Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
Οι ιδιωτικοί φύλακες, οι “σεκιουριτάδες” κοινώς, κάνουν αισθητή την παρουσία τους, εδώ και κάμποσα χρόνια, χωρίς πολλές κουβέντες.
Τους βλέπουμε σιωπηλούς και ανέκφραστους, περνάμε δίπλα τους, τους σκουντάμε και τους πατάμε που λέει ο λόγος. Τους ζητούμε πληροφορίες και οδηγίες, τους αποδεχόμαστε, κι εμείς σιωπηλά, ως τους ρυθμιστές “πρώτης και άμεσης ανταπόκρισης” της χαοτικής σημερινής ζωής. Σε καταστήματα, εργοστάσια, επιχειρήσεις, σε χρηματαποστολές, αθλητικές διοργανώσεις, συνέδρια, σταθμούς, αεροδρόμια και λιμάνια.
Ωστόσο, ξέρουμε πολύ λίγα γι' αυτούς. Ακόμα λιγότερα μαθαίνουμε, αν διατρέξουμε τα αρχεία, ψηφιακά και έντυπα, της δημόσιας ζωής και του πολιτικο-κοινωνικού λόγου. Είναι παντού και είναι σαν να μην υπάρχει πουθενά αυτή η κατηγορία των εργαζομένων σε μια περίοδο, η οποία, αγγίζει πια τον μισό αιώνα.
Οι μόνοι που... διετάραξαν τη σιωπή των πέντε περίπου δεκαετιών της παρουσίας τους, είναι, στη μια άκρη ο Χριστόδουλος Ξηρός και στην άλλη ένα... φωτεινό αστέρι που ανέτειλε από τις τάξεις τους, ο διοικητής της ΕΥΠ Κοντολέων.
Ο πρώτος έδωσε γραμμή για τη μεταχείρισή τους: “ραβδί και φτύσιμο”.
Ο δεύτερος έδωσε την... προοπτική του επαγγέλματος, πώς μπορεί να προκόψει και πού μπορεί να φτάσει, ένας ιδιωτικός φύλακας, αν έχει την κατάλληλη μουσική παιδεία(!)
Ανάμεσα σ' αυτές τις δύο άκρες, όμως, υπάρχουν πενήντα και πλέον χιλιάδες (ναι, 50.000) άνθρωποι που παλεύουν να βρουν την άκρη για να ζήσουν. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, να δούμε μερικά πράγματα γύρω από τη ζωή, των ορθίων, μεταφορικά και αλληγορικά, αυτών εργαζομένων.
Α
Ο καταρτιζόμενος ιδιωτικός φύλακας, από τα πρώτα μαθήματα των 105 ωρών του προγράμματος κατάρτισής του, μαθαίνει ότι ο φημισμένος συμπατριώτης μας Πλάτων έχει μιλήσει γι' αυτόν στο έργο του Πολιτεία και, μάλιστα, στο 4ο βιβλίο, κάνει λόγο για “επιστήμη των φυλάκων”. Προφανώς, κάποιοι -θέλοντας να δώσουν κύρος και αίγλη στο επάγγελμα, φανερώνοντας και την αντίληψή τους για τα σώματα ασφαλείας ίσως- συνδέουν δύο πράγματα που δεν έχουν και πολύ σχέση. Και μάλλον, οι εισηγητές της σύνδεσής αυτής, δεν θα ήθελαν να έχουν σχέση, αν είχαν βέβαια διαβάσει προσεκτικά τι λέει ο Πλάτωνας, δια του Σωκράτη, περί των φυλάκων και της φύλαξης.
Αγορεύοντας και εκμαιεύοντας, ο Σωκράτης, οικοδομεί το όραμά του για μια καινούργια ιδανική Πολιτεία. Οι φύλακες σ' αυτή παίζουν σημαίνοντα ρόλο. Είναι οι “βοηθοί” των αρχόντων. Είναι ξεχωριστό κοινωνικό στρώμα, με ιδιαίτερη θέση στη δομή της κοινωνίας και της εξουσίας αλλά έχει και σημαντικές δεσμεύσεις και ρήτρες, προκειμένου οι φύλακες να μη γίνουν τύραννοι της κοινωνίας την οποία θα υπηρετήσουν. Ο κίνδυνος αυτός είναι σαφής, η εξουσία διαφθείρει. Όσο κι αν διαφωνεί κανείς με τον φιλόσοφο δεν δικαιούται να το παρασιωπήσει. Πόσω μάλλον αν συμφωνεί μαζί του. Κίνδυνος αναπόφευκτος για όσους μετέχουν της εξουσίας έστω και ως “βοηθοί”. Είναι πανταχού παρών στην ανάλυσή του και όλο το όραμα της Πολιτείας δομείται γύρω του και γύρω από την ανάγκη εξουδετέρωσής του.
Μια πρώτη κοινωνική παραδοχή που κάνει ο Σωκράτης, ιδιαίτερα χρήσιμη σήμερα, είναι ότι, αν κάνεις κακό στους ανθρώπους γίνονται χειρότεροι, όπως οι σκύλοι και οι ίπποι! Πρέπει λοιπόν να έχουμε φύλακες τέτοιους που θα είναι επαγγελματίες ακριβώς για να αναπτύξουν πλήρως τα χαρακτηριστικά του... σκύλου - φύλακα. Ο σκύλος, λέει, είναι σοφός και φιλομαθής, αφού μπορεί να διακρίνει τον εχθρό, αν και δεν του έχει κάνει ποτέ πριν κακό, και ταυτόχρονα τον φίλο, αν και δεν του έχει κάνει ποτέ πριν καλό! Χωρίς αυτή τη θεμελιώδη “ρύθμιση” τα όργανα της τήρησης της τάξης θα κατέστρεφαν την Πολιτεία πριν καν έρθουν οι εχθροί στις πύλες της, τονίζει, και είναι κατηγορηματικός.
«Και μολαταύτα πρέπει να είναι ήρεμοι προς τους συμπολίτας των, και άγριοι μόνον απέναντι των εχθρών. Ειδεμή, δεν θα είναι ανάγκη να περιμένουν άλλους να έλθουν να τους χαλάσουν, αλλά θα προλάβουν να το κάνουν οι ίδιοι μεταξύ των.[...] Πώς να το κάνουμε λοιπόν; πού να εύρωμεν ένα χαρακτήρα που να είναι συγχρόνως και ήρεμος και θυμοειδής, αφού αυτά τα δύο είναι πράγματα ενάντια και ασυμβίβαστα; και όμως είναι αδύνατον να θεωρηθή καλός φρουρός εάν στερήται ή το ένα ή το άλλο από αυτά»[i].
Θέλοντας να λύσει αυτή τη θεμελιακή αντίθεση στη συγκρότηση του ανθρωπολογικού τύπου που θα επωμιστεί τον ρόλο του φύλακα της ασφαλείας της Πολιτείας, προχωράει, στη συνέχεια, στον καταρτισμό του... προγράμματος σπουδών, στο είδος της εκπαίδευσης των φυλάκων.
Κάνει λόγο για τη σωματική και ψυχική εκπαίδευση.
Την μεν πρώτη με τη γυμναστική, για να είναι σε θέση να κυνηγήσει τον εχθρό και όταν τον πιάσει να έχει δυνάμεις να τον καταβάλει. Συστήνει και τη σχετική διατροφή, τα ψητά κρέατα και την εγκράτεια στο κρασί.
Τη δε δεύτερη με τη μουσική, για να είναι η ψυχή σε θέση να αναπτύσσει το θυμώδες στον πόλεμο αλλά και να μεταπίπτει στην ηρεμία όταν πρόκειται για τους συμπολίτες του. Στη μουσική μάλιστα περιλαμβάνει και τον λόγο, τα ποιήματα. Προχωράει σε τολμηρή κριτική στον Όμηρο. Τολμάει να απαιτήσει τη λογοκρισία του, την απαγόρευση των συγκεκριμένων στίχων που μπορεί να διδάξουν στον φύλακα το φόβο του θανάτου, και άρα να τον κάνουν δειλό. Ή που μπορεί να τον διδάξουν τις παλιανθρωπιές των θεών και να τον κάνουν το ίδιο θρασύ και αμοραλιστή μ' εκείνους. Φτάνει να οραματιστεί και να περιγράψει έναν άλλο θεό, περισσότερο κατάλληλο. Πρώτη στη λίστα της λογοκρισίας, η Νέκυια – η ραψωδία λ!
Της λογοκρισίας αυτής δεν διαφεύγουν και οι γέροι με τις γριές και τα παραμύθια τους. Και σ' αυτούς θα πρέπει να απαγορευτούν να λένε παραμύθια που θα μπορούν, δια των προτύπων, να εκτρέψουν τη σωστή διαπαιδαγώγηση των φυλάκων. Προσδιορίζει ακόμα και το είδος της κατάλληλης για τους φύλακες μουσικής, τις νότες όπως θα λέγαμε σήμερα και τον ρυθμό, απηχώντας την γενικότερη αντίληψη των αρχαίων φιλοσόφων ότι όταν αλλάζει η μουσική αλλάζει και το φρόνημα.
Αν όμως όλα αυτά φαντάζουν, ιδίως σε μερικούς, λογικά και μάλλον κατάλληλα για τη σημερινή κατάντια της κοινωνίας, τα υπόλοιπα δεν νομίζω ότι θα μπορούσαν να τα ακολουθήσουν ακόμα και μπορούσαν να γοητευτούν απ' αυτά. Άλλωστε, η πολιτεία μας δεν είναι η ιδανική πολιτεία του Πλάτωνα και δεν είναι η διαφορά του μεγέθους το μόνο στοιχείο που δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της.
Ο Σωκράτης τοποθετεί τους φύλακες, έξω από την πόλη. Σε ξεχωριστό χώρο, σε στρατόπεδο! Τους θέλει πλήρως ακτήμονες και στοιχειωδώς μισθοδοτούμενους από την υπόλοιπη κοινωνία. Μόνο για να τρώνε, χωρίς να πίνουν, και να συντηρούνται λιτά, αυτοί και... η κοινωνικοποιημένη μεγάλη τους οικογένεια. Η μόνη ιδιοκτησία που τους επιδαψιλεύεται είναι συλλογική (κολεκτιβιστική),...η κοινοκτημοσύνη στις γυναίκες και στα παιδιά! Όλες οι γυναίκες θέλει να είναι κτήμα όλων. Όλα τα παιδιά να είναι παιδιά όλων. Όλη η κοινότητα των φυλάκων να είναι μια οικογένεια και η οικογένεια των φυλάκων να ταυτίζεται με την κοινότητα. Ναι, δεν είναι ο Μαρξ που σκανδαλίζει, είναι ο Πλάτωνας. Κοινοκτημοσύνη των γυναικών, των οποίων την αξία προάγει στο επίπεδο των ανδρών έστω κι αν υστερούν λίγο ως προς την ποσότητα. Ο Σωκράτης θεωρεί ότι οι γυναίκες μπορούν να είναι φύλακες, να κάνουν κι εκείνες ο,τι και οι άντρες αλλά σε μικρότερη κλίμακα.
Στο πλατωνικό πρότυπο του φύλακα δεν χωράει η ιδιοτέλεια, η φιλοχρηματία, το ψεύδος και, ούτε λίγο ούτε πολύ, απαιτεί από τους φύλακες της πόλεως να είναι από πάσης απόψεως φιλόσοφοι. Μικροί, έστω, αλλά φιλόσοφοι. Ένα είδος “παντρεμένων καλογήρων της φύλαξης”, εφόσον γίνεται σαφές ότι η φύλαξη αυτή έχει την ασκητική της.
Δεν μοιάζουν, λοιπόν, οι σημερινοί φύλακες της πόλεως, πολύ περισσότερο οι ιδιωτικοί φύλακες, με τους φύλακες του Πλάτωνα, και ούτε μπορούν να μοιάσουν. Αν και δεν θα τους έκανε κακό να κρατήσουν κάμποσα από τη διδαχή αυτή. Κυρίως αυτή για τη σοφία του σκύλου, να είναι άγριος στον εχθρό που δεν του έχει κάνει ποτέ πριν κακό και ήμερος στον φίλο παρ' ότι δεν του έχει κάνει ποτέ πριν καλό.
Β
Περισσότερο με τους φύλακες του Πλάτωνα μοιάζουν οι κοινότητες των Στρατιωτών της ύστερης Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Εκείνοι ζουν με παρόμοιο τρόπο, στα κατούν(τ)ια-στρατώνες τους, έχουν τις δικές τους συνήθειες και έθιμα, διατηρούν τα παλιά ηρωικά πρότυπα, τα δικά τους τραγούδια, έπη, παραμύθια, τη δική τους ηρωική στρατιωτική μαστορική παράδοση. Εκείνους βλέπει παντού γύρω του ο Γεώργιος Γεμιστός- Πλήθων και δεν είναι τυχαίο ότι ανακαλεί το πλατωνικό όραμα για την Πολιτεία.
Οι στρατιωτικές αυτές κοινότητες, οι μόνες που αντιστέκονται στους Τούρκους, ακόμα κι όταν οι άρχοντες Παλαιολόγοι τους προδίδουν, πολλές φορές θα πέσουν μέχρι ενός προαναγγέλλοντας το Σούλι και τη Μάνη. Όσοι διασωθούν θα αποτελέσουν αυτό που εννοεί ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης “εμείς”, όταν εξηγεί στον Άμιλτον ότι ποτέ δεν συνθηκολόγησαν με τους Τούρκους. Η μαστορική αυτή των φυλάκων θα φτάσει μέχρι την Επανάσταση με τη μορφή των Αρματολών. Ένας κλάδος της θα επιβιώσει, σε θραύσματα, στους... καβάσηδες.
Cavas, στα αραβικά, θα πει φύλακας. Οι “καβάσηδες” είναι ό,τι πιο κοντινό στον σημερινό ιδιωτικό φύλακα. Φτάνουν μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα και τους βλέπουμε φύλακες σε προξενεία, συνοδούς εξεχόντων της κοινωνικής ζωής, φύλακες στα Πατριαρχεία και το Άγιον Όρος. Είναι κι αυτοί φουστανελοφόροι, φέρουν δλδ τη στρατιωτική εξάρτυση της παράδοσής τους, που τους κάνει ιδιαίτερα εντυπωσιακούς ακόμα και στις μέρες της παρακμής αυτού του κόσμου. Η Λωξάντρα, υπολογίζει την ώρα στα σκοτάδια της προχωρημένης νύχτας από τον καβάση που περνάει και χτυπάει το ραβδί του. Ακόμα και σήμερα τους βλέπουμε να βαδίζουν τελετουργικά κρούοντες τα μπαστούνια τους στο λιθόστρωτο, κυρίως στις πομπές των Αγίων Τόπων. Είναι εχέμυθοι, έμπιστοι, ειλικρινείς, μπεσαλήδες, γλεντζέδες, άνθρωποι της πιάτσας. Είναι δε ταυτόχρονα άγριοι, σκληροί, αδυσώπητοι και φοβεροί. Δεν φαίνεται κανείς απ' αυτούς να πλουτίζει από τη δουλειά του αν και η παρουσία τους δίπλα σε σημαίνοντες προσδίδει κέρδη, κοινωνικά και άλλα, στους τελευταίους. Ένα εξαιρετικό δείγμα αυτών των ιδιωτικών φυλάκων της καθ' ημάς ανατολής είναι και ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος, φύλακας στο προξενείο της Σμύρνης κατά την περίοδο πριν την άσκηση του εικαστικού διακονήματος.
Γ
Μέχρι εκεί φτάνει η ιστορία των ιδιωτικών φυλάκων και μετά σιωπά.
Ο καταρτιζόμενος ιδιωτικός φύλακας δεν μαθαίνει τίποτα σχετικό αν και δεν θα τον έβλαπτε αλλά, αντίθετα, θα του προσέδιδε γόητρο, περηφάνια και αυτοπεποίθηση.
Στη θέση αυτών μαθαίνει ότι η ιδιωτική φύλαξη με τη μορφή των Ιδιωτικών Εταιρειών Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας (ΙΕΠΥΑ) προέρχονται από τις ΗΠΑ του 19ου αιώνα, μεταπήδησαν στην Ευρώπη στις αρχές του 20ου. Στην Ελλάδα άρχισαν να εμφανίζονται μετά το 1970. Σωστά πράγματα αλλά λειψά. Δεν μπορεί κανείς να διαμορφώσει μαστορική, τέχνη αναπαραγωγής, επαγγελματική και ανθρωπολογική, χωρίς ρίζες και παράδοση.
Με τον Νόμο 1339/1983 επιτρέπεται η πρόσληψη φυλάκων από οργανισμούς, τράπεζες και επιχειρήσεις κοινή ωφέλειας. Δεν είναι εκπαιδευμένοι με ενιαίο τρόπο και δεν απαιτείται άδεια εργασίας με την ανάλογη πιστοποίηση. Σε άλλο κείμενό μας θα πούμε κάποια στιγμή, πού αλλού, πολύ νωρίτερα, οι κοινωνικές ανάγκες έχουν διαμορφώσει τους πρώτους πυρήνες ιδιωτικής φύλαξης και ίσως και αυτές οι ανάγκες επέσπευσαν τη νομοθετική ρύθμιση και επέδρασαν στη σύνταξη των νόμων.
Ο Νόμος 2518/1997 θεωρείται το “σύνταγμα” της ιδιωτικής φύλαξης, μαζί με την “τροπολογία” του, τον Νόμο 3707/2008. Με αυτούς τους νόμους καθορίζεται το πλαίσιο της λειτουργίας των ιδιωτικών εταιρειών φύλαξης όπως και ο ενιαίος τρόπος κατάρτισης των φυλάκων, η διαδικασία πιστοποίησης και αδειοδότησης.
Για όλα αυτά, θα μιλήσουμε σε επόμενο κείμενο.
[i] Πλάτωνος, Πολιτεία, Μετάφραση Ι.Ν. Γρυπάρης, εν Αθήναις, Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Φέξη, 1911

