Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2023

Οκτώβριος 1944: Εκλογές για την Αυτοδιοίκηση - Εύβοια

 
Προς τις Αυτοδιοικήσεις της Επαρχίας Κεντρικής Ευβοίας
Αυτοδιοικητικές Εκλογές 29 Οκτωβρίου 1944
[ΓΑΚ Ευβοίας]


Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής


Επέτειος σήμερα του αθάνατου Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου!

Η συγκυρία δεν επιτάσσει μόνο την ανάσυρση από τη λήθη της έννοιας και της στρατηγικής του "λαϊκού δημοκρατικού πατριωτικού μετώπου" αλλά συνδέει άμεσα και αντιπαραβάλλει τις επαναστατικές κατακτήσεις του ΕΑΜ με τα σημερινά δεινά της πατρίδας.

Στην παραγγελία του Επαρχιακού Συμβουλίου Κεντρικής Ευβοίας που δημοσιεύουμε παρακάτω παρατηρούμε τα εξής:

1. Ένα και ενιαίο ψηφοδέλτιο για όλους τους υποψηφίους.

2. Δευτεροβάθμια Αυτοδιοίκηση για πρώτη φορά στην Ιστορία του Ελληνικού Κράτους.

3. Ανακήρυξη των υποψηφίων από τη δικαστική αρχή της Ελεύθερης Ελλάδος

4. Εκλογή ταυτόχρονη της Λαϊκής Δικαιοσύνης.

5. Πανηγυρικός εορταστικός χαρακτήρας της ημέρας της λαϊκής ετυμηγορίας 

6. Συνελεύσεις για ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟ των πεπραγμένων αυτοδιοικητικών οργώνων την ίδια ημέρα των εκλογών ώστε να επιτευχθεί και το μέγιστο της συμμετοχής στη συνέλευση αλλά και το εορταστικό και πανηγυρικό για να καταξιωθεί και να ιεροποιηθεί η κοινωνική αυτοδιοικητική λειτουργία.

7. Στις 20 Οκτωβρίου η Εύβοια δεν έχει απελευθερωθεί πλήρως. Από την Χαλκίδα οι Γερμανοί φεύγουν στις 16 ενώ ο ΕΛΑΣ, μετά από συμφωνία παράδοσης των Ταγματασφαλιτών, μπαίνει θριαμβευτικά στην πόλη στις 23.




ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΎΛΙΟ

   ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ


Προς


Τις Αυτοδιοικήσεις της Επαρχίας


Προκειμένου στις 29 του Οκτώβρη 1944 να γίνουν εκλογές για την αυτοδιοίκηση και τη λαϊκή δικαιοσύνη ως οι από 10-10-44 εγκύκλιοί μας, επαναλαμβάνομεν για μια ακόμα φορά τις δουλειές που θα πρέπη να κάνουν οι αυτοδιοικήσεις για να πετύχουν απόλυτα οι εκλογές.


1) Να φροντίσουν ώστε να ανακηρυχθούν οι υποψήφιοι από το λαϊκό Δικαστήριο.

2) Να φροντίσουν να διοριστεί η Εφορευτική Επιτροπή και ο Δικαστικός αντιπρόσωπος που θα παραστούν στις εκλογές.

3) Να ετοιμάσουν σύντομα τόσα ψηφοδέλτια με τα ονόματα των υποψηφίων Κοινοτικών συμβούλων και άλλα με τα ονόματα των υποψηφίων λαϊκών δικαστών όσα και οι ψηφοφόροι του χωριού σας.

4) Να στείλουν γρήγορα στο Επαρχιακό τον αριθμό των ψηφοφόρων του χωριού τους για να τους σταλούν ισάριθμα ψηφοδέλτια με τα ονόματα των Επαρχιακών Συμβούλων.

5) Να ετοιμάσουν για την ημέρα των εκλογών τρία ψηφοδόχα κιβώτια ένα για το Επαρχιακό Συμβούλιο που οι ψηφοφόροι θα ρίχνουν μέσα τα ψηφοδέλτια.

6) Θα διαφωτίσετε γενικά το λαό κάτω στην αυτοδιοίκηση και τη λαϊκή δικαιοσύνη και θα προπαγανδίσετε ώστε ο λαός να κατέβη σύσωμος και με ενθουσιασμό να ψηφίση, ώστε να ψηφίσουν τα 100 τα 100 των ψηφοφόρων.

7) Στις 26 Οκτώβρη που είναι γιορτή, όλες οι αυτοδιοικήσεις θα καλέσουν το λαό σε συνέλευση και θα απολογηθούν.

Η δουλειά αυτή θα γίνει οπωσδήποτε, έστω και αν οι αυτοδιοικήσεις έχουν κάνει απολογισμό δουλειάς προηγούμενα.


Στην Έδρα 20-10-44

ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΑΡΧ. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Ο

ΠΡΟΕΔΡΟΣ


Δ.ΤΣΑΚΟΣ

Αυτοδιοικητικές Εκλογές 29 Οκτωβρίου 1944
Ο Δημήτρης Τσάκος ήταν αξιωματικός του ΕΛΑΣ και αδελφός του Πολικού- Κώστα Τσάκου, στου οποίου την εκπληκτική πολεμική δράση περιλαμβάνεται και η εκπόρθηση της Βάθιας, ήτοι, η τελευταία μάχη της Εύβοιας κατά των Ταγματασφαλιτών και ενώ οι Γερμανοί αποχωρούσαν. 
Αντί για τιμή και δόξα, το γερμανοτσολιάδικο κράτος, που διαδέχτηκε το κατοχικό γερμανοτσολιάδικο κράτος, του επιφύλαξε φυλάκιση, δίκες και τελικά την εκτέλεση. Ούτε η δήλωση μετανοίας του Δημήτρη στάθηκε ικανή να τον σώσει. 
[ΓΑΚ Ευβοίας]


Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

“Κουρμπετλήδες”, ένα ακόμα όνομα για τους Αρβανίτες Στρατιώτες

 





Στην 77η επέτειο της Συμφωνίας της Βάρκιζας




Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής


Σε ένα από τα θεμελιακά κείμενά μας, τα ακολουθήσαντα και συμπληρώσαντα τους Παράξενους φτωχούς Στρατιώτες, οπού διαπραγματευόμαστε την ταυτότητα των Αρβανιτών (Ελλήνων και Τούρκων) παρατίθεται ένα από τα ωραιότερα σημεία των Μακρυγιάννειων Απομνημονευμάτων. Συγκεκριμένα γράφαμε:


[....Στον Μακρυγιάννη υπάρχει ένα απόσπασμα που, μέχρι τώρα, δεν έχει τύχει της ανάλογης προσοχής. Είναι στο Βιβλίο Α, κεφάλαιο 7ο. Έχουν αρχίσει οι διαπραγματεύσεις με τον Ιμπραήμ για την παράδοση του Νιόκαστρου....

“Παρουσιαστήκαμεν, ἦταν ῾σ ἕνα λαμπρὸ τζαντίρι, εἶχε καὶ δυὸ ἀξιωματικοὺς καὶ τοῦ βαστοῦσαν τὰ δυό του χέρια μὲ μεγαλοπρέπεια, νὰ ἰδοῦμε ἐμεῖς τὸ μεγαλεῖον του. Μᾶς ρώτησε πούθεν εἴμαστε. Ὁ ἕνας εἶπε ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴν Σπάρτη κ᾿ ἐγὼ «ἀπὸ τὴν Ρούμελη» τὸ εἶπα. «Ποῖον μέρος;» Τοῦ τὸ εἶπα. Καὶ τοῦ εἶπα ψέματα ὅτ᾿ ἤμουν σωματοφύλακας τοῦ Ἀλήπασσα, «Μᾶς σκότωσαν τὸν ἀφέντη μας, κίνησα μὲ καμπόσους ἀνθρώπους ναρθῶ εἰς τὸ Μισίρι, εἰς τὴν Ὑψηλότη σας. Δὲν εἴχαμε τὰ ἔξοδά μας, ἤρθαμε ἐδῶ, εἰς τοὺς Ρωμαίγους. Μᾶς ἀπάτησαν, μᾶς ἔβαλαν σὲ τοῦτο τὸ κάστρο. Πολεμοῦμεν νύχτα καὶ ἡμέρα. Αὐτεῖνοι μας κάνουν σίγρι ἀπὸ μακρυὰ θέλουν νὰ χαθοῦμεν. Ἐμεῖς, διὰ νὰ σωθοῦμεν καὶ νὰ πάμεν νὰ πολεμήσουμεν μ᾿ ἐκείνους, βιαζόμαστε, καὶ ἤρθαμεν νὰ κάμωμεν συνθῆκες, νὰ σοῦ παραδώσουμεν, ἂν συνφωνήσουμεν, κάστρο ἐφοδιασμένο. (Σὰν τὸ λάβης, τὸ λέπεις τί ῾φόδιασμα ἔχει. Ποῦ ἀφῖν᾿ νὲ οἱ καλωσύνες τῶν προκομμένων νὰ ῾φοδιάσουμεν κάστρα. Τρομάξαμεν νὰ πάρωμεν ὀλίγα ντουφέκια ἀπὸ τοὺς Τούρκους, νὰ πολεμήσουμεν διὰ τὴν πατρίδα). Δία ῾κεῖνο, πασσά μου, θὰ σοῦ παραδώσουμεν τὸ κάστρο...................... «Κ᾿ ἐσὺ ὅπου εἶσαι κουρμπετλής, μοῦ εἶπε, σοῦ χαρίζω τριάντα ζευγάρια πιστιόλες, ντουφέκια, γιαταγάνια ἢ σπαθιά». Τὸν περικάλεσα κ᾿ ἔγιναν τριάντα πέντε καὶ τοῦ εἶπα, παράδες ὅποιος ἔχει κι᾿ ἄλλα ἀσήμια νὰ μὴν τοὺς πειράζη κανένας. Μείναμεν σὲ ὅλα σύνφωνοι. Μὲ ρώτησε πόσους ἀνθρώπους ἔχω. Τοῦ εἶπα, ὀχτακόσους. Νὰ τοὺς πάρω καὶ νὰ πάγω μαζί του. Καὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ γένουν τζιράκια του. Ἐγὼ τοῦ εἶπα: «Γνωρίζομεν τὰ ὀτζάκια σας ὅπου κάνουν τοὺς ἀνθρώπους τζιράκια. Τώρα ἦρθα στελμένος ἀπὸ τὸ κάστρο νὰ κάμω συνθῆκες, κι᾿ ὄχι νὰ μπῶ μιστωτός. Τελειώνοντας ἡ ὑπόθεση τοῦ κάστρου, τότε τηρᾶμε αὐτό».

Στο απόσπασμα αυτό φαίνεται καθαρά πως υπάρχει μια διακεκριμένη στρατιωτική συσσωμάτωση, ένα σινάφι εύκολα αναγνωρίσιμο, το οποίο έχει τους δικούς του κώδικες και προπαντός είναι περιζήτητο.....” Καὶ τοῦ εἶπα ψέματα ὅτ᾿ ἤμουν σωματοφύλακας τοῦ Ἀλήπασσα, «Μᾶς σκότωσαν τὸν ἀφέντη μας, κίνησα μὲ καμπόσους ἀνθρώπους ναρθῶ εἰς τὸ Μισίρι, εἰς τὴν Ὑψηλότη σας. Δὲν εἴχαμε τὰ ἔξοδά μας, ἤρθαμε ἐδῶ, εἰς τοὺς Ρωμαίγους”..... Του είπε ψέματα και ο άλλος τον πίστεψε γιατί τον έβλεπε. Έφερε επάνω του όλα εκείνα που τον έκαναν διακριτό από τους άλλους και το ψέμα του πιστευτό.....Μη ξεχνάμε ότι ο Μωχαμέτ Αλής της Αιγύπτου είναι κι αυτός Αρβανίτης από την Καβάλα και ο Ιμπραήμ είναι γυιος του. “Εσύ που είσαι κουρμπετλής...”, λέει ο Μπραήμης στον Μακρυγιάννη, του χαρίζει άρματα και ζητάει να τον “προσλάβει”, μαζί με τους ανθρώπους του. Φιλοφρονώντας τον Μακρυγιάννη προθυμοποιείται, εκείνους να κάνει “τζιράκια” του , όχι τον καπετάνιο τους.

Kουρμπέτι <τουρκική gurbet(=ξενιτειά, νοσταλγία) < αραβική ġurbat غربة(=αλλόκοτος) < κουρμπετλής είναι αυτός που “έχει βγει στο κουρμπέτι”. Τα λεξικά συμφωνούν ότι “βγαίνω στο κουρμπέτι” σημαίνει “βγαίνω στη βιοπάλη”.... Ο Μακρυγιάννης με τα παλληκάρια του, δηλαδή, είναι, στα μάτια του Ιμπραήμ, “βιοπαλαιστής”, επαγγελματίας Στρατιώτης!..... “Ὁ πόλεμος εἶναι ἡ τύχη μας“, διακηρύσσει ο πρώτος λίγο παραπάνω. Και ο δεύτερος δεν έχει καταλάβει ακόμη ότι εν τω μεταξύ αποφάσισαν να πολεμήσουν για την πατρίδα τους.....”Τρομάξαμεν νὰ πάρωμεν ὀλίγα ντουφέκια ἀπὸ τοὺς Τούρκους, νὰ πολεμήσουμεν διὰ τὴν πατρίδα”.....Γι' αυτό και ο Ιμπραήμ του προσφέρει εργασία....«Γνωρίζομεν τὰ ὀτζάκια σας ὅπου κάνουν τοὺς ἀνθρώπους τζιράκια. Τώρα ἦρθα στελμένος ἀπὸ τὸ κάστρο νὰ κάμω συνθῆκες, κι᾿ ὄχι νὰ μπῶ μιστωτός. Τελειώνοντας ἡ ὑπόθεση τοῦ κάστρου, τότε τηρᾶμε αὐτό» είναι η...πληρωμένη απάντηση του ιδιοφυούς Μακρυγιάννη....]


Αυτά λέγαμε τότε, έξι χρόνια πριν.

Προϊούσης της ερεύνης, όμως, ερχόμαστε σήμερα να προσδιορίσουμε έτι περαιτέρω τον όρο αυτό που χρησιμοποιεί ο Μακρυγιάννης για τους Στρατιώτες εκείνους τους οποίους με το που τους συναντά ο Ιμπραΐμ σπεύδει να τους “κάνει τζιράκια του” προσφέροντάς τους στην ουσία ό,τι θελήσουν.


Θα ξεκινήσουμε προτάσσοντας τα λόγια ενός μεγάλου και οξυδερκούς μελετητή της Ελληνικής Επανάστασης, των τελών του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα.

«...Είναι συμφέρον ν' αναδειχθή πλήρης εκ βασίμων και εμπεριστατωμένων μελετών η ιστορική αλήθεια, ότι ο πόλεμος 1821-1829 δεν διεξήχθη δι' αυτοσχεδίων στρατιωτών και ιδίως αρχηγών μη τυχόντων σπουδαίας στρατιωτικής προπονήσεως...»


Οπαδοί της άποψής αυτής από δεκαετίας, όταν γράφαμε τους “Στρατιώτες”, όχι μόνο συμφωνούμε με τα ανωτέρω αλλά και επαυξάνουμε προσθέτοντας ότι η σπουδαία αυτή στρατιωτική προπόνηση αποτελεί την κατάληξη μιας μεγάλης και ιδιόρρυθμης στρατιωτικής παράδοσης, η οποία αφ' ενός έχει ηρωικά πρότυπα τους ομηρικούς ήρωες αφ΄ ετέρου δε λαμβάνει χώρα μέσα στην ευρύτερη ελληνική οικουμένη, τόσο κατά την περίοδο που αυτή θεμελιώνεται πολιτικά στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία όσο και κατά την περίοδο που η Αυτοκρατορία καταρρέει αφήνοντας, την οικουμένη εκείνη, κληρονομιά και μήλον της έριδος στις υπερδυνάμεις της εποχής, χωρίς όμως να απωλέσει δια μιας το εκπληκτικό φορτίων των τριών ταυτοτητο-ποιητικών παραδόσεων του Ελληνισμού (Πολιτική- Πίστη- Παιδεία). Φορτίο που ενεργεί υποδορίως, εκρήγνυται κατά διαστήματα και κατά τόπους, έως ότου ξεσπάσει στη μεγάλη Επανάσταση του 1821.


Σήμερα, είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε, όχι μόνο θεωρητικά αλλά και απτά ιστορικά τεκμήρια, ότι η παράδοση αυτή υπάρχει και συνδέεται με τις τύχες του ελληνισμού, άλλοτε προπορευόμενη και άλλοτε ακολουθούσα, από την 11η εκατονταετηρίδα, δλδ από την Άννα την Κομνηνή και τους “καλούμενους Αρβανίτες” της μέχρι την 19η, την εποχή του Καποδίστρια. Σβήνει δε οριστικά, την εποχή των διωγμών που λαμβάνουν χώρα τόσο στο Βαυαροκρατούμενο ανασυσταθέν Ελληνικό Κράτος όσο και στην έτι περαιτέρω παρακμάζουσα Οθωμανική αυτοκρατορία. Θα ξεπροβάλλει δε, ακριβώς εκατό χρόνια αργότερα, εν ετέρα μορφή, στην Εθνική Αντίσταση, και μάλιστα με επικεφαλής τους άμεσους και βιολογικούς απόγονους των Στρατιωτών αυτών, τον Άρη Βελουχιώτη και τον Ναπολέοντα Ζέρβα. Οι συμβολισμοί βέβαια είναι ωραίοι και συγκλονιστικοί από μόνοι τους, γίνονται όμως περισσότερο εντυπωσιακοί όταν συσχετιστούν με τα πρότυπα των φορέων τους και με τις κατά τόπους παραδόσεις. Η ίδια στρατιωτική παράδοση, διαθέτει, στα μέσα της 20ης εκατονταετηρίδος, τα πρότυπα των ηρώων και την πείρα των μαχών του '21. Δυο μεγάλες πηγές έμπνευσης και παραδειγματισμού, η μια η αρχαία και ιδρυτική του Ελληνισμού και η άλλη η νεώτερη και Επαναστατική του Ελληνισμού.

Στο θέμα αυτό όμως θα επανέλθουμε με πολλά και σημαντικά ακόμα.

Προς το παρόν ας δούμε τι διατάσσει ο αρχιστράτηγος της Ανατολικής Ρούμελης Δημήτριος Υψηλάντης, στις 19 Μαρτίου 1828:



Προς τον Υπασπιστήν μου και Εκατόνταρχον

Κ. Γεώργιον Βοϊνέσκον


Σοι εγχειρίζεται και προς τον Στρατηγόν Βάσον Μαυρουβουνιώτην διαταγή` εξ αυτής πληροφορείσαι, ότι διατάττεται να διοργανίσει μετά σου το σώμα του` διατάττεσαι λοιπόν να απεράσης αύριον πολλά πρωί εις Ελευσίνα` εκεί θέλεις ενεργήσει μετά τον εφεξής τρόπον.

1ον. Θέλεις βάλει βάσιν να διοργανισθή πρώτον το υπό την άμεσον οδηγίαν σώμα του Στρ: Βάσου` ο διοργανισμός θέλει είναι σύμφωνος με των προλαβουσών χιλιαρχιών` αλλά θέλεις έχει πάντοτε προ οφθαλμών να μη δοθή εις κανένα αξιωματικόν μήτε υπόσχεσις πεντηκονταρχίας` διότι ο βαθμός ούτος εξήρτηται από μόνην την εκλογήν του Εξοχωτάτου Κυβερνήτου` το έργον οπού επιφορτίζεσαι να διενεργήσης μετά του Στρ! Βάσου είναι το να σχηματισθώσι μόνον εκατονταρχίαι.

2ον. Ο αριθμός των εκατονταρχιών πρέπει να ήναι πλήρης, αλλά προτού να συμπληρωθή θέλεις προσέξη να μη δοθώσι βαθμοί αξιωματικών, και μη αναλόγως του αριθμού των στρατιωτών, και εις τούτο δεν είναι συγχωρημένη καμμία συγκατάβασις.

3ον. Οι στρατιώται οπού θέλουν σχηματίσει τας εκατονταρχίας, θέλουν είναι όλοι κουρπετλήδεςi ήτοι αεικίνητοι` δεν είναι δεκτοί οι μη αεικίνητοι καθώς και οι ψυχογοί, και εις αυτάς τα δύο περιστάσεις η προσοχή σου πρέπει να ήναι μεγάλη.

4ον. Αφού κατά τον ειρημένον τρόπον διοργανισθή το Σώμα του Στρ: Βάσου, θέλεις προσκαλέσει να έμβωσιν εις αυτήν την τάξιν, όσα μικρά σώματα ευρίσκονται εις Ελευσίνα` εις έκαστον οδηγόν των τοιούτων σωμάτων, θέλετε προσφέρει τον ανάλογον βαθμόν, πάντοτε όμως εις το τοιούτον θέλετε έχει οδηγόν την αξιότητα, και βάσιν τον αριθμόν των στρατιωτών, τους οποίους έκαστος αυτών διοικεί.

5ον. Όσα ταύτα σώματα δεν θέλουσι δεχθή να συγκαταταχθώσι δι' οποιουσδήποτε λόγους θέλεις φροντίσει εγκαίρως εις την έκθεσιν των πρακτικών σου να μοι σημειώσης τα ονόματα αυτών και τους σκοπούς των, αν δε η χρεία το καλέση, ημπορείς και εκείθεν να με γράψης και να μου ζητήσης τας αναγκαίας προς αυτούς διαταγάς. Εν τοσούτω θέλεις κοινοποιήσει εις όσους αποποιούνται του να συγκατατεθώσιν, ότι ευθύς όπου μάθω τας αιτίας της αποποιήσεώς των, θέλω διαλύσει τα σώματά των, κ.τ.λ.

6ον. Οι καταλεγόμενοι εις τας διαφόρους εκατονταρχίας, πρώτον επιθεωρούνται παρά σου μετά του Στρ: Βάσου, και έπειτα διευθύνει ο Στρ: Βάσος δια κάθε εκατονταρχίαν, ιδιαιτέρως προς τον Γεν. Φροντιστήν διαταγήν, να δίδη τα καθημερινά ταΐνια καθώς διορίζει ο στρατιωτικός κανονισμός, όχι όμως προτού να κάμουν οι εκατόνταρχοι εγγράφως την καθημερινήν κατάστασιν των εκατονταρχιών, επάνω εις την οποίαν πρέπει να γίνεται η πρόσκλησις προς τον φροντιστήν δια τα ταΐνια καθ' ημέραν.

7ον. Κάθε δύο ημέρας θέλεις μοι διευθύνει έκθεσιν των πρακτικών σου και θέλεις ενεργεί, κατά τας οποίας ημπορείς να λαμβάνης ακολούθους οδηγίας.


19 Μαρτίου 1828


Ο Στρατάρχης

Δ: Υψηλάντης



Ούτε λίγο ούτε πολύ τούτη η άκρως σημαντική διαταγή του Δ. Υψηλάντη είναι η μετατροπή της αρβανίτικης στρατιωτικής παράδοσης, που κάποια στιγμή μετεξελίχθηκε σε αρματολική για να καταλήξει να λέγεται, στην εποχή του Κυβερνήτη, “κουρμπετλίδικη”, αφού πια ο όρος “Αρβανίτης” είχε δυσφημιστεί, τουλάχιστον από τους χρόνους των Ορλοφικών, όπου ο εξωμοσμένος κλάδος της Αρβανιτιάς είχε θύσει και απολύσει.

Ο δε όρος “Αρματολοί”, επίσης δεν προσφέρεται γιατί α) αρματολοί πια δεν υπάρχουν στην αναδυόμενη Επικράτεια, β) αρματολοί υπάρχουν στην Οθωμανική Επικράτεια, γ) αρματολοί υπάρχουν στη μεθόριο και σε συνεννόηση με τους Τούρκους μέσω των γνωστών “καπακίων” δ) ο καινούργιος στρατός δεν θέλει να εγκολπωθεί σχήματα και νοοτροπίες που ακυρώνουν την πυραμιδική και ιεραρχική δομή του. Εξ ου και η απαγόρευση της στρατολογίας των “ψυχογιών”, η οποία, είναι μάλιστα ιδιαίτερα αυστηρή και στοχεύει ακριβώς εκεί: Να μην αναπαραχθεί στη νέα δομή ολόκληρη η προηγούμενη οργανωτική παράδοση αλλά μόνο η μαχητική πλευρά της.

Όπως μας κατατοπίζει ο προρρηθείς ιστορικός των στρατιωτικών, “αεικίνητοι” ή κορμπετλήδες είναι αυτό που λέγεται “ενεργός στρατός” στη Δύση, εν αντιθέσει προς εκείνους που έπαιρναν τα όπλα για να συνδράμουν το “στρατιωτικόν” εφ' όσον εμάχοντο εντός των ορίων της περιοχής των. Είναι δε εντυποσιακότατον το ότι το σχήμα αυτό αναπαρήχθη αυτούσιο στον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό- ΕΛΑΣ με το σχήμα “ενεργός ΕΛΑΣ – Εφεδρικός ΕΛΑΣ”. Και εκεί οι “εφεδρικοί” στρατεύονταν υπό αυτόν τον όρο, να πολεμούν κοντά στα χωριά τους! Τώρα, η απορία και η έκπληξή μας παραμένει και στις δύο εκδοχές της καταγής αυτής της.. αναβίωσης του ΕΛΑΣ: Είχαν, οι ηγέτες του ΕΛΑΣ, υπόψη τους την πείρα της Επανάστασης και την αναπαρήγαγαν συνειδητά; ή δεν την είχαν υπόψη τους και την αναπαρήγαγαν “αυθορμήτως”;

Τέλος, είναι ευκαιρία εδώ και τώρα να σημειώσουμε και να επισημάνουμε ότι όπως στον 20ο αιώνα με το Αντάρτικο, έτσι και στον 19ο αιώνα με τους Κουρμπετλήδες- Αρβανίτες, χάθηκε μια ακόμη ευκαιρία να συγκροτηθεί τακτικός στρατός που θα εγκολπώνονταν όλη αυτή τη θετική στρατιωτική παράδοση των ελληνικών αγώνων υπέρ ελευθερίας και ανεξαρτησίας της Πατρίδας.

Ακριβώς πέντε χρόνια αργότερα, οι Μύριοι αυτοί του Κυβερνήτη, συγκεντρωμένοι στο Άργος, και αφού έχουν μακελευτεί μαζί με τους αμάχους της πόλης, από το εκστρατευτικό σώμα των φίλων μας των Γάλλων, θα αναγκαστούν να παραδώσουν τα όπλα τα ιερά σαν σε μια άλλη πρώιμη και από τον Γερμανών (όχι των Άγγλων!) Βάρκιζα.


«...Εν τη Αργολίδι είχον αθροισθή δεκακισχίλια παλληκάρια συν τοις εαυτοίς αρχηγοίς, απεκδεχόμενα τας περί αυτών αποφάσεις της αντιβασιλείας [...] Τα μεν παλληκάρια ηρνούντο, να καταταχθώσιν εις τον τακτικόν στρατόν και της αρνήσεως ταύτης κυρία αιτία ήτο ότι δεν ήθελον να φορέσωσι φραγκική μονοστολίαν, η δ' αντιβασιλεία εφρόνει ότι ώφειλε να μη επιτρέψη αυτοίς την εθνικήν φουστανέλλαν, διότι, προς τον ιματισμόν τούτον συνέδεε την έννοιαν του αγρίου βίου και της αταξίας.

Η αντιβασιλεία ήρξατο τότε φοβουμένη μη τα παλληκάρια εξεγερθώσι κατ' αυτής και διώξωσιν αυτήν, ως είχον εξεγερθή και κατά των Γάλλων. Όθεν προσέταξεν τον αφοπλισμόν αυτών διαβουκολήσασα αυτά δια της υποσχέσεως ότι θα κατήρτιζεν αμέσως εθνικόν στρατόν έχοντα τακτικά όπλα και εθνικά φορέματα. Συγχρόνως εδόθη και η υπόσχεσις ότι έκαστος, καθ' ην είχεν αξίαν, θα ελάμβανεν έγγραφον, δι' ου θα εγίνετο ιδιοκτήτης μερίδος τινός γηςii.

Η πίστις των τότε Ελλήνων εις τας υποσχέσεις της αντιβασιλείας ήτο απεριόριστος` ο αφοπλισμός εγένετο εν Αργολίδι συναχθέντων παλληκαρίων περί τα δεκακισχίλια. Καίτοι δε η παράδοσις των όπλων και ξιφών επότισεν αυτούς ανέκφραστον πικρίαν, διότι απεχωρίζοντο των φιλτάτων πανοπλιών, δι' ων είχον πολεμήσει υπέρ της ελληνικής ελευθερίας, ουδεμία όμως εγένετο αταξία κατά την παράδοσιν, μόνον δε λυπηραί τινες σκηναί ετάραξαν την καρδίαν ημών. Είδομεν πρεσβύτα και σχεδόν πολιούς άνδρας αρειμάνιον το ήθος έχοντας, κλαίοντας δε ως παιδία και χύνοντας δάκρυα δια των ηλιοκαών παρειών αυτών. Η κατάθεσις των όπλων ενέβαλεν εις άλλους απελπισμόν, μη θελήσαντας να παραδώσιν εις χείρας αλλοτρίων τον πολύτιμον θυσαυρόν και ρίψαντας εις τους βράχους τα ξίφη και λοιπά αυτών όπλα...»


Η μαρτυρία αυτή δεν είναι κάποιου Έλληνα. Είναι Γερμανού αξιωματικού από το σώμα εκείνο που φέρανε οι Βαυαροί μαζί τους και στον οποίον οφείλουμε πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία για τα πρώτα εκείνα χρόνια της βαυαροκρατίας. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα για άλλο κείμενο...



Σημειώσεις: 


iΗ επισήμανση είναι του πρωτοτύπου.

iiΠαρόμοια... διαβουκόλευση υπήρξε και το 1944. Μόνο που οι Άγγλοι πληρώνανε σε χρυσό. Μία λίρα το ντουφέκι!

Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

Ορέστης - Ανδρέας Σταύρου Μούντριχας

1905 Οξύλιθος Ευβοίας - 10 Αυγ 1972 Αθήνα

Ο Ορέστης στους Κορεσχάδες,
Μάιος 1944
μπροστά στο έδρανο του προεδρείου





Ο Ανδρέας Μούντριχας
1952 μετά την αποφυλάκισή του.
Με τη μαύρη γραβάτα
του πένθους της μητέρας του

Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής



Πρόλογος

Η 16η Ιουνίου είναι μέρα θλίψης για τους τηρούντες την μνήμη των αγωνιστών του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. 
Υπάρχει όμως και μια άλλη 16η Ιουνίου, εκείνη του 1942, που είναι ημέρα γιορτής για το αντάρτικο της Βοιωτίας, της Αττικής, της Εύβοιας και γενικότερα της Ανατολικής Στερεάς μέχρι το Μαυρολιθάρι, το Λιδωρίκι και την Άμφισσα.
Είναι η ημέρα όπου ο Ανδρέας Μούντριχας, γραμματέας του ΕΑΜ και του ΚΚΕ της Βοιωτίας από τον Νοέμβριο του 1941, βγαίνει στο βουνό μαζί με τον Βλάση και τον Θόδωρο, και γίνεται Ορέστης. Ο Βλάσης ήταν από τον Συνοικισμό της Θήβας και λεγόταν Σκαπένης και ο Θόδωρος ήταν ΒορειοΗπειρώτης και αγνοούμε το επίθετό του. 

Εκείνη την 16η Ιουνίου 1942 τιμώντας, δίνω σήμερα το πρώτο ακριβές βιογραφικό του Ανδρέα Μούντριχα - Ορέστη, του μεγάλου αυτού καπετάνιου του ΕΛΑΣ, του δεύτερου μετά τον Άρη, θα τολμήσω να ισχυριστώ ενώπιον Θεού, ανθρώπων και Ιστορίας. 
Είναι το πρώτο βήμα για την ιστορική αποκατάσταση του Ορέστη, η οποία, βέβαια, δεν εξαντλείται στην παράθεση των βασικών στοιχείων του βίου του. 
Εκτείνεται και στα της κατοχής αλλά και στη μετά την αποφυλάκισή του συνδικαλιστική του δράση. Περιλαμβάνει τις αφηγήσεις του αλλά και έναν ενδελεχή έλεγχο των ισχυρισμών του, των πληροφοριών που ο ίδιος δίνει αλλά και την αρχειακή και βιβλιογραφική εξέταση των γεγονότων. 
Από όλη αυτή την ερευνητική δουλειά που απέδωσε έναν τεράστιο όγκο υλικού για τον ΕΛΑΣ της ΑττικοΒοιωτίας και της Εύβοιας, αλλά και για τα Δεκεμβριανά, τα προ και τα μετά του Δεκέμβρη, τη διολίσθηση στον Εμφύλιο, ας αρκεστεί ο αναγνώστης, προς το παρόν, στο βιογραφικό του. 
Ελπίζω σύντομα να αξιωθώ την έκδοση όλης εκείνης της μελέτης, παρά τον μεγάλο όγκο της και τις δυσκολίες των καιρών. 

Ευχαριστίες οφείλουμε στους εναπομείναντες της μεγάλης οικογένειας των Μουντριχέων του Οξύλιθου, ζώντες και κεμοιμημένους, τους διασώσαντες τον πυρήνα της μνήμης, παρά τους ανηλεείς διωγμούς, συκοφαντίες,  αδικίες και κακουχίες. 

Ιδιαίτερα, ευχαριστώ την ευγενέστατη και γλυκύτατη κυρία Χρυσαυγή που με εμπιστεύτηκε αμέσως και μοιράστηκε μαζί μου πολύτιμα οικογενειακά κειμήλια, υλικά και νοητά, παρά την απόσταση και το προχωρημένο της ηλικίας της.
 
Ξεχωριστές ευχαριστίες οφείλω και στον Βαγγέλη, που μου άνοιξε το δρόμο, και μου εμπιστεύτηκε τις καταγραφές του πατέρα του για τον Ορέστη. 


Βιογραφικό

Ο πατέρας του Ανδρέα λεγόταν Σταύρος (+ 1934) και η μητέρα του Μαρία Ψυχογιού (+1951, Μάρτιος. Πέθανε μερικούς μήνες πριν την αποφυλάκιση του Ορέστη). Όταν παντρεύτηκαν, μετά την κλοπή της Μαρίας, ήταν 18 και 14 ετών αντίστοιχα και αγράμματοι. Το πρώτο παιδί, ο Δημήτρης, είχε 16 χρόνια διαφορά από τη μάνα του, η οποία έκανε 12 παιδιά και ζήσανε τα 7. Τα αδέλφια του ήταν: ο Δημήτρης, ο Χρήστος, η Ευαγγελία, η Ιωάννα, η Παρασκευή και η Σταματία.


Ο πατέρας του δεν ήταν από τον Οξύλιθο. Ήταν από το Σκεπαστό. Βρέθηκε εκεί επειδή είχε έναν αδελφό, τον Θανάση, που ήταν ηγούμενος στη Μονή Μάντζαρη με το όνομα Ανανίας. Έτσι εξηγείται η καλή σχέση του Ορέστη με την εκκλησία και οι σχετικές γνώσεις του για τα εκκλησιαστικά και τα μοναστικά.


Φοίτησε στο Γυμνάσιο Κύμης. Ήταν καλός μαθητής αλλά πολύ ζωηρός. Απεβλήθη λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς προς τον καθηγητή των μαθηματικών. Τελείωσε την τελευταία τάξη στο Γυμνάσιο Χαλκίδος. 

Τελειώνοντας το γυμνάσιο ενεγράφη στη Νομική, παράλληλα με τις εξετάσεις στη Σχολή Ενωματαρχών.

Μπήκε και βγήκε με τους πρώτους.

Στα φοιτητολόγια της Νομικής Σχολής φαίνεται εγγεγραμμένος το 1924 με αριθμό γενικού μητρώου 10029 και με τελευταία ανανέωση της εγγραφής του στις 9 Οκτωβρίου 1933.

Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς εξετάζεται και στο Συνταγματικό Δίκαιο. Φαίνεται πως τότε διέκοψε και τη φοίτησή του, παρά το ότι του άρεσε η δικηγορία, ενώ ο πατέρας του ήθελε να γίνει  γιατρός.

Μετατίθεται, άγνωστο πότε, στον Βόλο. Μάλλον ως νεαρός ενωματάρχης.

Εκεί εκτελεί το ένταλμα σύλληψης ενός σημαίνοντος που εκκρεμούσε και ο διοικητής του τον διατάζει, προφορικά, να τον αφήσει ελεύθερο. Εκείνος ζητάει γραπτή διαταγή και μετατίθεται δυσμενώς στην ευρύτερη περιοχή με κέντρο το Λιτόχωρο, στο φυλάκιο των παλιών συνόρων με την Τουρκία, μόλις μια δεκαετία μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, και σε αποσπάσματα καταδίωξης των τελευταίων ληστών του Ολύμπου.


Εκεί συναντάει μια δυναμική γύφτισσα, χήρα και εκτελούσα χρέη αρχηγού της φυλής, με την οποία λύνει με πρωτότυπο τρόπο ζητήματα τήρησης του νόμου και σχέσεων της ατίθασης φυλής των τσιγγάνων με την εξουσία. 

Εκεί συναντάει επίσης και κάποιον γνωστό λήσταρχο [Γιαγκούλας1(;)], που είχε μεταμφιεστεί σε χωροφύλακα. Ανυποψίαστος κάτσανε μαζί, να φάνε και να πιούνε και γλυτώνει παρά τρίχα. 

Σε επεισόδιο με έναν παπά ληστοτρόφο, για την κακή συμπεριφορά του σε μια χήρα που θυμίζει σκηνή του Ευαγγελίου, του κόβει τα γένια έξω απ' την εκκλησία. Περνάει στρατοδικείο, δικάζεται τρία χρόνια με αναστολή και αποτάσσεται, γύρω στο 1930. Στη χωροφυλακή πρέπει να έμεινε κάπου 7-8 χρόνια, όταν η θητεία ήταν 12ετής.

Στην προφορική παράδοση της οικογένειας υπάρχει κι ένας νεανικός έρωτας με μια αρχοντοπούλα των Αθηνών, ο οποίος όμως δεν είχε ευτυχές τέλος. Οι κοινωνικές διαφορές ήταν η αιτία και ίσως το πρώτο του μάθημα πάνω στην πάλη των τάξεων. Την ξαναείδε στα Δεκεμβριανά, στην Κηφισιά, γυναίκα σημαίνοντος προσώπου, παρουσία ή συμβολή του μητροπολίτη Αττικής Ιακώβου.


Το 1934 πεθαίνει ο πατέρας του και παντρεύεται. Δουλεύει σε διάφορες δουλειές και δρα ταυτόχρονα πολιτικά. Στην κήρυξη του πολέμου είναι εργολάβος μωσαϊκών και β' γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης του Πειραιά, υπεύθυνος για τα Φάληρα και την Καλλιθέα. Γραμματέας της ΚΟΠ τότε ήταν ο Σαντής. Και οι δύο προσκείμενοι στην Παλαιά Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ (Πλουμπίδης, Κτιστάκης, Παπαγιάννης, Καρβούνης, κλπ).

Κατά την καταγραφή της αφήγησης του Ορέστη, από τον ανιψιό του Γιάννη Δημ. Μούντριχα, τον στρατολόγησε ο Πλουμπίδης όταν συνέπεσαν οι θητείες τους στην Ελασσόνα. Ο Πλουμπίδης ήταν στη Βούρμπα (Μηλιά) της Ελασσόνας, από τον Σεπτέμβριο του 1926 έως το 1929. Επομένως η μύηση στον Κομμουνισμό, που κράτησε, λέει, έξι μήνες, έγινε στη Βούρμπα το διάστημα αυτό και φυσικά αφού είχε πρώτα μυηθεί ο Πλουμπίδης από τους κομμουνιστές της Ελασσόνας. Δηλαδή ανάμεσα στο 1927 και 1929 το αργότερο.


Στον πόλεμο του 1940, ενώ είναι στη στρατεύσιμη ηλικία των 35 ετών, δεν επιστρατεύεται, προφανώς γιατί παραμένει στην εφεδρεία του σώματος της Χωροφυλακής επί μια δεκαετία μετά την απομάκρυνσή του.


Αρχίζει την αντίσταση από τις πρώτες μέρες της Κατοχής και μετά ως υπεύθυνος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στη Βοιωτία, όπου βρέθηκε από τον Νοέμβριο του 1941, μετά την άρνησή του να αποκηρύξει τους συντρόφους τους της “Παλαιάς ΚΕ”, τον Κτιστάκη και τον Παπαγιάννη.

Την πρώτη πληροφορία για τις αντιστασιακές του ενέργειες τη βρίσκουμε στο σπίτι του αδελφού του Δημήτρη (Ταμπούρια Πειραιά) που ήταν τελωνειακός. Εκεί συναντάει τον άνδρα της ξαδέρφης του, τον Μπόιντα, που δούλευε στο οπλοπωλείο του Μπούσουλα. Ζητάει πληροφορίες για τη γενική αποθήκη (στην Ανάσταση) αλλά μαθαίνει ότι την έχουν ήδη λεηλατήσει οι Ιταλοί. 

 Στο Βουνό βγαίνει στις 16 Ιουνίου 1942 μέχρι την αποστράτευσή του από τον ΕΛΑΣ, 10 Μαρτίου 1945.


Στις 16 Ιουνίου 1942 ήταν 3 αντάρτες: Ο Ορέστης, Ο Βλάσης και ο Θόδωρος.

Τον Σεπτέμβριο 1942 ήταν 7 (στο χτύπημα στη μοτοσυκλέτα των Ιταλών στη Ρετσώνα)

Τον Δεκέμβριο 1942 ήταν 25

Τον Μάιο 1943 ήταν 300, Αρχηγείο Αττικοβοιωτίας

Τον Οκτώβριο 1943 ήταν 1.000, 5η Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ

Τον Οκτώβριο 1944 ήταν 4.500, 2α Μεραρχία του ΕΛΑΣ


Εκλέχτηκε με το όνομα Ορέστης Ράμμος ή Ράμμας, Εθνοσύμβουλος της Αττικής, στο Εθνικό Συμβούλιο των Κορεσχάδων. Ήταν ένας από τους τέσσερεις καπεταναίους του Εθνικού Συμβουλίου με τον Άρη να απουσιάζει στην Πελοπόννησο.


Μετά τη Βάρκιζα και τη διάλυση του ΕΛΑΣ, κατεβαίνει στην Αθήνα και ζει στην παρανομία από τον Μάρτιο του 1945 ως τον Νοέμβριο του 1947.

Στις 18 Μαΐου 1946 ανακοινώνεται η διαγραφή του από το ΚΚΕ με απόφαση της ΚΟΑ, μαζί με τον Γιάννη Πετσόπουλο και τον θαλασσομάχο Ζαχαριά, ενώ στις 11 του ίδιου μήνα έγινε η δίκη στη Χαλκίδα όπου καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, μαζί με τον Παπαφλέσσα (Γιάννη Σκλια) και κάποιο Μητάκη από το Κλειδί, για την εκτέλεση 9 ταγματασφαλιτών μετά τη μάχη του Κλειδιού τον Φεβρουάριο του '44.

Τέλη Οκτωβρίου 1947 έρχεται για τρίτη και τελευταία φορά σε επαφή με το Κόμμα, μετά τη διαγραφή του, μέσω του Κ. Καραγιώργη προκειμένου να πεισθεί να βγει στο βουνό. Οι άλλες ήταν, μία με τον Γιώργη Σιάντο 3-4 μήνες πριν πεθάνει, και μία ακόμη με τον Καραγιώργη. Οι γέφυρες κόβονται οριστικά. Ο Καραγιώργης βγαίνει αντάρτης και ο Ορέστης συλλαμβάνεται μετά από μερικές μέρες.


Στις 21 Νοεμβρίου 1947, το «Εμπρός» αναφέρει: 

«Κατόπιν μακράς παρακολουθήσεως συνελήφθη εις την συνοικίαν Ζωγράφου ο Ανδρ. Μούντριχας ή «καπετάν Ορέστης», ετών 42, πρώην υπάλληλος του Μαλτσινιώτη και καπετάνιος της 2ας Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, δράσας εις την περιοχήν των Αθηνών κατά τα Δεκεμβριανά».


Στις 14 Δεκεμβρίου 1947, και πάλι το «Εμπρός» δημοσιεύει την είδηση της έναρξης στις 13/12 της δίκης του Ορέστη στο β' κακουργοδικείο Πειραιά για τις εκτελέσεις χωροφυλάκων στην Κυψέλη.


Στο «Βιβλίο Υποδίκων» των Φυλακών Αβέρωφ εγγράφεται την ίδια μέρα, 21 Νοεμβρίου 1947, ως εξής:


Αρ. πρωτ. 668


Μούντριχας Ανδρέας, ή Καπετάν Ορέστης

του Σταύρου και της Μαρίας

Έγγαμος, όνομα συζύγου: Καλλιόπη Τσεκούρα

γεννηθείς στον Οξύλιθο Ευβοίας

Διεύθυνση Αθηνών: Κατσιπόδι, Μεσολογγίου 17- 23ο Αστυνομικό Τμήμα

Καπετάνιος ΕΛΑΣ, εργάτης

τέως υπαξ. Χωροφυλακής

τελειόφοιτος Γυμνασίου

Χριστιανός Ορθόδοξος

ετών 42

1,76 ύψος

καστανά μάτια


Στις 24 Μαΐου 1948 επιστρέφει Στις φυλακές Αβέρωφ από τη Χαλκίδα όπου καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά με την απόφαση 30/8-5-1948. 

(Είχε προηγηθεί η καταδίκη σε θάνατο ερήμην βάσει της 642/46 απόφασης του δικαστηρίου Συνέδρων Χαλκίδος.)

Τέλος βρίσκουμε και μια αθωωτική απόφαση, η 8/2-4-48 του δικαστηρίου Συνέδρων Αθηνών. Μέσα από αυτόν τον λαβύρινθο των δικαστηρίων, των μεταγωγών και των φυλακίσεων, γλιτώνει με χάρη του βασιλιά και αποφυλακίζεται το 1952.


Σύζυγος του Ορέστη υπήρξε η Καλλιόπη Τσεκούρα από την Κύμη. Ήταν “προξενιό” κάποιου στενού του συγγενή. Τη διάλεξε ανάμεσα στις τρεις αδελφές και ήταν μεγαλύτερη στην ηλικία από κείνον. Ο γάμος έγινε το 1934. Δεν κάνανε παιδιά. «Σε άλλους ο γάμος δίνει φτερά σε άλλου βαρίδια στα πόδια», σχολίασε κάποτε στο περιβάλλον του. Υπέστη κι εκείνη μεγάλο μέρος των βασάνων και των αγωνιών της παράνομης δράσης του συζύγου της με αποκορύφωμα ένα κούρεμα από τους χίτες της Βάθιας. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσαν χώρια. Εκείνη επέστρεψε στην Κύμη.


Την 21η Απριλίου 1967, δέχθηκε «επίσκεψη» από δύο ασφαλίτες που ψάξανε το σπίτι εξονυχιστικά. Βρήκαν μόνο δυο φωτογραφίες από το αντάρτικο στον τοίχο κρεμασμένες. Έκαναν σύσταση να τις κατεβάσουν. Δήλωσε ότι δεν τις κατεβάζει, ότι είναι περήφανος και δεν μετανιώνει. Του ζήτησαν να τους ακολουθήσει στο τμήμα. «Πηγαίνετε και θα έρθω μόνος μου». Πήγε το πρωί αλλά δεν τον κρατήσανε.


Το καλοκαίρι του 1960, κατά τους υπολογισμούς τέλη Ιουλίου, είχε ένα ατύχημα με αυτοκίνητο στην Αθήνα. Ένα χρόνο μετά την ολοκλήρωση των δημοσιεύσεών του στην «Απογευματινή» και ενώ η συνδικαλιστική του δράση γνώριζε καινούργιες εξάρσεις. Αποτέλεσμα, ένα τραύμα στο χέρι και αναπηρία (αγκύλωση) για αρκετό καιρό.  

Στις 26 Αυγούστου 1960 τον βρίσκουμε, να κάνει επίσκεψη μαζί με τους συνδικαλιστές του Μαντέμ-Λάκκο, σε βουλευτές και στον υπουργό εργασίας (υπέβαλλε υπόμνημα) για να ενταχθούν οι εργαζόμενοι στα εξαιρετικά βαρέα και ανθυγιεινά. Το ατύχημα έγινε στην οδό Βουλής όταν το αυτοκίνητο, που το οδηγούσε ένας νεαρός, ανέβηκε στο πεζοδρόμιο και τον χτύπησε. Ήταν μόνος του και ο ίδιος έλεγε ότι μάλλον ήταν εσκεμμένη ενέργεια. Από το ατύχημα πήρε κάποια χρήματα που τα έβαλε στην ανοικοδόμηση του σπιτιού στον Χολαργό.

Σπίτια διαμονής: Άη Γιάννης Κυνηγός – Βουλιαγμένης (Δάφνη), οδός Μεσολογγίου.

Αγίας Βαρβάρας και Χίου, Χίου.


Στην οδό Μεσολογγίου κατοικεί όταν γράφει για την «Απογευματινή». Οι συκοφάντες του πολύ ντόρο κάνουν για ένα σπίτι στον Χολαργό που εξασφάλισε τάχα ως... αντιπαροχή στις «καλές υπηρεσίες» του στον συνδικαλισμό. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα μικρό σπίτι δύο ορόφων, 60 τ.μ. έκαστος, συνιδιοκτησία με τις δύο ανιψιές του, και με την οικονομική συμβολή όλων. Εκεί έζησε δέκα χρόνια (1962-1972), μέχρι που πουλήθηκε. Το τελευταίο του σπίτι ήταν στον Πρ. Ηλία, στο Παγκράτι. Τότε πάθαινε μικρά εγκεφαλικά όπου τελικά μετά από 10ήμερη νοσηλεία “σε μια πτωχοκλινική του ΙΚΑ τη λεωφόρο Αλεξάνδρας”, κατέληξε στις 4.00 το πρωί της 10 Αυγούστου, ημέρα Πέμπτη, 1972. Ήταν 67 χρονών! 

Είχε δε συνταξιοδοτηθεί το καλοκαίρι του 1969, μετά από νόμο της χούντας που διέτασσε απόλυση και αποζημίωση από τις συνδικαλιστικές θέσεις. Η κηδεία του έγινε στον Οξύλιθο. Λόγω των επικρατούντων εκεί αυστηρών κανόνων, για εκταφή των νεκρών στα τρία χρόνια, τα οστά του αποτέθηκαν στο οστεοφυλάκιο το οποίο και κάηκε κάποια στιγμή. Επιβεβαιώθηκε έτσι το παλιό εκείνο «ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος». Στον Οξύλιθο σώζεται ανακαινισμένο το πατρικό του σπίτι και δίπλα μια προτομή του στον παλιό δρόμο προς την Κύμη.


Όταν πέθανε είχε 300.000 δραχμές στην τράπεζα, από τον «αέρα» του σπιτιού στον Χολαργό, που τελικά πουλήθηκε, και την αποζημίωση της απόλυσής του. Τις κληρονόμησαν, η γυναίκα του  και οι αδελφές του. Σημειώνουμε για τη αίσθηση της αξίας των δραχμών την εποχή εκείνη: Στις 10 Αυγούστου 1972, τα κατώτερα όρια των συντάξεων του ΙΚΑ καθορίζονται από 1.000 έως 1.500 δρχ., η τιμή της εφημερίδας είναι 2,5 δρχ., το κιλό του αλεύρου 5 δρχ., του ελαιολάδου 32,0 δρχ., της ζάχαρης 13,5 δρχ., του καφέ 65,0 δρχ., της φέτας 31,0 δρχ, του βουτύρου 46,5 δρχ., το δολάριο 30 δρχ, η λίρα Αγγλίας 75 δρχ., της χρυσής λίρας Αγγλίας 461 δρχ., η μετοχή της Εθνικής Τραπέζης 16.250 δρχ και της Τραπέζης της Ελλάδος 33.300 δρχ.


Σημειώσεις: 

1 Εικάζουμε ότι είναι ο Γιαγκούλας επειδή αυτός είχε έφεση στις μεταμφιέσεις.

***********************************

Διαβάστε επίσης:

Η απαρχή του Αντάρτικου στη Βοιωτία- Τα πρώτα τουφέκια













Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

28 Οκτωβρίου: Ο εορτασμός του ΟΧΙ στην Κατοχή και την Απελευθέρωση



Το άγημα των 34 Ανταρτών του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ παραταγμένο στη Μητροπόλεως
[Από το αρχείο του Ιάσονα Χανδρινού]

Ιάσονας Χανδρινός



[Σημείωση του Γ.Μ. Σαλεμή:

Στο χθεσινό κείμενο κάναμε μια νύξη για τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου 1944 βάζοντας δυο σπάνιες φωτογραφίες του αγήματος του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ που έλαβε μέρος στον εορτασμό. Σήμερα δημοσιεύουμε ένα κείμενο του Ιάσονα Χανδρινού για τους εορτασμούς της 28ης στην Κατοχή και την Απελευθέρωση.  Δημοσιεύτηκε στην "Αυγή" πριν από μερικά χρόνια, σύμφωνα με τις μαρτυρίες αγωνιστών που συμμετείχαν. 
Σήμερα όμως, χάρη στην ευγενή καλοσύνη του συγγραφέα, δημοσιεύουμε το πλήρες κείμενο του αντάρτη "Αρτέμη" (Γιώργου Γούναρη) από την Εύβοια, το οποίο περιγράφει λεπτομερώς τα γεγονότα και το κλίμα από τα Καλύβια Ασπροπύργου στο Σύνταγμα και πάλι πίσω. Είναι, το κείμενο του Αρτέμη, μέρος από το ημερολόγιό του που θα κυκλοφορήσει σύντομα με επιμέλεια και υπομνηματισμό του Ιάσονα Χανδρινού από τις εκδόσεις "Αλφειός". ]


Η 28η Οκτωβρίου είναι η μοναδική εθνική μας επέτειος η οποία γεννήθηκε μέσα σε μια συλλογική ψύχωση και καθιερώθηκε, ως μνημονικός τόπος, από τον ίδιο τον ελληνικό λαό. Σε αντίθεση την 25η Μαρτίου που αποτελεί μια εκ των υστέρων «κατασκευασμένη» επέτειο, η 28η Οκτωβρίου εντοπίζει ένα καταλυτικό γεγονός που μάλιστα βιώθηκε και ως τομή στον ιστορικό χρόνο. 

Δεν υπάρχει κανένας από τη γενιά του Πολέμου και της Κατοχής που να μη μπορεί –μέχρι σήμερα– να δώσει συγκεκριμένη απάντηση στην ερώτηση: «Πού ήσουν την 28η Οκτωβρίου 1940;». Ήταν η γενέθλιος ημερομηνία μιας ολόκληρης γενιάς. Η κήρυξη του πολέμου με την Ιταλία επέδρασε άμεσα και καταλυτικά στην ψυχολογία των ανθρώπων της εποχής.

Περισσότερο από κάθε προηγούμενη πολεμική αναμέτρηση (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μικρασιατική Εκστρατεία), ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ήταν μια εμπειρία που διαπέρασε την ελληνική κοινωνία και ζυμώθηκε στη συνείδηση του λαού με τις παραδοσιακές έννοιες της δικαιοσύνης και της φιλοπατρίας, ωστόσο σε μια νέα εκδοχή: του αντιφασισμού.


Οι κατοχικοί εορτασμοί 


Αυτή η ζύμωση έγινε στα χρόνια της Κατοχής. Κάτω από τη ναζιστική μπότα, εθνικά σύμβολα και τελετουργίες άρχισαν να αποκτούν πολλαπλάσια σημασία για τους μουδιασμένους και απογοητευμένους Έλληνες. Στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις, όπου η Κατοχή ήταν πιο αισθητή, οι άνθρωποι αναζητούσαν τρόπους να διεκδικήσουν ξανά από τους κατακτητές το δικαίωμα να περπατούν πιο ελεύθερα στους δρόμους, να εμπνέονται από χώρους και μνημεία. 

Στις 28 Οκτωβρίου 1941, ενώ ήδη άνθρωποι είχαν αρχίσει να πεθαίνουν από την πείνα, κόσμος άρχισε να επισκέπτεται αυθόρμητα το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και κατέθετε λουλούδια, στην πλειοψηφία τους ήταν μαυροντυμένες γυναίκες και κορίτσια που πιθανόν κάποιον είχαν χάσει στο αλβανικό μέτωπο. Οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις σκόρπισαν μικρές δακτυλογραφημένες προκηρύξεις υπενθυμίζοντας το νόημα της ημέρας, ενώ και το ΕΑΜ (που είχε ιδρυθεί μόλις πριν ένα μήνα), επέλεξε εκείνη την ημέρα για να κυκλοφορήσει την πρώτη του «επίσημη» διακήρυξη στο λαό της Αθήνας καλώντας σε μαζική αντίσταση εναντίον των κατακτητών. 

Το 1942, διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις, συνθήματα στους τοίχους, συλλήψεις και πραγματικά πυρά από τους κατακτητές σημάδεψαν τον δεύτερο και απείρως πιο μαχητικό εορτασμό, το ίδιο και το 1943. Η επέτειος είχε επισημοποιηθεί οριστικά, ως μια συλλογική αντιφασιστική έκφραση. Δεν ήταν οποιοδήποτε ερέθισμα κάποιας αόριστης πατριωτικής υπερηφάνειας. Σε αντίθεση με την 25η Μαρτίου (που συγκινούσε εξίσου, αν όχι περισσότερο), η ημέρα ξυπνούσε πραγματικά και ισχυρά βιώματα. 

Μπορούμε να φανταστούμε πως το 1941, κάθε Αθηναίος νοσταλγούσε τον ενθουσιασμό του πλήθους που είχε βγει στους δρόμους έναν χρόνο πριν, όταν σήμαναν οι σειρήνες. Μέσα στο φόβο και την κατήφεια που επέβαλε η σκλαβιά, η ανάμνηση αυτής της ομαδικής ανάτασης ως φανταστικό replay μιας ανεπανάληπτης στιγμής δράσης, αποτελούσε ακένωτη δεξαμενή θάρρους και έμπνευσης. Η Αντίσταση κατά των κατακτητών δεν τιμούσε την 28η Οκτωβρίου 1940 ως μια οποιοδήποτε στιγμή έξαρσης, αλλά ως την έναρξη ενός τιτάνιου αγώνα εναντίον του φασισμού που δεν είχε ποτέ σταματήσει. 


28 Οκτωβρίου 1944: Ένα άγνωστο αντιφασιστικό συλλαλητήριο


Η τέταρτη επέτειος βρήκε την Ελλάδα ελεύθερη. Ακριβώς τέσσερα χρόνια μετά τις εκκωφαντικές σειρήνες εκείνου του πρωινού που άλλαξε για πάντα την ελληνική ιστορία, τίποτα δεν ήταν το ίδιο. 

Οι οπισθοφυλακές των υποχωρούντων γερμανικών στρατευμάτων βρίσκονταν ήδη στα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα, αφήνοντας πίσω τους ανυπολόγιστες καταστροφές, νεκρούς, πόνο και δάκρυα, αλλά και ένα τεράστιο λαϊκό κίνημα που είχε ενηλικιωθεί και ατσαλωθεί μέσα από την Αντίσταση. Η εαμοκρατούμενη Αθήνα των χιλιάδων μαρτύρων μετρούσε μόλις 16 ημέρες ελευθερίας και υποδεχόταν την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και τα πρώτα βρετανικά αγήματα, ατενίζοντας με αισιοδοξία (και επιφύλαξη) το μέλλον της καθημαγμένης χώρας. 

Η πολιτική κατάσταση ήταν τεταμένη και το μόνο κοινό σημείο όλων των πολιτικών δυνάμεων ήταν η αναφορά στις στιγμές που θύμιζαν την ομόθυμη αντίσταση στο φασισμό και το χρέος τιμής στους νεκρούς του αντιφασιστικού αγώνα. Ως συμβολικό μήνυμα ομοψυχίας αλλά και αναγνώρισης μιας επετείου που είχε εμπνεύσει τους Έλληνες στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς και είχε επισημοποιηθεί μέσα από παλλαϊκούς αγώνες, αποφασίστηκε να εορταστεί επίσημα η 28η Οκτωβρίου με πανηγυρική δοξολογία στη Μητρόπολη και κατάθεση στεφάνων στον Άγνωστο Στρατιώτη. 

Εκτός από τις επίσημες ένοπλες δυνάμεις που είχαν πολεμήσει τους Γερμανούς έξω από τα σύνορα της χώρας και είχαν επαναπατριστεί μαζί με την Κυβέρνηση –ο Στρατός της Μέσης Ανατολής (εκπροσωπούμενος από μια διμοιρία του Ιερού Λόχου) και το Ναυτικό (με ένα τιμητικό άγημα)– θα παρευρίσκονταν και δυνάμεις του ΕΛΑΣ: Ένα ελαφρά οπλισμένο απόσπασμα του ΕΛΑΣ Αθήνας από την αιματοβαμμένη συνοικία της Καισαριανής και ένα τμήμα του μόνιμου ΕΛΑΣ. Θα ήταν η πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια που πολεμιστές του βουνού θα εμφανίζονταν στους δρόμους της πρωτεύουσας, και σίγουρα ήταν το θέαμα που όλος σχεδόν ο λαός της Αθήνας περίμενε να αντικρίσει. 

Εκείνο το πρωί ο καιρός ήταν βροχερός και η δοξολογία μουδιασμένη. Από τη μια η επίσημη «πολιτική ηγεσία» της χώρας: 

ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, ο ταξίαρχος και αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα, ταξίαρχος Ρόναλντ Σκόμπι, ο στρατάρχης Ανατολικής Μεσογείου Ουίλσων, ο ναύαρχος Κάνιγχαμ, ο αρχηγός της Αστυνομίας Άγγελος Έβερτ, το υπουργικό συμβούλιο και διάφοροι πολιτικοί. 

Από την άλλη, ο λαός: ένα πλήθος από όλες τις συνοικίες και τις ΚΟΒες της Αθήνας, με κόκκινα λάβαρα και πλακάτ, να ζητωκραυγάζει και να φωνάζει συνθήματα "θάνατος στους προδότες" και "λαοκρατία". 

Μπροστά στο ναό είχαν παραταχθεί το άγημα του ναυτικού, η διμοιρία του Ιερού Λόχου (με επικεφαλής τον τότε υπολοχαγό και μετέπειτα χουντικό, Ιωάννη Λαδά), αστυνομικοί και χωροφύλακες (διακριτικά) από τους στρατώνες του Μακρυγιάννη και μια διμοιρία του ΕΛΑΣ Αθήνας με τα χαρακτηριστικά γερμανικά κράνη. 

Ο κόσμος ήταν εκστασιασμένος, χειροκροτούσε και ζητωκραύγαζε, έβγαζε φωτογραφίες. Τα περισσότερα μάτια έπεφταν σε μια ξεχωριστή ομάδα 34 πάνοπλων γενειοφόρων που βρίσκονταν στη μέση του προαύλιου χώρου, σε στάση «παρουσιάστε αρμ» με τον χαρακτηριστικό αντάρτικο τρόπο που είχε καθιερώσει ο Άρης Βελουχιώτης: Το χέρι κρατά το τουφέκι από το κοντάκι, προτεταμένο προς τα μπρος. 

Η ηγεσία του ΕΛΑΣ είχε διατάξει τη μονάδα που βρισκόταν πιο κοντά στην Αθήνα, το 34ο Σύνταγμα Αττικοβοιωτίας, να επιλέξει τους άνδρες για αυτή την εξόχως τιμητική αποστολή και ο θρυλικός καπετάνιος του Συντάγματος, Γιάννης Αλεξάνδρου (Διαμαντής), επέλεξε προσωπικά τους καλύτερους μαχητές. Είχαν όλοι τους γενειάδες, σταυρωτά φυσεκλίκια, γερμανικά όπλα, μπότες και μαχαίρια. 


Και ένας από αυτούς, ο Γιώργος Γούναρης («Αρτέμης») από την Εύβοια, περιέγραψε στο ημερολόγιο που κρατούσε τη συγκινητικότερη ίσως μέρα της μέχρι τότε ζωής του:



Πρωί-πρωί κάνομε δοκιμές ενώ βρέχει. Έρχεται ένα αμάξι και μας παίρνει και δρόμο για την Αθήνα. Στην διαδρομή φάλαγγες συναγωνιστές κατεβαίνουν για την παρέλαση στην Αθήνα [με] ομπρέλες και πλακάτ. Όσοι δεν έχουν ομπρέλες, είναι μούσκεμα όπως και εμείς. Στο πέρασμά μας, μας κάνουν τόπο να περάσομε ζητωκραυγάζοντας. Μπαίνομε στην Αθήνα. Ο κόσμος τρέχει να μας δει μόλις μας αντιλαμβάνονται. Ξεχύνονται όλοι στο αμάξι. Φτάνομε στην Ομόνοια. Πηδάνε πάνω στο αμάξι, μας κυκλώνουν, θέλουν να κατέβουμε κάτω…Όλη η κυκλοφορία σταματά, το αμάξι γεμίζει σιγάρα, σοκολάτες…Πόλεμος ποιος θα μας χαιρετήσει. Άλλοι έχουν βγάλει τα πουκάμισα και τα ανεμίζουν στον αέρα. Γύρω στο αμάξι [σχηματίζονται] 20 και πλέον πυραμίδες: Τρεις ενώνανε τα χέρια και ο τέταρτος ανεβαίνει πάνω. Μας χαιρετά, κατεβαίνει αυτός και την θέσιν του παίρνει άλλος. Σπρώχνονται, πέφτουν κάτω...Θέλουν να κατέβομε κάτω να μας δούνε όλοι έστω και για ένα λεπτό. Ο Αποστόλης φωνάζει πως δεν μπορούμε, είναι ανάγκη να φτάσομε στο Α’ Σ. Στρατού. Από το αδιέξοδο μας έβγαλε περί τους 20 ΕΠΟΝίτες: Άνοιξαν δρόμο και φτάσαμε στο Α’ Σ. Στρατού του ΕΛΑΣ. Κατεβαίνομε κάτω, παρατασσόμαστε και ο λοχαγός Αποστόλης δίνει αναφορά. Μετά μπαίνομε μέσα στο κτίριο. Μας προσφέρουν τσάι και ψωμί, ελιές. Καθόμαστε μισή ώρα. Μας πρόσφεραν από μια εφημερίδα, το Ριζοσπάστη, να διαβάσομε για τα νέα. Έπειτα από μια ώρα παραμονή κατεβαίνομε κάτω. Η βροχή έχει σταματήσει. Συντασσόμαστε και με βήμα τραβούμε για την Μητρόπολη. Στο πέρασμά μας χιλιάδες κόσμος μας χειροκροτεί, άλλοι φωνάζουν συνθήματα, αρκετοί κλαίνε… Παρατασσόμαστε στο αριστερό μέρος της εισόδου του ναού έξω στην πλατεία. Έρχονται μια διμοιρία του ΕΛΑΣ Αθηνών με κράνη, παρατάχθηκε αριστερά από εμάς. Δεξιά μας παρατάχθηκαν 2 διμοιρίες του Ναυτικού και δεξιότερα ένας λόχος Έλληνες στρατιώτες της Μέσης Ανατολής. Αριστερά, δεξιά και πίσω χιλιάδες λαός που φωνάζει «Λαοκρατία–Λαϊκά Δικαστήρια–Να συλληφθούν οι προδότες». Σε λίγο έρχεται το Υπουργικό Συμβούλιο με επικεφαλής τον Παπανδρέου. Ακολουθούν διάφοροι επίσημοι. Ο κόσμος τους υποδέχεται με τις παραπάνω φωνές. Μετά έρχεται ο Ναύαρχος Μεσογείου Κάνιγκχαμ, ο Στρατάρχης Ουίλσων και ο Συνταγματάρχης Ποπώφ –Ρώσος. Μπαίνουν στην εκκλησία και αρχίζει η δοξολογία. Μετά την δοξολογία επιθεωρούν όλα τα τμήματα Ουίλσων-Κάνιγκχαμ-Ποπώφ-Σαράφης. Μετά την επιθεώρηση ξεκινήσαμε για το Σύνταγμα για την κατάθεση στεφάνων στον Άγνωστο Στρατιώτη. Μπροστά πηγαίνει η μουσική, ακολουθεί το Ναυτικό, ο λόχος της Μέσης Ανατολής, κατόπιν ο ΕΛΑΣ των Αθηνών και τελευταίοι εμείς του βουνού. Στο πέρασμα του Ναυτικού ακούστηκαν χειροκροτήματα, στους Μεσανατολίτες πάρα πολύ αραιά, τον ΕΛΑΣ των Αθηνών τον χειροκροτά όλος ο κόσμος. Όταν ξεκινήσαμε εμείς, το τι έγινε δεν περιγράφεται!…Μάταια ο Αποστόλης δίνει παραγγέλματα βηματισμού. Οι αστυφύλακες προσπαθούν να συγκρατήσουν τον κόσμο. Σπάζουν τα φράγματα, χυμούν πάνω μας και μας αρπάζουν τρεις από κάθε σειρά. Μας φιλούν, κλαίνε, οι υπόλοιποι φεύγουν. Είμαι σε μια από τις δύο σειρές προτελευταίος. Μας σηκώνουν στα χέρια, προσπαθούν κάτι να πάρουν σαν ενθύμιο μα τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Όλοι μας τραβολογούν…Εμείς τα έχουμε χαμένα…Μόνον κεφάλια βλέπομε και χέρια να ανεμίζουν, φιλιά να μας στέλνουν από μακριά…Μια κοπέλα στα μαύρα με έχει αγκαλιάσει σα να θέλει να είμαι δικός της. Της δίνω ένα δαχτυλίδι γερμανικό. Κλαίει και φωνάζει «Αδελφάκι μου!…». Ένα γερμανικό τσακμάκι το δίνω σε κάποια που κλαίει. Δύο μανδηλάκια από φωτοβολίδες τα πετώ και αναμπουμπούλα γίνεται ποιος θα τα πάρει. Το ίδιο κάνουν και οι άλλοι. Τέλος επεμβαίνει πάλι η ΕΠΟΝ και μπροστά αυτοί, κοντά εμείς, φτάσαμε και μπήκαμε στην σειρά μας. Ο κόσμος φωνάζει: «Θάνατος στους δοσιλόγους! Θάνατος στους προδότες δολοφόνους!». Φτάσαν οι επίσημοι, καταθέτουν στεφάνια στον Άγνωστο Στρατιώτη, εμείς παρουσιάζομε όπλα. Ο Παπανδρέου επιθεωρεί τα στρατιωτικά τμήματα. Μετά την επιθεώρηση φεύγουν οι επίσημοι. Στο πέρασμα του Παπανδρέου ο κόσμος ξεθεώνεται στα συνθήματα. «Λαοκρατία–Θάνατος στους συνεργάτες των κατακτητών–Να συλληφθούν όλοι οι συνεργάτες των Γερμανών». Τέλος ξεκινάμε και ’μεις. Χιλιάδες λαού κλαίγοντας μας ακολουθούν μέχρι το Α’ Σ.Σ. Αθηνών.i Εκεί είναι το επιτελείο με τον Σαράφη επικεφαλής και τον Ρώσο Συνταγματάρχη Ποπώφ. Εμείς μείναμε δεξιά και αριστερά του δρόμου για να μην κλείνει ο δρόμος στα τμήματα του ΕΛΑΣ Αθηνών για την παρέλαση του ΙΙΙου Τάγματος. Μετά το τέλος της παρελάσεως, μπήκαμε μέσα για φαγητό. Οι άλλοι –το προσωπικό– έχει κρέας με μακαρόνια ενώ εμάς μας δώσανε μακαρόνια νερόβραστα χωρίς λάδι. Δεν φάγαμε κανένας. Διαμαρτυρηθήκαμε στον υπεύθυνο και άρχισε με δικαιολογία πως έγινε λάθος, δεν μας συμπεριέλαβε στην δύναμη του συσσιτίου γι αυτό και μας φκιάσανε αυτό το πρόχειρο και πρέπει να το φάμε. Νευριάσαμε όλοι…«Μάλιστα συναγωνιστή ταγματάρχα. Μείναμε μέρες νηστικοί γιατί δεν είχαμε να φάμε, δεν διαμαρτυρηθήκαμε. Όμως σήμερα μένομε νηστικοί γιατί έχομε και μας θεωρείτε σκουπίδια! Δεν μπορείτε να καθίσετε με μας τους τσαλακωμένους και λεριάρηδες. Σεις είστε σικ. Αστράφτουν τα ρούχα σας…Δεν ρίξατε λάδι στα μακαρόνια για να μην πασαλείψομε τα γένια μας και σας ντροπιάσομε!». Θύμωσε και έφυγε. Ήρθαν 3-4 με τα πολιτικά και προσπάθησαν να μας ηρεμήσουν. Είπα να δούμε τον συναγωνιστή Σαράφη. Δεν με άφησε ο Αποστόλης. Παρατήσαμε το φαγητό όπως το σέρβιραν και βγήκαμε έξω στην πλατεία αγανακτισμένοι. Ο κόσμος περνά συνεχώς να μας δει και να μας χειροκροτήσει. Ήρθανε οι λιμενεργάτες του Πειραιώς, μας χαιρετήσανε, μας πρόσφεραν σιγάρα…Κάτι όμως πρέπει να έγινε γιατί βγήκανε 20 κορίτσια και μας τραβούν στο χορό (πότε γίνανε τόσα γκρουπ, ούτε το κατάλαβα…). Η πλατεία είναι ασφυκτικώς γεμάτη, τα αντάρτικα τραγούδια έχουν ανάψει. Σε μια στιγμή βγήκε ο συναγωνιστής Σαράφης, ο Ποπώφ και 5-6 άλλοι στο μπαλκόνι, μας κοίταξαν χαμογελώντας και μπήκαν μέσα. Επίκαιρο τραγούδι του Αγώνα λέγαμε: ’’Απόψε θα πλαγιάσουμε σε δροσερά χορτάρια’’ καθώς και: ’’Το λεν’ οι κούκοι στα βουνά και οι πέρδικες στα πλάγια’’. Επίσης: ’’Εσείς παιδιά ανταρτόπαιδα, παιδιά της Σαμαρίνας’’ Τέλος, αφού πέρασε καμιά ώρα με χορούς και τραγούδια, τους αποχαιρετήσαμε όλους [και] ανεβήκαμε στο αμάξι για την επιστροφή. Το αμάξι το ακολουθούν νέοι και νέες. Από διάφορους δρόμους έρχονται μάζες πολλές συναγωνιστών με στεφάνια-λουλούδια. Πηδάν οι νέες πάνω στην καρότσα και μας κρεμούν στεφάνια στους λαιμούς. Με πρόκες τα κρεμούν στην καρότσα. Στα Καλύβια που φτάσαμε, μέτρησαν οι συναγωνιστές 210 στεφάνια. Ένας τεράστιος σωρός έγινε εκεί στην άκρη της πλατείας. Το αυτοκίνητο έχει ασπρίσει από τα σιγάρα (κατά τα ¾ τα είχαμε λιώσει). Το αμάξι κινείται σημειωτών από τον κόσμο. Μας δίνουν τα χέρια, το ίδιο και ‘μεις. Μερικοί τα φιλούν, άλλοι μας αρπάζουν, μας ξαπλώνουν στην καρότσα να μας φιλήσουν. Σε ένα σημείο μας περιμένει πολύς κόσμος. Μας κάνουν νόημα να σταματήσουμε. Το αμάξι κυλά σιγά-σιγά. Μια συναγωνίστρια ως 20 χρονών με γυαλιά, με μια φούχτα τριαντάφυλλα κόκκινα πηδά πάνω στο καπό και μιλά στο συγκεντρωμένο πλήθος. Εμείς δεν καταλαβαίνομε τίποτα. Είμαστε σαν υπνωτισμένοι χαζοί…Όλοι ζητωκραυγάζουν. Επειδή προσέχω τους λόγους πάντοτε, εδώ δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τίποτα εκτός από την αρχή της ομιλίας: «Συναγωνιστές. Μπροστά μας βρίσκονται οι ιστορίες των γιαγιάδων και οι θρύλοι των δοξασμένων βουνών. Ο δοξασμένος ΕΛΑΣ! Οι φρουροί της τιμής των Ελλήνων… Αντάξιοι του Λεωνίδα, του Θεμιστοκλή, του Μακρυγιάννη…Τρόμος των μαυραγοριτών και των φασιστών…Ο τιμωρός των δοσιλόγων και των ταγματαλητών…». Από τις φωνές δεν ξεχωρίζομε παρά τα ρυθμικά συνθήματα Λαοκρατία–Θάνατος στους φασίστες. Το αμάξι έχει σταματήσει. Πάνω στην καρότσα δεκάδες κοπέλες μας προσφέρουν διάφορα αναμνηστικά. Μια κοπέλα μου κρεμά με μια καρφίτσα με κόκκινη κεφαλή ένα κόκκινο γαρύφαλλο. Δεν έχω τίποτα να της προσφέρω, τα έχω δώσει όλα. Της δίνω ένα κουμπί αφού το έκοψα από το χιτώνιό μου. Το παίρνει στα χέρια, το φιλά καθώς και μένα. Μου ζητά να της χαρίσω το όνομά μου –το ίδιο κάνουν και στους άλλους. Της το είπα, το ίδιο και την ηλικία μου των 24 χρονών. Για μια στιγμή μένει αποσβολωμένη αφού με κοιτάζει στα μάτια σαν κάτι να μαντέψει…Μετά καθυστέρηση τριών τετάρτων τα κορίτσια της ΕΠΟΝ ανοίγουν δρόμο στον κόσμο για να περάσομε. Όλος ο κόσμος υψώνει την γροθιά του για αποχαιρετισμό. Για να φτάσομε στα Καλύβια, κάναμε 3-4 ώρες. Φτάσαμε ηλιοβασίλεμα. Οι συναγωνιστές μας τρελαίνουν στις ερωτήσεις: Θέλουν να μάθουν το ηθικό του κόσμου.


i Η έδρα του Α’ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ μετά την Απελευθέρωση ήταν στο μέγαρο της Αγροτικής Τράπεζας, στη συμβολή Σίνα και Βησσαρίωνος. Το κτίριο δεν υπάρχει σήμερα


Όσο κι αν η εθνική ομοψυχία ήταν ένα σεντόνι που κάλυπτε τα αγεφύρωτα πολιτικά πάθη και το συσσωρευμένο ταξικό μίσος, η μέρα εκείνη είχε κάτι το ξεχωριστό. Οι κραυγές των Αθηναίων που «έπνιξαν» τον εορτασμό, κυοφορούσαν την ψευδαίσθηση. Την ελπίδα. Λίγο πριν διαχωριστούν για πάντα, όλοι οι Έλληνες που είχαν πολεμήσει τους Γερμανούς, βρέθηκαν για ελάχιστες στιγμές στο ίδιο σημείο, για να υποκλιθούν στους νεκρούς των αλβανικών βουνών και τις χιλιάδες που είχαν θυσιαστεί στην Κατοχή εμπνεόμενοι από το πνεύμα του μετώπου. Το ημερολόγιο έγραφε 28 Οκτωβρίου 1944 και η βροχή που μαινόταν το προηγούμενο βράδυ είχε σταματήσει. 



Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

Στα νέα καθήκοντα

Η πρώτη σελίδα του "Εκδικητή" της 7ης Σεπτεμβρίου 1943
[Από τα "Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας"-ΑΣΚΙ]

“Εκδικητής”, εφημερίδα  του ΕΛΑΣ Αττικοβοιωτίας- Εύβοιας, αρ. φυλ. 3, 7 Σεπτεμβρίου 1943]


Πρόκειται για το κύριο άρθρο του τρίτου φύλλου της εφημερίδας του ΕΛΑΣ Αττικοβοιωτίας, μια μέρα πριν την συνθηκολόγηση της Ιταλίας. 
Ο ΕΛΑΣ τότε αρχίζει να παίρνει μορφή τακτικού στρατού και οργανώνεται σε τάγματα, συντάγματα, ταξιαρχίες, μεραρχίες κλπ. 
Ο "Θανάσης Γαβριώτης" είναι ο Θανάσης Τσαρός, πολιτικός επίτροπος του υπαρχηγείου Αττικής που τώρα πια γίνεται το Ι τάγμα του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, του θρυλικού "Αρβανίτικου Συντάγματος". 
Στην ηγεσία του Ι/34 βρίσκονται ήδη από τον Αύγουστο, στρατιωτικός διοικητής το Νικήτας (Γεώργιος Μπουτσίνης), καπετάνιος ο Θεοχάρης (Θεοχάρης Πολύχρονος) και πολιτικός επίτροπος ο Γαβριώτης (Θανάσης Τσαρός)


Η Αττικοβοιωτία παρουσιάζει όψη ζώνης επιχειρήσεων. Ο ανταρτοπόλεμος των τμημάτων του ΕΛΑΣ αναπτύσσεται και εξελίσσεται με μια γοργότητα που ξεπερνά και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις. Το δείχνει ξεκάθαρα η μαχητική τους δράση που πήρε καταπληκτική έκταση, αποτελεσματικότητα και ένταση. Ο Κιθαιρώνας συναγωνίζεται στις βροντές τον Όλυμπο, η Κάζα στο μούγκρισμα τη Γκιώνα.

Στην ίδια ένταση και ορμή, στην ίδια αγριότητα γράφεται κάθε ηρωισμός και εποποιΐα των άλλων τμημάτων του ΕΛΑΣ, που κάτω από καλλίτερες συνθήκες πέτυχαν πριν από μας.

Οι πρόμαχοι της λευτεριάς και της τιμής του λαού μας άνοιξαν και δω, στις κορφές των βουνών, κρατήρες ηφαιστείων που θα ξεράσουν φωτιά στο κεφάλι του καταχτητή. Άνοιξαν και δω διάπλατα το φλάμπουρο της λευτεριάς για να διαλαλεί σ' όλο τον κόσμο την ακατάβλητη θέληση του λαού μας να παλαίψει με κάθε μέσο, με κάθε θυσία για την κατάχτηση των κυριαρχικών του δικαιωμάτων.

Η Κάζα, το Καπαρέλι, ο Αϊγιώργης, το Δίστομο δείχνουν ότι και δω ο αγώνας μας πέρασε πραγματικά
 ....[τρεις δυσανάγνωστες λέξεις].... και με γρήγορο και σύντονο ρυθμό τραβάει για την κατάχτηση των βασικών μας σκοπών που είναι το Πανελλήνιο ξεσήκωμα και συναγερμός, η Παλλαϊκή προετοιμασία για τη χαριστική βολή σε κείνους που θέλουν να ξαναγυρίσουν την ανθρωπότητα στη μεσαιωνική βαρβαρότητα.

Αν πάρουμε υπ' όψη μας τις ειδικές συνθήκες κάτω απ' τις οποίες παλεύουμε, στις αντίθετες για μας εδαφολογικές μορφές της περιοχής μας, τα μεγάλα προβλήματα που έχουμε να λύσουμε, η μεγάλη σημασία που έχει για τον εχθρό ο τομέας της περιοχής μας, θ' αναγνωρίσουμε ότι η δράση μας, ανεξάρτητα ακόμη κι από κάθε άλλη πλευρά, έρχεται στην πρώτη γραμμή των κατορθωμάτων του αγώνα μας.

Γιαυτό λυσούν οι φασίστες, απειλούν και δαγκώνονται` βλέπουν μπροστά τον ανοιγμένο τάφο τους και τρέμουν την ώρα του χαμού τους` τρέμουν την φοβερή εκδίκηση που σα φοβερός βραχνάς τους κάθισε στα στήθια` αισθάνονται το θανατερό βόλι να πέρνει το δρόμο της καρδιάς.

Πιασμένοι στο δοκάνι ξεσχίζουν τις σάρκες τους, μη μπορώντας να κάνουν τίποτ' άλλο.
Η δράση μας μέσα στην καρδιά τους, μέσα στα αεροδρόμια και τους καταυλισμούς τους, μέσα στις ζωτικές γι' αυτούς αρτηρίες, είναι κατορθώματα για τα οποία πρέπει να είναι περήφανοι εκείνοι που τα πέτυχαν, πρέπει να είναι βέβαιοι ότι γράψανε λαμπρές σελίδες στην ιστορία της λεφτεριάς μας.

Μα αν οι νίκες κ' οι επιτυχίες μας μάς δίνουν το δικαίωμα να καυχόμαστε και νάμαστε περήφανοι μάς βάζουν σύγχρονα τα νέας μας καθήκοντα, τις νέες μας υποχρεώσει που πρέπει ν' απαντήσουμε.

Ούτε για ένα λεπτό, ούτε για μια στιγμή δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι κάθε δράση, κάθε επιτυχία και κάθε νίκη μας δεν πρέπει να είναι είναι τίποτ' άλλο παρά ένα προηγούμενο για καθήκοντα και υποχρεώσεις. Δεν πρέπει να τις βλέπουμε παρά σαν απαρχή, σαν αφετηρία για νέο ξεκίνημα, για νέες νίκες, για νέες καταχτήσεις. Και δεν θα το πετύχουμε αυτό παρά παλέβοντας σκληρά. Δεν τελείωσε ακόμα το έργο μας, κι αυτό το ξέρουμε. Γιαυτό δεν θα επαναπαυθούμε ποτέ στις δάφνες μας, δεν θα ικανοποιηθούμε ποτέ απ' τις επιτυχίες και τις νίκες μας παρά μονάχα όταν ο φασισμός εξοντωθεί και ο λαός μας που στενάζεει κάτω απ' τη σκλαβιά γίνει πραγματικά λεύτερος. Αυτό το νιώθουμε βαθιά σαν επιταχτική εντολή του λαού μας, σα σκοπό της ύπαρξής μας.

Κ' η Κάζα δεν μας δίνει κανένα άλλο δικαίωμα παρά μονάχα να υποσχεθούμε, και το υποσχόμαστε γιατί το πιστεύουμε σύψυχα, πως θ' απαντήσουμε στα νέα μας καθήκοντα. Υποσχόμαστε πως σύντομα θα θέσουμε στη διάθεση του λαού μας την τύχη όλων των βεβήλων της χώρας μας που δείχνουν την ανδρεία τους καίγοντας και ρημάζοντας τα χωριά μας, λεηλατόντας τις σοδιές μας, δολοφονόντας άναντρα αθώα αδέρφια μας. Υποσχόμαστε πως δεν θα περάσει πολύς καιρός που τα υπολείμματα των σιδερικών τους θα γίνουν συντρίμια πάνω στα ελληνικά βράχια. Ναι: το υποσχόμαστε στο λαό μας, στ' αδέρφια μας θύματα του αιμοβόρου φασισμού, σ' όλον τον κόσμο: οι φλόγες του Κιθαιρώνα φωτίζουν το δρόμο.

Οπλισμένοι με τ' αθάνατα όπλα της λευτεριάς, που τόσο ταιριάζουν στα παιδιά της Ελλάδας, περήφανοι για την αποστολή μας, ατράνταχτοι στη σταθερότητά μας, με βαθιά επίγνωση της ιστορικής μας αποστολής, βαδίζουμε στα νέα μας καθήκοντα για νέες μεγάλες και αποφασιστικές νίκες που είναι το διώξιμο του ξένου καταχτητή κ' η λαοκρατία στην Ελλάδα.

ΘΑΝ. ΓΑΒΡΙΩΤΗΣ

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

Η αυτοδιοίκηση


 «Εκδικητής», Εφημερίδα της V Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ Αττικοβοιωτίας- Εύβοιας, αριθ. 14, 10 Μαρτίου 1944




Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής



Ένα πολύ επίκαιρο κείμενο μιας και είμαστε μπροστά στις εκλογές της "αυτοδιοίκησης".

Οι κατακτητές φύγανε, το όραμα όμως του ΕΑΜ -που είναι και αξία και παράδοση, ελληνική και αρχαιότατη- για αυτοδιοίκηση του κυρίαρχου λαού παραμένει... όραμα!

Πέρα από την φαυλοκρατία "μικράς κλίμακος" -η οποία είναι εκ των ων ουκ άνευ και ορατή δια γυμνού οφθαλμού άμα τη εμφανίσει των εκλογών, όπου οι ίδιοι μεταξύ τους αλληλοκαταγγέλλονται, μέχρι ν' ανοίξει η κάλπη και να βγει το αποτέλεσμα- καμία αυτο-διοίκηση του κυρίαρχου λαού δεν φαίνεται πουθενά! 

Δείτε όμως εδώ, αρχές του '44, μέσα στην πιο σκληρή φάση της Κατοχής, πώς ο αρθρογράφος νηφάλια συμβουλεύει το λαό, ένοπλο και μη, για την αξία της αυτοδιοίκησης του κυρίαρχου λαού. Πώς βάζει τα πράγματα στην ιστορική τους σειρά και πώς εξηγεί την εξέλιξή τους. Πώς αποδοκιμάζει τις όποιες παρεμβάσεις του ΕΛΑΣ στις υποθέσεις του λαού και πώς εδραιώνει την πεποίθηση ότι ο ΕΛΑΣ είναι για να πολεμάει και ο λαός για να κυβερνάει.... «Ο καθένας στο ρόλο του λοιπόν. Οι αντάρτες στον πόλεμο κατά του καταχτητή. Ο λαός κυρίαρχος στο σπίτι του».

Ένα εξαίρετο κείμενο, με σαφήνεια, ωραίο ύφος και απλή δημοτική γλώσσα...

***

[Όταν πρωτοβγήκανε οι αντάρτες του ΕΛΑΣ στο βουνό, είναι γνωστή η κατάσταση που υπήρχε στην ύπαιθρο. Καραμπινιέροι και χωροφύλακες, χέρι-χέρι, μαζί μ' ένα πλήθος παράσιτα, είχαν πέσει πάνω στην αγροτιά και ρούφαγαν αχόρταγα ιδρώτα και αίμα. Από κοντά και διάφορα κακοποιά στοιχεία, αλώνιζαν κι αυτά με τη σειρά τους, αρπάζοντας ό,τι υπόλοιπα άφιναν οι επίσημοι με στολή λωποδύτες. 

Έτσι πρωταρχικό καθήκον για τις πρώτες ένοπλες δυνάμεις του ΕΑΜ, ήτανε το ξεκαθάρισμα της υπαίθρου από όλα τα στοιχεία της καταστροφής και του πλιάτσικου, είτε βγάζανε την ισχύ τους αυτή απ' την κάλπικη κυβέρνηση της Αθήνας, είτε από την κατσικοκλέφτικη παράδοση του αμαρτωλού παλιού καιρού.

Και σαν συνέπεια αυτής της δράσης ήτανε το ότι οι αντάρτες καταπιαστήκανε με το λύσιμο των διαφορών και υποθέσεων του λαού, μια που αμέσως μετά το διώξιμο όλων των οργάνων της χιτλερόδουλης κυβέρνησης Αθηνών, δεν υπήρχε κανένα διοικητικό όργανο στα χωριά.

Ο αγώνας όμως του ΕΛΑΣ δεν απέβλεπε σ' αυτό. Μαζί με το διώξιμο του καταχτητή απ' την πατρίδα, άλλος βασικός σκοπός του ΕΑΜ είναι η εγκαθίδρυση της λαϊκής κυριαρχίας.

Θα είμαστε λοιπόν ανακόλουθοι στις αρχές μας, αν περιμέναμε συνέχεια να λύνουν τις υποθέσεις του κόσμου οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Μα αυτό δεν μπήκε στη σκέψη κανενός.

Αμέσως μετά την πρώτη φάση του αγώνα, μετά το ξεπέρασμα των πρώτων αδυναμιών, ο λαός κάτω από την καθοδήγηση του ΕΑΜ πήρε στα χέρια του την εξουσία και σιγά-σιγά στην αρχή, ορμητικά αργότερα, εμφανίστηκαν σε κάθε χωριό τα όργανα της λαϊκής κυριαρχίας, βγαλμένα απ' την ίδια την ανεπηρέαστη εκλογή του λαού.

Αυτές οι λαϊκές επιτροπές με τις υποεπιτροπές τους για τις διάφορες ειδικές αρμοδιότητες είναι η εκπροσώπηση της κυριαρχίας του λαού. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να τις υποκαταστήσει και πολύ περισσότερο οι δυνάμεις του ενεργού ΕΛΑΣ. Βέβαια η παράδοση της πρώτης δράσης του αντάρτικου δημιούργησε ένα κακό προηγούμενο κ' έτσι βλέπουμε πολλές φορές παρεμβάσεις αντάρτικου τμήματος σε ζητήματα που δεν είναι αρμόδια. Ακόμα βλέπουμε πολλές φορές και τις ίδιες της λαϊκές επιτροπές, από αδυναμία τους να δώσουν λύση σε ορισμένα δύσκολα ζητήματα, να γυρεύουν την επέμβαση του ΕΛΑΣ.

Και στη μια και στην άλλη περίπτωση γίνεται ζημιά στον αγώνα. Μα τα λάθη των επιτροπών; Θα ρωτήσει κανείς. Μια είναι η απάντηση: Απ' αυτά τα λάθη θα πλουτίσουμε την πείρα μας. Και ας μην ξεχνούμε καθόλου και ποτέ, πως αυτά τα λάθη που γίνονται κάτω από τις τόσο δύσκολες σημερινές συνθήκες, που δημιουργεί η κατοχή των λυσσασμένων σκύλων του Χίτλερ, είναι μηδέν μπροστά στις αδικίες που γίνονταν στο παρελθόν όπου ο κάθε χωροφύλακας, δασοφύλακας, αγροφύλακας αλώνιζε τον τόπο, κι ο κάθε δικαστικός ή διοικητικός υπάλληλος έκοβε κ' έραβε χωρίς κανένα έλεγχο.

Όταν αύριο η λευτεριά στεριώσει στον τόπο μας, όταν θα είναι κακό όνειρο η κατοχή και τα χασαπόσκυλά της, τότε θα καρπίσει ολοκληρωτικά και αποτελεσματικά ο θεσμός της αυτοδιοίκησης και θα φανεί η αξία των αγώνων του ΕΑΜ για τη λαοκρατία. Για τούτο όμως χρειάζεται από τώρα να δώσουμε όλο το κύρος που χρειάζονται οι λαϊκές επιτροπές, και θα το δώσουμε αυτό το κύρος αν δεν παρεμβαίνουμε στο έργο τους καθόλου. Μέσα απ' την ανάγκη των πραγμάτων κι από τη συμπυκνωμένη λαϊκή πείρα βγαίνουν οι πιο σοφές λύσεις των πιο πολύπλοκων προβλημάτων. Ως τώρα έχουμε άπειρα παραδείγματα τέτοιων λύσεων, που κανένας σοφός νομικός δεν θάδινε καλύτερες.

Ο καθένας στο ρόλο του λοιπόν. Οι αντάρτες στον πόλεμο κατά του καταχτητή. Ο λαός κυρίαρχος στο σπίτι του.]

Ενισχύστε την έρευνα και τη διάδοση της Ιστορίας της μικρής πατρίδας

Οι τελευταίες αναρτήσεις

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αρχειοθήκη ιστολογίου