυο των οικονομικών δραστηριοτήτων του νησιού, στις εγγύς και στις απομεμακρυσμένες αγορές.
Από όλες αυτές τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες προκύπτει η εξής εικόνα της Παιδείας στη Σίφνο, ακριβώς στα μέσα του 17ου αιώνα, το 1657, και από την αναφορά του δάσκαλου και βικάριου Βαρθολομαίου Πόλλα:
«Στη Σίφνο υπάρχουν 16 καθολικοί (μόνιμοι κάτοικοι), αλλά, συνήθως ο αριθμός τους αυξάνεται με τους ξένους που καταφθάνουν συνεχώς, εμπόρους και κουρσάρους. Οι Έλληνες ανέρχονται σε 4.000 ψυχές και έχουν 60 ιερείς. Ο ορθόδοξοι Σίφνιοι είναι άνθρωποι ευσεβείς που φανερώνουν την ευσέβειά τους με τη διατήρηση των εκκλησιών του σε αρίστη κατάσταση. Έχουν αρκετά καλές σχέσεις με τους Λατίνους και ...είναι πολύ θεοφοβούμενοι. Διακρίνονται για την επιθυμία τους να μαθαίνουν την αλήθεια, λατρεύουν τη συζήτηση, παραμένουν όμως αμετακίνητοι στις απόψεις τους για τις πέντε διαφιλονικούμενες διαφορές μεταξύ των δύο δογμάτων αναφορικά με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, μια ανοησία που δεν εννοούν να παραδεχθούν γιατί, όπως ισχυρίζονται, τα ζητήματα αυτά είναι θεμελιωμένα από τον Δαμασκηνό και τον Άγιο Βασίλειο... Στο νησί κυκλοφορεί ένα βιβλίο τιτλοφορούμενο Φιλαδέλφεια, το οποίο αποτελεί απάντηση στο βιβλίο που τύπωσε η Αγία Προπαγάνδα και έχει σχέση με τις πέντε κορυφαίες διαφορές των δύο δογμάτων. Με αυτό υπερασπίζονται οι ελληνικές σχισματικές απόψεις».
Για το κύρος της μαρτυρίας του Βαρθολομαίου Πόλλα, ο Συμεωνίδης σημειώνει: «Η ανωτέρω περιγραφή για τον χαρακτήρα, τη φιλομάθεια και το εν γένει πνευματικό επίπεδο των Σιφνίων στα μισά του 17ου αιώνα είναι πράγματι βαρυσήμαντη γιατί προέρχεται από άνθρωπο πανεπιστημιακά μορφωμένον, ο οποίος έζησε πολλά χρόνια στο νησί και είχε άμεση και καθημερινή επαφή με τους πολυάριθμους κατοίκους και, συνεπώς, οι γνώμες του είχαν βαρύτητα και αυθεντικότητα.... Δεν ήταν λοιπόν αστοιχείωτοι οι Σίφνιοι της εποχής εκείνης , ούτε ζούσαν σε σκοτάδια αμορφωσιάς και απαιδευσίας, όπως πέτυχε να “περάσει”στην Ιστορία η καθολική προπαγάνδα για τους ορθόδοξους Κυκλαδίτες, χρησιμοποιώντας επιλεκτικά στοιχεία από αναφορές μισσιοναρίων της (που ήθελαν να αποδείξουν ότι δήθεν επιτελούσαν έργο σε κοινωνίες περίπου βαρβάρων ανθρώπων) με παρασιώπηση πολλαπλάσιων ντοκουμέντων των αρχειακών πηγών, όπως η ανωτέρω έκθεση του Βαρθολομαίου Πόλλα...».


Στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα και μετά την άλωση του Χάνδακα


Και κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Κρητικού Πολέμου, που κράτησε είκοσι τέσσερα χρόνια, αλλά και μετά απ' αυτόν, ακόμα στη διετία του λοιμού και του λιμού (1647-1648), η εκπαίδευση στη Σίφνο συνεχίζει την ανοδική της πορεία. Κάπου 300 μαθητές είναι το μέγιστο δυναμικό του, με ο,τι αυτό συνεπάγεται αφού ένα μέρος των μαθητών ήταν από άλλα νησιά και έπρεπε να στεγαστούν και να σιτιστούν. Στο ζήτημα αυτά τα μοναστήρια παρείχαν τις δικές τους υπηρεσίες.
Προϊόντος του χρόνου αυξάνονται και οι ορθόδοξοι δάσκαλοι για την προσέλκυση των οποίων καταβάλλεται παρόμοια προσπάθεια με εκείνη για τους καθολικούς. Ο Ιωάννης Πριβιλέτζιο (Προβελέγγιος, στις επόμενες γενιές), ο παπα-Νικόλαος Βερνίκος, ο Άνθιμος Αρτουλάνος, ο Απόστολος Γοζαδίνο, ο Στέφανος, ο Χρύσανθος, ο Εμμ. Τροχάνης, ο Δανιήλ Κεραμεύς, ο Μισαήλ, ο Τζορτζάκης Μπάος, ο Ιωάννης Τσοχάκης, ο Ζωρζάκης Μάτσας, ο Νικόλαος Χρυσόγελος, ο Ιωάννης Δόλφης, κ.α.
Οι δραστηριότητα του Κοινού δεν περιορίζεται μόνο στην προσέλκυση σημαντικών δασκάλων. Γίνονται και κάποιες κινήσεις για την εδραίωση του σχολείου και τη σύνδεσή του με μεγάλα πνευματικά καθιδρύματα. Την πρώτη εσκεμμένη κίνηση του Βασίλειου Λογοθέτη, να συνδέσει το μοναστήρι της Βρύσης με την Μονή της Πάτμου, προκειμένου να αντλήσει από το κύρος τηςvi, ακολουθεί και δεύτερη. Το σχολείο συνδέεται με το μετόχι του Παναγίου Τάφου(1687), που βρίσκεται λίγο έξω από την πόλη της Σίφνου, το Κάστρο, και υπάρχουν αναφορές για την ύπαρξή του από το 1620. Από δω και πέρα το σχολείο θα πάρει ακόμη μεγαλύτερη αίγλη και θα ακμάσει σε όλο τον 18ο αιώνα, εκπαιδεύοντας πολλούς και σημαντικούς ανθρώπους. Οι τελευταίες σειρές αυτών των μαθητών θα είναι οι άνθρωποι εκείνοι που θα πραγματοποιήσουν τις μεγάλες εξεγέρσεις, τα «Ορλωφικά» και την Επανάσταση του 1821, διατρανώνοντας στους αιώνες ότι, το σχολείο που παράγει «πιστούς» μπορεί να προετοιμάσει επαναστατικές απελευθερωτικές εξάρσεις ενώ δεν φαίνεται να συμβαίνει το ίδιο με το σχολείο που παράγει «πολίτες».
Αυτού του είδους οι «διασυνδέσεις», εκτός του ότι απαρτίζουν οι ίδιες ένα δίκτυο, δημιουργούν τις προϋποθέσεις, υλικές και, κυρίως, πνευματικές, για την δημιουργία και άλλων δικτύων υποστήριξης και χρηματοδότησης. Ήδη από το 1652 εμφανίζονται 56 οικογένειες στην αδελφότητα των φίλων και υποστηρικτών του μετοχίου, ενώ ένα άλλο δίκτυο χρηματοδότησης δημιουργείται γύρω από το ίδιο το σχολείο που επισήμως ιδρύεται το 1687.
Στο δίκτυο αυτό της χρηματοδότησης, το οποίο συνιστά ακόμη έναν μηχανισμό αναδιανομής του πλούτου, μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερα επίπεδα. α) τα δίδακτρα των ξένων μαθητών, β) τους εράνους, γ) τις δωρεές χρημάτων και κτημάτων, δ) τις διακεκριμένες δωρεές όπως πχ εκείνη του μεγάλου Ι. Βαρβάκη.
Η μέθοδος των διακεκριμένων δωρεών είναι η ίδια με εκείνη της ανέγερσης ιδιόκτητων εκκλησιών που θίξαμε σε άλλο κείμενό μας κάνοντας λόγο για την εκούσια αναδιανομή του πλούτου. Μόνο που εδώ έχουμε περισσότερα στοιχεία. Ένας μεγάλος χορηγός δανείζει ένα σημαντικό ποσό σ' ένα ίδρυμα μεγάλου κύρους και αξιοπιστίας, με την υποχρέωση το ίδρυμα αυτό να καταβάλλει τους ετήσιους τόκους, που συνήθως ήταν 8-10%, στο σχολείο για τα έξοδα της συντήρησής του, τον μισθό του δασκάλου κ.λ.π. Αυτό κάνει και ο Βαρβάκης αργότερα, το 1820. Δανείζει 7.500 γρόσια στον Πανάγιο Τάφο, με την υποχρέωση ο δεύτερος να δίνει κάθε χρόνο 600 γρόσια (επιτόκιο 8%) στο σχολείο. Το ίδιο περίπου έχει κάνει, ανεπιτυχώς όμως, και ο Μιχελέτος Κοντόσταυλος το 1662 με την Αγία Προπαγάνδα. Από ένα κεφάλαιο 700 ρεαλίωνvii που τοκίζεται με 10% επιτόκιο, προκύπτει ένας τόκος ετήσιος ο οποίος θα μπορεί να συντηρεί έναν δάσκαλο και να τελεί κάποιες λειτουργίες στην εκκλησία.


Η «διδακτέα ύλη»


Αφού είδαμε στα βασικά του σημεία πώς λειτουργούσε το σχολείο, ποιοι ήταν οι μαθητές και οι δάσκαλοί του, πώς χρηματοδοτούνταν, από ποια κοινωνία χρηματοδοτούνταν και σε ποια κοινωνία απέδιδε τους καρπούς της γνώσεως, πρέπει να δούμε και την διδακτέα ύλη της τρίχρονης αυτής εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Ξέρουμε ήδη ότι τα παιδιά μάθαιναν τα πρώτα γράμματα από τα βιβλία της εκκλησίας. Το “ψαλτήρι”, ήγουν “Δαυίδ του προφήτου και βασιλέως μέλος”, το οποίο είναι γραμμένο στην ελληνική κοινή της πάλαι ποτέ ελληνιστικής οικουμένης.
«Μακάριος ανήρ, ος ου επορεύθη εν βουλή ασεβών και εν οδώ αμαρτωλών ουκ έστη και επί καθέδρα λοιμόν ουκ εκάθισεν. Αλλ' εν των νόμω Κυρίου το θέλημα αυτού, και εν τω νόμω αυτού μελετήσει ημέρας και νυκτός...»
Δεν ήταν, δηλαδή, μόνο μάθημα «γλώσσας», γραφής ανάγνωσης και γραμματικής, αλλά και ποίησης, ηθικής, φιλοσοφίας. Το παιδί εκτός του ότι εξοικειωνόταν από μικρό με σπουδαία κείμενα της ελληνικής γραμματείας, με κορυφαία έργα της ποίησης, κολυμπούσε σε έναν πλούτο νοημάτων για το πως είναι καλό να ζει ο άνθρωπος και τι πρέπει να κάνει για να γίνει καλός άνθρωπος. Στόχος της εκπαίδευσης στη Σίφνο της Τουρκοκρατίας ήταν εκείνος ο ίδιος των αρχαίων: να γίνει ο άνθρωπος «καλός κ' αγαθός» κι όχι απλώς να αποκτήσει «δεξιότητες» για να τα βγάλει πέρα στη ζωή.
Κατά την έρευνα του Συμεωνίδη, το τριετές πρόγραμμα σπουδών της «Μέσης εκπαίδευσης» ακολουθούσε στις γενικές τους γραμμές κάποια πρότυπα ιταλικών σχολείων. Προφανώς για να είναι συμβατή η γνώση για όσους θα συνέχιζαν τις σπουδές σε αυτά τα κολέγια.
Τα ευρεθέντα βιβλία και οι κατάλογοι αυτών, μάς δίνουν μια εικόνα για το επίπεδο των σπουδών: Όμηρος, Ισοκράτης, Δημοσθένης, Πλούταρχος, Αρειανός, Ηρόδοτος, Λουκιανός, Σοφοκλής, Θουκυδίδης, Ξενοφώντας, Επιστολές του Μεγάλου Βασιλείου, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Γρηγορίου Ναζιανζινού, Ιωάννης Δαμασκηνός, Ρωμανός ο Μελωδός, Ανδρέας Κρήτης, ακολουθίες αγίων, παρακλητικοί κανόνες της Παναγίας. Και από τους Λατίνους: Κικέρων, Καίσαρας, Βιργίλιος, Οράτιος.
Στα αρχαία ελληνικά περιλαμβανόταν ακόμη και η Μετρική, η Ποίηση και περί Μουσικής, μαθήματα που παρεδίδοντο από ειδικό δάσκαλο στα τέλη του 18ου αιώνα. Η ρητορική επίσης δεν ήταν άγνωστη στους μαθητές της Σίφνου, για την οποία υπάρχει αναφορά ότι διδάσκονταν υπό διδασκάλου στον ενοριακό ναό του Αγίου Κωνσταντίνου του Αρτεμώνος.
Ικανοποιητικά διδάσκονταν μαθηματικά (αριθμητική, άλγεβρα, γεωμετρία), στοιχεία φυσικής, χημεία και γεωγραφία, ενώ επί Νικολάου Χρυσόγελου καθιερώθηκαν και τα γαλλικά σαν ξένη γλώσσα.
Στις σελίδες 111 έως 126 των «Σιφνιακών» του 1995 (τεύχος Ε') ο Σίμος Μιλτ. Συμεωνίδης, παραθέτει έναν μακρύ κατάλογο διακεκριμένων μαθητών του Σχολείου της Σίφνου μαζί με τα βασικά βιογραφικά τους στοιχεία. Υπάρχουν μέσα από δάσκαλοι μέχρι δραγουμάνος του Στόλου. Μαζί με τους επώνυμους εκείνους, μνημείο, άυλο και πέραν των ιστορικών και στατιστικών καταγραφών και αναλύσεων, της Παιδείας του Κοινού αποτελεί η ίδια η πνευματική καλλιέργεια του λαού της Σίφνου. Κατά κεφαλήν και κατά συλλογικότητες, ενορίες, αδελφότητες, σημερινούς συλλόγους, η καλλιέργεια αυτή αποτυπώνεται σε ορατά και αόρατα, υλικά και άυλα, φυσικά και μετα-φυσικά ίχνη και «πατήματα», τα οποία μόνο με τη σχέση και το βίωμα καθίστανται προσβάσιμα και ψηλαφήσιμα.
Από εκεί ξεκινήσαμε την σειρά ετούτων των κειμένων και εκεί θα καταλήξουμε...
«Φασί δ' οι σοφοί:...και ουρανόν και γην και θεούς και ανθρώπους την κοινωνίαν συνέχειν και φιλίαν και κοσμιότητα και σωφροσύνην και δικαιότητα, και το όλον τούτο δια ταύτα καλούσιν...ουκ ακοσμίαν ουδέ ακολασίαν»...
«Θνητά γαρ και αθάνατα ζώα λαβών και συμπληρωθείς όδε ο κόσμος ούτω, ζώον ορατόν και ορατά περιέχον, εικόν του νοητού θεός αισθητός, μέγιστος και άριστος κάλλιστός τε και τελεώτατος γέγονενviii».


Βλέπε επίσης: Σίφνος: «Δος μοι τούτον τον ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμῳ»Α' & Β'

Σημειώσεις:

i Η διατύπωση και η επεξεργασία της θεωρίας αυτής ξεκίνησε από τον Θεόδωρο Ι. Ζιάκα. Με το Έθνος και Παράδοση το 1993, την Έκλειψη του Υποκειμένου (1η έκδοση: 1997), το Πέρα από το Άτομο (2003) και το Αυτοείδωλον εγενόμην (2005).

ii Ο Μάρκο Πόλλα αν και πέθανε εξαθλιωμένος και πάμπτωχος στο νησί, έτυχε μιας λαμπράς κηδείας στην οποία παρευρέθησαν 51 ορθόδοξοι ιερείς του νησιού.

iii Ο Παρθένιος Χαιρέτης κατέφυγε στη Σίφνο λόγω του Κρητικού πολέμου, εγκαταστάθηκε εκεί, δίδαξε και ίδρυσε σχολή κωδικογράφων.

iv Ο μπερμπάντης Μικελλούτσι, αν και δημιούργησε προβλήματα με τις σχέσεις του με κάποιες μοναχές εν τούτοις ήταν πολύ καλός δάσκαλος και άφησε σημαντικό έργο.

v Ο Βαρθολομαίος ντα Πόλλα, πηγαίνει στη Ρώμη, στο ελληνικό κολέγιο του Αγίου Αθανασίου, μετά από έντονες ενέργειες του Β. Λογοθέτη. Επιστρέφει στη Σίφνο να διδάξει αλλά και να προσηλυτίσει. Στο δεύτερο καθήκον του, μάλιστα, δείχνει ιδιαίτερο ζήλο. Παρ' όλα αυτά, στην ιστορία του νησιού θα μείνει μόνο σαν δάσκαλος.

vi Ο Β. Λογοθέτης, σε επιστολή του προς τον ηγούμενο της μονής Πάτμου εξηγεί: Το μοναστήρι «ωκοδόμησα δια την βοήθειαν της πατρίδος...δια ψυχικόν εδικό μου, ακόμη και δια βοήθειαν πολλών πτωχών και ωφέλεια ψυχών...όπως με εφώτισε ο αφέντης Θεός»....«Εγώ εμπορούσα να κάμω αλλού την όρεξή μου και εις καλύτερον τόπον..»...«Δια τούτον δεν εθέλησα παρά να γενή εις τον τόπον του Θεολόγου» . Δηλαδή, αν και μπορούσε να χτίσει αλλού το μοναστήρι το χτίζει εκεί, στην ιδιοκτησία της Μονής Πάτμου (Θεολόγου). [Σιφνιακά, τεύχος Ε'/1995, σελ 40]

vii Το παζάρι με το Βατικανό ξεκίνησε από τα 100 ρεάλια, ανέβηκε στα 500, για να καταλήξει στα 700, προκειμένου να εξασφαλιστούν τα έξοδα διαβίωσης του Συριανού δασκάλου Γεωργίου Πέρη στη Σίφνο. Η Αγία Έδρα όμως δεν ενέδωσε τελικά και ο Πέρης έμεινε κατασυκοφαντημένος από τους ομοδόξους του άνεργος και πένης. Αντίθετα, οι Σιφνοί βεβαίωναν τους πάντες για την αψεγάδιαστη θητεία του στο νησί τους.

viii Πλάτωνος, Γοργίας και Τίμαιος αντίστοιχα. Παρατίθενται στο Πρόσωπο και Έρως του Χρήστου Γιανναρά, εκδ. Δόμος στο δεύτερο μέρος με τον τίτλο: η κοσμική διάσταση του Προσώπου.

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2019

Το Κοινό των Σιφνίων κατά την τάξιν των ορθοδόξων χριστιανών

1664
Το υπέρθυρο της τράπεζας του Προφήτη Ηλία του Ψηλού, της δεκαετίας που χτιζόντουσαν οι Βερσαλίες
[Από το προσωπικό μου αρχείο]



Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής




« + ο Σίφνου Μελέτιος βεβαιοί + ο Σίφνου Ιωσήφ βεβαιοί

Προκαθημένης της ημών ταπεινότητος ενεφανίσθη ο εντιμώτατος άγιος οικονόμος Μάτζας εν ιερομονάχοις Νικόδημος και αιδεσιμώτατος άγιος σακελλάριος Μπάγος εν ιερεύσι Νικόλαος, ομού μετά παντός του Ιερού καταλόγου και με γνώμην των ευγενεστάτων αρχόντων και όλων των κατοίκων λέγοντες, ότι εστάθη παλαιά και αρχαία συνήθεια να είναι εις τας εκκλησίας οπού έχουν προικιά τους οι ιερείς, οι ενορίται, οι εορτάδαις, οι λειτουργίαις και κανδύλια προικοδοτιμένα καθώς οι παλαιοί τα αφιέρωσαν και φαίνονται εις κάθε ενός προικοχάρτια και διαθήκας και εις διάφορα γράμματα παλαιά, να είναι αματάθεται, αλλά να μεταδίδωνται αλληλοδιαδόχως, οπού να μην ημπορή τινάς να αποσπάση δια καμμίας λογής τρόπον, να μετατεθή από την μίαν εκκλησίαν έως την άλλην, από τον πρώτον έως τον έσχατον. Και να διαφυλάττεται της κάθε εκκλησίας τα αφιερώματα οπού έχει, ομοίως κι άλλα οπού ήθελεν αποκτήση την σήμερον, γίνεται ο παρών Κώδικας, βεβαιώνοντάς τον ο πανιερώτατος δεσπότης κύριος Μελέτιος, ομού και πάντες οι του Ιερού καταλόγου οικείαις χερσί. Ιδού λοιπόν οπού τα φανερώνομεν με τα παρόντα κεφάλαια εις ασφάλειαν....»i



Επιμείναμε, πολλές φορές μέχρι τώρα, στους τρεις «παράξενους ελκυστές» της ελληνικής ταυτότητας, της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Την Πολιτική, την Πίστη και την Παιδεία. Ή αλλιώς, το Βουλευτήριο, το Θυσιαστήριο, τη Σχολή και τα φράκταλς τους. Με την λέξη φράκταλς [αυτοομοιότητα] εννοούμε ότι, αυτές οι τρεις ανθρωποποιητικές παραδόσης -μαστορικές πείτε τις καλύτερα- δεν είναι χωρισμένες μεταξύ τους με σινικά τείχη αλλά αλληλεπιδρούν και αλληλοπεριχωρούνται, έχοντας στο εσωτερικό τους στοιχεία και λειτουργίες των άλλων.
Έτσι το Κοινό των Σιφνίων, η πολιτική μαστορική, έχει θεμέλιο την ορθόδοξη παράδοση, σφραγίδα την εικόνα της Παναγίας, προεστούς και συμβούλους ιερείς διακονούντες πνευματικά και πολιτικά τον λαό, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί και ως σχολείο. Εκεί μαθαίνουν πολιτική οι νεώτεροι, για να λάβουν τις θέσεις τους αργότερα στην Αγορά και στα Συμβούλια, να αναπαραχθεί το Κοινό και η κοινωνία.
Κάποιος μπορεί θα ρωτήσει δύσπιστος: «Τελικά υπάρχει Ελληνική Πολιτική Παράδοση; Υπάρχει ελληνικός τρόπος του πολιτεύεσθαι; Υπάρχει «πατέντα» ελληνική στην πολιτική θεωρία;»

Από όσα είπαμε στο προηγούμενο κείμενο, και χωρίς να επικαλεστούμε τους σοφούς, αρχαίους τε και νεωτέρους, η Σίφνος απαντάει: ΝΑΙ! Υπάρχει Ελληνική Πολιτική Παράδοση, και μάλιστα είναι και πολύ παλιά. Δεν θα εμπλακώ σε θεωρητικές αναλύσεις, ούτε θα ανακαλέσω στη μνήμη σας τις πόλεις-κράτη. Θα επικαλεστώ το νεαρό ακόμη ελληνιστικό βασίλειο των Πτολεμαίων.
Στον τόμο Δ' της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, στις σελίδες 490-494 διαβάζουμε για εκλεγμένους πρεσβύτερους των γεωργών και των κωμών, για κάπως αυτοδιοικούμενες «κώμες», για αυτοδιοικούμενες πόλεις -τη Ναύκρατι, την Αλεξάνδρεια και την Πτολεμαΐδα- οι οποίες, ήταν κάτι σαν ανεξάρτητα κράτη αφού συνδιαλεγόταν μαζί τους ο Πτολεμαίος με πρέσβεις. Η διοικητική διαβάθμιση ήταν Νομός, Τόπος, Κώμη. Δηλαδή, Τόπος λεγόταν αυτό που λέμε σήμερα «επαρχία», μια ομάδα κωμών. Στην Αλεξάνδρεια εκλέγουν τις αρχές, έχουν δικά τους δικαστήρια, δικούς τους νόμους, έχουν υποχρεώσεις αλλά και δικαιώματα. Μαθαίνουμε ότι υπάρχουν και αυτοδιοικούμενες, κατά κάποιον τρόπο, ομάδες πληθυσμιακές, όπως πχ, οι Εβραίοι, με δική του δωσιδικία και εσωτερική δομή, που λέγονται «Πολιτεύματα»ii, φέρνοντας στο νου μας το «μιλλέτ». Διαβάζουμε όμως και τούτο το εκπληκτικό:

«Διαφορετικές ήταν οι σχέσεις των Πτολεμαίων με το «Κοινόν των Νησιωτών». Αυτό ιδρύθηκε από τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο το 315 π.Χ., και έμεινε πιστό στον ίδιο και στον διάδοχό του, τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, ως το 287 π.χ., οπότε και προσχώρησε στον Πτολεμαίο Α'. Το «Κοινόν των Νησιωτών», στο οποίο μετείχαν διάφορες πόλεις των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης, δεν απετέλεσε τμήμα του πτολεμαϊκού κράτους, αλλά ένα «προτεκτοράτο» των Λαγιδών. Δεν είχε τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις των «πόλεων» που είδαμε πιο πάνω. Αλλά, από την άλλη μεριά, δεχόταν εντολές από τους βασιλείς και τον τοπικό εκπρόσωπό τους, που λεγόταν «νησίαρχος», σε θέματα πολεμικών ετοιμασιών και ενεργειών, επιχειρήσεων εναντίων πειρατών, και άλλα. Ο «νησίαρχος» είχε και άλλες αρμοδιότητες: διοικούσε τον στόλο του «κοινού», συγκέντρωνε και διαχειριζόταν τις εισφορές των «πόλεων», διώριζε διοικητάς για τη ρύθμιση διαφορών που αναφύονταν ανάμεσά τους, εκτελούσε τις αποφάσεις του συμβουλίου των αντιπροσώπων τους».

Αν και το «Κοινό των Νησιωτών» του 4ου π.Χ., είναι σαφώς κάτι το διαφορετικό από το Κοινό των Σιφνίων του 18ου μ.Χ. Αιώνα, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι, κάποιες κομβικές ιδέες, βασικά χαρακτηριστικά, ακόμη και ορολογίες και μεθοδολογίες, διαπερνούν τη στοιβάδα του χρόνου και φτάνουν ως τις παρυφές του 20ου αιώνα, ενώ τα αποτυπώματά των πολιτικών εκείνων οργανισμών είναι αυτά που βλέπουμε ακόμη και σήμερα στον τόπο και στον τρόπο της Σίφνου.

Το φακιόλι και η τιάρα

Φθάνουν ως τις μέρες μας όλ' αυτά, αν και συναντούν πολλά προσκόμματα, τεράστιες γεωστρατηγικές και γεωπολιτικές ανακατατάξεις, όπως θα τις λέγαμε σήμερα, που προσβάλλουν και πλήττουν καίρια τα τρία «Π» των ελληνικών κοινωνικών παραδόσεων. Πολύ πιο πριν από τους Βαβαρούς υπήρξαν οι Λατίνοι και οι Φράγκοι. Διώξεις και κάθε είδους προσπάθειες για να τους «αλλάξουν την πίστη», διαπιστώνει ο Σίμος Μ. Συμεωνίδης, από την πλευρά των Λατίνων ηγεμόνων και της Παπικής Εκκλησίας. Προσκομίζει γι' αυτό πλήθος αρχειακών τεκμηρίων, τα περισσότερα από τους ίδιους τους μισσιονάριους και τους εκπροσώπους του Πάπα.
Στη Σίφνο, επί Λατινοκρατίας, ο Συμεωνίδης εντοπίζει μόνο δέκα (10) εκκλησίες! Ενώ για την Τουρκοκρατία και μέχρι την διάλυση των Κοινών [1833], παραθέτει κατάλογο 94 σημαντικότατων ναών, οι περισσότεροι των οποίων είναι φτιαγμένοι στον 17ο και 18ο αιώνα. Σαράντα τρεις (43) είναι ενοριακοί ναοί. Και μόνο αυτά τα στοιχεία μπορούν να εξηγήσουν εκείνο που σήμερα, μέσα στον ευρωπαϊσμό μας, φαίνεται ακατανόητο: γιατί οι Ρωμιοί προτίμησαν το φακιόλι το τούρκικο από την παπική τιάρα!

Στο μικρό νησί, αναδιανομή γιγαντιαίας κλίμακας

Όποιος έχει δει από κοντά αυτά τα μνημεία μαζί με τα βοηθητικά τους χτίσματα, κελλιά, αυλές, στέρνες, τράπεζες κλπ αρχίζει να καταλαβαίνει περίπου το μέγεθος των οικοδομικών έργων που έλαβαν χώρα στο νησί. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτοί οι ναοί. Πρέπει να προστεθούν και τα τέσσερα μοναστήρια, τα μετόχια τους και άλλα συγκροτήματα που οι Σιφνιοί τα λένε μερικές φορές «μοναστήρια» αλλά ποτέ δεν είχαν μοναχούς.
Τεράστιοι όγκοι πέτρας, χιλιάδες μεροκάματα, έργα εκχέρσωσης και εκβραχισμού, μονοπάτια για την πρόσβαση, τοιχία αντιστηρίξεως, πετζούλες και άλλα πολλά έργα, όχι μόνο για τη λειτουργία αλλά και για την καλαισθησία, πραγματοποιήθηκαν, ή άρχισαν να πραγματοποιούνται, την εποχή εκείνη, προσθέτοντας κάθε τόσο και από ένα στοιχείο στα πολύπλοκα αυτά οικοδομικά συγκροτήματα.
Θα πρέπει κάποτε να βρεθεί ένας άνθρωπος ο οποίος θα ηγηθεί μιας προσπάθειας καταγραφής και αποτύπωσης των εκκλησιαστικών, τουλάχιστον, κτισμάτων και της κατά προσέγγυσιν δαπάνης κατασκευής τους σε σημερινές τιμές.
Πρέπει αυτή η κοινωνία να ξέρει την αξία, σε χρήμα και με μόχθο, της περιουσίας της. Όχι βέβαια για να την εκποιήσει. Το αντίθετο, για να την προστατέψει και να την υπερασπιστεί. Για να συνειδητοποιήσει, και με τον τρόπο αυτό, πια σπουδαία παράδοση κληρονόμησε και ποιου πολιτισμού είναι προϊόν.
Πόσες χιλιάδες τόνοι πέτρας χρειάστηκαν;
Πόσες χιλιάδες μεροκάματα, με τα τότε τεχνικά μέσα;
Πόσα χρήματα θα δαπανούσαμε σήμερα, έστω με τα μέσα τα δικά μας, για να κατασκευάσουμε κάτι παρόμοιο; Αυτά είναι τα τρία βασικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν για να συνειδητοποιήσουν, ντόπιοι και ξένοι, τι συνέβη στο νησί κατά τους τρεις-τέσσερις αυτούς αιώνες.
Μετά θα μπορούσαμε ίσως να συγκρίνουμε το μέγεθος αυτών των έργων, ειδικά του 17ου και του 18ου αιώνα με τα έργα που γίνανε τον 19ο και τον 20ο, από την κεντρική κυβέρνηση του νεαρού κράτους. Έτσι, τιμής ένεκεν, στα 200 χρόνια της Επανάστασης του 1821!
Έχω υπόψη μου ένα βιβλίο, μια εκτενέστατη μελέτη ενός Γερμανού, του Fridrich Christoph Wagneriii, η οποία αποτυπώνει και περιγράφει όλα τα «τσικαλάδικα» της Σίφνου του '60. Και αφού έκανε αυτός, ένας άνθρωπος, μια τέτοια μελέτη, γιατί να μη μπορεί να κάνει και η κοινότητα μια ανάλογη όταν, μάλιστα, έχει φέρει σε πέρας δυσκολότερα εγχειρήματα, ήτοι πραγματοποίησε το έργο, το συντηρεί και το κρατάει ζωντανό αιώνες;

Κι άλλα συμπεράσματα από το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία

Για να κατανοήσουμε ακόμη περισσότερο τους μηχανισμούς που τέθηκαν σε κίνηση τους αιώνες , τους οποίους έχουμε υποτιμήσει, απαξιώσει και απωθήσει από την μελέτη και την έρευνα, θα πρέπει να πάμε στην κορυφή της Σίφνου.
Το τεράστιο συγκρότημα, στον άγριο και απόκρημνο βράχο, αποτελεί δείγμα αυτής της προσπάθειας της κοινωνίας, αλλά και της ικανότητάς της να υλοποιεί προγράμματα και να φέρνει σε πέρας «επενδύσεις» που δεν θα αποσβεστούν ποτέ και, επομένως, για τη σημερινή λογική της κοινωνίας, δεν θα έπρεπε να έχουν συμβεί ποτέ. Ποιος σήμερα δαπανά τόσα χρήματα για να γίνει κάτι το οποίο δεν έχει ...ανταποδοτικότητα και είναι, εν πολλοίς, «άχρηστο»;
Το ότι ο Προφήτης Ηλίας είναι ένα τέτοιο «άχρηστο» έργο, δεν χωράει αμφιβολία. Καμία ανάγκη δεν το επέβαλε. Η θεωρία ότι αποτελεί κάποια οχύρωση, μια ακρόπολη, πρέπει να απορριφθεί. Κανένας άμαχος δεν μπορούσε να φτάσει εκεί πάνω, από το Κάστρο, το Σταυρί, τον Αρτεμώνα, τα πολυάνθρωπα σημεία του νησιού, αλλά και από τα άλλα κοντινότερα χωριά, όσο και να τον κυνηγάνε. Και αν έφταναν κάποιοι, τι θα έκαναν εκεί πάνω; Πόσο να αντέξουν την πείνα και τη δίψα; Οχυρές θέσεις του πληθυσμού, σε εκείνο το είδος του πολέμου, ήταν το Κάστρο και οι οικισμοί. Παλαιότερα, όταν θέλανε ακρόπολη, φτιάξανε στον Άγιο Ανδρέα, που είναι κατάλληλος λόφος για οχύρωση και ταυτόχρονα είναι αρκετά πιο προσιτός από το ψηλότερο βουνό της Σίφνου με τα 700 μέτρα υψόμετρο. Οι οχυρώσεις του Αη Νηγιά προορίζονταν για να τον προστατεύουν από επιθέσεις μικρών ομάδων και σύντομες επιδρομές πειρατών. Αν είχε κάποια πολεμική αξία, την εποχή που εικάζεται ότι έλαβε τη φρουριακή μορφή του [1145μ.Χ.], αυτή θα πρέπει να ήταν η παρατήρηση και η έγκαιρη προειδοποίηση, τίποτα περισσότερο.
Το μοναστήρι, αν και Πατριαρχικό Σταυροπήγιο [1654], δεν είχε ποτέ ούτε πολλούς μοναχούς ούτε πολλά χρήματα. Κάπου δέκα οι μόνιμοι γέροντες και άλλοι πέντε-έξι σε αποστολές για να συγκεντρώσουν χρήματα. Είχαν και δύο μετόχια, για να διαχειμάζουν, τον Ταξιάρχη της Σκάφης και τα Φυρόγια.
Εκεί ακριβώς γεννάται το ερώτημα: Πώς, ένα φτωχό μοναστήρι, που φυτοζωεί, μπορεί και οικοδομεί αρχικά, και μετά να συντηρεί όλα αυτά τα συγκροτήματα; Και στη Σκάφη και στα Φυρόγια, τα έργα δεν είναι ευκαταφρόνητα, είναι αντάξια του κυρίως μοναστηριού. Ποιος χρηματοδοτεί και πώς εξευρίσκονται τα ποσά αυτά στη μικρή Σίφνο, την δεκαετία που χτίζονται οι Βερσαλίες, και παράλληλα με την βαρειά τουρκική φορολογία, εν μέσω πολέμων; [Το ένα υπέρθυρο της τράπεζας του Αη Νηγιά έχει χρονολογία 1664, εν μέσω, δηλαδή, του Μεγάλου Κρητικού Πολέμου, και όπως έχουμε εξηγήσει αλλού, τόσο ητράπεζα όσο και ο ναός διαθέτουνεξεζητημένα “συστήματα” ακουστικής]iv.
Η μόνη απάντηση που βρίσκω είναι η εξής. Υπάρχει ένα εκτεταμένο δίκτυο χρηματοδοτών, στο νησί και στη διασπορά, που θεωρεί ότι πρέπει να διαθέτει σημαντικό μέρος των εισοδημάτων του, και όχι μόνο της ακίνητης περιουσίας του, για τέτοιου είδους έργα στην πατρίδα. Οι χρηματοδότες αυτοί είναι επώνυμοι, όπως, π.χ., ο Βασίλειος Λογοθέτης, μεγάλος έμπορος και προεστός του νησιού τον 17ο αιώνα, ο οποίος δώρισε 4-5 εκκλησίες. Είναι όμως και πολλοί ανώνυμοι. Μόνο στην ύπαρξη αυτών, οι οποίοι συνήθως προέρχονται από την μεσαία τάξη, μπορούμε να αποδώσουμε και το πλήθος και τον όγκο των μνημείων εκείνων.
Κατά την γνώμη μου, και ύστερα από τριάντα χρόνων αναζητήσεων και προβληματισμών, πρόκειται για μια ΙΔΙΩΤΙΚΗ, εκούσια, άμεση, χωρίς παρεμβολή καμιάς διοίκησης [κεντρικής ή τοπικής], αναδιανομής πλούτου, υπέρ της κοινωνίας.
Έχω ξαναγράψει πριν χρόνια ότι, αν ο Περικλής στον Παρθενώνα προλαβαίνει τον Κέινς κατά 24 αιώνες, στη Σίφνο ο κενσιανισμός γίνεται χωρίς τα λεφτά της Δηλιακής Συμμαχίας αλλά με τα λεφτά της τοπικής «πλουτοκρατίας»! Και αυτά τα λέω για να ακούσουν και οι μεν και οι δε. Και αυτοί που αυτοκατανοούνται ως «παίρνω τα λεφτά και “την κάνω”» και οι άλλοι που θεωρούν ότι πάντα οι πλουτοκρατίες ήταν σαν τις σημερινές, αν όχι χειρότερες.

Το είδος και οι κατευθύνσεις τις αναδιανομής

Έχει καταφέρει ο σημερινός πολιτισμός, της Νεωτερικότητας και της Παγκοσμιοποίησης, να γίνει πιστευτό και να εμπεδωθεί ότι, υπάρχει μια γραμμική εξέλιξη στις κοινωνίες. Ότι βαίνουν από το χειρότερο στο καλύτερο, ότι υπάρχει πρόοδος, και ότι η κοινωνία αυτή που βλέπουμε σήμερα είναι η καλύτερη δυνατή στους αιώνες των αιώνων. Τη λαθροχειρία αυτή, βέβαια, τη στηρίζει στην τεχνολογική πρόοδο, και στην «ευκολία» που παρέχει, αποκρύπτοντας την εξοργιστική κατασπατάληση των φυσικών πόρων και κυρίως των ενεργειακών. Θεωρεί ως πρόοδο αυτή την τεχνολογική έκρηξη, και βγάζει το συμπέρασμα ότι, πρόοδο έχουμε και σε όλα τα άλλα. Ή, για να έχουμε μια τέτοια τεχνολογική έκρηξη, αυτό οφείλεται στο ότι υπήρξε παντού μια ανάλογη πρόοδος που την υποστηρίζει. Αποκρύπτοντας, πχ, τις αρρώστιες και τη θνησιμότητα στον 20ο αιώνα, εξάρει την πρόοδο της ιατρικής στις παλαιότερες αρρώστιες και θνησιμότητες. Αποκρύπτοντας τη βαρβαρότητα και τα δεκάδες εκατομμύρια των νεκρών των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, ταυτίζει τη βαρβαρότητα και την καθυστέρηση με τον «Μεσαίωνα». Το επίθετο «μεσαιωνικό» πάει πια παντού όπου υπάρχει φρίκη. Η οποία, βέβαια, είναι σημερινή παρ' όλο ότι η αβανιά πέφτει στον «Μεσαίωνα». Με αυτή την δόλια «λογική», όλες οι προηγούμενες κοινωνίες, και ειδικά των «επαρχιών», των απομονωμένων και «άγονων» περιοχών, η «άγονη γραμμή», είναι πολύ κατώτερες από τις σημερινές. Βέβαια, “σημερινές κοινωνίες” εννοεί αυτές των μεγάλων πόλεων και των μητροπόλεων. Εκεί είναι η αληθινή ζωή, μάς λένε. Ό,τι καλό από κει προέρχεται. Στη πόλη που «δεν κοιμάται ποτέ», βρίσκεται η τύχη της ανθρωπότητας, κοκ.

Για να δούμε, όμως, τι γίνεται με την πολιτική των επενδύσεων σε εκκλησιαστικά μνημεία, στη Σίφνο του 17ου και 18ου αιώνα, κι αν είναι όντως «καθυστερημένη» και «μεσαιωνική».
α) Ενισχύει την ντόπια οικονομία και την απασχόληση, όπως κάθε έργο είτε υποδομής είτε παραγωγικό. Η ενίσχυση αυτή γίνεται επιπλέον και πέρα από τις άλλες επενδυτικές λειτουργίες της καθ' αυτής παραγωγικής και εμπορικής δραστηριότητας.
β) Διασώζει και εξελίσσει τις μαστορικές και τις τεχνικές, τα σχέδια, τα εργαλεία, τους μαστόρους. Εκπαιδεύει την καινούργια γενιά αυτών. Π.χ.: Ο τρόπος που χτίζονται τα τοιχία στις πετζούλες είναι συγκεκριμένος. Όταν μου το είπαν δεν το πίστεψα και νόμισα ότι είναι διάκριση και εγωισμός έναντι των νεοφερμένων τότε Αλβανών. Όταν όμως έγινε μια μεγάλη νεροποντή οι πρώτες ζημιές γίνανε στα έργα των σημαντικών, κατά τα άλλα, αυτών μαστόρων της Ηπειρώτικης τέχνης της πέτρας.
γ) Προικοδοτεί το νησί, όπως ακριβώς η Ακρόπολη τας Αθήνας. Μπορεί να μην είχαν συνείδηση ότι τον 20ο και 21ο αιώνα οι ναοί, και τα άλλα ιερά κτήρια, θα ήταν πολύτιμοι για τους απογόνους τους και τον τουρισμό του νησιού αλλά σαφώς είχαν συνείδηση ότι κοσμούν τον τόπο τους, τον ομορφαίνουν, τον ανυψώνουν. Άλλωστε γι' αυτό είναι ιδιαίτερα όμορφοι και επιμελημένοι. Γι' αυτό είναι και τόσο πολλοί, σε τόσα πολλά μέρη των οικισμών και της υπαίθρου, ενώ οι 70 και πλέον αρχαίοι πύργοι εγκαταλείπονται στη φθορά και καταρρέουν. Κόσμωση του τόπου χάριν των κατοίκων του και μόνο, και όχι χάριν κάποιας άλλης στόχευσης, π.χ., για την προσέλκυση εμπορικής κίνησης, ηγεμονία στους άλλους κλπ.
δ) Ενισχύεται και προάγεται, από την ιθύνουσα τάξη, μια νοοτροπία αναδιανομής, η οποία, με την υλοποίηση της στον τόπο, με το που λαμβάνει σάρκα και οστά, διαπαιδαγωγεί με τη σειρά της και μορφώνει πλούσιους και φτωχούς. Δεν επηρεάζει μόνο την περί του κάλλους και του ιερού αντιλήψεις τους αλλά και τον τρόπο που ιεραρχούν τις ανάγκες τους, τη σχέση ατομικού-συλλογικού, ατομικού προσώπου και συλλογικού προσώπου, προσώπου του τ[ρ]όπου, που λέγαμε στην αρχή αυτής της σειράς των κειμένων.
Αν το πώς ιεραρχούνται οι ανάγκες μιας κοινωνίας καθορίζεται από τον πολιτισμό της και καθορίζει, με τη σειρά του, τον πολιτισμό αυτό, στη Σίφνο βλέπουμε εναργέστατα πως συντελείται αυτό, βήμα το βήμα, μέσα στην ιστορία.
ε) Το φαινόμενο αυτό της μαζικής ανοικοδόμησης των ναών, αυτού του είδους η αναδιανομή, μάς δίνει και μια άλλη απάντηση. Μάς αφηγείται πως πολιτεύεται η ιθύνουσα τάξη του νησιού για να μην έχουμε επί τόσους αιώνες σφοδρές κοινωνικές εντάσεις, όπως έχουμε σε άλλους τόπους, μηδέ των νησιωτικών εξαιρουμένων.
στ) Αναδιανέμοντας τόσο μεγάλα ποσά, η ιθύνουσα τάξη, θέτει όρια στον εαυτό της. Καθυστερεί ή και ακυρώνει την κεφαλαιακή συσσώρευση. Οι πλούσιοι δεν γίνονται πλουσιότεροι με τους ρυθμούς που τους επιτρέπει η οικονομία της εποχής γιατί ένα μέρος των κερδών διανέμεται στην κοινωνία ως εισόδημα και ένα άλλο «παγώνει» και παροχετεύεται έξω από το θησαυροφυλάκιο της πλουτοκρατίας. Ίσως αυτός ο πολιτικο-θρησκευτικός «αταβισμός» είναι και η αιτία που ο καπιταλισμός δεν γεννήθηκε στην Ανατολή. Όταν γεννήθηκε δε, έφερε σοβαρά συγγενή ελαττώματα.

Οι ιδιόκτητες ενοριακές εκκλησίες επιμαρτυρούν τον λόγον της αληθείας

Ο Σίμος Μιλτ. Συμεωνίδης, επανέρχεται πολλές φορές στο ζήτημα της εκκλησιαστικής ιστορίας της Σίφνου και δίνει πολλά έγγραφα και στοιχεία στη δημοσιότητα. Άλλο τόσο σπουδαία είναι και τα συμπεράσματα που εξάγειv.
Όλες, λέει, οι εκκλησίες στη Σίφνο είναι ιδιόκτητες. Ανήκουν σε μεγάλες και ευκατάστατες οικογένειες στις οποίες, κάποιο μέλος, σε κάθε γενιά, αποφασίζει να γίνει κληρικός. Ανάλογη τάση υπάρχει και στους οικονομικά ασθενέστερους. Εκεί αφιερώνουν ένα παιδί στον μοναχισμό, ιδιαίτερα τα κορίτσια, και τα προικίζουν με ένα μικρό εισόδημα από κτήμα ή με το ίδιο το κτήμα.
Κάποιοι, καθώς θα ακούσουν ότι οι εκκλησίες ήταν ιδιωτικές πρωτοβουλίες, θα πουν ότι οι εύποροι «ανοίγουν μαγαζάκια» κι εκμεταλλεύονται τον λαό μαζί με τη θρησκεία. Θα προβάλουν τη σημερινή βουλιμία για κέρδος, των ιθυνουσών τάξεων και μέρος του κλήρου, στις τότε καταστάσεις. Δεν θα έχουν δίκιο.
Τα ίδια αυτά ποσά αν τα επένδυαν αλλού, οι ίδιοι δε αν ασχολούνταν με άλλες οικονομικές δραστηριότητες, θα κέρδιζαν πολύ περισσότερα. Από την άλλη μεριά, το λειτούργημα του ιερέα τότε δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή του συνολική απασχόληση στα ιερατικά του καθήκοντα. Αν και οι ενορίες είναι μικρές, η δουλειά και οι υποχρεώσεις είναι μεγάλες. Οι οικογένειες περιστρέφουν τη ζωή τους γύρω από τον ναό, ενώ υπάρχουν πολλοί ναοί που πρέπει να λειτουργούνται. Ταυτόχρονα και ο ίδιος ο παπάς πρέπει να δουλεύει για να ζει. Η ενορία όντας τόσο μικρή δεν μπορεί να τον συντηρήσει. Η ιεροσύνη, τότε και εκεί, δεν ήταν τζάμπα και ούτε κατά διάνοιαν επικερδής.
Αν προσέξουμε όμως θα δούμε ότι δεν πρόκειται για κεφάλαια. Σύμφωνα με τον Μαρξ, που έχει επί του συγκεκριμένου, απόλυτο δίκιο, «κεφάλαιο» δεν είναι οποιοδήποτε χρηματικό ποσόν αλλά εκείνο που παίρνει μέρος στην παραγωγική κι εμπορευματική διαδικασία. Στις περιπτώσεις αυτές που οι εύπορες, κυρίως από το εμπόριο, οικογένειες διαθέτουν ένα χρηματικό ποσό για την οικοδόμηση ενοριακού ναού, σημαίνει ότι το κεφάλαιο που συσσωρεύτηκε από τις εμπορικές δραστηριότητες παύει να είναι κεφάλαιο και μετατρέπεται σε κοινωνικό αγαθό. Η ιδιόκτητη εκκλησία είναι ταυτόχρονα το κατ' εξοχήν δημόσιο κτήριο με τις πόρτες του ανοικτές πάντα και δια πάντα. Ενώ διασαφηνίζεται ότι, δημόσιο δεν είναι μόνο ο,τι είναι κρατική ιδιοκτησία ή ιδιοκτησία του Κοινού. Δημόσιο μπορεί να είναι και το μοναστηριακό και το εκκλησιαστικό και το ιδιόκτητο εκκλησιαστικό! Αντίθετα, επί τουρκοκρατίας, και όποιας άλλης δεσποτείας, η κρατική ιδιοκτησία δεν είναι εξ ορισμού δημόσια. [Σε άλλα κείμενά μας έχουμε δείξει πως το κεφάλαιο μετατρέπεται και σε ατομικό ή οικογενειακό αγαθό και, ακόμα χειρότερα, σε καταναλωτική δαπάνηvi].
Αν προσέξουμε δε ακόμη περισσότερο, θα δούμε ότι μια τέτοια «επένδυση» σε ενοριακό ναό, αντιβαίνει στον ίδιο τον νόμο της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Ποιος είναι αυτός; Επενδύοντας κάπου ένα κεφάλαιο πρέπει σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον, «να πάρεις πίσω τα λεφτά σου». Η αξιολόγηση της επένδυσης γίνεται κυρίως με αυτό το κριτήριο. Έτσι, έχεις το αρχικά επενδεδυμένο κεφάλαιο και την απόδοσή του, τον διπλασιασμό του. Όταν όμως επενδύεις εκεί απ' όπου δεν θα επιστρέψει ποτέ το κεφάλαιο, αυτό το οποίο αρχικά τοποθέτησες, εκ των πραγμάτων δεν είναι επένδυση με την έννοια που την εννοούμε σήμερα.

Αναδιανομή στο διηνεκές, με τον θεσμό των «πανηγυράδων»

Η αναδιανομή αυτή στο επίπεδο του Κοινού δεν είναι μόνο γιγαντιαία. Είναι και στο διηνεκές!
Σήμερα γίνονται στο νησί 58 πανηγύρια με τράπεζα και όλα γιορτάζονται από πανηγυράδες. Χορηγούς, δηλαδή, με όλη τη σημασία και τα ιστορικά φορτία της λέξεως, που αναλαμβάνουν όλα τα έξοδα του πανηγυριού συν τα έξοδα συντήρησης του ναού επί ένα χρόνο, με μόνο αντάλλαγμα την ευλογία της φιλοξενίας της εικόνας του αγίου στο σπίτι τους. Ο αείμνηστος Αντώνης Τρούλος, δάσκαλος και λαογράφος, λέει, ότι οι Σιφνιοί της Πόλης έπαιρναν την εικόνα για δυο τρία χρόνια, μέχρι να ξαναεπιστρέψουν και να τελέσουν το πανηγύρι.
Υποθέτω, νομίζω βάσιμα, ότι τότε, στη Σίφνο του διπλασίου πληθυσμού και της ισχυρής παρουσίας των Σιφνίων της διασποράς, τα πανηγύρια με τράπεζα θα ήταν πολλά περισσότερα. Περισσότερα και για έναν επιπλέον λόγο. Η ίδια η έννοια της τράπεζας είναι οι ευχαριστιακή σύναξη μαζί με την πρακτική ανάγκη των ανθρώπων, που οδοιπορούν ώρες, για φαγητό και ύπνο. Στη γλώσσα της Εκκλησίας λέγεται «διάκληση». Αλλού δεν γινόταν αυτό. Έπαιρναν μαζί τους τα φαγητά τους και έτρωγαν μαζί με άλλες παρέες ή την οικογένεια και το σόι. Εδώ κερνάει άπαντες ο πανηγυράς και το μαγείρεμα γίνεται επιτόπου αφού υπάρχουν όλα τα σκεύη, οι εγκαταστάσεις, οι υποδομές και τα σερβίτσια για να τραπεζωθούν εκατοντάδες άνθρωποιvii. Αναδιανέμει ένα μέρος του εισοδήματός του υπέρ της εκκλησίας και της κοινωνίας. Αν δεν είναι αρκούντως ισχυρός οικονομικά, τότε αναλαμβάνει ένα μικρότερο πανηγύρι, ή αναλαμβάνει μαζί με άλλους, όπως κάνουν νεαρά παιδιά που σπουδάζουν. Έχω υπόψη μου κάποια πανηγύρια στον Αη Νικόλα του κάβου του Αγίου Φιλίππου, το πανηγύρι του Αη Νηγιά που πολλές φορές γίνεται από την αδελφότητα των οικοδόμων που συντηρούν το μοναστήρι κ.α.
Και αυτά τα ποσά είναι τεράστια, αν κάτσει κανείς και τα υπολογίσει, έστω χονδρικώς. Στα πανηγύρια του Αη Νηγιά, τρώνε πάνω από 500 άτομα. Σερβίρεται πρώτο πιάτο, ρεβύθια, και δεύτερο με κρέας, ενώ το κρασί ρέει άφθονο. «Μόνο παγωτό δεν σερβίρεται», λέει, με νόημα ένας άλλος Αντώνης. Χώρια τα καλωσορίσματα με τα γλυκά και τα άλλα ποτά. Χώρια η προσωπική εθελοντική εργασία των μελών των οικογενειών που δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα.
Άλλα πανηγύρια είναι μικρότερα. Άλλα όμως είναι και πολύ μεγαλύτερα. Όπως της Χρυσοπηγής και του Σταυρού στο Φάρο. Υπάρχουν, βέβαια, και δεκάδες πανηγύρια μέσα στου οικισμούς που ακριβώς γι' αυτό δεν απαιτείται τράπεζα. Κι εκεί όμως άφθονα είναι τα κεράσματα με τα τοπικά γλυκά και το απαραίτητο σπιτικό παστέλιviii.

Το «αντιμάμαλο» των λαϊκών τάξεων

Μέχρι τώρα είδαμε το “κίνημα” της ιθύνουσας τάξης προς αναδιανομή των εισοδημάτων της, το κύμα των «επενδύσεων» και τις οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις και συνέπειές του.
Τώρα πρέπει να δούμε πώς οι λαϊκές τάξεις συμμετέχουν σ' αυτό και πώς το αντιμετωπίζουν. Ποιο είναι δηλαδή το «αντιμάμαλο»ix του κύματος αυτού.
Κάποιοι θα βιαστούν και, με τα σημερινά κριτήρια, θα πουν ότι είναι το συμφέρον που τις κινεί να συμμετέχουν. Δεν θα συμμεριζόμουν ούτε αυτή την ερμηνεία. Μπορεί οι ασθενέστεροι οικονομικά να μην συνεισφέρουν χρήματα, τόσα όσα οι εύποροι, αλλά συνεισφέρουν και αυτοί για να τελέσουν μια τεράστια σειρά λειτουργιών, ακολουθιών, λατρευτικών τελετών που είναι όλες τιμολογημένες. Ο νους των φτωχών είναι στο πώς να συνδράμουν κι αυτοί με τα πενιχρά τους έσοδα και όχι πως θα επωφεληθούν. Τζάμπα χριστιανοί δεν είναι! Και μπορεί να καμαρώνουμε σήμερα που όλα είναι πληρωμένα και να τιμούμε τον παπά που «δεν τα παίρνει στα τρισάγια», αλλά σκεφτείτε πόσο σπουδαίοι είναι αυτοί οι χριστιανοί που όντας περισσότερο φτωχοί από εμάς θυσιάζουν πολλά περισσότερα και μάλιστα από το υστέρημά τους.
Πέρα όμως από τις τρέχουσες λατρευτικές «δαπάνες» υπάρχουν και οι δωρεές και παραχωρήσεις περιουσιακών στοιχείων και κτημάτων σε εκκλησίες και μονές ή σε συγγενείς για να έχουν πόρους να τελούν λειτουργίες εις μνήμη των δωρητών.
Με τη σειρά τους, οι ενοριακές εκκλησίες ασκούν κοινωνική και οικονομική πολιτική παραχωρώντας αυτά τα περιουσιακά στοιχεία σε φτωχές οικογένειες με την υποχρέωση ότι «θα έχουν ενορία» στον εν λόγω ναό. Ότι στο εξής, δηλαδή, θα τελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα στο ναό που έκανε την παραχώρηση του οικοπέδου για ανέγερση σπιτιού ή το ίδιο το σπίτι. Εδώ, συν τοις άλλοις, έχουμε και μόχλευση. Μη έχοντας οικόπεδο κάποιος, θα έκτιζε πολύ δύσκολα σπίτι ή και καθόλου. Με την παραχώρηση, όμως, μοχλεύεται η οικοδόμηση, η οποία, στις κοινωνίες αυτές στηρίζεται και στην προσωπική εργασία του ιδιοκτήτη αλλά και στην αλληλεγγύη της κοινωνίας, της γειτονιάς και της ευρύτερης οικογένειας. Ανάλογες μοχλεύσεις, εννοείται, ότι υπάρχουν πολλές και σε κάθε φάση της αναδιανομής, είτε ιδιωτικών εισοδημάτων είτε εκκλησιαστικών περιουσιών.
Ο Συμεωνίδης μάς εξηγεί ότι ακόμη και την οικιστική διαμόρφωση επηρεάζουν αυτές οι κινήσεις των ενοριακών εκκλησιών. Ήτοι, πολλά κομμάτια των οικισμών που βλέπουμε σήμερα οφείλουν την ύπαρξή τους σ' αυτές τις ενέργειες και στο πνεύμα τους. Το πνεύμα τους, όπου το ιδιωτικό μετατρέπεται, μέσω της εκκλησίας, σε δημόσιο, εξακολουθώντας να παραμένει στην ιδιοκτησία του ατόμου! Παράλληλα, ο θρύλος λέει ότι, όσες φορές προσπάθησε κάποιος ν' αγοράσει εκκλησιαστικά κτήματα πέθανε! Έχω υπόψη μου το μικρό κι όμορφο νησάκι της Κιτριανής, στα Νότια, όπου, όπως λέγεται, και δύο επιχειρήσαντες, στον 20ο αιώνα, ατύχησαν. Παράδοξα πράγματα, ιδίως για τους φονταμενταλιστές και των δύο πλευρών.
Ταυτόχρονα, δημιουργείται ένα δίχτυ «συνδρομητών», μια δεύτερη γραμμή υποστήριξης της ενορίας, η οποία είναι συλλογική και έχει βάθος χρόνου, διασπορά του κινδύνου και των πηγών των εσόδων. Μπορεί να εξασφαλίσει την ενορία, και τη λειτουργία της, στο μέλλον και πέραν της μοίρας των ατόμων. Η ιστορία μάς δείχνει ότι, πράγματι αυτό επιτυγχάνεται. Και αν δεν είχαν μεσολαβήσει οι βίαιες παρεμβάσεις των Βαβαρών, και όλων των άλλων εξευρωπαϊστών τα τελευταία διακόσια χρόνια, το κύτταρο αυτό της αυτόνομης και αυτοδιοικούμενης κοινωνικής συμβίωσης θα λειτουργούσε ακόμαx.

Μαθητεία στην Κλίμακα της Αγάπης

Με αυτό το σύστημα των ιδιωτικών ενοριακών εκκλησιών, των πανηγυριών και των ιερών προσκυνημάτων, διαμορφώνονται αυτοί οι μικρότεροι παράξενοι ελκυστές για τους οποίους μιλήσαμε πολλές φορές μέχρι τώρα. Κέντρα αγαπητικής, και όχι βαρυτικής, έλξηςxi σε επίπεδα οικογενειών, γειτονιών και σοϊών. Έτσι δημιουργείται και εκπαιδεύεται ο άνθρωπος-μέλισσα και το βλέπουμε ζωντανά αυτό μπροστά μας, όταν, οι Σιφνιοί, σαν τις μέλισσες δουλεύουν για να καλλωπίσουν τον τόπο τους, είτε φτιάχνοντας τους αρμούς στις πλάκες των δρόμων είτε τα μονοπάτια και τις εκκλησίες τους, στις κακοτράχαλες ράχες των βουνών της Σίφνουxii.
Και ο άνθρωπος-μέλισσα δεν είναι τίποτα άλλο από τον φιλοκαλλικό άνθρωπο, τον άνθρωπο που ασκείται και εκπαιδεύεται στον Κλίμακα της Αγάπης: Σέβομαι, Εμπιστεύομαι, Νοιάζομαι, Μοιράζομαι, Φροντίζω, Καλλωπίζω, Ελευθερώνω, Δημιουργώ.
Όλες αυτές οι θεσμοθετημένες, εθιμικά αλλά και νομικά, ρυθμίσεις, όταν κάποιος το καλοσκεφτεί, δεν είναι τίποτα άλλο από την «πρακτική» της μαθητείας στην Κλίμακα της Αγάπης. Ιδιαίτερα στα μεσαία σκαλοπάτια.
Όπως φέρνουμε στον κόσμο παιδιά από αγάπη, περιορίζοντας τις άλλες επιλογές και ανέσεις μας για να τα νοιαζόμαστε, να τα φροντίζουμε, να μοιραζόμαστε μαζί τους, να τα καλλωπίζουμε για να απελευθερώσουμε μετά, αυτούς τους νέους ανθρώπους, στη δική τους ζωή, θεωρώντας τους ως μέγιστο δημιούργημα της ζωής μας, έτσι και οι Σιφνιοί, ως σύναξη, ως Κοινό, ως τ[ρ]όπος του Ευ Ζην και Ευ Θνήσκειν, δημιουργούν αυτά τα συλλογικά πνευματικά παιδιά τους, τις εκκλησίες και την γύρω απ' αυτές ζωή. Είναι παιδιά τους και ταυτόχρονα είναι και γονείς τους. «Αντικειμενικά» είναι πέτρινα οικοδομήματα. «Σχεσιακά» όμως είναι μετα-φυσικές οντότητες με τις οποίες μπορεί κανείς να σχετίζεται έτσι ώστε «να μετατρέπει τη φύση σε σχέση». Και το «σχετίζομαι» σημαίνει «υπάρχω», στη δική μας οντολογία. Για την ακρίβεια, μόνο στο «σχετίζομαι» οδηγεί στο «υπάρχω», εφόσον ο άνθρωπος είναι πολιτικό, [της Πολιτικής, της Πόλεως, της Πολιτείας, του Πολιτεύματος, του Πολιτισμού...όλα με κεφαλαίο] ον και όχι απλώς κοινωνικό.
Άλλωστε «Πρόσωπο» αυτό σημαίνει: «Η πρόθεση προς μαζί με το ουσιαστικό ωψ (γεν. ωπός), που σημαίνει: όμμα, οφθαλμός, όψις, σχηματίζουν την σύνθετη έννοια πρόσ-ωπον: έχω την όψη στραμμένη προς κάποιον ή προς κάτι, είμαι απέναντι σε κάποιον ή κάτι. Η λέξη, λοιπόν, λειτούργησε αφετηριακά ως προσδιορισμός μιας άμεσης αναφοράς, μιας σχέσης»xiii.


Συμπέρασμα:

Όπως μέσα στην Πολιτική παράδοση του Κοινού υπάρχει φράκταλ από την παράδοση της Πίστης, έτσι και στην παράδοση της Πίστης υπάρχει μέσα φράκταλ από την παράδοση της Πολιτικής. Υπάρχει, βέβαια, και φράκταλ αναπαραγωγής. Παιδείας και εκπαίδευσης για την συνέχεια της παράδοσης. Όλα είναι από τα ίδια εν[ρ]τόπια υλικά που αίρουν την ...εντροπία. Τα άυλα είναι του Θεού. Όλα συνιστούν το Τ[ρ]όπο του τόπου. Τα «πατήματά» του στο έδαφος, στις εξοχές και τους οικισμούς, οι «πόδες» του υπερ-διάστατου αυτού μετα-φυσικού οικοδομήματος είναι τέτοιοι ώστε ο τόπος να αποτελεί το Πρόσωπο εκείνου του Τρόπου της ύπαρξης, που λέγεται Ελληνικός Κοινοτισμός. Πρόσωπο αλλιώτικων ανθρώπων, αλλιώτικης κοινωνίας και αλλιώτικης οικονομίας. Κοινότητα Προσώπων, Πατρίδα Κοινοτήτων, Οικονομία ελεύθερων συνεργαζόμενων παραγωγών! Τακτικά δε και δημιουργών!


Σημειώσεις:

i Το απόσπασμα αυτό αποτελεί το προοίμιο του «συνταγματικού χάρτη» των Ενοριών της Σίφνου, όπως λέει ο Σ. Μ. Συμεωνίδης. Πρόκειται για έναν Κώδικα του 1784 όπου το Κοινό των Σιφνίων ρυθμίζει τα των Ενοριών του. Τον αναδημοσιεύουμε στο τέλος του κειμένου μας. Εδώ σημειώνουμε το εξής. Το 1784 ακολουθεί τα Ορλωφικά και την επί μια δεκαετία αναστάτωση της νοτίου Ελλάδος. Ακολουθεί και το τετράχρονο διάλειμμα, 1771-1774, της Ρωσοκρατίας.

ii Όταν, λοιπόν, ακούμε στην εκκλησία να ψάλλεται «και το Σον φυλάττον δια του Σταυρού Σου πολίτευμα» δεν σημαίνει απαραιτήτως την αστική δημοκρατία που βδελύσσονται πολλοί, ή την δικτατορία που ορέγονται άλλοι τόσοι. Μπορεί να σημαίνει άλλα πράγματα περισσότερο περίπλοκα. Όπως για παράδειγμα αυτά τα αρχαία «Πολιτεύματα» που μπορούσαν να αυτοδιοικούνται και να αυτορυθμίζονται μακριά και έξω από τις επικυρίαρχες εξουσίες.

iii Fridrich Christoph Wagner, Potters settlements on the island of Sifnos, πρώτη έκδοση 1974, ελληνική έκδοση από το υπουργείο Πολιτισμού (υπουργός Νίκος Σιφουνάκης) και «Εκδόσεις Καστανιώτη», Αθήνα 2001.

iv Δεν νομίζω ότι είναι συμπτώσεις οι χρονολογίες αυτές, και μάλιστα όταν ο Σ.Μ.Συμεωνίδης επισημαίνει ότι στη διάρκεια των Βενετοτουρκικών πολέμων η αυτοδιοίκηση του νησιού ενισχυόταν. Το 1645, τη χρονιά που ο Πατριάρχης έκανε το μοναστήρι Σταυροπήγιο, αρχίζει ο 5ος βενετοτουρκικός πόλεμος ή Μεγάλος Κρητικός Πόλεμος, και το 1669 τελειώνει με την άλωση του Χάνδακα. Μπορούμε συνεπώς να θεωρήσουμε ότι σε αυτό το διάλειμμα επικυριαρχίας αλλά και αυξημένης φορολογίας, εφόσον και οι δύο εμπόλεμοι επιχειρούσαν να φορολογήσουν το νησί για τον εαυτό τους, οι Σιφνιοί βρήκαν την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν τέτοια κατορθώματα.

v Για τη σημαντική αυτή έρευνα του Σίμου Μ. Συμεωνίδη, μπορεί κανείς να διαβάσει στο τεύχος ΙΑ'/2003 των «Σιφνιακών» ενώ πολλά σχετικά κείμενα είναι διάσπαρτα σε όλα τα τεύχη των «Σιφνιακών». Το σύνολο των δημοσιεύσεων και των βιβλίων του βρίσκεται αναρτημένο στον εξής σύνδεσμο: simossymeonidis.gr

vi Αν μελετήσουμε λίγο τις κοινωνίες αυτές, αλλά και τις πρόσφατων του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, θα δούμε ότι οι ατομικές και οι οικογενειακές περιουσίες ήταν στην βασική τους δομή μέσα παραγωγής, ήτοι κεφάλαιο. Πολύ μικρό κομμάτι τους κατείχαν τα αγαθά εκείνα που εξασφάλιζαν ένα α ή β βιωτικό επίπεδο. Αυτό ήταν χαρακτηριστικό γενικό, των πλούσιων και των φτωχών. «Σπίτι όσο να χωρείς και χωράφι όσο να θωρείς» λένε ακόμα τώρα στη Σίφνο. Σήμερα το κλάσμα [μέσα παραγωγής (κεφάλαιο)/κατανάλωση(αγαθά)] έχει αναστραφεί. Η σχέση ανάμεσα στα μέσα παραγωγής και στα αγαθά της οικογενειακής (και ατομικής) περιουσίας είναι σε βάρος των μέσων παραγωγής. Η αιτία της σημερινής μας κακοδαιμονίας είναι αυτή ακριβώς μετατροπή των κεφαλαίων σε αγαθά και σε καταναλωτική δαπάνη. Δυο σπίτια και τρία αυτοκίνητα δεν είναι κεφάλαια αλλά αγαθά. Το εξοχικό σπίτι δεν είναι κεφάλαιο εκτός κι αν νοικιάζεται στην airbnb. Βέβαια, ο καταναλωτισμός ο δικός μας φέρνει συσσώρευση κεφαλαίου σε άλλους τόπους και άλλους ανθρώπους, αλλά αυτο είναι «άλλου παπά ευαγγέλιο». [βλέπε περισσότερα εδώ]

vii Το μόνο ανάλογο που ξέρω στα νησιά είναι ένα πανηγύρι στην Τήνο, στον Τριπόταμο, που λέγεται «του Κάβου». Παίρνουν μέρος μόνο οι άνδρες και γίνεται στο σπίτι του εκάστοτε Κάβου. Στη Μύκονο γίνονται τράπεζες κερασμένες από τους πανηγυρίζοντες ιδιοκτήτες αλλά η προσέλευση γίνεται κατόπιν προσκλήσεως και έχει μια ...ιδιωτικότητα.

viii Για περισσότερα περί των σιφνιακών πανηγυριών βλέπε: Αντώνης Γ. Τρούλος, Σιφνιώτικο πανηγύρι, αυτοέκδοση.

ix Αντι-μάμαλο = παλινδρομικός κυματισμός, επιστροφή του κύματος, αφού πρώτα χτυπήσει στα βράχια της ακτής.

x  Υπαινίσσομαι σαφώς ότι, στη Σίφνο με τον τ[ρ]όπο αυτό του Ευ Ζην, είχαν βρει τον τρόπο να αποφεύγουν την κατάσταση «μηδέν», το χάος και τις εμφύλιες έριδες, επί τέσσερις αιώνες. Τίποτα δεν δείχνει ότι υπήρχαν προϋποθέσεις κατάρρευσης μέχρι να εισβάλλει βιαίως ο εξευρωπαϊσμός, ο οποίος μάλιστα χρειάστηκε αλλεπάλληλα κύματα για να την αποσταθεροποιήσει. Ακόμη δε κι όταν τα κατάφερε δεν μπόρεσε να εξαφανίσει τον Κοινοτισμό ολοσχερώς. Εκείνος υποφώσκει....«ἔρχεται ὁ λύχνος ἵνα ὑπὸ τὸν μόδιον τεθῇ ἢ ὑπὸ τὴν κλίνην; οὐχ ἵνα ἐπὶ τὴν λυχνίαν ἐπιτεθῇ; οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ ἐὰν μὴ φανερωθῇ, οὐδὲ ἐγένετο ἀπόκρυφον ἀλλ᾿ ἵνα ἔλθῃ εἰς φανερόν. εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω ».

xi  Η βαρυτική έλξη καθηλώνει, η αγαπητική έλξη απελευθερώνει.

xii Δεν είναι το μόνο αλλά ένα από τα πολλά: Να περπατάς στα μονοπάτια, ντάλα καλοκαίρι, και δυο άνθρωποι σκαρφαλωμένοι στο θόλο της εκκλησίας, στη μέση του χάους, να ασβεστώνουν μετά μανικής ηρεμίας και μακαριώτητος το λευκό να γίνει κατάλευκο! Αν θυμάμαι καλά ήταν στον άγιο Ευστάθιο στη Σκάφη.

xiii Χρήστος Γιανναράς, Το πρόσωπο και ο έρως, εκδόσεις Δόμος, τέταρτη έκδοση, σελ 21.

Ο Κώδικας του 1784, προϊόν της ακούραστης έρευνας του Σίμου Μιλτ. Συμεωνίδη, όπως αυτός δημοσιεύτηκε στα «Σιφνιακά», τεύχος ΙΙ'/2002.