Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

Η μάχη στο Κακοσάλεσι-13 Οκτωβρίου 1944

Ο Βασίλης Κορνηλάκης, συγγραφέας του κειμένου, δεύτερος από αριστερά στους καθιστούς.


Ανόητοι άνθρωποι στους καφενέδες ισχυρίζονται ότι, "ο ΕΛΑΣ δεν πολέμησε τους Γερμανούς", ότι, "είχε κάνει συμφωνία με τους κατακτητές επειδή στόχο είχε την εξουσία" και άλλα τέτοια. Και δεν συναισθάνονται, οι καημένοι, πόσο καταγέλαστοι θα γίνουν, πόσο θα ρεζιλευτούν, όταν ο οποιοσδήποτε τίμιος παρατηρητής καθίσει και βάλει στη σειρά γεγονότα και ημερομηνίες! 

Ένα απ' αυτά τα γεγονότα είναι η μάχη στο Κακοσάλεσι που έλαβε χώρα την επαύριο της απελευθέρωσης της Αθήνας (13 Οκτωβρίου 1944) με τεράστιες απώλειες για τους Γερμανούς και άλλο τόσο όφελος για τους Συμμάχους. Κάθε Γερμανός που σκοτωνόταν ή τραυματιζόταν, εκείνη τη στιγμή ειδικά, δεν θα λάμβανε μέρος στις μάχες που θα διεξαχθούν  τους επόμενους μήνες στις παρυφές της Γερμανίας και θα καθορίσουν την μεταπολεμική της τύχη.

Το κάτωθι κείμενο του Β. Κορνηλάκη, δημοσιεύεται στο περιοδικό "Ιστορικόν Αρχείον Εθνικής Αντιστάσεως", τεύχος 33-34 Μάιος-Ιούνιος 1961. Εκδότης του ο Κομνηνός Πυρομάγλου του ΕΔΕΣ. 

Προσοχή!  Λόγω της σπανιότητας του ντοκουμέντου παρατίθεται ολόκληρο και όπως έχει. Όμως, στη σελ. 60 (την τέταρτη από τις πέντε της ανάρτησης) υπάρχουν τυπογραφικά λάθη σε δύο παραγράφους, στο τέλος της αριστερής στήλης και στην αρχή της δεξιάς. Κι ενώ δεν λείπει καμία πρόταση, η λάθος στοιχειοθέτηση καθιστά την αφήγηση δυσνόητη. Για την διευκόλυνση του αναγνώστη παραθέτουμε εδώ τις δύο παραγράφους σωστά συντεταγμένες.....

«Μετά την περισυλλογήν των λαφύρων, την σύλληψιν των αιχμαλώτων και την επάνοδον των Διμοιριών εις τας πρωτέρας θέσεις των, η Διοίκησις του Τάγματος δίδει εντολήν να διακοπούν εντελώς τα πυρά, τα τμήματα όμως να παραμείνουν, οπωσδήποτε, εις τας θέσεις των και να αναμένουν διαταγές. Σκοπός της Διοικήσεως του Τάγματος, ο οποίος εγνώσθη εις τους Διοικητάς των Λόχων, ήτο να παραπλανήση τα νοτίως της καμπής τμήματα, τα οποία καίτοι αρχικώς συνεπτύχθησαν επανήλθον όμως αργότερον εις την καμπήν, να προχωρήσουν και να υποστούν την τύχην των προηγουμένων.

Τούτο όμως εστάθη αδύνατον. Δύο αυτοκίνητα και πολλές μοτοσυκλέτες, μέχρι το βράδυ σχεδόν, εκινούντο, φθάνανε μέχρι την καμπή και σταματούσανε λίγο. Μετά από λίγη ώρα φεύγανε προς τα πίσω για να ξανακινηθούνε μπροστά αργότερα. Ίσως να μεταφέρανε τμήματα μέχρι της καμπής του δρόμου.
Μόνο μια μοτοσικλέτα, με μόνο τον οδηγό της, προχώρησε θαρρετά, έφθασε μέχρι των θέσεων των ανταρτών, παρατηρούσε συνεχώς δεξιά και αριστερά, έκαμε στροφή και με μικρή ταχύτητα επανήλθε στην αφετηρία (καμπή). Δεν εβλήθη διόλου, ούτε αντελήφθη τας θέσεις των ανταρτών. Το μόνο που διαπίστωσε και ασφαλώς θα το διαβίβασε εις τους ανωτέρους του ήτο οι υπερδιακόσιοι νεκροί που ευρίσκοντο κατά μήκος του δρόμου».









Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

Τέλη Σεπτεμβρίου 1943: Τα ιταλικά όπλα, από το Λευκαντί στην Πύλη!!!



Το φθινόπωρο, για την περιοχή της νοτίου Βοιωτίας, είναι γεμάτο ιστορικά γεγονότα της περιόδου της Εθνικής Αντίστασης στη ΓερμανοΙταλική Κατοχή. Τα περισσότερα μείνανε στο σκοτάδι (  για τους γνωστούς "εθνικούς" λόγους) ή έγιναν γνωστές μόνο κάποιες πλευρές τους αφού οι παραχαράκτες της ιστορίας δεν ήταν παντοδύναμοι.

Και ενώ σήμερα στις επετείους ακούμε δεκάρικους που διαστρεβλώνουν το νόημα όλων αυτών των κατορθωμάτων, από συνειδητούς ή μη συνειδητούς τέτοιους παραχαράκτες, ελάχιστα πράγματα έχουμε ακούσει και διαβάσει από τους ίδιους τους "συντελεστές" των γεγονότων, αυτούς δηλαδή που λέμε, συνήθως, ήρωες.

Από σήμερα, λοιπόν, ξεκινάω να δίνω στη δημοσιότητα αποσπάσματα αφηγήσεων των "συντελεστών" τους οποίους άλλοι  καταδίωξαν για τα... "αντεθνικά τους φρονήματα", εγώ όμως τους λέω "δέντρα"!

Κι έχουμε πολλή δουλειά....Μεταφορά των ιταλικών όπλων από την Εύβοια στην Πύλη, επίθεση του ΕΛΑΣ στο αεροδρόμιο της Τανάγρας (Σεπ. 1944), μάχη στο Κοτρώνι του ΚακοΣάλεσι ( Οκτ. 1944), Μάχη της Πύλης (Οκτ. 1943)...

Ξεκινάμε με αφήγηση του Αλέξανδρου (Νίκος Παπανικολάου) και από το βιβλίο του:  Μεταξύ μας-εικόνες από την αντίσταση, 1985, επιμέλεια Νίκος Μάργαρης.


Στις 8 του Σεπτέμβρη 1943 η Ιταλία έκανε ανακωχή και πέρασε στο πλευρό των συμμάχων, ενάντια στον Άξονα.
Αυτή την εποχή το 34ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ είχε την έδρα του στην Πάρνηθα, με ένα λόχο κοντά του. Τα άλλα τμήματα βρίσκονταν διασπαρμένα στη Μεγαρίδα, στη Λιβαδιά, στη Θήβα, και στην Εύβοια.
Από την επόμενη της ανακωχής, στις 9 του Σεπτέμβρη, ο ΕΛΑΣ κινήθηκε δραστήρια σ' όλη την Ελλάδα, για να πάρει τα όπλα των Ιταλών πριν προλάβουν και τους αφοπλίσουν οι Γερμανοί.
Αυτό το πέτυχε, σε αρκετά σημαντικό ποσοστό ο ΕΛΑΣ, παρά τις ραδιουργίες και τα εμπόδια των Άγγλων, και με τα όπλα που πήρε, ιδίως τον βαρύ οπλισμό, αύξησε σημαντικά τη δύναμή του.

Και στην Εύβοια, έπειτα από τη δραστήρια ενέργεια των τμημάτων μας, με επικεφαλής τον άξιο Καπετάνιο τους Όθρυ, σημαντικός αριθμός Ιταλών, με τον οπλισμό τους, πέρασε στον ΕΛΑΣ.
Τέλη του Σεπτέμβρη πήρα εντολή από τον καπετάνιο του 34ου Συντάγματος, Ορέστη, να περάσω στην Εύβοια, στην περιοχή της Ερέτριας, να παραλάβω ένα ιταλικό τάγμα που είχε παραδοθεί στον ΕΛΑΣ αυτής της περιοχής, και να το οδηγήσω στην Πάρνηθα.
Η μεταφορά, και μάλιστα από τη θάλασσα, ενός τάγματος με τον οπλισμό του και όλα τα άλλα εφόδια, κάτω από τα μάτια των Γερμανών, δεν ήταν εύκολο πράγμα και δεν θα κατάφερνα τίποτα χωρίς τη βοήθεια και τη συμπαράσταση των απλών ανθρώπων του λαού.

Με ένα μόνον αντάρτη μαζί μου, τον Λευθέρη Βούλγαρη (Τσολιά), έφτασα στο Συκάμινο. Υπεύθυνος του Εφεδρικού ΕΛΑΣ, όλων των παραθαλάσσιων χωριών, στον Ευβοϊκό, ήταν ο ταγματάρχης Σπύρος Θηβαίος. Απ' αυτόν θα έπαιρνα σύνδεση για το Δράμεσι και από κει θα περνούσα με βάρκα στην Εύβοια. Για να φύγω από το Συκάμινο έπρεπε να νυχτώσει και για να περάσει η ώρα, έπειτα από πρόταση του Θηβαίου, βγήκαμε μια βόλτα στην αγορά να πιούμε ένα τσίπουρο.

Καθήσαμε σ' ένα μαγαζί και παραγγείλαμε τα ποτά μας. Δεν προλάβαμε, όμως, να τα πιούμε και ένας χωρικός μπήκε στο κατάστημα και μας φώναζε κατατρομαγμένος:
— Γερμανοί...
Πράγματι ένα γερμανικό φορτηγό φάνηκε στο βάθος του δρόμου.
Δεν πρόφταινα να φύγω. Δίπλα στο μαγαζί, σε μια αποθηκούλα, στάθηκα πίσω από τη σανιδένια πόρτα, κατέβασα το αυτόματο και με το δάχτυλο στη σκαντάλη, παρακολουθούσα, από τις χαραμάδες της πόρτας, τρεις Γερμανούς στρατιώτες που είχαν κατέβη από το αυτοκίνητο στο δρόμο και παζάρευαν με τους χωρικούς γαλοπούλες.
Μόλις τέλειωσε η αγοραπωλησία και αναχώρησαν οι Ναζί, βγήκα από την πρόχειρη κρύπτη μου και με τον Ταγματάρχη γυρίσαμε αμέσως στο σπίτι του.
Εκεί βρήκαμε να μας περιμένει ένας Ισραηλίτης. Ήταν ένας έμπορος γνωστός μου από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Είχε πληροφορηθεί την άφιξή μου στο χωριό και ήθελε τη βοήθειά μου.
Στο Συκάμινο είχαν καταφύγει από την Αθήνα ένας σημαντικός αριθμός Ισραηλίτες και παρέμεναν εκεί με κίνδυνο να συλληφθούν και να πάρουν στο λαιμό τους και ολόκληρο το χωριό γιατί, οι Γερμανοί, μόλις θα τους ανακάλυπταν, θα έκαιγαν το χωριό και θα εκτελούσαν τους κατοίκους.
Οι χωρικοί, παρά τον τρομερό κίνδυνο που διέτρεχαν, δεν είχαν τη δύναμη να αρνηθούν τη φιλοξενία τους στους συνανθρώπους τους.
Σε συνεργασία με τον υπεύθυνο του ΕΑΜ Συκάμινου, οργάνωσα μια αποστολή με ντόπιους οδηγούς και το ίδιο βράδυ προωθήθηκαν στα τμήματά μας της Λοκρίδας και από κει στο Γενικό Στρατηγείο.
Οι Ισραηλίτες που διοχετεύονταν στα αντάρτικα τμήματά μας, κύρια από την Αθήνα, στέλνονταν τελικά στη Μ. Ανατολή. Δεν ένιωθαν την ανάγκη να μείνουν και να πολεμήσουν δίπλα μας γιατί ο αγώνας μας δεν είχε κανένα νόημα γι’ αυτούς. Και ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις ατόμων που αποτελούσαν εξαίρεση, όπως ο Μακαμπής και ο Μπακόλας (Σωτήρης), που μείνανε κοντά μας, στο 1/34 Τάγ μα, και μάλιστα διακρίθηκαν στις μάχες πού ’δωσε ο ΕΛΑΣ.
Όταν μετά τη Βάρκιζα, κυνηγημένος και διωγμένος απ' τη δουλιά μου, επισκέφτηκα το «φίλο» μου τον Εδραίο του Συκάμινου και του ζήτησα να με βοηθήσει δίνοντάς μου μια οποιαδήποτε εργασία, με την ψυχρή στάση του μου έδωσε να καταλάβω πως ήμουν ανεπιθύμητος...
Με το Λευθέρη Βούλγαρη και το σύνδεσμο που μου έδωσε ο Θηβαίος, φτάσαμε νύχτα στο Δράμεσι.
Στο Δράμεσι βρισκόντουσαν Γερμανοί και ο κίνδυνος ήταν μεγάλος. Το να συναντηθείς μέσα σ' ένα χωριό με έναν Γερμανό, θα είχε τρομερές, ανυπολόγιστες συνέπειες. Ή έπρεπε δίχως την παραμικρή αντίσταση να παραδωθείς —πράγμα που κανένας αντάρτης δεν θα το ’κανε— ή να τον σκοτώσεις και να φύγεις. Όμως, μια τέτοια ενέργεια θα είχε σαν αποτέλεσμα, την επομένη, να καταφθάσει εκεί μια μεγάλη δύναμη απ' αυτούς, να εκτελέσουν όλους τους κατοίκους του χωριού και να κάψουν τα σπίτια.
Χρειαζόταν, λοιπόν, μεγάλη προσοχή.
0 σύνδεσμός μας από το Συκάμινο μας οδήγησε στο σπίτι του υπεύθυνου του Δράμεσι και τον ενημέρωσε για την άφιξή μας.
Αν δεν με απατό η μνήμη μου, υπεύθυνος του Ε.Α.Μ. ήταν ο Ντίνος Χατζηστάμου.
— Καθήστε, μας είπε, θα σας φέρω να τσιμπήσετε κάτι...
Σε λίγο γύρισε με μια πιατέλα πετρομπάρμπουνα, μια μπουκάλα κρασί, σαλάτα και ψωμί. Διαμαρτυρηθήκαμε, ειλικρινή, γι’ αυτή την πολυτέλεια, αλλά ο νέος μας διαθεβαίωσε πως αυτά δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο αφού τα ψάρια τά 'πιαναν οι ίδιοι και το κρασί ήταν από τα αμπέλια τους. Κι εμείς δίχως άλλες αντιρρήσεις στρωθήκαμε στο φαγοπότι μια και είμαστε υποχρεωμένοι να περιμένουμε ως τα μεσάνυχτα, για να περάσουμε με τη βάρκα στην Εύβοια.
Κάτω, στο κατάστημα, γινόταν μεγάλος θόρυβος από το κουβεντολόγι της πελατείας. Κρασί πίνανε οι άνθρωποι δεν πίνανε χαμομήλι... Εκείνο, όμως, που μας ξάφνιασε και μας θορύβησε ήταν το «αλαρία αλορό» που ακούστηκε σε λίγο. Μια παρέα Γερμανών, τα πίνανε κι αυτοί στην ταβέρνα και ήρθαν στα κέφια.
Κατέφθασε ο οικοδεσπότης, γιατί κατάλαβε πως θα ανησυχήσουμε και για να μας ενισχύσει το ηθικό, έφερε άλλη μια μπουκάλα κρασί. Και μας διαθεβαίωσε πως δεν διατρέχουμε κανένα κίνδυνο.
Το τραγούδι των Γερμανών συνεχιζόταν προς μεγάλη μας στενοχώρια, γιατί εμείς δε μπορούσαμε να τραγουδήσουμε «βροντάει ο Όλυμπος κι αστράφτει η Γκιώνα...».
Στις 12 η ώρα με τον Χατζηστάμου και τον σύντροφό του Γιώτα, μπήκαμε στη βάρκα τους και τραβήξαμε γραμμή για το Λευκαντί.
Στη μέση της απόστασης, στον Ευβοϊκό σαν λάμιες μας αγκάλιασαν οι δέσμες των αχτίνων των γερμανικών προβολέων, από το Μπούρτζι. Αστραπιαία πέσαμε και οι τέσσερις μέσα στη βάρκα και μείναμε ακίνητοι. Ψάξανε την επιφάνεια της θάλασσας, οι Γερμανοί, μερικά λεπτά που μας φάνηκαν ώρες και σβήσανε. Το ίδιο, επαναλήφτηκε δυο-τρεις φορές, ώσπου να φτάσουμε στο Λευκαντί.
Μαύρες σκέψεις μού ’φεραν στο μυαλό μου αυτοί οι διαβολεμένοι προβολείς. Εάν, για να περάσουμε απέναντι με μια βάρκα ήταν τόσο δύσκολο τόσο πολύ επικίνδυνο, τί θα γινότανε με ένα τσούρμο πλεούμενα στην επιστροφή;
Όταν φτάσαμε στο Λευκαντί, αράξαμε κοντά σ' ένα ταβερνείο και καφενείο, που είναι τώρα ένα μεγάλο τουριστικό ξενοδοχείο «ΤΟ ΛΕΥΚΑΝΤΙ». Εκεί σχηματίζεται ένα λιμανάκι και αυτό ήταν το στέκι των ψαράδων.
Ξύπνησε όλη η οικογένεια του μαγαζάτορα και οι γειτόνοι και μας έγινε υποδοχή.
Αφού ήπιαμε, υποχρεωτικά τώρα, τα ποτηράκια μας, για να ευχηθούμε καλή λευτεριά, φύγαμε για ένα κτήμα, στο Βασιλικό, ιδιοκτησίας ενός αρχοντάνθρωπου, του γεωπόνου Ασπροποταμίτη, που μας υποδέχτηκε χαρούμενος και μας σκλάβωσε με τις περιποιήσεις του.
Το βράδυ ήρθε σύνδεσμος από την Οργάνωση και μας ειδοποίησε πως την επόμενη το πρωί θα περνούσε να μας πάρει και να μας οδηγήσει στο σημείο που το τμήμα μας του ΕΛΑΣ Εύβοιας θα μας παράδινε το ιταλικό τάγμα, κάπου κοντά στην Ερέτρια. (Νέα Ψαρά λεγόταν τότε).
Είχα να αντιμετωπίσω ένα σοβαρό πρόβλημα. Πώς θα συγκέντρωνα τα μέσα για τη θαλάσσια μεταφορά ενός τάγματος με όλον τον οπλισμό του;
Και όταν φτάναμε — αν φτάναμε— σε κάποιο ερημικό μέρος της παραλίας της Βοιωτίας, πώς θα συγκέντρωνα και πάλι τα απαραίτητα ζώα για τη μεταφορά σε συνέχεια όλων των βαριών όπλων και των πυρομαχικών αυτού του τάγματος;
Είχα, είπα, να λύσω ένα σοβαρό πρόβλημα. Των μέσων μεταφοράς. Και οι απλοϊκοί αυτοί ψαράδες του Λευκαντί και της Ερέτριας ήξεραν πολύ καλά τι αποκοτιά ήταν να περάσουν τον Ευβοϊκό φορτωμένοι με πολεμοφόδια και Ιταλούς φαντάρους και αξιωματικούς. Ήξεραν πως αν μας έπιανε μια γερμανική τορπιλάκατος, δεν θά ’μενε ρουθούνι από μας και επί πλέον θα καίγανε τα χωριά τους, θα ξεκλήριζαν τις οικογένειές τους.
Και όμως, όχι μόνον δεν έφεραν την ελάχιστη αντίρρηση, όταν τους ζήτησα να θέσουν στη διάθεσή μου, γι' αυτό το σκοπό, τον εαυτό τους και τα πλεούμενά τους αλλ' αντίθετα με προθυμία και με ενθουσιασμό πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους.
Όσπου να σουρουπώσει για να μπορεί να μετακινηθεί το ιταλικό τάγμα και να το παραλάβω, συγκέντρωσα στο λιμανάκι του Λευκαντί όσους ψαράδες βρήκα εκεί.
Η γνωριμία μας είχε γίνει κατά την άφιξή μου και είχαμε τσουγκρίσει τα ποτηράκια μας με την ευχή για γρήγορη λευτεριά,
— Συναγωνιστές, τους είπα, χρειάζομαι όλους εσάς με τις βάρκες σας για μια μεταφορά στην απέναντι ακτή, αυτή τη νύχτα. Πόσο επικίνδυνη είναι αυτή η μεταφορά που σας ζητάω να πραγματοποιήσετε, εσείς το ξέρετε καλλίτερα από μένα. Δεχόσαστε να με βοηθήσετε;
Όλοι, με ενθουσιασμό, μου δήλωσαν πως είναι στη διάθεσή μου, πως θα ειδοποιήσουν και όσους άλλους βρίσκονται εκεί κοντά και θα είναι σε επιφυλακή ως την ώρα που θα τους χρειαστώ.
Όταν πια νύχτωσε νια καλά και κάθε κίνηση, στους κύριους οδικούς κόμβους αυτής της περιοχής, σταμάτησε, άρχισε με την επίβλεψή μου η επιχείρηση της θαλάσσιας μεταφοράς του ιταλικού τάγματος.
Και είμαστε πολύ τυχεροί. Ούτε μια φορά οι προβολείς των Ναζίδων δεν δούλεψαν στη διάρκεια της νυχτερινής θαλασσινής πορείας μας' γιατί οι ψαρόβαρκες του Λευκαντί, δεν ήσαν τόσο πολλές για να χωρέσουν μια κι όξω όλους τους άντρες του ιταλικού τάγματος με τον οπλισμό τους, και οι ψαράδες έκαναν δυο και τρεις φορές αυτόν, τον τόσο επικίνδυνο, θαλασσινό δρόμο.
Αλλά, ευτυχώς, τελικά και η τελευταία «φουρνιά» έφτασε αίσια στη Βοιωτική ακτή, στο Δήλεσι, φύγανε, σκόρπιοι τώρα, για το λιμανάκι τους στο Λευκαντί τ’ αδέλφια μας οι ψαράδες, και μεις καμουφλαριστήκαμε δίπλα στους φράχτες των αμπελιών και των περιβολιών, γιατί σε λίγο θα μας έπαιρνε η μέρα και μόνο το βράδυ θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε για τον προορισμό μας, τη Μαζαρέκα στην Πάρνηθα.
Οι σύνδεσμοι μας και οδηγοί μας, από το Δράμεσι, φύγανε για να εξασφαλίσουν ζώα για τη δεύτερη φάση μεταφοράς του ιταλικού τάγματος.
Όταν νύχτωσε είχαμε στη διάθεσή μας τα μεταγωγικά που ήσαν απαραίτητα για τη μεταφορά των πολεμοφοδίων των Ιταλών. Φορτώσαμε και ξεκινήσαμε.
Τις οπλές των ζώων τις τυλίξαμε με λινάτσες.
Είχαμε καλούς οδηγούς και παρά το σκοτάδι, γρήγορα φτάσαμε κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές, λίγο έξω από το Κακοσάλεσι (τώρα Αυλών) . Πεντακόσια περίπου μέτρα πριν τις γραμμές ειδοποίησα τη φάλαγγα να σταματήσει και να τηρηθεί απόλυτη σιγή. Κανένας να μην ανάψει τσιγάρο. Ανέβηκα κλέφτικα στις σιδηρ. γραμμές και παρατήρησα προς τη μια και προς την άλλη κατεύθυνση με ενταμένη την ακοή μου, μήπως συλλάβω κανένα θόρυβο, κανένα ήχο.
Σε κάποια στιγμή άκουσα βήματα ανθρώπου που πλησίαζε προς εμένα. Το ίδιο και από τις δυο πλευρές των γραμμών. Κρύφτηκα σ’ ένα θάμνο, όπλισα το αυτόματό μου και περίμενα. Είδα να συναντιώνται πάνω στις σιδηροδρομικές γραμμές δύο χωρικοί.
Και οι δύο ήσαν οπλισμένοι με ιταλικά όπλα. Έφεραν και περιβραχιόνια που δε μπορούσα να δω τί εσήμαιναν. Τους άκουσα να κουβεντιάζουν, γιατί στεκόντουσαν πολύ κοντά μου. 0 ένας ήταν Μαλακασιώτης και τον γνώρισα. 0 άλλος Κακοσαλεσιώτης.
Βγαίνω από την κρυψώνα μου και τους πλησιάζω έχοντας προταμένο το όπλο μου. Τρόμαζαν και άρχισαν να μου εξηγούν γιατί ήταν οπλισμένοι.
Για να σταματήσει η τρομάρα τους, τους μίλησα στην αρβανίτικη. (Ήξερα λίγες λέξεις).
«Τσι μπεν ρε» τους λέγω. Αμέσως συνήλθαν.
«Ρε δικός μας, είναι», λέει ο ένας στον άλλο μ' ανακούφιση.
Τους είπα το όνομά μου και ο Μαλακασιώτης, που μαζί είχαμε χρόνια που πηγαίναμε κυνήγι στον «Πάλιο» για πέρδικες, και είχαμε αδειάσει κάμποσα «καντήλια», από κείνα τα παλιά τα γωνιαστά ποτήρια, μ' αγκάλιασε και φιληθήκαμε σαν αδέρφια που έχουν να σμίξουν καιρό.
Τους εξήγησα τί ζητούσα σ' αυτή την ερημιά μες ’τη νύχτα.
— Μην ανησυχείς, μου λένε, εμάς μας έχουν επιτάξει οι Γερμανοί να φυλάμε τη νύχτα τις γραμμές υπ’ ευθύνη μας. Θα πιάσουμε καρτέρι περί τα πεντακόσια μέτρα ο ένας από τη μια και πεντακόσια ο άλλος από την άλλη μεριά της γραμμής και σεις θα αρχίσετε να περνάτε. Όποιος από τους δυό μας αντιληφθεί κίνδυνο θα τρέξει να σας ειδοποιήσει.
Κι έτσι οι σκοποί των Γερμανών μετατράπηκαν σε δικούς μας φύλακες και περάσαμε ανενόχλητοι.
Τους Μαλακασιώτες τους ήξερα καλά. Πρώτον ήσαν Αρβανίτες. Και ο Αρβανίτης είναι υπερήφανος, αξιοπρεπής, δεν γίνεται χαφιές, καταδότης. Κι αν συμβεί, θά ’ναι κάτι πολύ σπάνιο, μονάδα. Εξαίρεση αποτέλεσε η Χασιά, αυτή είναι μια ξεχωριστή περίπτωση που δεν έχει θέση σ’ αυτή την αφήγη σή μου.
Είπα, λοιπόν, πρώτον ήσαν Αρβανίτες και δεύτερον επί τόσα χρόνια, τόσα κυνήγια που κάναμε μαζί, και τόσα ποτήρια που τσουγκρίσαμε, με τους Λεκαίους, με τους Μπαλοκαίους, με τον Πάλλη πού ’χε το χάνι και τόσους άλλους, ήξερα πως «ανεξαρτήτως πολιτικών φρονημάτων» βράχοι ήσαν στην
αλληλεγγύη και στην εχεμύθεια μεταξύ τους και στους φίλους τους.
Όταν και ο τελευταίος Ιταλός στρατιώτης πέρασε τις σιδηροδρομικές γραμμές, ανάθεσα στο σύντροφό μου, τον αντάρτη Λευθέρη Βούλγαρη, να τους οδηγήσει στη Μαζαρέκα. Εγώ παράμεινα σ’ αυτό το σημείο και περίμενα ώσπου ήρθαν οι δυο γνωστοί μου «φύλακες» των συρμών.
Δεν υπήρχε οργάνωση Ε.Α.Μ. στη Μαλακάσα, και ήταν μια ευκαιρία να κανονίσω αυτό το ζήτημα.
Ζάτησα τη συνεργασία του παλιού μου φίλου Μαλακασιώτη. Δέχτηκε πρόθυμα και τού ’δωκα σχετικές οδηγίες για την προετοιμασία μιας σύσκεψης.
Πράγματι, μετά δύο ημέρες, όπως είχαμε συμφωνήσει, ανταμώσαμε στις 12 τη νύχτα στο ίδιο μέρος και από κει τραβήξαμε για το εργοτάξιο της Μαλακάσας.
Αυτό το εργοτάξιο στη διάρκεια της Κατοχής λειτουργούσε κάτω από τη διεύθυνση των Γερμανών με ελληνικό εργατοτεχνικό προσωπικό. Ήταν περιφραγμένο με αγκαθωτό συρματόπλεγμα και είχε στην είσοδο γερμανικό φυλάκιο.
Εκεί μέσα με περίμεναν όσοι από τους εργάτες δέχτηκαν να οργανωθούν και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον αγώνα.
Όταν φτάσαμε με τον οδηγό μου, περάσαμε με μύριες προφυλάξεις από ένα παράμερο πορτάκι και μπήκαμε στο χώρο που χρησίμευε για τραπεζαρία του προσωπικού.
Μέσα σ' ένα σκιόφως, από μια λάμπα πετρελαίου σκουριασμένη χάμω σε μια γωνιά της αίθουσας, γύρω από ’να μακρύ τραπέζι, καθίσαμε περί τα είκοσι άτομα.
Μια σύσκεψη, πες, ήταν αυτή. Τους μίλησα και κατάλαβαν. Βγάλαμε τρεις υπεύθυνους με ανάλογα καθήκοντα για τον καθένα και δυο σύνδεσμους, που ανά ένας κάθε βδομάδα θα ανέβαινε στη Μαζαρέκα για να διατηρείται η επαφή.
Σκοποί φύλαγαν οι Γερμανοί... Φυσικά, απίκο ήταν τα δικά μας τα παιδιά ένα γύρω.
Όταν τέλειωσε η σύσκεψη ακολούθησε μεζεδάκι και ποτηράκι. Ήταν φτωχό σε μεζέδες αυτή τη φορά το τραπέζι μας. Ελιές, τυρί, ψωμί και μερικά κρεμμύδια. Πολύ πλούσιο όμως σε αισθήματα.
Σημειώνω δυο λόγια μονάχα, για κείνους που δεν είχαν γεννηθεί εκείνα τα χρόνια:
Ένας αντάρτης με μακριά γενειάδα, με μαύρο σκουφί με το σήμα του ΕΛΑΣ μπροστά, φυσεκλίκια χιαστί να λαμποκοπάν, που φάνταζε από τρακόσια μέτρα μακριά, για να μπει μέσα σ’ ένα περιφραγμένο γερμανικό εργοτάξιο, με γερμανική φρουρά, πόση εμπιστοσύνη έπρεπε νά ’χει σε κείνο το πολυάριθμο εργατικό προσωπικό, που γνώριζε την προσεχή άφιξή του δυο μέρες πρίν;
Όμως, δεν χρειάζεται απάντηση από μένα σ’ αυτό το ερώτημα.


Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

«Ντουέντε» (Ρόλος και Θεωρία) - Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα





Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ντουέντε» (Ρόλος και Θεωρία) 1

« (…) Απλά, με τον τόνο της ποιητικής μου φωνής που δεν έχει ούτε αποχρώσεις ξύλου, ούτε λαβύρινθους δηλητήριου, ούτε αρνιά που ξαφνικά γίνονται μαχαίρια ειρωνείας, θα προσπαθήσω να σας δώσω ένα μάθημα απλό για το κρυμμένο πνεύμα της πληγωμένης Ισπανίας. (…)
Ο Μανουέλ Τόρρες, ένας μεγάλος καλλιτέχνης της Ανδαλουσίας, είπε κάποτε σ΄ έναν άλλο τραγουδιστή: «Έχεις φωνή, έχεις στυλ, όμως ποτέ δε θα πετύχεις γιατί δεν έχεις καθόλου ντουέντε».
Σ΄ ολόκληρη την Ανδαλουσία, απ΄ το βράχο του Χαέν μέχρι το όστρακο του Καντίθ, οι άνθρωποι μιλούν συνέχεια για το ντουέντε κι όταν φανεί, το ένστικτό τους δεν τους γελάει ποτέ. Το αναγνωρίζουν αμέσως. (…) Η γριά τσιγγάνα χορεύτρια Λα Μαλένα φώναξε κάποτε ακούγοντας τον Μπραϊλόφσκυ να παίζει ένα κομμάτι του Μπαχ: «Όλε! Αυτό έχει ντουέντε». Όμως ο Γκλουκ, ο Μπραμς κ ο Νταριύς Μιλώ την έκαναν να βαρεθεί. Κι ο Μανουέλ Τόρρες, που μες στις φλέβες του τρέχει περισσότερη κουλτούρα απ΄ ό,τι σ΄ οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο που γνώρισα ποτέ, ακούγοντας τον ίδιο τον Ντε Φάλια να παίζει το «Νοκτούρνο ντελ Χενεραλίφε», είπε αυτή τη θαυμαστή κουβέντα: «Ό,τι έχει μαύρους ήχους έχει Ντουέντε». Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη αλήθεια. (…)
Αυτοί οι «μαύροι ήχοι» είναι το μυστήριο, οι ρίζες που απλώνονται κάτω βαθιά στο πλούσιο χώμα, γνωστό μα κι άγνωστο σε όλους μας, απ΄ όπου όμως βγαίνει ό,τι αληθινό έχει να δείξει η τέχνη. Ο Ισπανός άνθρωπος του λαού μίλησε για «μαύρους ήχους» και λέγοντας αυτό, συμφωνεί με τον μεγάλο Γκαίτε που έδωσε τον ορισμό του ντουέντε όταν μιλώντας για τον Παγκανίνι του απέδωσε «μια μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε μα που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ».
Έτσι το ντουέντε είναι μια δύναμη κι όχι μια λειτουργία, μια πάλη κι όχι μια αφηρημένη έννοια. Άκουσα κάποτε ένα γέρο κιθαρίστα, να λέει: «Το ντουέντε δε βρίσκεται στο λαρύγγι. Το ντουέντε ανεβαίνει απ΄ τις γυμνές πατούσες των ποδιών». Που σημαίνει πως δεν είναι μια ικανότητα, μα αληθινή μορφή, αίμα, αρχαία κουλτούρα, στιγμή δημιουργίας.
Αυτή η «μυστήρια δύναμη που όλοι νιώθουμε και που κανένας φιλόσοφος δεν εξήγησε ποτέ», είναι το ίδιο το πνεύμα της γης. Είναι το ίδιο εκείνο ντουέντε που φλόγισε κι έκανε στάχτες την καρδιά του Νίτσε που γύρευε τις εξωτερικές του μορφές στη γέφυρα του Ριάλτο και στη μουσική του Μπιζέ, χωρίς ποτέ ν΄ αντιληφθεί πως το ντουέντε που κυνηγούσε είχε πηδήσει από τους μυστηριακούς Έλληνες στους χορευτές του Καντίθ και στη στραγγαλισμένη Διονυσιακή κραυγή του Σιλβέριο σαν τραγουδάει μια σεγγιρίγια. (…)
Όχι . Το σκοτεινό κι ολότρεμο ντουέντε για το οποίο μιλώ, είναι απόγονος του εύθυμου δαίμονα του Σωκράτη, όλο αλάτι και μάρμαρο, που όρμησε ξέφρενα κι άρχισε να τσαγκρουνάει τον κύριό του τη μέρα που πήρε το κώνειο. (…)
Κάθε σκαλί που ανεβαίνει ένας άνθρωπος, ή όπως θα΄ λεγε ο Νίτσε, ένας καλλιτέχνης, στον πύργο της τελείωσής του γίνεται ύστερα από σκληρή μάχη μ΄ ένα ντουέντε. Όχι μ΄ έναν άγγελο όπως έχουν πει, ούτε με μια μούσα.. Είναι ανάγκη να γίνει αυτό το βασικό ξεχώρισμα για να φτάσει κανείς στην καρδιά ενός έργου.
Ο άγγελος καθοδηγεί και προικίζει με δώρα, όπως ο Άγιος Ραφαήλ, ή φρουρεί και υπερασπίζει, όπως ο Άγιος Μιχαήλ, ή προειδοποιεί όπως ο Άγιος Γαβριήλ.
Ο άγγελος μπορεί να θαμπώσει αλλά δεν καταφέρνει τίποτε περισσότερο απ΄ το να
πετάξει ανάλαφρα πάνω απ΄ το κεφάλι του ανθρώπου. Σκορπίζει τη χάρη του, κι ο άνθρωπος, χωρίς καμιά σχεδόν προσπάθεια δημιουργεί, αγαπιέται, χορεύει. (…)
Η μούσα υπαγορεύει και που και που εμπνέει. Τα όσα μπορεί, είναι σχετικά λίγα γιατί μακραίνει κι εξαντλείται τόσο γρήγορα – την είδα δυο φορές – αναγκάστηκα να την περιγράψω με τη μισή καρδιά της από μάρμαρο. (…)
Ο άγγελος και η μούσα έρχονται απ΄ έξω. Ο άγγελος χαρίζει ακτινοβολία, η μούσα δίνει μορφές (ο Ησίοδος διδάχθηκε απ΄ αυτές). Χρυσό φύλλο ή πτυχή χιτώνα ο ποιητής δέχεται τα καλούπια έτοιμα, καθισμένος ανάμεσα στους θάμνους της δάφνης του. Το ντουέντε, όμως, πρέπει να ξυπνάει μέσα στα ίδια τα κύτταρα του αίματος.
Πρέπει να σπρώξουμε μακριά τον άγγελο, να διώξουμε με κλωτσιές τη μούσα και να χάσουμε το φόβο που μας γέμιζε το βιολετί άρωμα που αναδίνει η ποίηση του δέκατου όγδοου αιώνα και το τεράστιο τηλεσκόπιο όπου απλωμένη πάνω στους φακούς βρίσκεται η μούσα χλωμή κι άρρωστη από τα ίδια τα όριά της.
Η αληθινή μάχη είναι με το ντουέντε. (…)
Για να βρούμε το ντουέντε δεν υπάρχει τίποτε να μας βοηθήσει. Ούτε χάρτης ούτε «σωστοί τρόποι». Το μόνο που ξέρουμε είναι πως καίει το αίμα σαν κοπανιστό γυαλί, πως εξαντλεί, πως σβήνει τη γλυκιά γεωμετρία που μάθαμε, πως κλωτσάει όλα τα στυλ, πως κάνει το Γκόγια, ζωγράφο του γκρίζου, του ασημένιου κι εκείνου του ροζ στην καλύτερη αγγλική παράδοση να ζωγραφίζει με τις γροθιές και τα γόνατα τρομερά μαύρα κατράμια. (…)
Οι μεγάλοι καλλιτέχνες της Βόρειας Ισπανίας, είτε χορεύουν, είτε παίζουν κιθάρα, είτε τραγουδούν, ξέρουν καλά πως χωρίς τον ερχομό του ντουέντε δεν υπάρχει αληθινή συγκίνηση. Μπορούν αν θέλουν να ξεγελάσουν ένα ολόκληρο ακροατήριο δίνοντας την εντύπωση πως φλέγονται από ντουέντε, όπως καθημερινά γελιόμαστε από ζωγράφους, συγγραφείς και καλλιτεχνικά ρεύματα χωρίς ίχνος ντουέντε. Αν όμως προσέξει κανείς καλά και δεν αφήσει την αδιαφορία του να τον παραπλανήσει, αργά ή γρήγορα η απάτη θα ξεσκεπαστεί και το ψεύτικο κατασκεύασμα του ντουέντε θα το βάλει στα πόδια.
Ο ερχομός του ντουέντε προϋποθέτει πάντοτε μια ριζική αλλαγή όλων των μορφών που στηρίζονται σε παλιές βάσεις. Φέρνει μαζί του ένα συναίσθημα φρεσκάδας εντελώς πρωτόγνωρο έτσι όπως μοιάζει με καινούριο τριαντάφυλλο, με θαύμα, γεννώντας στο τέλος ένα σχεδόν θρησκευτικό ενθουσιασμό.
Σ΄ όλους τους αραβικούς χορούς και τα΄ αραβικά τραγούδια η παρουσία του ντουέντε γίνεται δεκτή με κραυγές: « Αλά! Αλά!», « Θεέ! Θεέ!», που δε διαφέρει πολύ από το ΄Ολε της ταυρομαχίας. Και στα τραγούδια της Βόρειας Ισπανίας η εμφάνιση του ντουέντε χαιρετίζεται πάντα με την κραυγή «Βίβα Ντιός!» , « Ζήτω ο Θεός!», μια βαθιά, ανθρώπινη και τρυφερή κραυγή επικοινωνίας με το Θεό μέσα απ΄ τις πέντε αισθήσεις με τη βοήθεια του ντουέντε, που συγκλονίζει τη φωνή και το σώμα του χορευτή, μια αληθινή και ποιητική φυγή απ΄ αυτόν τον κόσμο, το ίδιο αγνή με κείνη που ορθώνει μέσα απ΄ τους επτά κήπους ο ανεπανάληπτος σχεδόν ποιητής του δέκατου έβδομου αιώνα Πέντρο Σότο ντε Ροχάζ κι ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος στην ταραγμένη σκάλα του θρήνου του.
Είναι λοιπόν φυσικό, σα φτάσει αυτή η φυγή, να νοιώσουν όλοι την επίδρασή της – οι μυημένοι που ξέρουν πως το στυλ μπορεί να κατακτήσει και το φθηνότερο υλικό, μα κι οι άλλοι, οι αμύητοι, που νοιώθουν μια απροσδιόριστη αλλά πέρα για πέρα αυθεντική συγκίνηση. Πριν από μερικά χρόνια, σ΄ ένα διαγωνισμό χορού στο Χερέθ ντε λα Φροντέρα, μια γριά ογδόντα χρονών νίκησε πανέμορφες γυναίκες και κορίτσια με μέσες σα νερό, υψώνοντας απλώς τα χέρια, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι και κτυπώντας τα πόδια στα σανίδια. (…) Ανάμεσα σε μούσες και αγγέλους, ανάμεσα σε καλλονές κορμιού και καλλονές χαμόγελου, το ετοιμοθάνατο ντουέντε, σέρνοντας τα φτερά του τα φτιαγμένα από σκουριασμένα μαχαίρια, δε γινόταν παρά να νικήσει – και νίκησε.
Όλες οι Τέχνες μπορούν να΄ χουν ντουέντε. Το πεδίο όμως είναι πιο πλούσιο στη μουσική, στο χορό και στην ποίηση που απαγγέλλεται, γιατί απαιτούν για ερμηνευτή ένα σώμα ζωντανό – είναι μορφές που γεννιούνται και πεθαίνουν ακατάπαυστα και καθορίζονται από ένα ακριβές παρόν.
Το ντουέντε επιδρά πάνω στο σώμα της χορεύτριας όπως ο άνεμος πάνω στην άμμο. Με μαγικές δυνάμεις μεταμορφώνει ένα απλό κορίτσι σε φεγγαρόπληκτη παραλυτική, κάνει ένα τσακισμένο γεροζητιάνο που γυρίζει τις ταβέρνες να κοκκινίζει σαν έφηβος, κρύβει μέσα σε μακριές πλεξίδες το άρωμα του λιμανιού τη νύχτα και κάθε στιγμή εμπνέει στα χέρια κινήσεις που γέννησαν τους χορούς όλων των καιρών.
Μα αξίζει να τονιστεί πως το ντουέντε δεν επαναλαμβάνεται ποτέ, όπως τα σχήματα της θάλασσας δεν επαναλαμβάνονται ποτέ στη θύελλα. (…)
Είναι φανερό πως κάθε τέχνη έχει το δικό της ξέχωρο ντουέντε. Όλα όμως ενώνουν τις ρίζες τους στο σημείο όπου προβάλλουν οι «μαύροι ήχοι» του Μανουέλ Τόρες, ύστατη ύλη, αδέσποτη κι ολότρεμη κοινή βάση του μουσαμά – «μαύροι ήχοι» που πίσω τους ανακαλύπτουμε τρυφερά αδελφωμένα, ηφαίστεια, μερμήγκια, ζέφυρους και τη μεγάλη νύχτα να ζώνει σφιχτά στη μέση της το Γαλαξία.
Κυρίες και Κύριοι: έστησα τρεις αψίδες και με χέρι αδέξιο τοποθέτησα πάνω τη μούσα, τον άγγελο και το ντουέντε.
Η μούσα μένει ακίνητη. Μπορεί να κρατήσει τον πολύπτυχο χιτώνα της, τα αγελαδίσια μάτια της που ατενίζουν την Πομπηία ή την πλατιά μύτη με τα τέσσερα πρόσωπα που της έδωσε ο φίλος της ο Πικάσσο.
Ο άγγελος μπορεί να ανεμίσει στα μαλλιά που ζωγράφισε ο Αντονέλλο ντε Μεσσίνα ή να φτερουγίσει στις πτυχές του Λίππι και στο βιολί του Μασσολίνο και του Ρουσσώ.
Μα το ντουέντε; Πού είναι το ντουέντε; Μέσα από την άδεια αψίδα υψώνεται ένας άνεμος του νου που πνέει ακατάπαυστα πάνω από τα κεφάλια των νεκρών σε μια ατελείωτη αναζήτηση για καινούρια τοπία κι ανυποψίαστους τόνους. Ένας άνεμος που μυρίζει σάλιο παιδιού, φρεσκοκομμένο χορτάρι και πέπλο μέδουσας αγγέλλοντας το αιώνιο βάπτισμα των νιογέννητων πραγμάτων».



Άνοιξη, 1930

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα


1 Διάλεξη που έδωσε ο Ισπανός ποιητής στο σπίτι των φοιτητών στη Μαδρίτη, την Άνοιξη του 1930. [Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, «Ντουέντε» (Ρόλος και Θεωρία), μετάφραση Ολυμπία Καράγιωργα, Εκδόσεις βιβλιοπωλείου «Εστία», 19993]. Επιμέλεια επιλογής και σύνδεσης αποσπασμάτων: Χάρη Αλεξάκη και Ολυμπία Καράγιωργα 

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

Χοσέ Λουίς Γκίκας Παπαδέλης, ο Λιαταναίος της Κούβας Ι

Ένας  Έλληνας Αρβανίτης από τη Λιάτανη στην Κούβα και στην...Αγκόλα!!! 


Ο Χοσέ Λουίς Γκίκας Παπαδέλης (στο κέντρο) διοικητής των Κουβανών της Αγκόλας 



Από καιρό μού είχε τάξει ο φίλος μου ο Νίκος να μου βρει το βιβλίο που αναφέρεται σ' αυτή τη μοναδική περίπτωση Έλληνα, Αρβανίτη, Λιαταναίου.

Σήμερα τελικά έφτασε το βιβλίο στα χέρια μου.  Πρόκειται για το: Πάρε ένα σάκο κι έλα....Κούβα, Δημήτρης Παρούσης, Εκδόσεις Λαγουδέρα, Αθήνα 2008.     Σκανάρισα το σχετικό κομμάτι και το δημοσιεύω. Η αναφορά είναι σύντομη και επιγραμματική για ένα τέτοιο θέμα. Ελπίζω, τούτη εδώ η ανάρτηση να σταθεί αφορμή για τη συλλογή κι άλλων στοιχείων ώστε κάποτε να μαθευτεί ολόκληρη η συγκλονιστική ιστορία της οικογένειας Γκίκα-Παπαδέλη....... 

[Σημείωση 19/12/2021: το σωστό δεύτερο επίθετο του Χοσέ είναι Παπαδέδες και όχι Παπαδέλης, όπως εξακριβώθηκε από μαρτυρίες συγχωριανών του που τον γνώρισαν και τον φιλοξένησαν.]















Ενισχύστε την έρευνα και τη διάδοση της Ιστορίας της μικρής πατρίδας

Οι τελευταίες αναρτήσεις

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αρχειοθήκη ιστολογίου