Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Ο λήσταρχος, ο υπομοίραρχος κι ο καπετάνιος


1942: Η Βοιωτία στην κατάσταση «μηδέν».
Ο λήσταρχος Ζντρους, ο ζαβός υπομοίραρχος Ζαββός
& ο Ορέστης 




Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής




Χειμώνα του 1941-1942 η Βοιωτία, όπως και ολόκληρη η Ελλάδα περιήλθε στην κατάσταση «Μηδέν». Οι τρεις μεγάλοι κινητήρες που προωθούν την κοινωνική ζωή, ήτοι, η Πολιτική, η Πίστη και η Παιδεία, (ή αλλιώς το Βουλευτήριο, το Θυσιαστήριο και η Σχολή) έπαψαν να λειτουργούν από κοινού, έπαψαν συνεργάζονται, να αλληλοτροφοδοτούνται, να αλληλοπεριχωρούνται και να αλληλοκαλύπτονται «συμπτύσσοντας τις γραμμές τους και τους λόχους τους».
Όχι ότι πριν τον πόλεμο όλα αυτά πήγαιναν καλά. Κάθε άλλο! 
Το γερμανοτσολιάδικο κράτος που ίδρυσαν οι Βαυαροί ερχόμενο, επί εκατόν είκοσι χρόνια, σε κατάφορη αντίθεση με την περί πολιτικής μακραίωνη παράδοση των Ελλήνων, έφθασε στο ζενίθ της εθνοκτονίας με την Μικρασιατική Καταστροφή και την ΤεταρτοΑυγουστιανή Δικτατορία. 
Όμως, αυτή η μακραίωνη πολιτική παράδοση, ζωντανή και ισχυρή ακόμη τότε, συνεπικουρούμενη από τις άλλες δύο, αναδιατάσσοντας και συμπτύσσοντας τις γραμμές της και τους λόχους της με την Πίστη και την Παιδεία, κατορθώνει, προ της ΙταλοΦασιστικής απειλής, να ανατρέψει άρδην την κατάσταση και να κλείσει ρήγματα που έχασκαν εκ πάλαι. 
Ο πατήρ πάντων πόλεμος, από την πρώτο του γύρο ακόμη (στα βουνά της Βορείου Ηπείρου), καθιστά άλλους δούλους και άλλους ελεύθερους. Οι παλιές πολιτικές δυνάμεις χρεοκοπούν έναντι όλων και νέες αναδύονται ενώ ήταν καθηλωμένες και περιθωριοποιημένες. 
Δεν υπάρχει, πια, κανένα μυστικό για το «θαύμα» αυτό. Οι δυνάμεις που αναδείχθηκαν, και σταδιακά ηγήθηκαν του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, έκαναν ό, τι έκαναν γιατί, όντας κοντά στον λαό, όντας οι ίδιες λαός, εμπνεύστηκαν και εξυπηρέτησαν αυτή την ελληνική πολιτική παράδοση, η οποία, πρόβαλε και πάλι, όπως και στο 1821, ως η μόνη λύση στην αποσύνθεση και στην συντριβή όλων εκείνων των στοιχείων που συγκροτούν την κοινωνική ζωή της Πατρίδας. 
Αυτό βέβαια δεν γίνεται χωρίς ταλαντεύσεις, χωρίς παλινδρομήσεις, χωρίς ανισόμετρες εκρήξεις και υποστροφές. Όλα αυτά δεν συντελούνται εν κενώ. 
Οι άλλες παραδόσεις, εκείνες που τυράννησαν, επισήμως, κραταιώς και κρατικώς, την Ελλάδα επί εκατόν είκοσι χρόνια, είχαν γίνει κι αυτές...παραδόσεις που, με τη σειρά τους, νόθευαν, αλλοίωναν και ακύρωναν την πηγαία και χθόνια πολιτική παράδοση της αυτοδιοίκησης των ελεύθερων παραγωγών, της κοινότητας των αυτεξούσιων και πρωτεύθυνων προσώπων. 
Ο Ορέστης είναι κατά τη γνώμη μου κορυφαία έκφραση αυτής της δυναμικής και οι αποστάσεις που διανύει από τις θέσεις της "Παλαιάς Κεντρικής Επιτροπής" του ΚΚΕ, στις οποίες ήταν προσκείμενος, μέχρι τις εθνικο-απελευθερωτικές θέσεις του ΕΑΜ είναι κολοσσιαίες.
Οι νέες αυτές  δυνάμεις, στο εξής, θα επιτυγχάνουν στον βαθμό που ενσωματώνουν την ελληνική πολιτική παράδοση, την οποία, ψηλαφίζουν ακόμη και στα πιο "καθυστερημένα" χωριά, και  θα αποτυγχάνουν όσο γοητεύονται από τις ...σειρήνες της Νεωτερικότητας, διαπράττοντας τα λάθη και τα ανοσιουργήματα των προηγουμένων, εν ετέρα μορφή πλέον.

Αντιστρόφως ανάλογα, οι παλιές δυνάμεις μη μπορώντας να ...ξεχωρίσουν τη νέα κατάσταση από την παλιά, θεωρώντας την μία φυσική, αναγκαία και...ευτυχή συνέχεια της άλλης μετατρέπονται από αφανείς γερμανοτσολιάδες (ή αγγλοτσολιάδες) σε εμφανείς γερμανοτσολιάδες και δοσίλογοι, παρασύροντας μαζί τους και τους δυστυχείς της εκάστοτε και εκασταχού εξουσιαστικής... νανοπυραμίδας τους. Οι αποστάσεις που διανύονται είναι απειροελάχιστες, όσο κρατάει η μεσοτοιχία. Ο υπομοίραρχος Ζαββός είναι μια τέτοια περίπτωση. 

Ο Ζντρους είναι κορυφαία εκδήλωση μιας άλλης τάσης στη "Βοιωτία του Μηδενός". Είναι το σύμβολο και το έμβολο των δυνάμεων εκείνων που ονομάζουμε μηδενιστικές. Είναι οι άνθρωποι εκείνοι που απελευθερώνονται απ' όλα αλλά όχι από τα πάθη τους. Ελεύθεροι έναντι όλων, του Καλού και του Κακού, του Θεού και των Ανθρώπων, του Δίκιου και του Άδικου, δεν μπορούν να ελευθερωθούν από την αυταρέσκειά τους και βλέπουν ως μόνο τρόπο αύξησης του νανοαναστήματός τους, το να θρονιαστούν στον σβέρκο των άλλων. Πιστεύουν τόσο πολύ στον εαυτό τους και στο συμφέρον του που δεν πιστεύουν πια σε τίποτα άλλο. 
Δίνεται σε αυτές τις δυνάμεις μια ευκαιρία να διαλέξουν. Στον Αβορίτη δόθηκαν δύο. Ή να διανύσουν τις κολοσσιαίες αποστάσεις και να ανυψωθούν σε ήρωες ή να διανύσουν τις απειροελάχιστες αποστάσεις ως  τον χαμό τους και το αιώνιο όνειδος. Ο Ζντρους διάλεξε το δεύτερο. Ο Νάκιας το πρώτο!

Στη συνέχεια παραθέτουμε μια...τοιχογραφία της εποχής και της στιγμής του Μηδενός στη Βοιωτία. Ένα φρέσκο τριών διαστάσεων...

Πρώτη διάσταση: Το κείμενο του Ορέστη για τον Ζντρου στην «Απογευματινή» της 14ης Ιανουαρίου 1958, υπό τον τίτλο «Ο Ζντρους»:


Ο Ζντρους

«Στα δίχτυα αυτού του καταχθόνιου έπεσε ο φτωχός ο Ζντρους. 
Κατάδικος στις φυλακές Κασσάνδρας για τον φόνο κάποιου φύλακα της Κωπαΐδος, δραπέτευσε τις πρώτες ημέρες της εισβολής και έφτασε με χίλια βάσανα στο χωριό του, την Πετρομαγούλα. Προμηθεύτηκε ένα τουφέκι και γύριζε τώρα φυγόδικος στα μέρη, που γνώριζε βήμα προς βήμα, στα μπαμπάκια και τις καλαμποκιές του κωπαϊδικού πεδίου. Έγινε ο φόβος και ο τρόμος των επιστατών, της Χωροφυλακής και της ιταλικής Διλοχίας που διατελούσε υπό τας αμέσους διαταγάς του Μάγερ στον Κριμπά. Ήξερε ακόμη, μάθαινε πως και άλλοι σαν κι' αυτόν «κλαρίτες» βρίσκονται λίγο πιο πέρα από τα λημέρια του. Ακόμη και Εγγλέζοι. Ίσως κάποτε να σμίγανε όλοι μαζί...
Αυτό, όμως, φρόντιζε να αποτρέψη και ο Μάγερ, και γι' αυτό έβαλε εις ενέργειαν και άλλα τα «μεγάλα μέσα» για την εξολόθρευσί του. Μια αθηναία μαυραγορίτισσα, η Κατίνα, βρέθηκε «τυχαία», στον δρόμο του φυγόδικου. Αθηναία ήταν, ο κλέφτικος νόμος του σεβασμού των γυναικών, δεν θα έπρεπε να ισχύη και γι' αυτού του είδους τα θηλυκά. Έπειτα η Κατίνα φρόντισε και η ίδια να δείξη τον θαυμασμό της στον αγριολεβεντάνθρωπο εκείνον.
Μια ερωτευμένη μαυραγορίτισσα.
Μέσα στις μπαμπακιές, η σεξουαλική βουλιμία του αγριμιού βρήκε την ικανοποίησί της. Πρόθυμη η μαυραγορίτισσα έσπευδε στον τόπο που τις ώριζε κάθε φορά ο Ζντρους. Έπαιρνε, όμως, κι' εκείνος όλα τα μέτρα ασφαλείας που ήξερε από τους παληούς. Την άφηνε να περιμένει ώρες, ώσπου με χίλιες πονηριές να την ειδοποιήση, κάπου αλλού να κατευθυνθή για να συναντηθούν.
Δεν γινόταν η παγίδευση με αυτόν τον τρόπο! Κάτι άλλο έπρεπε να σκεφθούν. Έπρεπε η μαυραγορίτισσα να επιστρατεύση όλη τη σαγήνη της, να πείση το θηρίο της πως θάπρεπε ν' αφήση αυτήν την σκυλίσια ζωή.
Εκεί στην Κοκκινιά τον περίμενε το σπιτάκι της. Δικό του θα ήταν. Και δουλειές θα είχαν. Και στο κάτω-κάτω, αν δεν του άρεσε, ας ξαναγύριζε στα λημέρια του. Ας περνούσαν όμως μαζί τους δύο μήνες του χειμώνα στην ζεστασιά της Κοκκινιάς. Στο τέλος τον έπεισε.
Πριν όμως αφήσει τα λημέρια του, δοκίμασε να κάνει κι ένα κομπόδεμα.
«Ληστεία εις την Στενήν-Ερημοκάστρου Θηβών», γράψανε οι εφημερίδες της 16-1-42.
«Ληστεία εις την Ράχην Αμπελοχωρίου Θηβών. Την ληστείαν διέπραξεν η από τους θέρους του 1941 συγκροτηθείσα ληστοσυμμορία»(23-1-42)
Με το «κομπόδεμα» και την «κατάκτησί του», κατέβηκε ο Ζντρους στην Κοκκινιά. Δύο-τρεις μέρες όμως χάρηκε. Ώσπου να ειδοποιηθή ο Μάγερ από την μαυραγορίτισσα και να διαταχθή ο διοικητής των μεταβατικών αποσπασμάτων Βοιωτίας υπομοίραρχος Ζαβός1.
Τον σκότωσε επί τόπου, στο ζεστό κρεβάτι της μαυραγορίσσας του Μάγερ. Και όμως! Κανείς δεν βρέθηκε που να δικαιολογήση τότε τον φόνο εκείνον, έστω και αν ο φονευθείς με τις δύο τελευταίες ληστείες του, είχε δημιουργήσει τόσες αντιπάθειες στην περιοχή. 
Η ίδια αγανάκτησις παρετηρήθη και με τον φόνον του Ζερικιώτη Αποστόλου. Παντρεμένος στο χωριό του, αυτός, ήθελε να έχη και στη Σούρπη γυναίκα. Η χήρα μάνα της κοπέλλας που διάλεξε, όμως, με τους συγγενείς της, τον μέθυσαν, τον έδεσαν και ειδοποίησαν την Χωροφυλακή Λειβαδιάς να τον παραλάβη. Οι Ιταλοί τον τουφέκισαν. 
Εγώ, περισσότερο απ' όλα επεσήμανα την αγανάκτησι του κόσμου για εκείνους τους δύο φόνους, εκείνων των ανθρώπων, που δεν αποτελούσαν βέβαια, υποδείγματα εθνικών αγωνιστών. Όμως κι' αυτούς ακόμη οι Θηβαίοι και οι Λειβαδίτες τους είδαν σαν θύματα στον εθνικό αγώνα. Και επεσήμανα ακόμη και τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι άλλοι, οι καλύτεροι. Τέτοιοι ήσαν οι Κύπριοι και ο Νάκιας.

1 Ο...υπομοίραρχος Ζαββός, ο οποίος εν τω μεταξύ έγινε ταξίαρχος, διάβασε τη δημοσίευση του Ορέστη και έσπευσε τις επόμενες ημέρες να στείλει επιστολή στην εφημερία. 

Το γράμμα του Ζαββού: στην «Απογευματινή» της 12ης Φεβρουαρίου 1958


«Αξιότιμε Κε Διευθυντά, 

Εις το φύλλον της αξιοτίμου εφημερίδος σας της 14/1/1958 και υπό τον τίτλον «Ο Ορέστης φέρει εις το φως άγνωστα παρασκήνια και ντοκουμένα – Η τραγωδία του ΕΛΑΣ όπως την έζησα ως καπετάνιος της 2ας Μεραρχίας Αθηνών», ειδικώς δε εις την 8ην σελίδα υπό τον μεσότιτλον «Ο Ζνδρους – Μια ερωτευμένη μαυραγορίτισσα», μεταξύ άλλων δημοσιεύονται και τα εξής: 

Ότι ο υποφαινόμενος, ως διοικητής τότε των Μεταβατικών Αποσπασμάτων Βοιωτίας, σκότωσα τον Ζνδου επί τόπου στο ζεστό κρεβάτι της Αθηναίας μαυραγορίτισσας Κατίνας, οργάνου του Μάγερ, το οποίον ο Ζνδρους χάρηκε μόνο δύο-τρεις ημέρες, ώσπου να ειδοποιηθή ο Μάγερ από αυτήν και να διαταχθώ εγώ. Και εν συνεχεία: Και όμως! Κανείς δεν βρέθηκε που να δικαιολογήση τον τότε φόνον εκείνον, έστω και αν ο φονευθείς με τις δύο τελευταίες ληστείες του είχε δημιουργήσει τόσες αντιπάθειες στην περιοχή, ο δε Ορέστης περισσότερο απ' όλα επεσήμανε την αγανάκτησι του κόσμου για κείνους τους δύο φόνους εκείνων των ανθρώπων (Ζνδρου και Αποστόλου), που δεν αποτελούσαν βέβαια υποδείγματα εθνικών αγωνιστών. Όμως κι' αυτούς ακόμη οι Θηβαίοι και οι Λειβαδίτες τους είδαν σαν θύματα στον εθνικό αγώνα, ο ίδιος δε επεσήμανε ακόμη και τον κίνδυνον που διέτρεχαν οι άλλοι, οι καλύτεροι, και τέτοιοι ήσαν οι Κύπριοι και ο Νάκιας. 

Ταύτα γράφων ο κ. Μούντριχας, αποδεικνύει ο ίδιος ότι ή δεν ετήρησε καλώς το ημερολόγιον...της εθνικής δράσεώς του επί Ελασοκρατίας ή σκοπίμως παραποιεί την αλήθειαν και μεταβάλλει τα γεγονότα, προς τον σκοπόν όπως εμφανίση στοιχεία βαρυνόμενα δια σωρείας αγρίων εγκληματικών πράξεων ως εθνικούς αγωνιστάς, ίνα ούτω δικαιολογήση τον επιχειρούμενον στιγματισμόν και την δισφήμησιν επισήμων οργάνων της τάξεως,χωρίς να αντιλαμβάνεται όμως ότι δια της τοιαύτης προσπαθείας του αποκαλύπτει εαυτόν αιχμάλωτον ακόμη της ιδεολογίας του και τυφλόν συνεχιστήν των μεθόδων του κόμματός του, του ψεύδους και της συκοφαντίας, μολονότι εμφανίζεται ως απαρνηθείς ταύτας. 

Διότι, ο Νικόλαος Ζνδρους, εκ Πετρομαγούλας, υπήρξεν ο αιμωβορώτερος και επικινδυνότερος λήσταρχος της τελευταίας τριακονταετίας εις την Στερεάν Ελλάδα, προ του οποίου ωχρίουν οι Μπαλούρδος, Καραθανάσης, Αγιοκαστρίτης, Λαπατσώρος και Στήρχαινας, δια τούτο δε και είχεν επικηρυχθή παρά της Επιτροπής Δημοσίας Ασφαλείας Νομού Βοιωτίας αντί ποσού τεραστίου δια την εποχήν εκείνην, δια την σύλληψιν ή την εξόντωσίν του. 
Ο Ζνδρους 

Ούτος, δραπετεύσας τον Απρίλιον 1941 εκ των φυλακών Κασσάνδρας, εις ας εξέτιε ποινήν ισοβίων δεσμών δια τον άγριον φόνον του αειμνήστου Δημητριάδου, υποδιευθυντού της Κωπαΐδος, και αφιχθείς εις την γενέτειράν του Πετρομαγούλαν – Λεβαδείας, συνεκρότησεν ευθύς αμέσως ένοπλον ληστοσυμμορίαν, κατ' αρχάς με μετά των επίσης βαρυποινιτών δραπετών των φυλακών Κασσάνδρας: 1) Νικολάου Κολοκοτάρα, 2) Ιωάννου Κοντογιάννη, 3) Γεωργίου Τσαμάτη ή Καλογιάννη και 4) Ιωάννη Μπέρδου, βραδύτερον δεκαμελή τοιαύτην και με άλλα πρόσωπα, δια της οποίας επί δεκαπεντάμηνον περίπου ελυμαίνετο κυριολεκτικώς την περιοχήν της Βοιωτίας, διαπράττων φόνους και θρασυτάτας ληστείας (συγκεκριμένως 10 φόνους και πλέον των 30 ληστειών), καταστάς ούτω ο φόβος και το τρόμος των φιλησύχων και φιλονόμων κατοίκων της περιοχής ταύτης. Συγκεκριμένως, την 1)5)1942 εις θέσιν «Μεγαλάγνωνα» της περιοχής Τοπόλιας, εξετέλεσε τον αρχιτσέλιγκαν Ευθύμιον Ζυγογιάννην, τον μεγάλον εκείνον πατριώτην, την γυναίκα του Βασιλικήν, και τα δύο των παλληκάρια, Κωνσταντίνον ετών 30 και Λουκάν ετών 23, τους οποίους αφού κατ' αρχήν ελήστευσαν αφαιρέσαντες μερικά χιλιόδραχμα, κατόπιν κατετυράννησαν και εβασάνισαν επί ολόκληρον ημέραν, δέροντες και ακρωτηριάζοντες κατά τρόπον άγριον και απάνθρωπονμ άγνωστον ακόμη και μεταξύ των φυλών των καννιβάλων, εξετέλεσαν εν τέλει οιμώζοντας, δια τον απλούστατον λόγον, ότι ηρνήθησαν να παραδώσωσι την κόρην και αδελφήν των Αγγέλω εις τον Κολοκοτάραν προς ικανοποίησιν των σαρκικών αυτού ορέξεων. Κατά μήνα Φεβρουάριον 1942 εξετέλεσαν τον Όθωνα Μπρατσιώτην εκ Κοκκίνου, τον Δημήτριον Ρόκαν ως και άλλα 4-5 άτομα εκ των χωρίων Θηβών, ων τα ονόματα και ακριβή στοιχεία δεν έχω πρόχειρα σήμερον. Όλας αυτάς τας εκτελέσεις και ληστείας, αγνοεί ή αποσιωπά ο Ορέστης. 

Διέπραξαν επίσης πλέον των 30 θρασυτάτων ληστειών. Κατά μήνα Απρίλιον 1942, εις εν μόνον χωρίον, το Ερημόκαστρον-Θεσπιών, διέπραξαν διαδοχικώς τρεις μεγάλας ληστείας, απαγάγοντες ακόμη και ανηλίκους γυμνασιόπαιδας ως ομήρους εις τα βουνά, προς εξασφάλισιν της καταβολής τωων ζητηθέντων λύτρων! Γενικώς δε η συμμορία αυτή, κινουμένη ομαδικώς ή κατά τμήματα, ελυμαίνετο κυριολεκτικώς την περιοχήν Βοιωτίας, δια τούτο δε και κατέστη ο εφιάλτης και το φόβητρον των κατοίκων, οι οποίοι μόνον μετά την εξόντωσιν αυτού ανέπνευσαν και ησθάνθησαν την ασφάλειαν της ζωής και της περιουσίας των επανερχομένην εις ταύτην, εις πολλά χωρία της οποίας οι κάτοικοι επανηγύρισαν το γεγονός τούτο, μόνον δε οι ολίγιστοι οπαδοί του, ευλόγως ίσως ηγανάκτησαν και τούτων ασφαλώς την αγανάκτησιν θα αντελήφθη, ως ήτο επόμενον και επεσήμανεν ο κ. Μούντριχας. 

Ερωμένη του Ζνδρου δεν ήτο η μαυραγορίτισσα Κατίνα, αλλ' η Γιαννούλα εκ Βαγίων, εις την οικίαν της οποίας και κατέφευγεν ούτος κρυπτόμενος, επί ολοκλήρους μήνας. Αλλ' από του Απριλίου 1942, δια λόγους προνοίας και προς εξασφάλισιν του κινητού πλούτου τον οποίον είχεν αποκτήσει εκ των εγκλημάτων του, ήλλαξε κρησφύγετον, αλλά και τακτικήν, διότι μεθ' εκάστην ληστείαν, διασκόρπιζων τα μέλη της συμμορίας του εντέχνως και συνεννοούμενος μετά της ερωμένης του, μέσω της Ιωάννας Χατζοπούλου, κατέφευγεν εις τον εν Κοκκινιά και επί της οδού Διαδόχου Παύλου 28 οικίσκον του Ι. Τερζοπούλο εις ον εκρύπτετο. Το κρησφύγετό του τούτο, το οποίον εχρησιμοποίησεν ουχί 2-3 ημέρα, ως ο Ορέστης αναληθώς επίσης γράφει, αλλά επί τέσσαρες ολοκλήρους μήνας, συνεχώς ή διακεκομμένως, ανεκαλύφθη μετά μεγάλων κόπων, ταλαιπωριών και κινδύνων και κατόπιν τετραμήνου ενδελεχούς παρακολουθήσεως των οργάνων μου της φίλης αυτού Γιαννούλας, εκ συνθηματικής επιστολής την οποίαν απέστειλεν αύτη εις την Άνναν Χατζοπούλου και ήτις περιήλθεν εις χείρας μου, την δε εξόντωσιν αυτού επετύχαμεν εντός της ακατοικήτου ταύτης οικίας Τερζοπούλου, την οποίαν, επαναλαμβάνω, εχρησιμοποίει ούτος ως κρύπτην, κατόπιν πάλης μετά προηγηθείσαν συμπλοκήν, δεδομένου ότι ήτο ένοπλος και ακατάβλητος σωματικώς και, ουχί «πάνω στο ζεστό κρεβάτι της μαυραγορίτισσας». 

Ο Γερμανός Μάγερ, ου μόνον ουδεμίαν απολύτως σχέσιν είχε μετά της χωροφυλακής Θηβών, πολύ δε περισσότερον μετά των υπό τας διαταγάς μου αποσπασμάτων, αλλ' ήτο πρόσωπον τελείως άγνωστον ημίν και εξ όψεως και κατ' όνομα εισέτι. Ως επίσης και η μαυραγορίτισσα Κατίνα, ήν αναφέρει ο Μούντριχας. Όσον αφορά τον λυστοφυγόδικον και αιμοσταγή εγκληματίαν Βασίλειον Παναγιώτου ή Νάκιαν εκ Καρδίτσης- Θηβών, τον οποίον ο Ορέστης πειράται επίσης να παρουσιαση εις τα μυθολογήματά του, ως αθώαν περιστεράν, είναι ανάγκη χάριν της αληθείας να γνωσθώσι τα ακόλουθα: 

Από του Μαρτίου 1942 οι 1) Παπαγεωργίου Ιωάννης, 2) Κορογιάννης Ευάγγελος, 3)Παυλιώτης Γεώργιος, 4) Παναγιώτου Βασίλειος, 5) Ντάμκας Παναγιώτης, 6) Μπέρδος Ιωάννης, 7) Κατσαβριάς ή Καρατσόλης Κωνσταντίνος, 8) Γεώργιος Φαρούκ ή Γύφτος (Αιγύπτιος), 9) Σιμόν (Άγγλος), συμπήξαντες συμμορίαν και περιφερόμενοι ένοπλοι εγγύς και πέριξ των χωρίων Τοπόλια-Κοκκίνου-Καρδίτσης-Μωρικίου και Ούγγρων, βηθούμενοι δε και συνεργαζόμενοι μετά του απεσπασμένου παρά τω σταθμώ χωροφυλακής Καρδίτσης λοχίου πεζικού Κοροπούλη1 Παναγ. Εκ Θηβών, σημαίνοντος κομμουνιστού, όστις βραδύτερον εξειλίχθη εις καπετάν Δεληβοριάν και εξετέλεσεν εκατοντάδας εθνικοφρόνων αθώων πολιτών, κατερημώσας επί ελασοκρατίας την περιοχήν εκείνην, ήρχισαν να εκβιάζωσι και ληστεύωσι τους φιλησύχους νοικοκυραίους αγρότας και κτηνοτρόφους, αφαιρούντες παρ' αυτών σφάγια, δημητριακά, τρόφιμα και χρήματα. Κατά τινα δε συμπλοκήν γενομένην την 7)4)1942 εις θέσιν «Ποντίκι» Καρδίτσης, συλληφθέντων των τριών πρώτων της συμμορίας ταύτης, ο Νάκιας παρέμεινεν αρχηγός αυτής, μη δεχθείς να παρουσιασθή καίτοι κατ' επανάληψιν προσεκλήθη να καταθέση τα όπλα, τω παρεσχέθησαν δε και αι δέουσαι εγγυήσεις. Τούτον, καίτοι καταστάντα ούτως άκρως επικίνδυνον, εν τούτοις απεφύγαμεν κατ' αρχάς να συλλάβομεν αλλά και να προτείνωμεν προς επικήρυξιν εις ληστήν, διότι την συμμορίαν του ηκολούθουν ο Άγγλος Σιμόν και ο Αιγύπτιος Φαρούκ τους οποίους, ας σημειωθή, αφού επί μακρόν εξεμεταλλεύθη χρησιμοποιών ως προπέτασμα σε εδίστασε να φονεύση βραδύτερον δια των ιδίων αυτού χειρών. 

Δέον να προστεθή επίσης, ότι από του φθινοπώρου του 1941, ο Νάκιας, τον οποίον ο Μούντριχας πειράται επίσης να παρουσιάση ως την αμίαντον οσίαν Μαρίαν, από ιδεολογικής απόψεως, είχε μυηθή παρά του κομμουνιστού Κοροπούλη μετά του οποίου συνεργάζοντο συνωμοτικώς και συχνάκις συνδιεσκέδαζον και, κατ' ακολουθίαν ήτο ήδη πανέτοιμος δια την συμμετοχήν τους εις τον ΕΛΑΣ. Επομένως ο Νάκιας, άνθρωπος ολίγον ανισόρροπος και υπό κακούργων ενστίκτων εμφορούμενος, είχε καταστή έτοιμος κομμουνιστής και συγχρόνως ληστής, αποβαλών τελείως τα τυχόν εν τη ψυχή του υπάρχοντα πρότερον ίχνη πατριωτισμού. 

Πάντα τα ανωτέρω, έχουσι διατυπιστωθή και δι' ενόρκων διοικητικών εξετάσεων και ανακρίσεων, ας διενήργησαν τόσον ο κ Ρόζας, τότε ταγματάρχης διοικητικής χωροφυλακής Λεβαδείας, όσον και ο κ. Κατριβάνος, τότε συνταγματάρχης ανώτερος διοικητής χωροφυλακής Στερεάς Ελλάδος, ώστε να μη επιδέχωντο αμφισβήτησιν. 




Μετά πάσης τιμής 

Σπυρίδων Ζαββός 

Ταξίαρχος Χωροφυλακής Π.Δ. 

Οδός Σωκράτους 50, Αθήναι» 



Η απάντηση του Ορέστη, την επομένη ημέρα: 


« Εις τα προσωπικάς κρίσεις και επικρίσεις του κ. Ζαββού δεν απαντώ. Δε επεδίωξα άλλωστε τους χαρακτηρισμούς ή τον αποχαρακτηρισμό του. 

Δεν έγραψα την ιστορίαν του Ζντρου την οποίαν συμπληρώνει ο ίδιος, ούτε ανέλαβα την υπαράσπισίν του. Εάν οι ολίγοι ή πολλοί δυσαρεστηθέντες δια τον φόνον του Ζντρου ήσαν οπαδοί ιδικοί μου ή όχι, ο ίδιος ο κ. Ζαββός πρέπει να το γνωρίζη. Γνωρίζει επίσης ότι και εις τα Αθήνας εσχολιάσθη ο φόνος εκείνος. Απέφυγα επίσης ν' αναφέρω περί ερωτικών περιπετειών του φονευθέντος εις την Βοιωτίαν και ζητώ συγγνώμην αν η μόνη μνημονευθείσα Αθηναία μαυραγορίτισσα δεν ελέγετο Κατινούλα, αλλά άλλως πως, όπως και το αν εχρησιμοποίησεν ο Ζντρου το ερωτικόν της καταφύγιον εις την Κοκκινιάν πλέον ή άπαξ. Θα παραδεχθή όμως και ο κ. Ζαββός ότι «καλώς εχόντων των πραγμάτων» δεν θα ηδύνατο ο διοικητής μεταβατικών αποσπάσματων της Χωροφυλακής μιας επαρχίας, να εξοντώση ο ίδιος ένα ληστήν εις την περιοχήν ενός τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων του Πειραιώς. 

Εφ' όσον λέγει ο ίδιος ότι δεν εγνώριζε ούτε κατ' όψιν τον Μάγερ, δεν έχω ουδεμίαν αντίρρησιν να το παραδεχθώ. Θα πρέπει να παραδεχθή και ο ίδιος ότι και ο Μάγερ ενδιαφέρετο δια την εξόντωσιν του Ζντρου. 

Ουδένα συσχετισμόν έκανα μεταξύ δράσεως του κ. Ζαββού και του Νάκια. Είπα μόνον ότι ο μοίραρχος Μπεθάνης προσεπάθησε να δευκολύνη τον Νάκιαν και να τον καταστήση εθνικόφρονα καπετάνιον, και εις αυτόν και εις άλλους συναδέλφους του οφείλεται η μη επικήρυξις του Νάκια, ενός αμούστακου παιδιού του χωριού, που ουδεμίαν ληστείαν ή φόνον είχε διαπράξει. Γράφει επίσης ότι ο Νάκιας εφόνευσεν τον Άγγλον αντάρτην και τον Παλαιστινέζο Φαρούκ «δια των ιδίων αυτού χειρών». Αν φυλλομετρήση όμως ένα σώμα εφημερίδων, των μηνών Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 1942, θα εύρη «βαρυσήμαντον ιταλικόν ανακοινωθέν», αναγγέλον με κομπασμόν την εξόντωσίν του υπό δυνάμεων της 11ης Στρατιάς. 

Τέλος ως προς τας εκθέσεις του «Ανωτέρου Στερεάς» συνταγματάρχου Κατριβάνου την οποίαν αναφέρει, γνωρίζω και εγώ μίαν εξ αυτών. Εκείνην την οποίαν έστειλεν εις την Ελληνική Κυβέρνησιν Καΐρου (ο ταγματάρχης της Υπηρεσίας Πληροφοριών κ. Ρογκάκος έχει αντίγραφόν της) και εις την οποίαν, συν τοις άλλοις, συνιστά όπως εθνικόφρονες οργανώσεις και αξιωματικοί αναλάβουν την ποδηγέτησιν των ληστών της υπαίθρου, δια να τους φέρουν εις τον δρόμον του εθνικού καθήκοντος. 

Λόγω του πνεύματος τούτου ίσως, μετά την απομάκρυνσιν του κ. Ζαββού εκ Θηβών ουδείς αξιωματικός της Χωροφυλακής επεδόθη εις την καταδίωξιν ληστών ή ανταρτών». 



Σχόλια του Γ.Μ.Σ. επί των δύο επιστολών: 


Αν και ο Ορέστης είναι προσεκτικός στις διάφορες προσωπικές προεκτάσεις της ιστορίας του Ζντρου και δεν αναφέρει ονόματα ή, όπου αναφέρει, τα παραποιεί από διακριτικότητα καθώς ξέρει πόσο μετράνε αυτά στις μικρές κοινωνίες της Βοιωτίας, ο Ζαββός είναι...καταιγιστικός. Παραθέτει λεπτομέρειες με...υπηρεσιακή τάξη και σύστημα θέλοντας να ισχυροποιήσει τη θέση του αλλά τελικά πετυχαίνει το αντίθετο. Τα σοβαρότερα όμως είναι αυτά που δεν λέει ενώ κόπτεται για την ασφάλεια της ζωής και της περιουσίας των πολιτών. Δεν καταλαβαίνει καν ότι αν πράγματι είναι η προτεραιότητά του, το καθήκον του και οι αξίες του αυτή η ασφάλεια, τότε, έπρεπε να είναι ο πρώτος που θα σήκωνε τουφέκι στους κατακτητές και δεν θα είχαμε ανάγκη τους Κλαρίτες! Εκείνος ήταν ο καθ' ύλην αρμόδιος αφού η μεγαλύτερη, η μέγιστη, απειλή κατά της ασφάλειας των πολιτών ήταν οι Ιταλοί και οι Γερμανοί και καμία σχέση δεν είχε, σε μέγεθος και σε ποιότητα, με τα εγκλήματα των Κλαριτών αυτών. Εντύπωση μεγάλη κάνει σε όποιον διαβάσει το γράμμα του Ζαββού, το ότι δεν υπάρχει διάκριση της νέας κατάστασης που προκύπτει με την κατάκτηση της Ελλάδας! Και την παρατήρηση αυτή έρχεται να την αναλύσει περαιτέρω ο Γιώργης Μπουτσίνης-Νικήτας: 

«Ό υπομοίραρχος Ζαβός αναπτύσσει ενεργητική δραστηριότητα στην καταδίωξη των κλαριτών σε στενή συνεργασία με τους Καραμπινιέρους. Τους βλέπει, αυτούς τους κλαρίτες-ληστές, σαν στοιχεία που αμφισβητούν την εξουσία του που πηγάζει από τους Ιταλούς, και σαν μία ευκαιρία να πάρει γαλόνια. 

Έζησα κάμποσο καιρό από κοντά και παρακολούθησα τη δράση και τη συμπεριφορά του. Το δράμα του λαού που κατακτημένος από ξένους υπέφερε έναν ασήκωτο ζυγό, που πεινούσε, δεν τον συγκινούσε στο ελάχιστο. Σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα από την εποχή του Μεταξά. Στο επίκεντρο της δράσης του η εκτέλεση των διαταγών της Κυβέρνησης των Κουΐσλιγκς και των αρχών κατοχής. Αν μπορούσε θα έβαζε μέσα και τους κομμουνιστές, αλλά ήταν λίγο δύσκολο τότε. Αλλοιώτικα βλέπανε την κατάσταση άλλοι αξ/κοί της Χωρ/κής, όπως ο Συντ/ρχης Κατριβάνος, ο μοίραρχος Μπεφάνης, ο Τζανετάκος, ο Τσαταλός. 

Καμιά απόπειρα δεν έκανε ο Ζαβός, να συνεφέρει αυτούς τους κλαρίτες, αλλά εξαπόλυσε ενάντιά τους απηνή καταδίωξη μ’ όλα τα μέσα. Ήμουνα στην υποδιοίκηση και άκουγα από τους χωρ/κες που διηγόντουσαν τα κατορθώματα του Ζαβού. Πώς μπλοκάρισε τον Ζντρου σ’ ένα σπίτι στην Κοκκινιά στις αρχές του 1942. Ο Ζντρούς, μετά από μια ληστεία που είχε κάνει στη Ράχη Αμπελοχωρίου Θηβών, στις 21-1- 1942, τραβήχτηκε με μια γυναίκα μαυραγορίτισσα, να ξεκουραστεί και να γλεντήσει. Ο Ζαβός, που είχε πληροφορίες από το δίχτυο του Γερμανού διοικητή της Κωπαίδας, Μάγερς, παρακολουθεί τη μαυραγορίτισσα μέχρι το σπίτι της και τον μπλοκάρει. Όταν ο Ζντρους πήρε χαμπάρι, δεν πρόκανε ούτε απ’ το κρεβάτι να κατέβει. Τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν πάνω στο κρεβάτι της Μαρίας. 

Τον ίδιο καιρό γίνεται η εξόντωση του Καρδίτσα από μικτό απόσπασμα Χωρ/κής και Καραμπινιέρων. 

Σε συνέχεια εξοντώθηκε ο Αποστόλου. (Μέσα στο σπίτι τής ερωμένης του, στην Άνω Σούρπη Λειβαδιάς, τον πυροβόλησαν πιωμένον οι χωροφύλακες)» 


1 Για τον Παναγ. Κοροπούλη ο Νικήτας λέει: «Εκεί, στά Βάγια, έμαθα και το επεισόδιο με τον Κοροπούλη. Όπως ανέφερα προηγούμενα, ο Ζαβός σκόρπισε τους μόνιμους υπαξιωματικούς του στρατού σε διάφορους Σταθμούς. Ο υπαξ/κός Παναγιώτης Κοροπούλης, απ’ τη Θήβα τοποθετήθηκε στο Σταθμό Χωρ/κής Καρδίτσας, Θηβών. Έχει αριστερή τοποθέτηση. Είναι πατριώτης μέχρι σωβινισμού και μισεί τους καταχτητές. Κάμποσες φορές έκανα κουβέντα μαζί του αλλά δεν ξανοίχτηκα για οργάνωση. 

Τώρα ο Κοροπούλης προσπαθεί να πάρει επαφή με τους κλαρίτες και μάλιστα συναντιέται με τον Μπέρδο. Ο Μπέρδος ανήκει στην παρέα του Νάκια. Όπως, όμως, είναι άπειρος και δεν ξέρει από συνωμοτικούς κανόνες, γίνονται αντιληπτές οι κινήσεις του αυτές από τους χωροφύλακες του Σταθμού, οι οποίοι τον αναφέρουν στο Ζαβό. Ο Ζαβός δεν χάνει ούτε λεπτό και τρέχει στην Καρδίτσα. Υποβάλλει τον Κοροπούλη σε ανάκριση, με την απαραίτητη «φάλαγγα». Τον σακάτεψε στο ξύλο, αλλ’ ευτυχώς δεν τον παρέδωσε στους Ιταλούς. Έμεινε κάμποσες μέρες στο πειθαρχείο της υποδιοίκησης, ο Κοροπούλης, και τελικά, αφού δεν μπόρεσαν να του πάρουν λέξη, αφέθηκε ελεύθερος. Ύστερα απ’ όλα αυτά ήταν πια ώριμος και δοκιμασμένος. Τον πρότεινα για συνεργασία στο Μούντριχα. Ο Κοροπούλης ήταν ενθουσιώδης τύπος πεισματάρης και συνεπής σ’ αυτό που πίστευε. Στο αντάρτικο πολέμησε παληκαρίσια. Θα τον βρούμε πολιτικό και καπετάνιο λόχου. Απότομος μερικές φορές και κάπως σκληρός και εξτρεμιστής αλλά συνεπής και πιστός στην ιδεολογία της φτωχολογιάς. 

Μετά τη Βάρκιζα εκτελέστηκε, μετά από καταδικαστική απόφαση, από τους γερμανοτσολιάδες, γιατί σαν αντάρτης τους είχε κυνηγήσει στην Τοπόλια, Κωπαΐδας». 










Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018

Η Ασήμω του Θεοχάρη, όπως η Μαριώ του Καραϊσκάκη κι η «περατιανή παπαδιά» Β' έκδοση



Αντάρτες του Ι τάγματος του 34ου  συντάγματος («αρβανίτικο σύνταγμα») του ΕΛΑΣ στα Σκούρτα. Στη μέση ο Θεοχάρης με την Ασήμω.
(από το οικογενειακό αρχείο της Ασήμως που ευγενώς μας παραχώρησε ο γυιος της Θόδωρος Μαλισιάνκος)




Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής



«Πολεμούσε κι αυτή πλάι του. Δεν δείλιαζε το μάτι της. Όλο το καπετανάτο τη σεβόταν για την τόλμη της» 
( Ζαχαριάς)


Για τους Καραλιβαναίους και τον Θεοχάρη Πολύχρονο, λίγο-πολύ έχουμε ακούσει και έχουμε μάθει κάποια πράγματα. Πως ήταν Κλαρίτες, «οι Αητοί της Σεγδίτσας», «οι λύκοι της Γκιώνας», μια από τις τελευταίες, δηλαδή, επιβιώσεις της Κλεφτουργιάς, η οποία κατόρθωσε να φτάσει στ' αντερίσματα της φθίνουσας Νεωτερικότητας και εκεί να πέσει ηρωικά μαχόμενη για «Ελευθερία ή των άλλων αρχή».
Ξέρουμε ότι οι Καραλιβαναίοι ήρθαν σε επαφή με τον Άρη Βελουχιώτη νωρίς, συνεννοήθηκαν άψογα μαζί του, χωρίς τζιριτζάντζουλες εντάχθηκαν στον ΕΛΑΣ και από Κλαρίτες που επεδίωκαν την προσωπική, οικογενειακή και, ίσως, μια τοπική και «ορεινή» ελευθερία, μετεβλήθησαν ταχύτατα σε Αντάρτες, άνευ οποιασδήποτε ιδιοτελείας, με όραμα και στόχο τον κοινό πόθο όλων των Ελλήνων: την Ελευθερία και την ανοικοδόμηση της κατεστραμένης από τους ΓερμανοΙταλούς κατακτητές, αλλά και τα προηγούμενα ξενόδουλα καθεστώτα, Ελλάδας.
Ξέρουμε ακόμη ότι, οι Καραλιβαναίοι είχαν την παράξενη ιδέα να πολεμάνε στα βουνά έχοντας μαζί τους τις γυναίκες τους. Την Παναγιού ο ίδιος ο Δήμος Καραλίβανος και την Ασήμω ο ανιψιός του ο Θεοχάρης.
Τους πλένανε, τους μαγειρεύανε, τους ξεψειρίζανε, τους ακολουθούσανε ακόμη και στη μάχη, εν όπλοις σύντροφοι και δορυφόροι. Μόνο στον Γοργοπόταμο, λέει, στάθηκαν λίγο πιο πίσω, τότε που ο Θεοχάρης σαν τελώνιο του πολέμου, πέρασε πάνω στις ράγες, κάτω από ορυμαγδό ριπών τε και εκρήξεων και ενώ οι υπονομευτές ήδη ενεργούσαν στα βάθρα, από το νότιο οχυρό στο βόρειο, για να ενισχύσει το τμήμα του Ζέρβα που είχε καθυστερήσει στην προσπάθεια κατάληψής του.
Εκεί σταματάνε οι γνώσεις μας όμως, για τις γυναίκες αυτές, και οι αναφορές όλων των αυτοπτών μαρτύρων, ή και των μετέπειτα ερευνητών, περιορίζονται σε επισημάνσεις μονολεκτικές, κυρίως για την Ασήμω, ότι ήταν κι εκείνη σε αυτή τη μάχη ή την τάδε συμπλοκή και το δείνα περιστατικό.
Εξαίρεση, μοναδική ίσως, η Τασούλα Βερβενιώτηi που φέρνει στην επιφάνεια και κάποιες άλλες πλευρές της Ασήμως με ένα γράμμα της στις γυναίκες της Αθήνας που γράφεται στον Παρνασσό, 6 Απριλίου 1943 και δημοσιεύεται, με τον προσήκοντα σχολιασμό, σε έντυπο του παράνομου τύπου, τη «Γυναικεία δράση», αριθ. 18, Αθήνα, 24 Μαΐου 1943.
Σε μια κοινωνία που πραγματεύεται και... διαπραγματεύεται το κορμί, την ψυχή και τη συνολική υπόσταση της γυναίκας στις λεπτομέρειές της, που την έχει καταστήσει... στρατηγικό στόχο του μάρκετινγκ και των ιερέων του, που έχει αποϊερεοποιήσει και μηχανοποιήσει... καισαρικώ τω τρόπωii, τόσο την ίδια όσο και την... τοκοφόρο κοινωνική της διάσταση, ταυτίζοντας πια την έννοια αυτή, αποκλειστικά, με το κέρδος από το δανεικό χρήμα, δεν χωράει η μελέτη και ο στοχασμός πάνω στις δύο αυτές πρώτες Αντάρτισσες της Ρούμελης.
Εμείς θα τους πάμε κόντρα! Και θα ξεκινήσουμε με την Ασήμω ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα εστιάσουμε και στην άλλη καπετάνισσα, την Παναγιού του Καραλίβανου.

Η Ασήμω Σεγδίτσα, (ναι! Το πατρικό όνομα της Ασήμως είναι το ίδιο το όνομα της πατρίδας της!) είναι η δεύτερη κόρη από τις τέσσερις του Παναγιώτη και της Ευφροσύνης. Η Ευφροσύνη έτεκεν οκτώ παιδιά, πρώτα τέσσερις κόρες στη σειρά και μετά τέσσερα αγόρια.
Η Ασημούλα, γεννήθηκε το 1918 και όπως σε όλες τις αγροκτηνοτροφικές κοινότητες του ελληνικού παραγωγικού πολυωνύμου, μετά τα πρώτα χρόνια της ηλικίας της γίνεται από παιδί νοικοκυρά και από αδελφή μάνα των άλλων μικρότερων παιδιών που ακολουθούν.
Όταν ο Θεοχάρης, με την κατάρρευση του μετώπου της Αλβανίας και την συνθηκολόγηση (Απρίλιος 1941), φεύγει από το αεροδρόμιο της Τανάγρας όπου υπηρετούσε, και φτάνει στη Σεγδίτσα, βρίσκει την Ασημούλα μεστωμένη κοπέλα πια, 23 χρονών. Είναι σχεδόν συνομήλικοι, εκείνος 24. 
Κάποιοι λένε πως κλεφτήκανε, όπως θα ταίριαζε στην παράνομη δράση ενός Κλαρίτη και όπως ήταν τότε του συρμού οι μεγάλοι έρωτες να είναι εκτός νόμου και το κέρδισμα της γυναίκας να στέφεται με μια παλληκαρίσια ενέργεια, την κλεψιά.
Εγώ, δεν το πιστεύω. Θεωρώ ότι, τόσο ο Θεοχάρης όσο και η Ασήμω είχαν το σθένος (το σθένος της Ασήμως αποδείχτηκε με την θητεία της στο Βουνό) να επιβάλουν με ήπιο τρόπο τη θέλησή τους ακόμη και αν οι γονείς της ήταν αντίθετοι. Εκείνο που ξέρουμε θετικά είναι ότι ο Θεοχάρης με την Ασήμω, μετά τον γνωστό εορτασμό της 25ης Μαρτίου 1943 στη Δεσφίνα από το σύνολο των δυνάμεων του ΕΛΑΣ της Ρούμελης και παρουσία όλων των Καπεταναίων, επισκέπτονται το γέρο-πατέρα της στην Κίρρα του Κορινθιακού, όπου διαχειμάζει με το κοπάδι του. Ο γέροντας τους δίνει την ευχή του και τους ξεπροβοδίζει στο δρόμο για την Δεσφίνα γνωρίζοντας ότι θα λείψουν μακριά, στην Αττικοβοιωτία. Τους αποχαιρέτησε προτρέποντάς τους: «να πολεμήσετε μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός σας». Εκείνες τις ημέρες αποφασίστηκε ότι ο Θεοχάρης να ενταχθεί στο εκεί Αρχηγείο.

Ας ακούσουμε, όμως, τι λέει, για τον Θεοχάρη και την Ασήμω, ο Ορέστης, καπετάνιος του Αρχηγείου, που δεν είναι εύκολος στα καλά λόγια και που έσπευσε αμέσως να διαλύσει την πρώτη διμοιρία ανταρτισσών στο Σύνταγμά του, θεωρώντας την Αττικοβοιωτία ακατάλληλη για τέτοια πειράματα....

«Η διαταγή του Γενικού έλεγε πως έπρεπε να ξεκινήσω αμέσως για το Λιδωρίκι, όπου θα εύρισκα και άλλες νεώτερες διαταγές για την μονάδα μας. Ξεκίνησα λοιπόν χωρίς καθυστερήσι και άφησα κάτω τον Θεοχάρη, για να συνεχίση τις προετοιμασίες και να εφαρμόση ο ίδιος το σχέδιο που μου είχε ανακοινώσει και είχε αρχίσει να το προπαρασκευάζη. Οι καταπληκτικές και απροσδόκητες διοικητικές ικανότητες που ανέπτυξε όταν επωμίσθηκε μόνο του τις ευθύνες για την διοίκησι ενός τμήματος πεντακοσίων τώρα πια ανδρών, μού έλεγαν πως θα τα κατάφερνε και σε κείνη την επιχείρησι. Άλλωστε είχε μαζί του, κοντά του, και δύο νεαρούς όσο και δοκιμασμένους πλέον στο αντάρτικο μόνιμους αξιωματικούς, τον ανθυπολοχαγό Αποστόλη και τον ανθυπίλαρχο Λαοκράτη με τους οποίους συνεργαζόταν χωρίς καμμιά μεταξύ τους προστριβή ή παρεξήγησι.
Δεν ήταν βέβαια έκπληξις για μένα και για όλους τους άλλους το ότι ο Θεοχάρης έδειχνε αυτόν τον καιρό για άλλη μια φορά το γνωστό θάρρος, την αληθινή παλληκαριά του, την απόλυτη περιφρόνησι στο θάνατο. Αυτά τα ξέραμε όλοι μας από καιρό και κάθε τόσο είχαμε και κάποιο δείγμα της παλληκαριάς του εκείνης. Παλληκάρι ήταν πάντα, μα τώρα έδινε δείγματα και του συνδυασμένου θάρρους, συνέσεως και πονηριάς μαζί, που χρειαζόταν σ' ένα ηγήτορα αντάρτικου σχηματισμού.
Ο Θεοχάρης Πολύχρονος, ο ανεψιός του άλλου φοβερού πολεμιστού της Γκιώνας, του Δήμου Καραλίβανου, δείγματα ατομικής παλληκαριάς είχε δώσει αμέτρητα, από την ημέρα που μαζί με τον θείο του αποφάσισαν να πάψουν να είναι ληστές και να γίνουν αντάρτες. Τη θυμόταν πάντα εκείνη την ημέρα, που μήνυσαν τον παπά τους: «Να πάρη το πετραχήλι του και την σημαία απ' το σχολείο και νάρθη να τους ευλογήση και να τους ορκίση». Και ο παπάς της Σεγδίτσας ξεκίνησε από το κρεμασμένο στις πλαγιές της Γκιώνας χωριό τους, για να ανέβη στα λημέρια τους, στις αητοφωλιές του περήφανου βουνού, που έδωσε τόσους και τόσους αντάρτες και στα δυο «αντάρτικα» της περιοχής αδιακρίτως (στο 5/42 του Ψαρρού και στα αρχηγεία Παρνασσίδος και Δωρίδος). Ήταν 5 Απριλίου η μέρα εκείνη που θυμόταν ο Θεοχάρης και από τότε οι «Καραλιβαναίοι» (όλοι ξαδέρφια και ανήψια του αρχηγού του του Δήμου) έγιναν αντάρτες, μια από τις πρώτες αντάρτικες ομάδες του τόπου, ανεξάρτητοι για πολύ καιρό στην αρχή από οποιαδήποτε οργάνωσι και πολιτικό προσανατολισμό. Όλοι τους ήταν άξια «παιδιά της Γκιώνας», μα κανείς δεν έφθασε στην παλληκαριά το «πρωτοπαλλήκαρό» τους, τον Θεοχάρη.
Και στην συμπλοκή της Ρικάς το έδειξε και στην γέφυρα του Γοργοποτάμου το θαύμασαν – λιοντάρι τον είπαν – Άγγλοι, Εδεσίτες, και Ελασίτες. Αυτός καβάλλησε πρώτος το ιταλικό φυλάκιο και έδωσε την «ευθανασία» μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα στους παγωμένου από την τρομάρα τους Ιταλούς. Κι' αυτός τελείωσε και με το άλλο φυλάκιο – στο άλλο βάθρο – που πρόβαλε αντίστασι, περνώντας μπουσουλιστά πάνω στις ράγες, πάνω από το χάος του βαράθρου, το μακρύ γεφύρι, αν και καθυστέρησε κάπως στην πρώτη φωλεά αντιστάσεως, γιατί μετά το «καθάρισμα» των Ιταλών, ανεκάλυψε ένα γεμάτο τσουβάλι ζάχαρι και έχωσε το κεφάλι του ολόκληρο μέσα στην «αμβροσία» εκείνη. Μέσα στην αναμπουμπούλα της συμπλοκής που παρετείνετο ακόμη οι κραυγές του Θεοχάρη «Ζάχαρι, ζάχαρι ηύρα, ελάτε ωρέ να φάτε», απετέλεσαν το πρώτο άγγελμα της νίκης.
Ήταν και έμεινε παιδί ο Πολύχρονος ως το τέλος του μ' όλο που «όλα κι' όλα», δεν εννοούσε να αναστείλη ούτε κατά την διάρκεια του ανταρτοπολέμου ακόμα τα επί της ζωής «ανδρικά του» δικαιώματα. Σ' όλα συμμορφώθηκαν οι δυο αρχηγοί των Καραλιβαναίων – καπετάνιος και πρωτοπαλλήκαρο – με τους «κανονισμούς του ΕΛΑΣ», όταν προσεχώρησαν σ' αυτόν εκτός από ένα: Και ο ένας και ο άλλος δεν εννοούσαν να αποχωρισθούν από τις γυναίκες τους. Ο Καραλίβανος ήθελε κοντά του την καπετάνισσά του και ο Θεοχάρης την αρραβωνιαστικιά του την Ασήμω. Την πήρε μαζί του και όταν τοποθετήθηκε σε μας, καπετάνιος του τότε υπό συγκρότησιν υπαρχηγείου Αττικής τον Μάρτιο του 43. Στην αρχή η Ασήμω έμενε και σε κανένα από τα χωριά της περιοχής, μα όσο περνούσε ο καιρός, τόσο γινόταν κυριολεκτικά η σκιά του Θεοχάρη. Δεν τον άφηνε από κοντά ούτε στιγμή. Τον έπλενε, τον ξεψείριαζε, φρόντιζε για το φαΐ του, και ακόμη στις πορείες αυτή κρατούσε την ασημοκαπλαντισμένη καραμπίνα του για να τον ξεκουράζη. Από τότε που έτυχε να βρεθή μακρυά του, στην συμπλοκή της Κάζας, στις 13 Αυγούστου 1943, όταν εκείνος χύμηξε ακράτητος πάνω στα αυτοκίνητα και τραυματίστηκε στο κεφάλι και στο χέρι, δεν τον άφησε ποτέ πια. Έμενε δίπλα του, πίσω του, ακόμη και στις στιγμές καταιγιστικού πυρός. Εκείνος μπροστά μπρούμυτα, στην κοιλιά,με το κορμί και το κεφάλι ανυψωμένο, στρίβοντας πότε δεξιά, πότε αριστερά, σαν σαύρα, σαν φίδι. Παραπίσω η Ασήμω, με το νου της αποκλειστικά και μόνο στον λεβέντη της. Πότε-πότε τον κρατούσε από την πατούσα μην της ξεφύγη. Πότε-πότε να στριγγλίζη:«Σκύψε, σκυλί, θα σε φάνε οι σκύλοι».

Μόνον όταν πια απεμακρύνετο κάθε κίνδυνος του καλού της, ανακτούσε την ψυχραιμία της και τον ακολουθούσε «κατά βήμα» με το αντρικό, βαρύ, μ' όλη την πατούσα βάδισμά της. Από καιρό, απ' το χειμώνα ακόμη, τον είχα πείσει πως έπρεπε να νομιμοποιήση τις σχέσεις του, να τη στεφανωθή, όχι χωρίς κόπο, όμως. Είχε ένα ατράνταχτο και λογικό επιχείρημα: «Γυναίκα μου είναι έτσι κι αλλιώς. Θα την πάρω. Μα αν σκοτωθώ γιατί να την πούνε χήρα»;
Του έλεγα τότε πως καλή είναι η σκέψη του, μα η Ασήμω δεν έπαυε να είναι γυναίκα και έτσι δεν μπορούσε να μην έχη το νου της και τον λογισμό της στο στεφάνι. Με άκουσε και τη στεφανώθηκε.
Μα είχε δίκηο εκείνος. Στην πρώτη δεκεμβριανή σύγκρουσι σκοτώθηκε. Είχε δίκηο».


[σημ. Γ.Σ.: Η οικογένεια της Ασήμως δεν επιβεβαιώνει τον Ορέστη στο ότι ο Θεοχάρης την στεφανώθηκε τελικά]

Πρώτος από αριστερά ο Θεοχάρης και δίπλα του η Ασήμω
(Φωτογραφία του Σπύρου Μελετζή, από το οικογενειακό αρχείο της Ασήμως που ευγενώς μας παραχώρησε ο γυιος της Θόδωρος Μαλισιάνκος)


Θετικά ξέρουμε, λοιπόν, ότι ο Καραλιβαναίοι έχουν βγει στο βουνό τον Απρίλιο του 42 και ότι ο Άρης όταν βγαίνει τον Μάιο, τούς βρίσκει εκεί. Αυτό σημαίνει ότι, η Ασημούλα είναι 24 χρονών όταν βγαίνει στο βουνό και χαριτολογώντας θα λέγαμε ότι είναι, περισσότερο από ένα μήνα... αρχαιότερη του Άρη Βελουχιώτη.
Από τότε και στο εξής μπορούμε να επισημάνουμε τα δρομολόγιά της στα βουνά εύκολα και με ακρίβεια ακόμη και όταν δεν την αναφέρουν οι αυτόπτες μάρτυρες. Αρκεί να δούμε τα δρομολόγια του Θεοχάρη.
Βρίσκεται στην πρώτη μάχη, στη Ρεκκά, 9 Σεπτεμβρίου 1942, στο Κρίκελλο, στον Γοργοπόταμο, στο Μικρό Χωριό,... στη μάχη της Πύλης (Οκτώβριο 1943),...στην κατάληψη του αεροδρομίου τηςΤανάγρας (μέσα Σεπτεμβρίου 44),...στη μάχη της Χασιάς ή του Σανατορίου (12 Οκτωβρίου 1944) όπου ο Θεοχάρης παίρνει το τρίτο τραύμα ( στο κεφάλι και στο χέρι είχε τραυματιστεί στην Κάζα, 13 Αυγούστους 1943)iii και η Ασήμω τραυματίζεται στο πόδι προσπαθώντας να τον προστατέψει...

Ο Ορέστης λέει:

«Στις 12 Οκτωβρίου, ξημερώνοντας, ο Θεοχάρης που δεν σκοτιζόταν από πολιτικά προβλήματα, που διατηρούσε πάντα αμείωτο το πολεμικό του μένος, επετέθη με τον λόχο του Αποστόλη εναντίον της φρουράς του Σανατορίου της Πάρνηθας, που ως την τελευταία ώρα το κρατούσαν οι Γερμανοί, συρματοπλεγμένο, σωστό οχυρό. Και το κράτησε παρά την πολύωρο επίθεσι, όπου σκοτώθηκε ο Κριεκουκιώτης διμοιρήτης Υψηλάντης και τραυματίσθηκε ο Θεοχάρης και η γυναίκα του η Ασήμω, την ώρα που προσπαθούσε να συγκρατήση τον ασυγκράτητο εκείνον άνθρωπο. Ήταν το τρίτο τραύμα που έπαιρνε στα δυόμισυ χρόνια της αντάρτικης δράσεώς του μα όχι και το τελευταίο βόλι.
Αργότερα, στα Δεκεμβριανά σκοτώθηκε.
Ένα γερμανικό αυτοκίνητο που ανέβαινε από το Μενίδι με ενισχύσεις ανατινάχθηκε από νάρκη. Μια κούρσα με έναν αξιωματικό και δύο στρατιώτες που πήγαινε κι' αυτή στο Σανατόριο πήρε κατά λάθος το δρόμο της Χασιάς και φθάνοντας εκεί χτυπήθηκε και σκοτώθηκαν οι επιβάτες της.
Σε λίγο, μόλις μάθανε την καταστροφή της, ξεκίνησε ένας λόχος από το Μενίδι για αντίποινα και προχώρησε πέρα από το χωριό, προς τη «Μονή Κλειστών». Τους αντιμετώπισε στην αρχή ένα μικρό τμήμα ανταρτών με επικεφαλής τον «παλαίμαχο» Καλυβιώτηiv Ψύχα (σημ Γ.Σ. : Βαγγέλη Λιόσης). Πιάσανε οι Γερμανοί το μοναστήρι, έφθασε εν τω μεταξύ ο λόχος του Λαοκράτη, ακολούθησε και ο Αποστόλης και εκεί η δύναμις αυτή του πρώτου τάγματος, είχε την τελευταία σύγκρουσί της με τους Γερμανούς. Τότε σκοτώθηκε και ο Χασιώτης Γιώργης Μαρούγγας, που πολλές φορές τον είδαμε στην αφήγησί μου.
Ήταν όπως είπα αυτή η συμπλοκή, η τελευαία του 1/34 τάγματος Αττικής, του πιο βασανισμένου και δοκιμασμένου στην κατοχή τμήματος του ΕΛΑΣ, τις ώρες που ο αθηναϊκός λαός, πανηγύριζε πια την απελευθέρωσί του»v.

Να πως περιγράφει η ίδια η Ασήμω τα σχετικά με τον τραυματισμό της:

«Ένα πρωί περίπου στις δέκα, μια σφαίρα με βρίσκει στο κάτω μέρος του αριστερού ποδιού. Η μάχη συνεχιζόταν με τον καπετάνιο. Τραυματισμένη όπως ήμουν, με την βοήθεια του Κατάρα και του Καρύδα (18-20 ετών), μετά από πορεία πέντε ωρών, ενώ στο δρόμο συναντάμε την Ελένη Τσεβά, φτάνουμε σ' ένα μαντρί. Περιμένουμε μέχρι το πρωί, όπου ήλθε η οργάνωση και με μεταφέρει στο χωριό, στο σπίτι ενός Ελληνοαμερικάνου. Εκεί έμεινα περίπου ένα μήνα. Αφού πέρασαν οι δέκα πρώτες μέρες, με αβάστακτους πόνους, ακίνητη στο κρεβάτι, χωρίς να έχει γίνει εγχείρηση για να βγει η σφαίρα, από διάφορους γιατρούς που με εξέταζαν, κατεβαίνει η διοίκηση του τάγματος με τον γιατρό Θύμιο Μπακλέζο. Ήταν βράδυ, γίνεται επέμβαση, παρουσία όλων, χωρίς νάρκωση, και τα ξημερώματα φεύγουν...».
(Περιοδικό «Εθνική Αντίσταση», τεύχος 155, Ιούλης-Σεπτέμβρης 2012)

[σημ Γ.Σ.: Σύμφωνα με μαρτυρίες και διασταυρώσεις στοιχείων, η Ασήμω νοσηλεύτηκε στο Χλεμποτσάρι (Ασωπία), στο σπίτι του Ντίνο Πανούση. Ελληνοαμερικανός ήταν κάποιος γείτονας ονόματι Νταούτης, ο οποίος ξέμεινε στην Ελλάδα με την έναρξη του πολέμου, και ήταν ένθερμος Εαμίτης. Οι γυναίκες του χωριού που αποτέλεσε μια από τις βάσεις ανεφοδιασμού του ΕΛΑΣ, μέσα στις άλλες ασχολίες στους δεν παρέλειπαν να επισκέπτονται την καπετάνισσα και να τις κρατάνε, όλες μαζί, συντροφιά.] 

Δηλαδή, ο Θεοχάρης και η Ασήμω αναρρώνουν στα μέσα προς το τέλος του Νοεμβρίου για να μπουν σε λίγες μέρες πάλι στη φωτιά, στην Αγγλοκρατούμενη και Αγγλομαχούμενη Αθήνα, όπου ο Θεοχάρης, τραυματίζεται θανάσιμα από βλήμα που εισέρχεται στον αυχένα και εξέρχεται από την κοιλιακή χώρα. Την πιο αξιόπιστη μαρτυρία για τον θάνατο του Θεοχάρη την έχουμε από τον άλλο ατρόμητο καπετάνιο, τον Περικλή.

«Τα μεγαθήρια ΣΕΡΜΑΝ με τα πυροβόλα τους τρυπάνε τους τοίχους και με τη μούρη τους γκρεμίζουν τα κτίρια. Το νοσοκομείο παίρνει φωτιά, οι φυματικοί βγαίνουν ανεμίζοντας τα σεντόνια τους για λευκές σημαίες, αλλά οι Άγγλοι δεν καταλαβαίνουν απ' αυτά, τους θερίζουν σαν πράσα. Δεκάδες είναι τα θύματα. Μια ομάδα μαζί με τον Θ. Πολύχρονο, καπετάνιο τάγματος του 34ου Συντάγματος, πέφτει ομαδικώς σ' ένα διάδρομο της Σχολή Γυμναστικήςvi».

Υπάρχει και η εκδοχή ότι εβλήθη από αεροπλάνο. Σίγουρο είναι πάντως ότι, 


«ο Θεοχάρης έπεσε από Εγγλέζου βόλι, άκουστο Γοργοπόταμε και στρέψε τα νερά σου»

Το ξόδι του Θεοχάρη στο νεκτοραφείο Αμαρουσίου σκεπασμένο με την ελληνική σημαία. Δίπλα στο προσκέφαλό του το ελασίτικο δίκωχο. Στα χέρια του δυο βέρες, το ρολόι του και δίπλα τ' άρματά του. Γύρω του η Ασήμω , ο Δήμος Πολύχρονος και ένα άγνωστο πολιτικό στέλεχος.

Η Ασήμω, δεν ξέρουμε ακριβώς πώς, τον έβαλε σε ένα κάρο και τον πήγε σε ένα πρόχειρο ιατρείο. Εκεί διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Τον ξενύχτησε στην εκκλησία του Μαρουσιού και την άλλη μέρα τον έθαψε στο εκεί νεκροταφείο.

Χωρίς τον σύντροφό της και το ταίρι της, η Ασήμω, όχι παραπάνω από είκοσι πέντε χρονών, προσπαθεί να επιβιώσει μέσα στον χαλασμό του Εμφυλίου και στο χάος της Αθήνας.
Βρίσκει καταφύγιο σε ένα οικοτροφείο της Καλλιρρόης Παρέν και το 1949 παντρεύεται τον Χαράλαμπο Μαλισάγκο και το 1953 έκανε τον γυιο της Θεόδωρο.
Πλήρης ημερών κίνησε για να σμίξει με τους κεκοιμημένους, πλην όμως αθάνατους, συναγωνιστές της στις 16 Ιουλίου 2009, σε ηλικία 91 χρονών.

Εμείς μένοντας εδώ και όσο σκαλίζουμε κάποιες πλευρές της ζωής της δεν μπορούμε παρά να εκπλαγούμε! Απαντήσεις δεν μπορούμε να δώσουμε. Μόνο ερωτήματα να διατυπώσουμε και να τα αφήσουμε να πλανώνται ελπίζοντας ότι δεν θα παραμείνουν «ρητορικά» αλλά κάποια στιγμή θα μπορέσουν ν' απαντηθούν:


  • Τι είδους άνθρωπος ήταν η Ασήμω για να βγει «με έναν λόγο στο βουνό», την ίδια στιγμή που άνθρωποι εκπαιδευμένοι στον πόλεμο διστάζανε έως κιοτεύανε;
  • Τι είδους άνθρωπος ήταν η Ασήμω για να παραμείνει και να κρατηθεί στο βουνό και στις τόσες φοβερές και αλλεπάλληλες δυσκολίες του αγώνα κατά των κατακτητών; 
  • Ήταν η σχέση της με τον συγκεκριμένο άνθρωπο ή ήταν κάτι περισσότερο, βαθύτερο και ακατάληπτο για μας τους αναλφάβητους της αυθυπέρβασης και της αυτοθυσίας;
  • Τι έκανε αυτή τη εικοσιδυάχρονη κοπελίτσα να θεωρήσει ότι αξίζει να ζει σαν αγρίμι στα βουνά όταν η πατρίδα της σκλαβώνεται, να θεωρήσει ότι δεν υπάρχει πια δυνατότητα ζωής φυσιολογικής έστω και στα απάτητα, για τους κατακτητές, χώματα της Σεγδίτσας;
  • Μπορεί να έχει ένα μισοαγράμματο κορίτσι, τέκνο τσομπαναραίων, μια αντίληψη τέτοια για την Ελευθερία και την Πατρίδα που δεν έχουν ούτε επιστήμονες, ούτε διανοούμενοι, ούτε πολιτικοί, ούτε στρατιωτικοί;
  • Μπορεί η Ασήμω, να απαντάει σωστά στα διλήμματα «Ελευθερία ή Θάνατος» και «Ελευθερία ή των άλλων αρχή», έτσι απλά, σεμνά και μεγαλόπρεπα όταν οι πολλοί ακόμα σιωπούν και ανασυντάσσονται και προσπαθούν να προσανατολιστούν;

Ίσως στις ερωτήσεις αυτές σας βοηθήσει το γράμμα που αναφέραμε πιο πάνω, «εκ Παρνασσού» και απευθύνεται στις γυναίκες της Αθήνας, μέσω της παράνομης εφημερίδας «Γυναικεία Δράση», στη συντακτική επιτροπή  της οποίας μετείχαν, η Μέπλω Αξιώτη και η Διδώ Σωτηρίου...



Ότι, δεν είναι η Ασήμω και η Παναγιού δυο από τις πολλές γυναίκες που η μια παραδειγματίζει την άλλη και όλες μαζί, μαζί και με τον υπόλοιπο πληθυσμό μιας κοινότητας ή μιας πόλης, προβαίνουν σε αντιστασιακές ενέργειες. Είναι δυο γυναίκες που πρώτες και μόνες ανοίγουν τον δρόμο. Χωρίς προηγούμενα παραδείγματα παρά μόνο την Μαριώ του Καραϊσκάκη, την Ελένη του Βάσου Μαυροβουνιώτη  και την «παπαδιά περατιανή» του δημοτικού μας τραγουδιού!


Μια παπαδιά περατιανή
πάει με τους λεβέντες
πάει κι ο παπάς από κοντά
πάει πάει παρακαλώντας

- Γιατί μ' αφήνεις τα παιδιά
γιατί τ' αφήνεις τα παιδιά
το έρημο το σπίτι

- Φωτιά να κάψει τα παιδιά
το έρημο το σπίτι
και γω πάω για λευτεριά



i Τασούλα Βερβενιώτη, Η γυναίκα της Αντίστασης-Η είσοδος των γυναικών στην πολιτική, εκδ Οδυσσέας, σελ. 304-305

ii Πρόκειται για σαφή υπαινιγμό και πρόκληση στην επικράτηση της καισαρικής τομής ως ο κύριος τρόπος της γέννησης των παιδιών (κοντά στο 60% των γεννήσεων φτάνει ο μέσος όρος στην Ελλάδα) με το αισχρό πρόσχημα της απαλλαγής της γυναίκας από τους πόνους(!) Οι σύγχρονοι ιεροφάντες της θρησκειοποιημένης επιστήμης, ούτε λίγο ούτε πολύ...ευαγγελίζονται την άρση του Προπατορικού Αμαρτήματος(!) Με το αζημίωτο φυσικά.

iii Παραλείπω σκόπιμα πολλές ενδιάμεσες μάχες και συμπλοκές, όπως και τις χρονολογίες τους γιατί πραγματικά ο κατάλογος θα ήταν τεράστιος. Κάποτε θα φτιάσουμε αυτή την επιτύμβια πλάκα του Θεοχάρη και τότε θα κατανοήσουμε και αυτή την πλευρά, τη στρατιωτική, της δράσης της Ασήμως.

iv Πρόκειται για τα Καλύβια της Χασάς, δηλ τον σημερινό Ασπρόπυργο.

v «Απογευματινή», 20 Σεπτεμβρίου 1958


vi Γιώργος Χουλιάρας-Περικλής, «Ο δρόμος είναι άσωτος...», εκδ Οιωνός, σελ 484

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

Αύγουστος 1943, Ο Ορέστης με την ομάδα του στην Αυλίδα, έφιπποι και πάνοπλοι...


Παραθέτουμε την εξιστόρηση του καπετάνιου του ΕΛΑΣ για την θρυλική εκείνη εμφάνιση του Ορέστη στα παραλιακά χωριά της...ευβοϊκής Βοιωτίας. 
Ήταν τότε που όλο το Σχηματάρι έσπευσε στο Δήλεσι, για να δουν τους Αντάρτες.
Στην συνέχεια... η βραδιά στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου στη Μονή Κλειστών με τον μητροπολίτη Γόρτυνας και η χειροτονία του αντάρτη διάκου Χρυσόστομου σε ιερέα μέσα στη μητρόπολη των Αθηνών από τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό!



Μια «περιοδεία»



Τον Αύγουστο, λοιπόν, ωργανώσαμε την πρώτη εμφάνισι αντάρτικου τμήματος στην παραλία του Ευβοϊκού μέχρι τον Ωρωπό. Για λόγους εντυπωσιακούς κάναμε αυτή την πρώτη εμφάνισί μας σ' εκείνα τα χωριά με την έφιππη ομάδα μας. Το αποτέλεσμα ως προς τον ενθουσιασμό που προκαλούσε η εμφάνισίς μας εκείνη υπερέβη και τις δικές μας προσδοκίες. Όσοι πήραμε μέρος σ' εκείνη την διαδρομή δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ, ιδιαίτερα μάλιστα την υποδοχή που βρήκαμε στο χωριό Βαθύ, κοντά στην Χαλκίδα, που μάς επεδέχθη εν πανζουρλισμώ. Θυμάμαι έναν κοντό-κοντό παππά, από άλλο κοντινό χωριό, το Κριμπάτσι. Είχε εμπνευσθή ασφαλώς από το ανάστημά του και από τον Ζακχαίο της Γραφής και σκαρφαλωμένος σ' ένα δέντρο ξεφώνιζε διαρκώς: «Ευλογημένος ο ερχόμενος...»

Αργότερα διαπιστώσαμε ότι ο παππάς εκείνος ήταν Πειραιώτης, που ποιος ξέρει ποιες ανάγκες της ζωής τον είχαν οδηγήσει στην ιεροσύνη. Η φρασεολογία του θύμιζε Πειραιωτάκι και η πονηριά του έδειχνε πως δεν ήταν και τόσο «ανυπολόγιστος» ο ενθουσιασμός του εκείνος.

Οι λυγμοί ενός πρωτοδίκη

Ένας άλλος όμως άνθρωπος μετέδωσε και σε μας την δική του συγκίνησι. Ο πρωτοδίκης της Χαλκίδος Σαλεμής*, που βρέθηκε τυχαία στο Γεραλή. Όταν μας αντίκρυσε, πάνοπλους καβαλλαραίους, με την σημαία ανεμισμένη, το Παπαχρυσόστομο με τα φυσεκλίκια πάνω από τα ράσα του, την σάλπιγγα, τα τουφέκια, τα αυτόματα, ο άνθρωπος έπαθε ψυχική αναστάτωσι. Έκλαιγε σαν μικρό παιδί, με ασυγκράτητους λυγμούς και αναφυλλητά ασταμάτητα. Φιλούσε τα κρόσια της σημαίας, τα ράσα του Χρυσόστομου, τα τυφέκια, και η μόνη λέξις που μπορούσε να προφέρη μέσα στους λυγμούς του ήταν «...Ελλάδα...»
Όποιος νομίζει πως μια τέτοια σκηνή μπορούσε να μας αφήση εμάς ασυγκίνητους επειδή ήμαστε τότε κομμουνισταί αυτός δεν θα πρέπει να έχει καλά καλά νοιώσει τι θα πη πατρίδα. Όχι μόνο μας τράνταζαν κι' εμάς τέτοιες στιγμές, αλλά η επίδρασίς τους έμενε πια μόνιμη και ανεξίτηλη. Όταν γυρίσαμε από την «περιοδεία» μας εκείνη στα Δερβενοχώρια, ετοιμάσαμε ένα τμήμα, μια διμοιρία, που την στείλαμε για να μονιμοποιήση την επιρροή μας στην περιοχή εκείνη και να επεκτείνεται όλο και προς την Αθήνα. Επί κεφαλής της διμοιρίας εκείνης ο Αστραπόγιαννος, έφτασε λίγο αργότερα μέχρι και τα Μελίσσια ακόμη.

Προς την Ιεράν Σύνοδον

Αμέσως μετά την εμφάνισί μας στα παραλιακά χωριά, είχαμε και άλλη μια παρόμοια εμφάνισι. Πήγαμε στο πανηγύρι της Μονής Κλειστών, την νύχτα του Δεκαπενταύγουστου. Πλήθος πανηγυρισταί από την Αθήνα βούϊζε ένα γύρω. Έβγαλα λόγο στον κόσμο και την άλλη μέρα η φήμη πως οι αντάρτες βρίσκονται πια έξω από την Αθήνα είχε χιλιάδες «αυτόπτες» μάρτυρες, παρ' όλο που το σκοτάδι ήταν απόλυτο την αφώτιστη εκείνη νύχτα.
Η μετάβασί μας όμως στο μοναστήρι είχε και μια ακόμη συνέπεια. Συναντήσαμε εκεί τον επίσκοπο Γόρτυνας. Μιλήσαμε αρκετή ώρα μαζί του στο «δεσποτικό». Τού είπα πολλά, αλλά εκείνος απ' όλα όσα άκουσε πρόσεχε μόνο σε κάτι που έβλεπε: ένα σταυρό στο χιτώνιό μου. 

- Να τον κρατάς πάντα, μου είπε. Κι' άλλοι πριν από σένα τον κρατούσαν και κανείς καμμιά ζημιά δεν έπαθε από αυτόν. 

Με την ευκαιρία εκείνη κάναμε και μια αίτησι στην...Ιερά Σύνοδο! Ζητούσαμε να εγκρίνη όπως χειροτονηθή ιερεύς ο «διάκονος» Χρυσόστομος, παρά το νεαρόν της ηλικίας του, διότι μας εχρειάζετο ιερεύς δια καθήκοντα τα οποία δεν ηδύνατο να εκτελή διάκονος. Και τότε εντός της γερμανικής κατοχής, ο Αρχιεπίσκοπος ο ίδιος, μέσα στη Μητρόπολι, εχειροτόνησε τον διάκο μας ιερέα, μετεχόντων και τριών άλλων μητροπολιτών κατά την χειροτονία.
Έτσι ο Χρυσόστομος μάς ήρθε πίσω ως παππάς και αρχιμανδρίτης πλέον. Μάλιστα ο αείμνηστος Δαμασκηνός μού έστειλε με τον Παπαχρυσόστομο τις ευχές του, έναν καλύτερο σταυρό και οκτακόσιες χιλιάδες δραχμές της εποχής για ενίσχυσί μας. Δεν τις κράτησα όμως. Τις προσέφερα με την σειρά μου στο μοναστήρι. Άλλωστε χρωστούσα και κάτι στο φιλόξενο εκείνο μοναστήρι: τα ράσα που είχα πάρει για να ντύσω τον Άρη ιερέα...

Σημείωση:

* Ο πρωτοδίκης Σαλεμής δεν έχει καμία σχέση με τον υπογράφοντα το μπλογκ αυτό. Πρόκειται για συνωνυμία.

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

Ορέστης: Πώς γράφτηκε το «Βροντάει ο Όλυμπος αστράφτει η Γκιώνα...»




Νίκος Καρβούνης ( 1880-1947)




Ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ ΑττικοΒοιωτίας, αφηγείται ο ίδιος πως γράφτηκαν οι στίχοι τον Απρίλιο του '43 από τον Καρβούνη, πως μελοποιήθηκε από τον Αστραπόγιαννο (Άκης Σμυρναίος) στις Αλυκές της Βοιωτίας και ποιοι το τραγούδησαν πρώτοι στο Μαυρολιθάρι της Γκιώνας... «..οι αντάρτες μου, οι Αρβανίτες..»!



«Πριν φύγω για έξω όμως, είδα και τον Καρβούνη. Κάθε φορά που κατέβαινα στην Αθήνα τον έβλεπα, όπως και τον Κτιστάκη, παρ' όλον ότι ήσαν τότε υπό δυσμένειαν. Σ' αυτό το ζήτημα δεν ήμουνα ποτέ «υποδειγματικός κομμουνιστή». Ποτέ δεν έκοψα τις σχέσεις μου με τους παληούς φίλους ή γνωστούς μου, ούτε με τους «αστούς», ούτε ακόμη – και αυτό ήταν το τρομερώτερο – με τους απομονωμένους και υπό δυσμένειαν συντρόφους. 
Τον είδα τον Καρβούνη τότε στο σπίτι του, πίσω από το Γαλλικό Νοσοκομείο. Εκεί τον είχα ξαναδή και άλλοτε, και μαζί με τον Κτιστάκη.
Όταν βρισκόμουν σε δίλημμα, να κάνω αντάρτικο, παρά τους δισταγμούς της ηγεσίας, τα είχαμε μιλήσει πάλι οι τρεις εκεί. Ο Κτιστάκης παρ' όλον ότι δικαίωνε απόλυτα τις σκέψεις μου, δίσταζε και να με συμβουλεύση και να το αποφασίσω.
-Τι να το κάνω αν δικαιωθώ αργότερα; του είπα κάποια φορά. Ο σκοπός δεν είναι να γίνω επικριτής της ηγεσίας μια μέρα. Σκοπός είναι να γίνη εκείνο που πρέπει.
Τότε ο Καρβούνης – παληός αγωνιστής του Βορειοηπειρωτικού αγώνος – σηκώθηκε, μ' αγκάλιασε και με φίλησε. Τότε το αποφάσισα οριστικώς, αφού και ο Κτιστάκης κλονίστηκε. 
Τώρα όμως ο Καρβούνης – πάντα γεμάτος με νεανικό ενθουσιασμό – με ήθελε και για κάτι άλλο. Είχε συνθέσει ένα τραγούδι, ένα θούριο, για το αντάρτικο. Το «Βροντάει ο Όλυμπος». Είχε προχωρήσει μάλιστα και στην μελοποίησί του. Μια γνωστή του κυρία, καθηγήτρια του Ωδείου, η κυρία Μ.Δ., το είχε μελοποιήσει, πάνω στα χνάρια της «Αΐντα» του Βέρντι.
Από τους στίχους ενθουσιάστηκα. Το άλλο όμως δεν με ικανοποίησε. Ίσως και δεν το απέδιδε καλά ο Καρβούνης, όπως το έπαιζε με τα δυο δάχτυλα στο πιάνο, και όπως προσπαθούσε, μάταια, να το τραγουδήση. 
- Άσε του είπα. Έχω ένα μουσικό έξω. Ας μην είναι καθηγητής αυτός. Τα ζη όμως αυτά που γράφεις και θα το μελοποιήση καλύτερα. Πιο βροντερό. Βροντές δεν θέλεις; Αρκεί να μου το επιτρέπης. 
- Ορέστη μου «δικό σου είναι», δεν είναι δικό μου. Πάρτο και κάνε ό,τι καταλαβαίνεις.
Σε δυο μέρες, στην αμμουδιά της Αλυκής, ο Αστραπόγιαννος (Γαληνός), «συλλάβιζε» τους στίχους του Καρβούνη στην κορνέτα του. Είπα δεν ήταν καθηγητής, ήταν ένας απλός μουσικός, αλλά ήταν αντάρτης. 
Το αποτέλεσμα μας δικαίωσε. 
Όπως ανηφορίζαμε για την Ρούμελη, οι άνδρες των δύο υπαρχηγείων (Λειβαδιάς και Θηβών, το άλλο έμενε ν' ανεβή σε λίγες μέρες) το μάθαιναν. Και όταν φθάσαμε στο Μαυρολιθάρι, στις πλαγές της Γκιώνας, οι αντάρτες μου, οι Αρβανίτες, τραγουδούσαν, «Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα...»
Σε λίγο το τραγουδούσαν σ' όλη την Ελλάδα».




Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

«Αυτός είναι κύριε Πρωθυπουργέ ο Λεωνίδας Σπαής...»







Συντάκτης της καταγγελίας πειθανολογείται ότι είναι υπτάμενος αξιωματικός της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας με θητεία στη Μέση Ανατολή, προσωπικές σχέσεις με τον Σοφοκλή Βενιζέλο, μετέπειτα πολιτευτής της ΕΡΕ και κάποιου είδους συνεργάτης του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.
Είναι άγνωστο αν ποτέ η καταγγελία έφτασε στον Πρωθυπουργό ή στον υπουργό. Ενώ το τεκμήριο πρέπει να είναι το αντίγραφο που κράτησε ο καταγγέλλων στο αρχείο του.