Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

Ορέστης: Πώς γράφτηκε το «Βροντάει ο Όλυμπος αστράφτει η Γκιώνα...»




Νίκος Καρβούνης ( 1880-1947)




Ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ ΑττικοΒοιωτίας, αφηγείται ο ίδιος πως γράφτηκαν οι στίχοι τον Απρίλιο του '43 από τον Καρβούνη, πως μελοποιήθηκε από τον Αστραπόγιαννο (Άκης Σμυρναίος) στις Αλυκές της Βοιωτίας και ποιοι το τραγούδησαν πρώτοι στο Μαυρολιθάρι της Γκιώνας... «..οι αντάρτες μου, οι Αρβανίτες..»!



«Πριν φύγω για έξω όμως, είδα και τον Καρβούνη. Κάθε φορά που κατέβαινα στην Αθήνα τον έβλεπα, όπως και τον Κτιστάκη, παρ' όλον ότι ήσαν τότε υπό δυσμένειαν. Σ' αυτό το ζήτημα δεν ήμουνα ποτέ «υποδειγματικός κομμουνιστή». Ποτέ δεν έκοψα τις σχέσεις μου με τους παληούς φίλους ή γνωστούς μου, ούτε με τους «αστούς», ούτε ακόμη – και αυτό ήταν το τρομερώτερο – με τους απομονωμένους και υπό δυσμένειαν συντρόφους. 
Τον είδα τον Καρβούνη τότε στο σπίτι του, πίσω από το Γαλλικό Νοσοκομείο. Εκεί τον είχα ξαναδή και άλλοτε, και μαζί με τον Κτιστάκη.
Όταν βρισκόμουν σε δίλημμα, να κάνω αντάρτικο, παρά τους δισταγμούς της ηγεσίας, τα είχαμε μιλήσει πάλι οι τρεις εκεί. Ο Κτιστάκης παρ' όλον ότι δικαίωνε απόλυτα τις σκέψεις μου, δίσταζε και να με συμβουλεύση και να το αποφασίσω.
-Τι να το κάνω αν δικαιωθώ αργότερα; του είπα κάποια φορά. Ο σκοπός δεν είναι να γίνω επικριτής της ηγεσίας μια μέρα. Σκοπός είναι να γίνη εκείνο που πρέπει.
Τότε ο Καρβούνης – παληός αγωνιστής του Βορειοηπειρωτικού αγώνος – σηκώθηκε, μ' αγκάλιασε και με φίλησε. Τότε το αποφάσισα οριστικώς, αφού και ο Κτιστάκης κλονίστηκε. 
Τώρα όμως ο Καρβούνης – πάντα γεμάτος με νεανικό ενθουσιασμό – με ήθελε και για κάτι άλλο. Είχε συνθέσει ένα τραγούδι, ένα θούριο, για το αντάρτικο. Το «Βροντάει ο Όλυμπος». Είχε προχωρήσει μάλιστα και στην μελοποίησί του. Μια γνωστή του κυρία, καθηγήτρια του Ωδείου, η κυρία Μ.Δ., το είχε μελοποιήσει, πάνω στα χνάρια της «Αΐντα» του Βέρντι.
Από τους στίχους ενθουσιάστηκα. Το άλλο όμως δεν με ικανοποίησε. Ίσως και δεν το απέδιδε καλά ο Καρβούνης, όπως το έπαιζε με τα δυο δάχτυλα στο πιάνο, και όπως προσπαθούσε, μάταια, να το τραγουδήση. 
- Άσε του είπα. Έχω ένα μουσικό έξω. Ας μην είναι καθηγητής αυτός. Τα ζη όμως αυτά που γράφεις και θα το μελοποιήση καλύτερα. Πιο βροντερό. Βροντές δεν θέλεις; Αρκεί να μου το επιτρέπης. 
- Ορέστη μου «δικό σου είναι», δεν είναι δικό μου. Πάρτο και κάνε ό,τι καταλαβαίνεις.
Σε δυο μέρες, στην αμμουδιά της Αλυκής, ο Αστραπόγιαννος (Γαληνός), «συλλάβιζε» τους στίχους του Καρβούνη στην κορνέτα του. Είπα δεν ήταν καθηγητής, ήταν ένας απλός μουσικός, αλλά ήταν αντάρτης. 
Το αποτέλεσμα μας δικαίωσε. 
Όπως ανηφορίζαμε για την Ρούμελη, οι άνδρες των δύο υπαρχηγείων (Λειβαδιάς και Θηβών, το άλλο έμενε ν' ανεβή σε λίγες μέρες) το μάθαιναν. Και όταν φθάσαμε στο Μαυρολιθάρι, στις πλαγές της Γκιώνας, οι αντάρτες μου, οι Αρβανίτες, τραγουδούσαν, «Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα...»
Σε λίγο το τραγουδούσαν σ' όλη την Ελλάδα».