Το γενικότερο σχέδιο αντεπίθεσης στις πλάτες των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων Γερμανών και Ταγματασφαλιτών στην Πάρνηθα
Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
Καθώς ζυγώνει η ημέρα της 78η επετείου, είναι καιρός να παρουσιάσουμε τα βασικότερα στοιχεία της ενέργειας αυτής της 5ης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ ανήμερα της Αγίας Παρασκευής, τον Ιούλιο του 1944 και ενώ μαίνονταν οι εκκαθαριστικές στην Πάρνηθα. Την ίδια δε εκείνη μέρα καίγανε, Γερμανοί και Ταγματασφαλίτες, τη Λιάτανη και το Κλειδί.
Τα στοιχεία είναι ήδη πολλά και δεν θα χωρέσουν εδώ όλα. Πολλά είναι κι αυτά που έρχονται ή αναμένονται. Οπότε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα επανέλθουμε. Πολύ περισσότερο που για να εννοήσουμε το τι έγινε εκείνη τη νύχτα στο Σχηματάρι πρέπει να έχουμε υπόψη μας τι έγινε είκοσι τέσσερις μέρες πριν, στις 2 Ιουλίου, στο χωριό. Εννοώ το μπλόκο που έκαναν μαζί Γερμανοί και συνεργάτες τους, συνέλαβαν δεκάδες χωρικούς, άνδρες, γυναίκες και εφήβους, τους έκλεισαν στα “σύρματα”, ήτοι σε ένα πρόχειρο στρατόπεδο κράτησης των Ιταλών, το οποίο είχε δημιουργηθεί στη στάση “Τανάγρα” του τραίνου και την μετέπειτα μεταγωγή κάποιων εξ αυτών στις φυλακές Χαλκίδας.. δια τα περαιτέρω.
Και εκεί θα χρειαστεί να επανέλθουμε για να δώσουμε μια ιδέα του πλήθους των κρατουμένων, τη “σύνθεση” της ομάδας αυτής αλλά και της τύχης των. Άλλοι εκτελέστηκαν, άλλοι μετήχθησαν σε καταναγκαστικά έργα εντός της Ελλάδας και άλλοι πήραν το τραίνο για το Χαϊδάρι και μετά για τη Γερμανία. Κάποιοι έμειναν στις κατάμεστες και άθλιες, ανδρικές και γυναικείες, φυλακές Χαλκίδας ακόμα κι εκείνες τις τελευταίες μέρες της Κατοχής. Κάποιοι διέφυγαν, κάτω από τη μύτη των διωκτών τους, στην ελεύθερη περιοχή που άρχιζε στα τελευταία σπίτι των Χαλίων, της σημερινής Δροσιάς.
Η εικόνα του γερμανοκρατούμενου κεφαλοχωριού
Για να κατατοπιστεί ο αναγνώστης, είτε είναι κάτοικος του σημερινού “χωριού” είτε όχι, θα πούμε δυο λόγια για το τότε Σχηματάρι και τη θέση του στη διάταξη των δυνάμεων των “αρχών κατοχής”.
Πρόκειται για ένα κεφαλοχώρι, που περιβάλλεται από μεγάλης έκτασης κάμπο και αρκετά πυκνά δάση στην περίμετρό του, ειδικά προς τη Χαλκίδα και το Δήλεσι. Το Δήλεσι είναι ακατοίκητο τότε και ο οικισμός της Οινόης μερικά σπίτια εκτός του συγκροτήματος του Σταθμού.
Ο Σταθμός όμως είναι κομβικός, βρίσκεται πάνω στην διακλάδωση των γραμμών για τη Χαλκίδα και τη Θεσσαλονίκη. Διαθέτει υποδομές για να γίνονται διασταυρώσεις αμαξοστοιχιών και, καθώς η γραμμή ήταν τότε μονή και οι ελιγμοί αυτοί πολύπλοκοι και πολύωροι, διαθέτει ό,τι είναι απαραίτητο για να ανεφοδιαστούν οι μηχανές και να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Οι εγκαταστάσεις είναι αυστηρά φυλασσόμενες. Συρματοπλέγματα περιβάλλουν τον χώρο και οχυρές θέσεις με βαρειά πολυβόλα και οπλοπολυβόλα προστατεύουν τον Σταθμό-στρατόπεδο. Μια σειρά άλλα οχυρά και πολυβολεία προστατεύουν τις γέφυρες του Ασωπού και των ρεμάτων, μέχρι την Αθήνα αλλά και στη διαδρομή της Χαλκίδας. Υπάρχουν ακόμη και μπορεί να τα δει ο επιβάτης του τραίνου και των δύο αυτών γραμμών.
Ο ίδιος ο μακαριώτατος αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, έχει αφηγηθεί σε μια τοπική εκδήλωση, πως όταν ήταν μικρό παιδί, παίζοντας, άκουσε την μεγάλη έκρηξη που κατεδάφισε τον μεγάλο κι επιβλητικό μεσαιωνικό πύργο που βρισκόταν στον λόφο των Οινοφύτων. Από τα υλικά αυτά της ανατίναξης οικοδομήθηκαν τα πολυβολεία που βλέπουμε σήμερα.
Πέραν όμως από τις οχυρώσεις κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής και της Οινόης, υπήρχε και το αεροδρόμιο της Τανάγρας. Μπορεί να μην υπήρχαν εκεί τότε όλες αυτές οι εγκαταστάσεις που θα το έκαναν ένα μεγάλο αεροδρόμιο σαν του Χασανίου ή της Ελευσίνας, αλλά, όπως έχουμε δει αλλού, ήταν αξιόλογο και διέθετε αποθήκες πυρομαχικών με φρουρά. Φυλασσόταν και για τις επίγειες επιθέσεις και για τις εναέριες. Μια σειρά αντιαεροπορικοί προβολείς, μέσα στον χώρο του και μέσα στο Σχηματάρι, με τις ανάλογες σκοπιές και φρουρές, αποτελούσαν μέρος του συστήματος αμύνης. Ένας εκεί που είναι η στάση του ΚΤΕΛ για τη Χαλκίδα, ένας στα “αλώνια της Μένιας” ήτοι κάπου εκεί στο παλιό Δημαρχείο, ένας στο δρόμο για το Β' δημοτικό σχολείο δεξιά, στην πρόχειρα διαμορφωμένη “ταράτσα” μιας ημιτελούς οικοδομής του Νίκου Παπαϊωάννου.
Εμείς, ως μαθητές του Γυμνασίου και νυν Β' δημοτικού, προλάβαμε τα τσιμεντένια βάθρα αντιαεροπορικών πυροβολαρχιών εκεί που είναι σήμερα το κλειστό γυμναστήριο.
Στην άκρη της πεδιάδας που βρισκόταν το αεροδρόμιο και στα τελευταία σπίτια του Σχηματαρίου, υπήρχε και ο άλλος σταθμός του τραίνου που ονομάζεται “Τανάγρα”. Εκεί ήταν ο πρόχειρο στρατόπεδο αιχμαλώτων που προαναφέραμε.
Μέσα στο ίδιο το Σχηματάρι υπήρχαν επιταγμένα σπίτια για τους αξιωματικούς και άνδρες των διαφόρων φρουρών και υπηρεσιών υποστήριξης (μαγειρεία, συνεργεία κλπ). Ο γιατρός Ανδρέας Παπανδρέου, στη δίκη του Τρανού (Μήτσου Γεωργαντά), του Λεωνίδα Λάμπρου και του Ταξιάρχη Κουρουτού υποστήριξε ενόρκως ότι οι Γερμανοί στο Σχηματάρι εκείνη τη νύχτα ήταν 300.
Επιπλέον, είχε εγκατασταθεί και κλιμάκιο της Ειδικής Ασφάλειας επανδρωμένο με χωροφύλακες “άνευ θητείας”, δλδ καταταγμένους κατά τη διάρκεια της κατοχής και όχι κανονικούς χωροφύλακες με προκατοχική θητεία.
Μέχρι εκείνη τη νύχτα το Σχηματάρι δεν είχε δεχτεί “επισκέψεις” ενόπλων τμημάτων του ΕΛΑΣ. Έμελλε να γίνει αυτό, ακριβώς τη στιγμή που διεξάγονταν οι σφοδρότερες και πλέον καλά οργανωμένες εκκαθαριστικές.
Είχαν προηγηθεί ενέργειες τέτοιες στα γύρω χωριά, όπως παραδείγματος χάριν η ενέδρα στο τραίνο στο σταθμό του Βαθιού Αυλίδας στις 19 Φεβρουαρίου ή η επίθεση στις Στανιάτες (Οινόφυτα) στις 13 προς 14 του ίδιου μήνα. Μέσα στο Σχηματάρι είχαν λάβει χώρα στις 8 Απριλίου (και όχι τον Μάιο όπως γράψαμε αλλού) η εκτέλεση του Μπρεχού και στις 14 Απριλίου η απαγωγή και, στη συνέχεια, ο θάνατος ενός ενόπλου τσολιά από τρία παιδιά του εφεδρικού ΕΛΑΣ του χωριού. Κάνω λόγο για θάνατο γιατί δεν αποδείχτηκε ότι ήταν εκτέλεση ή δολοφονία. Ο τσολιάς τραυματίστηκε κατά την συμπλοκή και πέθανε καθ' οδόν προς το Κλειδί.
Το βασικό και γενικότερο σχέδιο της Ταξιαρχίας
Ο Ορέστης μας κατατοπίζει επαρκώς για την κατάσταση της περιόδου εκείνης, για τις αναμενόμενες κινήσεις των Γερμανών και για τις ανταπαντήσεις της Ταξιαρχίας.
Ο ίδιος πέρασε στα μισά του Ιουλίου του '44 στην Εύβοια. Ήταν η δεύτερη φορά που βρισκόταν στις πλάτες των ενεργούντων, και στη Βοιωτία, Ταγμάτων Ασφαλείας της Εύβοιας. Πολλές φορές αναλύει αυτό το “δόγμα” του αντάρτικου πολέμου, το να μην αφήνουν δηλαδή, οι αντάρτικοι σχηματισμοί, κενούς από ενέργειες χώρους, αλλά να “διαρρέουν” από τον έναν στον άλλο ώστε να αναγκάζουν και τις κατοχικές δυνάμεις να διασπείρονται, να καταπονούνται, να φθείρονται και τελικά, όταν δινόταν η ευκαιρία, να επιτυγχανόταν ένα γερό “δάγκωμα” σαν κι εκείνο που έγινε στην Κακή Σκάλα στις 14 Ιανουαρίου και σαν κι αυτό που θα γίνει στην Λάμπουσα 3 Σεπτεμβρίου.
Από την εδώ μεριά του Ευβοϊκού, είχε σχεδιαστεί η εκδίωξη ενός λόχου των Ταγμάτων που έδρευε στην Τοπόλια. Είχαν προηγηθεί ακόμα δύο ενέργειες εναντίον του αλλά τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά. Ο λόχος αναγκάστηκε να συμπτυχθεί και μετά επανήλθε. Έτσι σχεδιάστηκε μια τρίτη ενέργεια με επικεφαλής τον Θεοχάρη Πολύχρονο, καπετάνιο του 1ου Τάγματος του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ και την άμεση διεύθυνση της διοίκησης του Συντάγματος, δηλαδή του στρατιωτικού διοικητή Χρήστου Δαλιάνη και του καπετάνιου Διαμαντή.
Ως αντιπερισπαστικές ενέργειες, στην αντίθετη κατεύθυνση, επιλέχτηκαν αντεπιθέσεις στο Σχηματάρι και στο Κριεκούκι. Στο οποίο Κριεκούκι υπήρχε αντίστοιχη με το Σχηματάρι φρουρά προορισμένη να φυλάει το πέρασμα της Κάζας και να εμποδίζει την κίνηση στο “ορεινό αντάρτικο μονοπάτι” από και προς την Αθήνα.
Στην αρχή το σχέδιο προέβλεπε οι αντιπερισπαστικές αυτές ενέργειες να γίνουν από δυνάμεις του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Στην πορεία όμως των γεγονότων η κατάσταση άλλαξε.
Οι έναρξη των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων 20/7 έως 8/8
Μετά την ερμηνεία του ονείρου του Βερμαίου, ότι ήταν φαλακρός, από τον Ορέστη και το συμπέρασμα ότι “θα έχεις ένα γερό «τροκ» εδώ στην Πάρνηθα με τους Γερμανούς”, οι δύο καπεταναίοι (“ήταν και ο Βερμαίος καπετάνιος” βεβαιώνει ο Ορέστης) χώρισαν.
Ο λοχαγός Φοίβος Γρηγοριάδης, μαχητής των Οχυρών και στον ΕΛΑΣ του Βουνού από την ημέρα εκείνη που βγήκε μαζί με τον Άρη από την Αθήνα (9 Μαρτίου 1943) έχει αποφασιστεί να μείνει στην Πάρνηθα όσο μπορεί περισσότερο, ελισσόμενος ανάμεσα στους “εκκαθαριστές”. Κράτησε μαζί του τον Αράπη και τον Αποστόλη με τα τμήματά τους, 70-80 άνδρες. Μετά όμως τις πρώτες 3-4 ημέρες, και εκείνα τα τμήματα διέρρευσαν στον κάμπο. Πρώτα ο Αράπης (Γιώργος Στουραΐτης από τα Μεσόγεια) υπονόμευσε με νάρκες το δρόμο έξω από τη Λιάτανη προς τη Μαζαρέκα, υπονόμευση που θα ανατινάξει ένα γερμανικό θωρακισμένο όχημα και θα χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για την εκτέλεση των Λιαταναίων που έχουμε αναφέρει αλλού.
Ακολουθώντας το μονοπάτι που άγει από τα Δερβενοχώρια στο Δήλεσι, ο Αποστόλης Κοκμάδης, υπολοχαγός του ΕΣ και στρατιωτικός διοικητής του 2ου λόχου του 1ου τάγματος, με καπετάνιο τον Ηρακλή (Γιάννη Οικονόμου από το Κριεκούκι) κινείται προς τα παραλιακά χωριά. Σε κάποιο σημείο το εγκαταλείπει και περνάει ανάμεσα στον Αη Θανάση του Σχηματαρίου και του Αη Γιώργη “του Δραμισιού”. Στη θέση “Τσουτσουβίλιεζα” όπως την προσδιόρισε η αείμνηστη θεια Λένα “του Μπέη” και επιβεβαίωσε τις δικές μου πληροφορίες όταν της έθεσα υπόψη της. Εκείνη, νέα τότε 22 χρονών, δυναμική και αεικίνητη, δούλευε στα χωράφια και είχε δει και είχε προσέξει τον ντορό τόσων ανδρών στα χωράφια, χωρίς να μπορεί βέβαια να τον εντάξει σε όλα αυτά τα γεγονότα. Η “Τσουτσουβίλιεζα” είναι κάπου εκεί στο “Σέσι”, βορειότερα από την Παλιοπαναγιά, το σημερινό νεκροταφείο του Δηλεσίου.
Ο Αποστόλης πέρασε έξω από το Βαθύ Αυλίδος και ανασυντάχθηκε στην Αγία Μαρίνα του βουνού Χτυπάς. Είναι ένα εξωκλήσι πάνω από τα Λουκίσα και ανάμεσα στους όγκους του Χτυπά και της Αγια Σωτήρας.
Εκεί, στην Αγία Μαρίνα, συνέρρευσαν πάντες οι κινούμενοι έξω από τον κλοιό των εκκαθαριστικών. Όσοι δηλαδή εφεδρικοί αντάρτες, πολιτικά στελέχη, άνδρες της Εθνικής Πολιτοφυλακής και γενικά διωκόμενοι, διέφυγαν και βγήκαν από τη γραμμή των εκκαθαρίσεων που κινούνταν προς τα Δερβενοχώρια και την Πάρνηθα και έσφιγγε κάθε μέρα και περισσότερο.
Στο τμήμα αυτό που συγκροτήθηκε διοικητής, όπως είπαμε τέθηκε ο Αποστόλης ενώ καπετάνιος του ανέλαβε ο Νικήτας- Γιώργος Μπουτσίνης, από το Κριεκούκι, υπαξιωματικός του ΕΣ, πολεμιστής κι αυτός των Οχυρών, από τους πρώτους οργανωτές του ΕΛΑΣ στη Βοιωτία και βασικό στήριγμα του Ορέστη στις πρώτες του παράνομες εξορμήσεις, καθώς ο Μπουτσίνης εθήτευε εκείνο τον καιρό ως χωροφύλακας από μετάταξη. Εκείνη την εποχή και πάλι είχε αναλάβει αστυνομικά καθήκοντα ως διοικητής της Εθνικής Πολιτοφυλακής της Βοιωτίας.
Εδώ πρέπει να αναφερθούμε σε ένα τέχνασμα που εφάρμοσαν εκείνοι οι δύο ηγέτες του ΕΛΑΣ και παρέμεινα για όλα αυτά τα χρόνια άγνωστο και υποτιμημένο.
Όλοι οι πολιτικοί που δεν μπορούσαν να πάρουν μέρος στην επιχείρηση “συνελήφθησαν”, κρατήθηκαν μέσα στο εξωκλήσι και τάχθηκε φρουρός στην πόρτα! Είχαν προηγηθεί αντιρρήσεις στη σκοπιμότητα της ενέργειας στο Σχηματάρι καθώς υπήρχαν πολλοί όμηροι στα χέρια των Γερμανών. Μια επίθεση θα οδηγούσε σίγουρα σε αντίποινα. Η προφορική παράδοση διέσωσε αυτό το γεγονός αλλά με λάθος εξήγηση. Μέχρι που ο Ορέστης μας πληροφορεί ότι το ίδιο τέχνασμα εφαρμόζει και ο Σπάρτακος στην αντίστοιχη επιχείρηση κατά του Κριεκουκίου. Ο Σπάρτακος- Παναγιώτης Μηλιώτης (γεν. 1918) είναι κι αυτός υπαξιωματικός του Στρατού με ανάλογη μετάταξη στη χωροφυλακή. Μετά την απόδραση των κρατουμένων φυματικών από τη Σωτηρία, στην οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο, βγήκε στο βουνό, στον ΕΛΑΣ της Βοιωτίας.
“Συνέλαβε”, λοιπόν, ο Σπάρτακος όλα τα στελέχη των πολιτικών οργανώσεων και μάλιστα διέδωσε και ανακοίνωσε στις γυναίκες τους ότι υπήρχαν υποψίες σε βάρος τους για προδοσία. “Φευγάτε και πηγαίνετε κλάψτε τους” φέρεται να τους είπε. Έτσι αφενός “καμουφλάρισε” τις έντονες κινήσεις των ανταρτών έξω από το Κριεκούκι και αφετέρου απέκλεισε διαρροές του σχεδίου ακόμα και από έμπιστους και καλών προθέσεων ανθρώπους.
Δεν έχουμε παρά να θαυμάσουμε το “ενιαίον του δόγματος”, ή την “ιδεολογικοπολιτική ενότητα” που επικρατούσε στα στελέχη του ΕΛΑΣ, ενότητα που οδηγούσε σε παρόμοιες ενέργειες τμημάτων ευρισκόμενα σε απόσταση μεταξύ τους και δρώντα στην ίδια κατεύθυνση.
Η επιχείρηση
Με οδηγούς ενόπλους και αόπλους τα τμήματα ξεκίνησαν την πορεία βλέποντας τους καπνούς των σπιτιών της Λιάτανης και του Κλειδιού, “με την οργή βαθειά βαθειά στα μάτια τους”. Στα χέρια είχαν τα τουφέκια.
Ανάμεσα στους οδηγούς εκείνους ήταν και ο Βαγγέλης Σπύρου του Αθανασίου που οδηγούσε το τμήμα που θα έπιανε στην “τραντζέρα” και στη συνέχεια θα επιχειρούσε να ελευθερώσει τους κρατουμένους στα “σύρματα” του σταθμού της “Τανάγρας”. Η τραντζέρα σήμερα, με την διπλή γραμμή του τραίνου δεν υπάρχει. Τότε ήταν όμως ένα σημείο όπου το έδαφος κόβεται και το τραίνο περνάει ανάμεσα στους δυο βράχους χωρίς να τους υπερβαίνει στο ύψος. “Τραντζέρα” λέγεται ένα είδος ανοιχτού, ξεσκέπαστου, τούνελ. Έπρεπε να αποκοπούν τυχόν ενισχύσεις που θα έρχονταν από την κατεύθυνση της Θήβας. Άλλωστε στο Σύρτζι υπήρχε στρατόπεδο εργασίας αιχμαλώτων και ισχυρή φρουρά πάνω στον αντίστοιχο σιδηροδρομικό σταθμό.
Οδηγός επίσης εχρίσθη εκείνη τη νύχτα και ο 19χρονος Μήτσος Λουκάς ή Δουρδουβέλας, ο μακροημερεύσας και πλέον μακαρίτης Μητσοντέντες. Ο Μήτσος μου αφηγήθηκε ο ίδιος τις κινήσεις του τις ημέρες εκείνες, από το μπλόκο στο Σχηματάρι στις 2 Ιουλίου έως την επιδρομή. Κυνηγημένος και πυροβολούμενος συνεχώς από τον “ “Ροτζοφάκο”, χωροφύλακα και δυο φορές αυτόμολο, και προς τους Αντάρτες και από τους Αντάρτες, έκανε το γύρο για να καταλήξει κι αυτός στην Αγία Μαρίνα. Ο πατέρας του ο μπαρμπα- Ντέντες, από τους τρεις παλιότερους κομμουνιστές του χωριού είχε συλληφθεί ήδη εκείνη την ημέρα του μπλόκου. Από τότε θα μείνει στον ΕΛΑΣ μέχρι την τελευταία μάχη της Αθήνας, μέχρι την μάχη εκείνη του “τμήματος θυσίας” της 2ας Μεραρχίας, το οποίο, πάλι υπό τον Νικήτα και Αποστόλη διοικούμενο, “παρακλητικώς διετάχθη” να καλύψει στο Ψυχικό την υποχώρηση τους ΕΛΑΣ από την πόλη. Εκεί, ο Μήτσος τραυματίστηκε βαρειά στο χέρι και πιάστηκε αιχμάλωτος των Άγγλων.
Σύμφωνα με την αφήγηση του Μήτσου που έγινε το καλοκαίρι του 2012, λίγες ημέρες μετά την εκδημία του Αποστόλη Κοκμάδη και τη βραδιά που αποχαιρετούσαμε τον άλλο αντάρτη του ΕΛΑΣ, τον Παναγιώτη Σπύρου του Νικολάου, το κύριο τμήμα της επίθεσης ήρθε από την μεριά του δάσους που λεγόταν “Τρέπια” και στο οποίο δάσος υπήρχε μια στενή χωμάτινη οδός που πήγαινε στη Χαλκίδα. Δεν μπήκαν όμως από τη σημερινή είσοδο του χωριού, στη γέφυρα, αλλά από το δρόμο του νεκροταφείου.
Τα πολυβολεία των Γερμανών από το Γυμνάσιο χάλαγαν τον κόσμο αλλά δεν μπορούσαν να τους βλάψουν. Φωτοβολίδες φώτιζαν τον ουρανό ενώ στο χωριό επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι. Το φεγγάρι ήταν 5 ημερών και η φωτεινότητά του στο 27%. Τότε ο χωματόδρομος αυτός ήταν πιο χαμηλά και είχε “όχτο”, ανάχωμα δηλαδή στο οποίο μπορούσαν να καλυφθούν. Από τα καταιγιστικά αυτά πυρά των Γερμανών, τις φωτοβολίδες και τα τροχιοδεικτικά πήραν φωτιά οι θημωνιές του Σπύρο Μπακίτση, ήτοι του Σπύρου Αργύρη πατέρα του ηθοποιού Γιάννη Αργύρη. Βρίσκονταν στα εκεί αλώνια, περίπου στο άγαλμα για τον πεσόντα πιλότο της Πολεμικής Αεροπορίας.
Μέσα στο χωριό δεν συνάντησαν αντίσταση παρά μόνο μικροσυμπλοκές, όπως εκείνη που έγινε στο σπίτι του “Ροτζόφ” (Δ. Μ. Μπρατσιώτης) όπου κοιμόνταν άνδρες των Ταγμάτων. Ένας σκοτώθηκε, ένας τραυματίστηκε και ένας γλίτωσε γιατί ήταν σε άλλο σπίτι. Ήταν εκείνος που ανήκε στην Ειδική Ασφάλεια. Εκεί σκοτώθηκε και η Αγγελική Μπρατσιώτη σύζ Δημητρίου. Δεν κάηκε βέβαια ζωντανή ούτε σφάχτηκε, όπως η μαύρη προπαγάνδα της τρομοκρατίας διέδωσε μετά. Η Αγγελική σκοτώθηκε από σφαίρα στο κεφάλι όταν άνοιξε την πόρτα να δει τι γίνεται. Βρέθηκε δε η μισή μέσα και η μισή έξω. Ακόμα και το 1946 άλλα λέγανε στα δικαστήρια όταν καλούνταν μάρτυρες.
Στη γειτονιά αυτή είχαμε κι άλλα δύο τραγικά γεγονότα. Ο μικρός Θεόφιλος Πινήτας βλήθηκε στο μηρό και βρέθηκε νεκρός το άλλο πρωί. Σύμφωνα με τον γιατρό Α. Παπανδρέου, «Ο θάνατος του μικρού Πινήτα προήλθε από αιμορραγία γιατί φαίνεται ότι ετρώθη η μηριαία αρτηρία ή άλλο αγγείο».
Μια γυναίκα επίσης, πρόσφυγας από τη Λιάτανη, με το όνομα Ασήμω Θεοδώρου σκοτώθηκε κι αυτή από λάθος, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ανθρώπων που τη φιλοξενούσαν.
Άλλος νεκρός εκείνο το βράδυ ήταν ο Γιώργος Δουρδουβέλας, αδελφός του Ντέντε που προαναφέραμε, του Νίκου, του Ντίνου και του Σπύρου. Η θέση του γιατρού Παπανδρέου ότι κατέβηκαν 400 αντάρτες για να σκοτώσουν τους αντιδραστικούς δεν έχει βάση. Απόδειξη είναι η παρουσία τόσο του ίδιου όσο και των άλλων μαρτύρων κατηγορίας στο δικαστήριο. Από τις ίδιες τις καταθέσεις τους προκύπτει ότι βρίσκονταν σπίτια τους και ότι κανείς δεν τους ενόχλησε. Παρατηρούσαν μάλιστα από το παράθυρο όλα τα τεκταινόμενα χωρίς να κινδυνεύουν.
Τέλος συμπλοκή έγινε και στο σπίτι του Πήλιο Σίμου, του Σπύρου Δημητρίου και αδελφού της προγιαγιάς μου. Ο Σπύρος ήταν κουρέας, γαμπρός από αδελφή του διαβόητου Νίκου Μπουραντά και τραυματίας πολέμου, μάλλον της μικρασιατικής εκστρατείας. Με ένα πιστόλι που είχε πάρει από τον ίδιο τον κουνιάδο του, πυροβόλησε τους αντάρτες που πήγαν να τον συλλάβουν. Τραυμάτισε δύο. Τον Λευτέρη Αθ. Αθανασάκη (Λέων), από την Κρήτη, πρώην χωροφύλακα και τον Κυριάκο Κούκο από το Πλατανάκι. Και δύο με τραύματα βαρειά, όπως βεβαίωσαν ενόρκως οι γιατροί Ε.Μ. Ασημάκος και Ν. Σ. Μπλάνας. Ο Αθανασάκης είχε τραύμα κάτω από τον μαστό και ο Κούκος τυφλό τραύμα στην αριστερά πλευρά. Τελικά ο ΠηλιοΣίμος πέθανε επί τόπου ενώ η γυναίκα του Γιαννούλα και αδελφή του Μπουραντά, τραυματισμένη βαρύτατα στην κοιλιά πέθανε κατά τη μεταφορά της στη Χαλκίδα.
Και για όλα αυτά, τα τόσο τραγικά, θα χρειαστεί να επανέλθουμε προκειμένου να φωτιστεί πλήρως και οριστικά όλη αυτή η πλευρά της τοπικής ιστορίας.
Το αποτέλεσμα της επιχείρησης
Μετά από μερικές ώρες στο Σχηματάρι, με τους Γερμανούς να πυροβολούν ασκόπως χωρίς να μπορούν να καταλάβουν τι τους συμβαίνει και χωρίς να μπορούν ν' αντιδράσουν ουσιαστικά, ο ΕΛΑΣ απαγκιστρώνεται με πλήρη τάξη και επιστρέφει στο σημείο εκκίνησης. Ο αντιπερισπασμός είχε πετύχει πλήρως και η κύρια επιχείρηση κατά των Ταγμάτων στην Τοπόλια είχε σαν αποτέλεσμα την εκρίζωση του λόχου και την λαφυραγώγηση της πλούσιας αποθήκης τους. “Μας απάλλαξε από το άγχος των πυρομαχικών”, λέει ο Ορέστης. Τους απάλαξε από το άγχος μέχρι την επόμενη επιδρομή, στο αεροδρόμιο Τανάγρας που θα γίνει 7-8 Σεπτεμβρίου, και η οποία θα λύσει οριστικά το πρόβλημα των πυρομαχικών ενώ θα προμηθεύσει την Ταξιαρχία (2α Μεραρχία πλέον), με ένα αντιαεροπορικό ταχυβόλο.
“Όταν αυτοί καίγανε την Πάρνηθα, εμείς τους καίγαμε τα σπίτια” θα πει αργότερα ο Αποστόλης.
Επίλογος
Ως επίλογο επέλεξα να βάλω μια επιστολή στην “Απογευματινή” και στον Ορέστη την εποχή που γράφονταν και δημοσιεύονταν τα κείμενα αυτά. Δεν έχει μόνο αξία η ίδια η μαρτυρία ενός ακόμα προσώπου που πήρε μέρος. Έχει αξία και το συμπέρασμά της. Στο Σχηματάρι, την ίδια μέρα που κάηκε η Λιάτανη καταδεικνύεται το άτοπο και, άρα, το ακόμα περισσότερο εγκληματικό της καταστροφής ενός τόσο μεγάλου και τόσο πλούσιου σε γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή χωριού της Αρβανιτιάς.
Ήταν παλιά παράκληση του φίλου μου Παναγιώτη Δριχούτη από το Μπράτσι να δει αυτές τις επιστολές, δύο τον αριθμό, του παλιού αγωνιστή Κώστα Μπελεγράτη.
Η μία αφορά την επίθεση στο Σχηματάρι και η άλλη αφορά την επίθεση στο αεροδρόμιο Τανάγρας. Θα τις αναρτήσω ταυτόχρονα συμπληρώνοντας και εκείνο το κενό..
Επιστολή 32α(40ον/24.7.1958)
Κύριε Διευθυντά,
Παρακολουθώ εις την εφημερίδα σας το αφήγημα του κ. Μούντριχα, έχω δε να παρατηρήσω το εξής:
Κατά την γνώμη μου, σημαντικός λόγος που δεν κάηκαν τα χωριά Χλεμποτσάρι και Μουσταφάδες, ώστε να πάψουν να είναι κέντρα εφοδιασμού του ΕΛΑΣ, είναι ο αντίκτυπος που είχε εις τας τάξεις των ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας, επιδρομική ενέργεια του ΕΛΑΣ μέσα εις το Γερμανοκρατούμενο Σχηματάρι, την στιγμή που λίγα χιλιόμετρα παρέκει οι Γερμανοί έκαιγαν την Λιάτανη και το Κλειδί, καθώς και τα δάση της κυριολεκτικά κτενιζομένης Πάρνηθος. Εις την επιδρομήν εκείνην έγιναν αναμφιβόλως πολλές υπερβολές. Πλην, όμως, η βάσις των Ταγμάτων, που εν τω μεταξύ είχεν ενισχυθή και από πολλά δυναμικά στοιχεία της Λιάτανης, διελύθη, του Δουρδουβέλα επιστρέψαντος και πάλιν με ολίγους ανθρώπους του εις την Χαλκίδα. Έγινεν κατόπιν της επιδρομής αυτής ολοφάνερο ότι το σχέδιον της «καμένης γης» εις ουδέν ωφελούσε, αφού οι προσωρινώς εκτοπιζόμενοι από τα ορεινά Ελασίτες, ενεφανίζοντο εξ ίσου δυναμικοί εις τα πεδινά κέντρα.
ΚΩΝ ΜΠΕΛΕΓΡΑΤΗΣ
Μπράτσι Θηβών