Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

Ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε στο Ανατολικό Μέτωπο

Ο πολεμικός ανταποκριτής της Corriere della sera στην Ουκρανία και στο Λένινγκραντ

Ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε κοιτάει πίσω έκπληκτος!
Τι κοιτάει και γιατί είναι έκπληκτος; 
Μα, εκείνους τους ιστορικούς, που 80 χρόνια μετά,
εξακολουθούν να βρίσκονται πίσω του...



Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής


Και μια και μιλήσαμε για τους δυο μεγάλους σοβιετικούς πολεμικούς ανταποκριτές του Ανατολικού Μετώπου, ας πάμε από την άλλη μεριά για να μιλήσουμε για έναν ανταποκριτή προσκολλημένο, κατ' αρχήν, σε μια μηχανοκίνητη γερμανική μεραρχία και στη συνέχεια στις μονάδες του φινλανδικού στρατού που επιχειρούσαν στην πολιορκία του Λένινγκραντ.


Πρόκειται για τον Κούρτσιο Μαλαπάρτε, γνωστότερου ίσως από άλλες του δραστηριότητες, πολύ λίγο όμως γνωστού για τις εκπληκτικές ανταποκρίσεις του από το Ανατολικό Μέτωπο. Τυχαίο; Κάθε άλλο.

Τυχαίο μπορεί να πει κανείς το πώς έφτασε σε μένα το βιβλίο που φευγαλέα είχα εντοπίσει τέλη της δεκαετίας του '10 και μετά αμέλησα να το αποκτήσω. Βέβαια, όσοι ερευνούν τας γραφάς σίγουρα θα αντιτάξουν ότι τέτοιες... τυχαιότητες, είναι νομοτελειακές!


Ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε είναι ο κατά κόσμον Κουρτ Έρικ Σούκερτ, γυιος μιας Ιταλίδας και ενός Γερμανού που γεννήθηκε στη βόρεια Ιταλία το 1898.

Πολύ νεαρός κατετάγη ως εθελοντής στη Μεραρχία Γαριβάλδη στη Λεγεώνα των Ξένων για να πολεμήσει κατά τις Αυστροουγγαρίας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Από τον πόλεμο αυτό βγήκε με καμμένα τα πνευμόνια λόγω της εισπνοής αερίου “μουστάρδας” κάτι που τον κάνει να υποφέρει ιδιαίτερα στις πρώτες μέρες των επιχειρήσεων της Βέρμαχτ στη Μολδαβία και Ουκρανία.

Τελικά θα πεθάνει από καρκίνο του πνεύμονα το 1957 στη Ρώμη.


Ο Μαλαπάρτε ξεκινάει ως ένας ιδιόρρυθμος φασίστας, με μεγάλη μόρφωση και οξυδέρκεια, με μεγάλη κινητικότητα. Εμφανίζεται ως ακόλουθος τύπου της Ιταλικής Πρεσβείας στην Πολωνία, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Εμφανίζεται να μελετάει διεξοδικά το σοβιετικό πείραμα και να είναι πλήρως ενημερωμένος, κατά την έναρξη του Β' Π.Π. πολέμου, για τη “φυσιολογία” του πειράματος αυτού. Είναι γνώστης της ρωσικής γλώσσας και έχει προηγηθεί το βιβλίο που άπτεται και των γεγονότων της Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης, Η τεχνική του πραξικοπήματος.

Οι ανταποκρίσεις αυτού του ιδιαίτερα οξυδερκούς και γενναίου ανθρώπου στην Corriere della sera, γίνονται σκάνδαλο από την πρώτη στιγμή. Ας σημειωθεί επιπλέον ότι, φέρει και τον βαθμό του λοχαγού των Αλπινιστών. Ποικίλες αντιδράσεις οδηγούν στην ανάκλησή του από το μέτωπο της Ουκρανίας τον Σεπτέμβριο του 1941, στην απομόνωσή του για μερικούς μήνες και στην απειλή του ίδιου του Μουσολίνι, για εκτοπισμό στο νησί Λίπαρι της Αδριατικής.

Καθώς τα γεγονότα τον επιβεβαιώνουν, οι περιορισμοί αίρονται και αναλαμβάνει νέα αποστολή στο μέτωπο. Ο ίδιος δηλώνει ότι επιδίωξε να βρίσκεται μακριά από το χέρι των Γερμανών και του Γκέμπελς, που τον είχαν διώξει και έπνεαν μένεα απέναντί του αφού τα γραφτά του είχαν τύχη ευρύτατης δημοσιότητος όχι μόνο στην Ιταλία αλλά και στις Συμμαχικές χώρες.

Αυτή τη φορά, τον Φεβρουάριο του 1942 φτάνει στο βορρά, προσκολλάται στον φινλανδικό στρατό που επιχειρεί στον ισθμό της Καρελλίας και αποτελεί τον βόρειο βραχίονα της πολιορκίας του Λένινγκραντ που μαίνεται από τον Σεπτέμβρη του '41.

Στο βορειότερο αυτό σημείο των χερσαίων επιχειρήσεων του Β' Π.Π., και του Ανατολικού μετώπου, μένει από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Νοέμβριο, οπότε “αποχαιρετάει” το Λένινγκραντ που αντέχει ακόμα. Κείμενά του έχουμε με χρονολόγηση Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο και μετά Νοέμβριο 1942. Άγνωστο τι γίνεται και με τι ασχολείται κατά τη διάρκεια των θερινών επιχειρήσεων που εντείνονται. Πού βρίσκεται π.χ., όταν στις 9 Αυγούστου 1942, έναν ακριβώς χρόνο μετά την Κατσικόφσκα ο Σοστακόβιτς εκτελεί στο Λένινγκραντ την 7η Συμφωνία με τους εναπομείναντες μουσικούς της ορχήστρας. Δυο μήνες μετά την αναχώρηση του Μαλαπάρτε, τον Ιανουάριο του 1943, σφοδρά κτυπήματα του Κόκκινου Στρατού θα σπάσουν τον αποκλεισμό της πόλης και επιτρέψουν τον ανεφοδιασμό της. Η πολιορκία θα αρθεί οριστικά μετά από έναν χρόνο, μετά από 876 μέρες και νύχτες! Ο Μαλαπάρτε θα δικαιωθεί στις εκτιμήσεις του και εκτός των άλλων θα αποσπάσει τα συγχαρητήρια του ίδιου του Παλμίρο Τολιάτι, όταν τον επισκέπτεται στο σπίτι του, το Πάσχα του 1944.


Ο Μαλαπάρτε ξεκινάει τις ανταποκρίσεις από το Γαλάτσι της Ρουμανίας τον Ιούνιο του 1941. Ακολουθεί, όπως είπαμε, μια μηχανοκίνητη μεραρχία της Βέρμαχτ καθώς διαβαίνει τον Προύθο, ανάποδα από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και προελαύνει, στην αρχή μέσω στη Μολδαβία και μετά στην Ουκρανία ως την “Αμυντική Γραμμή Στάλιν”.

Εκείνο που εντυπωσιάζει απ΄ την αρχή τον αναγνώστη είναι ότι, βλέπει την τρομακτική εκτεχνίκευση του πολέμου και τους στρατιώτες και των δύο πλευρών, σαν εργάτες με μεγάλη μηχανολογική ειδίκευση. Γι' αυτό και ο τίτλος που ήθελε να δώσει στο βιβλίο του, όταν εκδόθηκε το 1943 για πρώτη φορά, ήταν “Πόλεμος και Απεργία”. Έχει καθαρό στο μυαλό του ότι πρόκειται για πόλεμο των εργατών και των εκμηχανισμένων γεωργών. Προχωράει δε αμέσως παρακάτω στους συλλογισμούς του, επισημαίνοντας ότι την έκβαση του πολέμου αυτού θα την καθορίσει, μεταξύ άλλων, και το τεχνικό επίπεδο των εκατέρωθεν “εργατών-στρατιωτών”.

Εδώ δεν πρέπει να αφήσουμε χωρίς συσχέτιση την αναφορά του Ένγκελς για την εκμηχάνιση του πολέμου, γενικώς, στη βιομηχανική εποχή και την παρομοίωση του θωρηκτού με πλωτό εργοστάσιο που παράγει καταστροφή. Είναι ένα μέσο παραγωγής καταστροφής που καταστρέφει μέσα παραγωγής. Οι ναύτες του εργάζονται σαν εργάτες στη γραμμή παραγωγής και οι εργάτες οργανώνονται σαν στρατός στη γραμμή παραγωγής.

Στη συνέχεια κάνει την εκπληκτική διαπίστωση ότι κύριος στόχος της προελαύνουσας μηχανοκίνητης μεραρχίας -και όλων των μεραρχιών εκατέρωθεν- δεν είναι τα αγροτικά κύτταρα της παραγωγής αλλά οι πόλεις και οι παραγωγικές υποδομές τους. Δεν θα αργήσει να δικαιωθεί, τόσο στο Νότο όσο και στο Βορρά, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. Οι μεγάλες πόλεις της γηραιάς ηπείρου θα γίνουν στάχτη και ένας σωρός από σίδερα και μπάζα, όπως “η αυλή του εργοστασίου μετά από μια αποτυχημένη απεργία”!

Η ίδια η μεραρχία του είναι ένα τεράστιο “συνεργείο”, ένα κινούμενο μηχανουργείο που παράγει όλεθρο και αναπαράγεται το ίδιο εν κινήσει.

Συμφωνεί σαφώς με τον Στάλιν, ότι πόλεμος αυτός είναι “πόλεμος κινητήρων” και ότι θα νικήσει αυτός που φτιάχνει τους περισσότερους και τους καλύτερους. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί είναι οι ίδιες εκείνες του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς.

Και σε ένα ακόμα σημείο συμφωνεί με τον ανώτατο αρχηγό της Στάβκα, ότι ο πόλεμος αυτός δεν είναι εύκολος, δεν θα θυμίζει κανέναν προηγούμενο και δεν θα τελειώσει γρήγορα.

Ο Μαλαπάρτε, ένας άνδρας 43 χρονών, στις αρχές του πολέμου το καλοκαίρι του 1941, αντιλαμβάνεται ήδη και το διατυπώνει σαφώς, εκείνο που δεν μπορούν να καταλάβουν 80 χρόνια μετά, πολιτικοί, ιστορικοί, στοχαστές και οικονομολόγοι. Ότι ο πόλεμος είναι, πρώτα απ' όλα, σύγκρουση οικονομιών, επιπέδων παραγωγής και επιπέδων τεχνικής. Έτσι, κάθε τόσο επαναλαμβάνει τη σημασία του 3ου Πεντάχρονου, του τρίτου κύκλου δηλαδή της προσπάθειας της ΕΣΣΔ να γίνει μια μεγάλη βιομηχανική δύναμη, ξεπερνώντας την καθυστέρηση αιώνων από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το 3ο Πεντάχρονο ολοκληρώνεται το 1942, ακριβώς τη στιγμή που ο Κόκκινος Στρατός περνάει στην αντεπίθεση στο Στάλινγκραντ! Το ότι η μεγάλη καμπή του πολέμου σημειώνεται στην μεγάλη καμπή του Βόλγα ακριβώς τη στιγμή που η σοβιετική οικονομία διέρχεται την δική της μεγάλη καμπή και στρατιωτικοποιείται πλήρως, δεν είναι τυχαίο γεγονός! Γι' αυτό και ο ανταποκριτής, τελικά, βάζει τίτλο του βιβλίου του “Οι πηγές του Βόλγα”. Θέλει να επισημάνει ότι ναι μεν ο Βόλγας εκβάλλει στην Κασπία αλλά οι πηγές του είναι στην Ευρώπη. Ο πόλεμος αυτός δλδ, που δεν θα είναι ούτε εύκολος ούτε σύντομος, είναι ένας ευρωπαϊκός πόλεμος και όχι ένας πόλεμος της Ευρώπης κατά της Ασίας. Ο Β' Π.Π., είναι ένας πόλεμος της εργατικής τάξης και της εκμηχανισμένης αγροτιάς!


Άλλο ένα στοιχείο που ο Μαλαπάρτε αναδεικνύει, ενώ οι δικοί μας εμπαθείς ιστορικοί αποκρύπτουν, είναι ότι οι Σοβιετικοί μάχονται σκληρά από την πρώτη στιγμή. Και όχι μόνο αυτό. Μάχονται για να κερδίσουν χρόνο. Δεν παραχωρούν τίποτα και, όταν χρειάζεται, πεθαίνουν μέχρις ενός. Εκείνο, όμως, που εντυπωσιάζει, τόσο τον ίδιο όσο και τους Γερμανούς, αξιωματικούς και στρατιώτες, είναι το γεγονός των άφαντων νεκρών! Συχνά επανέρχεται στο φαινόμενο αυτό της “φυγής των νεκρών”, ήτοι να καθαρίζουν, οι Σοβιετικοί, τα πεδία των μικρών και των μεγάλων μαχών από τα πτώματα των νεκρών συντρόφων τους καθώς και από κάθε άλλο αντικείμενο. Οι ενέργειες αυτές δεν τεκμηριώνουν μόνο την τακτική, και όχι άτακτη, υποχώρηση αλλά και τον “από καιρό σχεδιασμό της”! Μόνο 45 μέρες μετά, λέει, στις 7 Αυγούστου, στο χωριό της Ουκρανίας Κατσικόφσκα, θα συναντήσει και θα παρατηρήσει από κοντά ένα “φυσιολογικό” σοβιετικό πεδίο μάχης. Εκεί θα βρει, μεταξύ άλλων δίσκων γραμμοφώνου με εμβατήρια και τραγούδια, όλη τη σειρά των δίσκων που περιέχουν την ομιλία του Στάλιν στο θέατρο Μπολσόι το 1936, όπου παρουσιάζει το νέο σύνταγμα της ΕΣΣΔ. Οι σοβιετικοί στρατιώτες πέθαιναν ακούγοντας την ομιλία του από τα μεγάφωνα, λέει, ενώ προηγουμένως έχει σημειώσει ότι οι Γερμανοί προελαύνουν ακούγοντας τάνγκο από τα δικά τους μεγάφωνα του τμήματος προπαγάνδας της μηχανοκίνητης μεραρχίας. Όσοι αρέσκονται στις συγκρίσεις Χίτλερ και Στάλιν ας βρουν τις ομοιότητες των εικόνων αλλά και ας μη ξεχάσουν, όπως συνηθίζουν, τις διαφορές.

Μάχονται οι Σοβιετικοί και υποχωρούν. Καίνε και καταστρέφουν τα προϊόντα και τα εφόδια όταν δεν μπορούν να τα μεταφέρουν. Κάπου, αναφερόμενος στο σοβιετικό πυροβολικό, παρατηρεί ότι βάλλει σαν να θέλει να τελειώσει τα πυρομαχικά επειδή δεν μπορεί να τα μεταφέρει.

Εκτενείς είναι οι αναλύσεις του για την τακτική του Κόκκινου Στρατού. Μέσα σ' αυτές δεν παραλείπει να μιλήσει και για τη χρήση των αρμάτων αλλά και για τους άνδρες που τα επανδρώνουν. Οι αναφορές του Μαλαπάρτε στου λαούς της ΕΣΣΔ που πολεμάνε λυσσασμένα δεν είναι λίγες. Εδώ όμως, στο Νότο, την τιμητική τους έχουν οι... “Μογγόλοι”, όπως τους αναγγέλλουν, όταν εμφανίζονται, οι ίδιοι οι Γερμανοί. Ξεχωρίζουν από την διαφορετική τακτική που ακολουθούν τα άρματα επιτιθέμενα, η οποία ομοιάζει με εκείνη του ιππικού των ανθρώπων της στέπας. Οι γεωργοί που μεγάλωσαν στα χρόνια της Επανάστασης, παρατηρεί, έχουν πια αποκτήσει τεχνική εκπαίδευση και έχουν μπει στα σιδερένια άλογα και τους χαλύβδινους “ιπποπόταμους”, τα τερατώδη αμφίβια άρματα, δλδ.


Ο Μαλαπάρτε, είπαμε και στην αρχή, εκδιώκεται από τη γερμανική μεραρχία καθώς δεν αρέσουν οι ανταποκρίσεις. Όταν επιστρέφει στο μέτωπο, τον Φεβρουάριο του 1942, είναι βαρύς χειμώνας, ιδιαίτερα στον Βορρά.

Θα περάσει πρώτα από το Βιμπόργκ της Φινλανδίας και θα δώσει φοβερές εικόνες της κατεστραμμένης όμορφης πόλης από τον σοβιετο-φινλανδικό πόλεμο. Τότε που οι φωτογραφίες ήταν δύσκολες η ικανότητα των ανθρώπων να περιγράφουν και να αφηγούνται ήταν οξυμένη. Πόσο μάλλον του ανταποκριτή μας που είναι ιδιαίτερα οξυδερκείς και μεθοδικός.

Έτσι έχουμε εκπληκτικές περιγραφές του πολιορκημένου Λένινγκραντ, νύχτα και μέρα, την “ πραγματική πρωτεύουσα της Επανάστασης και της ρωσικής εργατιάς”, όπως επιμένει κάθε τόσο.

Κάπου κάπου ανακαλεί από τη μνήμη του μέρες ειρήνης που έζησε “πριν μερικά χρόνια” στις όχθες του Νέβα, στα “Νησιά”, στις πάλαι ποτέ αριστοκρατικές συνοικίες και στα εργατικά και βιομηχανικά προάστια της πόλης του Μεγάλου Πέτρου και του Μεγάλου Λένιν.

Ένα κείμενο είναι αποκλειστικά αφιερωμένο στον μεγάλο Ρώσο ζωγράφο Ρέπιν, στο εξοχικό του σπίτι στις όχθες της Βαλτικής και στον εκεί τάφο του που τον επισκέπτεται μαζί με τον Ισπανό Πρέσβη, ανήμερα του Πάσχα του 1942. Ο πρέσβης έχει μεταβεί στο μέτωπο καθώς έχει συλληφθεί μια ομάδα Ισπανών κομμουνιστών που υπερασπίζονταν την πόλη.

Θαυμάσιες και εντυπωσιακές είναι οι αφηγήσεις και οι αναλύσεις για την θρυλική Κρονστάνδη και τους Κόκκινους ναύτες της. Περιγράφει με αρκετές λεπτομέρειες τα οχυρά της, μικρά και μεγάλα. Τις παγωμένες εκτάσεις του Φινλανδικού κόλπου και της λίμνης Λαντόγκα. Τις συγκρούσεις περιπόλων σκιέρ και αλεξιπτωτιστών που διεξάγονται και στα υδάτινα πεδία αλλά και στα παρθένα και παγωμένα δάση της Καρελλίας. Περιγράφει τον εγκλωβισμένο στους πάγους στόλο της Βαλτικής που όμως είναι, μαζί με τις οχυρώσεις, ένα φοβερό φρούριο με τεράστια δύναμη και συγκέντρωση πυρός που το καθιστά απροσπέλαστο ακόμα και από την πανίσχυρη ακόμα τότε γερμανική αεροπορία. Ένα θωρηκτό, μάλιστα, το αφιερωμένο στον Γάλλο επαναστάτη Μαρά, ενώ είναι μισοβυθισμένο από τους πρώτους βομβαρδισμούς, εξακολουθεί να βάλλει με τα τρομερά μεγάλου βεληνεκούς πυροβόλα του.

Στην κορυφή όμως των αφηγήσεων και των αναλύσεών του βρίσκονται οι εκτιμήσεις του για την έκβαση της μεγαλύτερης πολιορκίας όλων των εποχών.

Επισημαίνει κάθε τόσο ότι πια δεν είναι πόλεμος μόνο στρατιωτών αλλά και ενόπλων εργατών. Των καλύτερων, μάλιστα, εργατοτεχνιτών που διαθέτει η ΕΣΣΔ. Γι' αυτό και θρηνεί ιδιαίτερα όταν αυτοί σφαγιάζονται από Γερμανούς και Φινλανδούς. Επιμένει ότι το Λένινγκραντ είναι η κοιτίδα της Επανάστασης και οι κομμουνιστές του είναι οι πιο αποφασισμένοι, οι πιο αδιάλλακτοι και πιο ατρόμητοι στον θάνατο. Δεν παραλείπει δε να κάνει και μια μικρή πραγματεία για το “κομμουνιστικό υπόδειγμα” και τη σχέση τόσο των Ρώσων όσο και των κομμουνιστών με τον θάνατο και τις κακουχίες. Ο Μαλαπάρτε πάνω απ' όλα είναι ένας πολύ ευφυής και οξυδερκής ανθρωπολόγος.


«Εδώ και μερικές μέρες οι εργάτες και οι ναύτες των ταξιαρχιών κρούσης αποδεκατίζονται στις λυσσαλέες εφορμήσεις κατά του μετώπου του γερμανικού πολιορκητικού κλοιού από το Σλίσελμπουργκ έως το Πέτερχοφ. Ο βομβαρδισμός που φλογίζει τον ουρανό πάνω από την πόλη δεν είναι άλλος από το σταθερό φραγμό πυρός των Γερμανών στα νώτα των επιτιθέμενων μονάδων των εργατών, ώστε να τους εμποδίσει να επιστρέψουν στις θέσεις εξόρμησής τους. Η μάχη είναι σκληρότατη και οι σοβιετικές απώλειες είναι τρομακτικές. Οι ταξιαρχίες κρούσης αποπειρώνται να σπάσουν τον κύκλο της πολιορκίας ή τουλάχιστον ελπίζουν να παρενοχλήσουν τη γερμανική διάταξη και να επιβραδύνουν την εαρινή επίθεση. Ο κύριος όγκος των επιτιθέμενων δυνάμεων πεζικού συντίθεται από μονάδες του τακτικού στρατού, δηλαδή του Κόκκινου Στρατού. Όμως η ψυχή των μονάδων κρούσης αποτελείται από εργάτες και ναύτες. Είναι μία σφαγή των εξειδικευμένων εργατών, των σταχανοβιτών, των τεχνικών, δηλαδή του άνθους των Σοβιετικών εργατοτεχνιτών.

Όταν αναλογίζεται κανείς τις προσπάθειες, τη μελέτη, τις θυσίες, το μόχθο και τα πολλά χρόνια τεχνικής διαλογής [σ.σ.: προσοχή στον όρο, κατά το “φυσική διαλογή”] που απαιτούνται για να μετατρέψεις έναν απλό αγρότη, έναν χειρώνακτα, έναν ξωμάχο, έναν οποιονδήποτε δουλευτή, σε έναν ικανό, εξειδικευμένο εργάτη, σε ένα τεχνικό με την πραγματική, σύγχρονη σημασία της λέξης, ανατριχιάζει στη σκέψη αυτής της εκατόμβης των εργατών, των καλύτερων εργατών της ΕΣΣΔ. Η πρωτεύουσα της Επανάστασης, το σοβιετικό “Όρος”, η διεθνής “Κομμούνα” δεν είναι η Μόσχα αλλά το Λένινγκραντ. Κι εδώ στο Λένινγκραντ (περισσότερο απ' όσο σε οποιονδήποτε άλλον τομέα του απέραντου μετώπου) η εργατιά δίνει το αίμα της και πεθαίνει για την υπεράσπιση της Επανάστασης...» [Κούρτσιο Μαλαπάρτε, Οι πηγές του Βόλγα, εκδ. Ιωλκός, σελ. 262]

Όχι δεν είναι μπολσεβίκος αυτός που έχει γράψει τα λόγια αυτά!

Ενώ, λίγο πριν, κάνοντας μια εκτενή αναφορά στην Κρονστάνδη, την “Ακρόπολη της εργατιάς”, κάνει λόγο για κάτι ιδιαίτερα δυσοίωνο και σημαδιακό. Σαν να τους λέει: “είναι σκούρα για σας τα πράγματα...”


«Ο λοχαγός Λέπο μού δίνει ένα ζευγάρι κιάλια και να που εμφανίζεται πεντακάθαρα μπρος στα μάτια μου, πέρα από τη γαλάζια αντιφεγγιά της παγωμένης θάλασσας, το δάσος από τα φουγάρα και τους ατσαλένιους πυργίσκους των πλοίων που βρίσκονται αγκυροβολημένα στο λιμάνι της Κρονστάνδης (σ.σ.: 70 μονάδες και 60 υποβρύχια). Είναι εξαιρετικά εντυπωσιακό το θέαμα ενός ολόκληρου στόλου, του πιο ισχυρού της Σοβιετικής Ένωσης, να έχει παγιδευτεί στον πάγο σαν βυθισμένος μέσα στο τσιμέντο. Δεν μπορεί ούτε να κινηθεί ούτε να πολεμήσει. “Έχασε τα πόδια του”, λένε οι Φινλανδοί στρατιώτες. Ένας ολόκληρος στόλος έχει εντοιχιστεί ζωντανός. Πάνω σ' έναν ψηλό πύργο διακρίνω κάτι σκουρόχρωμο να κινείται.

«Τι είναι αυτό;», ρωτάω το λοχαγό Λέπο, «είναι κάποια σημαία;»

«Ο ραδιοφωνικός σταθμός της Μόσχας ανακοίνωσε πως είναι η σημαία του περίφημου καταδρομικού “Αουρόρα”», μού απαντάει ο λοχαγός Λέπο, «που την έχουν υψώσει στον πύργο του Ναυαρχείου της Κρονστάνδης».

Δεν είναι μια σημαία του Ναυτικού, είναι μια κόκκινη σημαία.

Είναι αυτή η σημαία, την οποία οι ναύτες του “Αουρόρα” ύψωσαν στα Ανάκτορα των τσάρων τον Οκτώβριο του 1917. (Από δω που βρίσκομαι δεν διακρίνεται το κόκκινο χρώμα της σημαίας φαίνεται μόνο κάτι γκρίζο και μελαγχολικό). Αυτή τη στιγμή για όποιον θέλει να κατανοήσει τη διασύνδεση της πολιτικής κατάστασης του ακραίου κομμουνισμού του Λένινγκραντ και της Κρονστάνδης με τις αντιπαραθέσεις του με την ηγεσία της Μόσχας ότι σε κάποια στιγμή, στις κρίσιμες ώρες του Οκτωβρίου του 1917, η κόκκινη σημαία του “Αουρόρα” είχε φοβίσει ακόμη και τον ίδιο τον Λένιν».


Ο Κ. Μαλαπάρτε με τη στολή του λοχαγού των Αλπινιστών
 με την οποία περιφερόταν στα μέτωπα.