Πέμπτη 27 Μαΐου 2021

1944 - Εύβοια: Η φονουργός των φονουργών νομαρχών νήσος

 Ο θάνατος δύο κατοχικών νομαρχών μέσα σε διάστημα τριών μηνών

Η διοίκηση με τμήμα του 7ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ στην Άτταλη, 28 Οκτωβρίου 1943



Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής


Βρισκόμαστε στην Ιστιαία (Ξηροχώρι), ξημέρωμα Πρωταπριλιάς του 1944. Η σφοδρή επίθεση του εφεδρικού ΕΛΑΣ μπορεί να μη κατάφερε να θέση την πόλη στον έλεγχό του, προκάλεσε όμως την ματαίωση των περαιτέρω ενεργειών των Ταγμάτων Ασφαλείας, τα οποία δεν ξαναπάτησαν εκεί χωρίς την κάλυψη ισχυρών μονάδων της Βέρμαχτ. 
Μετά από ένα πλήρες αίματος και βίας τρίμηνο, ο διαβόητος νομάρχης Εύβοιας, στρατηγός εν αποστρατεία, Δημήτρης Λιάκος πέφτει νεκρός. 
Ο λοχαγός Μπουρλίδης, εκτελεί επί τόπου 18 άτομα από τους ομήρους που είχαν συλλάβει την προηγούμενη ημέρα, με το προσωπικό του περίστροφο..."εν ονόματι του Μπουρλίδη"  κραυγάζων... Μεταξύ αυτών και δύο καθηγητές του γυμνασίου.

Ο έτερος της δικέφαλης ύδρας των ΤαγματΑσφαλιτών της Εύβοιας, ο Χαράλαμπος Παπαθανασόπουλος, "στρατηγός" κι αυτός με ραλλικά γαλόνια και πρώην υπασπιστής του Πλαστήρα, μαζί με τους εξουθενωμένους από τη μάχη οπλίτες και ομήρους, υποχωρούν κακήν κακώς, με την κάλυψη των Γερμανών και βρίσκουν σωτηρία στο Οχυρό των Γουβών (Ναυτικό Οχυρό Βορείου Ευβοίας). Από κει θα κατευθυνθούν δια θαλάσσης στη Χαλκίδα.

Έναν, ακριβώς, μήνα μετά, ο Παπαθανασόπουλος, με έγγραφό του ενημερώνει τον Ταβουλάρη, ήγουν τον Υπουργό των Εσωτερικών, ότι αναγκάστηκε να ορκίσει νομάρχη τον Αλέξανδρο Οικονομίδη και ζητάει την εκ των υστέρων έγκριση της ενέργειά του.  
Η ενέργεια εγκρίνεται και ο Οικονομίδης επιδίδεται σε επιτάξεις, αναγκαστικούς "δανεισμούς" και κάθε είδους πλιατσικολόγημα και λεηλασία των κατοίκων της νήσου αλλά και επιχειρήσεων, με αφορμές ή χωρίς αφορμές. Το όργιο της ληστείας προκαλεί μέχρι και την αγανάκτηση του ταγματάρχη Τσιρίνη των ΤΑ, ο οποίος, αργότερα, καταγγέλλει εγγράφως και λεπτομερώς τα εγκλήματα κατά της περιουσίας των πολιτών που διαπράττουν οι δύο. 

Ξαφνικά όμως, αρχές τους καλοκαιριού, έκπληκτοι οι κρατούμενοι στις άθλιες φυλακές της Χαλκίδας, που υπερέβαιναν τους 1.000, βλέπουν ανάμεσά τους τον μέχρι τούδε κραταιό, χυδαίο και προκλητικό διοπτροφόρο νομάρχη!
Φέρνει μαζί του στρωσίδια και απαιτεί να υπάρξει χώρος για να ξαπλώσει στην ασφυκτικά γεμάτη φυλακή όπου είναι αδύνατο και να σταθεί κάποιος. Έχει και μια Βίβλο στα αγγλικά την οποία διαβάζει στους ποινικούς και επιχειρεί να δικαιολογήσει τις πράξεις του.

Μία μέρα έμεινε στη φυλακή, ώσπου το σούρουπο εμφανίστηκε ο Μπερτόλης. Καθώς τον απομάκρυνε από τον θάλαμο, έκανε την κλασική χειρονομία στους άλλους ότι ο Οικονομίδης πάει για εκτέλεση. 
Πράγματι, μετά από λίγο, ο Οικονομίδης εκτελείται, με μια σφαίρα στον κρόταφο, και ενταφιάζεται στο νεκροταφείο του Αη Γιάννη, εκεί όπου έχουν ενταφιαστεί και οι 48 αγωνιστές της 16ης Μαΐου και οι άλλοι 20 της 23ης Μαρτίου. Ο θύτης θα μοιραστεί το ίδιο χώμα με τα θύματά του!

Κανείς δεν κατάλαβε τότε, εκείνες τις φρικτές μέρες, ποια ήταν η αιτία της πτώσεως του νεόκοπου σατραπίσκου. 
Είχε ενσκήψει στην Εύβοια ως... εξάρτημα των Λιάκου και Παπαθανασόπουλου, και μάλιστα ο δεύτερος τον είχε παντρέψει με την ανιψιά του. Χωρίς να ξέρει κανείς την προέλευσή του, την καταγωγή του ή κάποια άλλα στοιχεία της διαδρομής του, γίνεται νομάρχης, "το μάτι και το αυτί του Ράλλη", όπως ακριβώς είχε απαιτήσει ο δοσίλογος πρωθυπουργός να είναι οι νομάρχες του.
 
Όταν πέρασαν όμως οι μπόρες κάποιοι αγωνιστές προσπάθησαν να εξηγήσουν το συμβάν. 
Φαίνεται ότι έχει βάση αυτό που ο άλλος διαβόητος συνεργάτης των Ιταλών τε και Γερμανών, Νίκος Αναγνωστόπουλος ισχυρίζεται σε "πόνημά του". Ότι ο Παπαθανασόπουλος, κάποια στιγμή πίστεψε ότι ο Οικονομίδης αποτελούσε απειλή και για τον ίδιο. Ότι τον συνέδεσε με τον σκοτωμό του Λιάκου στο Ξηροχώρι και μάλιστα τον θεώρησε ηθικό αυτουργό. Κι ενώ στους ΕΛΑΣίτες είναι κοινός τόπος ότι τον Λιάκο τον έφαγε ένας Ιταλός αυτόμολος με το οπλοπολυβόλο του, στα Τάγματα διαδόθηκε ότι τον σκότωσε πληρωμένος άνθρωπος από τον Οικονομίδη. Ο Αναγνωστόπουλος, μάλιστα, προσθέτει ότι ο Οικονομίδης κόμπαζε τότε ότι "σύντομα θα γίνει νομάρχης"!  Έσπευσε, λοιπόν, ο Παπαθανασόπουλος να προλάβει για να μην τον προλάβει ο άλλος. 

Ποιος ήταν, όμως, ο φονουργός Μπερτόλης, το "όργανο της μοίρας" του φονουργού νομάρχου;
Ο Γεώργιος Μπερτόλης του Ευαγγέλου ήταν αγροφύλακας μεταλλαγμένος σε παρακρατικό του γερμανοτσολιάδικου κατοχικού "κράτους". 
Τον ξαναβρίσκουμε στην μάχη για την απελευθέρωση του Αλιβερίου, όπου μετά το πέρας κάποιοι τον ξετρυπώνουν από τη κρυψώνα του και ο λαός, που συρρέει στην πόλη, έξαλλος απαιτεί την επί τόπου εκτέλεσή του. 
Ο Δημήτρης Σάρλης, ο θρυλικός Αχιλλέας της Νότιας Εύβοιας,  αργότερα το μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνος της Ιδεολογικής Επιτροπής του κόμματος, αποτρέπει το λιντσάρισμα και οδηγείται στη Στρατώνα της Χαλκίδας. 
Κρατούμενος, μαζί με άλλους 2.000 περίπου, θα περάσει εκεί τους επόμενους μήνες μέχρι τις αρχές Ιανουαρίου 1945, οπότε με την Ανακωχή διατάσσεται η μεταφορά τους με καΐκια στη γραμμή πέραν τις Λαμίας όπου έπρεπε να αποσυρθεί ο ΕΛΑΣ και η Εθνική Πολιτοφυλακή (ΕΠ) μετά τα Δεκεμβριανά. Η γνωστή στην περιοχή "πορεία προς τη Λαζαρίνα". 
Τη δική του φονουργό μοίρα θα τη συναντήσει ο Μπερτόλης στις 28 Φεβρουαρίου, τις τελευταίες ημέρες πριν την διάλυση της Εθνικής Πολιτοφυλακής, στο Πλατύστομο, και θα καταχωρηθεί στας δέλτους της ιστορίας ως "φονευθείς υπό των κομμουνιστών"... 

Σάββατο 15 Μαΐου 2021

Εξήντα παράξενοι φτωχοί Στρατιώτες στην Κέρκυρα το 1541

 Η μετοικεσία Αρβανιτών Στρατιωτών με τις οικογένειές τους από το Ναύπλιο και την Μονεμβασία- Ζώρζης Σχηματάρης

Το κάστρο της Κέρκυρας το 1573


Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής


Η λήξη του Γ΄ ΒενετοΤουρκικού Πολέμου- οι συνέπειές της για τους υπερασπιστές Ναυπλίου και Μονεμβασίας.

Ο Γ' ΒενετοΤουρκικός Πόλεμος ξεκίνησε με την πολιορκία της Κέρκυρας (1537) και τέλειωσε με την πολιορκία του Ναυπλίου το 1540. Στους όρους της ειρήνης περιλαμβάνονταν α) η παράδοση των δύο πόλεων -και της Μονεμβασίας- στους Τούρκους β) η απόσυρση της φρουράς τους και κυρίως των Αρβανιτών Στρατιωτών, οι οποίοι ήταν εκεί εγκατεστημένοι από τον 14ο αιώνα και επί των Δεσποτών του Μορέα, Καντακουζινών και Παλαιολόγων.

Μερικούς μήνες μετά την παράδοση των πόλεων, το Συμβούλιο των Δέκα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου ρυθμίζει τις τύχες των γενναίων αυτών ανδρών προνοιάζοντάς τους σε διάφορα στρατηγικά σημεία του Κράτους της Θάλασσαςi. Άλλους τους στέλνει στην Κύπρο, άλλους στην Κρήτη και τα Επτάνησα. Εξήντα απ' αυτούς στην Κέρκυρα.

Λίγο πρωτύτερα, είχαν λαχταρίσει αρκετά, γιατί το αρχικό σχέδιο ήταν να εγκατασταθούν στα προκεχωρημένα Κύθηρα, αλλά μετά από την κινητοποίησή τους και την επιστολή του μητροπολίτη Μονεμβασίας Μητροφάνη στη Σινιορία, τους αναγνωρίστηκε ότι έπρεπε να εγκατασταθούν σε λιγότερο επικίνδυνα σημεία, αφού και γενναία είχαν πολεμήσει και τις περιουσίες τους είχαν χάσει. Κάμποσοι δε απ' αυτούς ήταν πολυτραυματίες και ανάπηροι.

Ειδικά οι Ναυπλιώτες είχαν υποβάλλει στις 20 Ιουλίου 1540 αναφορά στον Γενικό Καπετάνιο της Θάλασσας Θωμά Μοκενίκο, όπου, μεταξύ των επτά άρθρων περιλαμβάνονται και τα εξής:

α) η παραχώρηση καταλλήλων οικημάτων για την εγκατάστασή τους

β) η παραχώρηση γαιών για καλλιέργεια ανάλογα με την κοινωνική θέση του καθενός

γ) η ασφαλής μεταφορά, με ειδική γαλέρα και με τη συνοδεία ιερέων, των οστών των προγόνων τους όπως και των ιερών σκευών και εικόνων.

Ο Θωμάς Μοκενίκος εγγράφως αποδέχτηκε όλους τους όρους, εκτός από τα περί παραχωρήσεως γαιών που έπρεπε να αποφασίσει η κυβέρνηση της Δημοκρατίας.


Η εγκατάσταση στην Κέρκυρα

Η κυβέρνηση πράγματι αποφάσισε και διέταξε τον βάιλο της Κέρκυρας Στέφανο Τιέπολο για τις ζωοτροφές, την εγκατάστασή τους και την παραχώρηση γαιών άμα τη αφίξει τους το καλοκαίρι του 1541.

Οι εξήντα οικογένειες (κατ' άλλους 63) ορίστηκε να εγκατασταθούν στη θέση νοτιοανατολικά της πόλης όπου και πήρε το όνομα Στρατιά ή Αναπλιτοχώρι και έτσι αναφέρεται έκτοτε στα διάφορα συμβολαιογραφικά έγγραφαii. Για καλλιέργεια τους παραχωρήθηκε μια έκταση στην Κασσιώπη, 3.200 στρεμμάτων, η οποία είχε περιέλθει στο δημόσιο μετά την πολιορκία του 1537, το σκλάβωμα και τον εξανδραποδισμό 20.000 κατοίκων του νησιού που επακολούθησε την αποτυχημένη εκείνη προσπάθεια του Σουλεϊμάν.

Οι Κερκυραίοι, όσοι είχαν απομείνει από εκείνη την τρομερή καταστροφή, δέχτηκαν τους Στρατιώτες με ικανοποίηση και ανακούφιση γιατί η φήμη τους είχε προηγηθεί. Τα πήγαν γενικά καλά μαζί τους παρά το ότι οι Στρατιώτες ήταν “κλειστή” κοινωνική ομάδα κι έκαναν φιλίες μόνο μεταξύ τους και με τους συμπολεμιστές τους των άλλων νησιών. Μεταξύ τους γίνονταν και οι γάμοι, που όμως πρόκοψαν και έδωσαν πολλούς απογόνους. Οι φάρες του εξαπλώθηκαν σε όλο το νησί και παρέμειναν όλους τους επόμενους αιώνες τα ονόματά τους, κάμποσα εκείνων δε συναντούμε ως τα σήμερα.

Εκτός αυτού, οι Στρατιώτες παρεκτρέποντο μερικές φορές και έκαναν ζημιές, με τα άλογα τους, σε καλλιέργειες γειτόνων τους. Σοβαρότερη είναι μια διαφορά που προέκυψε από σφετερισμό γαιών στην Κασσιώπια από τους νέους καλλιεργητές. Όλες διευθετήθηκαν είτε με την ανάθεση των υποθέσεων στους καπετάνιους τους είτε με την διαιτησία της Σινιορίαςiii.


Η Στρατιά και ο διοργανισμός της

Οι εξήντα Στρατιώτες της Κέρκυρας συγκροτούσαν τη Στρατιά και έφεραν τη σημαία τους με έναν σημαιοφόρο. Διαιρούνταν σε τέσσερα μαχητικά τμήματα-λόχους, από 15 ιππείς ο καθένας. Κάθε λόχος είχε τον λοχαγο-καπετάνιο του, που λεγόταν και λουογκοτενέντε. Επίσης ο κάθε λόχος είχε σαλπιγκτή και τυμπανιστή. Ο γενικός διοικητής της Στρατιάς λεγόταν Γκουβερναδόρος διοριζόταν από την κυβέρνηση και υπαγόταν στον Προβλεπτή που έπρεπε να είναι πάντα Βενετός και όχι άλλος Ευρωπαίος γιατί δεν ήξεραν εκείνοι τα χούγια τους. Ο Γκουβερναδόρος ήταν ισόβαθμος των “ταγματαρχών της γραμμής” (maggiori di Linea)

Κατανέμονταν στα τέσσερα τμήματα που ήταν χωρισμένο το νησί και είχαν αποστολή να το φυλάνε. Σε κάθε διαμέρισμα υπήρχαν επιλεγμένοι κάτοικοι -“εφεδρικοί”όπως λέμε εμείς σήμερα, cernidi λέγονταν τότε- οργανωμένοι σε τμήματα, επικεφαλής των οποίων τίθονταν οι Στρατιώτες και φρόντιζαν για την εκγύμναση και την οργάνωσή τους, τις βάρδιες και τις σκοπιές, ημερήσιες και νυχτερινές.

Η ανανέωση των γραμμών γινόταν από τους δικούς τους απογόνους μετά από έγκριση της κυβέρνησης. Ποτέ όμως δεν δέχτηκαν, ούτε και η Σινιορία τους χάλασε το χατήρι, στις γραμμές τους ντόπιους κατοίκους. Όταν δε οι τελευταίοι ζήτησαν από τη Αυθεντία το δικαίωμα να συγκροτήσουν δικό τους σώμα με πρότυπο τη Στρατιά, η κυβέρνηση απέρριψε το αίτημα.

Λέγεται από τους ερευνητές του 19ου αιώνα ότι αυτοί απετέλεσαν “στρατιωτική αριστοκρατία” και “κάστα”. Δεν νομίζω ότι ήταν τίποτα διαφορετικό από μια ελληνική στρατιωτική κοινότητα, αυτοκέφαλη και αυτοδιοικούμενη. Δεν ήταν “αριστοκρατία” γιατί τέτοια υπήρχε ήδη και ήταν άλλη. Την συγκροτούσαν τόσο οι Βενετοί όσο και οι άρχοντες της “Χρυσής Βίβλου”. Οι Στρατιώτες ήταν λαός, μάτωνε και δούλευε για να ζήσει και να προκόψει.

Δεν ήταν ούτε “κάστα” γιατί αυτό σημαίνει κάποια προνόμια και κάποια αυστηρά προκαθορισμένη αναπαραγωγή και ανανέωση. Κάστα θα ήταν αν όλοι οι άρρενες γίνονταν αυτοδικαίως μαχητές των λόχων. Ξέρουμε όμως ότι από τις δεκάδες κι εκατοντάδες παιδιά που γεννιόνταν, μόνο λίγα τοποθετούνταν στους λόχους. Από την άλλη μεριά αυτό δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι μη στρατολογηθέντες δεν ήξεραν την τέχνη του πολέμου ή δεν συνέχιζαν, όταν χρειαζόταν, τη στρατιωτική παράδοση. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να θεωρήσουμε ότι τα παιδιά που δεν εντάσσονταν στους λόχους της Κέρκυρας, επεδίωκαν να διακριθούν σε άλλες φρουρές της Δημοκρατίας και έτσι εξηγείται η διασπορά των οικογενειακών ονομάτων σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο και ίσως ακόμα πολύ μακρύτεραiv.


Μερικά εντυπωσιακά στοιχεία της παρουσίας των Στρατιωτών

Στη μακρά θητεία των Στρατιωτών στην Κέρκυρα, η οποία κράτησε μέχρι την διάλυση της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου από τον Ναπολέοντα το 1799, καταγράφονται μερικά πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας τους.

Ένα απ' αυτά είναι οι ιππικοί αγώνες και το άλλο ήταν “του Λεβέντη”.

Οι ιππικοί αγώνες ήταν δύο ειδών. Τζούστρες και ρέντες τις λέει ο Τζάνε Κορωναίος, στο έπος του για τον Μερκούριου Μούα που μεγάλωσε στο Ναύπλιο αλλά διακρίθηκε στην Ιταλία ήδη από το τέλος του 15ου αιώνα και ανακηρύχθηκε ιππότης του Αγίου Μάρκου με πολλές κολαΐνες (χρυσές καδένες, σύμβολα της ευαρέσκειας του δόγη).

Τζιούστρες ή γκιόστρες ήταν οι διαδορατισμοί. Κάτι σαν κι αυτούς που βλέπουμε στις ταινίες. Δύο ιππείς αντιμέτωποι καλπάζουν εναντίον αλλήλων και διαδορατίζονται με σκοπό να πέσει ο ένας από το άλογο και να αναδειχτεί νικητής ο άλλος.

Σε μια τέτοια γκιόστρα το 1599, στις 28 Φεβρουαρίου, ο φρούραρχος DA Viterbo-Meo, αστόχαστα κομπάζων και κομπορρημονών, αναμετρήθηκε με τον ευπατρίδη Λουκάνη και τον καπετάνιο των Στρατιωτών Νικόλαο Σκλήρη. Με τον Λουκάνη, μια φορά βγήκαν ισόπαλοι και δυο φορές ηττήθηκε. Με τον Σκλήρη όμως τραυματίστηκε καίρια και μετά από λίγες μέρες πέθανε.

Στα 1685 καταγράφεται διαφορετικό ιππικό αγώνισμα. Μάλλον αυτό θα ήταν η ρέντα.

Μια ημέρα των αποκριών, ανάμεσα στις δυο Κυριακές, στην Πλατεία οδό, οι ιππείς έτρεχαν με τα ανεμόποδα και υψαύχενα άλογά τους προκειμένου να διαπεράσουν με το δόρυ τους και να αφαιρέσουν ένα κρεμασμένο δακτυλίδι. Πλήθη λαού μαζί με όλη την αριστοκρατία παρακολουθούσε το αγώνισμα με τις κυρίες να σείουν τα μαντήλια τους. Ο νικητής παρελάμβανε το έπαθλο από τον βάιλο του νησιού, ο οποίος παρακολουθούσε τους αγώνες, μαζί με τις υπόλοιπες αρχές, από τον ευρύχωρο εξώστη του μεγάλου Ρίκκη.

Αλλιώτικο αρκετά πρέπει να ήταν το άλλο έθιμο “του Λεβέντη”.

Στη συνοικία της Στρατιάς, στα ωραία πανηγύρια των Στρατιωτών, της Αναλήψεως, του Σωτήρος, της Παναγίας της Κασσιωπαίας, του Αγίου Γεωργίου, συνηθίζετο οι Στρατιώτες να εισέρχονται πανηγυρικά και μεγαλοπρεπώς στην πόλη, χωρίς τα άλογά τους, τραγουδώντας ένα τραγούδι- ύμνο, “του Λεβέντη”, όπως επικράτησε να λέγετε.

Θα πρέπει να ήταν πολύ εντυπωσιακή αυτή η άλλου είδους στρατιωτική παρέλαση, όπου οι Στρατιώτες ρυθμίζοντας το βήμα τους σύμφωνα με το σκοπό, αλλά ταυτόχρονα με χάρη και αμέλια, τραγουδούσαν:


- Διαβάτες που διαβαίνετε

Στρατιώτες που περνάτε

Μην ίδατε το υιόκα μου

τον Γιάννη το παιδί μου;


- Κι ανίσως και τον ίδαμε

κι ανίσως τον ιδούμε,

Πούθε να τον γνωρίσουμε,

για πες μας τα σημάδια!


- Ήταν ψηλός ήταν λιγνός,

ήταν και μαυρομάτης,

Είχε τα μάτια σαν ελιές

τα φρύδια σαν γαϊτάνι.


- Εχθές προχθές τον ίδαμε

στον κάμπο ξαπλωμένον,

Μαύρα πουλιά τον τρώγαν,

κι άσπρα τον τρογυρίζαν,

Κι ένα πουλί, κακό πουλί

δεν ήθελε να φάγη.


- Φάτε πουλιά μου, φάτε με

φάτε χορτάστεμέ τε,

Φάτε πουλιά τα νειάτα μου

φάτε την ανδρειά μου,

Κι αφήστε μου την γλώσσα μου

και το δεξί μου χέρι,

Να κάμει τρία γράμματα

και τρία μυρολόγια,

Το ένα να πάη στη μάνα μου,

τ' άλλο στην αδελφή μου,

Το τρίτο το φαρμακερό

να πάη στην ποθητή μου,

Να το διαβάζη η μάνα μου

να κλαίη η αδελφή μου

Να το διαβάζη η αδελφή

να κλαίη η ποθητή μου,

Να το διαβάζη τη ποθητή,

να κλαίη ο κόσμος όλος.


Σώθηκαν μερικοί στίχοι απ' αυτό το τόσο σπάνιο τραγούδι, άλλοι μέσα σε μεταγενέστερα δημοτικά τραγούδια άλλοι μέσα σε κάποιες μνημειακές συλλογές όπως του Φωριέλ, του Πασσώβιου, του Μανούσου και του Ζαμπέλιου. Όχι όμως σε αυτή του την μορφή. Νομίζω ότι θα ήταν δόκιμο να επιχειρηθεί η επαναμελοποίησή του στο σκοπό του “Βλαχοθανάση” που είναι ανάλογου νοήματος τραγούδι και περιέχει τους δυο πρώτους χαρακτηριστικούς στίχους. Ίσως είναι ο μακρινός δημοτικός απόγονός εκείνου του ύμνου που τραγουδιόταν ως τον 19ο αιώνα από όλο το λαό.


Ο γενναίος Ζώρζης Σχηματάρης

Στους Παράξενους φτωχούς Στρατιώτες, είχαμε παρουσιάσει ένα έγγραφο, δημοσιευμένο από τον Σάθα,με ημερομηνία 4 Ιουνίου 1541, το οποίο, ρύθμιζε τη σχέση μιας ομάδας Στρατιωτών με τη Δημοκρατία. Εκεί αναφέρονταν πολλοί με το όνομα Μπαρμπάτης, ένας δε εξ αυτών, ο Λέκκας (Αλέξανδρος), σημειώνεται ότι ήταν αδελφός του δόμινου (ιππότου) Αυγουστίνου Μπαρμπάτη. Δεν προσδιορίζεται όμως ακριβώς που εκείνοι οι Στρατιώτες προνοιάζονται. Τότε είχαμε επισημάνει ότι αυτό θα προκύψει αν εντοπιστούν σε καταλόγους κάποια απ' αυτά. Πράγματι, οι σημαντικότεροι, από πλευράς πλήθους και αναγνωσιμότητας, οι Μπαρμπαταίοι, εντοπίζονται σε καταλόγους που καταρτίζονται από διάφορους ερευνητές στην Κέρκυρα. Αν και οι κατάλογοι αυτοί δεν είναι πλήρεις και δεν καταγράφονται και οι 60 Στρατιώτες του Ναυπλίου και της Μονεμβασιάς, μπορούμε να θεωρήσουμε με αρκετή ασφάλεια ότι και ο Ζώρζης Σχηματάρης εγκαταστάθηκε τελικά στην Κέρκυρα, μαζί με τους συμπολεμιστές του και ήταν ένας απ' αυτούς που τραγουδούσαν τον “Λεβέντη” παρελαύνοντας, κατά τον τρόπο των παράξενων Στρατιωτών, στη πόλη της Κέρκυρας.

Μένει να διερευνηθεί ιστορικά, αν ο απέκτησε απογόνους κι αν αυτοί συναντήθηκαν με τους πρόσφυγες Σουλιώτες, όταν εκείνοι κατέφυγαν στο νησί. Γιατί είναι σίγουρο ότι οι δύο διαφορετικών διαδρομών Αρβανίτες Στρατιώτες συναντήθηκαν...


Σημειώσεις:

i Έχουμε γράψει τόσο στους Παράξενους φτωχούς Στρατιώτες (εκδ. Αλφειός), όσο και σε άλλα κείμενά μας ότι ο θεσμός της Πρόνοιας ήταν πανάρχαιος. Ωστόσο, άκμασε και χρησιμοποιήθηκε πολύ στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ενώ οι “διάδοχοί της”, τον αξιοποίησαν επίσης ευρύτατα, με πρώτους τους Βενετούς.

ii Παρόμοιος είναι και ο τρόπος προνοιασμού των Στρατιωτών στην Κύπρο, όπου και εκεί αναφέρεται οικισμός “Αναπλιτοχώρι” βλέπε Παράξενοι φτωχοί Στρατιώτες.

iii Προστριβές παρατηρήθηκαν και στην Κύπρο. Λύθηκαν κι εκεί από τους καπεταναίους τους αφού η Σινιορία αναγνώρισε ότι μόνο εκείνοι μπορούν να τους δικάζουν.

iv Οικογένεια Λουκίσσα έχουμε και στη Βοιωτία και στην Κύπρο. Ρένεση, Μάνεση, Ροντάκη επίσης στην Κύπρο και αλλού. Ένας Μπαρμπάτης είναι ήρωας της ταινίας L' oro και ένας εκ των δύο που επιβιώνουν και φτάνουν στις ακτές του Ειρηνικού. Πρέπει να το δεχτούμε ως θρύλο έχοντα βάση αφού πλήθος Στρατιωτών υπηρέτησε υπό τις Ισπανικές σημαίες εκείνη ακριβώς την εποχή των μεγάλων εξερευνήσεων.

Σάββατο 1 Μαΐου 2021

Ενώ η Καρυάτιδα παραμένει στο Λονδίνο, μια Ταναγραία Κόρη, επιστρέφει στην πατρίδα της...

 Ένα πολύ ωραίο κείμενο -περισσότερο για τον υπέροχο συμβολισμό, τη γνώση του τόπου της Ταναγραϊκής, την ευαισθησία και την τρυφερότητά του,  λιγότερο για την λογοτεχνική του αξία- είναι αυτό που θα αναρτήσουμε σήμερα, Μέγα Σάββατο του σημαδιακού, από κάθε άποψη, Πάσχα του 2021. 

Στη δεκαετία του 1870, τότε που η σύληση των τάφων της Τανάγρας βρίσκεται στην... "ακμή" της, τότε που είχε φτιαχτεί ακόμα και νόμος για την "εκμετάλλευση" των θησαυρών που οι αρχαίοι παροχέτευσαν στα εδάφη της, σνομπάροντας προκλητικά τη συσσώρευση του κεφαλαίου και την αναπαραγωγή του, μια "κακαντέσα", μια πλαγγόνα των ελληνιστικών χρόνων της Τανάγρας, φτάνει σαν δώρο στον Αιμίλιο, τον συγγραφέα του διηγήματος στο Παρίσι. 

Ο νέος εκείνος άνθρωπος ερωτεύεται αμέσως το έργο τέχνης κι αρχίζει να ζει με αυτό και χάρη σ' αυτό. Όμως κάποια στιγμή η κόρη αρχίζει να ξεθωριάζει, να πάσχει και ν' αρρωσταίνει! Απελπισμένος για το μη αναστρέψιμο του πράγματος, παρά τις εξαιρετικές φροντίδες του, αποφασίζει ότι φταίει το κλίμα του Παρισιού και επομένως η μόνη θεραπεία βρίσκεται στην πατρίδα της κόρης... 












Αναδημοσιεύεται από το περιοδικό "Παρνασσός"