Από τον Στρατιώτη
της Βενετίας στον γιατρό του Καποδίστρια
Γιώργος Μιλτ.
Σαλεμής
Το όνομα
“Ταγιαπιέρας”, σήμερα, το έχουν ακούσει
οι παρεπιδημούντες στην ομώνυμη οδό,
κάπου εκεί στους Ελληνορώσους, οι
ταξιτζήδες φυσικά, και μερικοί φιλόλογοι
που μελετάνε τις διάφορες εκφάνσεις
της ελληνικής γλώσσας. Σ' αυτούς τους
φιλόλογους φαίνεται ότι οφείλεται και
η ανάρτηση του κάτωθι ποιήματος στην
Βικιθήκη.
Φιλολογικοί είναι
και οι λόγοι που ωθούν τον Αιμίλιο
Λεγκράν, εκ Παρισίων, να δημοσιεύσει
τους στίχους του Κερκυραίου στιχοπλόκου
Ιωάννη Τριβώλη. Στίχους που κατά τα
λοιπά θεωρεί χυδαίους και στους “στολίζει”
ανάλογα για την έλλειψη οποιασδήποτε
ποιητικής αξίας.
Οι ιστορικοί,
όπως φαίνεται από την αφάνεια σχετικών
ιστορικών αναφορών, δεν εμπλέκονται,
μέχρι τώρα, στη μελέτη και τη διερεύνηση
του εμφανιζομένου στην ιστορία ονόματος
και μάλιστα δύο φορές, με μεγάλη μεταξύ
τους χρονική απόσταση.
Τη δουλειά αυτή
θα επιχειρήσουμε να κάνουμε εμείς, εδώ,
σήμερα, προσκομίζοντας κάποια στοιχεία
που βάζουν σε τάξη τα πράγματα και
συσχετίζουν το όνομα με την εδώ και μια
δεκαετία προσπάθειά μας να φωτίσουμε
τη... μυστηριώδη ταυτότητα των Αρβανιτών
Στρατιωτών που έγιναν γνωστοί στην
Ιταλία και την Ευρώπη ως Stradioti.
Το πρώτο
που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι η
οδός Ταγιαπιέρα δεν οφείλει το όνομά
της στον ήρωα που ο Τριβώλης εξυμνεί με
τους άτεχνους μεν, πολύ σημαντικούς δε
στίχους του.
Ο Διονύσιος
Ταγιαπιέρας της οδού των Ελληνορώσων,
ήταν εξαίρετος γιατρός στη Ζάκυνθο.
Θερμός
πατριώτης, από γονείς Έλληνες και
ορθόδοξους, είχε φιλοεπαναστατική δράση
με την έναρξη της Επανάστασης του '21 και
για τον λόγο αυτό φυλακίστηκε από τους
Άγγλους.
Η αξία του
ως γιατρού ήταν τόσο μεγάλη ώστε ο
Κυβερνήτης τον “δανείζεται” από τον
πρέσβη της Ρωσία Βούλγαρη. Ο τελευταίος,
περνώντας από τη Ζάκυνθο με προορισμό
το Ναύπλιο, τον παίρνει μαζί του.
Έτσι, ο
Ταγιαπιέρας ο νεώτερος, θα συναντήσει
τον Νικόλαο Δραγούμη, τον νεαρό τότε
γραμματέα του Κυβερνήτη, έναν από τους
πρώτους δέκα δημόσιους υπάλληλους και
παππού του Ίωνα Δραγούμη.
Κι αν τον
Ιώνα και άλλους της οικογενείας Δραγούμη
τους γνωρίζουμε σήμερα και τους αναφέρουμε
από δω κι από κει, τον σημαντικότερο
όλων, κατά την άποψή μου, αγνοούμε.
Ο πανέξυπνος
και ιδιαίτερα καλλιεργημένος αυτός
νέος, εκ της Πόλεως ορμώμενος, βρίσκεται
από τη Συνέλευση της Τροιζίνας να
υπηρετεί στο νεοσύστατο Δημόσιο. Έτσι,
γίνεται μάρτυς αλλά και παράγων των
γεγονότων της εποχής εκείνης, τα οποία
και διασώζει στις αναμνήσεις που
δημοσιεύει αργότερα. Εκεί, σ' αυτό το
πολύ σημαντικό ιστορικό τεκμήριο
οφείλουμε και εμείς τις σχετικές με τον
Διονύσιο Ταγιαπιέρα πληροφορίες.
Εύχαρης
νέος ο Δραγούμης, με πολύ ενδιαφέρον
χιούμορ που δεν τον εγκαταλείπει ακόμα
και στην προχωρημένη ηλικία που γράφει
τις αναμνήσεις του, μάς δίνει μια πολύ
ωραία εικόνα του γιατρού του Καποδίστρια.
Μέσα από τις γραμμές του κειμένου του
διαφαίνεται αδρά η χαρά και το κέφι που
προκαλούσε στον νεαρό Κωνσταντινουπολίτη
η εκρηκτική προσωπικότητα του Διονυσίου...
«...
Εδανείζετο (ο Κυβερνήτης) δε πάντοτε
τον της ρωσικής πρεσβείας Διονύσιον
Ταλιαπέτραν ή Ταγιαπιέραν, ον ο πρεσβευτής
Βούλγαρης, Κερκυραίος την καταγωγήν,
καταβαίνων εις Ελλάδα, παρέλαβεν εκ
Ζακύνθου ως άριστον Ασκληπιάδην και
αρχαίον εν Παρισίοις συμμαθητήν.
Άξιον δε
να μη παραδράμω ανεπισήμαντον τον ιατρόν
τούτον, διότι και επιστημονικήν αξίαν
και ευφυΐαν ου την τυχούσαν και να
σπανίαν διαλεκτικήν είχεν. Ει δε και το
επίθετον αυτού δεικνύει ξένην καταγωγήν,
είχεν όμως γονείς Έλληνας και ορθοδόξους.
Και αυτός δε εθερμαίνετο υπό εξαιρέτου
φιλοπατρίας, δι' ο και κατά τα πρώτα έτη
της επαναστάσεως εφυλακίσθη υπό του
Αρμοστού των Ιονίων νήσων και έπαθεν.
Έλεγε δε ότι κατήγετο από τινος Ταγιαπιέρα,
ού τινος η μικρά δια στίχων ιστορία
ετυπώθη το πρώτον προ τριακοσίων ετών
υπό τον εξής τίτλο:
Ιστορία του Ταγιαπιέρα
Που την σήμερον ημέρα,
Σαν αυτόν ουδέν εφάνη
Εις οσ' ορίζουν οι Χριστιάνοι ».
Από την
αναφορά αυτή του Ν. Δραγούμη όπως και
με την αντίστοιχη του Λεγκράν, πρέπει
να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ούτε
ο ένας ούτε ο άλλος γνώριζαν τα σχετικά
με τον Ταγιαπιέρα που ο καθείς εκόμιζε
στην τότε φιλολογική ζωή. Και ο μεν
Λεγκράν προηγείται με τη δημοσίευση
στο περιοδικό “Πανδώρα” κατά πέντε
έτη, ο Δραγούμης όμως έπεται, με την
έκδοση του βιβλίου το 1874. Γράφει δλδ
τους στίχους από μνήμης ή από σημειώσεις
πάνω στις αφηγήσεις του γιατρού.
Στη συνέχεια
δε αναφέρει:
« Κατά την
ιστορίαν ταύτην ο επισημότερος των
προγόνων του ημετέρου ιατρού ήκμασεν
επί της ενετικής πολιτείας ως γενναίος
πολεμιστής` αλλ' ήτο Ενετός, Φράγκος ή
εκ των Ελλήνων των καλουμένων Στρατιωτών;
( η επισήμανση του
Ν. Δραγούμη). Ο ιστοριογράφος σιωπά`
επειδή όμως το ανδραγάθημα ό περ διηγείται
εγένετο επί Ρωμαίων, Ρωμαίοι δε ονομάζονται
έτι και σήμερον οι κατά την Τουρκίαν
Γραικοί, ίσως ήτο Έλλην εκ των υπηρετούντων
την Ενετίαν.
Κατά
την ένορκον βεβαίωσιν του ποιητού, ην
όμως δεν θα ήτο άτοπον να εκλάβωμεν ως
οιστρηλάτου φαντασίας προϊόν, ο
Ταγιαπιέρας εκείνος υπήρξεν ανώτερος
πάντων των ηρώων του αρχαίου και νεωτέρου
κόσμου.
Μνέγω σας
την Παναγία
Χριστιανών
την μεσιτεία
Και τον
άγιον Νικόλα
Πώνε βοηθός
εις όλα
Και
Σπυρίδωνα τον Μέγαν
Καθώς
ήκουσα και λέγαν
Κάλλιος
εεν παρ' Αχιλλέας
Και
ανδρειωμένος Αίας
Τι ο Έκτωρ
της Τρωάδος
Ή εκείνος
ο Ρενάλδος;
Τι Ορλάνδος
ακουσμένος
Πούταν '
ξ όλους διαλεμένος;
Και ο νους
όλους τρομάσσει
Που να τον
εσουσουμιάση.
Και δικαίως
κατελάμβανε τον ιστοριογράφον ίλιγγος`
διότι τοιούτον ημίθεον, συγκεφαλαιούντα
εν εαυτώ Αχιλλέα, Αίαντα, Έκτορα, Ρενάλδον
και Ορλάνδον, ουδέ θουκυδίδειος γραφίς
ήρκει να εσουσουμιάση. Και
αυτή η επισήμανση του Ν. Δ.)
Ο
αρχηγός άρα της οικογενείας του ημετέρου
Διονυσίου Ταγιαπιέρα, ιατρού του
Κυβερνήτου, ήκμαζε περί τας αρχάς της
ΙΣΤ' εκατονταετηρίδος, τουτέστιν προ
350 και επέκεινα ετών. Και δεν είχε μεν ο
καθ' ημάς την πολεμικήν αρετήν του
περιβλέπτου προπάτορος, επροικίσθη
όμως υπό μεν της φύσεως δια σπανίας
ευφυΐας, υπό δε της τύχης και της
επιμελείας δι' επιστημονικής μαθήσεως
ου της τυχούσης. Γεννηθείς εν Ζακύνθω
περί τα τέλη της παρελθούσης
εκατονταετηρίδος, μετέβη εις Παρισίους
επί της πρώτης γαλλικής επαναστάσεως,
ότε οι Γάλλοι ήρχον της Επτανήσου` και
διατρίψας εκεί δεκατέσσαρα έτη εξέμαθε
την ιατρικήν, επιδοθείς και εις άλλας
μελέτας, ων ένεκα κατέστη πανδαήμων,
δια την τεραστίαν προ πάντων μνήμην
αυτού. Παρευρεθείς δε εις το αιματηρόν
δράμα της επαναστάσεως εξιστόρει μετά
πολλής χάριτος και ζωηροτάτων χωμάτων
και τα ελαχίστας περιπετείας αυτού. Και
ότε ωμίλει περί των υπέρ ελευθερίας και
κατά τυράννων δημηγοριών των γενομένων
είτε εν υπαίρθω είτε εν τοι κοινείοις
(=αίθουσα, λέσχη, τόπος συγκεντρώσεως),
ηγάλετο αναπολών τας δημοσίας αγορεύσεις
ομεγενούς τινος και φίλου, τούνομα
Νάζου, καταγομένου εκ Μυκώνου και
λαλούντος ως άλλος αυτόχθων την γαλλικήν.
Ο ομογενής ούτος, συνενών την περί το
λέγειν ευχέρειαν των Ελλήνων μετά της
ευπρεπείας των Γάλλων, έχων δε και το
ήθος αρρενωπόν και επιδεικτικόν,
επευφημείτο υπό των ακροατών και πριν
ή αναβή εις το βήμα. Ενώ δε ανέβαινε
πάντες ανέκραζον` “chut!
Voila le descendant des Aristide et des Themistocle qui va parler”
(= Σιωπή! Εδώ
θα μιλήσει ο απόγονος του Αριστείδη και
του Θεμιστοκλή!) Και ερρητόρευεν ο
απόγονος του Αριστείδου και του
Θεμιστοκλέους και εχειροκροτείτο
ενθουδιωδώς.
Οσάκις
δ' επανελάμβανε το μικρόν τούτο επεισόδιον
ο Ταγιαπιέρας, εσπινθηροβόλει ο οφθαλμός
αυτού (διότι ήτο ετερόφθαλμος)
(=μονόφθαλμος) και οίησις πατριωτική
εζωγραφείτο επί του μετώπου αυτού.
Ότε
δ' επανελθών εις Ζάκυνθον εξήσκει το
ιατρικόν επάγγελμα, τοσούτον ηυδοκίμησεν,
ώστε η κοινή εύνοια έτι και σήμερον
επιποθεί αυτόν. Αλλά και ο τύραννος της
Ηπείρου Αλή πασάς, ακούσας την φήμην
αυτού, μετεπέμψατο εις Ιωάννινα. Και
υπήκουσε μεν, αλλά ως φιλών εξαιρέτως
την διανοητικήν τροφήν, πολύ δεν θα
διέμενεν εν τη αυλή του αιμοβόρου
εκείνου, ει μη απήντα έτερον σοφόν, τον
ιατρόν Ιωάννην Βηλαράν».
Μετά
από σύντομη αναφορά στον Βηλαρά και
στους στίχους του ο Δραγούμης μας
πληροφορεί για τον στιχουργικό καρπό
της συνάντησης των δύο γιατρών πάνω από
ένα σωρό... τηγανίτες.
«Προς
τους άλλοις δε στιχουργήμασι του Βηλαρά,
αναγιγνώσκομεν και το επιγραφόμενον
“Τηγανίταις του Ταγιαπιέρα” και ιδού
διατί` Ο Ταγιαπιέρας είχε προσκαλέσει
φίλους τινάς, μεταξύ δε των άλλων και
αυτόν, ίνα φιλεύση τηγανίτας` Ταύτας δε
ιδών ο Βηλαράς ανεφώνησε περιχαρής`
Ω!
τηγανίταις καλοφκιασμένες
Ω!
τηγανίταις με το σωρό
Ζαχαρωμέναις
και μελωμέναις,
Και
με σουσάμι τ' ασπρουδερό.
Φαίνεται
δε ότι ο λοφώδης σωρός αυτών δεν ήτο
ευάλωτος, και ότι οι δαιτυμόνες απέκαμον
επιτιθέμενοι, ως πότε οι Αγγλογάλλοι
περί το Μαλακώφ` αλλ' ο Βηλαράς, άλλος
Πελισιέ, παρορμά αυτούς ενθουσιών εις
νέαν έφοδον. Επειδή όμως εφοβούντο
δυσπεψίαν και επεκαλούντο την ιατρικήν
αυτού αντίληψιν, ο οπαδός του Ιπποκράτους
σπεύσας προσέθετο νέον αφορισμόν εις
τους αφορισμούς του διδασκάλου αυτού,
τον εξής`
Ο
Ιπποκράτης δεν έχει τώρα
Σταις
τηγανόταις καθόλου χώρα
Για
τηγανίταις αυτός δεν λέγει
Κι'
ανίσως είπε, ποιος του το στέργει
Αν
είπε βλάβουν με συμπαθάει
Γιατί
από τούταις δεν είχε φάει
Για
φάτε, φίλοι, και μην τραβιέστε
Πώς
θα χωνέψουν μη συλλογιέστε
Αλέθει
ο μύλος; ρίξτου ν' αλέση
Κριθάρι,
στάρι, ό,τι μπορέσει».
Με
τον γιατρό Ταγιαπιέρα δεν συναντήθηκε
μόνο ο Βηλαράς αλλά και όλοι οι εν Ναυπλίω
κορυφαίοι των λογίων της νέας Ελλάδας.
Τους καλούσε στο σπίτι του. Μεταξύ αυτών
και οι αδελφοί Σούτσοι. Ο Αλέξανδρος δε
του αφιέρωσε και τον “Άσωτον”, τραγωδία,
της οποίας πολλά μέρη διόρθωσε μετά από
τις συμβουλές του.
Κατά
τα πολιτικά ο Διονύσιος Ταγιαπιέρας
είχε αρχές φιλελεύθερες όχι όμως και
“ακόλαστες ή ιακωβινικές”, όπως
διευκρίνιζε ο ίδιος. «Επρέσβευε δε ότι
ούτε αι πολιτείαι κυβερνώνται ευστόχως,
ούτε η επιστήμη τελειοποιείται, ούτε
αρεταί αναπτύσσονται άνευ πνεύματος
δημοσίου. Όπου αληθής ελευθερία, έλεγε,
εκεί και πνεύμα δημόσιον. Προς απόδειξιν
δε εδημοσίευσε και διατριβήν δια του
τύπου».
Επίσης
αγαπούσε και την ελευθεροτυπία αλλά
«γενναίαν, πατριωτικήν, “de
bonne foi” (με
καλή πίστη)», όπως του άρεσε να λέει.
Αποδοκίμαζε δε τόσο τις εφημερίδες όσο
και το γενικότερο κλίμα που είχε
διαμορφωθεί κατά του Καποδίστρια, τον
οποίο θαύμαζε για τη σύνεση και την
εμπειρία.
Τον
Αύγουστο του 1831, βλέποντας την κακή
τροπή των πραγμάτων και τις επερχόμενες
ανατροπές ετοιμάστηκε να γυρίσει στη
Ζάκυνθο.
«Προσαγορεύων
δε το τελευταίον τους οικείους αυτού,
“Όπως τρέχετε, είπε, δακρύων, πολύ θα
δεν θα περάση και θα τον φονεύσετε, μετ'
αυτού δε θα φονεύσετε και την πατρίδα”.
Και
επληρώθη το ρηθέν μετά ένα μήνα παρά
την πύλην του ναού του Αγίου Σπυρίδωνος»,
καταλήγει ο Νικόλαος Δραγούμης στην
αφήγησή του για τον νεώτερο των δύο
διακεκριμένων της οικογενείας Ταγιαπιέρα.
Όσο
για τον ένδοξο πρόγονο του γιατρού,
πρέπει να συμπεράνουμε ότι σαφώς είναι
ένας εκ των διακεκριμένων Στρατιωτών
της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου, ο
οποίος έχοντας το προηγούμενο του
Μερκουρίου Μπούα υπόψη του, και την από
τον Τζάνε Κορωναίο έμμετρη απόδοση της
ιστορίας του, θέλησε κι αυτός να τον
μιμηθεί.
Προσέφυγε,
λοιπόν, στον Τριβώλη που ήταν επαγγελματίας
στιχοπλόκος, χωρίς όμως τούτος να
διαθέτει τα εφόδια του Κορωναίου γι'
αυτή τη δουλειά. Ούτε του ανάλογου
τάλαντου είναι ο Τριβώλης αλλά ούτε και
γνώστης είναι της ζωής και των κατορθωμάτων
των Στρατιωτών, όπως ήταν ο Κορωναίος.
Άλλωστε,
φαίνεται ότι διαθέτει μόνο κάποια
στοιχεία για τη δράση του Ταγιαπιέρα
σε αντίθεση με τον Κορωναίο, ο οποίος
όχι μόνο την ιστορία του Μπούα γνωρίζει
αλλά και τη γεωγραφία και την ιστορία
της Ιταλικής χερσονήσου κατά την εποχή
εκείνη, με όλες τις πολύπλοκες συμμαχίες
και ισορροπίες της πολικής των “μεγάλων
δυνάμεων” της εποχής.
Παρά
ταύτα, “Η ιστορία του Ταγιαπιέρα”
παραμένει ένα πολύτιμο μνημείο της
ιστορίας των Στρατιωτών, το οποίο φωτίζει
με τον τρόπο του την ταυτότητά τους και
τη δράση τους.
Και
από το τεκμήριο αυτό προκύπτει ότι οι
Στρατιώτες ήταν Έλληνες στην υπηρεσία
της Βενετίας με εχθρό τους κύριο και
σταθερό σε όλους τους αιώνες της δράσης
τους, τους Τούρκους.
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΟΥ
ΤΑΓΙΑΠΙΕΡΑ
Ποῦ τὴν
σημερνὴν ἡμέρα Σὰν αὐτὸν οὐδὲν
ἐφάνη, Εἰς ὅσ’ ὁρίζουν οἱ
Χριστιάνοι.
ΠΟΙΗΜΑ
Ἰακώβου
τοῦ Τριβώλη
ἐπιμελείᾳ
τε καὶ διορθώσει
Αἰμυλίου
Λεγρανδίου
«Heroica carmina
mando»
ΑΘΗΝΗΣΙΝ
ἐν τῷ
γραφείῳ τῆς Πανδώρας.
—
1869.
|
|
ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ
ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΟΥ.
Τὸ ποίημα, ὁ
σήμερον ἐκδίδομεν, φιλολογικῆς ἀξίας
παντελῶς ἀποστερεῖται. Ἐν τοῖς
τριακοσίοις στίχοις οὓς ὁ Τριβώλης
ἀφιεροῖ εἰς τὸ νὰ ἐξυμνήσῃ τὰ ἡρωϊκὰ
ἀνδραγαθήματα τοῦ κόμητος Ταγιαπιέρα
δὲν λάμπει ὁ μικροτέρος ποιητικοῦ
πνεύματος σπινθήρ. Δὲν ὑπάρχουσιν ἐν
αὐτοῖς μηδὲ λέξις ὑψηλὴ, μηδὲ εἰκὼν
χαρίεσσα, μηδὲ ἐπίθετόν τι ἱκανὸν νὰ
φανερώσῃ μελοποιοῦ φαντασίαν. Ἐάν τις
ἀφανίσῃ τὸ μέτρον τῶν ἐν τούτῳ τῷ
ψυχρῷ ποίηματι στίχων, ἐὰν ἀφαιρέσῃ
τὴν αὐτῶν ὁμοιοκαταληξίαν, τότε
ἀδύνατον ἔσται ἀνεύρειν τὰ, περὶ ὧν
ὡμίλησεν ὁ Ὁράτιος, disjecti membra poetæ.
Τούτων οὕτως
ἐχόντων, ἴσως θαυμάσεταί τις τὴν
ἀνατύπωσιν βιβλιδίου ἀξίου μόνον νὰ
μείνῃ αἰωνίως εἰς τὴν βαθυτάτην τῶν
βιβλιοθηκῶν λήθην τεθαμμένον.
Ἀλλ’
ὅμως δύο αἴτια ὤθησαν ἡμᾶς εἰς τὸ
νὰ δημοσιευσώμεν αὐτό. Πρῶτον μὲν, τὸ
ἐν λόγῳ ποίημα εἶνε περιεργότατον
μνημεῖον τῆς καθομιλουμένης ἐν τῇ
ΙΣΤῃ ἑκατονταετηρίδι Ἑλληνικῆς γλώσσης·
ὑπ’ ἔποψιν τῆς γλωσσολογικῆς ὕλης
καὶ τῆς συντάξεως πολύτιμα πολλὰ
περιέχει τὰ ὁποῖα θέλουσι βεβαίως
ἐκτιμήσει οἱ Ἑλληνισταὶ οἱ ἐπιθυμοῦντες
νὰ σπουδάσωσι τὴν Ἑλληνικὴν εἰς πάσας
τὰς φάσεις ἀκμῆς τε καὶ παρακμῆς ἅς,
κατὰ τὸ τρισχιλιετὲς διάστημα ἀπὸ
τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὁμήρου μέχρι τῆς
σήμερον διέτρεξε. Δεύτερον δὲ, τὸ ποίημα
τοῦ Τριβώλη εἶνε ἓν τῶν πρώτων
ὁμοιοκαταλήκτων πονημάτων τῆς
νεοελληνικῆς φιλολογίας.
Οὐδεὶς δὲ τῶν
Ἑλλήνων, πρὸ τοῦ Ἰακώβου Τριβώλη·,
μετεχειρίσθη τὴν ὁμοιοκαταληξίαν,
εἴμη ὁ Τζάνες Κορωναῖος ἐν τῇ διὰ
στίχων ἐξιστορήσει τῶν κατορθωμάτων
τοῦ Ἠπειρωτικοῦ ὁπλαρχηγοῦ, Μερκουρίου
Μπούα, ἣν πρὸ δύο ἐτῶν ἐξέδωκεν
Ἀθήνῃσιν ὁ ἡμέτερος φίλος Κ. Κωνσταντῖνος
Σάθας.
Τίς δὲ ἐγένετο
οὗτος ὁ Ταγιαπιέρας, ὃν ὁ Τριβώλης
παραβάλλει οὐ μόνον πρὸς τοὺς παλαιοὺς
τῆς Ἰλιάδος ἥρωας, ἀλλὰ καὶ πρὸς
τοὺς ὑπὸ τῶν Ἰταλῶν μουσοποιῶν
ὑμνουμένους, Ὀρλάνδον τε καὶ Ῥενάλδον;
Οὐδὲν οἴδαμεν. — Ἀναντιῤῥήτως ὁ
Ἐνετὸς Ἀχιλλεὺς ἄξιος ἦτο τῶν ἐπῶν
τοιούτου Ὁμήρου!
Μ’ ὅλον
τοῦτο, ὁ Ταγιαπιέρας, ὡς ἐξάγεται ἐκ
τῶν τοῦ Τριβώλη στίχων, καταγόμενος
ἐκ περιφανοῦς οἴκου τῆς Βενετίας,
ἔφερε τὸν τίτλον τοῦ Κόμητος, καὶ ἦν
ἀνὴρ τῶν τοῦ πολέμου λίαν ἔμπειρος,
ἀκάματος δὲ, ἐπίφοβος καὶ ἀδιάλλακτος
τῶν τε πειρατῶν καὶ Τούρκων ἐχθρὸς,
οὓς ἐδίωκεν εἰς πάντας τοὺς μυχοὺς
καὶ γωνίας τῆς Μεσογείου θαλάσσης.
Ἔν τινι χειρογραφῷ
σημειώσει ἣν ἐπεσύναψέ τις ἐν τῷ
ἀντιτύπῳ τῆς Ἱστορίας τοῦ Ταγιαπιέρα,
τῷ ἐν τῇ ἐθνικῇ τῶν Παρισίων βιβλιοθήκῃ
τηρουμένῳ, λέγεται ὅτι inter scriptores Venetos
reperitur Stephanus Tagliapietra. Ἐν τίνι καιρῷ ὑπῆρξεν
ὁ Στέφανος καὶ ἂν ἦν τις τῶν τοῦ
ἡμετέρου Ταγιαπιέρα συγγενῶν, ἐντελῶς
ἀγνοοῦμεν.
Ἀλλὰ ἂς εἴπωμεν
καί τινα περὶ τοῦ συγγραφέως. — Ἰάκωβος
ὁ Τριβώλης ἦτο Κερκυραῖος· δὲν
ἠξεύρομεν πότε ἐγεννήθη, ἀλλὰ φαίνεται
ὅτι συνέγραψε τὰ ἑαυτοῦ κατὰ τὸ
πρῶτον τέταρτον τῆς ΙΣΤῆς ἑκατονταετηρίδος.
Ὁ συμπολίτης του Σοφιανὸς, ἀνὴρ, εἰ
καί τις ἄλλος, πολυμαθέστατος, ἀποκαλεῖ
τὸν Τριβώλην « ἱλαρώτατον καὶ
χαριέστατον ποιητὴν, » ὅθεν εἰκάζομεν
ὅτι, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, ὁ Σοφιανὸς
ἐγνώριζεν ἄλλα ποιήματα τοῦ Τριβώλη
ἢ τὰ νῦν σωζομένα, ὅπως ἐγκωμίασῃ
τόσον λαμπρῶς τοῦτον τὸν βαρβαρόφωνον
Πίνδαρον.
Ἐκτὸς
δὲ τῆς « Ἱστορίας τοῦ Ταγιαπιέρα »,
ὁ Τριβώλης ἔγραψε καὶ μυθικόν τι
διήγημα, τοῦ ὁποίου τὴν ὑπόθεσιν
ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ Δεκαημέρου τοῦ
Βοκκακίου. Τοῦ πονήματος τούτου ἡ
ἐπιγραφὴ οὕτως ἔχει ἐν τῇ κατὰ τὸ
1624 ἔτος, παρὰ Αντωνίῳ τῷ Πινέλλῳ,
Ἐνετίῃσι τετυπωμένῃ ἐκδόσει· « Ἱστορία
τοῦ Ῥὲ τῆς Σκοτίας μὲ τὴν Ῥίγησα τῆς
Ἐγκλητέρας, ὁπόγνε εἰς σὲ καιρὸν
ἐκείνας τῆς ἡμέρας. » Ἐτηρήσαμεν
δ’ ἀπαραλλακτὸν τὴν τότε ἐν χρήσει
ὀρθογραφίαν.
Ἰδοῦ οἱ τελευταῖοι
τοῦ ποιήματος τούτου στίχοι:
«Καὶ ὁποῦ
θελήσει νὰ εἰδὴ ποῖος ἔναι ὁ
γραφέας,
Τριβώλης ὁ Ἰάκωβος, υἱός
τῆς καλογραίας·
Εἰς χιλίους πεντακόσιους
καὶ ἀρχὴ μὲ τοὺς σαράντα,
Στὴν
Βενετία τὴν φουμιστὴν ὁποῦ νὰ στέκῃ
πάντα.
Σταῖς κθ΄ τοῦ Ἀπριλλίου,
μπαίνοντας τοῦ Μαΐου,
Καὶ ὅλοι νἄχετε
χαρὰν ἐκ Πνεύματος ἁγίου.
Καὶ ἔτζι
τὸ ἐχάρησα Βητορίου Πετριτίνου,
Τοῦ
εὐγενοῦς, καὶ ἐνδόξου, καὶ ἀνδρείου
ἐκείνου·
Καθημερνῶς νὰ τὸ κράτῃ,
νἄχῃ παρηγορία,
Καὶ μένα νὰ μὲ ἀγαπᾷ
μὲ ὅλην τὴν καρδία. »
Ἐντὸς ὀλίγων
ἡμερῶν δημοσιεύσω νέαν ἔκδοσιν καὶ
τοῦ στιχουργήματος τούτου.
Ἐν τῇ ἀνατυπώσει
τῆς Ἱστορίας τοῦ Ταγιαπιέρα, δὲν
ἐφύλαξα τὴν ἐλεεινὴν τῶν παλαῖων
ἀντιτύπων ὀρθογραφίαν, διότι οἱ τότε
συντάκται καὶ ἐκδόται ἄνευ ὡρισμένων
κανόνων ὀρθογραφίας, καὶ πολλάκις μίαν
καὶ τὴν αὐτὴν λέξιν διαφοροτρόπως ἐν
τῷ αὐτῷ βιβλίῳ ἔγραφον. Ἐνίοτε τόσον
ἀλλοκότως ἔχει ὁ τρόπος τοῦ γράφειν,
ὥστε ἀδύνατον ἀποβαίνει τὸ νὰ γιγνώσκῃ
τις ἃ ἀναγιγνώσκει.
Ἔγραψα ἐν
Παρισίοις, τῇ 5 Ἀλωναρίου 1869.
Émile LEGRAND.
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΟΥ
ΤΑΓΙΑΠΙΕΡΑ,
Ποῦ τὴν σημερνὴν
ἡμέρα,
Σὰν αὐτὸν οὐδὲν ἐφάνη
Εἰς ὅσ’ ὁρίζουν οἱ Χριστιάνοι.
Ὦ Χριστὲ καὶ
ποιητή μου,
Ὁπωδῶσες τὴν ζωή
μου,
Χάρισαί μου καὶ τὴν χάρι
Νὰ
παινέσω τὸ λειοντάρι,
Τὸν εὐγενῆ
καὶ ἀνδρειωμένον.
Φρόνιμον καὶ
παινεμένον,
Τοῦ κονσέγιου
διαλεμένον,
Σοπρακόμιν ἀξιωμένον
Πὤχει
τὴν ψυχὴν ὡς πάρδος,
Καὶ τοῦ πρέπει
ἕνας στεντάρδος
Ὡς γιὰ τὴν ἀποκοτία
Καὶ
τὴν πρόθυμον καρδία,
Πὤχει
μέσα στὸ κορμί του
Δὲν στιμάρει τὴν
ζωή του.
Οὐδὲ χρήζει αὐτὸς
λουμπάρδαις
Τούρκους μὲ ἀνακαράδες.
Δὲν
ψηφάει ταὶς σαΐταις,
Σὰν ὁ φούρναρης
ταὶς πήτταις,
Ἀλλὰ οὐδὲ τα
σκουτάρια,
Μουσουλμάνων τὰ κοντάρια.
Μόνον
μέσα ὡς φαλκόνι
Καὶ τοὺς Τούρκους
θανατώνει.
Ὅποιον σώσει τὸ σπαθί
του
Νὰ τοῦ πέρνῃ τὴν ζωή του.
Ποίος
τὸν εἶδε νὰ πολεμῇ
Καὶ νὰ μὴ τὸν
ἐπαινῇ;
Μὲ τὸ εὐγενικὸν τὸ ἦθος
Καὶ
μὲ τὸ πλατὺ τὸ στῆθος,
Τὸ πρόσωπο
τ’ ἀγγελικὸ
Τὸ ἔμορφο, τὸ ρωτικό;
Μνέγω
σας τὴν Παναγία,
Χριστιανῶν τὴν
μεσιτεία,
Καὶ τὸν ἅγιον Νικόλα,
Πὦνε
βοηθὸς εἰς ὅλα·
Καὶ Σπυρίδωνα τὸν
μέγαν.
Καθὼς ἤκουσα πὡλέγαν
Κάλλιος
ἔν’ παρ’ Ἀχιλλέας
Καὶ ὁ ἀνδρειωμένος
Αἴας.
Τί ὁ Ἕκτωρ τῆς Τρωάδος,
Ἢ
ἐκεῖνος ὁ Ῥενάλδος;
Τί Ὀρλάνδος ἄκουσμένος,
Ποῦ
’τον ’ξ ὅλους διαλεμένος;
Καῖ ὁ νοῦς
μου ὅλος τρομάσει,
Ποῦ νὰ τόνε
σοὺσουμιάσῃ.
Γιὰ τὴν σημερνὴν
ἡμέρα
Σὰν αὐτὸν τὸν Ταγιαπιέρα
Ποίος
μπορεὶ νὰ πολεμήσῃ
Τόσους Τούρκους
ν’ ἀφανίσῃ.
Καὶ ὁποῦ ’σαν εὐγαλμένοι
Ξὲ
δυὸ κάστρη διαλεμένοι;
Διακόσιους
Μουσουλμάνους,
Σὰν ἐκείνους
Καραμάνους,
Νὰ τοὺς κόψῃ γιὰ μίαν
ὥρα,
Νὰ τοὺς πέψῃ στὴν κακὴ ὥρα.
ἔξω
τὴν Ἀρβανιτία,
Κ’ ἦτον ἄνεμος,
εὐδία,
Κ’ ἔρχοτον ’κ τὴν Σκλαβουνία
Γιὰ
τῆς ἀφεντείας τὴν χρεία,
Βρίσκει
ξύλο κουρσεμένο,
Τὸ κατάρτι του
παρμένο,
Πῆράν του κ’ ἕνα παιδάκι
Ἐδ’
ἐκεῖ στὸ καβολάκι
Καὶ ῥωτάει τὸν
θλιμμένον·
Τίς τὸν ἔχει κουρσευμένον;
Λέγει
του ὁ Μόρος ἀσεβὴς[1]
Κ’ εἰς
τὴ Δουράτσο νὰ τὸν βρῇς.
Τότε στὸ
Δουράτσο πάει
Καὶ γιὰ τὸ παιδὶ
ῥωτάει
Καὶ ὡς τὸν εἶδαν ἐκ τὴν
χώρα
Ὅλοι εἰς μίο αὐτὴν τὴν ὥρα
Ἄρπαξαν
τὰ ἄρματά τους,
Καὶ τὸν Μόρον συντροφιά
τους.
Καὶ ἀπὸ τὴν πολλή τους βία,
Τὴν
μεγάλην βιγωρία,
Ξυπόλητοι οἱ
ὡργισμένοι
Ἐσεβαῖναν οἱ καϋμένοι.
Ὡς
καὶ ἕνας Μπαρζακάνος
Μόρος, ποῦ ’τόνε
Σουριάνος
Πῆγε μ’ ὅλη του τὴν
γνῶσιν
Κατεργάρους ν’ ἀγοράσῃ.
Λέγει
ὁ Μόρος· ἂν τοὺς πιάσω
Ὅλους θέλω
νὰ τοὺς κρεμάσω,
Ὡς γιατὶ ὁ Μεεμέτης
Γιὰ
Χριστιανοὺς μᾶς γράφει ἐδ’ ἔτις,
Εἴ
τις σκοτώσει Χριστιανὸν
Τὸν ἔχει
φίλον ἐμπιστινόν.
Καὶ ἂν ἑμᾶς
σκοτώσουν πάλι
Γινομέσθ’ ἅγιοι
μεγάλοι.
Καὶ γιὰ ταῦτο ἂς
ἀνδρευθοῦμε
Ἀπάνω τους νὰ βρεθοῦμε
Χωρὶς
πόλεμον καὶ σπαθὶ
Ὁ καθείς τους νὰ
χαθῇ.
Ἔχω χιλίους πνιμένους
Καὶ μυρίους σκοτωμένους.
Νὰ
σᾶς ’πῶ καὶ ἄλλο πάλι
Ὅτι ἡ φούστα
’νε μεγάλη.
Ἔνε εἴκοσι δυὸ παγκῶν
Καὶ
τί φοβᾶστε τῶν Φραγκῶν;
Καὶ εἰς μία
ὅσοι κι’ ἂν ἦσαν
Ὅλοι ἐσαλαβατίσαν,
Καὶ
ἀσηκῶσαν τὰ σαντσάκια,
Καὶ βαροδέσαν
τὰ τουμπάκια.
Καὶ φωνάζασι
μεγάλα,
Λέγοντας ἐτοῦτα κι’
ἄλλα;
« Καρτερεῖτε δὰ, Φραγκάκια,
Μὲ
τὰ κούντουρα βρακάκια. »
Κ’ ἔδραμαν
μὲ βιγωρία
Ὡσάν τ’ ἄγρια θηρία.
Καὶ
ὁ λέων ὡς τοὺς εἶδε[2]
Μὲ τοὺς ἐδικούς
του ἐμίλειε·
— « Ὦ Ῥωμαῖοί μου
ἀνδρειωμένοι,
« Τοῦ πολέμου
μαθημένοι,
« Σήμερον ἂς
ἀνδρευθοῦμε,
« Ὅλοι μας νὰ
τιμηθοῦμε,
« Σὰν ἐκάμναν οἱ
παλαῖοι
« Ἄνδρες οἱ ὠνομασμένοι,
« Ὁποῦ
διὰ τὴν τιμή τους
« Δὲν ψηφοῦσαν
τὴν ζωή τους.
« Δίδει μου καὶ ἡ
ψυχή μου
«Ὅτι φούστα ’νε δική
μου.
« Μόνον μὲ ἀποκοτία
« Νὰ
τοὺς δώσωμε γιαμία.
« Πρῶτος εἶμαι
ν’ ἀπηδήσω
« Τοὺς μισοὺς νὰ
ἀφανίσω.
« Νὰ ἰδῆτε τὸν
Ταγιαπιέρα
« Γιὰ τὴν σημερνὴν
ἡμέρα
« Πῶς ξεύρει νὰ πολεμίζῃ,
« Καὶ
τοὺς Τούρκους ν’ ἀφανίζῃ.
« Μόν’
καὶ σεῖς ὅλοι, ἀδελφοί μου,
« Καὶ
συντρόφοι ἐδικοί μου,
« Κάμετε ὡς
ἀνδρειωμένοι
« Νὰ βρεθοῦμε
κερδεμένοι
« Ὅλοι ἀπὸ μίαν
γνώμη,
« Ἀρχινῶντας ἐκ τὸν κόμη.
— »
Εἶπαν; « εἰς τὸν ὁρισμό
σου
Ν’ ἀποθάνωμεν ὀμπρός σου. »
Τότες
ἔδειξε τὶ φεύγει
Κ’ εἰς τὸ πέλαγος
ἐδιέβη.
Καὶ ὡς τὸν εἶδαν τὰ
Τουρκάκια
Τὶ χαραὶς μὲ τὰ τουμπάκια,
Καὶ,
καστὶ καοὺρ, φωνάζαν,
Καὶ ξοπίσω τοῦ
χουγιάζαν
Καὶ εἰς μία[3] ’ς αὐτοὺς
γυρίζει
Καὶ τὸν πόλεμον ἀρχίζει.
Τίς
πορεῖ νὰ ἀριθμήσῃ
Τὸν πόλεμον νὰ μετρήσῃ
Πὤκαμεν
ὁ Ταγιαπιέρας
Τὸ ταχὺ ὥς τῆς
ἐσπέρας.
Πρῶτον δίδει τὴν λουμπάρδα
Καὶ
τῆς πέρνει τὴν μία μπάντα·
Καὶ εἰς
μία τὴν βιστιρία
Καὶ τῆς πέρνει τὰ
κουπία.
Καὶ οἱ Τούρκοι ὡς
παλληκάρια
Ἐμαλώναν μὲ δοξάρια,
Λέγω
καὶ μὲ τὰ σκεπέτα
Π’ ἀπερνοῦσαν τὰ
ἐλμέτα.
Τότες ὁ λέωντας ἐβρυχίστη
Τοὺς
συντρόφους του ὠργίστη·
Λέγει τούς.
« Τί καρτερεῖτε;
Τί στέκετε καὶ
θωρεῖτε;
Μέσα ὅλοι σὰν λειοντάρια
Νὰ
τοὺς πάρω σὰν γομάρια. »
Καὶ εἰς
μίο πρῶτος εἰσεβαίνει,
Καὶ ἄρχισε
νὰ τοὺς σκοτώνῃ·
Τὸν ἀδελφὸν τοῦ
Μπουταλᾶ
Εἰς μίο τῷ χύσε τὰ μυαλὰ
Καὶ
τὸν Μπουταλὰ Ῥαΐζη
Μέσα εἰς δύο τόνε
θερίζει.
Εἶδαν τ’ ἄδικο οἱ κουμπάνοι
Ποῦ
κατεργοκύρης κάμνει.
Πέρνουν τόσην
βιγωρία[4]
Τ’
εἰσεβαίνουν, σὰν θηρία.
Καὶ οἱ Τούρκοι
ποῦ ’σαν μέσα
Ὅλοι ἔφριζαν καὶ
’τρομάσα.
Λέγω κείνην τὴν ἡμέρα
Μηδενεὶς
ἐκ τὸν Ταγιαπιέρα
Τὶς μπορεῖ νὰ
ἀριθμήσῃ
Τὸ αἷμα πὤτρεξεν ὡς
βρύσι,
Καὶ τοῦ πολέμου ταὶς σπαθιαὶς
Ποῦ
δὲν ἐγίνηκαν ποτές.
Δὲν εἶν’ τούτα
μὲ φωτία,
Μὰ χέρια μὲ τὰ σπαθία,
Ποῦ
τὸ εἶδεν μὲ τὰ μάτια
Πῶς τοὺς ἔκαμεν
κομμάτια.
Κεφαλαὶς, χέρια, καὶ πόδια
Νὰ
χωρίζῃ ἐκ τὰ καράδια.
Τότ’ οἱ Τούρκοι
ἐτσακιστῆκαν,
Καὶ στὰ ἄρμενα
ἐμπῆκαν
Γιὰ νὰ φύγουν οἱ
καϋμένοι,
Λαβωμένοι, σκοτωμένοι.
Κ’
ἕνας ἀπὸ τοὺς κουμπάνους
Πά, καὶ
κόφτει τους τοὺς μάντους,
Καὶ τὰ
ἄρμενα ἐπέσαν
Καὶ τοὺς Τούρκους
ἐπλακῶσαν
Κ’ ἐδ’ ἐκεῖ ἐκατέσφαξάν
τους
Ὅλους, καὶ θανάτωσάν τους.
Τότες
μίο τὴν φούστα δένει,
Κ’ ἐξοπίσω τοῦ
τὴν σέρνει.
Καὶ οἱ Τούρκοι πὠκαρτεροῦσαν
Στὸ Δουράτσο, καὶ θωροῦσαν
Πῶς
τὸ κάτεργον νὰ πάρουν
Στὸ Δουράτσο
νὰ τὸ φέρουν,
Βλέποντας πῶς τὴν
ἐπῆρε
Κ’ ἐκ τὴν πρύμνην τὴν
ἐσύρε,
Ἄρχισαν τὸ βάϊ βάϊ,
Νἄχουν
καὶ τὸ καταλάει.
Γι’ αὐτὸ, ἀφένταις
Βενετσιάνοι,
Ποῦ βαστᾶτε τὸ στεφάνι
Κ’
ἦστεν στὴν χριστιανοσύνη,
Ζύγι στὴν
δικαιοσύνη,
Ὅλοι σήμερον χαρῆτε,
Τὸν
θεὸν εὐχαριστεῖτε,
Πὤχετε τέτοιο
λειοντάρι,
Εἰς τὸν κόσμον γία καμάρι.
Ὦ
μεγάλη ἡ ἀφεντεία,
Λαμπροτάτη
Βενετία,
Δότε του τιμὴν καὶ πλούτη
Γιὰ
τὴν νίκην τὴν ἐτούτη.
Π’ αὐτὸς
πρέπει ν’ ἀρματώνῃ,
Ποῦ ’σεβαίνει
σὰν φαλκόνι,
Καὶ συντρίβει καὶ
χαλάει
Τούρκους ’ς ἕνα ’ς ἄλλο
πλάϊ[5].
Καπετάνο δὲ βεντούρα[6]
Κάμετέ
τον διὰ τὴν ὥρα,
Καὶ νὰ ἰδῆτε τί νὰ
κάμῃ
Τοὺς
ἐχθροὺς νὰ ἀποθάνῃ.
Καὶ μικροί τε
καὶ μεγάλοι
Γιὰ νὰ σᾶς τρομάξουν
ὅλοι.
Ν’ ἀφανίσῃ τοὺς κουρσάρους,
Τούρκους
καὶ τοὺς Κατελάνους,
Ὁποῦ ὡς μέσα
στὸ Κασσώπη
’Χμαλωτίζονται οἱ
ἀνθρῶποι.
Θέλεις ἀπὸ Μεσσηνέζους,
Καὶ
γαϊδάρους Καλαβρέζους,
Ὡς καὶ ἀπὸ
τὴν Χιμάρα
Πᾶσα μέρα τὴν ἀντάρα.
Ἂς
ἀφήσωμεν Ἀρτινιώταις,
Στὴν στερῃὰ
τοὺς Ἀρβανίταις,
Ἔως τὸ Κοντυλονῆσι
Τίς
ν’ ἀκούσῃ νὰ μὴν φρίσσῃ;
Καὶ τινὰς
δὲν συντυχαίνει
Εἰς ἐκεῖνα τὸ
συμβαίνει.
Ὦ θεόργιστοι Καλαβρέζοι,
Καὶ
ἀνταμό σας οἱ Πουλιέζοι,
Ἀμπρουτσάνοι
καὶ Ἀσκουλάνοι,
Καὶ γαϊδάροι
Μαρκεζάνοι,
Μαζωχθῆτε, προσκυνεῖτε,
Τὸν
θεὸν παρακαλεῖτε
Νὰ βοηθάῃ τὸ
λειοντάρι
Ποῦ σᾶς ἔκαμε τὴν χάρι
Ποῦ
σᾶς ἔγλυσε ἐκ τοῦ Μόρου,
Τοῦ ἀνόμου
τοῦ κουρσάρου.
Ὅπου τώρα ἂν εἶχε
γλύσει
Ὀξ’
ἐσᾶς δὲν εἶχε ἀφήσει.
Καὶ γυναίκαις
καὶ παιδία
Ἔπερνε στὴν Βαρβαρία
Καὶ
ὅσοι εἶστεν στὸν Ἀγκῶνα
Ἤφερέ σας
στὸν Αὐλῶνα.
Γι’ αὐτὸ ὅλοι
μαζωχθῆτε
Καὶ ζωγράφο νὰ εὑρῆκε
Νὰ
σᾶς κάμῃ μίαν εἰκόνα
Νὰ τὸ λέτε εἰς
τὸν αἰῶνα.
Γράφετε καὶ τ’ ὄνομά
του
Καὶ τὰ κατορθώματά του,
Πῶς εἰς
χρόνους τοὺς χιλίους
Εἴκοσι
πεντακοσίους,
Ἄν ἔλειπε ὁ
Ταγιαπιέρας,
Εἶστεν ὅλοι τῆς κακῆς
ὥρας,
Εἶστεν ὅλοι ἀποθαμένοι,
Καὶ
ὡς σκλάβοι πουλημένοι.
Καὶ ἡμεῖς ἐκ
τὴν Κερκύρα
Γιὰ ταὐτὸν τὸν
Ταγιαπιέρα
Τὸν θεὸν παρακαλοῦμε·
Σὲ
τιμὴν νὰ τὸν ἰδοῦμε
Ὡς ὀρέγετ’
ἀπατός του
Καὶ νὰ σπάσῃ ὁ ἐχθρός
του
Νἄχῃ πάντοτε ὑγεία,
Πλοῦτον
καὶ εὐημερία.
Νὰ χαρῇ καὶ ν’
ἀφεντέψῃ,
Τοὺς ἐχθρούς του νὰ
παιδέψῃ
Καὶ ὁποῦ δὲν τὸν ἐπαινέσει,
Κακὸν θάνατον νὰ δώσῃ.
Καὶ
ὁποῦ δὲν τὸν ἀγαπάει,
Φάγουσα[7] νὰ
τόνε φάῃ.
Κάμειν ἤθελα καὶ ἄλλα
Ποῦ
τοῦ πρέπουσι μεγάλα,
Ἀμὴ ὁ νοῦς ἦν
συγχισμένος
Στὴν τοᾶναν ἔνε
βαλμένος.
Καὶ καλὸ τὸ γύρισμά του
Νὰ
γενῇ στὸ θέλημά του
Μὲ δεκαπέντε
συλλαβαίς,
Ποῦ ’νε ἔμορφαις καὶ
ἀκριβαίς.
Ἄλλο τίποτε γιὰ τώρα
Δὲν
γράφω κατὰ τήν ὥρα.
Ὁ θεὸς νὰ τοῦ
δώσῃ χρόνους,
Καὶ χίλιαις χιλιάδες
θρόνους·
Νὰ τὸν ’δῶ καὶ προβεδόρο,
Ὡσὰν
εἶδα καὶ τὸν Μόρο,
Λέγω τὸν μισὲρ
Μπαστία
Πὦνε δὰ στὴν Βενετία.
—
Ἀπὸ μένα τὸν Τριβώλη
Ἐγεννήθη ἡ
ῥήμα ὅλη,
Κ’ εἰ τινὸς οὐδὲν
ἀρέσει,
Ἄλλη ἂς κάμῃ κι’ ἂς
παινέσῃ.
Ἔγραψα καὶ τύπωσά το
Κ’
εἰσὲ ῥήμαν ἔβαλά το,
Νὰ τὸ βλέπουν
οἱ ἀνδρωμένοι,
Τοῦ
πολέμου οἱ μαθημένοι,
Καὶ νὰ τυπαίνουν
καὶ αὐτῆνοι.
Οἱ ἀνήξευροι μεσχίνοι,
Εἰς
τὸν πόλεμον λειοντάρια
Ἄνδρες τε καὶ
παλληκάρια.
(Τὸ ὅλον στίχοι
312.)
↑ Ἀντὶ της λέξεως « Μόρος » ἡ
παρὰ Ἰωάννῃ Βίκτωρι τῷ Σαβιῶνι
ἔκδοσις τοῦ 1643, ἣν ἔχομεν ὑπ’ ὄψιν,
ἔχει δὶς « μόνος » ὅπερ εἶνε
φανερῶς τυπογραφικὸν σφάλμα.
↑ Leo Tagliapietra, λέγει μία σημείωσις τοῦ
ἀντιτύπου τῆς ἐν Παρισίοις ἐθνικῆς
βιβλιοθήκης.
↑ Ἔν τίσιν ἀντιτύποις ἀντὶ « μία »
εὑρίσκεται « μίο. »
↑ Ἔν τίσιν ἐκδόσεσιν ἀντὶ « βιγωρία »
ἀναγινώσκεται « βιγορία. » Ἡ
λέξις ἐξάγεται ἐκ τῆς λατινικῆς·
vigor, oris.
↑ « Πλάϊ » τοὐτέστι « πλάγιον »
↑ Ἰταλικαὶ εἰσιν αἱ λέξεις ἐκεῖναι·
Capitano di ventura.
↑ Φάγουσα, ἡ, τοὐτέστι φάγαινα·
γαλλιστὶ cancer.