Τετάρτη 14 Αυγούστου 2019

Το Κοινό των Σιφνίων κατά την τάξιν των ορθοδόξων χριστιανών

1664
Το υπέρθυρο της τράπεζας του Προφήτη Ηλία του Ψηλού, της δεκαετίας που χτιζόντουσαν οι Βερσαλίες
[Από το προσωπικό μου αρχείο]



Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής




« + ο Σίφνου Μελέτιος βεβαιοί + ο Σίφνου Ιωσήφ βεβαιοί

Προκαθημένης της ημών ταπεινότητος ενεφανίσθη ο εντιμώτατος άγιος οικονόμος Μάτζας εν ιερομονάχοις Νικόδημος και αιδεσιμώτατος άγιος σακελλάριος Μπάγος εν ιερεύσι Νικόλαος, ομού μετά παντός του Ιερού καταλόγου και με γνώμην των ευγενεστάτων αρχόντων και όλων των κατοίκων λέγοντες, ότι εστάθη παλαιά και αρχαία συνήθεια να είναι εις τας εκκλησίας οπού έχουν προικιά τους οι ιερείς, οι ενορίται, οι εορτάδαις, οι λειτουργίαις και κανδύλια προικοδοτιμένα καθώς οι παλαιοί τα αφιέρωσαν και φαίνονται εις κάθε ενός προικοχάρτια και διαθήκας και εις διάφορα γράμματα παλαιά, να είναι αματάθεται, αλλά να μεταδίδωνται αλληλοδιαδόχως, οπού να μην ημπορή τινάς να αποσπάση δια καμμίας λογής τρόπον, να μετατεθή από την μίαν εκκλησίαν έως την άλλην, από τον πρώτον έως τον έσχατον. Και να διαφυλάττεται της κάθε εκκλησίας τα αφιερώματα οπού έχει, ομοίως κι άλλα οπού ήθελεν αποκτήση την σήμερον, γίνεται ο παρών Κώδικας, βεβαιώνοντάς τον ο πανιερώτατος δεσπότης κύριος Μελέτιος, ομού και πάντες οι του Ιερού καταλόγου οικείαις χερσί. Ιδού λοιπόν οπού τα φανερώνομεν με τα παρόντα κεφάλαια εις ασφάλειαν....»i



Επιμείναμε, πολλές φορές μέχρι τώρα, στους τρεις «παράξενους ελκυστές» της ελληνικής ταυτότητας, της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Την Πολιτική, την Πίστη και την Παιδεία. Ή αλλιώς, το Βουλευτήριο, το Θυσιαστήριο, τη Σχολή και τα φράκταλς τους. Με την λέξη φράκταλς [αυτοομοιότητα] εννοούμε ότι, αυτές οι τρεις ανθρωποποιητικές παραδόσης -μαστορικές πείτε τις καλύτερα- δεν είναι χωρισμένες μεταξύ τους με σινικά τείχη αλλά αλληλεπιδρούν και αλληλοπεριχωρούνται, έχοντας στο εσωτερικό τους στοιχεία και λειτουργίες των άλλων.
Έτσι το Κοινό των Σιφνίων, η πολιτική μαστορική, έχει θεμέλιο την ορθόδοξη παράδοση, σφραγίδα την εικόνα της Παναγίας, προεστούς και συμβούλους ιερείς διακονούντες πνευματικά και πολιτικά τον λαό, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί και ως σχολείο. Εκεί μαθαίνουν πολιτική οι νεώτεροι, για να λάβουν τις θέσεις τους αργότερα στην Αγορά και στα Συμβούλια, να αναπαραχθεί το Κοινό και η κοινωνία.
Κάποιος μπορεί θα ρωτήσει δύσπιστος: «Τελικά υπάρχει Ελληνική Πολιτική Παράδοση; Υπάρχει ελληνικός τρόπος του πολιτεύεσθαι; Υπάρχει «πατέντα» ελληνική στην πολιτική θεωρία;»

Από όσα είπαμε στο προηγούμενο κείμενο, και χωρίς να επικαλεστούμε τους σοφούς, αρχαίους τε και νεωτέρους, η Σίφνος απαντάει: ΝΑΙ! Υπάρχει Ελληνική Πολιτική Παράδοση, και μάλιστα είναι και πολύ παλιά. Δεν θα εμπλακώ σε θεωρητικές αναλύσεις, ούτε θα ανακαλέσω στη μνήμη σας τις πόλεις-κράτη. Θα επικαλεστώ το νεαρό ακόμη ελληνιστικό βασίλειο των Πτολεμαίων.
Στον τόμο Δ' της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, στις σελίδες 490-494 διαβάζουμε για εκλεγμένους πρεσβύτερους των γεωργών και των κωμών, για κάπως αυτοδιοικούμενες «κώμες», για αυτοδιοικούμενες πόλεις -τη Ναύκρατι, την Αλεξάνδρεια και την Πτολεμαΐδα- οι οποίες, ήταν κάτι σαν ανεξάρτητα κράτη αφού συνδιαλεγόταν μαζί τους ο Πτολεμαίος με πρέσβεις. Η διοικητική διαβάθμιση ήταν Νομός, Τόπος, Κώμη. Δηλαδή, Τόπος λεγόταν αυτό που λέμε σήμερα «επαρχία», μια ομάδα κωμών. Στην Αλεξάνδρεια εκλέγουν τις αρχές, έχουν δικά τους δικαστήρια, δικούς τους νόμους, έχουν υποχρεώσεις αλλά και δικαιώματα. Μαθαίνουμε ότι υπάρχουν και αυτοδιοικούμενες, κατά κάποιον τρόπο, ομάδες πληθυσμιακές, όπως πχ, οι Εβραίοι, με δική του δωσιδικία και εσωτερική δομή, που λέγονται «Πολιτεύματα»ii, φέρνοντας στο νου μας το «μιλλέτ». Διαβάζουμε όμως και τούτο το εκπληκτικό:

«Διαφορετικές ήταν οι σχέσεις των Πτολεμαίων με το «Κοινόν των Νησιωτών». Αυτό ιδρύθηκε από τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο το 315 π.Χ., και έμεινε πιστό στον ίδιο και στον διάδοχό του, τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, ως το 287 π.χ., οπότε και προσχώρησε στον Πτολεμαίο Α'. Το «Κοινόν των Νησιωτών», στο οποίο μετείχαν διάφορες πόλεις των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης, δεν απετέλεσε τμήμα του πτολεμαϊκού κράτους, αλλά ένα «προτεκτοράτο» των Λαγιδών. Δεν είχε τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις των «πόλεων» που είδαμε πιο πάνω. Αλλά, από την άλλη μεριά, δεχόταν εντολές από τους βασιλείς και τον τοπικό εκπρόσωπό τους, που λεγόταν «νησίαρχος», σε θέματα πολεμικών ετοιμασιών και ενεργειών, επιχειρήσεων εναντίων πειρατών, και άλλα. Ο «νησίαρχος» είχε και άλλες αρμοδιότητες: διοικούσε τον στόλο του «κοινού», συγκέντρωνε και διαχειριζόταν τις εισφορές των «πόλεων», διώριζε διοικητάς για τη ρύθμιση διαφορών που αναφύονταν ανάμεσά τους, εκτελούσε τις αποφάσεις του συμβουλίου των αντιπροσώπων τους».

Αν και το «Κοινό των Νησιωτών» του 4ου π.Χ., είναι σαφώς κάτι το διαφορετικό από το Κοινό των Σιφνίων του 18ου μ.Χ. Αιώνα, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι, κάποιες κομβικές ιδέες, βασικά χαρακτηριστικά, ακόμη και ορολογίες και μεθοδολογίες, διαπερνούν τη στοιβάδα του χρόνου και φτάνουν ως τις παρυφές του 20ου αιώνα, ενώ τα αποτυπώματά των πολιτικών εκείνων οργανισμών είναι αυτά που βλέπουμε ακόμη και σήμερα στον τόπο και στον τρόπο της Σίφνου.

Το φακιόλι και η τιάρα

Φθάνουν ως τις μέρες μας όλ' αυτά, αν και συναντούν πολλά προσκόμματα, τεράστιες γεωστρατηγικές και γεωπολιτικές ανακατατάξεις, όπως θα τις λέγαμε σήμερα, που προσβάλλουν και πλήττουν καίρια τα τρία «Π» των ελληνικών κοινωνικών παραδόσεων. Πολύ πιο πριν από τους Βαβαρούς υπήρξαν οι Λατίνοι και οι Φράγκοι. Διώξεις και κάθε είδους προσπάθειες για να τους «αλλάξουν την πίστη», διαπιστώνει ο Σίμος Μ. Συμεωνίδης, από την πλευρά των Λατίνων ηγεμόνων και της Παπικής Εκκλησίας. Προσκομίζει γι' αυτό πλήθος αρχειακών τεκμηρίων, τα περισσότερα από τους ίδιους τους μισσιονάριους και τους εκπροσώπους του Πάπα.
Στη Σίφνο, επί Λατινοκρατίας, ο Συμεωνίδης εντοπίζει μόνο δέκα (10) εκκλησίες! Ενώ για την Τουρκοκρατία και μέχρι την διάλυση των Κοινών [1833], παραθέτει κατάλογο 94 σημαντικότατων ναών, οι περισσότεροι των οποίων είναι φτιαγμένοι στον 17ο και 18ο αιώνα. Σαράντα τρεις (43) είναι ενοριακοί ναοί. Και μόνο αυτά τα στοιχεία μπορούν να εξηγήσουν εκείνο που σήμερα, μέσα στον ευρωπαϊσμό μας, φαίνεται ακατανόητο: γιατί οι Ρωμιοί προτίμησαν το φακιόλι το τούρκικο από την παπική τιάρα!

Στο μικρό νησί, αναδιανομή γιγαντιαίας κλίμακας

Όποιος έχει δει από κοντά αυτά τα μνημεία μαζί με τα βοηθητικά τους χτίσματα, κελλιά, αυλές, στέρνες, τράπεζες κλπ αρχίζει να καταλαβαίνει περίπου το μέγεθος των οικοδομικών έργων που έλαβαν χώρα στο νησί. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτοί οι ναοί. Πρέπει να προστεθούν και τα τέσσερα μοναστήρια, τα μετόχια τους και άλλα συγκροτήματα που οι Σιφνιοί τα λένε μερικές φορές «μοναστήρια» αλλά ποτέ δεν είχαν μοναχούς.
Τεράστιοι όγκοι πέτρας, χιλιάδες μεροκάματα, έργα εκχέρσωσης και εκβραχισμού, μονοπάτια για την πρόσβαση, τοιχία αντιστηρίξεως, πετζούλες και άλλα πολλά έργα, όχι μόνο για τη λειτουργία αλλά και για την καλαισθησία, πραγματοποιήθηκαν, ή άρχισαν να πραγματοποιούνται, την εποχή εκείνη, προσθέτοντας κάθε τόσο και από ένα στοιχείο στα πολύπλοκα αυτά οικοδομικά συγκροτήματα.
Θα πρέπει κάποτε να βρεθεί ένας άνθρωπος ο οποίος θα ηγηθεί μιας προσπάθειας καταγραφής και αποτύπωσης των εκκλησιαστικών, τουλάχιστον, κτισμάτων και της κατά προσέγγυσιν δαπάνης κατασκευής τους σε σημερινές τιμές.
Πρέπει αυτή η κοινωνία να ξέρει την αξία, σε χρήμα και με μόχθο, της περιουσίας της. Όχι βέβαια για να την εκποιήσει. Το αντίθετο, για να την προστατέψει και να την υπερασπιστεί. Για να συνειδητοποιήσει, και με τον τρόπο αυτό, πια σπουδαία παράδοση κληρονόμησε και ποιου πολιτισμού είναι προϊόν.
Πόσες χιλιάδες τόνοι πέτρας χρειάστηκαν;
Πόσες χιλιάδες μεροκάματα, με τα τότε τεχνικά μέσα;
Πόσα χρήματα θα δαπανούσαμε σήμερα, έστω με τα μέσα τα δικά μας, για να κατασκευάσουμε κάτι παρόμοιο; Αυτά είναι τα τρία βασικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν για να συνειδητοποιήσουν, ντόπιοι και ξένοι, τι συνέβη στο νησί κατά τους τρεις-τέσσερις αυτούς αιώνες.
Μετά θα μπορούσαμε ίσως να συγκρίνουμε το μέγεθος αυτών των έργων, ειδικά του 17ου και του 18ου αιώνα με τα έργα που γίνανε τον 19ο και τον 20ο, από την κεντρική κυβέρνηση του νεαρού κράτους. Έτσι, τιμής ένεκεν, στα 200 χρόνια της Επανάστασης του 1821!
Έχω υπόψη μου ένα βιβλίο, μια εκτενέστατη μελέτη ενός Γερμανού, του Fridrich Christoph Wagneriii, η οποία αποτυπώνει και περιγράφει όλα τα «τσικαλάδικα» της Σίφνου του '60. Και αφού έκανε αυτός, ένας άνθρωπος, μια τέτοια μελέτη, γιατί να μη μπορεί να κάνει και η κοινότητα μια ανάλογη όταν, μάλιστα, έχει φέρει σε πέρας δυσκολότερα εγχειρήματα, ήτοι πραγματοποίησε το έργο, το συντηρεί και το κρατάει ζωντανό αιώνες;

Κι άλλα συμπεράσματα από το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία

Για να κατανοήσουμε ακόμη περισσότερο τους μηχανισμούς που τέθηκαν σε κίνηση τους αιώνες , τους οποίους έχουμε υποτιμήσει, απαξιώσει και απωθήσει από την μελέτη και την έρευνα, θα πρέπει να πάμε στην κορυφή της Σίφνου.
Το τεράστιο συγκρότημα, στον άγριο και απόκρημνο βράχο, αποτελεί δείγμα αυτής της προσπάθειας της κοινωνίας, αλλά και της ικανότητάς της να υλοποιεί προγράμματα και να φέρνει σε πέρας «επενδύσεις» που δεν θα αποσβεστούν ποτέ και, επομένως, για τη σημερινή λογική της κοινωνίας, δεν θα έπρεπε να έχουν συμβεί ποτέ. Ποιος σήμερα δαπανά τόσα χρήματα για να γίνει κάτι το οποίο δεν έχει ...ανταποδοτικότητα και είναι, εν πολλοίς, «άχρηστο»;
Το ότι ο Προφήτης Ηλίας είναι ένα τέτοιο «άχρηστο» έργο, δεν χωράει αμφιβολία. Καμία ανάγκη δεν το επέβαλε. Η θεωρία ότι αποτελεί κάποια οχύρωση, μια ακρόπολη, πρέπει να απορριφθεί. Κανένας άμαχος δεν μπορούσε να φτάσει εκεί πάνω, από το Κάστρο, το Σταυρί, τον Αρτεμώνα, τα πολυάνθρωπα σημεία του νησιού, αλλά και από τα άλλα κοντινότερα χωριά, όσο και να τον κυνηγάνε. Και αν έφταναν κάποιοι, τι θα έκαναν εκεί πάνω; Πόσο να αντέξουν την πείνα και τη δίψα; Οχυρές θέσεις του πληθυσμού, σε εκείνο το είδος του πολέμου, ήταν το Κάστρο και οι οικισμοί. Παλαιότερα, όταν θέλανε ακρόπολη, φτιάξανε στον Άγιο Ανδρέα, που είναι κατάλληλος λόφος για οχύρωση και ταυτόχρονα είναι αρκετά πιο προσιτός από το ψηλότερο βουνό της Σίφνου με τα 700 μέτρα υψόμετρο. Οι οχυρώσεις του Αη Νηγιά προορίζονταν για να τον προστατεύουν από επιθέσεις μικρών ομάδων και σύντομες επιδρομές πειρατών. Αν είχε κάποια πολεμική αξία, την εποχή που εικάζεται ότι έλαβε τη φρουριακή μορφή του [1145μ.Χ.], αυτή θα πρέπει να ήταν η παρατήρηση και η έγκαιρη προειδοποίηση, τίποτα περισσότερο.
Το μοναστήρι, αν και Πατριαρχικό Σταυροπήγιο [1654], δεν είχε ποτέ ούτε πολλούς μοναχούς ούτε πολλά χρήματα. Κάπου δέκα οι μόνιμοι γέροντες και άλλοι πέντε-έξι σε αποστολές για να συγκεντρώσουν χρήματα. Είχαν και δύο μετόχια, για να διαχειμάζουν, τον Ταξιάρχη της Σκάφης και τα Φυρόγια.
Εκεί ακριβώς γεννάται το ερώτημα: Πώς, ένα φτωχό μοναστήρι, που φυτοζωεί, μπορεί και οικοδομεί αρχικά, και μετά να συντηρεί όλα αυτά τα συγκροτήματα; Και στη Σκάφη και στα Φυρόγια, τα έργα δεν είναι ευκαταφρόνητα, είναι αντάξια του κυρίως μοναστηριού. Ποιος χρηματοδοτεί και πώς εξευρίσκονται τα ποσά αυτά στη μικρή Σίφνο, την δεκαετία που χτίζονται οι Βερσαλίες, και παράλληλα με την βαρειά τουρκική φορολογία, εν μέσω πολέμων; [Το ένα υπέρθυρο της τράπεζας του Αη Νηγιά έχει χρονολογία 1664, εν μέσω, δηλαδή, του Μεγάλου Κρητικού Πολέμου, και όπως έχουμε εξηγήσει αλλού, τόσο ητράπεζα όσο και ο ναός διαθέτουνεξεζητημένα “συστήματα” ακουστικής]iv.
Η μόνη απάντηση που βρίσκω είναι η εξής. Υπάρχει ένα εκτεταμένο δίκτυο χρηματοδοτών, στο νησί και στη διασπορά, που θεωρεί ότι πρέπει να διαθέτει σημαντικό μέρος των εισοδημάτων του, και όχι μόνο της ακίνητης περιουσίας του, για τέτοιου είδους έργα στην πατρίδα. Οι χρηματοδότες αυτοί είναι επώνυμοι, όπως, π.χ., ο Βασίλειος Λογοθέτης, μεγάλος έμπορος και προεστός του νησιού τον 17ο αιώνα, ο οποίος δώρισε 4-5 εκκλησίες. Είναι όμως και πολλοί ανώνυμοι. Μόνο στην ύπαρξη αυτών, οι οποίοι συνήθως προέρχονται από την μεσαία τάξη, μπορούμε να αποδώσουμε και το πλήθος και τον όγκο των μνημείων εκείνων.
Κατά την γνώμη μου, και ύστερα από τριάντα χρόνων αναζητήσεων και προβληματισμών, πρόκειται για μια ΙΔΙΩΤΙΚΗ, εκούσια, άμεση, χωρίς παρεμβολή καμιάς διοίκησης [κεντρικής ή τοπικής], αναδιανομής πλούτου, υπέρ της κοινωνίας.
Έχω ξαναγράψει πριν χρόνια ότι, αν ο Περικλής στον Παρθενώνα προλαβαίνει τον Κέινς κατά 24 αιώνες, στη Σίφνο ο κενσιανισμός γίνεται χωρίς τα λεφτά της Δηλιακής Συμμαχίας αλλά με τα λεφτά της τοπικής «πλουτοκρατίας»! Και αυτά τα λέω για να ακούσουν και οι μεν και οι δε. Και αυτοί που αυτοκατανοούνται ως «παίρνω τα λεφτά και “την κάνω”» και οι άλλοι που θεωρούν ότι πάντα οι πλουτοκρατίες ήταν σαν τις σημερινές, αν όχι χειρότερες.

Το είδος και οι κατευθύνσεις τις αναδιανομής

Έχει καταφέρει ο σημερινός πολιτισμός, της Νεωτερικότητας και της Παγκοσμιοποίησης, να γίνει πιστευτό και να εμπεδωθεί ότι, υπάρχει μια γραμμική εξέλιξη στις κοινωνίες. Ότι βαίνουν από το χειρότερο στο καλύτερο, ότι υπάρχει πρόοδος, και ότι η κοινωνία αυτή που βλέπουμε σήμερα είναι η καλύτερη δυνατή στους αιώνες των αιώνων. Τη λαθροχειρία αυτή, βέβαια, τη στηρίζει στην τεχνολογική πρόοδο, και στην «ευκολία» που παρέχει, αποκρύπτοντας την εξοργιστική κατασπατάληση των φυσικών πόρων και κυρίως των ενεργειακών. Θεωρεί ως πρόοδο αυτή την τεχνολογική έκρηξη, και βγάζει το συμπέρασμα ότι, πρόοδο έχουμε και σε όλα τα άλλα. Ή, για να έχουμε μια τέτοια τεχνολογική έκρηξη, αυτό οφείλεται στο ότι υπήρξε παντού μια ανάλογη πρόοδος που την υποστηρίζει. Αποκρύπτοντας, πχ, τις αρρώστιες και τη θνησιμότητα στον 20ο αιώνα, εξάρει την πρόοδο της ιατρικής στις παλαιότερες αρρώστιες και θνησιμότητες. Αποκρύπτοντας τη βαρβαρότητα και τα δεκάδες εκατομμύρια των νεκρών των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, ταυτίζει τη βαρβαρότητα και την καθυστέρηση με τον «Μεσαίωνα». Το επίθετο «μεσαιωνικό» πάει πια παντού όπου υπάρχει φρίκη. Η οποία, βέβαια, είναι σημερινή παρ' όλο ότι η αβανιά πέφτει στον «Μεσαίωνα». Με αυτή την δόλια «λογική», όλες οι προηγούμενες κοινωνίες, και ειδικά των «επαρχιών», των απομονωμένων και «άγονων» περιοχών, η «άγονη γραμμή», είναι πολύ κατώτερες από τις σημερινές. Βέβαια, “σημερινές κοινωνίες” εννοεί αυτές των μεγάλων πόλεων και των μητροπόλεων. Εκεί είναι η αληθινή ζωή, μάς λένε. Ό,τι καλό από κει προέρχεται. Στη πόλη που «δεν κοιμάται ποτέ», βρίσκεται η τύχη της ανθρωπότητας, κοκ.

Για να δούμε, όμως, τι γίνεται με την πολιτική των επενδύσεων σε εκκλησιαστικά μνημεία, στη Σίφνο του 17ου και 18ου αιώνα, κι αν είναι όντως «καθυστερημένη» και «μεσαιωνική».
α) Ενισχύει την ντόπια οικονομία και την απασχόληση, όπως κάθε έργο είτε υποδομής είτε παραγωγικό. Η ενίσχυση αυτή γίνεται επιπλέον και πέρα από τις άλλες επενδυτικές λειτουργίες της καθ' αυτής παραγωγικής και εμπορικής δραστηριότητας.
β) Διασώζει και εξελίσσει τις μαστορικές και τις τεχνικές, τα σχέδια, τα εργαλεία, τους μαστόρους. Εκπαιδεύει την καινούργια γενιά αυτών. Π.χ.: Ο τρόπος που χτίζονται τα τοιχία στις πετζούλες είναι συγκεκριμένος. Όταν μου το είπαν δεν το πίστεψα και νόμισα ότι είναι διάκριση και εγωισμός έναντι των νεοφερμένων τότε Αλβανών. Όταν όμως έγινε μια μεγάλη νεροποντή οι πρώτες ζημιές γίνανε στα έργα των σημαντικών, κατά τα άλλα, αυτών μαστόρων της Ηπειρώτικης τέχνης της πέτρας.
γ) Προικοδοτεί το νησί, όπως ακριβώς η Ακρόπολη τας Αθήνας. Μπορεί να μην είχαν συνείδηση ότι τον 20ο και 21ο αιώνα οι ναοί, και τα άλλα ιερά κτήρια, θα ήταν πολύτιμοι για τους απογόνους τους και τον τουρισμό του νησιού αλλά σαφώς είχαν συνείδηση ότι κοσμούν τον τόπο τους, τον ομορφαίνουν, τον ανυψώνουν. Άλλωστε γι' αυτό είναι ιδιαίτερα όμορφοι και επιμελημένοι. Γι' αυτό είναι και τόσο πολλοί, σε τόσα πολλά μέρη των οικισμών και της υπαίθρου, ενώ οι 70 και πλέον αρχαίοι πύργοι εγκαταλείπονται στη φθορά και καταρρέουν. Κόσμωση του τόπου χάριν των κατοίκων του και μόνο, και όχι χάριν κάποιας άλλης στόχευσης, π.χ., για την προσέλκυση εμπορικής κίνησης, ηγεμονία στους άλλους κλπ.
δ) Ενισχύεται και προάγεται, από την ιθύνουσα τάξη, μια νοοτροπία αναδιανομής, η οποία, με την υλοποίηση της στον τόπο, με το που λαμβάνει σάρκα και οστά, διαπαιδαγωγεί με τη σειρά της και μορφώνει πλούσιους και φτωχούς. Δεν επηρεάζει μόνο την περί του κάλλους και του ιερού αντιλήψεις τους αλλά και τον τρόπο που ιεραρχούν τις ανάγκες τους, τη σχέση ατομικού-συλλογικού, ατομικού προσώπου και συλλογικού προσώπου, προσώπου του τ[ρ]όπου, που λέγαμε στην αρχή αυτής της σειράς των κειμένων.
Αν το πώς ιεραρχούνται οι ανάγκες μιας κοινωνίας καθορίζεται από τον πολιτισμό της και καθορίζει, με τη σειρά του, τον πολιτισμό αυτό, στη Σίφνο βλέπουμε εναργέστατα πως συντελείται αυτό, βήμα το βήμα, μέσα στην ιστορία.
ε) Το φαινόμενο αυτό της μαζικής ανοικοδόμησης των ναών, αυτού του είδους η αναδιανομή, μάς δίνει και μια άλλη απάντηση. Μάς αφηγείται πως πολιτεύεται η ιθύνουσα τάξη του νησιού για να μην έχουμε επί τόσους αιώνες σφοδρές κοινωνικές εντάσεις, όπως έχουμε σε άλλους τόπους, μηδέ των νησιωτικών εξαιρουμένων.
στ) Αναδιανέμοντας τόσο μεγάλα ποσά, η ιθύνουσα τάξη, θέτει όρια στον εαυτό της. Καθυστερεί ή και ακυρώνει την κεφαλαιακή συσσώρευση. Οι πλούσιοι δεν γίνονται πλουσιότεροι με τους ρυθμούς που τους επιτρέπει η οικονομία της εποχής γιατί ένα μέρος των κερδών διανέμεται στην κοινωνία ως εισόδημα και ένα άλλο «παγώνει» και παροχετεύεται έξω από το θησαυροφυλάκιο της πλουτοκρατίας. Ίσως αυτός ο πολιτικο-θρησκευτικός «αταβισμός» είναι και η αιτία που ο καπιταλισμός δεν γεννήθηκε στην Ανατολή. Όταν γεννήθηκε δε, έφερε σοβαρά συγγενή ελαττώματα.

Οι ιδιόκτητες ενοριακές εκκλησίες επιμαρτυρούν τον λόγον της αληθείας

Ο Σίμος Μιλτ. Συμεωνίδης, επανέρχεται πολλές φορές στο ζήτημα της εκκλησιαστικής ιστορίας της Σίφνου και δίνει πολλά έγγραφα και στοιχεία στη δημοσιότητα. Άλλο τόσο σπουδαία είναι και τα συμπεράσματα που εξάγειv.
Όλες, λέει, οι εκκλησίες στη Σίφνο είναι ιδιόκτητες. Ανήκουν σε μεγάλες και ευκατάστατες οικογένειες στις οποίες, κάποιο μέλος, σε κάθε γενιά, αποφασίζει να γίνει κληρικός. Ανάλογη τάση υπάρχει και στους οικονομικά ασθενέστερους. Εκεί αφιερώνουν ένα παιδί στον μοναχισμό, ιδιαίτερα τα κορίτσια, και τα προικίζουν με ένα μικρό εισόδημα από κτήμα ή με το ίδιο το κτήμα.
Κάποιοι, καθώς θα ακούσουν ότι οι εκκλησίες ήταν ιδιωτικές πρωτοβουλίες, θα πουν ότι οι εύποροι «ανοίγουν μαγαζάκια» κι εκμεταλλεύονται τον λαό μαζί με τη θρησκεία. Θα προβάλουν τη σημερινή βουλιμία για κέρδος, των ιθυνουσών τάξεων και μέρος του κλήρου, στις τότε καταστάσεις. Δεν θα έχουν δίκιο.
Τα ίδια αυτά ποσά αν τα επένδυαν αλλού, οι ίδιοι δε αν ασχολούνταν με άλλες οικονομικές δραστηριότητες, θα κέρδιζαν πολύ περισσότερα. Από την άλλη μεριά, το λειτούργημα του ιερέα τότε δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή του συνολική απασχόληση στα ιερατικά του καθήκοντα. Αν και οι ενορίες είναι μικρές, η δουλειά και οι υποχρεώσεις είναι μεγάλες. Οι οικογένειες περιστρέφουν τη ζωή τους γύρω από τον ναό, ενώ υπάρχουν πολλοί ναοί που πρέπει να λειτουργούνται. Ταυτόχρονα και ο ίδιος ο παπάς πρέπει να δουλεύει για να ζει. Η ενορία όντας τόσο μικρή δεν μπορεί να τον συντηρήσει. Η ιεροσύνη, τότε και εκεί, δεν ήταν τζάμπα και ούτε κατά διάνοιαν επικερδής.
Αν προσέξουμε όμως θα δούμε ότι δεν πρόκειται για κεφάλαια. Σύμφωνα με τον Μαρξ, που έχει επί του συγκεκριμένου, απόλυτο δίκιο, «κεφάλαιο» δεν είναι οποιοδήποτε χρηματικό ποσόν αλλά εκείνο που παίρνει μέρος στην παραγωγική κι εμπορευματική διαδικασία. Στις περιπτώσεις αυτές που οι εύπορες, κυρίως από το εμπόριο, οικογένειες διαθέτουν ένα χρηματικό ποσό για την οικοδόμηση ενοριακού ναού, σημαίνει ότι το κεφάλαιο που συσσωρεύτηκε από τις εμπορικές δραστηριότητες παύει να είναι κεφάλαιο και μετατρέπεται σε κοινωνικό αγαθό. Η ιδιόκτητη εκκλησία είναι ταυτόχρονα το κατ' εξοχήν δημόσιο κτήριο με τις πόρτες του ανοικτές πάντα και δια πάντα. Ενώ διασαφηνίζεται ότι, δημόσιο δεν είναι μόνο ο,τι είναι κρατική ιδιοκτησία ή ιδιοκτησία του Κοινού. Δημόσιο μπορεί να είναι και το μοναστηριακό και το εκκλησιαστικό και το ιδιόκτητο εκκλησιαστικό! Αντίθετα, επί τουρκοκρατίας, και όποιας άλλης δεσποτείας, η κρατική ιδιοκτησία δεν είναι εξ ορισμού δημόσια. [Σε άλλα κείμενά μας έχουμε δείξει πως το κεφάλαιο μετατρέπεται και σε ατομικό ή οικογενειακό αγαθό και, ακόμα χειρότερα, σε καταναλωτική δαπάνηvi].
Αν προσέξουμε δε ακόμη περισσότερο, θα δούμε ότι μια τέτοια «επένδυση» σε ενοριακό ναό, αντιβαίνει στον ίδιο τον νόμο της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Ποιος είναι αυτός; Επενδύοντας κάπου ένα κεφάλαιο πρέπει σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον, «να πάρεις πίσω τα λεφτά σου». Η αξιολόγηση της επένδυσης γίνεται κυρίως με αυτό το κριτήριο. Έτσι, έχεις το αρχικά επενδεδυμένο κεφάλαιο και την απόδοσή του, τον διπλασιασμό του. Όταν όμως επενδύεις εκεί απ' όπου δεν θα επιστρέψει ποτέ το κεφάλαιο, αυτό το οποίο αρχικά τοποθέτησες, εκ των πραγμάτων δεν είναι επένδυση με την έννοια που την εννοούμε σήμερα.

Αναδιανομή στο διηνεκές, με τον θεσμό των «πανηγυράδων»

Η αναδιανομή αυτή στο επίπεδο του Κοινού δεν είναι μόνο γιγαντιαία. Είναι και στο διηνεκές!
Σήμερα γίνονται στο νησί 58 πανηγύρια με τράπεζα και όλα γιορτάζονται από πανηγυράδες. Χορηγούς, δηλαδή, με όλη τη σημασία και τα ιστορικά φορτία της λέξεως, που αναλαμβάνουν όλα τα έξοδα του πανηγυριού συν τα έξοδα συντήρησης του ναού επί ένα χρόνο, με μόνο αντάλλαγμα την ευλογία της φιλοξενίας της εικόνας του αγίου στο σπίτι τους. Ο αείμνηστος Αντώνης Τρούλος, δάσκαλος και λαογράφος, λέει, ότι οι Σιφνιοί της Πόλης έπαιρναν την εικόνα για δυο τρία χρόνια, μέχρι να ξαναεπιστρέψουν και να τελέσουν το πανηγύρι.
Υποθέτω, νομίζω βάσιμα, ότι τότε, στη Σίφνο του διπλασίου πληθυσμού και της ισχυρής παρουσίας των Σιφνίων της διασποράς, τα πανηγύρια με τράπεζα θα ήταν πολλά περισσότερα. Περισσότερα και για έναν επιπλέον λόγο. Η ίδια η έννοια της τράπεζας είναι οι ευχαριστιακή σύναξη μαζί με την πρακτική ανάγκη των ανθρώπων, που οδοιπορούν ώρες, για φαγητό και ύπνο. Στη γλώσσα της Εκκλησίας λέγεται «διάκληση». Αλλού δεν γινόταν αυτό. Έπαιρναν μαζί τους τα φαγητά τους και έτρωγαν μαζί με άλλες παρέες ή την οικογένεια και το σόι. Εδώ κερνάει άπαντες ο πανηγυράς και το μαγείρεμα γίνεται επιτόπου αφού υπάρχουν όλα τα σκεύη, οι εγκαταστάσεις, οι υποδομές και τα σερβίτσια για να τραπεζωθούν εκατοντάδες άνθρωποιvii. Αναδιανέμει ένα μέρος του εισοδήματός του υπέρ της εκκλησίας και της κοινωνίας. Αν δεν είναι αρκούντως ισχυρός οικονομικά, τότε αναλαμβάνει ένα μικρότερο πανηγύρι, ή αναλαμβάνει μαζί με άλλους, όπως κάνουν νεαρά παιδιά που σπουδάζουν. Έχω υπόψη μου κάποια πανηγύρια στον Αη Νικόλα του κάβου του Αγίου Φιλίππου, το πανηγύρι του Αη Νηγιά που πολλές φορές γίνεται από την αδελφότητα των οικοδόμων που συντηρούν το μοναστήρι κ.α.
Και αυτά τα ποσά είναι τεράστια, αν κάτσει κανείς και τα υπολογίσει, έστω χονδρικώς. Στα πανηγύρια του Αη Νηγιά, τρώνε πάνω από 500 άτομα. Σερβίρεται πρώτο πιάτο, ρεβύθια, και δεύτερο με κρέας, ενώ το κρασί ρέει άφθονο. «Μόνο παγωτό δεν σερβίρεται», λέει, με νόημα ένας άλλος Αντώνης. Χώρια τα καλωσορίσματα με τα γλυκά και τα άλλα ποτά. Χώρια η προσωπική εθελοντική εργασία των μελών των οικογενειών που δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα.
Άλλα πανηγύρια είναι μικρότερα. Άλλα όμως είναι και πολύ μεγαλύτερα. Όπως της Χρυσοπηγής και του Σταυρού στο Φάρο. Υπάρχουν, βέβαια, και δεκάδες πανηγύρια μέσα στου οικισμούς που ακριβώς γι' αυτό δεν απαιτείται τράπεζα. Κι εκεί όμως άφθονα είναι τα κεράσματα με τα τοπικά γλυκά και το απαραίτητο σπιτικό παστέλιviii.

Το «αντιμάμαλο» των λαϊκών τάξεων

Μέχρι τώρα είδαμε το “κίνημα” της ιθύνουσας τάξης προς αναδιανομή των εισοδημάτων της, το κύμα των «επενδύσεων» και τις οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις και συνέπειές του.
Τώρα πρέπει να δούμε πώς οι λαϊκές τάξεις συμμετέχουν σ' αυτό και πώς το αντιμετωπίζουν. Ποιο είναι δηλαδή το «αντιμάμαλο»ix του κύματος αυτού.
Κάποιοι θα βιαστούν και, με τα σημερινά κριτήρια, θα πουν ότι είναι το συμφέρον που τις κινεί να συμμετέχουν. Δεν θα συμμεριζόμουν ούτε αυτή την ερμηνεία. Μπορεί οι ασθενέστεροι οικονομικά να μην συνεισφέρουν χρήματα, τόσα όσα οι εύποροι, αλλά συνεισφέρουν και αυτοί για να τελέσουν μια τεράστια σειρά λειτουργιών, ακολουθιών, λατρευτικών τελετών που είναι όλες τιμολογημένες. Ο νους των φτωχών είναι στο πώς να συνδράμουν κι αυτοί με τα πενιχρά τους έσοδα και όχι πως θα επωφεληθούν. Τζάμπα χριστιανοί δεν είναι! Και μπορεί να καμαρώνουμε σήμερα που όλα είναι πληρωμένα και να τιμούμε τον παπά που «δεν τα παίρνει στα τρισάγια», αλλά σκεφτείτε πόσο σπουδαίοι είναι αυτοί οι χριστιανοί που όντας περισσότερο φτωχοί από εμάς θυσιάζουν πολλά περισσότερα και μάλιστα από το υστέρημά τους.
Πέρα όμως από τις τρέχουσες λατρευτικές «δαπάνες» υπάρχουν και οι δωρεές και παραχωρήσεις περιουσιακών στοιχείων και κτημάτων σε εκκλησίες και μονές ή σε συγγενείς για να έχουν πόρους να τελούν λειτουργίες εις μνήμη των δωρητών.
Με τη σειρά τους, οι ενοριακές εκκλησίες ασκούν κοινωνική και οικονομική πολιτική παραχωρώντας αυτά τα περιουσιακά στοιχεία σε φτωχές οικογένειες με την υποχρέωση ότι «θα έχουν ενορία» στον εν λόγω ναό. Ότι στο εξής, δηλαδή, θα τελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα στο ναό που έκανε την παραχώρηση του οικοπέδου για ανέγερση σπιτιού ή το ίδιο το σπίτι. Εδώ, συν τοις άλλοις, έχουμε και μόχλευση. Μη έχοντας οικόπεδο κάποιος, θα έκτιζε πολύ δύσκολα σπίτι ή και καθόλου. Με την παραχώρηση, όμως, μοχλεύεται η οικοδόμηση, η οποία, στις κοινωνίες αυτές στηρίζεται και στην προσωπική εργασία του ιδιοκτήτη αλλά και στην αλληλεγγύη της κοινωνίας, της γειτονιάς και της ευρύτερης οικογένειας. Ανάλογες μοχλεύσεις, εννοείται, ότι υπάρχουν πολλές και σε κάθε φάση της αναδιανομής, είτε ιδιωτικών εισοδημάτων είτε εκκλησιαστικών περιουσιών.
Ο Συμεωνίδης μάς εξηγεί ότι ακόμη και την οικιστική διαμόρφωση επηρεάζουν αυτές οι κινήσεις των ενοριακών εκκλησιών. Ήτοι, πολλά κομμάτια των οικισμών που βλέπουμε σήμερα οφείλουν την ύπαρξή τους σ' αυτές τις ενέργειες και στο πνεύμα τους. Το πνεύμα τους, όπου το ιδιωτικό μετατρέπεται, μέσω της εκκλησίας, σε δημόσιο, εξακολουθώντας να παραμένει στην ιδιοκτησία του ατόμου! Παράλληλα, ο θρύλος λέει ότι, όσες φορές προσπάθησε κάποιος ν' αγοράσει εκκλησιαστικά κτήματα πέθανε! Έχω υπόψη μου το μικρό κι όμορφο νησάκι της Κιτριανής, στα Νότια, όπου, όπως λέγεται, και δύο επιχειρήσαντες, στον 20ο αιώνα, ατύχησαν. Παράδοξα πράγματα, ιδίως για τους φονταμενταλιστές και των δύο πλευρών.
Ταυτόχρονα, δημιουργείται ένα δίχτυ «συνδρομητών», μια δεύτερη γραμμή υποστήριξης της ενορίας, η οποία είναι συλλογική και έχει βάθος χρόνου, διασπορά του κινδύνου και των πηγών των εσόδων. Μπορεί να εξασφαλίσει την ενορία, και τη λειτουργία της, στο μέλλον και πέραν της μοίρας των ατόμων. Η ιστορία μάς δείχνει ότι, πράγματι αυτό επιτυγχάνεται. Και αν δεν είχαν μεσολαβήσει οι βίαιες παρεμβάσεις των Βαβαρών, και όλων των άλλων εξευρωπαϊστών τα τελευταία διακόσια χρόνια, το κύτταρο αυτό της αυτόνομης και αυτοδιοικούμενης κοινωνικής συμβίωσης θα λειτουργούσε ακόμαx.

Μαθητεία στην Κλίμακα της Αγάπης

Με αυτό το σύστημα των ιδιωτικών ενοριακών εκκλησιών, των πανηγυριών και των ιερών προσκυνημάτων, διαμορφώνονται αυτοί οι μικρότεροι παράξενοι ελκυστές για τους οποίους μιλήσαμε πολλές φορές μέχρι τώρα. Κέντρα αγαπητικής, και όχι βαρυτικής, έλξηςxi σε επίπεδα οικογενειών, γειτονιών και σοϊών. Έτσι δημιουργείται και εκπαιδεύεται ο άνθρωπος-μέλισσα και το βλέπουμε ζωντανά αυτό μπροστά μας, όταν, οι Σιφνιοί, σαν τις μέλισσες δουλεύουν για να καλλωπίσουν τον τόπο τους, είτε φτιάχνοντας τους αρμούς στις πλάκες των δρόμων είτε τα μονοπάτια και τις εκκλησίες τους, στις κακοτράχαλες ράχες των βουνών της Σίφνουxii.
Και ο άνθρωπος-μέλισσα δεν είναι τίποτα άλλο από τον φιλοκαλλικό άνθρωπο, τον άνθρωπο που ασκείται και εκπαιδεύεται στον Κλίμακα της Αγάπης: Σέβομαι, Εμπιστεύομαι, Νοιάζομαι, Μοιράζομαι, Φροντίζω, Καλλωπίζω, Ελευθερώνω, Δημιουργώ.
Όλες αυτές οι θεσμοθετημένες, εθιμικά αλλά και νομικά, ρυθμίσεις, όταν κάποιος το καλοσκεφτεί, δεν είναι τίποτα άλλο από την «πρακτική» της μαθητείας στην Κλίμακα της Αγάπης. Ιδιαίτερα στα μεσαία σκαλοπάτια.
Όπως φέρνουμε στον κόσμο παιδιά από αγάπη, περιορίζοντας τις άλλες επιλογές και ανέσεις μας για να τα νοιαζόμαστε, να τα φροντίζουμε, να μοιραζόμαστε μαζί τους, να τα καλλωπίζουμε για να απελευθερώσουμε μετά, αυτούς τους νέους ανθρώπους, στη δική τους ζωή, θεωρώντας τους ως μέγιστο δημιούργημα της ζωής μας, έτσι και οι Σιφνιοί, ως σύναξη, ως Κοινό, ως τ[ρ]όπος του Ευ Ζην και Ευ Θνήσκειν, δημιουργούν αυτά τα συλλογικά πνευματικά παιδιά τους, τις εκκλησίες και την γύρω απ' αυτές ζωή. Είναι παιδιά τους και ταυτόχρονα είναι και γονείς τους. «Αντικειμενικά» είναι πέτρινα οικοδομήματα. «Σχεσιακά» όμως είναι μετα-φυσικές οντότητες με τις οποίες μπορεί κανείς να σχετίζεται έτσι ώστε «να μετατρέπει τη φύση σε σχέση». Και το «σχετίζομαι» σημαίνει «υπάρχω», στη δική μας οντολογία. Για την ακρίβεια, μόνο στο «σχετίζομαι» οδηγεί στο «υπάρχω», εφόσον ο άνθρωπος είναι πολιτικό, [της Πολιτικής, της Πόλεως, της Πολιτείας, του Πολιτεύματος, του Πολιτισμού...όλα με κεφαλαίο] ον και όχι απλώς κοινωνικό.
Άλλωστε «Πρόσωπο» αυτό σημαίνει: «Η πρόθεση προς μαζί με το ουσιαστικό ωψ (γεν. ωπός), που σημαίνει: όμμα, οφθαλμός, όψις, σχηματίζουν την σύνθετη έννοια πρόσ-ωπον: έχω την όψη στραμμένη προς κάποιον ή προς κάτι, είμαι απέναντι σε κάποιον ή κάτι. Η λέξη, λοιπόν, λειτούργησε αφετηριακά ως προσδιορισμός μιας άμεσης αναφοράς, μιας σχέσης»xiii.


Συμπέρασμα:

Όπως μέσα στην Πολιτική παράδοση του Κοινού υπάρχει φράκταλ από την παράδοση της Πίστης, έτσι και στην παράδοση της Πίστης υπάρχει μέσα φράκταλ από την παράδοση της Πολιτικής. Υπάρχει, βέβαια, και φράκταλ αναπαραγωγής. Παιδείας και εκπαίδευσης για την συνέχεια της παράδοσης. Όλα είναι από τα ίδια εν[ρ]τόπια υλικά που αίρουν την ...εντροπία. Τα άυλα είναι του Θεού. Όλα συνιστούν το Τ[ρ]όπο του τόπου. Τα «πατήματά» του στο έδαφος, στις εξοχές και τους οικισμούς, οι «πόδες» του υπερ-διάστατου αυτού μετα-φυσικού οικοδομήματος είναι τέτοιοι ώστε ο τόπος να αποτελεί το Πρόσωπο εκείνου του Τρόπου της ύπαρξης, που λέγεται Ελληνικός Κοινοτισμός. Πρόσωπο αλλιώτικων ανθρώπων, αλλιώτικης κοινωνίας και αλλιώτικης οικονομίας. Κοινότητα Προσώπων, Πατρίδα Κοινοτήτων, Οικονομία ελεύθερων συνεργαζόμενων παραγωγών! Τακτικά δε και δημιουργών!


Σημειώσεις:

i Το απόσπασμα αυτό αποτελεί το προοίμιο του «συνταγματικού χάρτη» των Ενοριών της Σίφνου, όπως λέει ο Σ. Μ. Συμεωνίδης. Πρόκειται για έναν Κώδικα του 1784 όπου το Κοινό των Σιφνίων ρυθμίζει τα των Ενοριών του. Τον αναδημοσιεύουμε στο τέλος του κειμένου μας. Εδώ σημειώνουμε το εξής. Το 1784 ακολουθεί τα Ορλωφικά και την επί μια δεκαετία αναστάτωση της νοτίου Ελλάδος. Ακολουθεί και το τετράχρονο διάλειμμα, 1771-1774, της Ρωσοκρατίας.

ii Όταν, λοιπόν, ακούμε στην εκκλησία να ψάλλεται «και το Σον φυλάττον δια του Σταυρού Σου πολίτευμα» δεν σημαίνει απαραιτήτως την αστική δημοκρατία που βδελύσσονται πολλοί, ή την δικτατορία που ορέγονται άλλοι τόσοι. Μπορεί να σημαίνει άλλα πράγματα περισσότερο περίπλοκα. Όπως για παράδειγμα αυτά τα αρχαία «Πολιτεύματα» που μπορούσαν να αυτοδιοικούνται και να αυτορυθμίζονται μακριά και έξω από τις επικυρίαρχες εξουσίες.

iii Fridrich Christoph Wagner, Potters settlements on the island of Sifnos, πρώτη έκδοση 1974, ελληνική έκδοση από το υπουργείο Πολιτισμού (υπουργός Νίκος Σιφουνάκης) και «Εκδόσεις Καστανιώτη», Αθήνα 2001.

iv Δεν νομίζω ότι είναι συμπτώσεις οι χρονολογίες αυτές, και μάλιστα όταν ο Σ.Μ.Συμεωνίδης επισημαίνει ότι στη διάρκεια των Βενετοτουρκικών πολέμων η αυτοδιοίκηση του νησιού ενισχυόταν. Το 1645, τη χρονιά που ο Πατριάρχης έκανε το μοναστήρι Σταυροπήγιο, αρχίζει ο 5ος βενετοτουρκικός πόλεμος ή Μεγάλος Κρητικός Πόλεμος, και το 1669 τελειώνει με την άλωση του Χάνδακα. Μπορούμε συνεπώς να θεωρήσουμε ότι σε αυτό το διάλειμμα επικυριαρχίας αλλά και αυξημένης φορολογίας, εφόσον και οι δύο εμπόλεμοι επιχειρούσαν να φορολογήσουν το νησί για τον εαυτό τους, οι Σιφνιοί βρήκαν την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν τέτοια κατορθώματα.

v Για τη σημαντική αυτή έρευνα του Σίμου Μ. Συμεωνίδη, μπορεί κανείς να διαβάσει στο τεύχος ΙΑ'/2003 των «Σιφνιακών» ενώ πολλά σχετικά κείμενα είναι διάσπαρτα σε όλα τα τεύχη των «Σιφνιακών». Το σύνολο των δημοσιεύσεων και των βιβλίων του βρίσκεται αναρτημένο στον εξής σύνδεσμο: simossymeonidis.gr

vi Αν μελετήσουμε λίγο τις κοινωνίες αυτές, αλλά και τις πρόσφατων του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, θα δούμε ότι οι ατομικές και οι οικογενειακές περιουσίες ήταν στην βασική τους δομή μέσα παραγωγής, ήτοι κεφάλαιο. Πολύ μικρό κομμάτι τους κατείχαν τα αγαθά εκείνα που εξασφάλιζαν ένα α ή β βιωτικό επίπεδο. Αυτό ήταν χαρακτηριστικό γενικό, των πλούσιων και των φτωχών. «Σπίτι όσο να χωρείς και χωράφι όσο να θωρείς» λένε ακόμα τώρα στη Σίφνο. Σήμερα το κλάσμα [μέσα παραγωγής (κεφάλαιο)/κατανάλωση(αγαθά)] έχει αναστραφεί. Η σχέση ανάμεσα στα μέσα παραγωγής και στα αγαθά της οικογενειακής (και ατομικής) περιουσίας είναι σε βάρος των μέσων παραγωγής. Η αιτία της σημερινής μας κακοδαιμονίας είναι αυτή ακριβώς μετατροπή των κεφαλαίων σε αγαθά και σε καταναλωτική δαπάνη. Δυο σπίτια και τρία αυτοκίνητα δεν είναι κεφάλαια αλλά αγαθά. Το εξοχικό σπίτι δεν είναι κεφάλαιο εκτός κι αν νοικιάζεται στην airbnb. Βέβαια, ο καταναλωτισμός ο δικός μας φέρνει συσσώρευση κεφαλαίου σε άλλους τόπους και άλλους ανθρώπους, αλλά αυτο είναι «άλλου παπά ευαγγέλιο». [βλέπε περισσότερα εδώ]

vii Το μόνο ανάλογο που ξέρω στα νησιά είναι ένα πανηγύρι στην Τήνο, στον Τριπόταμο, που λέγεται «του Κάβου». Παίρνουν μέρος μόνο οι άνδρες και γίνεται στο σπίτι του εκάστοτε Κάβου. Στη Μύκονο γίνονται τράπεζες κερασμένες από τους πανηγυρίζοντες ιδιοκτήτες αλλά η προσέλευση γίνεται κατόπιν προσκλήσεως και έχει μια ...ιδιωτικότητα.

viii Για περισσότερα περί των σιφνιακών πανηγυριών βλέπε: Αντώνης Γ. Τρούλος, Σιφνιώτικο πανηγύρι, αυτοέκδοση.

ix Αντι-μάμαλο = παλινδρομικός κυματισμός, επιστροφή του κύματος, αφού πρώτα χτυπήσει στα βράχια της ακτής.

x  Υπαινίσσομαι σαφώς ότι, στη Σίφνο με τον τ[ρ]όπο αυτό του Ευ Ζην, είχαν βρει τον τρόπο να αποφεύγουν την κατάσταση «μηδέν», το χάος και τις εμφύλιες έριδες, επί τέσσερις αιώνες. Τίποτα δεν δείχνει ότι υπήρχαν προϋποθέσεις κατάρρευσης μέχρι να εισβάλλει βιαίως ο εξευρωπαϊσμός, ο οποίος μάλιστα χρειάστηκε αλλεπάλληλα κύματα για να την αποσταθεροποιήσει. Ακόμη δε κι όταν τα κατάφερε δεν μπόρεσε να εξαφανίσει τον Κοινοτισμό ολοσχερώς. Εκείνος υποφώσκει....«ἔρχεται ὁ λύχνος ἵνα ὑπὸ τὸν μόδιον τεθῇ ἢ ὑπὸ τὴν κλίνην; οὐχ ἵνα ἐπὶ τὴν λυχνίαν ἐπιτεθῇ; οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ ἐὰν μὴ φανερωθῇ, οὐδὲ ἐγένετο ἀπόκρυφον ἀλλ᾿ ἵνα ἔλθῃ εἰς φανερόν. εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω ».

xi  Η βαρυτική έλξη καθηλώνει, η αγαπητική έλξη απελευθερώνει.

xii Δεν είναι το μόνο αλλά ένα από τα πολλά: Να περπατάς στα μονοπάτια, ντάλα καλοκαίρι, και δυο άνθρωποι σκαρφαλωμένοι στο θόλο της εκκλησίας, στη μέση του χάους, να ασβεστώνουν μετά μανικής ηρεμίας και μακαριώτητος το λευκό να γίνει κατάλευκο! Αν θυμάμαι καλά ήταν στον άγιο Ευστάθιο στη Σκάφη.

xiii Χρήστος Γιανναράς, Το πρόσωπο και ο έρως, εκδόσεις Δόμος, τέταρτη έκδοση, σελ 21.

Ο Κώδικας του 1784, προϊόν της ακούραστης έρευνας του Σίμου Μιλτ. Συμεωνίδη, όπως αυτός δημοσιεύτηκε στα «Σιφνιακά», τεύχος ΙΙ'/2002.











Ενισχύστε την έρευνα και τη διάδοση της Ιστορίας της μικρής πατρίδας

Οι τελευταίες αναρτήσεις

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αρχειοθήκη ιστολογίου