Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΙ μεραρχία ΕΛΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΙ μεραρχία ΕΛΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

Ορέστης - Ανδρέας Σταύρου Μούντριχας

1905 Οξύλιθος Ευβοίας - 10 Αυγ 1972 Αθήνα

Ο Ορέστης στους Κορεσχάδες,
Μάιος 1944
μπροστά στο έδρανο του προεδρείου





Ο Ανδρέας Μούντριχας
1952 μετά την αποφυλάκισή του.
Με τη μαύρη γραβάτα
του πένθους της μητέρας του

Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής



Πρόλογος

Η 16η Ιουνίου είναι μέρα θλίψης για τους τηρούντες την μνήμη των αγωνιστών του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. 
Υπάρχει όμως και μια άλλη 16η Ιουνίου, εκείνη του 1942, που είναι ημέρα γιορτής για το αντάρτικο της Βοιωτίας, της Αττικής, της Εύβοιας και γενικότερα της Ανατολικής Στερεάς μέχρι το Μαυρολιθάρι, το Λιδωρίκι και την Άμφισσα.
Είναι η ημέρα όπου ο Ανδρέας Μούντριχας, γραμματέας του ΕΑΜ και του ΚΚΕ της Βοιωτίας από τον Νοέμβριο του 1941, βγαίνει στο βουνό μαζί με τον Βλάση και τον Θόδωρο, και γίνεται Ορέστης. Ο Βλάσης ήταν από τον Συνοικισμό της Θήβας και λεγόταν Σκαπένης και ο Θόδωρος ήταν ΒορειοΗπειρώτης και αγνοούμε το επίθετό του. 

Εκείνη την 16η Ιουνίου 1942 τιμώντας, δίνω σήμερα το πρώτο ακριβές βιογραφικό του Ανδρέα Μούντριχα - Ορέστη, του μεγάλου αυτού καπετάνιου του ΕΛΑΣ, του δεύτερου μετά τον Άρη, θα τολμήσω να ισχυριστώ ενώπιον Θεού, ανθρώπων και Ιστορίας. 
Είναι το πρώτο βήμα για την ιστορική αποκατάσταση του Ορέστη, η οποία, βέβαια, δεν εξαντλείται στην παράθεση των βασικών στοιχείων του βίου του. 
Εκτείνεται και στα της κατοχής αλλά και στη μετά την αποφυλάκισή του συνδικαλιστική του δράση. Περιλαμβάνει τις αφηγήσεις του αλλά και έναν ενδελεχή έλεγχο των ισχυρισμών του, των πληροφοριών που ο ίδιος δίνει αλλά και την αρχειακή και βιβλιογραφική εξέταση των γεγονότων. 
Από όλη αυτή την ερευνητική δουλειά που απέδωσε έναν τεράστιο όγκο υλικού για τον ΕΛΑΣ της ΑττικοΒοιωτίας και της Εύβοιας, αλλά και για τα Δεκεμβριανά, τα προ και τα μετά του Δεκέμβρη, τη διολίσθηση στον Εμφύλιο, ας αρκεστεί ο αναγνώστης, προς το παρόν, στο βιογραφικό του. 
Ελπίζω σύντομα να αξιωθώ την έκδοση όλης εκείνης της μελέτης, παρά τον μεγάλο όγκο της και τις δυσκολίες των καιρών. 

Ευχαριστίες οφείλουμε στους εναπομείναντες της μεγάλης οικογένειας των Μουντριχέων του Οξύλιθου, ζώντες και κεμοιμημένους, τους διασώσαντες τον πυρήνα της μνήμης, παρά τους ανηλεείς διωγμούς, συκοφαντίες,  αδικίες και κακουχίες. 

Ιδιαίτερα, ευχαριστώ την ευγενέστατη και γλυκύτατη κυρία Χρυσαυγή που με εμπιστεύτηκε αμέσως και μοιράστηκε μαζί μου πολύτιμα οικογενειακά κειμήλια, υλικά και νοητά, παρά την απόσταση και το προχωρημένο της ηλικίας της.
 
Ξεχωριστές ευχαριστίες οφείλω και στον Βαγγέλη, που μου άνοιξε το δρόμο, και μου εμπιστεύτηκε τις καταγραφές του πατέρα του για τον Ορέστη. 


Βιογραφικό

Ο πατέρας του Ανδρέα λεγόταν Σταύρος (+ 1934) και η μητέρα του Μαρία Ψυχογιού (+1951, Μάρτιος. Πέθανε μερικούς μήνες πριν την αποφυλάκιση του Ορέστη). Όταν παντρεύτηκαν, μετά την κλοπή της Μαρίας, ήταν 18 και 14 ετών αντίστοιχα και αγράμματοι. Το πρώτο παιδί, ο Δημήτρης, είχε 16 χρόνια διαφορά από τη μάνα του, η οποία έκανε 12 παιδιά και ζήσανε τα 7. Τα αδέλφια του ήταν: ο Δημήτρης, ο Χρήστος, η Ευαγγελία, η Ιωάννα, η Παρασκευή και η Σταματία.


Ο πατέρας του δεν ήταν από τον Οξύλιθο. Ήταν από το Σκεπαστό. Βρέθηκε εκεί επειδή είχε έναν αδελφό, τον Θανάση, που ήταν ηγούμενος στη Μονή Μάντζαρη με το όνομα Ανανίας. Έτσι εξηγείται η καλή σχέση του Ορέστη με την εκκλησία και οι σχετικές γνώσεις του για τα εκκλησιαστικά και τα μοναστικά.


Φοίτησε στο Γυμνάσιο Κύμης. Ήταν καλός μαθητής αλλά πολύ ζωηρός. Απεβλήθη λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς προς τον καθηγητή των μαθηματικών. Τελείωσε την τελευταία τάξη στο Γυμνάσιο Χαλκίδος. 

Τελειώνοντας το γυμνάσιο ενεγράφη στη Νομική, παράλληλα με τις εξετάσεις στη Σχολή Ενωματαρχών.

Μπήκε και βγήκε με τους πρώτους.

Στα φοιτητολόγια της Νομικής Σχολής φαίνεται εγγεγραμμένος το 1924 με αριθμό γενικού μητρώου 10029 και με τελευταία ανανέωση της εγγραφής του στις 9 Οκτωβρίου 1933.

Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς εξετάζεται και στο Συνταγματικό Δίκαιο. Φαίνεται πως τότε διέκοψε και τη φοίτησή του, παρά το ότι του άρεσε η δικηγορία, ενώ ο πατέρας του ήθελε να γίνει  γιατρός.

Μετατίθεται, άγνωστο πότε, στον Βόλο. Μάλλον ως νεαρός ενωματάρχης.

Εκεί εκτελεί το ένταλμα σύλληψης ενός σημαίνοντος που εκκρεμούσε και ο διοικητής του τον διατάζει, προφορικά, να τον αφήσει ελεύθερο. Εκείνος ζητάει γραπτή διαταγή και μετατίθεται δυσμενώς στην ευρύτερη περιοχή με κέντρο το Λιτόχωρο, στο φυλάκιο των παλιών συνόρων με την Τουρκία, μόλις μια δεκαετία μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, και σε αποσπάσματα καταδίωξης των τελευταίων ληστών του Ολύμπου.


Εκεί συναντάει μια δυναμική γύφτισσα, χήρα και εκτελούσα χρέη αρχηγού της φυλής, με την οποία λύνει με πρωτότυπο τρόπο ζητήματα τήρησης του νόμου και σχέσεων της ατίθασης φυλής των τσιγγάνων με την εξουσία. 

Εκεί συναντάει επίσης και κάποιον γνωστό λήσταρχο [Γιαγκούλας1(;)], που είχε μεταμφιεστεί σε χωροφύλακα. Ανυποψίαστος κάτσανε μαζί, να φάνε και να πιούνε και γλυτώνει παρά τρίχα. 

Σε επεισόδιο με έναν παπά ληστοτρόφο, για την κακή συμπεριφορά του σε μια χήρα που θυμίζει σκηνή του Ευαγγελίου, του κόβει τα γένια έξω απ' την εκκλησία. Περνάει στρατοδικείο, δικάζεται τρία χρόνια με αναστολή και αποτάσσεται, γύρω στο 1930. Στη χωροφυλακή πρέπει να έμεινε κάπου 7-8 χρόνια, όταν η θητεία ήταν 12ετής.

Στην προφορική παράδοση της οικογένειας υπάρχει κι ένας νεανικός έρωτας με μια αρχοντοπούλα των Αθηνών, ο οποίος όμως δεν είχε ευτυχές τέλος. Οι κοινωνικές διαφορές ήταν η αιτία και ίσως το πρώτο του μάθημα πάνω στην πάλη των τάξεων. Την ξαναείδε στα Δεκεμβριανά, στην Κηφισιά, γυναίκα σημαίνοντος προσώπου, παρουσία ή συμβολή του μητροπολίτη Αττικής Ιακώβου.


Το 1934 πεθαίνει ο πατέρας του και παντρεύεται. Δουλεύει σε διάφορες δουλειές και δρα ταυτόχρονα πολιτικά. Στην κήρυξη του πολέμου είναι εργολάβος μωσαϊκών και β' γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης του Πειραιά, υπεύθυνος για τα Φάληρα και την Καλλιθέα. Γραμματέας της ΚΟΠ τότε ήταν ο Σαντής. Και οι δύο προσκείμενοι στην Παλαιά Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ (Πλουμπίδης, Κτιστάκης, Παπαγιάννης, Καρβούνης, κλπ).

Κατά την καταγραφή της αφήγησης του Ορέστη, από τον ανιψιό του Γιάννη Δημ. Μούντριχα, τον στρατολόγησε ο Πλουμπίδης όταν συνέπεσαν οι θητείες τους στην Ελασσόνα. Ο Πλουμπίδης ήταν στη Βούρμπα (Μηλιά) της Ελασσόνας, από τον Σεπτέμβριο του 1926 έως το 1929. Επομένως η μύηση στον Κομμουνισμό, που κράτησε, λέει, έξι μήνες, έγινε στη Βούρμπα το διάστημα αυτό και φυσικά αφού είχε πρώτα μυηθεί ο Πλουμπίδης από τους κομμουνιστές της Ελασσόνας. Δηλαδή ανάμεσα στο 1927 και 1929 το αργότερο.


Στον πόλεμο του 1940, ενώ είναι στη στρατεύσιμη ηλικία των 35 ετών, δεν επιστρατεύεται, προφανώς γιατί παραμένει στην εφεδρεία του σώματος της Χωροφυλακής επί μια δεκαετία μετά την απομάκρυνσή του.


Αρχίζει την αντίσταση από τις πρώτες μέρες της Κατοχής και μετά ως υπεύθυνος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στη Βοιωτία, όπου βρέθηκε από τον Νοέμβριο του 1941, μετά την άρνησή του να αποκηρύξει τους συντρόφους τους της “Παλαιάς ΚΕ”, τον Κτιστάκη και τον Παπαγιάννη.

Την πρώτη πληροφορία για τις αντιστασιακές του ενέργειες τη βρίσκουμε στο σπίτι του αδελφού του Δημήτρη (Ταμπούρια Πειραιά) που ήταν τελωνειακός. Εκεί συναντάει τον άνδρα της ξαδέρφης του, τον Μπόιντα, που δούλευε στο οπλοπωλείο του Μπούσουλα. Ζητάει πληροφορίες για τη γενική αποθήκη (στην Ανάσταση) αλλά μαθαίνει ότι την έχουν ήδη λεηλατήσει οι Ιταλοί. 

 Στο Βουνό βγαίνει στις 16 Ιουνίου 1942 μέχρι την αποστράτευσή του από τον ΕΛΑΣ, 10 Μαρτίου 1945.


Στις 16 Ιουνίου 1942 ήταν 3 αντάρτες: Ο Ορέστης, Ο Βλάσης και ο Θόδωρος.

Τον Σεπτέμβριο 1942 ήταν 7 (στο χτύπημα στη μοτοσυκλέτα των Ιταλών στη Ρετσώνα)

Τον Δεκέμβριο 1942 ήταν 25

Τον Μάιο 1943 ήταν 300, Αρχηγείο Αττικοβοιωτίας

Τον Οκτώβριο 1943 ήταν 1.000, 5η Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ

Τον Οκτώβριο 1944 ήταν 4.500, 2α Μεραρχία του ΕΛΑΣ


Εκλέχτηκε με το όνομα Ορέστης Ράμμος ή Ράμμας, Εθνοσύμβουλος της Αττικής, στο Εθνικό Συμβούλιο των Κορεσχάδων. Ήταν ένας από τους τέσσερεις καπεταναίους του Εθνικού Συμβουλίου με τον Άρη να απουσιάζει στην Πελοπόννησο.


Μετά τη Βάρκιζα και τη διάλυση του ΕΛΑΣ, κατεβαίνει στην Αθήνα και ζει στην παρανομία από τον Μάρτιο του 1945 ως τον Νοέμβριο του 1947.

Στις 18 Μαΐου 1946 ανακοινώνεται η διαγραφή του από το ΚΚΕ με απόφαση της ΚΟΑ, μαζί με τον Γιάννη Πετσόπουλο και τον θαλασσομάχο Ζαχαριά, ενώ στις 11 του ίδιου μήνα έγινε η δίκη στη Χαλκίδα όπου καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, μαζί με τον Παπαφλέσσα (Γιάννη Σκλια) και κάποιο Μητάκη από το Κλειδί, για την εκτέλεση 9 ταγματασφαλιτών μετά τη μάχη του Κλειδιού τον Φεβρουάριο του '44.

Τέλη Οκτωβρίου 1947 έρχεται για τρίτη και τελευταία φορά σε επαφή με το Κόμμα, μετά τη διαγραφή του, μέσω του Κ. Καραγιώργη προκειμένου να πεισθεί να βγει στο βουνό. Οι άλλες ήταν, μία με τον Γιώργη Σιάντο 3-4 μήνες πριν πεθάνει, και μία ακόμη με τον Καραγιώργη. Οι γέφυρες κόβονται οριστικά. Ο Καραγιώργης βγαίνει αντάρτης και ο Ορέστης συλλαμβάνεται μετά από μερικές μέρες.


Στις 21 Νοεμβρίου 1947, το «Εμπρός» αναφέρει: 

«Κατόπιν μακράς παρακολουθήσεως συνελήφθη εις την συνοικίαν Ζωγράφου ο Ανδρ. Μούντριχας ή «καπετάν Ορέστης», ετών 42, πρώην υπάλληλος του Μαλτσινιώτη και καπετάνιος της 2ας Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, δράσας εις την περιοχήν των Αθηνών κατά τα Δεκεμβριανά».


Στις 14 Δεκεμβρίου 1947, και πάλι το «Εμπρός» δημοσιεύει την είδηση της έναρξης στις 13/12 της δίκης του Ορέστη στο β' κακουργοδικείο Πειραιά για τις εκτελέσεις χωροφυλάκων στην Κυψέλη.


Στο «Βιβλίο Υποδίκων» των Φυλακών Αβέρωφ εγγράφεται την ίδια μέρα, 21 Νοεμβρίου 1947, ως εξής:


Αρ. πρωτ. 668


Μούντριχας Ανδρέας, ή Καπετάν Ορέστης

του Σταύρου και της Μαρίας

Έγγαμος, όνομα συζύγου: Καλλιόπη Τσεκούρα

γεννηθείς στον Οξύλιθο Ευβοίας

Διεύθυνση Αθηνών: Κατσιπόδι, Μεσολογγίου 17- 23ο Αστυνομικό Τμήμα

Καπετάνιος ΕΛΑΣ, εργάτης

τέως υπαξ. Χωροφυλακής

τελειόφοιτος Γυμνασίου

Χριστιανός Ορθόδοξος

ετών 42

1,76 ύψος

καστανά μάτια


Στις 24 Μαΐου 1948 επιστρέφει Στις φυλακές Αβέρωφ από τη Χαλκίδα όπου καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά με την απόφαση 30/8-5-1948. 

(Είχε προηγηθεί η καταδίκη σε θάνατο ερήμην βάσει της 642/46 απόφασης του δικαστηρίου Συνέδρων Χαλκίδος.)

Τέλος βρίσκουμε και μια αθωωτική απόφαση, η 8/2-4-48 του δικαστηρίου Συνέδρων Αθηνών. Μέσα από αυτόν τον λαβύρινθο των δικαστηρίων, των μεταγωγών και των φυλακίσεων, γλιτώνει με χάρη του βασιλιά και αποφυλακίζεται το 1952.


Σύζυγος του Ορέστη υπήρξε η Καλλιόπη Τσεκούρα από την Κύμη. Ήταν “προξενιό” κάποιου στενού του συγγενή. Τη διάλεξε ανάμεσα στις τρεις αδελφές και ήταν μεγαλύτερη στην ηλικία από κείνον. Ο γάμος έγινε το 1934. Δεν κάνανε παιδιά. «Σε άλλους ο γάμος δίνει φτερά σε άλλου βαρίδια στα πόδια», σχολίασε κάποτε στο περιβάλλον του. Υπέστη κι εκείνη μεγάλο μέρος των βασάνων και των αγωνιών της παράνομης δράσης του συζύγου της με αποκορύφωμα ένα κούρεμα από τους χίτες της Βάθιας. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσαν χώρια. Εκείνη επέστρεψε στην Κύμη.


Την 21η Απριλίου 1967, δέχθηκε «επίσκεψη» από δύο ασφαλίτες που ψάξανε το σπίτι εξονυχιστικά. Βρήκαν μόνο δυο φωτογραφίες από το αντάρτικο στον τοίχο κρεμασμένες. Έκαναν σύσταση να τις κατεβάσουν. Δήλωσε ότι δεν τις κατεβάζει, ότι είναι περήφανος και δεν μετανιώνει. Του ζήτησαν να τους ακολουθήσει στο τμήμα. «Πηγαίνετε και θα έρθω μόνος μου». Πήγε το πρωί αλλά δεν τον κρατήσανε.


Το καλοκαίρι του 1960, κατά τους υπολογισμούς τέλη Ιουλίου, είχε ένα ατύχημα με αυτοκίνητο στην Αθήνα. Ένα χρόνο μετά την ολοκλήρωση των δημοσιεύσεών του στην «Απογευματινή» και ενώ η συνδικαλιστική του δράση γνώριζε καινούργιες εξάρσεις. Αποτέλεσμα, ένα τραύμα στο χέρι και αναπηρία (αγκύλωση) για αρκετό καιρό.  

Στις 26 Αυγούστου 1960 τον βρίσκουμε, να κάνει επίσκεψη μαζί με τους συνδικαλιστές του Μαντέμ-Λάκκο, σε βουλευτές και στον υπουργό εργασίας (υπέβαλλε υπόμνημα) για να ενταχθούν οι εργαζόμενοι στα εξαιρετικά βαρέα και ανθυγιεινά. Το ατύχημα έγινε στην οδό Βουλής όταν το αυτοκίνητο, που το οδηγούσε ένας νεαρός, ανέβηκε στο πεζοδρόμιο και τον χτύπησε. Ήταν μόνος του και ο ίδιος έλεγε ότι μάλλον ήταν εσκεμμένη ενέργεια. Από το ατύχημα πήρε κάποια χρήματα που τα έβαλε στην ανοικοδόμηση του σπιτιού στον Χολαργό.

Σπίτια διαμονής: Άη Γιάννης Κυνηγός – Βουλιαγμένης (Δάφνη), οδός Μεσολογγίου.

Αγίας Βαρβάρας και Χίου, Χίου.


Στην οδό Μεσολογγίου κατοικεί όταν γράφει για την «Απογευματινή». Οι συκοφάντες του πολύ ντόρο κάνουν για ένα σπίτι στον Χολαργό που εξασφάλισε τάχα ως... αντιπαροχή στις «καλές υπηρεσίες» του στον συνδικαλισμό. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα μικρό σπίτι δύο ορόφων, 60 τ.μ. έκαστος, συνιδιοκτησία με τις δύο ανιψιές του, και με την οικονομική συμβολή όλων. Εκεί έζησε δέκα χρόνια (1962-1972), μέχρι που πουλήθηκε. Το τελευταίο του σπίτι ήταν στον Πρ. Ηλία, στο Παγκράτι. Τότε πάθαινε μικρά εγκεφαλικά όπου τελικά μετά από 10ήμερη νοσηλεία “σε μια πτωχοκλινική του ΙΚΑ τη λεωφόρο Αλεξάνδρας”, κατέληξε στις 4.00 το πρωί της 10 Αυγούστου, ημέρα Πέμπτη, 1972. Ήταν 67 χρονών! 

Είχε δε συνταξιοδοτηθεί το καλοκαίρι του 1969, μετά από νόμο της χούντας που διέτασσε απόλυση και αποζημίωση από τις συνδικαλιστικές θέσεις. Η κηδεία του έγινε στον Οξύλιθο. Λόγω των επικρατούντων εκεί αυστηρών κανόνων, για εκταφή των νεκρών στα τρία χρόνια, τα οστά του αποτέθηκαν στο οστεοφυλάκιο το οποίο και κάηκε κάποια στιγμή. Επιβεβαιώθηκε έτσι το παλιό εκείνο «ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος». Στον Οξύλιθο σώζεται ανακαινισμένο το πατρικό του σπίτι και δίπλα μια προτομή του στον παλιό δρόμο προς την Κύμη.


Όταν πέθανε είχε 300.000 δραχμές στην τράπεζα, από τον «αέρα» του σπιτιού στον Χολαργό, που τελικά πουλήθηκε, και την αποζημίωση της απόλυσής του. Τις κληρονόμησαν, η γυναίκα του  και οι αδελφές του. Σημειώνουμε για τη αίσθηση της αξίας των δραχμών την εποχή εκείνη: Στις 10 Αυγούστου 1972, τα κατώτερα όρια των συντάξεων του ΙΚΑ καθορίζονται από 1.000 έως 1.500 δρχ., η τιμή της εφημερίδας είναι 2,5 δρχ., το κιλό του αλεύρου 5 δρχ., του ελαιολάδου 32,0 δρχ., της ζάχαρης 13,5 δρχ., του καφέ 65,0 δρχ., της φέτας 31,0 δρχ, του βουτύρου 46,5 δρχ., το δολάριο 30 δρχ, η λίρα Αγγλίας 75 δρχ., της χρυσής λίρας Αγγλίας 461 δρχ., η μετοχή της Εθνικής Τραπέζης 16.250 δρχ και της Τραπέζης της Ελλάδος 33.300 δρχ.


Σημειώσεις: 

1 Εικάζουμε ότι είναι ο Γιαγκούλας επειδή αυτός είχε έφεση στις μεταμφιέσεις.

***********************************

Διαβάστε επίσης:

Η απαρχή του Αντάρτικου στη Βοιωτία- Τα πρώτα τουφέκια













Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

Κρατερός-Ζούσης Κων/νος, στρατιωτικός διοικητής του ΙΙΙ/34 τάγματος του ΕΛΑΣ (Ελικώνα)

Στη Λιβαδειά με την Απελευθέρωση. Από αριστερά: Α. Κολοκούρης, μόνιμος επιλοχίας - στρατιωτικός λόχου, Ν. Στεντούμης - επιτελής, Κωνσταντίνος Ζούσης -διοικητής, Προυτσάλης -γιατρός τάγματος, Χρηστάκης Τανάγρας (Ούρης) από την Δροσιά-αντάρτης  και ακόλουθος του Κρατερού.
[Από το αρχείο το Δρ. Ιάσονα Χανδρινού]



Γιώργος Μιλ. Σαλεμής


Πολύ λίγα λόγια έχει γράψει η Ιστορία για αυτόν τον σπουδαίο πολεμιστή.
Λίγα λόγια, διάσπαρτα σε πολλά σημεία, έτσι που νομίζει κανείς ότι κάνανε αντάρτικο οι κουβέντες, τα νοήματα, οι λέξεις, και κρύβονται από το άδικο που έγινε σ' αυτό τον Αντάρτη και στην οικογένειά του. 
Κατατμήθηκε η ιστορία του, όπως τόσες και τόσες φορές κατατμήθηκαν οι λόχοι του ανταρτικού τάγματός του, οι διμοιρίες του, οι ομάδες του, για να διαρρεύσουν από τον κλοιό και να αντεπιτεθούν στα νώτα των κατακτητών, εκεί που δεν τους περιμένει, εκεί που κανείς δεν φαντάζεται ότι μπορούν να φτάσουν.
Κατατμήθηκε, διέρρευσε από δω κι από κει επί 75 χρόνια, σε μαρτυρίες των πιο απίθανων ανθρώπων, σε έντυπα που μόνο αποκόμματα υπάρχουν πια, σε εφημερίδες και βιβλία, που ταξίδεψαν στο «1/6 της γης» και γύρισαν πάλε πίσω.  
Σώθηκε και ανασυγκροτείται πάλι, εδώ μπροστά στα μάτια μας, η ιστορία του Κώστα Ζούση, του Κρατερού, που χάθηκε μόλις 33 χρονών, στην ηλικία των παιδιών μας, ότι κι εμείς πια γεράσαμε και συγκινούμεθα διπλά, μπροστά στις φωτογραφίες τους, μια γιατί είμαστε Έλληνες και μια γιατί είμαστε γονείς. 

Ο Κώστας γεννήθηκε, το 1911, σε ένα χωριό της Βοιωτίας, τα Χάλια (Δροσιά, τώρα ανήκει στην Εύβοια). Κεφαλοχώρι, στις ανατολικές ακτές της, μια δρασκελιά από την Χαλκίδα, με πλούσια θάλασσα, κάμπο με σπαρτά και μεγάλους πορτοκαλεώνες.
Οι γονείς του, Χαράλαμπος και Μαρία, είχαν οκτώ παιδιά, με τον Κώστα προτελευταίο και τον Νικηφόρο τελευταίο. 
Μετά το σχολείο στη Χαλκίδα, το 1929, εισήχθη στην Σχολή Ευελπίδων από την οποία αποφοίτησε το 1933 ονομασθείς ανθυπολοχαγός τους Πεζικού. 
Εξελίχθηκε κανονικά και σώθηκαν κάποιες φωτογραφίες του, μαζί με όλους τους συναδέλφους του και τους διοικητές του στην Κοζάνη. 
Πολέμησε στα βουνά της Αλβανίας και μετά στη μάχη της Κρήτης. Στην Αλβανία ήταν διοικητής του 6ου λόχου πολυβόλων του 11ου Συντάγματος. Διακρίθηκε στο Μάλι Σπατ και στο Τεπελένι και παρασημοφορήθηκε με τον Σταυρό Γ' Τάξης. 
Δυστυχώς γι' όλα αυτά τα γεγονότα έχουμε ακόμη λιγότερες πληροφορίες απ' ο,τι για την περίοδο της κατοχής. 
Η κατάρρευση και η συνθηκολόγηση τον βρήκε με τον βαθμό του λοχαγού. Επέστρεψε στο χωριό έχοντας εξοικονομήσει το στάρι όλης της χρονιάς για τον πληθυσμό του, και τα δυο πρώτα χρόνια τα πέρασε εκεί, ζώντας από κοντά το δράμα του ανθυπολοχαγού Παπά, που υπέφερε από βαρύ τραύμα στο κεφάλι, με φρικτούς και αβάσταχτους πόνους, που τελικά τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. 

Από την οικογένειά του μαθαίνουμε ότι εκείνη την εποχή είχε αρραβωνιαστεί με την κόρη του διακεκριμένου δικηγόρου της Χαλκίδας Φλώκου, τη Φυγέτα. 

Στο βουνό βγήκε μετά από ένα θερμό γράμμα που του απηύθυνε ο συμμαθητής του, Φοίβος Ν. Γρηγοριάδης, ο γνωστός κι αγαπητός σε όλους Φώτης Βερμαίος, από την Πάρνηθα, τον Ιούλιο του 1943. Η τάξη του 1933 είχε τους πιο πολλούς Ελασίτες! Ανέλαβε στρατιωτικός στο 3ο τάγμα του 34ου Συντάγματος, με τον Σπάρτακο πολιτικό και τον Βαλάντο καπετάνιο. Ο Επαμεινώνδας (Σ. Κοσόρας) είχε μόλις αντικατασταθεί. 
Ο λοχαγός Ζούσης, όπως προκύπτει από τις γραπτές μαρτυρίες των συναδέλφων του αξιωματικών της Εύβοιας, φαίνεται ότι ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ από πολύ νωρίς. Ίσως και την άνοιξη του 1942, ενώ διατηρούσε επαφές και με τους εν λόγω συναδέλφους του και με τον Γερακίνη. Και είναι προς ακόμα μεγαλύτερη τιμή του, που δεν ακολούθησε την πορεία εκείνων προς τα προδοτικά Τάγματα Ασφαλείας αλλά βγήκε στο βουνό και συνέχισε τον πόλεμο. 

Ο Φώτης είχε βγει στο βουνό τον Μάρτιο, μαζί με τον Άρη που είχε κατέβει τότε στην Αθήνα. Το καλοκαίρι του '43, μετά από δυο ανασυγκροτήσεις του ΕΛΑΣ, μια  με τα Αρχηγεία και τα Υπαρχηγεία, και μια με την μετατροπή του σε τάγματα και συντάγματα -πράγμα που σήμαινε ραγδαία ανάπτυξη και αύξηση- χρειαζόταν αξιωματικούς. 

Ο Κώστας έσπευσε αμέσως και ήταν στα Δερβενοχώρια όταν οι αξιωματικοί υπέγραψαν έκκληση προς τον αντισυνταγματάρχη Ρήγο να ανέβει, από την Ελευσίνα στα Κρώρα, και να αναλάβει τη διοίκησή τους. Υπέγραψαν οι Δαλιάνης, Σταματάκης, Παπαζήσης, Ζούσης, Γρηγοριάδης, Δημητρίου, Μώκος, Κοντός, Κονδυλάκης, Κοκμάδης, Παπανικολάου, Αρβανίτης και 2-3 άλλοι.

Τις ημέρες της «μεσοβασιλείας», της εποχής δηλαδή που είχαν καταρρεύσει οι Ιταλοί και οι Γερμανοί προσπαθούσαν να ανακτήσουν τον χώρο που άφησαν κενό, το τάγμα της Λιβαδειάς βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση από τις εκτεταμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών στον Ελικώνα. 

Να τι λέει το καπετάνιος της 5ης Ταξιαρχίας (αργότερα ΙΙ Μεραρχίας) που εκείνες τις ημέρες συγκροτείται από το 34ο σύνταγμα  και 7ο (Ευβοίας) ανεξάρτητο τάγμα: 

Το τάγμα της Λειβαδιάς υπέστη πλήρη αιφνιδιασμό τα ξημερώματα της 3ης Οκτωβρίου στο Κυριάκι. Αιφνιδιάστηκε και παρ' ολίγον να πάθη καταστροφή πλήρη. Εκεί βρέθηκε η μεγαλύτερη δύναμίς του. Εκεί βρέθηκε ο Σιάντος που, όπως είδαμε, είχε περάσει από τα Δερβενοχώρια. Καθυστέρησε μια μέρα στο Κυριάκι, που του στοίχισε, όμως, πολλά και παρ' ολίγον να του στοιχίση και ακόμη περισσότερα. Έμεινε για να μιλήση με τον Κ. Γαβριηλίδη, τον Αγροτικό ηγέτη, που κατέβαινε για την Αθήνα. Είχε απελευθερωθή κι αυτός με την ιταλική κατάρρευσι. Βρήκε μια άλλη αγροτική ομάδα μέσα στο ΕΑΜ (του Απ. Βογιατζή) και ήθελε να τακτοποιήση τις λεπτομέρειες της ιδικής του συμμετοχής και των σχέσεών του με την άλλη ομάδα. Ακόμη μέσα στο Κυριάκι εκτός από τους κατοίκους του εκείνο το πρωϊνό βρέθηκε και ένα πλήθος κόσμου περαστικού ή εγκατεστημένου στο χωριό. Έχω γράψει ότι η περιφερειακή Λειβαδιάς είχε εγκαταστήσει τα γραφεία της εκεί, αρκετά μεγαλοπρεπώς.
Οι Γερμανοί κινήθηκαν την νύχτα από πέντε διαφορετικά δρομολόγια (ένα τμήμα τους μάλιστα αποβιβάστηκε από τον Κορινθιακό) και μόνο λίγο πριν χαράξη έγιναν αντιληπτοί. 
Μόλις και μετά βίας και σε κακή κατάστασι πρόλαβαν αντάρτες και πολίτες, ντόπιοι και ξένοι να πάρουν το δρόμο, προς τα ανατολικά, τον μόνο ανοιχτό δρόμο διαφυγής. Άλλα μικρότερα τμήματα ανταρτών βρέθηκαν απομονωμένα στον Όραχο και στο Παμπλούκι, η σύγχυσις ήταν πλήρης, στις πρώτες ώρες ελάχιστη αντίστασι συνήντησαν οι Γερμανοί, μόνο όση χρειαζόταν για να τους κάνη να προχωρήσουν κάπως δισταχτικά. Στην ταραχή και την οχλοβοή ο Σιάντος έχασε την γυναίκα του που βρέθηκε με μια άλλη ομάδα φυγάδων.
Μέσα στο Κυριάκι, οι Γερμανοί βρήκανε ανέπαφα τα 14 αυτοκίνητα του Νικηφόρου. Φταίξαμε κι' εμείς σ' αυτό που διώξαμε κάτι μαυραγορίτες όταν ήρθαν να μας προτείνουν ν' αγοράσουν λάστιχα, μηχανές και άλλα εξαρτήματά τους. Έφταιξε και ο καπετάνιος του τάγματος Βαλάντος, που δεν φρόντισε να τα διαλύση και να κρύψη τα πολύτιμα εξαρτήματά τους. Και τα πυρομαχικά του τάγματος (η αναλογία από τα λάφυρα της Αράχωβας) βρέθηκαν μέσα στο Κυριάκι όπου πρόλαβαν μερικοί αντάρτες να βάλουν φωτιά σ' ένα μόνο μέρος τους.
Ο λοχαγός Κρατερός μόνο στην «Στενή» μπόρεσε να συγκεντρώση το τμήμα του. Εδέχθη όμως και εκεί την επομένην γερμανικόν κανονιοβολισμόν και επίθεσιν και αναγκάσθηκε την νύχτα να τραπή προς τον Παρνασσόν.
Ούτε κι' εκεί όμως βρήκε καταφύγιον το τάγμα. Οι εκκαθαριστικές αυτές επιχειρήσεις οι πρώτες σοβαρές και συστηματικές επιχειρήσεις που ανελάμβαναν οι Γερμανοί, μετά την ιταλική κατάρρευσι ήσαν ευρύτερες. Μέσα στον κύκλο τους περιελάμβανον και τον Παρνασσό, όπου και άλλο τμήμα του ΕΛΑΣ ευρέθη απομεμονωμένον και συνεχίσθηκε η περιπέτεια και των δύο.
Μια διμοιρία μόνον του τάγματος Λειβαδιάς, ξέκοψε προς τον κάμπο των Θηβών, όπου δεν γινόταν καμμιά επιχείρησις. Ο διμοιρίτης της όμως, ο «Ακρίτας», αφού πραγματικά διέσωσε το τμήμα του, ύστερα το εγκατέλειψε, κι' αυτό και τον ΕΛΑΣ, έφυγε στην Αθήνα και «χάθηκε»......                                                              [«Απογευματινή», Φεβρουάριος 1958]

Λίγες μέρες μετά και καθώς ο Ορέστης και ο Βερμαίος κινούνται προς τη Ρούμελη...

...Βρήκαμε το τρίτο τάγμα μας στο λιμανάκι της Ζάλτσας, στο κτήμα Γκελεστάθη, όπου στις αρκετές αποθήκες του μπορούσαν να καταυλίζωνται άνετα οι άνδρες μας. 
Η εμφάνισίς μας όμως ανάμεσά τους συνετέλεσε στο να αναζωπυρωθούν όλα τα παράπονά τους εναντίον της διοικήσεώς τους για τα ατυχήματα που υπέστησαν κατά τας εκκαθαριστικάς επιχειρήσεις του Ελικώνος. Τα είχαν με τον καπετάνιο τους Βαλάντο, πρώτα, με τον πολιτικό τους Σπάρτακο ύστερα και λιγώτερο με τον στρατιωτικό τους λοχαγό Ζούση. Βρεθήκαμε σχεδόν μπροστά σε εξέγερσι. Ζητούσαν την αντικατάστασι και των τριών, ή τουλάχιστον του καπετάνιου, και ζητούσαν να τοποθετηθή στη θέσι του Βαλάντου ο Μπάφας, τον οποίον θεωρούσαν ως τον μόνον που τους έσωσε από τα γερμανικά τάνκς, στις επικίνδυνες κακοτοπιές του 51 χιλιομέτρου. 

Σ' αυτές τις περιπτώσεις η ασφαλιστική δικλείς, στον ιδιότυπο στρατό του ΕΑΜ, ήταν μία και μόνη: η «συνέλευσις» των βαθμοφόρων και όλων των απλών ανταρτών. 
Όταν γινόταν «καλός χειρισμός» στην διάρκειά της, τα πάθη εξητμίζοντο, «κατακάθιζε ο κουρνιαχτός». 
Μέσα στις άλλες ιδιοτυπίες του ΕΛΑΣ ήταν και η ανυπαρξία πειθαρχικών ποινών. Η ποινή του θανάτου, βέβαια, δεν λέγεται πειθαρχική. Έτσι η συνέλευσις ήταν το αποτελεσματικότερο μέσον της αποκαταστάσεως της πειθαρχίας σε μια μονάδα, με την προϋπόθεσι πάντα του καλού χειρισμού και δεξιοτεχνίας. 
Πρότεινα τότε για πρόεδρο τον Βερμαίο. Παρακολούθησε την διήμερη εκείνην συζήτησιν και ο γραμματέας της Λειβαδιάς Κανάκης. Και στο τέλος όλοι οι αντάρτες, αφού μίλησαν και ξεθύμαναν, επείσθησαν ότι για τα κακοτυχήματα που τους βρήκαν, δεν έφταιγαν οι τρεις καπεταναίοι τους, ή τουλάχιστον δεν ήσαν άξιοι καθαιρέσεως. Έτσι σε άλλες τρεις μέρες φύγαμε από την Ζάλτσα, αφήνοντας το τάγμα με αποκατεστημένη την συνοχή του.

[«Απογευματινή» Μάρτιος 1958]


Από κει και πέρα η ιστορία του ΙΙΙ/34 τάγματος είναι και η ιστορία του Κρατερού μέχρι τον θάνατό του, (ο Σπάρτακος έμεινε  μέχρι την κατάργηση των πολιτικών με την ίδρυση της ΠΕΕΑ) και του Βαλάντου μέχρι την διάλυση του ΕΛΑΣ. 
Το φύλλο ποιότητος του ΕΛΑΣ (Νοέμβριος 1944) αναφέρει:

Διοίκησε το ΙΙΙ/34 τάγμα σα στρατιωτικός αρχηγός, πλέον του έτους, με διοικητικές ικανότητες και τακτική αντίληψιν, εξετέλεσε πολύ καλά επιχειρήσεις εις την περιδοχήν της Λεβαδείας ενάντια στον κατακτητή, στις μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που έγιναν πολλές φορές στην περιοχή του Ελικώνος υπό των Γερμανών, έδειξε έξοχη διοικητική ικανότητα, εξαιρετική πρωτοβουλία και τόλμη, με πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα.

Και ως προς τον χαρακτήρα του και τα ηθικά προσόντα:

Τίμιος, ηλικρινής, πειθαρχικός, σοβαρός, αξιοπρεπής, αφοσιωμένος εις την υπηρεσίαν, ολίγον δραστήριος, συντελεί τα μέγιστα δια την εξύψωσιν της μαχητικότητος του τάγματος.

Αυτά ακριβώς τα προσόντα του φαίνονται και στα περιστατικά που αναφέρει ο Ορέστης, από τον οποίον και έχουμε τις περισσότερες πληροφορίες.

Καθώς ο Ορέστης βάδιζε, τέλη Μαρτίου 1944 προς τις ακτές της Λοκρίδος για να περάσει στην Εύβοια, στην περιοχή του Σίρτζι (Ύπατον) της Βοιωτίας συνάντησε κάποιους ανθρώπους. Ο ένας ήταν τουρκομερίτης, πατέρας ενός αντάρτη που είχε πάει να τον συναντήσει μαζί με την μάνα του. Ο άλλος ήταν παλιός γνώριμος του Κρατερού: 



Την ιστορία των αραβικών εκστρατειών και τα γέλια όλων μας, τα διέκοψε ο Κρατερός που εκείνη την ώρα πλησίαζε. Μαζί με τον ταγματάρχη του τουρκικού στρατού, είχε έρθει και κάποιος άλλος, που, όμως, με την φλυαρία του πρώτου δεν είχε προφθάσει ακόμα να μας πη ούτε πιο είναι, ούτε τι ήθελε. Ο Κρατερός, μόλις τον είδε τον πλησίασε και τον άρχισε στις ερωτήσεις, ποιος είναι και τι θέλει. Και όταν εκείνος απάντησε ότι είναι έφεδρος ανθυπολοχαγός, είδα τον πάντα ψύχραιμο, όσο και βαρύ και λιγόλογο εκείνον λοχαγό μας να γίνεται θηρίο. 

-Έφεδρος, ε; Εσύ είσαι λοιπόν! Καλά σε θυμήθηκα. Το βλέπεις, βρε, το τραίνο που περνάει κει κάτω; Εδώ ήταν. Ούτε εμείς, ούτε ο τρομοκρατημένος έφεδρος, καταλαβαίναμε τον λόγο της αγανακτήσεως του λοχαγού μα εκείνος συνέχιζε: 
-Και τι ήρθες να κάνης εδώ; 
-Να καταταχθώ στον ΕΛΑΣ.
-Τώρα βρε κοπρίτη; Τώρα για τα ζήτω; Να οι παλληκαράδες οι έφεδροι! Σαν και σένα είναι, βρε, όλοι; Βρε ο πόλεμος κρατάει χρόνια τώρα, μάς έφαγε η ψείρα και συ ο φοβερός πολεμιστής τώρα ξύπνησες; Ού να χαθής χαμένε! 

Γρήγορα, όμως, ανέκτησε την μόνιμη ψυχραιμία του ο μόνιμος λοχαγός, και μάς εξήγησε τον λόγο της αγανακτήσεώς του. Εκείνος ο έφεδρος, ήταν από κείνους που με την κατάρρευσι του μετώπου, είχαν βγάλει την φήμη πως μόνο οι έφεδροι αξιωματικοί είχαν πολεμήσει στην Αλβανία και στην Μακεδονία, ενώ οι μόνιμοι δεν κάνανε τίποτα. Και μάλιιστα στο τραίνο του γυρισμού είχε βρη την ευκαιρία να βρίση και μαζί με άλλους να δικιμάση να κακοποιήση τον λοχαγό Κώστα Ζούση, που τσακώθηκαν πάνω στη συζήτησι. Και ο διάβολος τα έφερε έτσι ώστε ο πολεμοχαρής έφεδρος να πέση πάνω στην μόνιμο που είχε σκυλοβρίσει. 
-Ωχ, εκδικήθηκα για λογαριασμό όλων των συναδέλφων μου, έλεγε με ικανοποίησι ο Κώστας. Μα δεν μού τον δίνεις να τον πάρω στο τάγμα μου για να ολοκληρώσω την εκδίκησί μου; Θα τον βάλω αρχιμάγειρο, θα του δώσω και ποδιά. 

Ο Κρατερός, όμως, συνδέεται και με τα πιο τραγικά γεγονότα της Ανατολικής Στερεάς και όλης της Ελλάδας. Τη σφαγή του Διστόμου.

Βρήκαμε τον Κρατερό, τον Σπάρτακο και τον Βαλάντο, πάνω από το Κυριάκι, στον «Όραχο», αν θυμάμαι καλά. Μείναμε μαζί τους δυο μέρες και σ' αυτό το διάστημα μάθαμε τα γεγονότα της Δεσφίνας και την κατακραυγή των ανδρών του εκεί λόχου, εναντίον του λοχαγού τους του Καβαλάρη, τον οποίον και αντικατέστησε το τάγμα του. 
Τότε με την κατάργησι των πολιτικών, απέσπασα και τον Σπάρτακο από κει για την Πολιτοφυλακή, που είχα εντολή να την συγκροτήσω στην περιοχή της Αττικοβοιωτίας. Έτσι μείνανε οριστικά στην διοίκησι του τάγματος αυτού ο Κρατερός και ο Βαλάντος. Αυτοί μείνανε και ως το τέλος. Ως τον Δεκέμβρη όπου σκοτώθηκε ο πρώτος και ως την διάλυσί μας ο δεύτερος. Έμενε ακόμη ως επιτελής του τάγματος ο γεροέφεδρος υπολοχαγός Γ. Μακρής, που είχε αρκετό κύρος και συμπάθειες στον τόπο του, παρά την αντιπάθεια που είχαν γι' αυτόν οι τοπικές οργανώσεις, ακριβώς γιατί είχε συμπάθειες και δεν ήταν μέλλος του Κόμματος. 
Εκεί στον καταυλισμόν του τάγματος, μέσα στα έλατα, θυμάμαι πως είχε έρθει ένας γέρος τσέλιγκας, με περιποιημένη ολόασπρη φουστανέλλα μάλλινη και αμουμπισμένος στη γκλίτσα τους μάς έλεγε παληές ιστορίες του τόπου. Για τον βουλευτή Ανδρεαδάκη που τούς έταζε πως θα φέρη τον σιδηρόδρομο στο Κυριάκι. 
Τα έλεγε με τον τρόπο του, που προκαλούσε ασταμάτητα γέλια, δεν είχε δε σκοπό να σταματήση αν την κουβέντα του δεν την έκοβε κάποιος απότομα, δραματικά!Ένας ιδρωμένος «σύνδεσμος», έφθασε λαχανιασμένος και λαχανιάσμένος μπήκε στη μέση και συνέχισε εκείνος την «διάλεξι» του γεροτσομπάνη. Μάς έφερνε πρώτος την είδησι για το Δίστομο! Και ήξερε όλες σχεδόν τις φρικιαστικές λεπτομέρειες......
........................................
.......Διοικητής του λόχου που απέκρουσε τους Γερμανούς στο Στείρι, ήταν ο υπολοχαγός Τσιγαρίδας, ο «Χριστόφορος Γερακοβούνης», που τότε μόλις είχε μετατεθή στην μονάδα μας, από την 13η Μεραρχία. Αλλά και οποιοσδήποτε άλλος κι' αν ήταν στη θέσι του, το ίδιο θα έκανε, θα απέκρουε την επιδρομή εναντίον ενός χωριού, εφ' όσον θα έκρινε πως θα μπορούσε να την αποκρούση. Αντίθετα, αν αποχωρούσε χωρίς αντίστασι, θα εκατηγορείτο από εμάς, αλλά και από τους αντιπάλους μας, για «παράλειψι» καθήκοντος το λιγότερο. Με τα μέτρα και τα κριτήρια της εποχής, αυτή έπρεπε να είναι η ενέργειά του. 
Άλλο ζήτημα μπορεί να τεθή προς συζήτησιν τώρα. Αν ήταν ή δεν ήταν αναγκαία η εσωτερική αντίστασις, η δημιουργία ανταρτικού στρατού. Αυτό όμως είναι γενικώτερο θέμα , θέμα γενικής πολιτικής όπου το «σχέδιο» παίρνει όχι μόνο τους Ελασίτες αντάρτες, αλλά και ένα σωρό άλλους, εαμικούς, εξωεαμικούς και αντιεαμικούς. 
Ειδικώτερα πάλι, δεν θα μπορούσε κανείς να φαντασθή ότι τέτοια λυσσώδης και κτηνώδης θα ήταν η εκδίκησις των Γερμανών για μια μικροαποτυχία τους, για τον φόνο επί του πεδίου της μάχης ενός λοχαγού και 5-10 στρατιωτών τους....

[ολόκληρη την αφήγηση του Ορέστη για το Δίστομο θα την δημοσιεύσω εν καιρώ]


Λίγες μέρες πριν την απελευθέρωση: 


Αλλά και το 3ο τάγμα της Λειβαδιάς είχε κι' αυτό τη δράσι του, εκείνες τις τελευταίες μέρες της κατοχής, λίγο πριν από τον τελειωμό της. Όπως είπα, αυτό με την κάθοδό μας προς την πρωτεύουσα, είχε πιάσει την νότια πτέρυγα του «κλοιού». Εκεί, στα Βίλλια, δέχθηκε μια επίθεσι των Γερμανών, με την οποία έκλεισε τον κύκλο των κατοχικών συγκρούσεών του. Μάλιστα την μέρα εκείνη βρισκόταν στο χωριό και ο Μητροπολίτης Αττικής Ιάκωβος και βρέθηκε αναγκαστικά στο «μεταίχμιον» των αντιπάλων. 

Όταν το τάγμα αναγκάσθηκε να συμπτυχθή από τα Βίλλια, ο ταγματάρχης Κρατερός, έτρεξε να βρη τον Δεσπότη για να του προσφέρη τις υπηρεσίες του. Εκεί όμως, ο χοντρός, βαρύς, μαύρος και άφοβος λοχαγός είδε με τα μάτια του, πως υπάρχει και άλλου είδους θάρρος, εκτός από κείνο που ήξερε αυτός. 

-Όχι, παιδί μου, του είπε ο Δεσπότης, αποκρούων την πρότασί του. Μην ξεχνάς ότι οι Βιλλιώτες ανήκουν στο ποίμνιό μου. Δεν μπορώ να τους αφήσω και να φύγω. Θα μείνω κοντά τους, και ας γίνη ό,τι θέλει ο Θεός. 

Έσκυψε ο Κρατερός και φίλησε με συγκίνησι το χέρι του. Και αργότερα μού έλεγε με την βαρειά σαν και τον ίδιο κουβέντα του: 

-Εκείνη την ώρα τον θαύμασα τον Δεσπότη και θυμήθηκα όσα ξέρουμε για τα «ματωμένα ράσα». Ευτυχώς όμως για τον Άγιο Αττικής εκείνη η τελευταία περιπέτειά του -και την λέω τελευταία γιατί δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε γνωρίσει περιπέτειες με τους Γερμανούς- ήταν σχεδόν ανώδυνη. Ήσαν οι τελευταίες μέρες της κατοχής και τα θηρία του τρίτου Ράιχ είχαν πια ημερέψει. Αλλοιώς βέβαια δεν θα έμενε χωρίς συνέπειες η «σύμπτωσις» εκείνη της παραμονής του Δεσπότη σε ένα ανταρτοκρατούμενο χωριό.

Εκεί στα Βίλλια, έχουμε για τον Κρατερό μια ακόμη μαρτυρία, από έναν νεώτερο κατά πολύ αξιωματικό του στρατού αλλά σπουδαίο καπετάνιο. Τον Νικηφόρο, τον καπετάνιο του 5ου τάγματος Παρνασσίδος που τώρα πια είχε αναπτυχθεί στο 2ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. 
Το παραθέτω όπως είναι στο βιβλίο του Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης, στην πιο πρόσφατη έκδοσή του, για να κουβεντιάζουν στον Νυν & Αεί, οι καπεταναίοι του Νέου Εικοσιένα, όπως κουβέντιαζαν τότε και όπως κουβεντιάζουν κι εκεί πάνω που βρίσκονται... με τον Κώστα αιώνια 33 ετών!  








Οι περισσότερες αφηγήσεις μας δίνουν την πληροφορία ότι, ο θάνατος του Κρατερού οφείλεται στα πυρά των αεροπλάνων της ΡΑΦ. Το σίγουρο είναι ότι ο Κρατερός έπεσε στην μάντρα του Στρατοπέδου, προς το ύψωμα «Αράπης», κατά την επίθεση των πρώτων ημερών, 6 Δεκεμβρίου, μαζί με τον Θεοχάρη Πολύχρονο, το Σουλτανόγιαννο από τη Δεσφίνα και τόσους άλλους αδικοχαμένους ατρόμητους μαχητές. 
Λίγο πιο πέρα, στη «Σωτηρία», έπεσε και ο γιατρός του τάγματος Προυτσάλης που βλέπουμε δίπλα του στις φωτογραφίες. Εκείνος σκοτώθηκε ενώ ένας άλλος μόνιμος λοχαγός, ο στρατιωτικός του ΙΙΙ/42 τάγματος Γ. Γεωργιάδης, συνελήφθη, λιντσαρίστηκε από τους ταγματασφαλίτες και σώθηκε την τελευταία στιγμή από τον ίδιο τον Τσακαλώτο. 
Όμως, για τον θάνατο του Κρατερού, υπάρχει και μια άλλη μαρτυρία από έναν άλλο ατρόμητο πολεμιστή και καπετάνιο, τον Περικλή. Νομίζω ότι αυτή είναι και η πιο κοντινή στην πραγματικότητα γιατί φαίνεται ότι ο Περικλής τον είδε με τα μάτια του: 

Στ' αριστερά μας μια ομοβροντία πυροβολικού που σκάζει στον Κρατερό, διοικητή τάγματος του 34ου Συντάγματος, τον διαμελίζει κι αυτόν και τους αντάρτες δίπλα του

 Γιώργος Χουλιάρας – Περικλής, «Ο δρόμος είναι άσωτος....», νέα έκδοση, Οιωνός, Λαμία, 2006.

Δεν θα κλείσω εδώ τη μικρή προσπάθεια περισυλλογής των λειψάνων του διαμελισμένου, απ' τα πυρά των Άγγλων, τριαντατριάχρονου παλληκαριού. Άλλωστε δεν πρόκειται για κήδευση του νεκρού. Τέτοιοι νεκροί, και ακριβώς επειδή δεν ξέρουμε τα μνήματά τους, θα μείνουν άταφοι, για πάντα, στα χιόνια των «Κυνηγών», όσες φορές κι αν τους προπέμψουμε στην «μακαρία τους οδό»...

Θα κλείσω με τούτη εδώ τη σκηνή, που την αφηγείται ο φυσικός του καπετάνιος, ο Ορέστης, σαν αποχαιρετιστήριο, σαν μοιρολόϊ, σαν ελεγείο, στην πρώτη-πρώτη του αφήγηση (Ιανουάριος 1958) για κείνη την εποποιία και τους ομηρικούς ήρωές της....


Ήταν μια ήρεμη νύχτα, το περασμένο καλοκαίρι (1943). Ανέβαινα με τον λοχαγό Κρατερό, τον Κώστα Ζούση, από τα Χάλια της Χαλκίδας. Ανεβαίναμε αργά με τα πόδια, από την Λιάτανη 1, για τα Σκούρτα. Όταν πλησιάσαμε στην Κιάφα, από την αντικρυνή πλευρά της, εκεί που ο δρόμος αρχίζει τις κορδέλλες, σταματήσαμε να πάρουμε μια ανάσα. 
Τότε αντιληφθήκαμε πώς κάποιος βάδιζε ξένοιαστος αρκετά μπροστά από μας. Τώρα, με τις κορδέλλες , όμως, ακούγαμε καλά τα βήματά του και κάτι μουρμούριζε σαν τραγούδι. 
Ξαφνικά, μια δυνατή νεανική φωνή τον σταμάτησε: 
-Αλτ! Τις ει; 
Ήταν ο σκοπός, που φύλαγε πάνω στον αυχένα. 
Ο προπορευόμενός μας αποκρίθηκε με σταθερή και δυνατή φωνή. 
- Είμαι Πυλιώτης. 
Και η απάντησις του σκοπού ήρθε αμέσως: 
-Τι Πυλιώτης, τι Σουλιώτης. Πέρνα ελεύθερος! 
Ρίγος και ανατριχίλα ένοιωσα να διαρρέη στην πλάτη μου. Όπως κάποτε, σε παληά χρόνια στο σχολείο...Νομίζω πως και ο Κρατερός τον ίδιο συγκλονισμό ένοιωσε. Το σκοτάδι δεν με άφηνε να δω τα μάτια του...Κιάφα, Σουλιώτες, Πυλιώτες... 


1 Άγιος Θωμάς


Σημείωση: Και τώρα μια προσωπική πλευρά: 

Από πολλά χρόνια, ο πατέρας μου μού έλεγε για έναν συμμαθητή του στη Χαλκίδα, την δεκαετία του '40 και της μεγάλης τρομοκρατίας, ανεψιό του Κρατερού, που μοιραζόντουσαν μαζί τα βάσανα των οικογενειακών διώξεων και των «συλλογικών ευθυνών». Όταν ξαναβρέθηκαν κάποια στιγμή στα Χάλια, όπου έχουμε συγγενείς, κι είχαν περάσει οι διώξεις, τού έδειξε στο σπίτι του,  κρεμασμένο στον τοίχο, το σπαθί του Κρατερού... 


Του αντρειωμένου τ' άρματα δεν είχαν πουληθεί παρά τις διώξεις και τους κατατρεγμούς... το κάψιμο του πατρικού σπιτιού από τους «εθνικόφρονες», την παρ' ολίγο εκτέλεση του Νικηφόρου, του βενιαμίν της οικογενείας, στην Ρετσώνα από τους Κατακτητές. 

Πέρασαν πάλι χρόνια, και όταν μια μέρα ρώτησα τον γυιο της αγαπητής μας, και μακαρίτισσας πια, γειτόνισσας, τον Μήτσο της θείας Κωστούλας το γένος Ζούση, αν ξέρει κάτι για τον Κρατερό, εκείνος με πληροφόρησε ότι όταν σκοτώθηκε, η οργάνωση έστειλε το άλογο και το σπαθί του στη μάνα του, για να το προωθήσει στα Χάλια. 

Έτσι, όταν και μένα με βρήκε, λόγω των γραπτών μου για τον Κρατερό, ο εγγονός του παλιού Νικηφόρου, ο Νικηφόρος Σταμόγιαννης, είχα να προσθέσω κάτι περισσότερο στις απαντήσεις μου. 
Έψαξε κι εκείνος, μέσα στο μεγάλο και απλωμένο σόι των Ζούσηδων και άρχισε να βρίσκει πολλά και διάφορα τεκμήρια. 
Χωρίς αυτά, και κυρίως τις πολλές φωτογραφίες, δεν θα ήταν τόσα τα στοιχεία που παρουσιάζουμε σήμερα. 

Τον ευχαριστώ απ' τα βάθη της καρδιά μου, τού εύχομαι να  έχει τον Κρατερό πάντα στο καρδιά και στο μυαλό του, να είναι ο μια μικρή εφέστια θεότητα, ένας Λάρητας στο σπιτικό του. 


Το σπαθί του λοχαγού Κωνσταντίνου Ζούση-Κρατερού


Και πάλι στην Λιβαδειά με την Απελευθέρωση: Άγνωστοι σε μένα οι δεξιά του Κρατερού
[Από το αρχείο το Δρ. Ιάσονα Χανδρινού]

Ο λοχαγός Κωνσταντίνος Ζούσης

Ο Κώστας Ζούσης έφιππος


Στην Κοζάνη, ανθυπολοχαγός, 25η Μαρτίου 1935


Ιδιόχειρο πίσω από την ανωτέρω φωτογραφία



25η Μαρτίου 1935, στην Κοζάνη


Το φύλλο ποιότητος του Κρατερού από τον ΕΛΑΣ


                                                          







Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018

Μάχη της Πύλης: Η γερμανική εκδοχή



Ο Γερμανός συνταγματάρχης Χέρμαν Φραντς αναφέρεται στα γεγονότα της 16-17-18 Οκτωβρίου 1943


Συνεχίζοντας τις δημοσιεύσεις μας από το πολύτιμο βιβλίο του Γιώργου Γάτου Η εθνική αντίσταση στη Φωκίδα, δημοσιεύουμε σήμερα τη γερμανική άποψη για τα γεγονότα. 

Τι παρατηρεί ο αναγνώστης με την πρώτη ματιά:

1. Ο Γερμανός συνταγματάρχης επιβεβαιώνει τη δύναμη του λόχου, τη θέση που βρέθηκε και τις απώλειες.

2. Δεν αναφέρεται καθόλου στον αντικειμενικό σκοπό του λόχου. Τι πήγε να κάνει, δηλαδη, εκείνο το πρωί στο χωριό της Πύλης. Το ότι θέλανε να κάψουν το χωριό μαζί με τα υπόλοιπα, προκειμένου να εξασφαλιστούν οι δρόμοι όπως αναφέρει ότι ήταν ο επιχειρησιακός αντικειμενικός σκοπός. 

3. Δεν επιβεβαιώνει τις απώλειες των επόμενων ημερών. Τα αυτοκίνητα με τους στρατιώτες που ανέβαιναν από το Κοκκίνι και ανατινάχθηκαν. Αποκρύπτει δραστικά, από τους αναγνώστες του, τον πραγματικό αριθμό των νεκρών.

4. Ακόμη αποκρύπτει το σημαντικότατο γεγονός ότι ο λόχος αναχαιτίζεται και ανατρέπεται από τους εφεδρικούς Πυλιώτες που δρουν σαν κύρια δύναμη και όχι από Αντάρτες. Ο λόχος του τάγματος της Παρνασσίδας με τον Τηλέμαχο-Γιαννέτσο, είναι, απ' την αρχή σχεδόν της μάχης, παρών και χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσε ίσως ο γερμανικός λόχος να εγκλωβιστεί. Αλλά δεν δρα ως κύρια δύναμη. Κύρια δύναμη είναι οι εφεδρικοί της Πύλης οι οποίοι εκείνη την ώρα εξοπλίζονται με όπλα που έχουν ταλαιπωρηθεί περνώντας από τον Ευβοϊκό και παρουσιάζουν δυσλειτουργίες. 

Από τα παραπάνω, τι συμπέρασμα βγαίνει;
Ότι οι Γερμανοί κάθε άλλο παρά ντόμπροι και φιλαλήθεις είναι όταν τα γεγονότα  γέρνουν σε βάρος τους. Χωρίς να λένε χοντρά ψέματα, κουτσουρεύουν με "γερμανική μεθοδικότητα" την αλήθεια, έτσι που στο τέλος το νόημα αλλάζει. 









Γιώργος Γάτος, Η εθνική αντίσταση στη Φωκίδα, Εκδ Πεδίο, Τόμος Α' , σελ. 500-502

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018

Ο π. Χρυσόστομος Πέπας, ιερέας της ΙΙ μεραρχίας του ΕΛΑΣ για τη Μάχη της Πύλης

Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής



Πολλά μηνύματα φτάνουν, ελπιδοφόρα μηνύματα, ότι η συγγραφή της ιστορίας της Αντίστασης, κατά των Γερμανών και Ιταλών, βρίσκεται σε μια απ' τις πλέον γόνιμες και δημιουργικές της φάσεις.
Νέοι και παλαιότεροι, ακαδημαϊκοί και "ερασιτέχνες" ερευνητές των αρχείων και των μαρτυριών, εργάζονται με έμπνευση και μεράκι για την απελευθέρωση της ιστορίας της απελευθέρωσης της Ελλάδας από την τριπλή Κατοχή. 
Τίποτα δεν έχει πάει χαμένο, τίποτα δεν έχει ξεχαστεί, τίποτα δεν έχει χαθεί!
Ναι, είναι «τα πιο μεγάλα μας τα κατορθώματα, μες τις πέτρες και στα χώματα»... αλλά ζωντανά όσο ποτέ άλλοτε, γιατί πλέον έχουν περάσει στη σφαίρα του Πνεύματος, ήγουν της Αθανασίας! 
Έχουν γίνει παραδείγματα και πρότυπα και όλα δείχνουν ότι, μπορούν να μπολιάσουν μια νέα εθνική παλιγγενεσία, στην οικονομική και στην πνευματική ζωή της Πατρίδας.

Σήμερα, έρχεται κοντά μας ο πατέρας Χρυσόστομος Πέπας, ιερέας της 5ης ταξιαρχίας (και μετέπειτα ΙΙ μεραρχίας) του ΕΛΑΣ για να μας αφηγηθεί την δική του εμπειρία για τη Μάχη της Πύλης. 

Για τη μάχη αυτή έχουμε γράψει πολλά. Κι όσο γράφουμε, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν φτάνουν και χρειάζονται κι άλλα. Θα, ψάξουμε, θα τα βρούμε και θα τα παρουσιάζουμε. Θα αγωνιστούμε να φέρουμε στον Νυν & στο Αεί, ό,τι μπορούμε περισσότερο από εκείνη της σεμνή, απλή, ταπεινή, τραχιά αρβανίτικη, εποποιία.

Και για τον π. Χρυσόστομο έχουμε γράψει (κλικ) 
Πώς, το καλοκαίρι του 1943, και μετά την θριαμβευτική περιοδεία της έφιππης ηγεσίας του ΕΛΑΣ στην Αυλίδα, χειροτονείται, από διάκος παπάς, μέσα στην Μητρόπολη των Αθηνών, μετά από αίτημα του Ορέστη, προκειμένου να καλύψει τη θέση του στρατιωτικού ιερέα του μεγάλου αυτού αντάρτικου σχηματισμού.

Σήμερα θα δώσουμε τον λόγο στον ίδιο, χάρη στο εξαίρετο βιβλίο του αείμνηστου δημοσιογράφου Γιώργου Γάτου, Η εθνική αντίσταση στη Φωκίδα. 
Ευχαριστούμε από καρδιάς τις εκδόσεις Πεδίο για την άδεια δημοσίευσης.  














Γιώργος Γάτος, Η εθνική αντίσταση στη Φωκίδα, εκδόσεις Πεδίο, τόμος Α', σελ. 476-483

Οι τελευταίες αναρτήσεις

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αρχειοθήκη ιστολογίου