Αντάρτες του Ι τάγματος του 34ου συντάγματος («αρβανίτικο σύνταγμα») του ΕΛΑΣ στα Σκούρτα. Στη μέση ο Θεοχάρης με την Ασήμω. (από το οικογενειακό αρχείο της Ασήμως που ευγενώς μας παραχώρησε ο γυιος της Θόδωρος Μαλισιάνκος) |
Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
«Πολεμούσε κι αυτή πλάι του. Δεν δείλιαζε το μάτι της. Όλο το καπετανάτο τη σεβόταν για την τόλμη της»
( Ζαχαριάς)
Για τους
Καραλιβαναίους και τον Θεοχάρη Πολύχρονο,
λίγο-πολύ έχουμε ακούσει και έχουμε
μάθει κάποια πράγματα. Πως ήταν Κλαρίτες,
«οι Αητοί της Σεγδίτσας», «οι λύκοι της
Γκιώνας», μια από τις τελευταίες, δηλαδή,
επιβιώσεις της Κλεφτουργιάς, η οποία
κατόρθωσε να φτάσει στ' αντερίσματα της
φθίνουσας Νεωτερικότητας και εκεί να
πέσει ηρωικά μαχόμενη για «Ελευθερία
ή των άλλων αρχή».
Ξέρουμε ότι οι
Καραλιβαναίοι ήρθαν σε επαφή με τον Άρη
Βελουχιώτη νωρίς, συνεννοήθηκαν άψογα
μαζί του, χωρίς τζιριτζάντζουλες
εντάχθηκαν στον ΕΛΑΣ και από Κλαρίτες
που επεδίωκαν την προσωπική, οικογενειακή
και, ίσως, μια τοπική και «ορεινή»
ελευθερία, μετεβλήθησαν ταχύτατα σε
Αντάρτες, άνευ οποιασδήποτε ιδιοτελείας,
με όραμα και στόχο τον κοινό πόθο όλων
των Ελλήνων: την Ελευθερία και την
ανοικοδόμηση της κατεστραμένης από
τους ΓερμανοΙταλούς κατακτητές, αλλά
και τα προηγούμενα ξενόδουλα καθεστώτα,
Ελλάδας.
Ξέρουμε ακόμη
ότι, οι Καραλιβαναίοι είχαν την παράξενη
ιδέα να πολεμάνε στα βουνά έχοντας μαζί
τους τις γυναίκες τους. Την Παναγιού ο
ίδιος ο Δήμος Καραλίβανος και την Ασήμω
ο ανιψιός του ο Θεοχάρης.
Τους πλένανε,
τους μαγειρεύανε, τους ξεψειρίζανε,
τους ακολουθούσανε ακόμη και στη μάχη,
εν όπλοις σύντροφοι και δορυφόροι. Μόνο
στον Γοργοπόταμο, λέει, στάθηκαν λίγο
πιο πίσω, τότε που ο Θεοχάρης σαν τελώνιο
του πολέμου, πέρασε πάνω στις ράγες,
κάτω από ορυμαγδό ριπών τε και εκρήξεων
και ενώ οι υπονομευτές ήδη ενεργούσαν
στα βάθρα, από το νότιο οχυρό στο βόρειο,
για να ενισχύσει το τμήμα του Ζέρβα που
είχε καθυστερήσει στην προσπάθεια
κατάληψής του.
Εκεί σταματάνε
οι γνώσεις μας όμως, για τις γυναίκες
αυτές, και οι αναφορές όλων των αυτοπτών
μαρτύρων, ή και των μετέπειτα ερευνητών,
περιορίζονται σε επισημάνσεις
μονολεκτικές, κυρίως για την Ασήμω, ότι
ήταν κι εκείνη σε αυτή τη μάχη ή την τάδε
συμπλοκή και το δείνα περιστατικό.
Εξαίρεση, μοναδική
ίσως, η Τασούλα Βερβενιώτηi
που φέρνει στην επιφάνεια και κάποιες
άλλες πλευρές της Ασήμως με ένα γράμμα
της στις γυναίκες της Αθήνας που γράφεται
στον Παρνασσό, 6 Απριλίου 1943 και
δημοσιεύεται, με τον προσήκοντα σχολιασμό,
σε έντυπο του παράνομου τύπου, τη
«Γυναικεία δράση», αριθ. 18, Αθήνα, 24 Μαΐου
1943.
Σε μια κοινωνία
που πραγματεύεται και... διαπραγματεύεται
το κορμί, την ψυχή και τη συνολική
υπόσταση της γυναίκας στις λεπτομέρειές
της, που την έχει καταστήσει... στρατηγικό
στόχο του μάρκετινγκ και των ιερέων
του, που έχει αποϊερεοποιήσει και
μηχανοποιήσει... καισαρικώ τω τρόπωii,
τόσο την ίδια όσο και την... τοκοφόρο
κοινωνική της διάσταση, ταυτίζοντας
πια την έννοια αυτή, αποκλειστικά, με
το κέρδος από το δανεικό χρήμα, δεν
χωράει η μελέτη και ο στοχασμός πάνω
στις δύο αυτές πρώτες Αντάρτισσες της
Ρούμελης.
Εμείς θα τους
πάμε κόντρα! Και θα ξεκινήσουμε με την
Ασήμω ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα
εστιάσουμε και στην άλλη καπετάνισσα,
την Παναγιού του Καραλίβανου.
Η Ασήμω Σεγδίτσα,
(ναι! Το πατρικό όνομα της Ασήμως είναι
το ίδιο το όνομα της πατρίδας της!) είναι
η δεύτερη κόρη από τις τέσσερις του
Παναγιώτη και της Ευφροσύνης. Η Ευφροσύνη
έτεκεν οκτώ παιδιά, πρώτα τέσσερις κόρες
στη σειρά και μετά τέσσερα αγόρια.
Η Ασημούλα,
γεννήθηκε το 1918 και όπως σε όλες τις
αγροκτηνοτροφικές κοινότητες του
ελληνικού παραγωγικού πολυωνύμου, μετά
τα πρώτα χρόνια της ηλικίας της γίνεται
από παιδί νοικοκυρά και από αδελφή μάνα
των άλλων μικρότερων παιδιών που
ακολουθούν.
Όταν ο Θεοχάρης,
με την κατάρρευση του μετώπου της
Αλβανίας και την συνθηκολόγηση (Απρίλιος
1941), φεύγει από το αεροδρόμιο της Τανάγρας
όπου υπηρετούσε, και φτάνει στη Σεγδίτσα,
βρίσκει την Ασημούλα μεστωμένη κοπέλα
πια, 23 χρονών. Είναι σχεδόν συνομήλικοι, εκείνος 24.
Κάποιοι λένε
πως κλεφτήκανε, όπως θα ταίριαζε στην
παράνομη δράση ενός Κλαρίτη και όπως
ήταν τότε του συρμού οι μεγάλοι έρωτες
να είναι εκτός νόμου και το κέρδισμα
της γυναίκας να στέφεται με μια
παλληκαρίσια ενέργεια, την κλεψιά.
Εγώ, δεν το
πιστεύω. Θεωρώ ότι, τόσο ο Θεοχάρης όσο
και η Ασήμω είχαν το σθένος (το σθένος
της Ασήμως αποδείχτηκε με την θητεία
της στο Βουνό) να επιβάλουν με ήπιο τρόπο
τη θέλησή τους ακόμη και αν οι γονείς
της ήταν αντίθετοι. Εκείνο που ξέρουμε
θετικά είναι ότι ο Θεοχάρης με την Ασήμω,
μετά τον γνωστό εορτασμό της 25ης Μαρτίου
1943 στη Δεσφίνα από το σύνολο των δυνάμεων
του ΕΛΑΣ της Ρούμελης και παρουσία όλων
των Καπεταναίων, επισκέπτονται το
γέρο-πατέρα της στην Κίρρα του Κορινθιακού,
όπου διαχειμάζει με το κοπάδι του. Ο
γέροντας τους δίνει την ευχή του και
τους ξεπροβοδίζει στο δρόμο για την
Δεσφίνα γνωρίζοντας ότι θα λείψουν
μακριά, στην Αττικοβοιωτία. Τους αποχαιρέτησε προτρέποντάς τους: «να πολεμήσετε μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός σας». Εκείνες τις
ημέρες αποφασίστηκε ότι ο Θεοχάρης να
ενταχθεί στο εκεί Αρχηγείο.
Ας ακούσουμε,
όμως, τι λέει, για τον Θεοχάρη και την
Ασήμω, ο Ορέστης, καπετάνιος του Αρχηγείου,
που δεν είναι εύκολος στα καλά λόγια
και που έσπευσε αμέσως να διαλύσει την
πρώτη διμοιρία ανταρτισσών στο Σύνταγμά
του, θεωρώντας την Αττικοβοιωτία
ακατάλληλη για τέτοια πειράματα....
«Η διαταγή του
Γενικού έλεγε πως έπρεπε να ξεκινήσω
αμέσως για το Λιδωρίκι, όπου θα εύρισκα
και άλλες νεώτερες διαταγές για την
μονάδα μας. Ξεκίνησα λοιπόν χωρίς
καθυστερήσι και άφησα κάτω τον Θεοχάρη,
για να συνεχίση τις προετοιμασίες και
να εφαρμόση ο ίδιος το σχέδιο που μου
είχε ανακοινώσει και είχε αρχίσει να
το προπαρασκευάζη. Οι καταπληκτικές
και απροσδόκητες διοικητικές ικανότητες
που ανέπτυξε όταν επωμίσθηκε μόνο του
τις ευθύνες για την διοίκησι ενός
τμήματος πεντακοσίων τώρα πια ανδρών,
μού έλεγαν πως θα τα κατάφερνε και σε
κείνη την επιχείρησι. Άλλωστε είχε μαζί
του, κοντά του, και δύο νεαρούς όσο και
δοκιμασμένους πλέον στο αντάρτικο
μόνιμους αξιωματικούς, τον ανθυπολοχαγό
Αποστόλη και τον ανθυπίλαρχο Λαοκράτη
με τους οποίους συνεργαζόταν χωρίς
καμμιά μεταξύ τους προστριβή ή παρεξήγησι.
Δεν ήταν βέβαια
έκπληξις για μένα και για όλους τους
άλλους το ότι ο Θεοχάρης έδειχνε αυτόν
τον καιρό για άλλη μια φορά το γνωστό
θάρρος, την αληθινή παλληκαριά του, την
απόλυτη περιφρόνησι στο θάνατο. Αυτά
τα ξέραμε όλοι μας από καιρό και κάθε
τόσο είχαμε και κάποιο δείγμα της
παλληκαριάς του εκείνης. Παλληκάρι ήταν
πάντα, μα τώρα έδινε δείγματα και του
συνδυασμένου θάρρους, συνέσεως και
πονηριάς μαζί, που χρειαζόταν σ' ένα
ηγήτορα αντάρτικου σχηματισμού.
Ο Θεοχάρης
Πολύχρονος, ο ανεψιός του άλλου φοβερού
πολεμιστού της Γκιώνας, του Δήμου
Καραλίβανου, δείγματα ατομικής παλληκαριάς
είχε δώσει αμέτρητα, από την ημέρα που
μαζί με τον θείο του αποφάσισαν να πάψουν
να είναι ληστές και να γίνουν αντάρτες.
Τη θυμόταν πάντα εκείνη την ημέρα, που
μήνυσαν τον παπά τους: «Να πάρη το
πετραχήλι του και την σημαία απ' το
σχολείο και νάρθη να τους ευλογήση και
να τους ορκίση». Και ο παπάς της Σεγδίτσας
ξεκίνησε από το κρεμασμένο στις πλαγιές
της Γκιώνας χωριό τους, για να ανέβη στα
λημέρια τους, στις αητοφωλιές του
περήφανου βουνού, που έδωσε τόσους και
τόσους αντάρτες και στα δυο «αντάρτικα»
της περιοχής αδιακρίτως (στο 5/42 του
Ψαρρού και στα αρχηγεία Παρνασσίδος
και Δωρίδος). Ήταν 5 Απριλίου η μέρα
εκείνη που θυμόταν ο Θεοχάρης και από
τότε οι «Καραλιβαναίοι» (όλοι ξαδέρφια
και ανήψια του αρχηγού του του Δήμου)
έγιναν αντάρτες, μια από τις πρώτες
αντάρτικες ομάδες του τόπου, ανεξάρτητοι
για πολύ καιρό στην αρχή από οποιαδήποτε
οργάνωσι και πολιτικό προσανατολισμό.
Όλοι τους ήταν άξια «παιδιά της Γκιώνας»,
μα κανείς δεν έφθασε στην παλληκαριά
το «πρωτοπαλλήκαρό» τους, τον Θεοχάρη.
Και στην συμπλοκή
της Ρικάς το έδειξε και στην γέφυρα του
Γοργοποτάμου το θαύμασαν – λιοντάρι
τον είπαν – Άγγλοι, Εδεσίτες, και
Ελασίτες. Αυτός καβάλλησε πρώτος το
ιταλικό φυλάκιο και έδωσε την «ευθανασία»
μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα στους παγωμένου
από την τρομάρα τους Ιταλούς. Κι' αυτός
τελείωσε και με το άλλο φυλάκιο – στο
άλλο βάθρο – που πρόβαλε αντίστασι,
περνώντας μπουσουλιστά πάνω στις ράγες,
πάνω από το χάος του βαράθρου, το μακρύ
γεφύρι, αν και καθυστέρησε κάπως στην
πρώτη φωλεά αντιστάσεως, γιατί μετά το
«καθάρισμα» των Ιταλών, ανεκάλυψε ένα
γεμάτο τσουβάλι ζάχαρι και έχωσε το
κεφάλι του ολόκληρο μέσα στην «αμβροσία»
εκείνη. Μέσα στην αναμπουμπούλα της
συμπλοκής που παρετείνετο ακόμη οι
κραυγές του Θεοχάρη «Ζάχαρι, ζάχαρι
ηύρα, ελάτε ωρέ να φάτε», απετέλεσαν το
πρώτο άγγελμα της νίκης.
Ήταν και έμεινε
παιδί ο Πολύχρονος ως το τέλος του μ'
όλο που «όλα κι' όλα», δεν εννοούσε να
αναστείλη ούτε κατά την διάρκεια του
ανταρτοπολέμου ακόμα τα επί της ζωής
«ανδρικά του» δικαιώματα. Σ' όλα
συμμορφώθηκαν οι δυο αρχηγοί των
Καραλιβαναίων – καπετάνιος και
πρωτοπαλλήκαρο – με τους «κανονισμούς
του ΕΛΑΣ», όταν προσεχώρησαν σ' αυτόν
εκτός από ένα: Και ο ένας και ο άλλος δεν
εννοούσαν να αποχωρισθούν από τις
γυναίκες τους. Ο Καραλίβανος ήθελε
κοντά του την καπετάνισσά του και ο
Θεοχάρης την αρραβωνιαστικιά του την
Ασήμω. Την πήρε μαζί του και όταν
τοποθετήθηκε σε μας, καπετάνιος του
τότε υπό συγκρότησιν υπαρχηγείου Αττικής
τον Μάρτιο του 43. Στην αρχή η Ασήμω έμενε
και σε κανένα από τα χωριά της περιοχής,
μα όσο περνούσε ο καιρός, τόσο γινόταν
κυριολεκτικά η σκιά του Θεοχάρη. Δεν
τον άφηνε από κοντά ούτε στιγμή. Τον
έπλενε, τον ξεψείριαζε, φρόντιζε για το
φαΐ του, και ακόμη στις πορείες αυτή
κρατούσε την ασημοκαπλαντισμένη
καραμπίνα του για να τον ξεκουράζη. Από
τότε που έτυχε να βρεθή μακρυά του, στην
συμπλοκή της Κάζας, στις 13 Αυγούστου
1943, όταν εκείνος χύμηξε ακράτητος πάνω
στα αυτοκίνητα και τραυματίστηκε στο
κεφάλι και στο χέρι, δεν τον άφησε ποτέ
πια. Έμενε δίπλα του, πίσω του, ακόμη και
στις στιγμές καταιγιστικού πυρός.
Εκείνος μπροστά μπρούμυτα, στην κοιλιά,με
το κορμί και το κεφάλι ανυψωμένο,
στρίβοντας πότε δεξιά, πότε αριστερά,
σαν σαύρα, σαν φίδι. Παραπίσω η Ασήμω,
με το νου της αποκλειστικά και μόνο στον
λεβέντη της. Πότε-πότε τον κρατούσε από
την πατούσα μην της ξεφύγη. Πότε-πότε
να στριγγλίζη:«Σκύψε, σκυλί, θα σε φάνε
οι σκύλοι».
Μόνον όταν πια
απεμακρύνετο κάθε κίνδυνος του καλού
της, ανακτούσε την ψυχραιμία της και
τον ακολουθούσε «κατά βήμα» με το
αντρικό, βαρύ, μ' όλη την πατούσα βάδισμά
της. Από καιρό, απ' το χειμώνα ακόμη, τον
είχα πείσει πως έπρεπε να νομιμοποιήση
τις σχέσεις του, να τη στεφανωθή, όχι
χωρίς κόπο, όμως. Είχε ένα ατράνταχτο
και λογικό επιχείρημα: «Γυναίκα μου
είναι έτσι κι αλλιώς. Θα την πάρω. Μα αν
σκοτωθώ γιατί να την πούνε χήρα»;
Του έλεγα τότε
πως καλή είναι η σκέψη του, μα η Ασήμω
δεν έπαυε να είναι γυναίκα και έτσι δεν
μπορούσε να μην έχη το νου της και τον
λογισμό της στο στεφάνι. Με άκουσε και
τη στεφανώθηκε.
Μα είχε δίκηο
εκείνος. Στην πρώτη δεκεμβριανή σύγκρουσι
σκοτώθηκε. Είχε δίκηο».
[σημ. Γ.Σ.: Η οικογένεια της Ασήμως δεν επιβεβαιώνει τον Ορέστη στο ότι ο Θεοχάρης την στεφανώθηκε τελικά]
[σημ. Γ.Σ.: Η οικογένεια της Ασήμως δεν επιβεβαιώνει τον Ορέστη στο ότι ο Θεοχάρης την στεφανώθηκε τελικά]
Πρώτος από αριστερά ο Θεοχάρης και δίπλα του η Ασήμω (Φωτογραφία του Σπύρου Μελετζή, από το οικογενειακό αρχείο της Ασήμως που ευγενώς μας παραχώρησε ο γυιος της Θόδωρος Μαλισιάνκος) |
Θετικά ξέρουμε,
λοιπόν, ότι ο Καραλιβαναίοι έχουν βγει
στο βουνό τον Απρίλιο του 42 και ότι ο
Άρης όταν βγαίνει τον Μάιο, τούς βρίσκει
εκεί. Αυτό σημαίνει ότι, η Ασημούλα είναι 24 χρονών όταν βγαίνει στο βουνό
και χαριτολογώντας θα λέγαμε ότι είναι,
περισσότερο από ένα μήνα... αρχαιότερη
του Άρη Βελουχιώτη.
Από τότε και στο
εξής μπορούμε να επισημάνουμε τα
δρομολόγιά της στα βουνά εύκολα και με
ακρίβεια ακόμη και όταν δεν την αναφέρουν
οι αυτόπτες μάρτυρες. Αρκεί να δούμε τα
δρομολόγια του Θεοχάρη.
Βρίσκεται στην
πρώτη μάχη, στη Ρεκκά, 9 Σεπτεμβρίου
1942, στο Κρίκελλο, στον Γοργοπόταμο, στο
Μικρό Χωριό,... στη μάχη της Πύλης (Οκτώβριο
1943),...στην κατάληψη του αεροδρομίου τηςΤανάγρας (μέσα Σεπτεμβρίου 44),...στη μάχη
της Χασιάς ή του Σανατορίου (12 Οκτωβρίου
1944) όπου ο Θεοχάρης παίρνει το τρίτο
τραύμα ( στο κεφάλι και στο χέρι είχε
τραυματιστεί στην Κάζα, 13 Αυγούστους
1943)iii
και η Ασήμω τραυματίζεται στο πόδι προσπαθώντας να τον προστατέψει...
Ο Ορέστης λέει:
«Στις 12 Οκτωβρίου,
ξημερώνοντας, ο Θεοχάρης που δεν
σκοτιζόταν από πολιτικά προβλήματα,
που διατηρούσε πάντα αμείωτο το πολεμικό
του μένος, επετέθη με τον λόχο του
Αποστόλη εναντίον της φρουράς του
Σανατορίου της Πάρνηθας, που ως την
τελευταία ώρα το κρατούσαν οι Γερμανοί,
συρματοπλεγμένο, σωστό οχυρό. Και το
κράτησε παρά την πολύωρο επίθεσι, όπου
σκοτώθηκε ο Κριεκουκιώτης διμοιρήτης
Υψηλάντης και τραυματίσθηκε ο Θεοχάρης
και η γυναίκα του η Ασήμω, την ώρα που
προσπαθούσε να συγκρατήση τον ασυγκράτητο
εκείνον άνθρωπο. Ήταν το τρίτο τραύμα
που έπαιρνε στα δυόμισυ χρόνια της
αντάρτικης δράσεώς του μα όχι και το
τελευταίο βόλι.
Αργότερα, στα Δεκεμβριανά
σκοτώθηκε.
Ένα γερμανικό αυτοκίνητο
που ανέβαινε από το Μενίδι με ενισχύσεις
ανατινάχθηκε από νάρκη. Μια κούρσα με
έναν αξιωματικό και δύο στρατιώτες που
πήγαινε κι' αυτή στο Σανατόριο πήρε κατά
λάθος το δρόμο της Χασιάς και φθάνοντας
εκεί χτυπήθηκε και σκοτώθηκαν οι επιβάτες
της.
Σε λίγο, μόλις μάθανε
την καταστροφή της, ξεκίνησε ένας λόχος
από το Μενίδι για αντίποινα και προχώρησε
πέρα από το χωριό, προς τη «Μονή Κλειστών».
Τους αντιμετώπισε στην αρχή ένα μικρό
τμήμα ανταρτών με επικεφαλής τον
«παλαίμαχο» Καλυβιώτηiv
Ψύχα (σημ Γ.Σ. : Βαγγέλη Λιόσης). Πιάσανε
οι Γερμανοί το μοναστήρι, έφθασε εν τω
μεταξύ ο λόχος του Λαοκράτη, ακολούθησε
και ο Αποστόλης και εκεί η δύναμις αυτή
του πρώτου τάγματος, είχε την τελευταία
σύγκρουσί της με τους Γερμανούς. Τότε
σκοτώθηκε και ο Χασιώτης Γιώργης
Μαρούγγας, που πολλές φορές τον είδαμε
στην αφήγησί μου.
Ήταν όπως είπα αυτή η
συμπλοκή, η τελευαία του 1/34 τάγματος
Αττικής, του πιο βασανισμένου και
δοκιμασμένου στην κατοχή τμήματος του
ΕΛΑΣ, τις ώρες που ο αθηναϊκός λαός,
πανηγύριζε πια την απελευθέρωσί του»v.
Να πως περιγράφει η ίδια
η Ασήμω τα σχετικά με τον τραυματισμό
της:
«Ένα πρωί περίπου στις
δέκα, μια σφαίρα με βρίσκει στο κάτω
μέρος του αριστερού ποδιού. Η μάχη
συνεχιζόταν με τον καπετάνιο. Τραυματισμένη
όπως ήμουν, με την βοήθεια του Κατάρα
και του Καρύδα (18-20 ετών), μετά από πορεία
πέντε ωρών, ενώ στο δρόμο συναντάμε την
Ελένη Τσεβά, φτάνουμε σ' ένα μαντρί.
Περιμένουμε μέχρι το πρωί, όπου ήλθε η
οργάνωση και με μεταφέρει στο χωριό,
στο σπίτι ενός Ελληνοαμερικάνου. Εκεί
έμεινα περίπου ένα μήνα. Αφού πέρασαν
οι δέκα πρώτες μέρες, με αβάστακτους
πόνους, ακίνητη στο κρεβάτι, χωρίς να
έχει γίνει εγχείρηση για να βγει η
σφαίρα, από διάφορους γιατρούς που με
εξέταζαν, κατεβαίνει η διοίκηση του
τάγματος με τον γιατρό Θύμιο Μπακλέζο.
Ήταν βράδυ, γίνεται επέμβαση, παρουσία
όλων, χωρίς νάρκωση, και τα ξημερώματα
φεύγουν...».
(Περιοδικό «Εθνική Αντίσταση», τεύχος 155, Ιούλης-Σεπτέμβρης 2012)
[σημ Γ.Σ.: Σύμφωνα με μαρτυρίες και διασταυρώσεις στοιχείων, η Ασήμω νοσηλεύτηκε στο Χλεμποτσάρι (Ασωπία), στο σπίτι του Ντίνο Πανούση. Ελληνοαμερικανός ήταν κάποιος γείτονας ονόματι Νταούτης, ο οποίος ξέμεινε στην Ελλάδα με την έναρξη του πολέμου, και ήταν ένθερμος Εαμίτης. Οι γυναίκες του χωριού που αποτέλεσε μια από τις βάσεις ανεφοδιασμού του ΕΛΑΣ, μέσα στις άλλες ασχολίες στους δεν παρέλειπαν να επισκέπτονται την καπετάνισσα και να τις κρατάνε, όλες μαζί, συντροφιά.]
(Περιοδικό «Εθνική Αντίσταση», τεύχος 155, Ιούλης-Σεπτέμβρης 2012)
[σημ Γ.Σ.: Σύμφωνα με μαρτυρίες και διασταυρώσεις στοιχείων, η Ασήμω νοσηλεύτηκε στο Χλεμποτσάρι (Ασωπία), στο σπίτι του Ντίνο Πανούση. Ελληνοαμερικανός ήταν κάποιος γείτονας ονόματι Νταούτης, ο οποίος ξέμεινε στην Ελλάδα με την έναρξη του πολέμου, και ήταν ένθερμος Εαμίτης. Οι γυναίκες του χωριού που αποτέλεσε μια από τις βάσεις ανεφοδιασμού του ΕΛΑΣ, μέσα στις άλλες ασχολίες στους δεν παρέλειπαν να επισκέπτονται την καπετάνισσα και να τις κρατάνε, όλες μαζί, συντροφιά.]
Δηλαδή, ο Θεοχάρης και
η Ασήμω αναρρώνουν στα μέσα προς το
τέλος του Νοεμβρίου για να μπουν σε
λίγες μέρες πάλι στη φωτιά, στην
Αγγλοκρατούμενη και Αγγλομαχούμενη
Αθήνα, όπου ο Θεοχάρης, τραυματίζεται
θανάσιμα από βλήμα που εισέρχεται στον
αυχένα και εξέρχεται από την κοιλιακή
χώρα. Την πιο αξιόπιστη μαρτυρία για
τον θάνατο του Θεοχάρη την έχουμε από
τον άλλο ατρόμητο καπετάνιο, τον Περικλή.
«Τα μεγαθήρια
ΣΕΡΜΑΝ με τα πυροβόλα τους τρυπάνε τους
τοίχους και με τη μούρη τους γκρεμίζουν
τα κτίρια. Το νοσοκομείο παίρνει φωτιά,
οι φυματικοί βγαίνουν ανεμίζοντας τα
σεντόνια τους για λευκές σημαίες, αλλά
οι Άγγλοι δεν καταλαβαίνουν απ' αυτά,
τους θερίζουν σαν πράσα. Δεκάδες είναι
τα θύματα. Μια ομάδα μαζί με τον Θ.
Πολύχρονο, καπετάνιο τάγματος του 34ου
Συντάγματος, πέφτει ομαδικώς σ' ένα
διάδρομο της Σχολή Γυμναστικήςvi».
Υπάρχει και η
εκδοχή ότι εβλήθη από αεροπλάνο. Σίγουρο
είναι πάντως ότι,
«ο Θεοχάρης έπεσε από Εγγλέζου βόλι, άκουστο Γοργοπόταμε και στρέψε τα νερά σου»
Η Ασήμω, δεν
ξέρουμε ακριβώς πώς, τον έβαλε σε ένα
κάρο και τον πήγε σε ένα πρόχειρο ιατρείο.
Εκεί διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Τον
ξενύχτησε στην εκκλησία του Μαρουσιού
και την άλλη μέρα τον έθαψε στο εκεί
νεκροταφείο.
Χωρίς τον σύντροφό
της και το ταίρι της, η Ασήμω, όχι παραπάνω
από είκοσι πέντε χρονών, προσπαθεί να
επιβιώσει μέσα στον χαλασμό του Εμφυλίου
και στο χάος της Αθήνας.
Βρίσκει καταφύγιο
σε ένα οικοτροφείο της Καλλιρρόης Παρέν και το 1949 παντρεύεται τον Χαράλαμπο
Μαλισάγκο και το 1953 έκανε τον γυιο της
Θεόδωρο.
Πλήρης ημερών
κίνησε για να σμίξει με τους κεκοιμημένους, πλην όμως αθάνατους, συναγωνιστές της
στις 16 Ιουλίου 2009, σε ηλικία 91 χρονών.
Εμείς μένοντας
εδώ και όσο σκαλίζουμε κάποιες πλευρές
της ζωής της δεν μπορούμε παρά να
εκπλαγούμε! Απαντήσεις δεν μπορούμε να
δώσουμε. Μόνο ερωτήματα να διατυπώσουμε
και να τα αφήσουμε να πλανώνται ελπίζοντας
ότι δεν θα παραμείνουν «ρητορικά» αλλά
κάποια στιγμή θα μπορέσουν ν' απαντηθούν:
- Τι είδους άνθρωπος ήταν η Ασήμω για να βγει «με έναν λόγο στο βουνό», την ίδια στιγμή που άνθρωποι εκπαιδευμένοι στον πόλεμο διστάζανε έως κιοτεύανε;
- Τι είδους άνθρωπος ήταν η Ασήμω για να παραμείνει και να κρατηθεί στο βουνό και στις τόσες φοβερές και αλλεπάλληλες δυσκολίες του αγώνα κατά των κατακτητών;
- Ήταν η σχέση της με τον συγκεκριμένο άνθρωπο ή ήταν κάτι περισσότερο, βαθύτερο και ακατάληπτο για μας τους αναλφάβητους της αυθυπέρβασης και της αυτοθυσίας;
- Τι έκανε αυτή τη εικοσιδυάχρονη κοπελίτσα να θεωρήσει ότι αξίζει να ζει σαν αγρίμι στα βουνά όταν η πατρίδα της σκλαβώνεται, να θεωρήσει ότι δεν υπάρχει πια δυνατότητα ζωής φυσιολογικής έστω και στα απάτητα, για τους κατακτητές, χώματα της Σεγδίτσας;
- Μπορεί να έχει ένα μισοαγράμματο κορίτσι, τέκνο τσομπαναραίων, μια αντίληψη τέτοια για την Ελευθερία και την Πατρίδα που δεν έχουν ούτε επιστήμονες, ούτε διανοούμενοι, ούτε πολιτικοί, ούτε στρατιωτικοί;
- Μπορεί η Ασήμω, να απαντάει σωστά στα διλήμματα «Ελευθερία ή Θάνατος» και «Ελευθερία ή των άλλων αρχή», έτσι απλά, σεμνά και μεγαλόπρεπα όταν οι πολλοί ακόμα σιωπούν και ανασυντάσσονται και προσπαθούν να προσανατολιστούν;
Ίσως στις ερωτήσεις αυτές σας βοηθήσει το γράμμα που αναφέραμε πιο πάνω, «εκ Παρνασσού» και απευθύνεται στις γυναίκες της Αθήνας, μέσω της παράνομης εφημερίδας «Γυναικεία Δράση», στη συντακτική επιτροπή της οποίας μετείχαν, η Μέπλω Αξιώτη και η Διδώ Σωτηρίου...
Ότι, δεν είναι
η Ασήμω και η Παναγιού δυο από τις πολλές
γυναίκες που η μια παραδειγματίζει την
άλλη και όλες μαζί, μαζί και με τον
υπόλοιπο πληθυσμό μιας κοινότητας ή
μιας πόλης, προβαίνουν σε αντιστασιακές
ενέργειες. Είναι δυο γυναίκες που πρώτες
και μόνες ανοίγουν τον δρόμο. Χωρίς
προηγούμενα παραδείγματα παρά μόνο την
Μαριώ του Καραϊσκάκη, την Ελένη του Βάσου Μαυροβουνιώτη και την «παπαδιά περατιανή» του δημοτικού μας τραγουδιού!
Μια παπαδιά
περατιανή
πάει με τους
λεβέντες
πάει κι ο παπάς
από κοντά
πάει πάει
παρακαλώντας
- Γιατί μ' αφήνεις
τα παιδιά
γιατί τ' αφήνεις
τα παιδιά
το έρημο το σπίτι
- Φωτιά να κάψει
τα παιδιά
το έρημο το σπίτι
και γω πάω για
λευτεριά
i Τασούλα
Βερβενιώτη, Η γυναίκα της Αντίστασης-Η
είσοδος των γυναικών στην πολιτική,
εκδ Οδυσσέας, σελ. 304-305
ii Πρόκειται
για σαφή υπαινιγμό και πρόκληση στην
επικράτηση της καισαρικής τομής ως ο
κύριος τρόπος της γέννησης των παιδιών
(κοντά στο 60% των γεννήσεων φτάνει ο μέσος
όρος στην Ελλάδα) με το αισχρό πρόσχημα
της απαλλαγής της γυναίκας από τους
πόνους(!) Οι σύγχρονοι ιεροφάντες της
θρησκειοποιημένης επιστήμης, ούτε λίγο
ούτε πολύ...ευαγγελίζονται την άρση του
Προπατορικού Αμαρτήματος(!) Με το
αζημίωτο φυσικά.
iii Παραλείπω
σκόπιμα πολλές ενδιάμεσες μάχες και
συμπλοκές, όπως και τις χρονολογίες
τους γιατί πραγματικά ο κατάλογος θα
ήταν τεράστιος. Κάποτε θα φτιάσουμε
αυτή την επιτύμβια πλάκα του Θεοχάρη
και τότε θα κατανοήσουμε και αυτή την
πλευρά, τη στρατιωτική, της δράσης της
Ασήμως.
iv Πρόκειται
για τα Καλύβια της Χασάς, δηλ τον σημερινό
Ασπρόπυργο.
v «Απογευματινή»,
20 Σεπτεμβρίου 1958
vi Γιώργος
Χουλιάρας-Περικλής, «Ο δρόμος είναι
άσωτος...», εκδ Οιωνός, σελ 484