Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017

Ο Νίκος Κούνδουρος ανταμώνει τον Καπετάν Ποδιά




Παράξενο! Το είχα καιρό στο νου μου κι όλο το αμελούσα. 
Χθες ανέβηκα στο δώμα, οπού έχουν το δικό τους αντάρτικο τα βιβλία,  και το κατέβασα. Να το "ξαναφυλλομετρήσω"...
Σήμερα το είχα εδώ δίπλα μου, σαν ήρθε το μαντάτο....

Ένα κείμενο του Νίκου Κούνδουρο για τον καπετάν Ποδιά και ένα τραγούδι του Μίκη και για τους δύο...


Ηράκλειο 1948.

Στο κέντρο της πόλης, εκατό μέτρα από την εκκλησία του Αγίου Μηνά, το σπίτι του παππού, πατέρα της μάνας μου. Εγκαταλειμμένο από χρόνια από τον γιο που σκοτώθηκε στο Αλβανικό, και από τις τρεις αδερφάδες που παντρεύτηκαν και σκόρπισαν στις άκρες της Κρήτης.
Κρύβομαι, κυνηγημένος από την πατρίδα που κάποτε ήτανε και δικιά μου. Κάτι ανάμεσα σε επικηρυγμένο ληστή, σε αγρίμι της ζούγκλας, σε αντίχριστο, σε προδότη. Φωλιάζω κάτω από την ξύλινη στέγη με τα θρυμματισμένα κεραμίδια και το πάτωμα που έτριζε σε κάθε βήμα. Αλλά κι ακόμα όταν κανένας δεν πάταγε τα κουρασμένα ξύλα, όλο το σπίτι βόγκαγε και αργοπέθαινε σε μια σιωπή θανάτου. Είχα ρίξει ένα στρώμα και μερικά ρούχα στο σιδερένιο κρεβάτι και κρυβόμουνα εκεί, συντροφιά με τα φαντάσματα που είχαν στοιχειώσει το κρητικό σπίτι. Το σπίτι του παππού που ’χε στεγάσει γενιές και γενιές, στο κέντρο μιας πόλης φορτωμένης με μνήμες. Οι λέξεις χτυπάνε σα σφυριές. Πόσος καιρός πέρασε άραγε, πιστοί κι άπιστοι, Έλληνες και Τούρκοι, μίσος κι εκδίκηση, σφαγμένα κορμιά στους δρόμους και τρόμος πίσω από τους ψηλούς τοίχους και τα σφαλισμένα παράθυρα. Περασμένα ξεχασμένα. Αχ βρε γιαγιά, πώς να ξεχάσεις...
Μετράω τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά, μέχρι να μου βγάλει ο νομάρχης, φίλος των θειάδων μου, ένα ψεύτικο διαβατήριο, να γλιστρήσω έξω από την κόλαση, την ταπείνωση, τον εξευτελισμό. Να ξεφορτωθώ έναν λαό ευνουχισμένο, ανίκανο να διαφεντέψει τα δίκια του. Και οι πίθηκοι στην εξουσία.
Ακούω φωνές στο δρόμο. Πετάγομαι, κατρακυλώ τη σάπια σκάλα, περνώ την αυλή με τα αγριόχορτα που την πνίγουν, φτάνω στην αμπαρωμένη πόρτα, τραβώ τη σανίδα που είχα στεριώσει πρόχειρα να κάνω μια τρύπα, να βλέπω έξω. Μπροστά στα μάτια μου, οριοθετημένη στο ξύλινο πλαίσιο των τραβηγμένων σανιδιών η εικόνα. Δέκα μέτρα πιο πέρα το τζιπ, φορτωμένο μ’ οπλισμένους άντρες που αλαλάζουνε ρυθμικά. Μπροστά, πίσω και πλάγια άλλοι άντρες, τιμητική φρουρά σ’ ένα κοντάρι που κρατούσε όρθιο κάποιος οπλισμένος χωριάτης καθισμένος στο καπό της μηχανής. Στην κορυφή του κονταριού, σουβλισμένο στην άκρη μιας πελεκημένης μύτης, το κεφάλι. Ένα ματωμένο κεφάλι με μακριά μαλλιά, το στόμα ανοιχτό σε σπασμό πόνου, τα μάτια ερμητικά κλειστά και γύρω κάτι σα φωτοστέφανο... Μια λάμψη. Έτσι ήθελα να το δω κι έτσι το θυμάμαι ως σήμερα. Το τζιπ, οι οπλισμένοι άντρες, οι φωνές, χα- θήκανε στο βάθος του δρόμου. Τραβάγανε για την πλατεία του Αγίου Μάρκου, να δείξουνε το κομμένο κεφάλι του παλικαριού. Λίγο αργότερα ήρθε ο μικρός ξάδελφός μου, ο Αριστείδης, χτύπησε την πόρτα με το σύνθημα που ’χαμε κανονίσει και μου ’φερε ψωμί, φαΐ και την πρωινή εφημερίδα. Ήταν δεκατεσσάρων χρόνων και μου ψιθύρισε με μια φωνή που έτρεμε σα να φοβόταν μην τον ακούσουν. Ο καπετάν Ποδιάς είναι...
Ήμουν εκεί, λέει ο Γιώργης Τρουλινός, όταν σκοτώθηκε ο καπετάνιος, ο Ποδιάς. Όσοι ξεφύγαμε πήραμε τις σπηλιές να κρυφτούμε. Τα αποδέλοιπα τα ξέρει πια όλος ο κόσμος. Του καπετάνιου του κόψανε την κεφαλή και το ζερβό χέρι και τραβήξανε κατά την πόλη, το Ηράκλειο, να παινευτούνε.
Ο Τρουλινός, ο όμορφος γέρος δίπλα μου έχει κουραστεί. Ήταν μεγάλος μα τώρα πια δεν ξέρω ποιος είναι μεγάλος και ποιος δεν είναι και πόσο μεγάλος είμαι εγώ, και πόσο πίσω μπορεί να τρέξει ο νους χωρίς να ματώσει. Η φωνή του έτρεμε. Από τα πνε- μόνια έβγαινε άραγε το τρέμουλο ή από την τυραν- νισμένη μνήμη τόσων χρόνων. Ζωηρεύει, ζητά από το παιδί ένα καφέ, φέρνει την καρέκλα πιο κοντά και συνεχίζει να ξετυλίγει το κουβάρι του μυαλού του. Και η φωνή του δεν τρέμει πια, δεν κρύβει ούτε οργή ούτε κακία. Χαμηλή, ήρεμη, καταπώς ταιριάζει σ’ ένα μνημόσυνο.
Καιρό ύστερα μάθαμε για τη Βιργινία, τη γυναίκα του καπετάνιου. Τριγύριζε αλαφιασμένη στα ριζάτου Ψηλορείτη με το μωρό στην αγκαλιά σαν άγριο ζώο, να βρει μια τρύπα ν’ απαγκιάσει. Ο τρόμος είχε κάνει τους ανθρώπους άγρια θεριά. Οι καλύβες των βοσκών και οι στρούγκες με τα πρόβατα είχαν σφαλίσει τις πόρτες τους στη γυναίκα του πρωτοκαπετάνιου. Ο φόβος τούς έδενε την ψυχή και το μυαλό. Και το μωρό ήτανε δεν ήτανε είκοσι μηνών. Η δίψα και η απελπισία την τσάκισε. Τη βρήκε ένας τσοπάνος στην άκρη του βουνού, με το παιδί στην αγκαλιά έτοιμη να ριχτεί στον γκρεμό. Τη μάζεψε στην καλύβα του και κάποια στιγμή, όταν το φονικό κι ο πόλεμος σπρωχτήκανε παραπέρα, κατέβηκε στην πόλη, ρώτησε, έμαθε, βρήκε συντρόφους του σκοτωμένου καπετάνιου, απόθεσε στα χέρια τους το παιδί και χάθηκε.

Τα λόγια του Τρουλινού χτυπάγανε στ’ αυτιά μου σα μακρινά. Δύο τρία τραπεζάκια πιο πέρα, στο απέναντι καφενείο, η αυστηρή μορφή μιας γυναίκας στα μαύρα. Κάποιοι μου ’παν ήταν η κόρη του καπετάνιου. Η εικόνα του κομμένου κεφαλιού δεν έλεγε να μ’ αφήσει. Και ο φωτεινός κύκλος γύρω από το κεφάλι.


Ονειρεύτηκα πως πέθανα, Νίκος  Κούνδουρος, Ίκαρος, 2009, σελ. 89-92