1905 Οξύλιθος Ευβοίας - 10 Αυγ 1972 Αθήνα
Ο Ορέστης στους Κορεσχάδες, Μάιος 1944 μπροστά στο έδρανο του προεδρείου |
Ο Ανδρέας Μούντριχας 1952 μετά την αποφυλάκισή του. Με τη μαύρη γραβάτα του πένθους της μητέρας του |
Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
Πρόλογος
Βιογραφικό
Ο πατέρας του Ανδρέα λεγόταν Σταύρος (+ 1934) και η μητέρα του Μαρία Ψυχογιού (+1951, Μάρτιος. Πέθανε μερικούς μήνες πριν την αποφυλάκιση του Ορέστη). Όταν παντρεύτηκαν, μετά την κλοπή της Μαρίας, ήταν 18 και 14 ετών αντίστοιχα και αγράμματοι. Το πρώτο παιδί, ο Δημήτρης, είχε 16 χρόνια διαφορά από τη μάνα του, η οποία έκανε 12 παιδιά και ζήσανε τα 7. Τα αδέλφια του ήταν: ο Δημήτρης, ο Χρήστος, η Ευαγγελία, η Ιωάννα, η Παρασκευή και η Σταματία.
Ο πατέρας του δεν ήταν από τον Οξύλιθο. Ήταν από το Σκεπαστό. Βρέθηκε εκεί επειδή είχε έναν αδελφό, τον Θανάση, που ήταν ηγούμενος στη Μονή Μάντζαρη με το όνομα Ανανίας. Έτσι εξηγείται η καλή σχέση του Ορέστη με την εκκλησία και οι σχετικές γνώσεις του για τα εκκλησιαστικά και τα μοναστικά.
Φοίτησε στο Γυμνάσιο Κύμης. Ήταν καλός μαθητής αλλά πολύ ζωηρός. Απεβλήθη λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς προς τον καθηγητή των μαθηματικών. Τελείωσε την τελευταία τάξη στο Γυμνάσιο Χαλκίδος.
Τελειώνοντας το γυμνάσιο ενεγράφη στη Νομική, παράλληλα με τις εξετάσεις στη Σχολή Ενωματαρχών.
Μπήκε και βγήκε με τους πρώτους.
Στα φοιτητολόγια της Νομικής Σχολής φαίνεται εγγεγραμμένος το 1924 με αριθμό γενικού μητρώου 10029 και με τελευταία ανανέωση της εγγραφής του στις 9 Οκτωβρίου 1933.
Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς εξετάζεται και στο Συνταγματικό Δίκαιο. Φαίνεται πως τότε διέκοψε και τη φοίτησή του, παρά το ότι του άρεσε η δικηγορία, ενώ ο πατέρας του ήθελε να γίνει γιατρός.
Μετατίθεται, άγνωστο πότε, στον Βόλο. Μάλλον ως νεαρός ενωματάρχης.
Εκεί εκτελεί το ένταλμα σύλληψης ενός σημαίνοντος που εκκρεμούσε και ο διοικητής του τον διατάζει, προφορικά, να τον αφήσει ελεύθερο. Εκείνος ζητάει γραπτή διαταγή και μετατίθεται δυσμενώς στην ευρύτερη περιοχή με κέντρο το Λιτόχωρο, στο φυλάκιο των παλιών συνόρων με την Τουρκία, μόλις μια δεκαετία μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, και σε αποσπάσματα καταδίωξης των τελευταίων ληστών του Ολύμπου.
Εκεί συναντάει μια δυναμική γύφτισσα, χήρα και εκτελούσα χρέη αρχηγού της φυλής, με την οποία λύνει με πρωτότυπο τρόπο ζητήματα τήρησης του νόμου και σχέσεων της ατίθασης φυλής των τσιγγάνων με την εξουσία.
Εκεί συναντάει επίσης και κάποιον γνωστό λήσταρχο [Γιαγκούλας1(;)], που είχε μεταμφιεστεί σε χωροφύλακα. Ανυποψίαστος κάτσανε μαζί, να φάνε και να πιούνε και γλυτώνει παρά τρίχα.
Σε επεισόδιο με έναν παπά ληστοτρόφο, για την κακή συμπεριφορά του σε μια χήρα που θυμίζει σκηνή του Ευαγγελίου, του κόβει τα γένια έξω απ' την εκκλησία. Περνάει στρατοδικείο, δικάζεται τρία χρόνια με αναστολή και αποτάσσεται, γύρω στο 1930. Στη χωροφυλακή πρέπει να έμεινε κάπου 7-8 χρόνια, όταν η θητεία ήταν 12ετής.
Στην προφορική παράδοση της οικογένειας υπάρχει κι ένας νεανικός έρωτας με μια αρχοντοπούλα των Αθηνών, ο οποίος όμως δεν είχε ευτυχές τέλος. Οι κοινωνικές διαφορές ήταν η αιτία και ίσως το πρώτο του μάθημα πάνω στην πάλη των τάξεων. Την ξαναείδε στα Δεκεμβριανά, στην Κηφισιά, γυναίκα σημαίνοντος προσώπου, παρουσία ή συμβολή του μητροπολίτη Αττικής Ιακώβου.
Το 1934 πεθαίνει ο πατέρας του και παντρεύεται. Δουλεύει σε διάφορες δουλειές και δρα ταυτόχρονα πολιτικά. Στην κήρυξη του πολέμου είναι εργολάβος μωσαϊκών και β' γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης του Πειραιά, υπεύθυνος για τα Φάληρα και την Καλλιθέα. Γραμματέας της ΚΟΠ τότε ήταν ο Σαντής. Και οι δύο προσκείμενοι στην Παλαιά Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ (Πλουμπίδης, Κτιστάκης, Παπαγιάννης, Καρβούνης, κλπ).
Κατά την καταγραφή της αφήγησης του Ορέστη, από τον ανιψιό του Γιάννη Δημ. Μούντριχα, τον στρατολόγησε ο Πλουμπίδης όταν συνέπεσαν οι θητείες τους στην Ελασσόνα. Ο Πλουμπίδης ήταν στη Βούρμπα (Μηλιά) της Ελασσόνας, από τον Σεπτέμβριο του 1926 έως το 1929. Επομένως η μύηση στον Κομμουνισμό, που κράτησε, λέει, έξι μήνες, έγινε στη Βούρμπα το διάστημα αυτό και φυσικά αφού είχε πρώτα μυηθεί ο Πλουμπίδης από τους κομμουνιστές της Ελασσόνας. Δηλαδή ανάμεσα στο 1927 και 1929 το αργότερο.
Στον πόλεμο του 1940, ενώ είναι στη στρατεύσιμη ηλικία των 35 ετών, δεν επιστρατεύεται, προφανώς γιατί παραμένει στην εφεδρεία του σώματος της Χωροφυλακής επί μια δεκαετία μετά την απομάκρυνσή του.
Αρχίζει την αντίσταση από τις πρώτες μέρες της Κατοχής και μετά ως υπεύθυνος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στη Βοιωτία, όπου βρέθηκε από τον Νοέμβριο του 1941, μετά την άρνησή του να αποκηρύξει τους συντρόφους τους της “Παλαιάς ΚΕ”, τον Κτιστάκη και τον Παπαγιάννη.
Την πρώτη πληροφορία για τις αντιστασιακές του ενέργειες τη βρίσκουμε στο σπίτι του αδελφού του Δημήτρη (Ταμπούρια Πειραιά) που ήταν τελωνειακός. Εκεί συναντάει τον άνδρα της ξαδέρφης του, τον Μπόιντα, που δούλευε στο οπλοπωλείο του Μπούσουλα. Ζητάει πληροφορίες για τη γενική αποθήκη (στην Ανάσταση) αλλά μαθαίνει ότι την έχουν ήδη λεηλατήσει οι Ιταλοί.
Στο Βουνό βγαίνει στις 16 Ιουνίου 1942 μέχρι την αποστράτευσή του από τον ΕΛΑΣ, 10 Μαρτίου 1945.
Στις 16 Ιουνίου 1942 ήταν 3 αντάρτες: Ο Ορέστης, Ο Βλάσης και ο Θόδωρος.
Τον Σεπτέμβριο 1942 ήταν 7 (στο χτύπημα στη μοτοσυκλέτα των Ιταλών στη Ρετσώνα)
Τον Δεκέμβριο 1942 ήταν 25
Τον Μάιο 1943 ήταν 300, Αρχηγείο Αττικοβοιωτίας
Τον Οκτώβριο 1943 ήταν 1.000, 5η Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ
Τον Οκτώβριο 1944 ήταν 4.500, 2α Μεραρχία του ΕΛΑΣ
Εκλέχτηκε με το όνομα Ορέστης Ράμμος ή Ράμμας, Εθνοσύμβουλος της Αττικής, στο Εθνικό Συμβούλιο των Κορεσχάδων. Ήταν ένας από τους τέσσερεις καπεταναίους του Εθνικού Συμβουλίου με τον Άρη να απουσιάζει στην Πελοπόννησο.
Μετά τη Βάρκιζα και τη διάλυση του ΕΛΑΣ, κατεβαίνει στην Αθήνα και ζει στην παρανομία από τον Μάρτιο του 1945 ως τον Νοέμβριο του 1947.
Στις 18 Μαΐου 1946 ανακοινώνεται η διαγραφή του από το ΚΚΕ με απόφαση της ΚΟΑ, μαζί με τον Γιάννη Πετσόπουλο και τον θαλασσομάχο Ζαχαριά, ενώ στις 11 του ίδιου μήνα έγινε η δίκη στη Χαλκίδα όπου καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, μαζί με τον Παπαφλέσσα (Γιάννη Σκλια) και κάποιο Μητάκη από το Κλειδί, για την εκτέλεση 9 ταγματασφαλιτών μετά τη μάχη του Κλειδιού τον Φεβρουάριο του '44.
Τέλη Οκτωβρίου 1947 έρχεται για τρίτη και τελευταία φορά σε επαφή με το Κόμμα, μετά τη διαγραφή του, μέσω του Κ. Καραγιώργη προκειμένου να πεισθεί να βγει στο βουνό. Οι άλλες ήταν, μία με τον Γιώργη Σιάντο 3-4 μήνες πριν πεθάνει, και μία ακόμη με τον Καραγιώργη. Οι γέφυρες κόβονται οριστικά. Ο Καραγιώργης βγαίνει αντάρτης και ο Ορέστης συλλαμβάνεται μετά από μερικές μέρες.
Στις 21 Νοεμβρίου 1947, το «Εμπρός» αναφέρει:
«Κατόπιν μακράς παρακολουθήσεως συνελήφθη εις την συνοικίαν Ζωγράφου ο Ανδρ. Μούντριχας ή «καπετάν Ορέστης», ετών 42, πρώην υπάλληλος του Μαλτσινιώτη και καπετάνιος της 2ας Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, δράσας εις την περιοχήν των Αθηνών κατά τα Δεκεμβριανά».
Στις 14 Δεκεμβρίου 1947, και πάλι το «Εμπρός» δημοσιεύει την είδηση της έναρξης στις 13/12 της δίκης του Ορέστη στο β' κακουργοδικείο Πειραιά για τις εκτελέσεις χωροφυλάκων στην Κυψέλη.
Στο «Βιβλίο Υποδίκων» των Φυλακών Αβέρωφ εγγράφεται την ίδια μέρα, 21 Νοεμβρίου 1947, ως εξής:
Αρ. πρωτ. 668
Μούντριχας Ανδρέας, ή Καπετάν Ορέστης
του Σταύρου και της Μαρίας
Έγγαμος, όνομα συζύγου: Καλλιόπη Τσεκούρα
γεννηθείς στον Οξύλιθο Ευβοίας
Διεύθυνση Αθηνών: Κατσιπόδι, Μεσολογγίου 17- 23ο Αστυνομικό Τμήμα
Καπετάνιος ΕΛΑΣ, εργάτης
τέως υπαξ. Χωροφυλακής
τελειόφοιτος Γυμνασίου
Χριστιανός Ορθόδοξος
ετών 42
1,76 ύψος
καστανά μάτια
Στις 24 Μαΐου 1948 επιστρέφει Στις φυλακές Αβέρωφ από τη Χαλκίδα όπου καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά με την απόφαση 30/8-5-1948.
(Είχε προηγηθεί η καταδίκη σε θάνατο ερήμην βάσει της 642/46 απόφασης του δικαστηρίου Συνέδρων Χαλκίδος.)
Τέλος βρίσκουμε και μια αθωωτική απόφαση, η 8/2-4-48 του δικαστηρίου Συνέδρων Αθηνών. Μέσα από αυτόν τον λαβύρινθο των δικαστηρίων, των μεταγωγών και των φυλακίσεων, γλιτώνει με χάρη του βασιλιά και αποφυλακίζεται το 1952.
Σύζυγος του Ορέστη υπήρξε η Καλλιόπη Τσεκούρα από την Κύμη. Ήταν “προξενιό” κάποιου στενού του συγγενή. Τη διάλεξε ανάμεσα στις τρεις αδελφές και ήταν μεγαλύτερη στην ηλικία από κείνον. Ο γάμος έγινε το 1934. Δεν κάνανε παιδιά. «Σε άλλους ο γάμος δίνει φτερά σε άλλου βαρίδια στα πόδια», σχολίασε κάποτε στο περιβάλλον του. Υπέστη κι εκείνη μεγάλο μέρος των βασάνων και των αγωνιών της παράνομης δράσης του συζύγου της με αποκορύφωμα ένα κούρεμα από τους χίτες της Βάθιας. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσαν χώρια. Εκείνη επέστρεψε στην Κύμη.
Την 21η Απριλίου 1967, δέχθηκε «επίσκεψη» από δύο ασφαλίτες που ψάξανε το σπίτι εξονυχιστικά. Βρήκαν μόνο δυο φωτογραφίες από το αντάρτικο στον τοίχο κρεμασμένες. Έκαναν σύσταση να τις κατεβάσουν. Δήλωσε ότι δεν τις κατεβάζει, ότι είναι περήφανος και δεν μετανιώνει. Του ζήτησαν να τους ακολουθήσει στο τμήμα. «Πηγαίνετε και θα έρθω μόνος μου». Πήγε το πρωί αλλά δεν τον κρατήσανε.
Το καλοκαίρι του 1960, κατά τους υπολογισμούς τέλη Ιουλίου, είχε ένα ατύχημα με αυτοκίνητο στην Αθήνα. Ένα χρόνο μετά την ολοκλήρωση των δημοσιεύσεών του στην «Απογευματινή» και ενώ η συνδικαλιστική του δράση γνώριζε καινούργιες εξάρσεις. Αποτέλεσμα, ένα τραύμα στο χέρι και αναπηρία (αγκύλωση) για αρκετό καιρό.
Στις 26 Αυγούστου 1960 τον βρίσκουμε, να κάνει επίσκεψη μαζί με τους συνδικαλιστές του Μαντέμ-Λάκκο, σε βουλευτές και στον υπουργό εργασίας (υπέβαλλε υπόμνημα) για να ενταχθούν οι εργαζόμενοι στα εξαιρετικά βαρέα και ανθυγιεινά. Το ατύχημα έγινε στην οδό Βουλής όταν το αυτοκίνητο, που το οδηγούσε ένας νεαρός, ανέβηκε στο πεζοδρόμιο και τον χτύπησε. Ήταν μόνος του και ο ίδιος έλεγε ότι μάλλον ήταν εσκεμμένη ενέργεια. Από το ατύχημα πήρε κάποια χρήματα που τα έβαλε στην ανοικοδόμηση του σπιτιού στον Χολαργό.
Σπίτια διαμονής: Άη Γιάννης Κυνηγός – Βουλιαγμένης (Δάφνη), οδός Μεσολογγίου.
Αγίας Βαρβάρας και Χίου, Χίου.
Στην οδό Μεσολογγίου κατοικεί όταν γράφει για την «Απογευματινή». Οι συκοφάντες του πολύ ντόρο κάνουν για ένα σπίτι στον Χολαργό που εξασφάλισε τάχα ως... αντιπαροχή στις «καλές υπηρεσίες» του στον συνδικαλισμό. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα μικρό σπίτι δύο ορόφων, 60 τ.μ. έκαστος, συνιδιοκτησία με τις δύο ανιψιές του, και με την οικονομική συμβολή όλων. Εκεί έζησε δέκα χρόνια (1962-1972), μέχρι που πουλήθηκε. Το τελευταίο του σπίτι ήταν στον Πρ. Ηλία, στο Παγκράτι. Τότε πάθαινε μικρά εγκεφαλικά όπου τελικά μετά από 10ήμερη νοσηλεία “σε μια πτωχοκλινική του ΙΚΑ τη λεωφόρο Αλεξάνδρας”, κατέληξε στις 4.00 το πρωί της 10 Αυγούστου, ημέρα Πέμπτη, 1972. Ήταν 67 χρονών!
Είχε δε συνταξιοδοτηθεί το καλοκαίρι του 1969, μετά από νόμο της χούντας που διέτασσε απόλυση και αποζημίωση από τις συνδικαλιστικές θέσεις. Η κηδεία του έγινε στον Οξύλιθο. Λόγω των επικρατούντων εκεί αυστηρών κανόνων, για εκταφή των νεκρών στα τρία χρόνια, τα οστά του αποτέθηκαν στο οστεοφυλάκιο το οποίο και κάηκε κάποια στιγμή. Επιβεβαιώθηκε έτσι το παλιό εκείνο «ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος». Στον Οξύλιθο σώζεται ανακαινισμένο το πατρικό του σπίτι και δίπλα μια προτομή του στον παλιό δρόμο προς την Κύμη.
Όταν πέθανε είχε 300.000 δραχμές στην τράπεζα, από τον «αέρα» του σπιτιού στον Χολαργό, που τελικά πουλήθηκε, και την αποζημίωση της απόλυσής του. Τις κληρονόμησαν, η γυναίκα του και οι αδελφές του. Σημειώνουμε για τη αίσθηση της αξίας των δραχμών την εποχή εκείνη: Στις 10 Αυγούστου 1972, τα κατώτερα όρια των συντάξεων του ΙΚΑ καθορίζονται από 1.000 έως 1.500 δρχ., η τιμή της εφημερίδας είναι 2,5 δρχ., το κιλό του αλεύρου 5 δρχ., του ελαιολάδου 32,0 δρχ., της ζάχαρης 13,5 δρχ., του καφέ 65,0 δρχ., της φέτας 31,0 δρχ, του βουτύρου 46,5 δρχ., το δολάριο 30 δρχ, η λίρα Αγγλίας 75 δρχ., της χρυσής λίρας Αγγλίας 461 δρχ., η μετοχή της Εθνικής Τραπέζης 16.250 δρχ και της Τραπέζης της Ελλάδος 33.300 δρχ.
Σημειώσεις:
1 Εικάζουμε ότι είναι ο Γιαγκούλας επειδή αυτός είχε έφεση στις μεταμφιέσεις.
***********************************
Διαβάστε επίσης:
Η απαρχή του Αντάρτικου στη Βοιωτία- Τα πρώτα τουφέκια