Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Ο ΕΑΜίτης του Θεού

Σύντομη παρουσίαση της δράσης του τυπογράφου της Εύβοιας 

Δημήτρης Κ. Καραγκούνη (1924-1999)



Ο τυπογράφος Δημήτρης Καραγκούνης με τον πατέρα του
κάπου στην Εύβοια 
1944


Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής


Από τις χιλιάδες σελίδες εγγράφων και βιβλίων που έχω διαβάσει για την ιστορία της Αντίστασης στην Εύβοια, προέκυψε μία μόνο αναφορά στο βιβλίο Δημητρίου Κ. Καραγκούνη, Ημερολόγιο της Κατοχής- το προσωπικό ημερολόγιο ενός τυπογράφου της Εθνικής Αντίστασης στα βουνά της Εύβοιας, Αθήνα, 1989.

Το έψαξα στη βιβλιοθήκη της Χαλκίδας και βρέθηκε, φθαρμένο και ταλαιπωρημένο, μετά από τις φιλότιμες προσπάθειες της κυρίας βιβλιοθηκονόμου.


Ο Δημήτρης Καραγκούνης ζούσε με τη φτωχή οικογένειά του στην περιοχή του Θρονίου της Φθιώτιδας. Ο πατέρας Κώστας, ένα κορίτσι η Ευαγγελία και τέσσερα αγόρια, ο Βαγγέλης, ο Δημήτρης, ο Ηρακλής και ο Γιάννης. Η μητέρα τους είχε πεθάνει.

Ιανουάριο του 1943, ο Δημήτρης, για την επιβίωσή τους, πήρε 20 οκάδες αλεύρι και με την κωπήλατη βάρκα του άρχισε ψάχνει τρόπο να το ανταλλάξει με ένα μικρό δίχτυ του ψαρέματος, σε όλα τα παραθαλάσσια χωριά της Στερεάς και της Εύβοιας.

Μετά την ανατίναξη του Γοργοποτάμου, οι Ιταλοί είχαν σκληρύνει τα μέτρα τρομοκρατίας στην περιοχή της Λαμίας και ο Δημήτρης, νέο παιδί 20 χρονών, βρέθηκε κυνηγημένος από μια ιταλική θαλάσσια περίπολο.

Κατάφερε όμως να τους ξεφύγει και με τον πατέρα, την αδερφή και έναν αδερφό, ξεκίνησε για τη Χαλκίδα. Ταξιδεύοντας μόνο νύχτα, κατάφερε να φτάσει στη Σουβάλα, μετά από οκτώ ημέρες! Η οικογένεια χώρισε, χωρίς να ξέρουν οι μεν την τύχη των δε, μέχρι την Απελευθέρωση. Ο Γιάννης και ο Ηρακλής, μείνανε στη Ρούμελη και βγήκαν αντάρτες.

Φτάνοντας στη Χαλκίδα πούλησε τη βάρκα και εγκαταστάθηκε στην πόλη, η οποία, είχε μόνο λίγους Γερμανούς και την κατοχή την ασκούσαν οι Ιταλοί με τη βοήθεια της Χωροφυλακής.

Καθώς διέθετε μόρφωση εγκύκλια και καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας λόγω της εκκλησιαστικής του παιδείας, έπιασε δουλειά στο τυπογραφείο του Χρήστου Πανταζή που βρίσκονταν στην οδό Αβάντων και Αντωνίου γωνία. Απέναντι ο Πανταζής είχε και βιβλιοπωλείο.

Όπως μας εξηγεί ο ίδιος, οι τυπογράφοι της Χαλκίδας, για να αντιμετωπίσουν την κρίση, είχαν κάνει “τραστ”, ιδιοκτήτες και τεχνίτες. Κάθε ημέρα δούλευε ένα τυπογραφείο, και ένα συνεργείο τυπογράφων. Εκ περιτροπής. Ένας από τους ιδιοκτήτες και ένας από τους τεχνίτες καθόριζαν τα οικονομικά. Ένα μέρος έπαιρναν οι ιδιοκτήτες και τα άλλα τα μοιράζονταν οι εργαζόμενοι. Έτσι κανείς δεν στερείτο ένα μικρό εισόδημα παρά την φοβερή ένδεια της εποχής. Τα τυπογραφεία της Χαλκίδας τότε ήταν του Πανταζή, του Περγάμαλη, του Μόσχου, του Πετροζέλη, του Μάτσα.

Σχεδόν όλοι τους ήταν οργανωμένοι και στο ΕΑΜ. Τύπωναν τα πάντα κάτω από τη μύτη των Ιταλών. Είχαν μάλιστα και ένα ραδιόφωνο με το οποίο ο Δημήτρης έπαιρνε τα δελτία ειδήσεων και τα τύπωνε μετά σε προκηρύξεις.


Το ημερολόγιο ξεκινάει από τις ημέρες της συνθηκολόγησης της Ιταλίας. Περιγράφει όλες εκείνες τις μέρες της έξαρσης, του λαϊκού ξεσηκωμού, όπου άνοιξαν τις φυλακές, έβγαλαν του φυλακισμένους, γιόρτασαν, πανηγύρισαν και, κυρίως, αφόπλισαν το ιταλικό σύνταγμα, φυγαδεύοντας άνδρες, όπλα και εφόδια από τα στρατόπεδα στα βουνά.

Η σύντομη αυτή απελευθέρωση κράτησε είκοσι μέρες. Από τις 14 όμως Σεπτεμβρίου, μικτά κλιμάκια Γερμανών και Χωροφυλάκων άρχισαν τις έρευνες για να βρεθούν τα τυπογραφεία που τύπωναν τόσα πολλά και ποικίλα έντυπα. Οι ζωές και τα εργαλεία τέθηκαν σε κίνδυνο.

Ο Δημήτρης, περισσότερος πρόθυμος από τους πρόθυμους, έστησε το παράνομο πιεστήριο σε ένα σπίτι της Δεξαμενής. Μα κι εκεί δεν έλειψαν οι κίνδυνοι.


Την 1η Οκτωβρίου μια μεγάλη φάλαγγα Γερμανών έφτασε στην πόλη και άρχισε να οργανώνει τη νέα και πιο σκληρή κατοχή προωθώντας δυνάμεις σε όλη τη νήσο.

Στις 11 Οκτωβρίου το τυπογραφείο μεταφέρθηκε στο Βασιλικό, 10 χιλιόμετρα προς τη Νότια Εύβοια. Εκεί μάλιστα εγκαταστάθηκε μεγαλοπρεπώς στο κτήριο της χωροφυλακής που είχε εκκενωθεί. Δυο μαστόροι, ο Δημήτρης και ο Ανδρέας Τυπούρτης, δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να στοιχειοθετούν και να τυπώνουν από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, ξενυχτώντας πολλές φορές, να μεταφέρουν τα έντυπα στη Χαλκίδα, να εξοικονομούν με χίλιους δυο κινδύνους το χαρτί και τα στοιχεία που χρειάζονταν. Μια φτωχική μερίδα φαγητό και ένα καρτούτσο κρασάκι δεν τους έλειπαν ακόμη τότε.

Τέλος Νοεμβρίου, στις 29 συγκεκριμένα, το τυπογραφείο, για το φόβο της επιδρομής, μεταφέρεται στο νεκροταφείο! Είχαν αρχίσει να ακούγονται οι φήμες ότι έρχεται ο στρατηγός Λιάκος, ο οποίος είχε ήδη αναπτύξει την δοσιλογική δράση του. Μέσα στο οστεοφυλάκιο, σε αφόρητες συνθήκες και άκρα μυστικότητα, στοιχειοθετούσαν και τύπωναν.

Τον Δεκέμβρη, μετά από κανα δυο μετακομίσεις μέσα στην ίδια περιοχή, στα σπίτια του Τάσου Μπακαρόζου και του Μήτσου Μπασούκου, και ενώ οι κίνδυνοι πολλαπλασιάζονται μέρα για την ημέρα εξακολουθούν, και το τύπωμα αλλά και τα επικίνδυνα δρομολόγια μέσα στη Χαλκίδα.

Όπως μας εξηγεί ο Δημήτρης η πόλη ήταν κλεισμένη με σύρματα από τη Λιανή Άμμο μέχρι τον Άγιο Στέφανο, θάλασσα με θάλασσα δηλαδή, και τα συρματοπλέγματα είχαν φάρδος 5 μέτρων. Μπορούσε κανείς να περάσει ανάμεσά τους ανασυκώνοντάς τα αλλά η περιοχή ήταν επιπλέον ναρκοθετημένη. Υπήρχαν δε δύο μπλόκα, που ήλεγχαν τους δρόμους προς τη βόρεια και τη νότια Εύβοια.

Την δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων ο Λιάκος φτάνει στη Χαλκίδα με καμιά εκατοστή ταγματασφαλίτες και έτσι ξεκινάει μια ακόμα χειρότερη εκδοχή της Κατοχής που θα διαρκέσει μέχρι την απελευθέρωση.

Ο Δημήτρης βγαίνει για τελευταία φορά από την πόλη στις 29/12 και το τυπογραφείο μεταφέρεται στα Αμπέλια στις 30. Σε μια αποθήκη ανοιχτή από παντού και ενώ ο χειμώνας ενσκήπτει ιδιαίτερα δριμύς με την αλλαγή του χρόνου.

Στις 8 Ιανουαρίου 1944 το τυπογραφείο μεταφέρεται σε ένα μικρό εκκλησάκι, την Αγία Σωτήρα των Φύλλων. Τώρα το συνεργείο έχει ενισχυθεί με τον Αργύρη Βαλσαμά, προκατοχικό εκδότης της εφημερίδας “Ευβοϊκός Κόσμος” και άλλους. Νηστικοί και παγωμένοι δεν σταματούν να εργάζονται. Μικρή βοήθεια λαμβάνουν από τις οργανώσεις και από τα γύρω μοναστήρια του Αη Γιώργη Αρμά και το παλαιοημερολογήτικο της Καλογερόβρυσης. Εκεί συμβαίνει ένα “περιστατικό” ανάμεσα στον Βαλσαμά, τον Δημήτρη και την εικόνα του Χριστού. Θα το προσπεράσω γιατί πρόκειται για μια εντυπωσιακή μαρτυρία και αποτελεί μόνη της ένα ξεχωριστό θέμα που δεν χωράει εδώ.

22 Ιανουαρίου το τυπογραφείο μετακομίζει στον Θεολόγο. Ελλείψει οικήματος το εγκαθιστούν κάτω από έναν πεύκο και αρχίζουν να τυπώνουν στην ύπαιθρο.

Στις 23/1, ημέρα των γενεθλίων του, και καθώς τρώνε κάτι περισσότερο από τις άλλες ημέρες της πείνας, μέσα στο πνεύμα της σύντομης ευδαιμονίας τους, ο Δημήτρης τάζει στους συναγωνιστές του ένα γεύμα στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Θα το πραγματοποιήσει πολλά χρόνια αργότερα και θα δούμε πώς.

Δεν θα περιοριστούν όμως μόνο στα τυπογραφικά τους καθήκοντα. Ένα βράδυ (26/1) κάνουν μια επιδρομή στα Φύλλα για να πάρουν το λάδι της ΕΤΑ που είχε μοιραστεί σε σπίτια για να το φυλάνε και θα πέρναγαν τα Τάγματα Ασφαλείας για να το κατασχέσουν. Περί τα 200 κιλά λάδι διασώζεται, για τις ανάγκες των αγωνιστών αλλά για τον λυχνάρι που τους φωτίζει.

Μετά από ένα μήνα σκληρής υπαίθριας τυπογραφικής δραστηριότητας, όπου δουλεύουν ξυπόλυτοι, πεινασμένοι, γυμνοί σχεδόν, κόβοντας χαρτί και στοιχειοθετώντας στο έδαφος, μεταφέρονται στη Στενή.

Ας σημειώσουμε ότι το 7ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, υπό τις διαταγές του ταγματάρχη Γιάννη Σταματάκη (Λακκιώτη) από την 1η Δεκεμβρίου, έχει ανασυγκροτηθεί και έχει αρχίσει να δίνει κάποια γερά χτυπήματα στους ταγματασφαλίτες του Λιάκου και του Παπαθανασόπουλου. Στις 14/1 έχει γίνει και ενέδρα του ΕΛΑΣ, υπό τον Σταυραετό (Γιάννη Παλάσκα) στην Κακή Σκάλα, εναντίον Γερμανικής φάλαγγας. Δεν έχει όμως ακόμη σταθεροποιηθεί και, οργανώσεις και ένοπλα τμήματα, διατρέχουν μεγάλους κινδύνους και η παρουσία του ΕΛΑΣ στην Εύβοια διακυβεύεται.

Μετά από τρεις μέρες, 13/2, αποφασίζεται το τυπογραφείο να προωθηθεί σε ακόμα πιο ασφαλές έδαφος. Αφού όμως στην κορυφή της Δίρφεος έχει πολύ χιόνι, το τυπογραφείο που τώρα διαθέτει δύο πιεστήρια μετακομίζει στα Καμπιά και από κει στους Στρόπωνες (4/3/44).

Οι Στρόπωνες τότε μπορεί, αντί για δρόμο, να είχαν ένα νεροφαγωμένο μονοπάτι, διέθεταν όμως ηλεκτρικό ρεύμα, χάρη στον Νίκο Μπαλάκα που είχε αξιοποιήσει τα νερά της νεροτριβής. Εδώ ο Δημήτρης μας απαριθμεί τα βιβλία της μικρής του βιβλιοθήκης που τον ακολουθεί παρά την πείνα και την απόλυτη ένδεια. Αυτά είναι: 1) Καινή Διαθήκη δώρο της μητέρας του, 2) Εγχειρίδιο Παγκόσμιας Λογοτεχνίας 3) Ομιλίαι Ιωνά Κιγκ 4) Ερείπια πόλεων της Αγίας Γραφής 5) Χριστιανικαί μελέται του Ξ. Μόσχου 6) Ο Χριστός και τα ανθρώπινα δεινοπαθήματα 7) Αι τελευταίαι ημέραι της Πομπηΐας και 8) Κβο Βάντις.

Δεν πρόλαβε όμως να χαρεί τις “ανέσεις” του αυτές, μετά από πολλούς μήνες, και οι ταγματασφαλίτες περικυκλώνουν το χωριό. 6 Μαρτίου, από λάθος εκτίμηση του επικεφαλής για τον κίνδυνο που διέτρεχαν, εγκαταλείπουν το τυπογραφείο με τα δύο πιεστήρια και φεύγουν προς τη Λάμαρη και τη Χιλιαδού. Από κει με καΐκι του ΕΛΑΝ θα περάσουν στη βόρεια Εύβοια.

7 Μαρτίου βρίσκονται στις Τσέργες (Γλυφάδα). Από κει Λιμνιώνα, Βλαχιά, Πήλι, Σπαθάρι, Κουρκουλούς, Λίμνη, Ροβιές, Μαρούλι, Γαλτσάδες. Στις 15/3 βρίσκονται στο Τελέθριον όρος, με ένα πιεστήριο του Χρήστου Μώρου από τη Λίμνη και παλεύοντας για ένα ακόμα από το Ξηροχώρι. Έτσι λεγόταν τότε η Ιστιαία.

Στους Γαλτσάδες εγκαθίστανται στο σπίτι του Γκρέτσκα, μα όχι για πολύ. Αναγκάζονται να κινηθούν παραπάνω και φτάνουν στο Δαφνοκούκι κι ακόμα ψηλότερα, στον “Αέρα” και στην πηγή της “Αρκούδας”.

Ο Δημήτρης περιγράφει τις σκληρές συνθήκες και τις τρομερές δυσκολίες που συναντούν στους εκτεθειμένους εκείνους χώρους που δουλεύουν, χωρίς τα στοιχειώδη. Όμως τον ανακουφίζει η φτωχική αλλά σημαντική βοήθεια των ανθρώπων και τον μαγεύει η ομορφιά της φύσης. Στα 800 μέτρα, ίσως και κάτι παραπάνω, μέσα στο δάσος των βελανιδιών και στον οργασμό της άνοιξης που έρχεται, νοσταλγεί την ελευθερία και την ειρήνη. Ταυτόχρονα μεγαλώνει η πίστη του στον αγώνα και πλησιάζει περισσότερο στο Θεό. Βρίσκει χρόνο να διαβάσει, να γράψει μερικές αράδες και να προσευχηθεί. Μέσα σε όλα τα άλλα του ημερολογίου, διάσπαρτες βρίσκει κανείς ψηφίδες της ζωής του για να εννοήσουμε την πνεύμα του... ο πατέρας του ήταν λαϊκός ιεροκήρυκας, ο ίδιος είχε κάνει για ένα διάστημα καλογεροπαίδι.

Στις 14 Απριλίου, Μεγάλη Παρασκευή, ακούγοντας από μακριά τι καμπάνες της Μονής του Αγίου Γεωργίου των Ηλίων, μέσα στους ρεμβασμούς του και στη νοσταλγία για τους δικούς του και την ειρήνη, σημειώνει:


«Την μισή μου οικογένεια την εγκατέλειψα στο χωριό μου και έφυγα νύχτα για να γλυτώσω τη ζωή μου. Εδώ τώρα, με την ψυχή στα δόντια να τρέχω από ρεματιά σε ρεματιά και από καραούλι σε καραούλι, κουβαλώντας ένα τυπογραφείο που πρέπει να δουλεύει μέρα και νύχτα για τις ανάγκες του αγώνα. Άλλοτε νηστικός, άλλοτε ξάγρυπνος, μα πάντα ψειριασμένος και ξυπόλυτος, να κάνω κουράγιο και να δίνω κουράγιο, και να μη βρίσκω κατανόηση πολλές φορές ούτε από τους συντρόφους μου...

Εάν δεν πίστευα στο Θεό και στη μεγάλη αποστολή του ανθρώπου, ίσως θα έπρεπε να είχα τερματίσει τη ζωή μου, μαζί με όλες τις περιπέτειες που πέρασα ή που θα περάσω. Όμως πιστεύω ότι ο άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα στον κόσμο που έχει τη δυνατότητα να γίνει άγγελος ή διάβολος. Εξαρτάται από την εκλογή του. Γι' αυτό, ανεξάρτητα από τις αμφίβολες και θολές πεποιθήσεις των συντρόφων μου, αισθάνομαι την υποχρέωση να συνεχίσω τον αγώνα κατά του φασισμού, όποια κι αν είναι η έκβαση του πολέμου. Πιστεύω όμως ότι το αίμα που χύνεται σήμερα σ' όλο τον κόσμο, δεν θα πάει χαμένο. Κάποτε θα ξυπνήσει τον προδομένο Άνθρωπο, που θ' αναζητήσει την ειρήνη και τη δικαιοσύνη, όχι με τα όπλα, αλλά με την Αγάπη που απορρέει από τη θυσία του Σταυρού. Ίσως είναι μακρύς ο δρόμος, αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος...»


Εκεί στο Τελέθριο, ανεβοκατεβαίνοντας τα βουνά για τις υποθέσεις του τυπογραφείου, πιάνει επαφή με τον πατέρα του που αγνοούσε την τύχη του από τον περασμένο Οκτώβριο. Πίστευε ότι θα ήταν στη φυλακή, γιατί αυτό συνέβαινε στις οικογένειες των αγωνιστών που είχαν βγει στο βουνό.

Εκείνος του στέλνει ένα δέμα με ο,τι είχε διαθέσιμο....


« Όταν έφτασα στο τυπογραφείο και ανοίξαμε τα δέματα, υπήρχε κάτι για μένα: μια παλιά φανέλα, ένα μπαλωμένο παντελόνι, και... μια Καινή Διαθήκη!

Την έχωσα βιαστικά στον κόρφο μου, αλλά οι άλλοι με είδαν και το βάλανε στα γέλια. Ντράπηκα για λίγο. Κοκκίνησα. Ύστερα όμως τράβηξα την Καινή Διαθήκη με αποφασιστικότητα από τον κόρφο μου και είπα:

  • Παιδιά γιατί γελάτε; Ο Θεός μου έστειλε αυτό που χρειάζομαι: το Ευαγγέλιο. Σας φαίνεται παράξενο; Το βράδυ, αν θέλετε, θα μπορούσαμε να κουβεντιάσουμε και λίγο για το Ευαγγέλιο.

    Ξαναπέσαμε στη δουλειά με τα μούτρα. Ως το βράδι είχε τελειώσει το τύπωμα της «Λευτεριάς».

    Ύστερα μπήκαμε στο κονάκι, ανάψαμε το λυχνάρι και καθήσαμε να κουβεντιάσουμε. Είχαμε πολλά να πούμε. Εγώ έπιασα θέση δίπλα από το λυχνάρι και άνοιξα την Καινή Διαθήκη.

  • Με το Ευαγγέλιο θα μας αρχίσεις; είπε ο Γιάννης Μαστρογιάννης, στρίβοντας το αρειμάνιο μουστάκι του..

  • Αν δεν σας πειράζει, μπορώ να σας διαβάσω ένα κομμάτι, απάντησα με σοβαρότητα.

    Άνοιξα τις Πράξεις των Αποστόλων και άρχισα να διαβάζω αργά και δυνατά, μεταφράζοντας κάπου-κάπου καμιά λέξη δυσνόητη:

    “Του δε πλήθους των πιστευσάντων η καρδία και η ψυχή ήτο μία, και ούτε ένας δεν έλεγε ότι είναι κάτι δικό του, εκ των

    υπαρχόντων αυτού, αλλ' είχαν τα πάντα κοινά... Επειδή ούτε υπήρχε κανείς μεταξύ αυτών ενδεής (φτωχός)` διότι όσοι ήσαν κτήτορες αγρών ή οικιών, πωλούντες έφερον τα τιμάς των πωλουμένων, και έθετον εις τους πόδας των αποστόλων και διαμοιράζετο εις έκαστον κατά την χρείαν (την ανάγκην) την οποία είχε”.

  • Το Ευαγγέλιο τα λέει αυτά; με διακόπτει ο Γιάννης Μαστρογιάννης.

  • Ναι, του λέω, δεν σου αρέσουν;

  • Μα τέτοια πράγματα λέει το Ευαγγέλιο; Πρώτη φορά τ' ακούω.

  • Ίσως διότι ποτέ σου δεν άνοιξες το Ευαγγέλιο, Γιάννη, του ξαναείπα.

    Η συζήτηση κράτησε ως τα μεσάνυχτα. Πήραν μέρος όλοι οι συναγωνιστές. Τους εξήγησα τότε ότι αυτό είναι το κοινωνικό σύστημα του αληθινού χριστιανισμού: Κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, κοινοκτημοσύνη των αγαθών της ζωής. Με μια διαφορά όμως: Στο χριστιανικό αυτό σύστημα οι άνθρωποι προσφέρουν με τη θέλησή τους αυτά που έχουν. Στο σύστημα όμως που οραματιζόμαστε εμείς σήμερα, το πλεόνασμα θα αφαιρείται από τους πλουσίους χωρίς τη θέλησή τους, για το καλό του συνόλου. Το πρώτο είναι το ιδανικό. Το δεύτερο είναι το αναγκαίο. Καμιά φορά, όταν κάποιος δεν δίνει με τη θέλησή του αυτά που του περισσεύουν, πρέπει να του τα παίρνουν παρά τη θέλησή του και να τα δίνουν σ' αυτούς που τα στερούνται. Κι αυτό δικαιοσύνη είναι.

    Και συνέχισα:

  • Μόνο που δεν επικράτησε ακόμα ο αληθινός χριστιανισμός, γιατί οι ηγέτες της Εκκλησίας ταυτίστηκαν με την πλουτοκρατία και πρόδωσαν το Χριστό και το λαό. Υιοθέτησαν την αδικία, καλλιέργησαν τα μίση, ευλόγησαν τα όπλα, προσεύχονται για τον πόλεμο. Μετά τον πόλεμο, οι ίδιοι άνθρωποι, θα αναπέμπουν δοξολογίες για τη «νίκη» και θα διαβάζουν τρισάγια πάνω από τους τάφους των σκοτωμένων όλων των παρατάξεων... Να, γιατί δεν επικράτησε ο Χριστιανισμός!

    Οι συναγωνιστές άκουγαν με μεγάλη προσοχή. Κι εγώ συνέχισα:

  • Και όμως, υπάρχει μια προφητεία στον Ησαΐα, γραμμένη 750 χρόνια προ Χριστού, που μιλάει για κάποια εποχή, που οι άνθρωποι «θα σφυρηλατήσουν τα μαχαίρας αυτών δια υνία, και τα λόγχα αυτών δια δρέπανε` δεν θα σηκώσει μάχαιραν έθνος έναντι έθνους, ουδέ θα μάθωσι πλεόν τον πόλεμον». Βέβαια, πέρασαν πάνω από δυόμισυ χιλιάδες χρόνια από τότε, και η εποχή αυτή δεν ήρθε ακόμα...

  • Η εποχή αυτή ήρθε, φώναξε ο Αντρέας ενθουσιασμένος. Το λέει και το τραγούδι:

    Κι άρχισαν όλοι μαζί να τραγουδάνε:

    «Οι σφαίρες, τα κανόνια,

    θα γίνουνε σφυριά

    Δρεπάνια για το θέρο

    θα γίνουν τα σπαθιά.

    Και πέρα ως πέρα

    θα λάμψει η δουλειά

    Ζήτω, ζήτω η εργατιά».

  • Η εποχή αυτή θα έρθει, ξαναείπα. Δεν ξέρω πότε, αλλά θα έρθει. Να, γιατί αγαπώ το Ευαγγέλιο και πιστεύω σ' αυτό. Για την ελπίδα και τη δύναμη που μου δίνει ν' αγωνιστώ με όλες μου τις δυνάμεις, για έναν καλύτερο κόσμο εδώ στη γη, με προέκταση την αιωνιότητα».


Ήταν 22 Απριλίου 1944. Ο μήνας κατά τον οποίο ο ΕΛΑΣ της Εύβοιας, μετά από μια σειρά νικηφόρες μάχες, αντέστρεψε την πολεμική κατάσταση, εδραιώθηκε πλήρως και έκλεισε τα Τάγματα Ασφαλείας και τους Γερμανούς στις οχυρές τους θέσεις. Καμπή στις ενέργειες αυτές στάθηκε η επιδρομή του εφεδρικού ΕΛΑΣ στην κατεχόμενη από τα Τάγματα Ασφαλείας Ιστιαία (Ξηροχώρι). Η εγγραφή της 2ας Απριλίου στο ημερολόγιο αναφέρεται στη μάχη εκείνη και παραθέτει τη μαρτυρία ότι οι κάτοικοι της Ιστιαίας ενημέρωναν τους αντάρτες για τις θέσεις των τσολιάδων και σε κάποια στιγμή, ο Ιταλός αυτόμολος Ρενάτο είδε τον Λιάκο να προσπαθεί να εγκαρδιώσει τους άνδρες του και τον πυροβόλησε.


Τα βράδια που σταματάει αναγκαστικά η δουλειά, κάθεται με τους πέντε ακόμα συναγωνιστές του και λένε ιστορίες. Όταν φτάνει δε ένας σημαντικός άνθρωπος, ο Χάρης Σπαθάρης, “θεσμοθετούν” και ένα είδος μαθημάτων που εισηγείται ο καθένας με τη σειρά και μετά γίνεται συζήτηση. Έφτασαν μέχρι το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Επιστήμης, με τον πανέξυπνο Δημήτρη να αντιστρέφει το ερώτημα των “επιστημονικών αποδείξεων” περί της υπάρξεως του Θεού. «Εγώ δεν αμφιβάλω για την ύπαρξή Του, τους λέει, όπως δεν αμφιβάλω για το ποιος είναι ο πατέρας μου. Εσείς που αμφιβάλετε, πρέπει να προσκομίσετε τις επιστημονικές αποδείξεις».

Αργότερα, τον Ιούνιο θα πιάσουν το θέμα των αιτιών των πολέμων. Είναι μόνο οικονομικά τα αίτια των πολέμων; Ο Δημήτρης διαφώνησε με τον Αντρέα Τυπούρτη. «Κανείς απ' αυτούς που κάνεις τους πολέμους δεν είναι φτωχός, και κανένας φτωχός δεν πλούτισε από τον πόλεμο», αποφαίνεται θυμόσοφα.


Ο Σπαθάρης ήταν από την Κωνσταντινούπολη, «από πατριαρχική οικογένεια», και πριν την κατοχή ήταν διευθυντής της Ηλεκτρικής Εταιρείας της Χαλκίδας. Συμπαθέστατος άνθρωπος και από τους πρώτους ΕΑΜίτες ήταν τον Μάιο του 1944 υπεύθυνος για την Αυτοδιοίκηση της Εύβοιας. Στο τυπογραφείο πήγε για να του τυπώσουν τον “κώδικα της Αυτοδιοίκησης”, ένα βιβλιαράκι 60 σελίδων.

Εκεί, στο Τελέθριο, τυπώνανε όλων των ειδών τα έντυπα. Εφημερίδες, προκηρύξεις, διπλότυπα και τριπλότυπα της ΕΤΑ, ένσημα της Εθνικής Αλληλεγγύης, βιβλιαράκια και μπροσούρες.

Στα γύρω χωριά, μέχρι τις Ροβιές και το Ξηροχώρι, βρίσκανε ανταλλακτικά και κάνανε επισκευές στα μηχανήματα. Στις Ροβιές υπήρχε κι εργοστάσιο χάρτου, το οποίο άνοιξαν οι εργάτες. Βγάλανε περί τους 10 τόνους χαρτί. Το κατέστρεψαν αργότερα, το καλοκαίρι, οι ταγματασφαλίτες.

Στις 19/6 τέλειωσε ο Κώδικας της Αυτοδιοίκησης και το τυπογραφείο, στις 20/6, μετακομίζει προς την κεντρική Εύβοια. Το συνεργείο των τυπογράφων αποτελείται από τα εξής έξι άτομα: Τον Ανδρέα Τυπούρτη, τον Γιάννη Μάρκου, τον Γιάννη Μαστρογιάννη, τον Γιώργο τον “Τσελεμεντέ”, τον Ηλία από τη Λίμνη και τον Δημήτρη Καραγκούνη.

Στις 25/6 μπαρκάρουν από μια παραλία του Μαντουδίου και σε λίγες ώρες βρίσκονται στη Χιλιαδού.

Στις 26 φτάνουν οι τραυματίες της μάχης της Σέττας, τους δίνονται οι πρώτες βοήθειες από τον γιατρό Καρλατήρα και προωθούνται με τα καΐκια για άλλα σημεία νοσηλείας.

Την 1η Ιουλίου εγκαθιστούν το τυπογραφείο, με δύο πιεστήρια και πάλι, μιάμιση ώρα έξω από τους Στρόπωνες, μέσα στο δάσος.

22 Ιουλίου τυπώνουν την προκήρυξη για την απόπειρα κατά του Χίτλερ.


Κάνει κάποιες προσπάθειες να βρει επαφή με την οικογένειά του και τελικά το καταφέρνει. Βγάζουν οι συναγωνιστές τον πατέρα και κόρη από τη Χαλκίδα και η οικογένεια ξανασμίγει. Στον γέρο πατέρα του ανατίθεται δουλειά της Αλληλεγγύης. Ως δεινός λαϊκός ρήτορας αναλαμβάνει να γυρίζει στα χωριά να μιλάει στο λαό.

Η δουλειά αυτή προσελκύει τον Δημήτρη που έχει ζήσει τόσο απομονωμένος όλους αυτούς τους μήνες “στις ράχες, στα βουνά”. Θέλει να δουλέψει και προσφέρει στην κοινωνία. Τα καθήκοντα όμως του τυπογραφείου είναι πολλά. Τώρα πια τυπώνουν ως και επιστολόχαρτα και φακέλους!

Μετά τη συγκρότηση ενός δεύτερου τυπογραφείου και την αναχώρησή του για τη βόρεια Εύβοια, τίθεται το θέμα για την οργάνωση τυπογραφείου στη νότια. Αναλαμβάνει και πάλι ο Δημήτρης.

24 Αυγούστου αναχωρεί για τη νότια Εύβοια. Εγκαθίσταται στα Κοτύλαια όρη και ξεκινάει μόνος του, χωρίς κανέναν συναγωνιστή σχετικό με την τέχνη και χωρίς κανένα εργαλείο, τις προσπάθειες.

Εκεί ανάμεσα σε διάφορες ενέργειες και στην αναμονή των υλικών γράφει τη δεύτερη πράξη στο δράμα “Οι Σκλάβοι ξυπνάνε”. Την πρώτη την έχεις γράψει στη Χιλιαδού.

Τελικά το τυπογραφείο στήνεται στις 22 Σεπτεμβρίου. Οι μέρες της σκλαβιάς είναι πλέον μετρημένες.

Έχει βρει μια λάμπα ασετυλίνης και έχει αντικαταστήσει το... κλασικό λαδολύχναρο με το οποίο κάνει όλες τις δουλειές τη νύχτα, από τύπωμα μέχρι διάβασμα και γράψιμο. Τότε διαβάζει και τρία βιβλία του Κορδάτου. Το «Η Κομμούνα της Θεσσαλονίκης», «Η επανάσταση στη Θεσσαλία» και το «Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός».

2 Οκτωβρίου σημειώνει: «Μου αρέσει το γράψιμό του, αλλά οι ιδέες του στο τρίτο βιβλίο σηκώνουν πολλή συζήτηση».

3 Οκτωβρίου τυπώνει τον Δεκάλογο του Πολιτοφύλακα.

4 Οκτωβρίου του γίνεται πρόταση να γίνει μέλος του ΚΚΕ. Την αποφεύγει ευγενικά. Είναι οι μέρες που καταξιωμένος πια αρχιτυπογράφος της Εύβοιας δέχεται τους επαίνους και τις ευχαριστίες όλων.


Από τον πατέρα του λαβαίνει γράμμα που του παραπονιέται.

«Μού γράφει ότι στα χωριά που γυρίζει, οι οργανώσεις βρίσκονται σε υποτυπώδη κατάσταση. Δυο – τρεις άνθρωποι εκπροσωπούν όλες τις οργανώσεις και δεν προλαβαίνουν να κάνουν τίποτα. Ο κόσμος είναι αδιαφώστος και κάπως επιφυλακτικός. Παραπονιέται ότι και μεταξύ των στελεχών δεν βρήκε έναν ισόψυχο. «Πάντες ζητούσι τα εαυτών, ουδείς τα του ετέρου» μου γράφει.

Καημένε πατέρα! Δεν βρήκες ισόψυχον τόσα χρόνια μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ανάμεσα σε τόσους δεσποτάδες, παπάδες, καλογήρους και καντηλανάφτες, και ζητάς να βρεις ισόψυχον μέσα σε μια λαϊκή επανάσταση όπου χάνει ο σκύλος τον αφέντη του;»

8 Οκτωβρίου, απελευθερώνεται η Κύμη.

Στις 12/10 μετακομίζουν το τυπογραφείο στη Βρύση. Στις 13/10 μαθαίνουν για την απελευθέρωση της Αθήνας.

Στις 15 τυπώνουν τον μεγάλο κώδικα για την Αυτοδιοίκηση.

Στις 16 την μεγάλη εγκύκλιο της ΕΤΑ.

Στις 18/10 το τυπογραφείο μεταφέρεται στο ελεύθερο Αλιβέρι.

Η απελευθέρωση της Χαλκίδας καθυστερεί μερικές μέρες ακόμα. Είναι η τελευταία πόλη της Στερεάς. Όχι γιατί αργούν να φύγουν οι Γερμανοί αλλά γιατί οι ταγματασφαλίτες και ο Παπαθανασόπουλος δεν παραδίδονται. Τελικά οι ψύχραιμες ενέργειες των πολιτικών στελεχών και της διοίκησης του 7ου Συντάγματος, αποτρέπουν την αιματοχυσία και ο ΕΛΑΣ μπαίνει στην πόλη στις 23/10.

Εκεί τελειώνει και το ημερολόγιο της Κατοχής. Στις 24/10/44 οι τυπογράφοι συναντιούνται εκεί απ' όπου ξεκίνησαν: στο τυπογραφείο του Πανταζή, στην οδό των ομηρικών πολεμιστών της Εύβοιας, των Αβάντων.


Ο Δημήτρης είχε βρει και διασώσει, όταν βρίσκονταν στο Τελέθριο, ένα μικρό τρυγονάκι. Το μεγάλωσε και όταν χώρισε με τους άλλους το έδωσε στον Γιάννη Μαστρογιάννη να το πάει στη Χαλκίδα. Εκεί όμως έπεσε θύμα μιας γάτας κάνοντας τον Δημήτρη να διερωτηθεί αν ήταν κι αυτό σαν την ελευθερία που δεν ήρθε κατασπαράχθηκε από τους νέους δυνάστες.


Οι τυπογράφοι σκόρπισαν και χάθηκαν μεταξύ τους μέσα στις δεκαετίες των κατατρεγμών.

Εκείνος βρέθηκε στην Αθήνα, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά. Τρεις γυιους. Πρόκοψε γενικά, τόσο άξιος άνθρωπος που ήταν. Έφτιαξε και τυπογραφείο δικό του, στο Καματερό.

Τύπωσε και μερικά δικά του θρησκευτικά βιβλία. Την Αγία Γραφή εκλαϊκευμένη και μερικά άλλα εκλαϊκευμένα κείμενα της και συναξάρια, με εκδότη τη “Χριστιανική Εκκλησιαστική Διακονία”. Μέσα σ' αυτά και τα Προλεγόμενα του Αδαμαντίου Κοραή στις Ποιμαντικές Επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Τύπωσε όμως και το βιβλίο του Θανάση Τζάνου, καπετάνιου του ΙΙΙ/7ου τάγματος της νότιας Εύβοιας. Τύπωσε και το δικό του βιβλίο, που χωρίζεται σε τρία μέρη.

Το πρώτο μέρος είναι το ημερολόγιο. Το τρίτο είναι το εκείνο όπου αναδημοσιεύονται κείμενα από κάποιες εφημερίδες και έντυπα της αντίστασης. Σημαντική είναι η συνεισφορά του μέρους αυτού στην καταγραφή των θυμάτων και των καταστροφών. Τέλος ξεχωριστό θησαυρό για την τοπική ιστορία αποτελούν τα αντάρτικα τραγούδια που καταγράφονται.

Το δεύτερο μέρος όμως είναι και το πιο συγκινητικό. Εκείνο που με έκανε να θαυμάσω την συντροφικότητα, την τρυφερότητα και την γλυκύτητα του ανθρώπου.


Έχουμε πει ήδη ότι στις 23 Ιανουαρίου του 1944, ημέρα των γενεθλίων του, την ώρα που τρώνε κάτι μετά από μέρες πείνες, σε ένα χιονισμένο βουνό της Εύβοιας, ο Δημήτρης τάζει στους συντρόφους του ένα τραπέζι στην ελευθερωμένη Ελλάδα.

Παρά τις διώξεις και τους κατατρεγμούς δεν ξέχασε ποτέ την υπόσχεση και αφού απέκτησε επαφή με του παλιούς συναγωνιστές, καθόρισε ως ημέρα συνάντησης την 4η Ιουλίου 1982, ημέρα Κυριακή, όλων των επιζώντων. Τους απήυθυνε, μάλιστα, και έγγραφη πρόσκληση.


Αθήνα 18 – 6 – 1982


Αγαπητέ φίλε και συναγωνιστή,


Κλείνουν εφέτος 38 χρόνια από την απελευθέρωση της πατρίδος μας από τους ξένους καταχτητές. Χρόνια δύσκολα για όλους μας από κάθε πλευρά. Πολλοί από τους παλιούς μας φίλους και συναγωνιστές, δεν υπάρχουν πια στη ζωή. Οι περισσότεροι όμως επιζήσαμε, αλλά δεν ξέρω πόσο θα ζήσουμε ακόμα...

Γι' αυτό πήρα την πρωτοβουλία να πραγματοποιήσω μια υπόσχεση που είχαμε δώσει μεταξύ μας στο βουνό: Ότι δηλαδή, όταν κάποτε απελευθερωθούμε, να μαζευτούμε όλοι οι τυπογράφοι της αντίστασης και όσοι είχαν άμεση σχέση με τα παράνομα τυπογραφεία της κατοχής, και να κάνουμε μια γιορτή αγάπης και χαράς.

Φυσικά, αυτό θα έπρεπε να είχε γίνει από τον πρώτο χρόνο της απελευθέρωσης, αλλά όπως είπα πιο πάνω, ακολούθησαν δύσκολα χρόνια για όλους μας, που ματαίωσαν για τότε κάθε καλή μας πρόθεση.

Σήμερα όμως δεν μένουν πολλά περιθώρια για άλλη αναβολή. Κάτι πρέπει να γίνει, και μάλιστα σύντομα, μέσα στο καλοκαίρι τούτο.

Με τη σκέψη αυτή, προχώρησα σε δυο ενέργειες: Πρώτα προσπάθησα να ανακαλύψω τους επιζώντες συναγωνιστές μας και τον τόπο διαμονής τους, και να τους ενημερώσω σχετικά με το γράμμα τούτο. Έπειτα, διαμόρφωσα κατάλληλα ιδιόκτητο υπαίθριο χώρο «κάπου στην Αττική» καταντίκρυ στην Εύβοια, όπου θα γίνει η πρώτη μεταπολεμική φιλική συνάντηση των τυπογράφων της αντίστασης του νησιού μας.

Έχει παρθεί μέριμνα για ένα καλό «βουνήσιο» κατάλυμα με όλα τα χρειαζούμενα, και είμαι βέβαιος ότι η συνάντηση αυτή θα μείνει αξέχαστη σε όσους παρευρεθούν στη γιορτή μας. Ακόμα έχουν εξασφαλιστεί και τα μέσα μεταφοράς τους, για όσους δεν διαθέτουν δικά τους. Εκείνο που μένει είναι να δηλώσει ο καθένας συμμετοχή, αναφέροντας και τον αριθμό των μελών της οικογενείας του που τυχόν θα ήθελαν να μας τιμήσουν με την παρουσία τους.

Η συνάντηση θα γίνει την Κυριακή 4 Ιουλίου 1982 και θα διαρκέσει όλη την ημέρα. Όσοι όμως προέρχονται από την Εύβοια ή από μακρύτερα, μπορούν να έρθουν στο κατάλυμα από το Σαββατόβραδο. Υπάρχει χώρος για άνετη διανυκτέρευση, ο, τι καιρός και κάνει.

Από τη συνάντηση αυτή δεν πρέπει να λείψει κανένας από τους παλιούς μας συναγωνιστές. Το φαιδρό σλόγκαν της κατοχής, «στον αγώνα ενωμένοι, στα τσιγάρα χωρισμένοι», δεν έχει θέση σε μας, όπως δεν είχε και τότε. Εμείς οι τυπογράφοι της αντίστασης, μοιραστήκαμε πάντα μαζί τις λαχτάρες και τις κακουχίες, την πείνα και την ψείρα, τις βροχές και τα χιόνια, τα τραγούδια και τις προσδοκίες. Γιατί λοιπόν να μη μοιραστούμε μαζί -όσοι επιζήσαμε- και μια μέρα χαράς και ευφροσύνης, ύστερα από 38 ολόκληρα χρόνια;

Παρ' όλο που η συνάντησή μας θα είναι καθαρά φιλική, θα υπάρξουν και κάποιες εκπλήξεις που θα σας συγκινήσουν όλους. Αλλά αυτά τότε...

Τώρα, το μόνο που παρακαλώ είναι να μου γνωρίσετε τη γνώμη σας για την εκδήλωση αυτή, για να μπορέσω να καταρτίσω το πρόγραμμα όσο πιο καλά γίνεται. Τα άλλα θα τα πούμε όταν με το καλό συναντηθούμε.

Διαβιβάστε τα ειλικρινά μου αισθήματα σε όλη την οικογένειά σας.


Με συναγωνιστικούς χαιρετισμούς


ΔΗΜ. Κ. ΚΑΡΑΓΚΟΎΝΗΣ



Δεν τους είπε όμως το σημείο της συνάντησης... τηρώντας όλους τους κανόνες της συνωμοτικότητας. Αντί να πάνε μόνοι τους, έστειλε τους τότε συνδέσμους, να τους βρουν και να τους οδηγήσουν στον μυστικό σημείο. Εκείνος φρόντισε να διαμορφώσει το τοπίο στο εξοχικό του, “κάπου στην Αττική”. Κάτω από έναν πεύκο έστησε ξανά το πιεστήριο και τις κάσες με τα τυπογραφικά στοιχεία που στα αγροτόπαιδα της ορεινής Εύβοιας έμοιαζαν με... προκάκια, τα οποία, δεν καταλάβαιναν σε τι χρησιμεύουν.

Το δεύτερο μέρος, λοιπόν, του βιβλίου αφορά αυτή τη συνάντηση και την επόμενη που έγινε, δυο χρόνια μετά, 3 Ιουνίου 1984, στο ίδιο μέρος, δηλαδή στον Ωρωπό, με θέα τα βουνά της Εύβοιας.

Είναι ένα πλήρες ρεπορτάζ, με όλα τα συνοδευτικά υλικά, φωτογραφίες και ντοκουμέντα, για τις συναντήσεις αυτές των παλιών συναγωνιστών. Καλύτερα θα ήταν να λέγαμε ότι επρόκειτο για δυο μικρές συνδιασκέψεις των “αναπαραγωγών της Αντίστασης” -όπως χαρακτηριστικά ονομάζει του τυπογράφους- μαζί με την “πολιτική τους ηγεσία”, αφού παραβρέθηκαν ο Χάρης Σπαθάρης, ο Θανάσης Τζάνος καπετάνιος του ΙΙΙ/7ου τάγματος, ο Σταμάτης Καββαδίας (Παύλος) γραμματέας του ΕΑΜ του νησιού και, ο Γιάννης Δουατζής, ο κατά κάποιο τρόπο εκπρόσωπος του σκοτωμένου από το 1945, πρώτου καπετάνιου του ΕΛΑΣ Ευβοίας Γιώργου Δουατζή- Όθρη ή Μπαρμπαγιώργου.

Από ιστορικής πλευράς αλλά και από φιλολογικής, έχουν τεράστια σημασία αυτά τα πρακτικά που περιλαμβάνουν από τις ομιλίες, τις επιστολές των λίγων απόντων, τις ευχαριστήριες επιστολές που ακολούθησαν, τα προσκλητήρια και τις φωτογραφίες. Δείχνουν την εξέλιξη της σκέψης του καθενός, τις μεταλλάξεις των απόψεων και των πεποιθήσεων.


Επίλογο θα βάλω μια ευχή και τα λόγια του ίδιου του ΕΑΜίτη του Θεού, Μήτσου Καραγκούνη:

Η ευχή είναι, τα παιδιά του να μπορέσουν να επανεκδόσουν το ημερολόγιο, τώρα πια σχολιασμένο και υπομνηματισμένο όπως του αξίζει μετά από 40 χρόνια.

Και τα λόγια του αρχιτυπογράφου της Εύβοιας είναι:


«Είμαι βέβαιος ότι όταν κάποτε κατασιγάσουν τα προσωπικά πάθη που αφάνισαν τη γενιά της Αντίστασης, θα εκτιμηθεί αντικειμενικά κάθε προσφορά σ' αυτήν, όσο ασήμαντη κι αν ήταν. Τότε και το Ημερολόγιο ενός ασήμαντου τυπογράφου της κατοχής, θα συγκινήσει κάποιες καρδιές, που δεν μπόρεσε να διαφθείρει η Κίρκη της μικροπολιτικής.

Εύχομαι ολόψυχα, μετά την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, που είναι πλέον γεγονός, να ακολουθήσει και η πλήρης δικαίωσή της, από τη γενιά που θάρθει».