Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

Αύγουστος 1943, Ο Ορέστης με την ομάδα του στην Αυλίδα, έφιπποι και πάνοπλοι...


Παραθέτουμε την εξιστόρηση του καπετάνιου του ΕΛΑΣ για την θρυλική εκείνη εμφάνιση του Ορέστη στα παραλιακά χωριά της...ευβοϊκής Βοιωτίας. 
Ήταν τότε που όλο το Σχηματάρι έσπευσε στο Δήλεσι, για να δουν τους Αντάρτες.
Στην συνέχεια... η βραδιά στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου στη Μονή Κλειστών με τον μητροπολίτη Γόρτυνας και η χειροτονία του αντάρτη διάκου Χρυσόστομου σε ιερέα μέσα στη μητρόπολη των Αθηνών από τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό!



Μια «περιοδεία»



Τον Αύγουστο, λοιπόν, ωργανώσαμε την πρώτη εμφάνισι αντάρτικου τμήματος στην παραλία του Ευβοϊκού μέχρι τον Ωρωπό. Για λόγους εντυπωσιακούς κάναμε αυτή την πρώτη εμφάνισί μας σ' εκείνα τα χωριά με την έφιππη ομάδα μας. Το αποτέλεσμα ως προς τον ενθουσιασμό που προκαλούσε η εμφάνισίς μας εκείνη υπερέβη και τις δικές μας προσδοκίες. Όσοι πήραμε μέρος σ' εκείνη την διαδρομή δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ, ιδιαίτερα μάλιστα την υποδοχή που βρήκαμε στο χωριό Βαθύ, κοντά στην Χαλκίδα, που μάς επεδέχθη εν πανζουρλισμώ. Θυμάμαι έναν κοντό-κοντό παππά, από άλλο κοντινό χωριό, το Κριμπάτσι. Είχε εμπνευσθή ασφαλώς από το ανάστημά του και από τον Ζακχαίο της Γραφής και σκαρφαλωμένος σ' ένα δέντρο ξεφώνιζε διαρκώς: «Ευλογημένος ο ερχόμενος...»

Αργότερα διαπιστώσαμε ότι ο παππάς εκείνος ήταν Πειραιώτης, που ποιος ξέρει ποιες ανάγκες της ζωής τον είχαν οδηγήσει στην ιεροσύνη. Η φρασεολογία του θύμιζε Πειραιωτάκι και η πονηριά του έδειχνε πως δεν ήταν και τόσο «ανυπολόγιστος» ο ενθουσιασμός του εκείνος.

Οι λυγμοί ενός πρωτοδίκη

Ένας άλλος όμως άνθρωπος μετέδωσε και σε μας την δική του συγκίνησι. Ο πρωτοδίκης της Χαλκίδος Σαλεμής*, που βρέθηκε τυχαία στο Γεραλή. Όταν μας αντίκρυσε, πάνοπλους καβαλλαραίους, με την σημαία ανεμισμένη, το Παπαχρυσόστομο με τα φυσεκλίκια πάνω από τα ράσα του, την σάλπιγγα, τα τουφέκια, τα αυτόματα, ο άνθρωπος έπαθε ψυχική αναστάτωσι. Έκλαιγε σαν μικρό παιδί, με ασυγκράτητους λυγμούς και αναφυλλητά ασταμάτητα. Φιλούσε τα κρόσια της σημαίας, τα ράσα του Χρυσόστομου, τα τυφέκια, και η μόνη λέξις που μπορούσε να προφέρη μέσα στους λυγμούς του ήταν «...Ελλάδα...»
Όποιος νομίζει πως μια τέτοια σκηνή μπορούσε να μας αφήση εμάς ασυγκίνητους επειδή ήμαστε τότε κομμουνισταί αυτός δεν θα πρέπει να έχει καλά καλά νοιώσει τι θα πη πατρίδα. Όχι μόνο μας τράνταζαν κι' εμάς τέτοιες στιγμές, αλλά η επίδρασίς τους έμενε πια μόνιμη και ανεξίτηλη. Όταν γυρίσαμε από την «περιοδεία» μας εκείνη στα Δερβενοχώρια, ετοιμάσαμε ένα τμήμα, μια διμοιρία, που την στείλαμε για να μονιμοποιήση την επιρροή μας στην περιοχή εκείνη και να επεκτείνεται όλο και προς την Αθήνα. Επί κεφαλής της διμοιρίας εκείνης ο Αστραπόγιαννος, έφτασε λίγο αργότερα μέχρι και τα Μελίσσια ακόμη.

Προς την Ιεράν Σύνοδον

Αμέσως μετά την εμφάνισί μας στα παραλιακά χωριά, είχαμε και άλλη μια παρόμοια εμφάνισι. Πήγαμε στο πανηγύρι της Μονής Κλειστών, την νύχτα του Δεκαπενταύγουστου. Πλήθος πανηγυρισταί από την Αθήνα βούϊζε ένα γύρω. Έβγαλα λόγο στον κόσμο και την άλλη μέρα η φήμη πως οι αντάρτες βρίσκονται πια έξω από την Αθήνα είχε χιλιάδες «αυτόπτες» μάρτυρες, παρ' όλο που το σκοτάδι ήταν απόλυτο την αφώτιστη εκείνη νύχτα.
Η μετάβασί μας όμως στο μοναστήρι είχε και μια ακόμη συνέπεια. Συναντήσαμε εκεί τον επίσκοπο Γόρτυνας. Μιλήσαμε αρκετή ώρα μαζί του στο «δεσποτικό». Τού είπα πολλά, αλλά εκείνος απ' όλα όσα άκουσε πρόσεχε μόνο σε κάτι που έβλεπε: ένα σταυρό στο χιτώνιό μου. 

- Να τον κρατάς πάντα, μου είπε. Κι' άλλοι πριν από σένα τον κρατούσαν και κανείς καμμιά ζημιά δεν έπαθε από αυτόν. 

Με την ευκαιρία εκείνη κάναμε και μια αίτησι στην...Ιερά Σύνοδο! Ζητούσαμε να εγκρίνη όπως χειροτονηθή ιερεύς ο «διάκονος» Χρυσόστομος, παρά το νεαρόν της ηλικίας του, διότι μας εχρειάζετο ιερεύς δια καθήκοντα τα οποία δεν ηδύνατο να εκτελή διάκονος. Και τότε εντός της γερμανικής κατοχής, ο Αρχιεπίσκοπος ο ίδιος, μέσα στη Μητρόπολι, εχειροτόνησε τον διάκο μας ιερέα, μετεχόντων και τριών άλλων μητροπολιτών κατά την χειροτονία.
Έτσι ο Χρυσόστομος μάς ήρθε πίσω ως παππάς και αρχιμανδρίτης πλέον. Μάλιστα ο αείμνηστος Δαμασκηνός μού έστειλε με τον Παπαχρυσόστομο τις ευχές του, έναν καλύτερο σταυρό και οκτακόσιες χιλιάδες δραχμές της εποχής για ενίσχυσί μας. Δεν τις κράτησα όμως. Τις προσέφερα με την σειρά μου στο μοναστήρι. Άλλωστε χρωστούσα και κάτι στο φιλόξενο εκείνο μοναστήρι: τα ράσα που είχα πάρει για να ντύσω τον Άρη ιερέα...

Σημείωση:

* Ο πρωτοδίκης Σαλεμής δεν έχει καμία σχέση με τον υπογράφοντα το μπλογκ αυτό. Πρόκειται για συνωνυμία.