Σάββατο 24 Ιουλίου 2021

Θεσμός, Σχέση, Ρυθμός


Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής


Εισαγωγή

Παραμονή Χριστουγέννων, βρεθήκαμε πάλι με φίλους καλούς. Η συζήτηση δεν άργησε να κορώσει. Κατάληξε γρήγορα -πού αλλού; – στο συμπέρασμα: ”χρειαζόμαστε κανόνες”. Για μια ακόμα φορά μειοψήφησα! Προσπάθησα να αναπτύξω την άποψή μου, μα δεν πρόκαμα. Θες γιατί αυτές οι συζητήσεις είναι σαν τον αριθμό “π”, όπου δεν είναι στη φύση του να τελειώσει ποτέ, θες γιατί οι συναντήσεις αυτές είναι σαν την ρίζα του -1, οπού πρέπει να υψωθούν στο τετράγωνο για να γίνουν κάτι πραγματικό, θες γιατί οι συζητήσεις για τους κανόνες και τους κανονισμούς δεν επιδέχονται - τουλάχιστον εδώ στην Ελλάδα - κανονισμούς και κανονικότητες, πάντως ανάγκη πάσα να βάλω κάποια πράγματα στο χαρτί.

Γράφω υπέρ των φίλων εκείνων των καλών, των ειλικρινών, εκείνων των ανθρώπων που πονάνε τον Τ(ρ)όπο μας και οι συλλογισμοί τούς οδήγησαν -πού αλλού; -στο να ζητάνε επιτακτικά “κανόνες”. Γράφω, όμως, και κατά των άλλων φίλων, εκείνων που, είτε εκ του πονηρού ζητούν να επιβάλλουν κανόνες για να έχουν τα πάντα (εκείνα τα “πάντα” που χωράνε στο στενό εξουσιαστικό τους μυαλουδάκι) υπό έλεγχο είτε εκ της ιδιωτείας τους ορμώμενοι απαιτούν κανόνες νομίζοντας έτσι πως το ασφαλές(!) κοινωνικό τους περιβάλλον θα τους επιτρέψει να επιστρέψουν γρήγορα στην ελεύθερη(!!!) απόλαυση της...ιδιωτικής τους ζωής.



Η λαγνεία των θεσμών και των κανόνων είναι κι αυτή αμάρτημα

Η λαγνεία είναι ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Η λαγνεία των θεσμών και των κανόνων δεν εξαιρείται! Δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο διότι αποτελεί ανώτατο και τελευταίο στάδιο της ονείρωξης του ιδιώτη. Αν τελικά του συμβεί - αν πετύχει, που λέμε – θα μπορέσει να γυρίσει πλευρό και να συνεχίσει τον μακάριο ύπνο του μέσα στα ζεστά σκεπάσματα της ιδιωτείας του, νομίζοντας πως έχει με ένα σμπάρο ρίξει δυο τρυγόνια.

Ορέγεται, ο ιδιώτης, τη λεπτομερή επιβολή κανόνων και την αυστηρή τήρησή τους, διότι θέλει να είναι όλα στη ζωή του κανονισμένα -έστω κι αν έχουν φροντίσει άλλοι γι' αυτό – ώστε, από το πρωί που θα βγει από το σπίτι του μέχρι το βράδυ που θα γυρίσει, να μην ανησυχήσει για τίποτα, το μη κανονισμένο από το μυαλό του, το μη προβλέψιμο από την παγωμένη του ψυχή.

Θα κάνει ό, τι έχει να κάνει “έξω”και μετά θα γυρίσει “μέσα” για να απολαύσει την ιδιωτική ζωή που απολαμβάνει το χαμστεράκι. Το μέγιστο της περιπέτειας που μπορεί να ονειρεύεται αυτός ο τύπος ανθρώπου είναι ο ηδονισμός ενός “ξενοπηδήματος”, με την προϋπόθεση, βέβαια, ότι το αφροδισιακό υποβοηθητικό -κάτι σαν ένα πνευματικό βιάγκρα – της “επαγγελματικής επιτυχίας” θα έχει επενεργήσει. Μόνον ένας winner-χαμστεροπόντικας μπορεί να έχει “δικαίωμα πρόσβασης”σε τέτοιες περιπέτειες. Ο loser-χαμστεροπόντικας ποτέ!

Ποια η διάκριση μεταξύ των δύο; Απλό είναι: Ο πρώτος, “διατρέχει” με επιτυχία τα αυστηρώς κανονισμένα δοντάκια του περιστρεφόμενου τροχού της χαμωζωής του, εξαντλώντας τα περιθώρια του βαθμού ελευθερίας που έχει. Γιατί έχει, βέβαια, κάποιο βαθμό ελευθερίας...πόσα δοντάκια θα πηδάει κάθε φορά, αν θα πηδάει ένα- ένα, δύο-δύο, αν θα πατάει στην άκρη ή στη μέση, αν θα κουνάει την ουρά του στον αέρα. Και, φυσικά, έχει την ελευθερία της ταχύτητας! Γι' αυτό όλα τα χαμστεράκια γουστάρουν “βαρύ ζεϊμπέκικο και νευρικό τιμόνι”[i]. Ο δεύτερος, μη έχοντας τη “στόφα του νικητή”, αρκείται να βλέπει τον πρώτο που περιστρέφει τον τροχό απολαμβάνοντας (!) υψηλές ταχύτητες. Άλλοτε τον θαυμάζει και άλλοτε τον φθονεί. Άλλοτε τον θέλει κι άλλοτε τον απορρίπτει. Άλλοτε συναρπάζεται από τη συγκίνηση της περιστροφής, περί τον ίδιο πάντα άξονα, και άλλοτε...βαριέται θανατερά. Και οι δύο, δεν υποπτεύονται ότι “κάτι άλλο” αρχίζει εκεί που τελειώνει το κλουβί τους! Ότι αυτό το “κάτι άλλο”το λένε Ευ Ζην και είναι “η ζωή γι' αυτούς” σε αντίθεση με το κλουβί όπου “η ζωή είναι για τους άλλους”!



Η Κρατική Νταντά Μακ Φι!

Αυτές τις μέρες του Δωδεκαημέρου είδα επίσης - ανάμεσα σε ένα χανγκ όβερ και σε ένα άλλο χανγκ όβερ- μιαν ωραία ταινία στην τηλεόραση: την Νταντά Μακ Φι!

Όταν τα παιδιά ατακτούν εμφανίζεται η Νταντά Μακ Φι[ii], η οποία μάλιστα, είναι και “Κρατική”!!! Ναι, καλά διαβάσατε! Δύο φορές το επαναλαμβάνει, προ του έκπληκτου πατέρα, χωρίς να εξηγεί περαιτέρω. Πρόκειται για την Κρατική Νταντά Μακ Φι!!! Εμφανίζεται και διατυπώνει τον κανόνα της, “τον νόμο αναπαραγωγής της” όπως θα έλεγε κάποιος φίλος αγαπητός: “Όταν με χρειάζεστε και δεν με θέλετε, μένω. Όταν δεν με χρειάζεστε και με θέλετε, φεύγω”. Το έργο της είναι απλό. Συνίσταται στο να διδάξει στα παιδιά πέντε μαθήματα: 1) Πότε να κοιμούνται 2) Πότε να ξυπνάνε 3) Πότε να ντύνονται 4) Πότε να ακούνε και 5) Πότε να κάνουν ακριβώς ό, τι τους λένε.

“Γυρίστε στην εφημερίδα σας”, είναι η πρώτη κουβέντα της Κρατικής Νταντάς προς τον μπαμπά των έξι ατίθασων και απείθαρχων παιδιών, του οποίου το επάγγελμα είναι νεκροθάπτης!

Σκέφτηκα πως η ιστορία τούτη είναι ό, τι πρέπει για τον Ιδιώτη μας που ονειρεύεται.... Ένα χτύπημα στο πάτωμα, με το μαγικό ραβδί, και αμέσως τα παιδιά υφίστανται τις συνέπειες των πράξεών τους και δεν τολμούν να το ξανακάνουν! Και ο μπαμπάς-νεκροθάπτης είναι “ελεύθερος”να γυρίσει στην εφημερίδα του. ...”Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε...έχουμε και μια εφημερίδα να διαβάσουμε!!!”



Άλλος για...Σύρο τράβηξε

Οι μεταφορές των εμπορευμάτων στην Σύρο γίνεται με τους εξής τρόπους. Είτε κάποιος μεταφέρει τα δικά του προϊόντα και τα παραδίδει στον πελάτη του, είτε ο πελάτης μεταφέρει τα αγορασμένα από εκείνον προϊόντα από τον χώρο του προμηθευτή μέχρι την αποθήκη του, είτε ο προμηθευτής παραδίδει τα εμπορεύματα στον μεταφορέα κι εκείνος, μαζί με πολλά και ποικίλα εμπορεύματα, τα τακτοποιεί στα δικά του φορτηγά και τα στέλνει στην αποθήκη του στη Σύρα. Εκεί γίνεται διαλογή και ιεράρχηση. Ακολουθεί η διανομή τους στα καταστήματα ή στις αποθήκες των πελατών. Αν το εμπόρευμα (ή και ο πελάτης) είναι μικρής αξίας τότε ο μεταφορέας απαιτεί να γίνει η παραλαβή από τον ίδιο. Απλά πράγματα.

Άσχετο: Για την ιστορία των εργατικών δικαιωμάτων σημειώνουμε ότι για κάθε τι που φορτώνεται ή ξεφορτώνεται από την Σύρα και προς την Σύρα, πάνω στο έδαφος της Σύρας, το σωματείο των φορτοεκφορτωτών αμείβεται είτε έχει κάνει τη δουλειά είτε όχι. Δηλαδή, οι φορτοεκφορτωτές πληρώνονται ακόμα κι αν κάποιος ξεφόρτωσε τα εμπορεύματα με το κλάρκ που χειριζόταν ο ίδιος!



Άλλος στις Ύδρα τα στενά

Στην Ύδρα τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Μέχρι το 1998 και για τριάντα χρόνια, τις μεταφορές, όλες τις μεταφορές εκτός από το νερό, εκτελούσε το καΐκι “Ελένη Π”. Ήταν ένα ξύλινο σκαρί, χτισμένο στη Σκιάθο το 1939. “Πέραμα” ήταν ο τύπος του και η χωρητικότητα του έφτανε τους ογδόντα τόνους. Τη μεταφορά του νερού την έκανε -και νομίζω κάνει ακόμα- η υδροφόρος “Νεκταρία”που είναι σιδερένια.

Η πανέμορφη “Ελένη Π.”, μια φορά την εβδομάδα, κατέπλεε στο Κερατσίνι. Στον ντόκο που έπιανε, μετά βίας κάποιος ψηλός άνδρας άγγιζε την κουπαστή της τεντώνοντας τα χέρια και τα πόδια του. Καθώς άρχιζε να φορτώνεται, το σκάφος βυθιζόταν σταδιακά. Από το βύθισμα αυτό είχαμε μάθει και υπολογίζαμε αν θα προλάβουμε να φέρουμε κι άλλο φορτίο. Όταν τιγκάριζε αρκούσε ένα μικρό βηματάκι από τον ντόκο για να βρεθεί κάποιος στην κουβέρτα του. Η φόρτωση όλη γινόταν με τα χέρια και με τα μαδέρια, ήγουν με κεκλιμένα επίπεδα οπού σύρονταν τα βαριά κιβώτια. Μερικές φορές, για τα πολύ μεγάλα αντικείμενα, χρειάζονταν τα βίντζια του σκαριού. Ναύτες και καπετάνιος ήταν φίλοι μας. Να τους κεράσουμε ένα μπουκάλι, ούζο ή μπράντυ, ήταν χαρά μας. Κάπου κάπου, ειδικά στη γιορτή του αγίου τους (ο καθένας είχε τον δικό του), μας παράγγελναν κανένα μεγάλο μπουκάλι για να το πάνε στην εκκλησία. Ήταν η σειρά τους για κεράσματα.

Μετά το 1998, οπότε η “Ελένη Π”αποστρατεύτηκε και αφέθηκε να σαπίζει σε ένα καρνάγιο της Σαλαμίνας, τις μεταφορές ανέλαβε η “Γεωργία Μ”. Επιβατηγό οχηματαγωγό αυτή, ανοικτού τύπου. Άλλαξε λίγο το δρομολόγιο. Τώρα τα εμπορεύματα έφταναν στον Βοτανικό, κάπου εκεί στο βοηθητικό γήπεδο του “Θρύλου”, φορτώνονταν στα αυτοκίνητα και πήγαιναν στην απέναντι, επί της Πελοποννήσου, ακτή. Εκεί, μεταφορτώνονταν στην “Γεωργία Μ”, η οποία, με ένα σύντομο θαλάσσιο ταξίδι τα έφερνε, και τα φέρνει, στο κέντρο του λιμανιού....εκεί που πάταγε ο Μιαούλης.

Και οι δύο κυρίες των μεταφορών έπρεπε να δέσουν μεσημεριανές ώρες της μιας μέρας και μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες να ξεφορτώσουν και να φύγουν. Αυτός ήταν, και παραμένει, όρος απαράβατος. Τώρα, με το οχηματαγωγό, η κατάσταση έχει αλλάξει μόνο ως προς το ότι μπορεί και φέρει επάνω του ένα κλάρκ το οποίο όμως απαγορεύεται να κινηθεί έξω από τον καταπέλτη του πλοίου. Από τη στιγμή που θα πιάσει ντόκο το σκάφος ένα μεγάλο πλήθος ανδρών ακροβολίζεται γύρω στον καταπέλτη του συνεπικουρούμενοι από πλήθος αχθοφόρων ζώων(ημιόνων και αλόγων), ενίοτε και χειραμαξών. Άλλα εμπορεύματα περνάνε αμέσως από χέρι σε χέρι και κατευθύνονται στις αποθήκες. Άλλα ντανιάζονται στην προβλήτα ανάλογα με τον αποδέκτη. Άλλοτε είναι κάποιος εκεί και τα μετράει άλλοτε όχι. Αν δεν είναι, θα φτάσει σε λίγο. Μπορεί να φορτώσει τα μουλάρια ή το καρότσι και να φύγει για το πρώτο αγόι.

Ήδη γίνεται σαφές πως το “σύστημα”μεταφοράς των προϊόντων της Ύδρας είναι τελείως διαφορετικό από εκείνο της Σύρας. Στην Ύδρα τίποτα δεν θα λάβεις αν δεν πας μόνο σου να το παραλάβεις. Θα πιάσεις ένα πόστο και θα περιμένεις με υπομονή να σε φωνάξουν. Ανάλογα πώς έτυχε να φορτωθεί το κάθε τι θα περιμένεις λίγο ή περισσότερο. Αν αυτό που περιμένεις είναι του ψυγείου θα ξεφορτωθεί από τα πρώτα. Μπορεί να είσαι από τους πρώτους των πρώτων προϊόντων που θα ξεφορτωθούν αλλά μπορεί να είσαι και από τους τελευταίους των πρώτων. Αν δεν είναι ψυγείου, τότε, μπορεί να είσαι και από τους τελευταίους των τελευταίων που θα ξεφορτωθούν.

Παρ' όλα αυτά, παρά τον κάματο και το κάμα του καλοκαιριού, οπότε ξεφορτώνονται και τα περισσότερα εμπορεύματα, καβγάδες και τσακωμοί δεν παρατηρούνται. Κι αν καμιά φορά βάλει τις φωνές κανένας, γρήγορα ο ...ήχος αποσβένυται. Κι αν καμιά φορά βιαστεί κανένας και πάει να παρακάμψει τους άλλους, μπαίνοντας ανάμεσα στα πόδια των ναυτών, τότε ο ήχος των πολλών σίγουρα δεν είναι αποσβέσιμος. Ιεραρχία δεν υπάρχει. Προτεραιότητα κανένας δεν έχει. Κανόνες δεν υφίστανται. Ελεγκτές των κανόνων δεν υπάρχουν. Ποινές και τιμωρίες είναι κατηγορίες άνευ αντικρίσματος. Παρά ταύτα ό, τι φορτωθεί ξεφορτώνεται, όλοι παίρνουν εκείνα που παρήγγειλαν, εκείνα που τους χρειάζονται. Πολύ σπάνια γίνονται ζημιές. Ποτέ καράβι δεν έμεινε φορτωμένο, ποτέ δεν ξέμεινε η Ύδρα από αγαθά για λόγους ανεπάρκειας του logistic ή επειδή το “σύστημα” μεταφοράς των αγαθών στην Ύδρα δεν είναι σύστημα!



Το “σύστημα” δεν είναι σύστημα γιατί δεν είναι “τεχνικό”

Ο λόγος που το “σύστημα”δεν είναι σύστημα; Μα είναι απλό: υπάρχουν καταστάσεις - όπως της Σύρας - που επιδέχονται οργάνωση, τυποποίηση, κανονισμό. Και υπάρχουν καταστάσεις – όπως της Ύδρας - που δεν επιδέχονται! Γιατί δεν επιδέχονται; Για πολλούς και διάφορους λόγους.

Πρώτα απ' όλα: Γιατί στην Ύδρα δεν υπάρχουν οχήματα. Γιατί η εκφόρτωση δεν έχει εκτεχνικευτεί. Εκτός από το κλάρκ που λέγαμε, πάνω κάτω, παραμένει στο ίδιο επίπεδο εκτεχνίκευσης εδώ και εκατοντάδες χρόνια! Όχι πως κάποιοι δεν ήθελαν αυτή την εκτεχνίκευση. Έγινε μάχη. Με τις υπερβολές και τις ακρότητες. Τελικά επικράτησε η εχθρική - πλην όμως αυθόρμητη και μη συνειδητή - στο Τεχνικό Σύστημα πτέρυγα: Δυο αυτοκίνητα του δήμου, ένα φορτηγό και ένα απορριμματοφόρο. Τίποτα άλλο, είτε έχει μηχανή εσωτερικής καύσης είτε έχει ηλεκτροκινητήρα. Αυτά βέβαια στη στεριά. Ένα μέτρο “έξω” από τη στεριά τα πλεούμενα μεταμορφώθηκαν σύμφωνα με την τελευταία λέξη της τεχνικής.

Στη συνέχεια: Γιατί δεν υπάρχουν διαθέσιμοι αποθηκευτικοί χώροι όπου θα μπορούσε να γίνει η προσωρινή τακτοποίηση και εν συνεχεία η μεταφόρτωση και η διανομή. Η πολεοδομική μορφή, η αξία των ακινήτων, η Ιστορία, η μεταφυσική της Ιστορίας, το ένα και μοναδικό Πρόσωπο του Τ(ρ)όπου, ήγουν το Λιμάνι. Όλα αυτά και άλλα τόσα καθιστούν αδύνατη τη μεταφόρτωση και τη διανομή. Με την εκφόρτωση τα προϊόντα πρέπει να πάρουν τη θέση τους στην αποθήκη του αποδέκτη τους, ατάκα και επιτόπου.

Πάρα κάτω: Γιατί τα προϊόντα είναι ποικίλα. Γιατί οι προμηθευτές των προϊόντων είναι πολλοί και διάφοροι. Γιατί δεν είναι πάντα οι ίδιοι. Ποικίλα είναι και τα πρόσωπα που τα αναμένουν. Ένα πρόσωπο θα πάει σήμερα να παραλάβει και μπορεί να ξαναπάει του χρόνου ή να μην πάει ποτέ ξανά. Ένα προϊόν μπορεί να φτάσει σήμερα, για πρώτη φορά, και μετά να μη ξαναεμφανιστεί ποτέ. Σήμερα κάποιος έχει πολλά να περιμένει, αύριο όμως έχει λίγα. Αυτός μπορεί να είναι έμπορος αλλά μπορεί να είναι και ιδιώτης. Μπορεί το φορτίο που περιμένει να είναι ευπαθές μπορεί και όχι. Μπορεί να είναι εύθραυστο. Μπορεί να είναι στερεό, υγρό ή αέριο. Μπορεί να είναι του ψυγείου. Μπορεί να πάει εκεί κοντά, ένα δυο στενά παραμέσα. Μπορεί όμως να πάει κάπου μακριά μεταφορτώνοντάς το σε μουλάρια ή σε άλλα μικρότερα σκάφη.

Με άλλα λόγια: Όλα και όλοι πρέπει να εξυπηρετηθούν από έναν και μόνο πόρο, με έναν και μόνο τρόπο. Δεν μπορεί ο καθένας που θέλει κάποιο αντικείμενο να το φορτώσει στο ΙΧ και να τα φέρει. Το γεγονός αυτό, μαζί με τα υπόλοιπα που προαναφέραμε, τείνουν να συγκεντρώσουν το χάος των προμηθειών της Ύδρας σε έναν μόνο τόπο, σε έναν μόνο τρόπο. Κάτι τέτοιο στη Σύρα δεν γίνεται. Εκεί, το χάος διαχέεται κατά ένα μικρό μέρος, το πιο μπελαλίδικο για τους μεταφορείς. Το υπόλοιπο μέρος του χάους που απομένει είναι τέτοιο που με την άπλα της Σύρας και την υπερβολική χρήση των τεχνικών μέσων - αυτοκινήτων, πλοίων κ.α.- καθίσταται εύκολα τυποποιήσιμο και συστηματοποιήσιμο.

Όποιος επιχειρήσει να οργανώσει τις μεταφορές της Ύδρας όπως τις μεταφορές της Σύρας, όποιος δηλαδή προσπαθήσει να τις τυποποιήσει και να τις εντάξει σε ένα σύστημα, όχι απλώς θα αποτύχει και θα καταστραφεί αλλά θα γελάει και το παρδαλό κατσίκι. Ήδη απέτυχαν κάποιοι που προσπάθησαν να χωθούν και να αποκομίσουν κέρδη από το “σπάσιμο του μονοπωλίου”. Γιατί, πρέπει να πούμε, ότι και από την πλευρά του μεταφορέα υφίσταται αυτό το προσωπικό στοιχείο που υφίσταται και από την πλευρά του πελάτη. Δεν μπορεί μονοπωλιακώς να υπάρξει στην αγορά. Δεν μπορεί δι' αντιπροσώπου να γίνει η δουλειά. Αν και ο καπετάνιος δεν είναι πάντα εκεί μπροστά είναι, ωστόσο, κάπου εκεί κοντά. Ένα δυο άτομα αμέσως κάτω από αυτόν και κάμποσοι άλλοι αμπόρντο. Σπανίως κινητοποιείται όλη η “ιεραρχία”, ενώ το σύνηθες είναι να “παραβιάζεται” και να “υπερβαίνεται προς τα κάτω”. Λύνονται προβλήματα, δηλαδή, χωρίς την παρέμβαση του καπετάνιου στα πολλά και ποικίλα ζητήματα της εκφόρτωσης.

Το χάος των μεταφορών της Σύρας έχει τακτοποιηθεί μία φορά, έχει “παγώσει” σε ρουτίνα και έχει γίνει θεσμός και κανόνας. Το χάος των μεταφορών της Ύδρας απαιτεί να τακτοποιείται κάθε φορά έτσι που την επόμενη φορά να παραμένει...χάος! Πρόβλημα; Για μερικούς, μεγάλο. Για άλλους πάλι, στους οποίους αρέσει η ζωή στην Ύδρα, καθόλου πρόβλημα. Γιατί, απλούστατα, το να πας να λύσεις το πρόβλημα της Ύδρας με τη συνταγή της Σύρας θα σημαίνει όξυνση του προβλήματος και τελικά μη λύση. Στην Ύδρα δεν θα πάνε ποτέ μεγάλες εταιρείες μεταφορών να αναλάβουν τη δουλειά γιατί η κατάσταση εκεί δεν “χωράει” στο σύστημά τους, στη συγκεκριμένη εκδοχή της τάξης που πρεσβεύουν, στη ρουτίνα τους, που είναι άπαξ διαμορφωμένη και δεν έχει την ικανότητα να αναπροσαρμόζεται ανά πάσα στιγμή. Στη μεν Σύρα, η με την καλή έννοια γραφειοκρατία δημιουργείται μία φορά και για πάντα, στη δε Ύδρα, η γραφειοκρατία, συγκροτείται για όσο είναι δεμένο το καράβι στον ντόκο και καταλύεται με τον απόπλου. Η με την καλή έννοια γραφειοκρατία -ήτοι: τάξη, μέθοδος, ουδετερότητα, οργάνωση και αποτελεσματικότητα[iii]– υπάρχει και στην Σύρα και στην Ύδρα. Στη μεν Σύρα αποκτώντας έναν κάποιο ρυθμό ( ρυθμό με την ψιλή έννοια) γίνεται θεσμός· στην δε Ύδρα γίνεται σχέση, αποκτά σαφή ρυθμό και, τελικά, γίνεται θεσμός με την ψιλή του έννοια. Ας δούμε συγκεκριμένα.



Θεσμός(=δεσμός, κατά Ζουράριν)

Θεσμός είναι ο κανόνας εν περιλήψει. Λένε πως όταν ο θεσμός γίνεται λεπτομερής εκφυλίζεται σε κανόνα. Τότε ο θεσμός λειτουργεί θετικά σε “ό, τι προβλέπεται” και αρνητικά σε ό, τι δεν χωράει στις προβλέψεις εκείνων που τον μοντάρισαν. Θεσμός στη Σύρα είναι όλο το σύστημα μεταφοράς. Στην Ύδρα, θεσμός- δεσμός, είναι μόνο ότι το καράβι έρχεται μία μέρα την εβδομάδα, ξεφορτώνει και φεύγει την επόμενη. Αυτός ο “δεσμός” συνδέει το νησί με την στεριά, αυτός ο “δεσμός” συνδέει τον πελάτη με τον προμηθευτή, αυτός ο “δεσμός” συνδέει τα πρόσωπα που λαμβάνουν μέρος στο δούναι και λαβείν, αυτός ο “δεσμός”συνδέει την παραγωγή με την κατανάλωση. Δεν είναι καθόλου λεπτομερής, δεν είναι είναι καθόλου συγκεκριμένος. Είναι απλώς..ρυθμισμένος. Ξέρεις την ημέρα και, περίπου, την ώρα που θα δέσει το καράβι. Αν και αυτό, κάποιες φορές, αλλάζει γιατί την ημέρα εκείνη μπορεί να είναι μια σημαντική γιορτή. Μια απλή ανακοίνωση αποκαθιστά την ανωμαλία.

Στην Σύρα, αντίθετα, ο τόσο λεπτομερής θεσμός δεν περιλαμβάνει ανάλογη ρύθμιση, δεν έχει κάποιον ρυθμό. Αν στείλεις τα προϊόντα σου σήμερα θα φτάσουν σε δύο τρεις μέρες. Αν παραγγείλεις σήμερα και ο προμηθευτής εκτελέσει την παραγγελία μέσα σε τρεις μέρες, όπως ισχυρίζεται ότι συνηθίζει, τότε, θα παραλάβεις, το πολύ, σε μια βδομάδα. Αυτό, εφόσον επαναλαμβάνεται στον χρόνο, είναι κάποιο είδους ρυθμός αλλά με την ψιλή έννοια. Το έλλειμμα ρυθμού το έχει αναπληρώσει η κανονιστικότητα, η λεπτομερής τήρηση των διαδικασιών. Δεν σε νοιάζει πότε θα παραλάβεις το εμπόρευμα γιατί δεν απαιτείται από σένα να κάνεις κάτι. Ο μηχανισμός της διανομής θα τεθεί σε κίνηση και το προϊόν θα έρθει στην πόρτα σου, μα σήμερα μα αύριο. Θα έχεις πρόβλημα μόνο αν αργήσει, μόνο αν η κανονικότητα των δύο τριών ημερών “σπάσει”. Αν, πάλι, είσαι από εκείνους που φορτώνουν μόνοι τους το αυτοκίνητο, δεν έχεις παρά να στείλεις τον οδηγό στην Αθήνα και να του αναθέσεις να παραλάβει, εκείνα από κει, τα άλλα από αλλού, κ.ο.κ. Πάλι δεν έχεις να κάνεις πολλά πράγματα εκτός από τα συνηθισμένα: να έχεις τον παρά και την υπομονή να ξεφορτώσεις, όταν με το καλό επιστρέψει.



Σχέση, η “εδω-και-τωρατζού”[iv]

Στην Σύρα νομίζει κάποιος ότι τα πράγματα είναι εύκολα, τακτικά, κανονισμένα, μεθοδικά, αποτελεσματικά. Θα έρθουν τα πράγματα, θα τα ξεφορτώσουν στην πόρτα σου άνθρωποι, που μπορεί να μην αδειάζεις και να μην αδειάζουν να τους δεις ούτε στο πρόσωπο, θα τα μετρήσεις, θα βάλεις μια τζίφρα και θα τελειώσεις. Κάποια μέρα θα περάσει ο υπάλληλος να πληρώσεις. Αν τα μεταφορικά τα πληρώνει ο προμηθευτής τότε δεν θα γίνει ούτε κι αυτό. Η τόση θεσμοποιημένη κανονικότητα δεν χρειάζεται πρόσωπα, δεν χρειάζεται διάλογο, δεν χρειάζεται διευθέτηση, δεν χρειάζεται παρέμβαση. Σου δίνει την εντύπωση πως τα πράγματα γίνονται μόνα τους και επομένως γίνονται “εύκολα”. Η παρουσία σου είναι περιττή για να μη πω πως είναι εμπόδιο.

Στην Ύδρα γίνεται το αντίθετο. Απαιτείται από σένα να πας, να δεις, να σε δούνε, να τους μιλήσεις, να σου μιλήσουν, να διευθετήσεις, να παζαρέψεις, να διαφωνήσεις, να συνεργαστείς, να παρέμβεις, να εφεύρεις λύσεις ευφυείς, να κανονίσεις ή – γιατί όχι – να παραιτηθείς από το να κανονίσεις αν η δουλειά γίνεται κανονικά με άλλον πέρα από τον δικό σου κανονικό τρόπο. Στην Ύδρα, για τους λόγους που προαναφέραμε, η πολυπλοκότητα δεν μπαίνει μέσα σε σύστημα, δεν μπαίνει μέσα στον θεσμό, αλλά χρειάζεται και άλλα πεδία για να υπάρξει. Τα επιπλέον πεδία που έρχονται να “συμπτύξουν τους λόχους τους” και να συνδράμουν τον με την ψιλή έννοια και μη επαρκή θεσμό, είναι, η Σχέση πρωτίστως και κατόπιν ο Ρυθμός!

Η Σχέση, αν δεν θέλει, δεν δεσμεύει το μέλλον και δεν δεσμεύεται από το παρελθόν. Δεν καθορίζει το μέλλον, αν δεν θέλει, και δεν καθορίζεται από το παρελθόν. Σχέση δημιουργούμε όταν δεν ξέρουμε τι να κάνουμε, όταν “βλέπουμε και κάνουμε”. Η Σχέση είναι του “Εδώ και Τώρα”. Αν πετύχει, και αν θέλει, γίνεται του “Τώρα και Πάντα”. Σχέση υπάρχει όταν, κάθε φορά, αυτό που κάναμε την προηγουμένη δεν επαρκεί, δεν ταιριάζει, δεν μας λύνει το πρόβλημα. Η σχέση απαντάει στο πρόβλημα, κάθε φορά σαν να είναι μια άλλη φορά, αφού εξετάσει προσεκτικά τα δεδομένα, δημιουργώντας μια συγκεκριμένη μέθοδο για το συγκεκριμένο πρόβλημα που τώρα εμφανίστηκε. Μπορεί να έχει εμφανιστεί και κάποια άλλη φορά με κάποια παρόμοια μορφή, όμως, αυτή η σπανιότητα στην εμφάνισή του δεν μας επέτρεψε να δημιουργήσουμε την ανάλογη ρουτίνα, δεν μας επέβαλε να “παγώσουμε” τη μέθοδο σε κανονισμό.



Ρυθμός, έμμετρος ροή

Από όσα είπαμε για την Σχέση ίσως νομίσει κανείς πως μάλλον είναι άσχετη με τον Ρυθμό, ήτοι με την επανάληψη και μια καθορισμένη τάξη στο χρόνο και σε δοσμένο τόπο. Αυτό δεν είναι σωστό. Στην πραγματικότητα, η Σχέση, συμμαχεί περισσότερο με τον Ρυθμό παρά με τον Θεσμό. Ο Θεσμός βοηθάει τη Σχέση όταν έχει μέσα του Ρυθμό, αν επαναλαμβάνεται με καθορισμένο τρόπο. Αν το καράβι έδενε στην Ύδρα μια Δευτέρα και μετά έδενε μια Παρασκευή θα ήταν θεσμός αλλά δεν θα είχε ρυθμό. Οπότε δεν θα διευκόλυνε τα πρόσωπα- διότι πρώτα πρώτα δεν θα γνώριζαν πότε δένει- να αναπτύξουν σχέση εκφόρτωσης και... εκφόρτισης.

- Θα 'ταν καλύτερα να 'ρχεσαι την ίδια ώρα, είπε η αλεπού. Αν, για παράδειγμα, πρόκειται να έρθεις στις τέσσερις το απόγευμα, από τις τρεις κιόλας εγώ θ' αρχίσω να'μαι ευτυχισμένη. Όσο θα προχωρεί η ώρα, τόσο περισσότερο ευτυχισμένη θα νιώθω. Στις τέσσερις κιόλας θ' αρχίσω να εκνευρίζομαι και ν' ανησυχώ. Θα 'χω ανακαλύψει το τίμημα της ευτυχίας! Μα όταν εσύ θα 'ρχεσαι μια οποιαδήποτε ώρα, δεν ξέρω ποια, ποτέ δεν θα ξέρω πότε θ' αρχίσω να καρδιοχτυπώ... Χρειάζονται ορισμένα τυπικά.

  • Τι είναι ένα τυπικό; ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας.

  • Είναι κι αυτό κάτι ξεχασμένο από πολύν καιρό, είπε η αλεπού. Κάτι που κάνει κάποια μέρα να 'ναι διαφορετική από τις άλλες μέρες, μια ώρα διαφορετική από τις άλλες ώρες. Για παράδειγμα, υπάρχει μια τυπικότητα στους κυνηγούς. Την Πέμπτη χορεύουν με τις κοπέλες του χωριού. Τότε, η Πέμπτη είναι μια μέρα υπέροχη! Κατηφορίζω για περίπατο μέχρι τ' αμπέλι. Αν οι κυνηγοί χόρευαν κάθε φορά που θα τους ερχόταν το κέφι, οι μέρες θα 'μοιαζαν όλες ίδιες, με αποτέλεσμα να μην έχω εγώ ποτέ διακοπές.”[v]

Αλλά, η Σχέση, δεν έχει μόνο καταγωγική...σχέση με τον Ρυθμό. Έχει και παραγωγική σχέση. Η Σχέση, όταν είναι μια πετυχημένη σχέση, παράγει Ρυθμό. Δέστε στον Έρωντα, δέστε στην Φιλία. Θέλουμε να ξαναγίνει κάτι που μας άρεσε. Επιθυμούμε- αφού ορεγόμαστε το ηδέον- να ξανακάνουμε αυτό που έγινε και ήταν καλό. Επιδιώκουμε την επανάληψη και μάλιστα με συγκεκριμένη τάξη μέσα στον χρόνο και σε δοσμένο χώρο. Αφού πήγαμε στο ντόκο, κάναμε τη δουλειά μας, είπαμε μια κουβέντα, είδαμε κάποιους ανθρώπους, κάναμε πλάκα κλπ, θα ξαναπάμε στον ντόκο. Μπορεί μάλιστα να πάμε λίγο πιο νωρίς, να πούμε αυτή τη φορά δυο κουβέντες, να πιούμε κι έναν καφέ, να κάνουμε κι αυτό που κάναμε έτσι, λίγο καλύτερα αλλιώς. Τότε η Σχέση που επαναλαμβάνεται δημιουργεί Ρυθμό· και οι δύο μαζί δημιουργούν Θεσμό.



Τριαρχικώς και τριλεκτικώς, κάτι από το “χιλιόψυχο & πολύμορφο ζώο”[vi]

Είναι ένας Θεσμός όμως που δεν είναι σαν της Σύρου, αν και μοιάζει. Εδώ πρόκειται για ένα τελείως διαφορετικό πράγμα γιατί την ύπαρξη του την συγκροτεί, τριαρχικά και τριλεκτικά, με τη Σχέση και τον Ρυθμό. Θεσμός, Σχέση, Ρυθμός είναι πλέον μια ζωντανή οντότητα, που συναιρείται ασυγχύτως και αδιαιρέτως. Κινείται και πάλλεται, άλλοτε προεξάρχοντος του Θεσμού, άλλοτε της Σχέσης και άλλοτε του Ρυθμού. Όταν δεν επαρκεί ο Θεσμός, σπεύδουν σε βοήθεια η Σχέση και ο Ρυθμός. Αλλά και για να μην δημιουργεί προβλήματα ο Θεσμός, λόγω της “παγωμένης” φύσης του, πάλι η Σχέση μαζί με τον Ρυθμό, τον προφυλάσσουν κρατώντας τον στο βάθρο της εν περιλήψει κανονικότητάς του, στον θώκο της ψιλής του ουσίας.

Κάτι ανάλογο γίνεται και στην Σχέση. Δεν μένει ασύδοτη. Δεν την αφήνουν να χαθεί στην...ενεστώτητά της, στην παροντοποίησή της, στο “εδωκαιτωρατζίδικο” στοιχείο της. Εντάσσεται σε έναν Θεσμό. Δεν αφήνεται στο τυχαίο. Επαναλαμβάνεται με έναν Ρυθμό. Θεσμός όμως και Ρυθμός δεν είναι μόνο τα όριά της (δόγματά της, κατά την ορολογία της Εκκλησίας) αλλά και προϋποθέσεις ύπαρξής της. Την γεννούν αλλά και τους εκπορεύει. Εκπορεύεται αλλά και γεννά. Την χρειάζονται αλλά και τους χρειάζεται. Τους συμπληρώνει και την...παραπληρώνουν. Είναι δηλαδή μια σχέση συμπληρωματική αλλά και παραπληρωματική. Ολοκληρώνεται το μέρος και και επιμερίζεται το όλον.

Τριλεκτικά και τριαρχικά πρέπει να κατανοήσουμε και τον Ρυθμό. Πατάει στον Θεσμό, κρατιέται και στη Σχέση. Είναι όμως και κάτι παραπάνω. Αυτό το παραπάνω είναι η έμμετρος ροή. Αυτό είναι το απαραίτητο που κομίζει στη σύναξη της τριάδας. Αλλά κι εκεί δεν πρέπει η ζωοδόχος έμμετρη και συμμετρική και αρμονική ροή να εμποδίζει τη Σχέση να κάνει τις φιγούρες της, τις φούρλες της και τα τσαλίμια της. Πρέπει να διαθέτει βαθμό ελευθερίας και ανοχής, να διαθέτει “μπόσικα”. Τέτοια όμως και τόσα που να μπορεί κάτι από όλα αυτά, τα πιο καλά κ' αγαθά, να σώζονται στο Νυν και στο Αεί, θεσμοποιούμενα. Ας πούμε πως ο Θεσμός χωρίς τον Ρυθμό και τη Σχέση είναι το cd που παίζει μουσική. Πάντα είναι το ίδιο και εμείς μπορούμε να το χορεύουμε διαφορετικά, ανάλογα με την παρέα και τα κέφια μας. Η σύναξη της τριάδας όμως είναι σαν να παίζει μουσική η κομπανία και να χορεύουμε “ζωντανά”, ανάλογα με τα κέφια μας και την παρέα. Πότε έχουμε περισσότερες δυνατότητες να γλεντήσουμε καλύτερα απολαμβάνοντας τη μουσική; Με το cd ή με την κομπανία;



Συμπερασματικά παραδείγματα

Και στην Ύδρα υπάρχει τάξη, μέθοδος, οργάνωση, ουδετερότητα, αποτελεσματικότητα. (Αν δεν υπήρχε θα είχε προ πολλού πεινάσει, διψάσει, καταρρεύσει, καταστραφεί). Μόνο που είναι διαφορετικές και δεν αναγνωρίζονται από τον “κανονισμένο” και “παγωμένο” νεωτερικό οφθαλμό μας. Ευκολία υπάρχει και στην Ύδρα, μόνο που είναι άλλης τάξεως και δεν αναγνωρίζεται από το τεχνοσυστημικό προκρούστειο ...σκάνερ μας.

Συμβαίνει δηλαδή ότι και στην υπόλοιπη ζωή μας: αν, πχ, αποφασίσουμε να φτιάξουμε ψωμί στο σπίτι μας νομίζουμε ότι είναι πιο εύκολο να το φτιάξουμε στον αρτοπαρασκευαστή γιατί τάχα δεν θα κουραστούμε να το ζυμώσουμε και να το ψήσουμε. Το δε ζύμωμα και το ψήσιμο θεωρούνται “κόπος” από χέρι! Δεν υπολογίζουμε όμως την διαδικασία να τον πλύνουμε, να τον συντηρήσουμε και να το φυλάξουμε. Συνήθως δεν υπολογίζουμε και το κόστος να τον αγοράσουμε. Μα, θα μου πείτε, μπορώ να βάλω τη φιλιππινέζα να κάνει όλα αυτά τα άχαρα. Ναι, θα σας πω εγώ, αλλά τότε εσείς πρέπει να δουλέψετε περισσότερο για να πληρώσετε την φιλιππινέζα και σε περιβάλλον μάλλον χειρότερο από εκείνο του σπιτιού σας, το οποίο, για να είναι σπίτι σας το έχετε διαμορφώσεις έτσι που να είναι καλύτερο από τη δουλειά σας. Δεν θεωρείται δε πιθανό, η φιλιππινέζα να διαθέτει σπίτι καλύτερο από το δικό σας· πράγμα που πάει να πει πως το της φιλιππινέζας εργασιακό περιβάλλον είναι καλύτερο από το σπιτικό της περιβάλλον· σε αντίθεση με σας που συμβαίνει το αντίθετο. Άρα, η σύνδεση σας με το σύστημα βιοπορισμού σας- με τη δουλειά σας- γίνεται με όρους αντίστροφους και σαφώς χειρότερους από εκείνους με τους οποίους γίνεται της φιλιππινέζας! Ενώ εκείνη εξασφαλίζει τον Ζην της διαχειριζόμενη μέρος του δικού σας Ευ Ζην, εσείς εξασφαλίζετε το Ζην σας...πέρα και μακριά από το Ευ Ζην, το δικό σας ή των άλλων. Μπιέν;

Μη νομίζεται λοιπόν πως η φιλιππινέζα είναι “φθηνή λύση” επειδή τα “βρίσκετε αλλιώς” στη χρηματική αμοιβή της και επειδή εσείς “κερδίζετε” πιο πολλά από εκείνη. Αν το νομίζετε αυτό οφείλεται στο ότι δεν λογαριάζετε τα άλλα κόστη τα οποία συνήθως δεν ποσοτικοποιούνται, δεν σταθμίζονται και άρα δεν γίνονται ορατά στον γυμνό μας νεωτερικό οφθαλμό, ο οποίος εθίστηκε να κοιτάει ποσότητες και μάλιστα όχι όλες τις ποσότητες. Τις ποιότητες τις αφήνει, μονίμως, απόξω και κάνει τον έξυπνο κι από πάνω!

“Οι μεγάλοι αγαπούν τους αριθμούς. Σαν τύχει να τους μιλήσετε για ένα καινούριο φίλο, εκείνοι δεν σε ρωτάνε ποτέ για κάτι το ουσιαστικό. Δεν σου λένε ποτέ: «Ποιος είναι ο τόνος της φωνής του; Ποια παιχνίδια του αρέσουν; Κάνει συλλογή με πεταλούδες;». Εκείνοι σας ρωτούν: «Πόσων χρονών είναι; Πόσα αδέλφια έχει; Ποιο είναι το βάρος του; Πόσα κερδίζει ο πατέρας του;» Τότε μόνο πιστεύουν ότι τον ξέρουν. Αν πείτε σε κάποιο από τους μεγάλους: «Είδα ένα σπίτι με ροζ τούβλα, γεράνια στα παράθυρα και περιστέρια στη στέγη", ποτέ δεν θα τα καταφέρει να φανταστεί αυτό το σπίτι. Πρέπει να του πεις: «Είδα ένα σπίτι που αξίζει πάνω από εκατό χιλιάδες φράγκα». Τότε εκείνος θα φωνάξει; «Πόσο όμορφο είναι!»”[vii]

Λογαριάζοντας μόνο τις ποσότητες είναι εύκολο να κάνει γυφτο-γιάπικους λογαριασμούς “κόστους-ωφέλους”, “οδύνης-ηδονής” και “διαχείρισης του κινδύνου”(!) Επομένως, ο νεωτερικός μας ανόητος οφθαλμός, μπορεί τάχα να ισχυριστεί ότι υπολογίζει με ακρίβεια τι είναι “εύκολο” και τι είναι “δύσκολο”.

Μα είναι στις ποιότητες που εντάσσεται η Ομορφιά της Ζωής! Εκεί, στις ποιότητες, βρίσκεται το Ευ Ζην της χαμωζωής μας! Κι εκεί δεν φτάνει ποτέ η ματιά εκείνου του οφθαλμού. Εκεί χρειάζονται τα “μάτια της ψυχής” τα οποία μάλιστα πρέπει να είναι “πάντα ανοιχτά πάντα άγρυπνα”! Και η αλεπού επιμαρτυρεί:

- Γεια σου, είπε η αλεπού. Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: δεν βλέπει κανείς πολύ καλά παρά μονάχα με την καρδιά. Ότι είναι σημαντικό, δεν το βλέπουν τα μάτια.

- Ότι είναι σημαντικό δεν το βλέπουν τα μάτια, επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται.

- Είναι ο χρόνος που έχεις χάσει για το τριαντάφυλλό σου και που το κάνει τόσο σημαντικό.

- Είναι ο χρόνος που έχω χάσει για το τριαντάφυλλό μου... έκανε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται.

- Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει αυτή την αλήθεια, είπε η αλεπού. Όμως εσύ δεν πρέπει να την ξεχάσεις. Να γίνεις υπεύθυνος για πάντα εκείνου που έχεις εξημερώσει. Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό σου...

- Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό μου... επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας, για να μην το ξεχάσει.”


Πηγή: Αντίφωνο 1η Μαρτίου 2013



Σημειώσεις:


iΚάτω από τα μπόλντ γράμματα του κειμένου υπάρχουν υπερσύνδεσμοι...ενδεχομένως και υπερ-συν-θεσμοί.

ii Σκηνοθεσία: Kirk Jones, Σενάριο: Emma Thompson, Christianna Bran, Έτος παραγωγής: 2005

iiiΖακ Ελλύλ, Τεχνικό Σύστημα, μετάφραση Γιάννης Δ. Ιωαννίδης, Εκδ. Αλήστου Μνήμης, σελ. 26

ivΔάνειο από στίχο του μακαρίτη Μ. Ρασούλη

vΑντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ, Ο Μικρός Πρίγκιπας. Εμείς, τα τυπικά, καλό είναι να αρχίσουμε να μαθαίνουμε να τα λέμε “χρονολειτουργικό εορτολογικό αλγόριθμο του βυζαντινού πολιτισμού”. Έτσι θα αρχίσουμε να θυμόμαστε αυτά που έχουμε ξεχάσει.

viΒλέπε Κ. Καραβίδας, Σοσιαλισμός και Κοινοτισμός, Αθήναι 1930, σελ 48

viiΑντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ, Ο Μικρός Πρίγκιπας.

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2021

Μια κουταλιά κατράμι σε μια καρδάρα γάλα με πένες από κουτόχορτο

Η συζήτηση για τον χαρακτήρας της Επανάστασης του 1821 και μερικά αχαρακτήριστα χαρακτηριστικά της






Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής




Ένας φίλος, νέος στην ηλικία, με φλογερό πατριωτικό ταμπεραμέντο, μού έστειλε το εν λόγω βίντεο (κλικ), ως βάση για συζήτηση, μάλλον ως βάση για την περαιτέρω συζήτησή μας, αφού εκείνη έχει ξεκινήσει από πολύ μακρύτερα, από την παρουσία των Ελλήνων Αρβανιτών στον χώρο της Νοτίου Ελλάδας και την εθνική τους ταυτότητα.

Πριν καλά-καλά τελειώσει, αποφάσισα ότι χρειάζεται μια διεξοδική απάντηση, προκειμένου να τιμήσω την εκτίμησή του στο πρόσωπό μου και την μεγάλη του έφεση να στοχάζεται ελεύθερα πέρα από στερεότυπα και προκαθορισμούς.


Εκείνο που μου έκανε αμέσως εντύπωση στην τοποθέτηση του Μ. Μελετόπουλου ήταν η ευθεία και εκ των προτέρων επίθεση στον Κορδάτο. Πριν λίγο καιρό, παλιός και γνωστός... καιροσκόπος της πολιτικής και της δειμοσιογραφίας είχε χρησιμοποιήσει με παρόμοιο τρόπο τον Κορδάτο στα επιχειρήματά του. Ήταν ένας επί πλέον λόγος που με...ιντριγκάρησε.

Γεννιέται λοιπόν τον εύλογο ερώτημα, “γιατί από Κορδάτου”, κι όχι “από θεού”, άρχεται η συζήτηση και τι, τέλος πάντων, έχει πει αυτό ο άνθρωπος, και όλοι θεωρούν ότι πρέπει να κάνουνε σεφτέ στις τοποθετήσεις τους με το όνομά του;


Τι πραγματικά είπε ο Κορδάτος


Ο Γιάνης Κορδάτος έγραψε για την Επανάσταση του 1821 με αφορμή τα 100 χρόνια και τον εορτασμό τους. Το 1924 εκδόθηκε το βιβλιαράκι του με τίτλο Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, από τον εκδοτικό οίκο Γ. Ι. Βασιλείου, στην Αθήνα.

Πρόκειται για ένα μικρό βιβλίο, με λιγότερο από 200 σελίδες, ένα δοκίμιο, όπως ο ίδιος λέει, μικρή περίληψη του υλικού που έχει μαζέψει για το μεγάλο θέμα της Επανάστασης. Αποφασίζει να το δημοσιεύσει γιατί θεωρεί ότι έρχονται καιροί με μεγάλη κοινωνική ένταση, οπότε δεν θα διαθέτει χρόνο για γράψιμο και έρευνα. Τότε είναι που το ΣΕΚΕ μετασχηματίζεται σε ΚΚΕ και ο ίδιος είναι, συν τοις άλλοις, μπλεγμένος σε εσωκομματικές έριδες και συγκρούσεις. Είναι το δεύτερο βιβλίο του, στη μεγάλη σειρά του συγγραφικού του έργου και τόσο πρώιμο που κατ' απαίτηση του εκδότη του συντάσσεται στην καθαρεύουσα. Ο Κορδάτος τότε είναι 34 χρονών.

Στην εκεί Εισαγωγή λοιπόν, η οποία γράφεται τον Ιανουάριο του 1924, μόλις στη σελίδα δ', ο σημαντικός, τολμηρός και πρωτοπόρος αυτός ιστορικός, βάζει μια σημείωση:


«Τα επί των ημερών μας “εθνικά” κινήματα των Ινδιών, της Αιγύπτου κλπ υπ' αυτήν την έννοιαν πρέπει να ερμηνεύονται. Οι υπόδουλοι ε θ ν ι κ ώ ς λαοί της Ανατολής επαναστατούντες κατά των Ευρωπαίων κυριάρχων των (Αγγλίας κλπ) ασυνειδήτως ακολουθούν εντοπίαν ηγέτιδα οικονομικώς τάξιν (αστικήν) η οποία λόγω της οικονομικής της θέσεως ζητεί την εθνικήν ανεξαρτησίαν της υποδουλωμένης εις τους ξένους χώρας, “εν ονόματι του υποδούλου λαού” δι' ίδια κυρίως συμφέροντα, η οποία όμως προπαγανδίζει και ενισχύει την ιδέα της “εθνικής” εξεγέρσεως δια μυστικών οργανώσεων, προκηρύξεων, ταραχών κλπ, δημιουργούσα ούτω εις όλον τον λαόν την ιδέαν της δια βιαίων μέσων απελευθερώσεως εκ του του ξένου ζυγού, δημιουργούσα έτσι επαναστατικήν ψυχολογίαν παρά τω λαώ, τον υποκείμενον παράγοντα της επαναστάσεως. Εδώ θα έπρεπε ακόμη να προσθέσωμεν ότι η Επανάστασις του 21 πρέπει να λέγεται “Εθνική” προς διάκρισιν αυτής από τας Κ ο ι ν ω ν ι κ ά ς Ε π α ν α σ τ ά σ ε ι ς (Αγγλική 1648-87), Γαλλική (1789), Ρωσική (1917). Αι “κοινωνικαί” Επαναστάσεις δεν αποβλέπουν εις την κατάλυσιν ξένου ζυγού (κυριάρχου) αλλά την ανατροπήν εκ των κάτω της δ ι κ τ α τ ο ρ ί α ς της κρατούσας (κυβερνώσης) τάξεως, προϋποθέτουν δε πάντα την εθνικήν ανεξαρτησίαν της επαναστατούσης χώρας».


Αυτά λέει ο Κορδάτος, εκείνες τις ημέρες που πέθανε ο Λένιν στη Ρωσία, και μαζί με τον τίτλο, δεν αφήνει σε κανέναν το περιθώριο να παραποιήσει τα λόγια του για τον χαρακτήρα της Επανάστασης.

Σε κανέναν; Όχι ακριβώς! Εκτός εκείνων που διαθέτουν έναν “αλγόριθμο” στον εγκέφαλό τους.


Εθνική είναι, λοιπόν, η Επανάσταση του 21 και μάλιστα με Έψιλον κεφαλαίο. Έχει όμως και “κοινωνική σημασία”.

Και δεν είναι ο,τι καλύτερο για έναν που ευαγγελίζεται την αλήθεια στην ιστορική του ανάλυση να την ξεκινάει με μια παραχάραξη, μια συκοφαντία και μια πλαστογραφία.


Από κει και πέρα, ο Κορδάτος, προχωράει στην ιστορικο-υλιστική ανάλυση του θέματος, κάνει μάλιστα για θεωρητικές αναγωγές, φέρνει στοιχεία και παραδείγματα, αλλά κυρίως επιμένει στην εξέταση των ιστορικών ζητημάτων στον συγκεκριμένο “χώρο και χρόνο” του καθενός απ' αυτά.

Έτσι, εφαρμόζοντας την αρχή αυτή και στον ίδιο, θεωρώ ότι δεν μπορούμε παρά να θαυμάσουμε την αναλυτική του ικανότητα, όπως και την τόλμη του, να διατυπώνει, τότε και εκεί, όλα αυτά που εμείς σήμερα χρησιμοποιούμε ευρύτατα και είναι κοινός τόπος. Π.χ., την ανάλυση του Μ. Μελετόπουλου για το Ναυαρίνο, θα την “ζήλευε” και ο ίδιος ο Κορδάτος αφού δεν απέχουν πολύ οι αντιλήψεις των ανδρών για τα κίνητρα και τις βλέψεις των Μεγάλων Δυνάμεων.

Το ότι ο Κορδάτος κάνει λάθη, και μερικές φορές το παρακάνει, δεν χωράει αμφιβολία. Τα λάθη του είναι μάλιστα ασυνέπειες σ' αυτή την ίδια τη μέθοδο που προτείνει. Ενώ κάνει λεπτές διακρίσεις και εμβαθύνει σε κάποια ζητήματα, σε κάποια άλλα τα “ισοπεδώνει”. Ενώ επιμένει στη συγκεκριμένη σε τόπο και σε χώρο εξέταση, κάπου αλλού, την απεμπολεί και έτσι προσπαθεί να “στριμώξει” τα πάντα μέσα στο σχήμα “αντιδραστική φεουδαρχία- επαναστατική αστική τάξη”, κατατάσσοντας “μοιραία” τον Κολοκοτρώνη στην αντίδραση. Από την άλλη, από τότε ακόμη είναι σε θέση να διακρίνει τη διαφορά της φεουδαρχίας στο Βυζάντιο και τη Δύση, χωρίς όμως να μπορεί να διακρίνει την ανισοκατανομή της μέσα στο ίδιο το Βυζάντιο.

Ή, άλλο παράδειγμα, στη θυελλώδη του επαναστατική έξαρση, που όμως είναι για λογαριασμό της αστικής τάξης, “ισοπεδώνει” πολλά στοιχεία των Κοινών και του αυτοδιοίκητου των Ελλήνων, κατατάσσοντάς το, επίσης στους θεσμούς της φεουδαρχίας, χωρίς να διακρίνει ότι ήταν ένα αντίβαρό της, το οποίο, εξετράπη και εκφυλίστηκε στο τέλος της τουρκοκρατίας. Της τουρκοκρατίας που στο κάτω-κάτω δεν ήταν, όπως δεν ήταν και η φεουδαρχία, ισοκατανεμημένη ούτε στον χώρο ούτε στον χρόνο.


Η αβανιά στέκει σε δυο ποδάρια


Η αβανιά, η συκοφαντία για την τάχα συκοφαντία όμως, έχει δυο ποδάρια. Το ένα το περιγράψαμε παραπάνω. Το άλλο είναι η λέξη που χρησιμοποιείται. Το επίθετο που προσδιορίζει τον χαρακτήρα. Αντί του “κοινωνικού” που χρησιμοποιεί ο Κορδάτος, χρησιμοποιείται το “ταξικό”. Τυχαίο; Κάθε άλλο, θα έλεγα.

Δεν είναι τυχαίο γιατί πρώτα-πρώτα επαναλαμβάνεται από διάφορους. Όχι μόνο τυχαίο δεν θα έλεγα ότι είναι αλλά και ότι πρόκειται για “γραμμή”, για ντιρεκτίβα. Πώς τους ήρθε και όλοι αναφέρονται στον Κορδάτο και μάλιστα με τους ίδιους όρους; Έγιναν τάχα τα κείμενά του τα πλέον διαδεδομένα στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό ή τάχα ο ελληνικός λαός υιοθέτησε τις “ταξικές” του απόψεις; Ο ίδιος ο Μελετόπουλος μάς λέει ότι τα γκάλοπ δείχνουν το αντίθετο. Κι αν κυβερνάνε κάποιοι με τα γκάλοπ γιατί να μη φιλοσοφούν επί της Ιστορίας κάποιοι άλλοι με γκάλοπ;

Ο όρος “ταξικός χαρακτήρας” δεν χρησιμοποιείται τυχαία. Χρησιμοποιείται ακριβώς για να γίνει η σύνδεση στο μυαλό του λαού με εκείνους που προτάσσουν το ταξικό παντού και πάντα. “Εκείνοι”, είναι ένα κομμάτι της Αριστεράς, ο “από μηχανής θεός” όλων αυτών των αντιπάλων της, που προθύμως “κρατάει το στηλιάρι από το άλλο άκρο του”, ή, για να το πούμε αλλιώς, αποτελεί τον συμπαίκτη τους στο τερέν. Εκείνοι είναι το “πινγκ” και οι άλλοι είναι το “πονγκ”. Και οι δύο μαζί μας παίζουνε “πινγκ-πονγκ” το “ταξικό με το εθνικό”.

Σε τι διαφέρουν; Μα στη πλευρά του τερέν. Στα σετ, βέβαια, την αλλάζουν κι αυτή. Διαφέρουν όπως οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Διαφέρουν όπως το εκμαγείο και η μήτρα του.

Είπε ο Κορδάτος για κοινωνικό, λένε αυτοί ότι είπε για ταξικό. Τι καταλαβαίνει κάποιος αν δεν έχει εντεταμένη την προσοχή του; Του αφήνεται το περιθώριο να σκεφτεί ότι σε όλη του την ανάλυση ο Κορδάτος μιλάει, υπερασπίζεται και εκθειάζει την “επαναστατική αστική τάξη”, στην οποία, τότε στην άνοδό της, οι μαρξιστές αναγνωρίζουν προοδευτικό και άκρως θετικό ρόλο στην διαμόρφωση της τύχης των λαών; Ή νομίζει ότι ο κομμουνιστής Κορδάτος μιλώντας για το ταξικό εννοεί το προλεταριάτο; Τι λένε τα γκάλοπ επί του θέματος;



Το κοινωνικό του εθνικού


Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά.

Γιατί η κοινωνική σημασία μιας επανάστασης, εν προκειμένω της Ελληνικής Επανάστασης, είναι συκοφαντία όπως συκοφαντικά ισχυρίζεται ο Μελετόπουλος;

Υπάρχει κάποια πολιτική πράξη, η οποιαδήποτε, με εσωτερικό ή εξωτερικό κίνητρο και στόχευση, που να μην έχει κοινωνική διάσταση;

Τι είναι το έθνος που αντιπαρατίθεται εξ ορισμού στην κοινωνία;

Τι είναι η κοινωνία που αντιπαρατίθεται εξ ορισμού στο έθνος;

Τι να το κάνουμε το έθνος αν δεν προτείνει μια ανθρώπινη κοινωνία;

Τι κοινωνία είναι αυτή και πόσο καλή μπορεί να είναι αν δεν απευθύνεται και δεν υποδέχεται το έθνος;

Όλοι αυτοί που κάνανε την επανάσταση, κι εκεί συμφωνούμε ότι προέρχονται απ' όλες τις τάξεις, δεν είχαν στο μυαλό τους τη βελτίωση της κοινωνίας;

Μια ελεύθερη Ελλάδα, ανεξάρτητα πώς την επιδιώκει ο καθένας και πως την φαντάζεται, δεν είναι εξ ορισμού μια καλύτερη κοινωνία από την τουρκική;

Το ίδιο το σύνθημα της Επανάστασης, “ελευθερία ή θάνατος”, δεν ιδρύει αυτοστιγμεί μιαν άλλη κοινωνική αντίληψη και ταυτόχρονα ένα άλλο “έθνος”, εκείνο των “εταίρων” που προτιμούν “μιας ώρας ελεύθερη ζωή” από “σαράντα χρόνους σκλαβιά και φυλακή”;

Τι είναι η πατρίδα μας;

Μην είναι ένα αφηρημένο χρέος στους ενδόξους προγόνους μας που οφείλουμε να ξοφλήσουμε, γενικώς και αορίστως, χωρίς να εγκαθιδρύσουμε ένα άλλο πολίτευμα, μια άλλη πόλη;

Υπάρχει κάποιος επαναστάτης, όπου γης, αρχής γενομένης από την Αϊτή των σκλάβων, που μας αναγνώρισε ως κράτος πρώτη, που να μην συνδέει την απελευθέρωση με μια καλύτερη κοινωνία;

Τα συντάγματα, που ψηφίζουν οι Συνελεύσεις, οι ίδιες οι πρωτόλειες επαναστατικές διακηρύξεις, δεν στοχεύουν σε μια άλλη κοινωνία, η οποία μάλιστα θα τους χωράει όλους, αφού όλοι αποτελούν το έθνος;

Φτάνουμε μέχρι να χαρακτηρίσουμε την Επανάσταση “θρησκευτική” αλλά θεωρούμε συκοφαντία να της αναγνωρίσουμε κοινωνική διάσταση;

Αλήθεια, τι λένε τα συντάγματα που εκκινούν μάλιστα από την Αγία Τριάδα, για τις άλλες θρησκείες; Μπορεί να δεχτεί η ΕλληνοΟρθόδοξη Εκκλησία ότι είναι κάτι σαν το Ισλάμ και κάνει επαναστάσεις για να επιβληθεί; Μπορεί να επιβληθεί ο χριστιανισμός με επανάσταση; Χαμένος πήγε ο Ιησούς που κάθισε και σταυρώθηκε και δεν είπε και στους άλλους αποστόλους να τραβήξουν τη μάχαιρά τους μαζί με τον Πέτρο εκείνο το βράδυ στο όρος των Ελαιών; Ή μήπως εκεί ο Μελετόπουλος συμφωνεί με τον Κορδάτο, ο οποίος, σε ένα άλλο έργο του (Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός) ισχυρίζεται ότι ο Ναζωραίος ήταν κοινωνικός επαναστάτης και ετοίμαζε ένοπλη εξέγερση; Όταν δεν έχει καταχωρηθεί στην Ιστορία η Μουλβία Γέφυρα ως “θρησκευτική επανάσταση”, θα καταχωρήσουμε την Επαναστάστη του 21 ως τέτοια; Θα ανακηρύξουμε και αγίους τους αγωνιστές; Τελικά, θα καταντήσουμε τον χριστιανισμό “εθνική θρησκεία”, για να έχουν οι εθνικιστές την “άνωθεν βοήθεια”; Η έκπτωση του οικουμενικού χριστιανισμού της Ανατολής και της Ορθοδοξίας σε εθνική ιδεολογία είναι ή δεν είναι αίρεση; Είναι ή δεν είναι καπηλεία; Είναι ή δεν μηδενισμός, ο οποίος, θρέφει ευθέως αναλόγως τον εθνομηδενισμό; Γίνεται ή δεν γίνεται κάποιος στρατολόγος του εθνομηδενισμού όταν επιχειρεί να καπηλευτεί έτσι εθνικά στοιχεία; Είναι ή δεν είναι η εθνοκαπηλεία, εν τέλει, ΤΑΞΙΚΗ και ταξικότατη πολιτική;



Το εθνικό του κοινωνικού


Ας πάμε τώρα, όμως, στην άλλη πλευρά του τερέν.

Υπάρχει επανάσταση, όπου γης, που λύνει κοινωνικά ζητήματα και δεν έχει εθνικές διαστάσεις;

Ακόμα και η “λιτή” και “ψιλή” επανάσταση του Σπάρτακου, είχε και κοινωνική είχε και ένα είδος εθνικής διάστασης. Ήθελαν, με πρώτο τον Σπάρτακο, να γυρίσουν στις πατρίδες τους, στα τότε έθνη, εκεί δηλαδή που ο Κοινός Λόγος είναι και δικός τους λόγος, και τους κάνει να νιώθουν ως να έχουν δική τους θέληση και σκέψη.

Ποια αμιγής κοινωνική επανάσταση από τις τρεις που αναφέρει ο Κορδάτος, αλλά κι από εκείνες που μπορούμε να σκεφτούμε εμείς, δεν είχε εθνική διάσταση και μάλιστα άκρως σημαντική;

Δεν είχε η Κουβανέζικη, η Κινέζικη, η Βιετναμέζικη; η καθαρόαιμη Μπολσεβίκικη του Οκτώβρη;

Μπορεί να πει κανείς ότι, ακόμα και η Κομμούνα του Παρισιού στις 70 ημέρες της, δεν είχε εθνική διάσταση και μάλιστα τέτοια ώστε να είναι περήφανοι, σήμερα, όλοι οι Γάλλοι; Θα ήταν το Παρίσι η “πόλη του φωτός” αν δεν είχαν υπάρξει αυτές οι κοινωνικές εξεγέρσεις, οι επαναστατικές παραδόσεις του 18ου και 19ου αιώνα και η φωτεινή ουρά που άφησαν πίσω τους; Τι θα μπορούσε να θαυμάσει κανείς, σήμερα, από την Γαλλία αν είχε να επιδείξει μόνο το αποικιοκρατικό παρελθόν της;

Κατ' αναλογίαν και η Αγγλία. Ο Κρόμβελ ήταν μόνο ένας κοινωνικός μεταρρυθμιστής ή και ένας εθνικός; Μπορούσε η Αγγλία να γίνει κοσμοκράτειρα αν παρέμενε φεουδαρχική;


Το ταξικό του κοινωνικού


Όταν ένας λαός είναι σκλάβος ποιος υποφέρει περισσότερο; Οι πολλοί ή οι λίγοι;

Ποιοι είναι οι λίγοι και ποιοι είναι οι πολλοί;

Οι πλούσιοι είναι λίγοι. Οι φτωχοί είναι πολλοί. Πόσοι από τους πλούσιους υποφέρουν περισσότερο στη σκλαβιά; Οι λιγότεροι ή οι περισσότεροι; Πόσοι από τους φτωχούς υποφέρουν περισσότερο; Οι λιγότεροι ή οι περισσότεροι;

Ποιοι έχουν μεγαλύτερο ΚΙΝΗΤΡΟ να αγωνιστούν και να θυσιαστούν; Εκείνοι που μπορούν να γλιτώσουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ή εκείνοι που βρίσκονται στην πιο δεινή θέση; Τι μάς λέει ο Θούριος επ' αυτού; Γιατί αφιερώνει στίχους για να δείξει ότι όπου κι αν είσαι, ότι αξίωμα κι αν έχεις, αν δεν έχεις μια ελεύθερη πολιτεία δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για τη ζωή σου; Μήπως ακριβώς γιατί αυτοί, οι αξιωματούχοι, οι οφικιάλοι, οι δραγουμάνοι, οι πασάδες, κλπ είναι πιο εύκολο να δελεαστούν και να συμβιβαστούν με τον δυνάστη;

Όταν ένας λαός είναι σκλάβος ποιος δίνει τα περισσότερα; Οι λίγοι πλούσιοι ή οι πολλοί φτωχοί;

Ποιος είναι περισσότερο ευάλωτος; Ο πλούσιος ή ο φτωχός; Και ποιος είναι ο λιγότερο τρωτός; Ο φτωχός ή ο πλούσιος; Το ότι κάποιοι πλούσιοι μπορούν να τα χάσουν όλα, ακριβώς όπως ο κάθε φτωχός, αναιρεί τον κανόνα; Ή τον επιβεβαιώνει ακριβώς γιατί, όταν ο πλούσιος τα χάσει όλα, θα τα χάσει γιατί αντιστάθηκε στον τύραννο και όχι γιατί τα βρήκε μαζί του και του παρείχε υπηρεσίες;

Και τι άλλο έχει να αρπάξει ο τύραννος από τα λίγα που έχει ο φτωχός, ώστε να μπορέσει τάχα κι αυτός να περισώσει κάτι;

Μπορούμε, μετά από όλα αυτά, να καταλήξουμε ότι, γενικά, οι φτωχότεροι, οι περισσότερο κοινωνικά αδικημένοι και δοκιμαζόμενοι είναι περισσότερο... επιρρεπείς στις επαναστατικές μεθόδους αφού δεν έχουν άλλα εργαλεία στα χέρια τους να προωθήσουν το ατομικό, το οικογενειακό ή το κοινοτικό τους συμφέρον;


Το κοινωνικό του ταξικού


Και πάλι ας αλλάξουμε πλευρά στο τερέν.

Υπάρχει περίπτωση να υπερασπιστεί κανείς τα ταξικά του συμφέροντα αν δεν έχει κοινωνικούς, ήγουν ταξικούς, συμμάχους;

Υπάρχει περίπτωση να επικρατήσει μια κοινωνική επανάσταση, ακόμα και μεταρρύθμιση, αν δεν συνεργαστούν πολλές κοινωνικές ομάδες (τάξεις) για την επιτυχία κάποιων σκοπών που είναι κοινοί, αφήνοντας στην άκρη τους σκοπούς εκείνους που δεν είναι κοινοί και προκαλούν αντιπαλότητες;

Είναι λογικό ότι μπροστά σε έναν πανίσχυρο αντίπαλο, οφείλουν, όλες οι κοινωνικές αυτές ομάδες, να συνασπίζονται για να τον εξουδετερώσουν;

Προάγει αυτό την κοινωνία ή την βλάπτει;

Η συνεργασία αυτή των τάξεων και μάλιστα όταν πρόκειται για την απελευθέρωση και την επανίδρυση της πατρίδας, μπορεί να έχει περιορισμούς; Οι πρωτεργάτες της επανάστασης θα αποκλείσουν εκείνους που δεν κάνουν ή οι ίδιοι, ο καθένας άνθρωπος και η κάθε μία ομάδα, θα αποφασίσει αν θα πρέπει να πάρει μέρος ή δεν θα πρέπει;

Όλοι όσοι συμμετέχουν στην επανάσταση, χάνουν τις άλλες ιδιότητές τους και τα συμφέροντα; Παύουν να είναι άνθρωποι και είναι νεφελώματα αγνώστου και απροσδιορίστου κοινωνικού φύλου; Οι τάξεις αυτοκαταργούνται όταν πρόκειται να εκτελέσουν την ύψιστη λειτουργία τους; Ή μήπως οι τάξεις δεν υπάρχουν τη χρονιά που ο Μαρξ γεννιέται και ανακαλύπτονται μετά, όταν 28ετής γράφει το Μανιφέστο;

Όταν μιλάει κανείς και ξαναμιλάει για τους εμφυλίους πολέμους της Επανάστασης, στην πραγματικότητα δεν μιλάει για την κοινωνική και, κατ' επέκτασιν, ταξική διάσταση της Επανάστασης;  Ο Κολοκοτρώνης δεν είναι αυτός που σώζει τους προεστούς από τον λαό; Ο λαός με τον Οικονόμου δεν ξεσηκώνεται στην Ύδρα και εκβιάζει την επανάσταση; Οι δημοκρατικές Σπέτσες και τα αναλόγως δημοκρατικά Ψαρά δεν είναι πιο πρόθυμα στις κοινές ενέργειες από την απολυταρχική Ύδρα των Κουντουριωταίων; 

Η ύπαρξη πολλών και διαφόρων προσώπων από όλες τις κοινωνικές ομάδες καθορίζει τον κοινωνικό ή τον εθνικό χαρακτήρα της επανάσταση; Στην κοινωνική Γαλλική επανάσταση δεν υπήρχαν ευγενείς και φεουδάρχες, προδότες της τάξης τους αλλά πατριώτες σε όλα τ' άλλα; Ή μήπως, όλες οι εθνικές επαναστάσεις και απελευθερωτικοί αγώνες δεν είχαν μια σημαντική κοινωνική ομάδα αντίπαλο και συνεργάτη των κατακτητών, κοινωνική ομάδα με δομή, ηγεσία και κοινωνική βάση (ένα κάποιο λαϊκό έρεισμα);

Τι απλοϊκή αντίληψη είναι αυτή για το έθνος, όταν λέμε ότι το εθνικό καθορίζεται από το πού πάνε οι πολλοί και όχι από την ίδια τη στρατηγική της επανάστασης;


Συνοψίζοντας τα θεωρητικά του χαρακτήρα των επαναστάσεων


Ο χαρακτήρας της επανάστασης (κάθε επανάστασης) καθορίζεται από τους εξής παράγοντες:


  1. Από τις κινητήριες δυνάμεις της.. Ήτοι από τις κοινωνικές ομάδες που έχουν ζωτικά συμφέροντα να πάρουν μέρος. Επειδή οι κοινωνικές ομάδες δεν είναι οι ίδιες αλλά διαφέρουν σε πολλά, διαφορετική είναι και η επίδρασή τους, η προσφορά τους και οι αξιώσεις τους.

  2. Από την κατεύθυνση της κύριας προσπάθειας, τον εχθρό που στοχεύουν και την καταστροφή και εξουδετέρωση του οποίου επιδιώκουν. Από την πολιτεία και το πολίτευμα που θα βάλουν στη θέση του αντιπάλου που θα εξουδετερώσουν.

  3. Από τον διεθνή συσχετισμό των δυνάμεων και από τις γειτονικές χώρες και περιοχές με τις διεργασίες και τα κινήματα που λαμβάνουν εκεί χώρα.

  4. Από τη φάση, ιστορική-κοινωνική-οικονομική, της τοπικής και της διεθνούς κοινωνικής εξέλιξης κατά τη στιγμή της επαναστατικής κρίσης.



Μερικά ακόμη ζητήματα


α) Σε πολλά πράγματα μπορεί να συμφωνήσει κανείς με τον Μ. Μελετόπουλο. Ένα είναι η θέση του για το Ναυαρίνο. Κι εκεί είναι που εντυπωσιάζεται κανείς. Ενώ κάνει μια τόσο λεπτομερή ανάλυση για τα συμφέροντα των Μεγάλων, πώς είναι δυνατόν να αρνείται την ύπαρξη της κοινωνικής διάστασης στην επανάσταση που εκείνοι με χίλιους τρόπους προσπαθούν να αποτρέψουν; Γιατί ο Μέτερνιχ μαίνεται; Γιατί το Λάυμπαχ ορίεται; Δεν είναι βαθύτεροι κοινωνικοί λόγοι; Εκείνη την χρονιά δεν είναι που έχουν συντρίψει την επανάσταση στη Νότια Ιταλία; Η ίδια η Ιερά Συμμαχία δεν είναι υπερεθνική ένωση κρατών για την προστασία των κοινωνικών τους καθεστώτων; Αυτός δεν είναι ο πυρήνας και της συμμαχίας τους έναντι του Ναπολέοντα που “εξαγάγει” το κοινωνικό καθεστώς της Γαλλικής Επανάστασης;

Δεν είναι πρόβλημα για έναν επιστήμονα, αλλά και έναν πατριώτη, εκείνο που αναγνωρίζει ο Μέτερνιχ, εκείνος να το αποσιωπά και να το συσκοτίζει νιώθοντας ντροπή;


Θα μπορούσε, επίσης, να συμφωνήσει κανείς στη θέση του για την αποτυχία του Ιμπραϊμ. Αν και δεν είναι αποτυχία “κατά κράτος”, όπως ισχυρίζεται -γιατί “ο Αράπης” κατάφερε τελικά να κρατήσει, και μάλιστα με τόσο οδυνηρό τρόπο για μας, την Αθήνα- γεγονός είναι ότι είχε τελματώσει, χάρη και στη δράση του στόλου μας που τον κρατούσε αποκλεισμένο, χωρίς εφεδρείες και εφόδια.


Και στο ότι οι Έλληνες δεν είναι αμελητέα ποσότητα διαχρονικά, μπορεί να συμφωνήσει κανείς.

Μπορεί όμως να μη συμφωνήσει κανείς και στο ότι υπάρχουν εξάρσεις και υφέσεις, ότι υπάρχουν άνοδοι και πτώσεις; Μπορεί κανείς να ισχυριστεί σήμερα, που Έλληνες υπέκυψαν σε μνημόνια και λοκντάουν, ότι λειτουργεί στον εγκέφαλό τους ο ίδιος “αλγόριθμος” της εποχής της Επανάστασης;

Καλό είναι να τονώνουμε την εθνική υπερηφάνεια και αυτοπεποίθηση αλλά ταυτόχρονα πρέπει να προσέχουμε από ντετερμινισμούς, αυτοματισμούς και τάχα προκαθορισμούς διάφορους. Γιατί έτσι, δεχόμενοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, την ναρκισσιστική εικόνα του “περιούσιου έθνους”, χάνουμε σε προσπάθεια κι αγώνα ενάντια στον κακό μας εαυτό. Χάνουμε χρόνο στον “καθρέφτη” και όχι στο στίβο.

[Στα “φονικά μυστήρια της κυρίας Φύσερ” εικονογραφείται ο Έλληνας της Αυστραλίας του Μεσοπολέμου, να χάνει χρόνο θαυμάζοντας το μυικό του σύστημα στον καθρέφτη ενώ η γοητευτική και χειραφετημένη κυρία Φύσερ έχοντας υποκύψει στο κάλλος του, τον περιμένει στο κρεβάτι].


β) Ακριβώς επειδή μπορεί κανείς να συμφωνήσει σε πολλά ωραία που λέγονται και αναλύονται, η αντιπαράθεση του “εθνικού” στο “κοινωνικό” συνιστά “την κουταλιά κατράμι” που αρκεί να καταστρέψει την καρδάρα με το γάλα. Ας μη ξεχνάμε ότι η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καταστράφηκε γιατί παραμέλησε αυτή ακριβώς της λειτουργία. Συγκεκριμένα, το ελληνικό έθνος που ηγούνταν στον συνασπισμό των εθνών που την απάρτιζαν, την παραμέλησε με δύο τρόπους: και προς τα μέσα και προς τα έξω. Αφ' ενός μεν επέτρεψε στους Δυνατούς να γίνουν δυνατότεροι, να αυτονομηθούν περισσότερο και να εγκυστωθούν στα ίδια συμφέροντα, αφήνοντάς τον λαό στην απόλυτη φτώχεια και δυστυχία, τόσο που να λέει “οτιδήποτε άλλο θα είναι καλύτερο”. Αφ' ετέρου δε, υπέστρεψε και αυτοπεριορίστηκε στον εαυτό του, παραμέλησε τα ηγετικά του καθήκοντα προς τα άλλα έθνη και τις εθνότητες που εκκαμινεύονταν στο καμίνι της ιστορίας, είδε την δική του σωτηρία μόνο στη δική του αυτοεπιβεβαίωση και όχι στην αυτοεπιβεβαίωση μέσω της αυθυπέρβασης, σε μια ευρεία συμμαχία εθνών που αντιτίθονταν στην ασιατική απρόσωπη πυραμιδική δεσποτεία.


γ) Τόσο πολύ τους έχει γοητεύσει όλους η αλγοριθμική σκέψη που κοτσάρουν έναν αλγόριθμο παντού. Έχουν, λέει, οι Έλληνες έναν αλγόριθμο στον εγκέφαλό τους που τους κάνει φονείς γιγάντων(!)

Εγώ καταλαβαίνω ότι γοητεύονται επειδή ο αλγόριθμος είναι ακριβής και καθορίζει με αυστηρότητα μια σειρά προκαθορισμένες, από κάποιον άλλον, ενέργειες που οδηγούν, μαθηματικά, σε ένα στάνταρ και ακριβές αποτέλεσμα.

Εκείνοι καταλαβαίνουν ότι αυτό ακριβώς ταιριάζει στον βορειοευρωπαϊκό εγκέφαλο, αλλά τα άλλα στοιχεία του αλγόριθμου, ο προκαθορισμός από αλλού και η ακρίβεια που είναι αφαιρετική, ανύπαρκτη στην ουσία της και πάντα “κατ' οικονομίαν”, δεν ταιριάζουν στον εγκέφαλο του Έλληνα; Κατανοούν ότι ακριβώς αυτό είναι που σώζει και προάγει τον Έλληνα αλλά και αυτό που τον καταβαραθρώνει γιατί δεν έχει “που να πιαστεί” στην προκρούστεια και όλο και περισσότερο αλγοριθμική και γραμμική οργάνωση της ευρωπαϊκής κοινωνίας;


δ) Αναζητώντας τις αιτίες, ο Μ. Μελετόπουλος, φτάνει στην εγκατάλειψη των ανθρωπιστικών σπουδών. Και απ' αυτές, με ένα μικρό πηδηματάκι, περιορίζεται στη γλώσσα. Χωρίς να διαφωνώ για την αξία τους αλλά και χωρίς να αρκούμαι σ' αυτή, ρωτώ: είναι λίγοι οι μηδενιστές, κι όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά ανά τον κόσμο, με φοβερές ανθρωπιστικές σπουδές; Ή μήπως η εγκατάλειψη των ανθρωπιστικών σπουδών δεν πραγματοποιείται από εκείνους τους ίδιους που σπούδασαν αυτές τις σπουδές; Ή μήπως δεν είναι εγκατάλειψη του ανθρωπιστικού πεδίου όταν κάποιος για να διατυπώσει τον ανθρωπιστικό του λόγο καταφεύγει στους αλγόριθμους και σε διάφορες απλουστεύσεις τέτοιες;

Ναι, η γλώσσα είναι σπουδαία, αλλά πώς φτιάχνεται και ποιο είναι το υποκείμενό της; Αν η γλώσσα είναι ο αμύθητος θησαυρός, το υποκείμενο που τη διασώζει και την αναπαράγει, τότε τι είναι; Είναι ή δεν είναι η κοινωνία, με την πολυποικιλότητά της, με τις αντιθέσεις, με τις τάξεις και τις διαστρωματώσεις της, με την πάλη και την ενότητα των αντιθέτων, με την διαρκή κίνηση, με τους εναλλασσόμενους τρόπους ύπαρξης, με τις πτώσεις της και τις εξάρσεις, εκείνη που τη δημιουργεί και επομένως απαιτεί την προσοχή μας και την δημιουργική σχέση μαζί της;




Ενισχύστε την έρευνα και τη διάδοση της Ιστορίας της μικρής πατρίδας

Οι τελευταίες αναρτήσεις

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αρχειοθήκη ιστολογίου