Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΤΣΗΣ
ΕΝΑΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΙΟΠΑΝΑΓΙΑ (ΑΣΚΡΗ)
Ένας σπουδαίος αγωνιστής της περιοχής, ξακουστός στις δεκαετίες του 1930, 1940, στα χωριά του Ελικώνα, στην Κωπαϊδα και στην Λιβαδειά, ήταν ο Γιάννης Κουτσής. Από τον Δεκέμβρη του 1946, όταν δολοφονήθηκε, και μετά, κανείς δεν ξαναμίλησε δημόσια για αυτόν. Ότι λεγόταν ήταν κρυφά και ιδιωτικά. Το μόνο που απόμεινε στην οικογένειά του από τον Γιάννη Κουτσή είναι δυο μισοκαμένες κουβέρτες και δύο γραβάτες του. Και οι ιδέες που διέδωσε και οι ψυχές των ανθρώπων του κάμπου και των χωριών και των απογόνων τους μέσα στις οποίες βρίσκονται και αναπαράγονται πάντα χωρίς να μπορούν να σκοτωθούν.
Ο Γιάννης Κουτσής γεννήθηκε στην Παλιοπαναγιά (Άσκρη) το 1910. Ο πατέρας του Σωτήρης Κουτσής ήταν αγρότης, Βενιζελικός και οπαδός του βουλευτή Βοιωτίας Λουκά Κουτσοπέταλου. Στο χωριό καλλιεργούσε αμπέλια, ελιές και στην Κωπαίδα βαμπάκι, καναβούρι και πατάτες. Μητέρα του ήταν η Δέσποινα Κολοκυθά-Κανάπη. Αυτή ήταν μια μεγάλη οικογένεια με επτά παιδιά.
Ο Γιάννης Κουτσής ήταν πανέξυπνο και ήσυχο παιδί και τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στην Παλιοπαναγιά (Άσκρη) με άριστα. Κατόπιν φοίτησε στο Σχολαρχείο Ερημοκάστρου (Θεσπιών) από όπου επίσης αποφοίτησε με άριστα. Όταν αποφοίτησε, ο Διευθυντής του Σχολαρχείου κάλεσε τον πατέρα του και του είπε: «Να πουλήσεις ακόμα και τα γουρνοτσάρουχά σου και να σπουδάσεις το παιδί. Θα γίνει μεγάλος και τρανός». Όμως ο πατέρας απάντησε: « Έχω μεγάλη οικογένεια και δεν μπορώ».
Στεναχωρέθηκαν πολύ και οι δύο γονείς και όταν το είπαν στον Γιάννη αυτός δεν μίλησε καθόλου. Πήρε μια φοράδα που είχανε για τις δουλειές δεμένη στην αυλή. Πήγε στα χωράφια για να την βοσκήσει. Εκεί κάθισε όλη την ημέρα νηστικός και το βράδυ γύρισε στο σπίτι και πάλι δεν μίλησε καθόλου ούτε έφαγε τίποτα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΙΟΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΝ ΚΡΙΜΠΑ ΜΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ
Μια μέρα, κίνησε ξαφνικά από το χωριό και πήγε στον Κριμπά (Αλίαρτο) με τα πόδια. Το άλλο πρωί έπιασε δουλειά στον μύλο του Μουράτη. Την ημέρα δούλευε στον μύλο και το βράδυ έκανε άλλες δουλειές. Πολλές φορές καθάριζε φακές και εκεί που τις καθάριζε τον έπαιρνε ο ύπνος από την κούραση. Δούλευε και στα περιβόλια μαζί με τον πατριώτη του, τον Θανάση Χρήστου. Ακόμα πήγαινε και σκάλιζε τα βαμπάκια στην Κωπαίδα μαζί με την μάνα του.
Τότε, το 1929, γνώρισε κάποιον τηλεγραφητή από το Σωληνάρι, τον Λάμπρο Λαμπρίδη. Αυτός τον σύστησε και τον έβαλε σε ένα μικρό κτίριο της Αγγλικής Εταιρίας της Κωπαίδας σαν ταχυδρομικό υπάλληλο. Από τότε πήγαινε με ένα ποδήλατο στα γύρω χωριά και μοίραζε τα γράμματα. Με το τραινάκι, που το έσερναν δύο άλογα πάνω στις γραμμές, πήγαινε στο Μούλκι. Μοίραζε την αλληλογραφία γρήγορα και μεγάλη συνέπεια. Είχε μόνιμα στο νου του το να σπουδάσει και όλοι τον υποστήριζαν εκτός από τον πατέρα του και ένα θείο του. Το παράπονο για τον πατέρα του δεν ήταν ανυπόφερτο αλλά για τον θείο του ήταν πολύ μεγάλο. Του στοίχιζε, δεν το ξεπέρασε ποτέ και πέθανε με αυτό.
Το 1930 πήγε φαντάρος. Στις άδειες δούλευε σε ένα ξενοδοχείο της ξαδέρφης του Καλλιρρόης Σαμαρτζή, συζύγου του Γιάννη Πέτσουλη από το Σιάχου (Πέτρα) Βοιωτίας. Όταν απολύθηκε είπε στον πατέρα του ότι θα δουλεύει στο ξενοδοχείο της ξαδέρφης του και ότι θα γραφτεί στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσει. Ο πατέρας του πάλι του μπήκε εμπόδιο επειδή δεν ήθελε ο γιος του να δουλεύει σε ξενοδοχεία και έτσι ο Γιάννης έφυγε από εκεί και ξαναπήγε στον Κριμπά. Ξανάπιασε δουλειά στο ταχυδρομείο και ταυτόχρονα δούλευε και σαν γραφιάς στην Αγγλική Εταιρία. Τα πιο πολλά λεφτά που έβγαζε τα έστελνε στην οικογένειά του, στο χωριό. Ταυτόχρονα διάβαζε για να δώσει εξετάσεις για ασυρματιστής.
ΟΙ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΣΥΡΜΑΤΙΣΤΗΣ
Διάβαζε συνέχεια για 6 μήνες, τις νύχτες αλλά και τις ημέρες όταν έβρισκε χρόνο. Ο καθηγητής Παπαμελετίου, από την Θήβα, που ήταν και εξεταστής, είχε ένα ανεψιό, ο οποίος έδινε και αυτός εξετάσεις. Ο καθηγητής ρώτησε και έμαθε. Τότε φοβήθηκε τον Γιάννη ότι θα αρίστευε στις εξετάσεις και θα έπαιρνε την θέση του ανεψιού του. Έτσι του είπε παραπλανητικά ότι οι εξετάσεις θα γίνονταν σε μεταγενέστερη ημερομηνία από την κανονική.
Όταν πήγε ο Γιάννης για να δώσει εξετάσεις του είπαν ότι πέρασε η ημερομηνία των εξετάσεων. Κόντεψε να λιποθυμήσει όταν το άκουσε αυτό και γύρισε αμίλητος στο χωριό. Κάθισε κοντά στο τζάκι όλη την νύχτα με το κεφάλι ανάμεσα στα δυο χέρια του. Το πρωί σηκώθηκε όρθιος και είπε: «Αν ήταν άλλος στη θέση μου θα έπαιρνε ένα πιστόλι και θα σκότωνε τον καθηγητή».
Και πήρε πιστόλι αλλά στην κατοχή. Σε αυτή την συγκυρία, αντί να πάρει το πιστόλι αποφάσισε να συνταχθεί με τους εξεγερμένους αυτόν τον καιρό κολλήγους της Κωπαίδας και με τους πρωτοπόρους της σκληρής διετούς αυτής εξέγερσης. Έτσι θα έπαιρνε εκδίκηση απέναντι σε κάθε αδικία. Δική του και της κοινωνίας. Συλλογικά και οργανωμένα. Όχι ατομικά και αυθόρμητα. Και κίνησε για να πάει με τα πόδια στον Κριμπά, στην δουλειά του. Πέρασε πρώτα από το εκκοκιστήριο, όπου είχαν συγκέντρωση οι κολλήγοι. Στον κεντρικό δρόμο του Κριμπά ήταν ένας λαχειοπώλης. Πήρε ένα λαχείο και από τότε άρχισε να παίρνει λαχείο στις αδελφές του και έλεγε: «Εγώ ήμουν άτυχος. Μήπως είσαστε εσείς τυχερές».
ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΜΟΔΙΣΕΙ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ
Ο Γιάννης κρατούσε ημερολόγιο. Οι αδελφές του, και κυρίως η Αγγελική και η Σοφία, το κρυφοδιάβαζαν και έμαθαν για τον έρωτά του στην Λιβαδειά. Αγαπούσε μια νέα κοπέλα και την επισκεπτόταν συχνά. Έμαθαν όμως από το ημερολόγιό του και πόσο τις αγαπούσε και τις τέσσερις αδελφές του. Αγαπούσε πολύ και όλους τους συμπατριώτες του.
Μα πιο πολύ αγαπούσε τα μικρά και φτωχά παιδιά. Τον Γιώργο Κορδόνη, τον Τάκη Πέππα και πολλά άλλα μικρά παιδιά τα στέλνανε οι γονείς τους να τα διαβάζει. Είχε πολλούς φίλους και στην γιορτή του γέμιζε το σπίτι από κόσμο. Το γλέντι κράταγε μέχρι το πρωί. Ο Προϊστάμενός του, ο Λαμπρίδης, πήγαινε με όλη την οικογένειά του στην γιορτή του Γιάννη και πολλές φορές έμενε στο σπίτι του 10 και 15 ημέρες.
Ο Κώστας Μήτραινας ήθελε να κάνει κουμπάρο του τον Γιάννη. «Αν δεν σε κάνω κουμπάρο, δεν το βαφτίζω το παιδί» του έλεγε. Έτσι ο Γιάννης βάφτιζε την κόρη του, την Δήμητρα Μήτραινα, που αργότερα έφυγε στην Ιταλία και έγινε φαρμακοποιός εκεί. Στην βαφτιστήρα του πήγαινε τόσα δώρα που κανείς δεν το πίστευε. Της αγόρασε και μια κούκλα που μιλούσε. Ο Γιάννης είχε και μια φωτογραφική μηχανή και έβγαζε συνέχεια φωτογραφίες. Ήταν και περιζήτητος γαμπρός. Αλλά αυτός «ανήκε αλλού». Ήταν πιστός στο αίσθημά του στην Λιβαδειά.
Μια μέρα ζήτησε από την μητέρα του να κόψει ένα κομμάτι από την σκηνή που την χρησιμοποιούσε η οικογένεια όταν πήγαιναν στην Κωπαίδα για δουλειά. Της είπε να ράψει με το ύφασμα της σκηνής ένα παντελόνι για κάποιον που δεν είχε. Η μητέρα το έραψε αλλά ο Γιάννης όλο ζητούσε και άλλο κομμάτι σκηνής και κόψε κόψε πάει, έδωσε ολόκληρη την σκηνή.
Πήρε τον αδελφό του, τον Βασίλη στον Κριμπά και τον έβαλε να δουλεύει στα βενζινάλετρα της Εταιρίας. Όμως, ο πατέρας του πήγε στο βουνό για ξύλα και του έπεσε ένα κούτσουρο στο πόδι και του το έλιωσε. Έτσι ο Βασίλης τελείωσε άδοξα την σταδιοδρομία του στην Εταιρία και ξαναγύρισε στο χωριό. Μια μέρα πήγε στο χωριό και είπε: «Μαμά, θα πάρω πλεκτομηχανές και θα πάρω τα κορίτσια στον Κριμπά για να τις δουλέψουν». Η μάνα του όμως δεν το δέχτηκε γιατί είχε κάνει εγχείρηση και ήθελε τις κόρες της κοντά της.
Αλλά η επιμονή του Γιάννη Κουτσή και η δραστηριότητά του δεν είχε σταματημό. Νοίκιασε 40 στρέμματα χωράφια από τον Κώστα και Γιώργο Πελώνη, στο Πόδι, στην Κωπαίδα. Έσπερνε βαμπάκια και πατάτες. Έφτασε το 1940 να σπείρει 10 στρέμματα λινάρι στο Μεσάρι, στην Κωπαίδα και αφού δούλεψε με όλη την οικογένειά του, έβγαλε λινάρι. Την ίδια χρονιά έσπειρε βαμπάκι. Το πούλησε τον Σεπτέμβριο εισπράτοντας 40.000 δραχμές. Επειδή η ποιότητα του βαμπακιού ήταν άριστη έλαβε άλλες 5.000 δραχμές ως πριμ.
ΕΝΑΣ ΑΚΟΥΡΑΣΤΟΣ ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΗΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ
Η εξέγερση των κολλήγων της Κωπαίδας κατά της Αγγλικής αποικιακής Εταιρίας τα έτη 1931-1932 ήταν σκληρή αλλά και νικηφόρα. Η σταθερή υποστήριξη του αγώνα τους από το ΚΚΕ είχε σαν αποτέλεσμα τότε, πολλοί πρωτοπόροι κολλήγοι, αγρότες από τα γύρω χωριά, υπάλληλοι και εργάτες να γνωριστούν με τις σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδέες και να προσχωρήσουν σε αυτές. Μεταξύ των πρώτων ήταν και ο Γιάννης, που στρατεύτηκε στο ΚΚΕ.
Ο Γιάννης Κουτσής κατοικούσε σε μια παράγκα πίσω από τα γραφεία της Αγγλικής Εταιρίας και παρά τις πολλές και διαφορετικές δραστηριότητές του, ποτέ δεν παραμελούσε το διάβασμα και την μόρφωσή του. Το διάβασμα του άρεσε πάντα αλλά αφότου στρατεύτηκε πολιτικά το θεωρούσε και κομματική πολιτική υποχρέωση.
Η παράγκα είχε ράφια παντού γύρω γύρω τα οποία ήταν γεμάτα με βιβλία. Στα ράφια μέχρι την δικτατορία του Μεταξά, το 1936, υπήρχαν πολλά μαρξιστικά βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες. Μετά τα βιβλία και τα έντυπα αυτά μεταφέρθηκαν στο χωριό σε ασφαλές μέρος. Μια φορά κοιμήθηκε καθώς διάβαζε και από την σόμπα πήρε φωτιά η παράγκα. Ο Γιάννης το μόνο που πρόλαβε να σώσει ήταν δύο μισοκαμένες κουβέρτες από το κρεβάτι του και δύο γραβάτες που τις άρπαξε από την κρεμάστρα. Ειπώθηκε ότι κάποιοι μπράβοι έβαλαν την φωτιά για να τον κάψουν αλλά ο Γιάννης δεν έκανε καμία καταγγελία στις αρχές. Μόνο δυνάμωσε πιο πολύ την πολιτική του δράση για απάντηση.
ΜΥΗΣΕ ΣΤΟΝ ΜΑΡΞΙΣΜΟ ΤΟΝ ΓΙΟ ΤΟΥ ΤΣΙΦΛΙΚΑ
Στα χρόνια αυτά, η αποικιοκρατική Αγγλική Εταιρία της Κωπαίδας είχε συνεργασία με τον άλλο Άγγλο μεγαλοτσιφλικά της Βόρειας Εύβοιας Νόελ Μπαίηκερ. Ο Κουτσής, που εν τω μεταξύ είχε αναδειχτεί σε στέλεχος της Αγγλικής Εταιρίας της Κωπαίδας, είχε αναλάβει την επικοινωνία με την Εταιρία του Μπαίηκερ και τακτικά πηγαινοερχόταν στην Βόρεια Εύβοια για δουλειές της Εταιρίας της Κωπαίδας. Στο Προκόπι, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, γνωρίστηκε με τον νεότερό του, τον γιό του τσιφλικά, τον Φράνσις Μπαίηκερ. Ο Φράνσις αμέσως εκτίμησε την πολυμάθεια του Γιάννη. Άρχισε να τον θαυμάζει για τις γνώσεις, την μεθοδικότητα και την εργατικότητά του και άρχισε να επισκέπτεται και αυτός τον Κριμπά. Εκεί ανέπτυξε σχέσεις με Άγγλους υπαλλήλους και γνωρίστηκε και με πολλούς νέους της περιοχής. Συζητούσε με αυτούς για πολιτικά και φιλοσοφικά θέματα, έκανε παρέες και άρχισε να εργάζεται και αυτός μαζί με τον Γιάννη.
Μνημειώδεις είχαν μείνει στον Κριμπά οι συζητήσεις στο χάνι του Κομίνη, κοντά στην γέφυρα του Λόφη. Εκεί κάθονταν πάνω σε ένα σωρό από πέτρες ο Γιάννης και ο Φράνσις. Γύρω γύρω το ακροατήριο αποτελούνταν από νέους και η κουβέντα τους σχεδόν πάντα ήταν έντονη. Πολλές φορές έπαιρνε χαρακτήρα μαρξιστικής διαπαιδαγώγησης από τον Γιάννη. Τις μαρξιστικές ιδέες τις ασπάστηκε ο νεαρός Φράνσις στον Κριμπά, ήδη από την προπολεμική εποχή.
Αργότερα, στις πρώτες εκλογές μετά από τον πόλεμο, ο Φράνσις έθεσε υποψηφιότητα με το Εργατικό Κόμμα της Αγγλίας. Εκλέχτηκε ανέλπιστα βουλευτής του Αγγλικού Κοινοβουλίου. Ανήκε τότε στην Αριστερή πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος. Στράφηκε σαν βουλευτής εναντίον των συμπατριωτών του βουλευτών και δημιούργησε αντιπάθειες. Υποστήριξε τους διωκόμενους μεταπολεμικά αγωνιστές στην Ελλάδα, έλαβε καθαρή θέση υπέρ της επιστροφή των ελγινείων, επέκρινε την στάση των Άγγλων στο κυπριακό κλπ. Αυτά στα νιάτα του Φράνσις.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Το 1940, με την κήρυξη του πολέμου, ο Γιάννης Κουτσής παρουσιάστηκε στην επιστράτευση και υπηρέτησε στις τηλεπικοινωνίες στον Βόλο μέχρι την άνοιξη του 1941. Μετά από την κατάρρευση του μετώπου γύρισε στο χωριό. Παρουσιάστηκε στον Κριμπά και έπιασε πάλι δουλειά στην υπό γερμανικό πλέον έλεγχο Εταιρία της Κωπαίδας.
Όταν έγινε η Εθνική Αντίσταση ο πήρε ενεργό μέρος και ήταν από τους πρώτους οργανωτές της στην περιοχή. Οργάνωσε στο ΕΑΜ πολύ κόσμο, τον Γιώργο Πελώνη, τον οποίο είχε συνάδελφο στο ταχυδρομείο, τον Αλέκο Πελώνη, τον Γιώργο Κατσιμίχα, τον Λουκά Μιχάλαινα και άλλους. Είχε κύρος γιατί ήταν παλαιός κομμουνιστής και εξελίχθηκε σε στέλεχος της Αντίστασης. Δεν λογάριαζε τον κίνδυνο ούτε τον αδίστακτο στρατιωτικό διοικητή της Εταιρείας και της περιοχής Μάγερς. Δούλευε κυριολεκτικά κάτω από την μύτη του και είχε συγκροτήσει μια μαζική οργάνωση του ΕΑΜ στελεχωμένη με αποφασισμένους αγωνιστές, εργάτες στο εκκοκιστήριο, στους μύλους του Μαράκη και του Μουράτη, υπαλλήλους της Εταιρίας, κολλήγους, κτηνοτρόφους και αγρότες της Κωπαίδας.
«Ο τηλεγραφητής Κωτσής, από τον Κριμπά, με το ψευδώνυμο του «Βαρλαάμ», παρακολουθούσε συστηματικά και μας πληροφορούσε για τις ενέργειες του Μάγερ. Για τον σκοπό αυτόν, του απηγόρευσα κάθε άλλη δράσι μέσα στην οργάνωσι. Το μέτρον αυτό απεδείχθη σωτήριον και ο Βαρλαάμ ανεδείχθη σε έναν πρώτης κλάσεως αντικατάσκοπο. Μπορώ να πω πως ο Μάγερ βρήκε τον μάστορή του» γράφει ο καπετάν Ορέστης (Ανδρέας Μούντριχας) στα απομνημονεύματά του το 1958, στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ.
Η οργάνωση του ΕΑΜ στο χωριό του, στην Παλιοπαναγιά (Άσκρη) ήταν μία από τις μαζικότερες στην περιοχή και περιλάμβανε σχεδόν όλους τους κατοίκους. Οι γνώσεις του χώρου και η οξυδέρκειά του Κουτσή αποδείχθηκε ότι ήταν ανώτερη από του στρατιωτικού διοικητή του Κριμπά, παρότι αυτός διέθετε όλα τα μέσα. Προφασιζόμενος ότι δουλεύει για την Εταιρία γύριζε μέρα και νύχτα όλη την Κωπαίδα και ανεβοκατέβαινε στο βουνό.
Γνώριζε την απόφαση των οργανώσεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ για την εκτέλεση του Μάγερς. Το πρωινό της πρώτης απόπειρας που έγινε εναντίον του στην Στενή Μαυρομματίου, το καλοκαίρι του 1943, ο Γιάννης Κουτσής δεν είχε πάει στην δουλειά του. Είχε φροντίσει ώστε την προηγούμενη μέρα να πάει στο χωριό του για να αποχαιρετίσει τους συγγενείς και φίλους του. Μετέφερε και τα βασικά πράγματά του από τον Κριμπά στο χωριό και είπε στον πατέρα του: «Δεν ξαναπάω στον Κριμπά. Θα πάω στην Αθήνα». Και από τότε πέρασε στην παρανομία.
Γνώριζε καλά από πριν και τις δύο επόμενες απόπειρες κατά του Μάγερς. Την δεύτερη φορά μάλιστα, ειδοποίησε τον εκτελεστή Θεόφιλο Καζαντζίδη, εργάτη στους μύλους του Μαράκη και του Μουράτη. Να μην επιχειρήσει την εκτέλεση γιατί ο Μάγερς είχε λάβει δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. Έτσι γλύτωσε τον Θεόφιλο από βέβαιη σύλληψη.
Πριν από την απόπειρα στην Στενή έφυγε και άργησε να ξαναφανεί στο χωριό. Μια μέρα γύρισε από την Λιβαδειά στο χωριό ένας πατριώτης του. Ο Σωτήρης Κιούσης. Πήγε στο σπίτι και είπε στον πατέρα του Γιάννη με θαυμασμό ότι είδε τον Γιάννη στην Λιβαδειά. Ότι είχε βγάλει λόγο στην πλατεία και ότι μιλούσε συνέχεια για τρεις ώρες. Ο πατέρας ταράχτηκε και είπε στην γυναίκα του: «Πάει, το χάσαμε το παιδί. Έγινε επαναστάτης».
Ένα βράδυ ο Γιάννης επισκέφθηκε κρυφά την οικογένειά του, στο σπίτι στο χωριό. Τον ρώτησε ο πατέρας του: «Έγινες επαναστάτης; Το σκέφθηκες καλά;» Ο Γιάννης του απάντησε: «Ναι. Θα βάλω ένα λιθαράκι και όποιος θέλει ας το τελειώσει το κτίσιμο». Όταν αργά τα μεσάνυχτα έφυγε από το σπίτι είπε στον αδελφό του τον Βασίλη: «Όλο τον κόσμο έπεισα. Αλλά απέτυχα να πείσω την οικογένειά μου». Έφυγε από το χωριό και πήγε στον Ζαγαρά. Βρισκόταν διαρκώς σε κίνηση. Από τον Ζαγαρά στο Στεβενίκο και από κει στο Ζερίκι και στην Λιβαδειά. Είχε αναδειχτεί σε στέλεχος του ΕΑΜ και ήταν πλέον μέλος της ηγεσίας (Β΄ Γραμματέας) του ΚΚΕ της επαρχίας Λιβαδειάς. Ο πατέρας έστελνε συχνά τον Βασίλη στο βουνό για να συναντά τον αδελφό του και για να μαθαίνει για αυτόν.
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ, ΟΙ ΔΙΩΞΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ
Όταν απελευθερώθηκε η Ελλάδα από τους Γερμανούς, οι Εγγλέζοι βιάστηκαν να βάλουν πόδι στον Κριμπά. Το ΕΑΜ είχε θέσει το θέμα της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης του κάμπου της Κωπαίδας από τους Άγγλους αποίκους και τα συμφέροντά τους κινδύνευαν. Γι αυτό μια ισχυρή μονάδα από θωρακισμένα ξεκίνησε από την Θήβα για τον Κριμπά. Εκεί εγκατέστησε βιαστικά την διοίκηση της Εταιρείας της Κωπαίδας και τον μισητό Διευθυντή της τον Μακ Έλντερ.
Ο Μακ Έλντερ, κατά τις συνήθειές του, άρχισε αμέσως τις προσπάθειες να προσεταιριστεί ή να εξαγοράσει την υποστήριξη των ντόπιων και ιδιαίτερα των παλαιών στελεχών της Εταιρείας. Ένας από τους πρώτους στους οποίους απευθύνθηκε ήταν ο Γιάννης Κουτσής. Του έστειλε μήνυμα και του έταξε υψηλές διευθυντικές θέσεις και μεγάλο μισθό. Πήρε όμως την απάντηση: «Εγώ ανήκω αλλού».
Αντί για να τιμηθεί η αντιστασιακή του δράση του Γιάννη Κουτσή, το κράτος των δοσιλόγων τον συνέλαβε και τον έκλεισε στις φυλακές Λιβαδειάς. Στην ανάκριση είπε τα ίδια ακριβώς άλλοθι με άλλον κρατούμενο, τον Γ. Γρανιτσιώτη. Έτσι, αφέθηκε προσωρινά ελεύθερος. Μετά από την απελευθέρωσή του πήγε ίσια στο χωριό. Τον αγκάλιασε όλος ο κόσμος, τον φιλούσαν και τον κρατούσαν από τα χέρια. Οι γονείς τον καμάρωναν και οι αδελφές του δεν έβγαζαν το βλέμμα τους από πάνω του γιατί φόραγε μια καπαρντίνα μπλέ και ένα κουστούμι γκρί και ήταν πολύ όμορφος. Κάποια στιγμή στράφηκε προς τον κόσμο και είπε: «Αφήστε με και μη μου σκίζετε την καρδιά».
Όμως οι συνθήκες ήταν δύσκολες. Επικρατούσε βία και τρομοκρατία στον Λαό. Στην οικογένεια του Γιάννη Κουτσή οι παρακρατικές συμμορίες είχαν κάνει τον βίο αβίωτο. Δεν κοτάγανε να βγούνε έξω. Η ζωή της οικογένειας ήταν ένα δράμα. Οι Άγγλοι και οι ντόπιοι συνεργάτες ήθελαν με κάθε τρόπο να τον υποτάξουν. Όμως, ο Γιάννης Κουτσής αναδείχθηκε αναπληρωτής Γραμματέας της οργάνωσης του ΚΚΕ της περιοχής Λιβαδειάς. Αλλά δεν ήταν δυνατόν να σταθεί στην Λιβαδειά. Τον γνώριζαν και οι πέτρες. Ήταν σίγουρο ότι θα τον δολοφονούσαν οι δοσίλογοι που είχαν αποθρασυνθεί. Έτσι έφυγε από την Λιβαδειά και πήγε στην Αθήνα.
Στην Αθήνα κρυβόταν σε διάφορα σπίτια γνωστών του. Ήταν η εποχή που η οικογένεια του έστελνε χρήματα για να μπορεί να ζήσει. Στα τέλη του 1946, σύχναζε στο σπίτι του συμπατριώτη του, από τα χωριά της Θήβας, Κοβάνη, ο οποίος είχε καπνοπωλείο στην οδό Ζήνωνος 32, κοντά στην οδό Πειραιώς.
Εκεί, μέσα στο καπνοπωλείο, πυροβολήθηκε εν ψυχρώ. Μεταφέρθηκε στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο ζωντανός. Έζησε 6 ώρες. Πήγε στο νοσοκομείο ο κουμπάρος του, ο Κώστας Μήτραινας και τον βρήκε ακόμα ζωντανό. Όταν πέθανε, ο Μήτραινας ζήτησε να πάρει τον νεκρό και να τον φέρει στο χωριό. Δεν τον δώσανε. Τον κηδέψανε 5-6 συμπατριώτες του, ο Αλέκος Ζαρίφης, ο Μήτραινας και άλλοι στο 2ο νεκροταφείο. Εκεί έμειναν τα οστά του. Στο χωριό έγινε κενοτάφιο.
Στις 10 Δεκεμβρίου 1946, στην πρώτη σελίδα ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ ανέφερε δύο δολοφονίες στην Αθήνα. «…… Η άλλη στυγερή δολοφονία έγινε χθες βράδυ στις 8.45΄ μέσα στην καρδιά της Αθήνας, στην οδό Ζήνωνος. Οι δολοφόνοι αυτή την φορά χρησιμοποίησαν μηχανοκίνητα μέσα. Κατέφθασαν με τζίπ μπροστά στο καπνοπωλείο της οδού Ζήνωνος 32. Κατέβηκε ένας από αυτούς με μαύρο κουστούμι, μπήκε μέσα στο καπνοπωλείο του Γκοβάνη με προτεταμένο το πιστόλι του και το άδειασε εναντίον του Ι. Κουτσή, που βρισκόταν εκείνη την στιγμή μέσα. Από τις σφαίρες τραυματίστηκε και ο καπνοπώλης. Ο Ι. Κουτσής ήταν καταδιωκόμενος δημοκρατικός από την Λιβαδειά και τον φιλοξενούσε στο σπίτι του ο καπνοπώλης. Το θύμα φέρει πολλά τραύματα στο στήθος. Μεταφέρθηκε στο κρατικό νοσοκομείο. Το δεύτερο θύμα των μοναρχικών δολοφόνων, Κουτσής, υπέκυψε στα τραύματα στο νοσοκομείο που μεταφέρθηκε».
[Τα παραπάνω βασίστηκαν στις περιγραφές του Γιώργη Κατσιμίχα (Λιόλη), παλαιού αγωνιστή και κρατούμενου στις φυλακές Κέρκυρας, του Βαγγέλη Μουράτη παλαιού Προέδρου της Κοινότητας Αλιάρτου, στις διηγήσεις της Αγγελικής Κουτσή-Αρβανίτη και Σοφίας Κουτσή, αδελφών του Γιάννη Κουτσή και χάρις στην βοήθεια του Παύλου Βασιλείου, από την Άσκρη και ορισμένων άλλων πολιτών και του Γιώργου Σαλεμή, που μου έστειλε το δημοσίευμα του ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ.]