Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ορέστης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ορέστης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

Ορέστης - Ανδρέας Σταύρου Μούντριχας

1905 Οξύλιθος Ευβοίας - 10 Αυγ 1972 Αθήνα

Ο Ορέστης στους Κορεσχάδες,
Μάιος 1944
μπροστά στο έδρανο του προεδρείου





Ο Ανδρέας Μούντριχας
1952 μετά την αποφυλάκισή του.
Με τη μαύρη γραβάτα
του πένθους της μητέρας του

Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής



Πρόλογος

Η 16η Ιουνίου είναι μέρα θλίψης για τους τηρούντες την μνήμη των αγωνιστών του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. 
Υπάρχει όμως και μια άλλη 16η Ιουνίου, εκείνη του 1942, που είναι ημέρα γιορτής για το αντάρτικο της Βοιωτίας, της Αττικής, της Εύβοιας και γενικότερα της Ανατολικής Στερεάς μέχρι το Μαυρολιθάρι, το Λιδωρίκι και την Άμφισσα.
Είναι η ημέρα όπου ο Ανδρέας Μούντριχας, γραμματέας του ΕΑΜ και του ΚΚΕ της Βοιωτίας από τον Νοέμβριο του 1941, βγαίνει στο βουνό μαζί με τον Βλάση και τον Θόδωρο, και γίνεται Ορέστης. Ο Βλάσης ήταν από τον Συνοικισμό της Θήβας και λεγόταν Σκαπένης και ο Θόδωρος ήταν ΒορειοΗπειρώτης και αγνοούμε το επίθετό του. 

Εκείνη την 16η Ιουνίου 1942 τιμώντας, δίνω σήμερα το πρώτο ακριβές βιογραφικό του Ανδρέα Μούντριχα - Ορέστη, του μεγάλου αυτού καπετάνιου του ΕΛΑΣ, του δεύτερου μετά τον Άρη, θα τολμήσω να ισχυριστώ ενώπιον Θεού, ανθρώπων και Ιστορίας. 
Είναι το πρώτο βήμα για την ιστορική αποκατάσταση του Ορέστη, η οποία, βέβαια, δεν εξαντλείται στην παράθεση των βασικών στοιχείων του βίου του. 
Εκτείνεται και στα της κατοχής αλλά και στη μετά την αποφυλάκισή του συνδικαλιστική του δράση. Περιλαμβάνει τις αφηγήσεις του αλλά και έναν ενδελεχή έλεγχο των ισχυρισμών του, των πληροφοριών που ο ίδιος δίνει αλλά και την αρχειακή και βιβλιογραφική εξέταση των γεγονότων. 
Από όλη αυτή την ερευνητική δουλειά που απέδωσε έναν τεράστιο όγκο υλικού για τον ΕΛΑΣ της ΑττικοΒοιωτίας και της Εύβοιας, αλλά και για τα Δεκεμβριανά, τα προ και τα μετά του Δεκέμβρη, τη διολίσθηση στον Εμφύλιο, ας αρκεστεί ο αναγνώστης, προς το παρόν, στο βιογραφικό του. 
Ελπίζω σύντομα να αξιωθώ την έκδοση όλης εκείνης της μελέτης, παρά τον μεγάλο όγκο της και τις δυσκολίες των καιρών. 

Ευχαριστίες οφείλουμε στους εναπομείναντες της μεγάλης οικογένειας των Μουντριχέων του Οξύλιθου, ζώντες και κεμοιμημένους, τους διασώσαντες τον πυρήνα της μνήμης, παρά τους ανηλεείς διωγμούς, συκοφαντίες,  αδικίες και κακουχίες. 

Ιδιαίτερα, ευχαριστώ την ευγενέστατη και γλυκύτατη κυρία Χρυσαυγή που με εμπιστεύτηκε αμέσως και μοιράστηκε μαζί μου πολύτιμα οικογενειακά κειμήλια, υλικά και νοητά, παρά την απόσταση και το προχωρημένο της ηλικίας της.
 
Ξεχωριστές ευχαριστίες οφείλω και στον Βαγγέλη, που μου άνοιξε το δρόμο, και μου εμπιστεύτηκε τις καταγραφές του πατέρα του για τον Ορέστη. 


Βιογραφικό

Ο πατέρας του Ανδρέα λεγόταν Σταύρος (+ 1934) και η μητέρα του Μαρία Ψυχογιού (+1951, Μάρτιος. Πέθανε μερικούς μήνες πριν την αποφυλάκιση του Ορέστη). Όταν παντρεύτηκαν, μετά την κλοπή της Μαρίας, ήταν 18 και 14 ετών αντίστοιχα και αγράμματοι. Το πρώτο παιδί, ο Δημήτρης, είχε 16 χρόνια διαφορά από τη μάνα του, η οποία έκανε 12 παιδιά και ζήσανε τα 7. Τα αδέλφια του ήταν: ο Δημήτρης, ο Χρήστος, η Ευαγγελία, η Ιωάννα, η Παρασκευή και η Σταματία.


Ο πατέρας του δεν ήταν από τον Οξύλιθο. Ήταν από το Σκεπαστό. Βρέθηκε εκεί επειδή είχε έναν αδελφό, τον Θανάση, που ήταν ηγούμενος στη Μονή Μάντζαρη με το όνομα Ανανίας. Έτσι εξηγείται η καλή σχέση του Ορέστη με την εκκλησία και οι σχετικές γνώσεις του για τα εκκλησιαστικά και τα μοναστικά.


Φοίτησε στο Γυμνάσιο Κύμης. Ήταν καλός μαθητής αλλά πολύ ζωηρός. Απεβλήθη λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς προς τον καθηγητή των μαθηματικών. Τελείωσε την τελευταία τάξη στο Γυμνάσιο Χαλκίδος. 

Τελειώνοντας το γυμνάσιο ενεγράφη στη Νομική, παράλληλα με τις εξετάσεις στη Σχολή Ενωματαρχών.

Μπήκε και βγήκε με τους πρώτους.

Στα φοιτητολόγια της Νομικής Σχολής φαίνεται εγγεγραμμένος το 1924 με αριθμό γενικού μητρώου 10029 και με τελευταία ανανέωση της εγγραφής του στις 9 Οκτωβρίου 1933.

Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς εξετάζεται και στο Συνταγματικό Δίκαιο. Φαίνεται πως τότε διέκοψε και τη φοίτησή του, παρά το ότι του άρεσε η δικηγορία, ενώ ο πατέρας του ήθελε να γίνει  γιατρός.

Μετατίθεται, άγνωστο πότε, στον Βόλο. Μάλλον ως νεαρός ενωματάρχης.

Εκεί εκτελεί το ένταλμα σύλληψης ενός σημαίνοντος που εκκρεμούσε και ο διοικητής του τον διατάζει, προφορικά, να τον αφήσει ελεύθερο. Εκείνος ζητάει γραπτή διαταγή και μετατίθεται δυσμενώς στην ευρύτερη περιοχή με κέντρο το Λιτόχωρο, στο φυλάκιο των παλιών συνόρων με την Τουρκία, μόλις μια δεκαετία μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, και σε αποσπάσματα καταδίωξης των τελευταίων ληστών του Ολύμπου.


Εκεί συναντάει μια δυναμική γύφτισσα, χήρα και εκτελούσα χρέη αρχηγού της φυλής, με την οποία λύνει με πρωτότυπο τρόπο ζητήματα τήρησης του νόμου και σχέσεων της ατίθασης φυλής των τσιγγάνων με την εξουσία. 

Εκεί συναντάει επίσης και κάποιον γνωστό λήσταρχο [Γιαγκούλας1(;)], που είχε μεταμφιεστεί σε χωροφύλακα. Ανυποψίαστος κάτσανε μαζί, να φάνε και να πιούνε και γλυτώνει παρά τρίχα. 

Σε επεισόδιο με έναν παπά ληστοτρόφο, για την κακή συμπεριφορά του σε μια χήρα που θυμίζει σκηνή του Ευαγγελίου, του κόβει τα γένια έξω απ' την εκκλησία. Περνάει στρατοδικείο, δικάζεται τρία χρόνια με αναστολή και αποτάσσεται, γύρω στο 1930. Στη χωροφυλακή πρέπει να έμεινε κάπου 7-8 χρόνια, όταν η θητεία ήταν 12ετής.

Στην προφορική παράδοση της οικογένειας υπάρχει κι ένας νεανικός έρωτας με μια αρχοντοπούλα των Αθηνών, ο οποίος όμως δεν είχε ευτυχές τέλος. Οι κοινωνικές διαφορές ήταν η αιτία και ίσως το πρώτο του μάθημα πάνω στην πάλη των τάξεων. Την ξαναείδε στα Δεκεμβριανά, στην Κηφισιά, γυναίκα σημαίνοντος προσώπου, παρουσία ή συμβολή του μητροπολίτη Αττικής Ιακώβου.


Το 1934 πεθαίνει ο πατέρας του και παντρεύεται. Δουλεύει σε διάφορες δουλειές και δρα ταυτόχρονα πολιτικά. Στην κήρυξη του πολέμου είναι εργολάβος μωσαϊκών και β' γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης του Πειραιά, υπεύθυνος για τα Φάληρα και την Καλλιθέα. Γραμματέας της ΚΟΠ τότε ήταν ο Σαντής. Και οι δύο προσκείμενοι στην Παλαιά Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ (Πλουμπίδης, Κτιστάκης, Παπαγιάννης, Καρβούνης, κλπ).

Κατά την καταγραφή της αφήγησης του Ορέστη, από τον ανιψιό του Γιάννη Δημ. Μούντριχα, τον στρατολόγησε ο Πλουμπίδης όταν συνέπεσαν οι θητείες τους στην Ελασσόνα. Ο Πλουμπίδης ήταν στη Βούρμπα (Μηλιά) της Ελασσόνας, από τον Σεπτέμβριο του 1926 έως το 1929. Επομένως η μύηση στον Κομμουνισμό, που κράτησε, λέει, έξι μήνες, έγινε στη Βούρμπα το διάστημα αυτό και φυσικά αφού είχε πρώτα μυηθεί ο Πλουμπίδης από τους κομμουνιστές της Ελασσόνας. Δηλαδή ανάμεσα στο 1927 και 1929 το αργότερο.


Στον πόλεμο του 1940, ενώ είναι στη στρατεύσιμη ηλικία των 35 ετών, δεν επιστρατεύεται, προφανώς γιατί παραμένει στην εφεδρεία του σώματος της Χωροφυλακής επί μια δεκαετία μετά την απομάκρυνσή του.


Αρχίζει την αντίσταση από τις πρώτες μέρες της Κατοχής και μετά ως υπεύθυνος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στη Βοιωτία, όπου βρέθηκε από τον Νοέμβριο του 1941, μετά την άρνησή του να αποκηρύξει τους συντρόφους τους της “Παλαιάς ΚΕ”, τον Κτιστάκη και τον Παπαγιάννη.

Την πρώτη πληροφορία για τις αντιστασιακές του ενέργειες τη βρίσκουμε στο σπίτι του αδελφού του Δημήτρη (Ταμπούρια Πειραιά) που ήταν τελωνειακός. Εκεί συναντάει τον άνδρα της ξαδέρφης του, τον Μπόιντα, που δούλευε στο οπλοπωλείο του Μπούσουλα. Ζητάει πληροφορίες για τη γενική αποθήκη (στην Ανάσταση) αλλά μαθαίνει ότι την έχουν ήδη λεηλατήσει οι Ιταλοί. 

 Στο Βουνό βγαίνει στις 16 Ιουνίου 1942 μέχρι την αποστράτευσή του από τον ΕΛΑΣ, 10 Μαρτίου 1945.


Στις 16 Ιουνίου 1942 ήταν 3 αντάρτες: Ο Ορέστης, Ο Βλάσης και ο Θόδωρος.

Τον Σεπτέμβριο 1942 ήταν 7 (στο χτύπημα στη μοτοσυκλέτα των Ιταλών στη Ρετσώνα)

Τον Δεκέμβριο 1942 ήταν 25

Τον Μάιο 1943 ήταν 300, Αρχηγείο Αττικοβοιωτίας

Τον Οκτώβριο 1943 ήταν 1.000, 5η Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ

Τον Οκτώβριο 1944 ήταν 4.500, 2α Μεραρχία του ΕΛΑΣ


Εκλέχτηκε με το όνομα Ορέστης Ράμμος ή Ράμμας, Εθνοσύμβουλος της Αττικής, στο Εθνικό Συμβούλιο των Κορεσχάδων. Ήταν ένας από τους τέσσερεις καπεταναίους του Εθνικού Συμβουλίου με τον Άρη να απουσιάζει στην Πελοπόννησο.


Μετά τη Βάρκιζα και τη διάλυση του ΕΛΑΣ, κατεβαίνει στην Αθήνα και ζει στην παρανομία από τον Μάρτιο του 1945 ως τον Νοέμβριο του 1947.

Στις 18 Μαΐου 1946 ανακοινώνεται η διαγραφή του από το ΚΚΕ με απόφαση της ΚΟΑ, μαζί με τον Γιάννη Πετσόπουλο και τον θαλασσομάχο Ζαχαριά, ενώ στις 11 του ίδιου μήνα έγινε η δίκη στη Χαλκίδα όπου καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, μαζί με τον Παπαφλέσσα (Γιάννη Σκλια) και κάποιο Μητάκη από το Κλειδί, για την εκτέλεση 9 ταγματασφαλιτών μετά τη μάχη του Κλειδιού τον Φεβρουάριο του '44.

Τέλη Οκτωβρίου 1947 έρχεται για τρίτη και τελευταία φορά σε επαφή με το Κόμμα, μετά τη διαγραφή του, μέσω του Κ. Καραγιώργη προκειμένου να πεισθεί να βγει στο βουνό. Οι άλλες ήταν, μία με τον Γιώργη Σιάντο 3-4 μήνες πριν πεθάνει, και μία ακόμη με τον Καραγιώργη. Οι γέφυρες κόβονται οριστικά. Ο Καραγιώργης βγαίνει αντάρτης και ο Ορέστης συλλαμβάνεται μετά από μερικές μέρες.


Στις 21 Νοεμβρίου 1947, το «Εμπρός» αναφέρει: 

«Κατόπιν μακράς παρακολουθήσεως συνελήφθη εις την συνοικίαν Ζωγράφου ο Ανδρ. Μούντριχας ή «καπετάν Ορέστης», ετών 42, πρώην υπάλληλος του Μαλτσινιώτη και καπετάνιος της 2ας Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, δράσας εις την περιοχήν των Αθηνών κατά τα Δεκεμβριανά».


Στις 14 Δεκεμβρίου 1947, και πάλι το «Εμπρός» δημοσιεύει την είδηση της έναρξης στις 13/12 της δίκης του Ορέστη στο β' κακουργοδικείο Πειραιά για τις εκτελέσεις χωροφυλάκων στην Κυψέλη.


Στο «Βιβλίο Υποδίκων» των Φυλακών Αβέρωφ εγγράφεται την ίδια μέρα, 21 Νοεμβρίου 1947, ως εξής:


Αρ. πρωτ. 668


Μούντριχας Ανδρέας, ή Καπετάν Ορέστης

του Σταύρου και της Μαρίας

Έγγαμος, όνομα συζύγου: Καλλιόπη Τσεκούρα

γεννηθείς στον Οξύλιθο Ευβοίας

Διεύθυνση Αθηνών: Κατσιπόδι, Μεσολογγίου 17- 23ο Αστυνομικό Τμήμα

Καπετάνιος ΕΛΑΣ, εργάτης

τέως υπαξ. Χωροφυλακής

τελειόφοιτος Γυμνασίου

Χριστιανός Ορθόδοξος

ετών 42

1,76 ύψος

καστανά μάτια


Στις 24 Μαΐου 1948 επιστρέφει Στις φυλακές Αβέρωφ από τη Χαλκίδα όπου καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά με την απόφαση 30/8-5-1948. 

(Είχε προηγηθεί η καταδίκη σε θάνατο ερήμην βάσει της 642/46 απόφασης του δικαστηρίου Συνέδρων Χαλκίδος.)

Τέλος βρίσκουμε και μια αθωωτική απόφαση, η 8/2-4-48 του δικαστηρίου Συνέδρων Αθηνών. Μέσα από αυτόν τον λαβύρινθο των δικαστηρίων, των μεταγωγών και των φυλακίσεων, γλιτώνει με χάρη του βασιλιά και αποφυλακίζεται το 1952.


Σύζυγος του Ορέστη υπήρξε η Καλλιόπη Τσεκούρα από την Κύμη. Ήταν “προξενιό” κάποιου στενού του συγγενή. Τη διάλεξε ανάμεσα στις τρεις αδελφές και ήταν μεγαλύτερη στην ηλικία από κείνον. Ο γάμος έγινε το 1934. Δεν κάνανε παιδιά. «Σε άλλους ο γάμος δίνει φτερά σε άλλου βαρίδια στα πόδια», σχολίασε κάποτε στο περιβάλλον του. Υπέστη κι εκείνη μεγάλο μέρος των βασάνων και των αγωνιών της παράνομης δράσης του συζύγου της με αποκορύφωμα ένα κούρεμα από τους χίτες της Βάθιας. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσαν χώρια. Εκείνη επέστρεψε στην Κύμη.


Την 21η Απριλίου 1967, δέχθηκε «επίσκεψη» από δύο ασφαλίτες που ψάξανε το σπίτι εξονυχιστικά. Βρήκαν μόνο δυο φωτογραφίες από το αντάρτικο στον τοίχο κρεμασμένες. Έκαναν σύσταση να τις κατεβάσουν. Δήλωσε ότι δεν τις κατεβάζει, ότι είναι περήφανος και δεν μετανιώνει. Του ζήτησαν να τους ακολουθήσει στο τμήμα. «Πηγαίνετε και θα έρθω μόνος μου». Πήγε το πρωί αλλά δεν τον κρατήσανε.


Το καλοκαίρι του 1960, κατά τους υπολογισμούς τέλη Ιουλίου, είχε ένα ατύχημα με αυτοκίνητο στην Αθήνα. Ένα χρόνο μετά την ολοκλήρωση των δημοσιεύσεών του στην «Απογευματινή» και ενώ η συνδικαλιστική του δράση γνώριζε καινούργιες εξάρσεις. Αποτέλεσμα, ένα τραύμα στο χέρι και αναπηρία (αγκύλωση) για αρκετό καιρό.  

Στις 26 Αυγούστου 1960 τον βρίσκουμε, να κάνει επίσκεψη μαζί με τους συνδικαλιστές του Μαντέμ-Λάκκο, σε βουλευτές και στον υπουργό εργασίας (υπέβαλλε υπόμνημα) για να ενταχθούν οι εργαζόμενοι στα εξαιρετικά βαρέα και ανθυγιεινά. Το ατύχημα έγινε στην οδό Βουλής όταν το αυτοκίνητο, που το οδηγούσε ένας νεαρός, ανέβηκε στο πεζοδρόμιο και τον χτύπησε. Ήταν μόνος του και ο ίδιος έλεγε ότι μάλλον ήταν εσκεμμένη ενέργεια. Από το ατύχημα πήρε κάποια χρήματα που τα έβαλε στην ανοικοδόμηση του σπιτιού στον Χολαργό.

Σπίτια διαμονής: Άη Γιάννης Κυνηγός – Βουλιαγμένης (Δάφνη), οδός Μεσολογγίου.

Αγίας Βαρβάρας και Χίου, Χίου.


Στην οδό Μεσολογγίου κατοικεί όταν γράφει για την «Απογευματινή». Οι συκοφάντες του πολύ ντόρο κάνουν για ένα σπίτι στον Χολαργό που εξασφάλισε τάχα ως... αντιπαροχή στις «καλές υπηρεσίες» του στον συνδικαλισμό. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα μικρό σπίτι δύο ορόφων, 60 τ.μ. έκαστος, συνιδιοκτησία με τις δύο ανιψιές του, και με την οικονομική συμβολή όλων. Εκεί έζησε δέκα χρόνια (1962-1972), μέχρι που πουλήθηκε. Το τελευταίο του σπίτι ήταν στον Πρ. Ηλία, στο Παγκράτι. Τότε πάθαινε μικρά εγκεφαλικά όπου τελικά μετά από 10ήμερη νοσηλεία “σε μια πτωχοκλινική του ΙΚΑ τη λεωφόρο Αλεξάνδρας”, κατέληξε στις 4.00 το πρωί της 10 Αυγούστου, ημέρα Πέμπτη, 1972. Ήταν 67 χρονών! 

Είχε δε συνταξιοδοτηθεί το καλοκαίρι του 1969, μετά από νόμο της χούντας που διέτασσε απόλυση και αποζημίωση από τις συνδικαλιστικές θέσεις. Η κηδεία του έγινε στον Οξύλιθο. Λόγω των επικρατούντων εκεί αυστηρών κανόνων, για εκταφή των νεκρών στα τρία χρόνια, τα οστά του αποτέθηκαν στο οστεοφυλάκιο το οποίο και κάηκε κάποια στιγμή. Επιβεβαιώθηκε έτσι το παλιό εκείνο «ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος». Στον Οξύλιθο σώζεται ανακαινισμένο το πατρικό του σπίτι και δίπλα μια προτομή του στον παλιό δρόμο προς την Κύμη.


Όταν πέθανε είχε 300.000 δραχμές στην τράπεζα, από τον «αέρα» του σπιτιού στον Χολαργό, που τελικά πουλήθηκε, και την αποζημίωση της απόλυσής του. Τις κληρονόμησαν, η γυναίκα του  και οι αδελφές του. Σημειώνουμε για τη αίσθηση της αξίας των δραχμών την εποχή εκείνη: Στις 10 Αυγούστου 1972, τα κατώτερα όρια των συντάξεων του ΙΚΑ καθορίζονται από 1.000 έως 1.500 δρχ., η τιμή της εφημερίδας είναι 2,5 δρχ., το κιλό του αλεύρου 5 δρχ., του ελαιολάδου 32,0 δρχ., της ζάχαρης 13,5 δρχ., του καφέ 65,0 δρχ., της φέτας 31,0 δρχ, του βουτύρου 46,5 δρχ., το δολάριο 30 δρχ, η λίρα Αγγλίας 75 δρχ., της χρυσής λίρας Αγγλίας 461 δρχ., η μετοχή της Εθνικής Τραπέζης 16.250 δρχ και της Τραπέζης της Ελλάδος 33.300 δρχ.


Σημειώσεις: 

1 Εικάζουμε ότι είναι ο Γιαγκούλας επειδή αυτός είχε έφεση στις μεταμφιέσεις.

***********************************

Διαβάστε επίσης:

Η απαρχή του Αντάρτικου στη Βοιωτία- Τα πρώτα τουφέκια













Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

Ο Ορέστης γράφει στον "Ριζοσπάστη" για τη Μάχη της Πύλης


Ένα κείμενο του δημιουργού του ΕΛΑΣ της ΑττικοΒοιωτίας στη 2η  επέτειο της μάχης



Σημείωση: 

Το κείμενο γράφτηκε όταν ο Ορέστης ήταν στην παρανομία μετά την Βάρκιζα. Σύνδεσμός του, τότε, με την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ, ήταν ο Γιώτης - Χαρίλαος Φλωράκης. Έχει δε ιδιαίτερη σημασία γιατί τα γεγονότα ήταν πρόσφατα και οι λεπτομέρειες ζωντανές.


Ριζοσπάστης 21 Οκτωβρίου 1945

16-18 Οκτωβρίου 1943 - Μάχες στα Δερβενοχώρια...


Τα Δερβενοχώρια γιόρτασαν αυτές τις μέρες τη δεύτερη επέτειο μιας σημαντικής μάχης που έδωσε ο ΕΛΑΣ με τους Γερμανούς, στις πλαγιές και τα φαράγγια της Πάρνηθας και μέσα στα χαροκαμένα χωριά της. Δυο χρόνια έχουν περάσει από τότε. Την εποχή εκείνη -φθινόπωρο του 1943- ο ΕΛΑΣ άπλωσε τη δράση του και στην Αττική, ως τα πρόθυρα της Αθήνας . Η Ελεύθερη Ελλάδα, με τη Λευτεριά της και τους θεσμούς της, άρχιζε ουσιαστικά από την Χασιά. Ομάδες ανταρτών του 34ου Συντάγματος που έδρευε στην Αττικοβοιωτία κατέβαιναν σχεδόν ως τα προάστεια της γερμανοκρατούμενης πρωτεύουσας. Και για ορμητήριό τους είχαν την Πάρνηθα, το χαμηλό οροπέδιο των Δερβενοχωρίων, με τα πέντε χωριά τους: Στεφάνη (Κρώρα), Καβάσαλα, Πάνακτο (Κακονισκήρι), Πύλη (Δερβενοσάλεσι) και Σκούρτα. Το ορμητήριο αυτό είχε γίνει τόσο ενοχλητικό για τους Γερμανούς ώστε τον Οκτώβρη του 43, αποφάσισαν να το εκκαθαρίσουν με κάθε τρόπο και μέσο. Έτσι, 16-18 Οκτωβρίου έγινε η μάχη των Δερβενοχωρίων.
Τη μάχη αυτή την έδωσαν οι Δερβενοχωρίτες μαζικά, παλλαϊκά, σύσσωμα. Είτε σαν αντάρτες -και οι πεσόντες άνδρες του 34ου Συντάγματος ήσαν κάτοικοι της Πάρνηθας- είτε σαν λαός οπλισμένος. Άνδρες, γυναίκες, γέροι, γρηές -ακόμη και τα αετόπουλα πρόσθεσαν το τραγούδι τους, τις υπηρεσίες τους, το αίμα τους, σαν προσφορά στον αγώνα. Η Διοίκηση του 34ου Συντάγματος με τον Ορέστη -τον δημιουργό του αντάρτικου της Αττικοβοιωτίας- τον συνταγματάρχη Ρήγο, το λοχαγό Φώτη Βερμαίο (Φοίβος Γρηγοριάδης) διηύθυναν άμεσα τη μάχη σ' όλες τις λεπτομέρειές της.
Δίνουμε πιο κάτω την περιγραφή της πρώτης -της πιο δραματικής- μέρας της μάχης, από τον ίδιο τον Ορέστη. Για τεχνικούς λόγος στο άρθρο του, δεν πρόφθασε να περιλάβει ολόκληρη τη μάχη που την περιγραφή της τη συμπληρώνει η σύνταξι του «Ριζοσπάστη».

ΔΕΡΒΕΝΟΧΩΡΙΑ

Άρθρο του ΟΡΕΣΤΗ
καπετάνιου της ΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ

Πάστρα, Δερβενοχώρια, Μαζαρέικα, Πάρνηθα.
Ονόματα που θα σταθούν ισάξια, δίπλα στον Μαραθώνα, Πλαταιές, Γραβιά, Αλαμάνα, Αράχωβα. Τοποθεσίες που θα μείνουν αξέχαστες γιατί ο λαός μας τις πότισε με το αίμα του` τοποθεσίες που περνάν στην ιστορία και που κάνουν να μοιάζουν εποχές που τόσο μακρυά είνε η μια από την άλλη. Γιατί το αίμα που τις αγιάζει και τις κάνει να μοιάζουν, είνε το ίδιο, χύνεται πάντα από τον ίδιο το λαό και για σκοπό τον ίδιο.
Οι Δερβενοχωρίτες μας, οι αντάρτες μας με την αδάμαστη μαχητικότητά τους, ξαναζωντανέψανε στα Δερβενοχώρια το λεβέντη, τον ήρωα οπλαρχηγό τους του 1821, το Θανάση το Σκουρτανιώτη και τα παλληκάρια του, το Βόγκλη, τον Κουκούλεζα, το Γκέλη και τους άλλους. Μέσα στον ΕΛΑΣ και δίπλα του φανήκαν άξιοί τους κληρονόμοι. Το ολοκαύτωμα του Θανάση στον μοναστήρι της Άγιας Σωτήρας Μαυροματιού, το 1822 βρήκε το όμοιό του, μα πιο μεγαλόπρεπο, στις 16, 17 και 18 του Οκτώβρη του 1943, στο οροπέδιο των Σκούρτων, που Πυλιώτες, Κακονισκηριώτες, Σκουρταναίοι, Κρωραίοι και Καβασαλιώτες, ενταγμένοι στον ΕΛΑΣ, έδωσαν θανατηφόρα χτυπήματα στους Γερμανούς και είδαν τα σπίτια τους μέσα στις φλόγες.
ΧΑΡΑΜΑΤΑ 16/10/1943. Το Αρχηγείο του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, που βρίσκεται στο χωριό Καβάσαλα των Δερβενοχωρίων, ειδοποιείται πως γερμανική δύναμη -που αργότερα εξακριβώθηκε πως ήταν ένας λόχος πλήρης και ξεκίνησε τη νύχτα από το Μάζι- έφτασε στα δυτικά υψώματα της Πύλης.
Οι δυνάμεις μας κινητοποιούνται αμέσως καθώς και οι μαχητικές ομάδες των πέντε χωριών. Ο εχθρός πρέπει να μη μπει στο χωριό, να κυκλωθεί και να εξοντωθεί.
Πρώτη θα χτυπήσει η μαχητική ομάδα Πύλης. Ο λόχος του Τηλέμαχου καταλαμβάνει τις ΒΔ του εχθρού θέσεις και θα συμπιέσει τον εχθρό προς Ν., ενώ ο 1ος λόχος θα χτυπήσει τους Γερμανούς από πίσω. Μόλις φθάνει η διαταγή στο χωριό όλοι κινητοποιούνται. Η αποθήκη οπλισμού που είχαμε στο χωριό διατάσσεται ν' ανοίξει και όλος ο οπλισμός, χειροβομβίδες και ό,τι υπάρχει, να μοιρασθή. Όλοι τρέχουν να πάρουν όπλα, γέροι, νέοι και παιδιά. Σε λίγα λεπτά τα όπλα έχουν περάσει σε γερά χέρια. Η μαχητική ομάδα πιάνει θέσεις μπροστά στο χωριό. Επί κεφαλής ο αρχηγός της, ο βαρύς και λιγομίλητος Στέφας Μαλιάτσης, δίπλα του το καλύτερο παλληκάρι της Πύλης, ο Γ. Νέος, κοντά τους ο ηρωικός γέρος της Πύλης, ο ογδοντάρης Γ. Σταμάτης, που τρέχει να πολεμήσει στο πλευρό των δυο του παιδιών, που από πολύν καιρό πολεμούν τους κατακτητές καταταγμένοι στον ΕΛΑΣ. Όλοι οι άντρες του χωριού στο ταμπούρι, πιάνουν βάσεις και περιμένουν. Πιστοί στη διαταγή να χτυπήσουν κι' αποφασισμένοι να πεθάνουν.
Ο Στέφας μαθαίνει πως οι Γερμανοί πιάσανε τρία τσοπανάκια έξω από το χωριό και τα βάλανε μπροστά για οδηγούς και για ασπίδα μαζί. Σε λίγο τα βλέπει, έρχονται μπροστά του και ανάμεσά τους ξεχωρίζει το γυιο του, το πρωτοπαίδι του. Τι φουρτούνα ξεσκίζει τα στήθια του Στέφα; Ποιος μπορεί να φαντασθεί; Μόνο μυθιστορήματα και θρύλοι μιλάν για τέτοιες τραγωδίες. Μα ο Στέφας δε δίστασε. Αργά, σταθερά, σηκώνει το όπλο του και ρίχνει. Έπρεπε. Η μάχη αρχίζει. Οι Γερμανοί, και τα παιδιά μαζί, πέφτουνε νεκροί. Ο τρίτος λόχος του Τηλέμαχου και του V τάγματος μπαίνει στη μάχη, σε λίγο φτάνει ο Νάκιας και σε λίγο και ο πρώτος λόχος του V τάγματος. Οι Γερμανοί χτυπιούνται από παντού. Σφίγγονται, κλείνονται σε μια ρεματιά. Ρίχνουν συνεχώς φωτοβολίδες ενίσχυσης. Μα τίποτα δε θα μπορέσει να τους σώσει. Η δίνη της λαϊκής, της αντάρτικης παλληκαριάς θα τους ρουφήξει, θα καταποντισθεί αύτανδρος ο λόχος. Οι Γερμανοί αμύνονται λυσσασμένα.
Όλμοι, πολυβόλα, μυδράλλια, χειροβομβίδες, αυτόματα, βολές κάθε λογής, βρισιές, οιμωγές, κραυγές, φωνές, τραγούδια, η τραγικά μεγαλόπρεπη εικόνα της μάχης μεθάει, ζαλίζει όλους μας. Όλος ο κόσμος του χωριού βοηθάει. Οι γυναίκες κουβαλούν νερό και πυρομαχικά, γέροι και παιδιά φυλάν τους Γερμανούς που άρχισαν να παραδίνονται. Ο Γέρο Δέδες τρέχει, βράζει έναν τενεκέ λάδι και πηγαίνει στους μαχητές μπροστά.
Τα όπλα και προ παντός τα ιταλικά, ανάψανε και δεν λειτουργούνε καλά. Κι' ο Γέρω Δέδες, τρέχει από μαχητή σε μαχητή για να λαδώσει τα όπλα και τα οπλοπολυβόλα. Λάδι στη φωτιά, Γέρω Δέδε! Και ο γέρω Δέδες τρέχει, φωνάζει, του φωνάζουν. Λάδι στη φωτιά, γέρω Δέδε! Κι' ο γέρω Δέδες όλος χαρά γιατί βοηθάει κι' αυτός, γεμάτος χαρά γιατί λιανίζονται οι Γερμανοί, τρέχει και όλο φωνάζει` Λάδι στη φωτιά παιδιά΄! Και τα αητόπουλα, σκαρφαλωμένα στη δώθε ράχη, τραγουδάν, φωνάζουν, χορεύουν και ρίχνουν με του ψεύτικα τουφέκια τους.
Στις 5 το απόγευμα παύουν τα πυρά. Ο διοικητής του τμήματος ταγματάρχης πεζικού Δαλιάνης αναφέρει «το πέρας της μάχης. Αιχμάλωτοι Γερμανοί 43, σκοτωμένοι 85, διέφυγαν 3-4, όλος ο οπλισμός περιήλθεν εις χείρας μας, διετάχθει καταμέτρησις. Αι ημέτεραι απώλειαι νεκροί 13».
Στη μάχη αυτή πέσαν, ο ηρωικός ογδοντάρης της Πύλης Γιώργος Σταμάτης. Το ηρωικό παλληκάρι Γ. Νέος που ρίχθηκε με τις χειροβομβίδες του για να εξοντώσει το γερμανικό μιδράλλιο που το χειριζόταν υπολοχαγός. Οι Γ. Κόλιας, Μαλιάτσης, Ευαγ. Βλάχος, Σωτ. Μαλιάτσης, Αλ. Κώνστας, Ν. Γκέλης, Γ. Παπαθανασίου, χήρα Στυλιανοπούλου, χήρα Γ. Παναγιού, Παπαγεωργίου, Ρήγας επονίτης.
Οι νεκροί συγκεντρώνονται. Πρέπει να ταφούν γιατί τη νύχτα ή το πρωί θα μας έλθουν άλλοι Γερμανοί. Ο Στέφας, βαρύς, συννεφιασμένος ψάχνει για το γυιο του. Τον βρήκε χτυπημένο κατάστηθα. Σκύβει, τον φιλεί και του σφαλεί τα μάτια. Τον σηκώνει, τον φέρνει έξω από τα γερμανικά πτώματα, πιο πίσω και τον αφήνει πάλι χάμω. Στέκεται από πάνω του, σκύβει και τον κοιτά. Νευρικός σπασμός, ένα σύννεφο φαίνεται στο πρόσωπο του Στέφα. Δείχνει έτσι ο Στέφας την ανταριασμένη του ψυχή. «Μήπως η δική του σφαίρα χτύπησε το παιδί του κατάστηθα;» Μα σε λίγο τον βλέπουμε το Στέφα και στηλώνει το κορμί τους. Κύριος του εαυτού του πάλι, ο βαρύς, ο λιγομίλητος πολεμιστής του ΕΛΑΣ Στέφας...

ΟΡΕΣΤΗΣ

Τα γεγονότα της 17 και 18 Οκτωβρίου

Η διοίκηση του 34ου Συντάγματος γνώριζε ότι τις άλλες μέρες θα επακολουθήσε γενική γερμανική επίθεση και πήρε όλα τα μέτρα της. Ταυτόχρονα ειδοποίησε τους Δερβενοχωρίτες να πάρουν ο,τι μπορέσουν και να εκκενώσουν τα χωριά. Πραγματικά την άλλη μέρα, εκδηλώθηκε τριμέτωπη γερμανική επίθεση τριών εχθρικών ταγμάτων, που το καθένα είχε ενισχυθεί με δυο τάνκς και μια πυροβολαρχία. Το τάγμα που ανέβαινε από την Ελευσίνα προς τα Κρώρα, χτυπήθηκε αιφνιδιαστικά στο Κοκκίνι από λόχο του 1ου τάγματος του ΕΛΑΣ. Κάηκαν τρία αυτοκίνητα με τους επιβάτες τους σε πολλά άλλα προξενήθηκαν μεγάλες ζημιές στο έμψυχο και άψυχο υλικό. Όλη μέρα τα τμήματά μας κράτησαν εκεί τις θέσεις, παρά τον σφοδρό αεροπορικό βομβαρδισμό. Το τάγμα που ανέβαινε από το Μάζι, καθηλώθηκε επίσης όλη την ημέρα. Μόνο το τάγμα που εξόρμησε από τη Θήβα ανάγκασε ένα λόχο του ΕΛΑΣ να συμπτυχθεί και έτσι μπήκε στην Πύλη που την έκαψε. Μα το ίδιο απόγευμα, με αντεπίθεση των ανταρτών, οι Γερμανοί εκδιώχθηκαν.
Την επομένη, από παντού ο εχθρός ξανάρχισε την επίθεση, με συνεχή βομβαρδισμό των 12 κανονιών του. Από την Αθήνα όμως ερχόντουσαν συνεχείς ενισχύσεις με εκατοντάδες αυτοκίνητα. Έτσι η Διοίκηση του ΕΛΑΣ πιστεύοντας πως θα ήταν αδύνατο να κρατηθεί αποφάσισε γενική σύμπτυξη. Πραγματικά, το απόγευμα της 18ης οι αντάρτες συμπτύχθηκαν προς τον όγκο της Πάρνηθας. Από κει, τη νύχτα, πέρασαν μαχόμενοι στον Ελικώνα και την Παρνασσίδα, εκτός από το Ι τάγμα, μαζί με την Διοίκηση του Συντάγματος, που μείναν στην Πάρνηθα αρκετές μέρες. Οι Γερμανοί τότε κατέκλισαν το οροπέδιο των Δερβενοχωρίων και κάψαν τα χωριά του, εκτός από τα Καβάσαλα.
Ο απολογισμός της μάχης ήταν πλούσιος. Δυόμιση χιλιάδες Γερμανοί, με τρεις πυροβολαρχίες και 6-9 άρματα πήραν μέρος έναντι 700 περίπου ανταρτών. Εκτός από το λόχο του εξοντώθηκε την πρώτη μέρα, οι απώλειες του εχθρού ξεπερνούσαν τους 100 νεκρούς και 200 τραυματίες -ενώ αντάρτες και χωρικοί, είχαν απώλειες 17 νεκρούς και 21 τραυματίες. Και το κυριότερο, τριήμερη μάχη έξω από την Αθήνα, έξω από την κοντινή βάση του κατακτητή.
Οι Δερβενοχωρίτες είδαν να καίγονται τα σπίτια τους. Μα η ψυχή τους δεν κλονίσθηκε. Από τα καπνισμένα ερείπια των φτωχόσπιτών τους ανεβαίνει η πίστη στη λευτεριά που τους εμψύχωνε και τους εμψυχώνει και σήμερα.


Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

Η δεύτερη παγίδευση και «εκτέλεση» του Μπαράκου- Γιώργου Καμπόλη



Η δράση του μέσα από την αφήγηση του Ορέστη, δημιουργού και καπετάνιου του ΕΛΑΣ της ΑττικοΒοιωτίας

Η φωτογραφία αυτή του Μπαράκου είναι η μόνη συμβολή της «έρευνας» της Γεωργίας Μπιτάκου. Αν και δεν πρόκειται για κανονικό σκανάρισμα και γυαλίζουν τα φλας.
Την ευχαριστούμε! 


Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής




Για τη Χασά και τους Χασιώτες

Ο Γιώργος Καμπόλης ή Μπαράκος, ήταν ο πρώτος αντάρτης της Χασάς. Του σημαντικού αυτού χωριού στην ιστορία της Αθήνας και της Αττικής, στην ιστορία των Ελλήνων και των απελευθερωτικών τους αγώνων.
Ο Μπαράκος ήταν ο πρώτος αντάρτης της Χασάς αλλά δεν ήταν ο πρώτος αντιστασιακός της Χασάς. Στις αρχές της κατοχής και μέχρι την άνοιξη του 1944, όλο το χωριό, έπαιρνε μέρος, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στην Αντίσταση. Και αντίσταση στα μέρη αυτά δεν σημαίνει τίποτα άλλο από ΕΑΜ – ΕΛΑΣ.
Όντας, το χωριό, πάνω στο «μονοπάτι της λευτεριάς», που οδηγούσε από την Αθήνα στα ελεύθερα βουνά της Ελλάδας, κλήθηκε από την Ιστορία να πάρει μέρος και στο νέο εκείνο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Πάρα πολλοί αγωνιστές, που έβγαιναν από την Αθήνα για να πάρουν μέρος στην ένοπλη ή μη αντίσταση πέρασαν από το χωριό, οδηγήθηκαν από τους συνδέσμους, συντηρήθηκαν από το υστέρημα των Χασιωτών, μοιράστηκαν μαζί τους τα λιγοστά τρόφιμα και τη φιλοξενία τους. Ανάμεσα σε αυτό το πλήθος των αγωνιστών ήταν και σημαντικά στελέχη και πολιτικοί παράγοντες, όλου του πολιτικού φάσματος, που κινήθηκαν από και προς τα Βουνά. Όχι μόνο τα στελέχη του ΚΚΕ αλλά και όλης της πατριωτικής πολιτικής Αθήνας πέρασαν από εκεί.
Ο Ορέστης αναφέρει συγκεκριμένα:

«Έχω γράψει ότι ο πρόεδρος της Χασιάς, ο Θοδωρής Βερούτης, χωρίς να έχη καμμιά σχέσι με την Αριστερά, παραμένων πάντοτε κομματάρχης των Φιλελευθέρων, μάς ενίσχυε ποικιλοτρόπως στο χωριό του. Και έχω γράψει πόσο πολύτιμη μάς ήταν η βοήθεια εκείνη, στο πιο νευραλγικό σημείον όλων των ελεγχομένων από τον ΕΛΑΣ ορεινών περιοχών. Ένα απλό νεύμα αν έκανε ο πρόεδρος του χωριού εκείνου σε κάποιον άνθρωπό του, θα μπορούσε να μάς φέρει ανεπανόρθωτες συμφορές. Να συλληφθή ο Σιάντος, ο Σαράφης και οποιοδήποτε άλλος από τους τόσους και τόσους που περνούσαν, διαρκώς, καθημερινώς, από την Χασιά, ενώ πάντα υπήρχε εκεί μια γερμανική φρουρά του ισχυρού αντιαεροπορικού προβολέως. Όχι δε μόνον εγνώριζε τα πάντα ο Βερούτης, αλλά και φιλοξενούσε στο σπίτι του τους πιο σημαντικούς από τους διερχομένους «ηγετικούς» μας.
Μόνο σε έναν άνθρωπο έλεγε ότι έβλεπε ο πρόεδρος του χωριού, ή μάλλον έδινε «κανονική αναφορά». Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο αείμνηστος αρχηγός των Φιλελευθέρων Θεμ. Σοφούλης, με τον οποίον ο Βερούτης διατηρούσε προσωπικούς δεσμούς από την παλιά εποχή του «πρώτου διχασμού», όταν εκείνος ήταν ο επί τετραετίαν πρόεδρος της γνωστής βενιζελικής «Βουλής των Λαζάρων».
Ο Γέρος άκουγε τον φίλο του να του εκμυστηρεύεται τα καθέκαστα, χωρίς να τον προτρέπη, ούτε να τον αποτρέπη για τίποτα. Από την εποχή αυτήν [σ.σ. Μάιος του 1944] και ύστερα όμως, ο Βερούτης «έκανε νερά» στις σχέσεις του μαζί μας. Και λίγο αργότερα «μεταπίδησε» ο ίδιος και το μισό χωριό του, στο αντίπαλο με μάς στρατόπεδο. Δεν το έκρυψε ο άνθρωπος από τους συγχωριανούς του. Το δήλωσε ορθά-κοφτά: «Μού είπε ο Σοφούλης, πως από δω και πέρα έχουμε πόλεμο με τους κομμουνιστάς». Και οφείλω να αναγνωρίσω πως και η ρήξις του μαζί μας, υπήρξε τίμια, «μπεσαλίδικη», αρβανίτικη.
Ενώ θα μπορούσε, όπως είπα, πρώτα να μάς κάνη κάποια ζημιά και ύστερα απ' αυτήν να προέλθη η ρήξις, αυτός ακολούθησε τον αντίθετο δρόμο. Πρώτα μάς κήρυξε τον πόλεμο και ύστερα προσπάθησε να μάς κάνη με τους Χασιώτες του όσες ζημιές θα μπορούσε».

Λίγους μήνες αργότερα, επιστρέφοντας ο καπετάνιος του 1ου τάγματος [της Αττικής] Θεοχάρης Πολύχρονος, μετά τις μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών, [15 Ιουλίου – 7 Αυγούστου], και αφού η Πάρνηθα είχε καεί, και αφού ο Μπαράκος είχε σκοτωθεί με παμπεσιά, έβαλε φωτιά σε κάμποσα σπίτια της Χασάς, με το επιχείρημα ότι «Τόσες μέρες βλέπαμε εμείς να καίγεται η Πάρνηθα. Ας δουν τώρα και στην Αθήνα, να καίγεται από την άλλη πλαγιά της»i. Ήταν, βλέπετε, οι Χασώτες του Βερούτη που, αλλάζοντας στρατόπεδο, οδήγησαν τους Γερμανούς στις πιο απάτητες κρυψώνες του βουνού και παραλίγο να πιάσουν ζωντανούς την 15μελή ομάδα των Ανταρτών που είχε παραμείνει, με επικεφαλής τον Φώτη Βερμαίο.

Η πολεμική δράση του Μπαράκου. Στην Εύβοια

Στις εκκαθαρίσεις του καλοκαιριού (1944), ο Μπαράκος είχε μείνει κι αυτός στην Πάρνηθα. Δεν ακολούθησε τον καπετάνιο του, τον Ορέστη, στη δεύτερη εξόρμησή του στην Εύβοια. Η πρώτη ήταν στο τέλος του Μαρτίου (1944). Διήρκεσε ένα μήνα περίπου και είχε αντικειμενικό σκοπό την ανασυγκρότηση του τάγματος του ΕΛΑΣ στην Εύβοια προκειμένου να αντιμετωπίσει την απειλή των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Ο Ορέστης κατονομάζοντας τα μέλη της προσωπικής του ομάδας αναφέρει:

« Ο Νάκιας, ο Παπαφλέσσας, ο Μπαράκος, ήσαν δοκιμασμένοι από καιρό. Δεν πήγαινε πίσω και ο Τζάβαλας, ο Θεσπιός, ο Σωτηροβασίλης, όλοι αυτοί Βοιωτοί, σκληροτράχηλοι Αρβανίτες, και οι δύο Χαλκιδαίοι της ομάδας μου, ο Γιαννάκης και ο Πάρις».

Την αναφορά αυτή, ή καλύτερα το προσκλητήριο, στους αντάρτες τις προσωπικής του ομάδας την κάνει όταν αναφέρεται στην πρώτη επίθεση κατά των οχυρωμένων Γερμανών και Ταγματασφαλιτών στην Αγία Άννα. Πήραν μέρος όλοι, μαζί με τον καπετάνιο τους Ορέστη, και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο.
Καθοριστικό ρόλο έπαιξαν και στην Ερέτρια, μετά από λίγες μέρες. Και πάλι ο Ορέστης αναφέρει:

«Η σημαντικοτέρα, όμως, επιτυχία μας σημειώθηκε ευθύς αμέσως στην Ερέτρεια, νοτίως της Χαλκίδος τώρα. Εδώ υπήρχε σημαντική αντίπαλος δύναμις, ένα τάγμα. Βέβαια, ό,τι ελέγετο τάγμα δεν ήταν κιόλας, αλλά πάντως δεν ήταν και μόνο ένας κανονικός λόχος, αλλά αρκετά περισσότεροι. Η επιχείρησις αυτή γινόταν ακόμη πιο δύσκολη και από αρκετά αμυντικά έργα που είχαν κάνει. Ο δρόμος Χαλκίδος – Κύμης είχε συρματοπλέγματα με κουδούνια και χειροβομβίδες, για την αποτροπή νυκτερινού αιφνιδιασμού. Και σε άλλα σημεία υπήρχαν ανάλογες αμυντικές διευθετήσεις εδάφους και κτιρίων.
Προσπαθήσαμε κι' εδώ να απομονώσωμε πρώτα το στόχος μας. Για την παρεμπόδισι ενισχύσεων από την Βάθεια, ο πολιτικός των τμημάτων Κύμης Βύρων, κατέλαβε κλιμακωτά θέσεις. Επίσης τάξαμε δύο ομάδες με ένα πολυβόλο εντεύθεν του Βασιλικού για αντιμετώπισι ενισχύσεων από την Χαλκίδα.
Ένα τμήμα με βάρκες θα απεβιβάζετο και θα επετίθετο από την πλευρά της θαλάσσης, την ώρα που θα εδίδετο το σύνθημα της εφόδου. Αυτό δε το σύνθημα θα δινόταν μετά την εξουδετέρωσι των δύο σκοπών του δρόμου.
Μ' αυτούς απασχολήθηκαν ο Νάκιας και ο Μπαράκος. Πλησίασαν μπουσουλώντας, απαρατήρητοι και εξουδετέρωσαν τους σκοπούς αστραπιαία και αθόρυβα. Ύστερα τράβηξαν το κινητό τμήμα του συρματοπλέγματος από το οποίον και εισέβαλα οι ομάδες κρούσεως με ταυτόχρονη επίθεσι και από την παραλία.
Δεν συναντήσαμε μεγάλη αντίστασι. Μόνον ένας Ιταλός από κάποιο κτίριο μάς καθυστέρησε ώρα πολλή, ώσπου να τεθή εκτός μάχης. Γίναμε έτσι κυρίαρχοι της Ερετρείας , από την οποίαν αποσυρθήκαμε κανονικά την ώρα που έπρεπε».

Στο Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ και στο Εθνικό Συμβούλιο των Κορυσχάδων

Μετά την πρώτη αυτή επέμβαση του Ορέστη και της ομάδας του στην Εύβοια, 23 Απριλίου, και αφού εκκλησιαστήκανε στη Στενή, διαπεραιώνεται στη Ρούμελη και κατευθύνεται στο Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ και, στη συνέχεια, στο Εθνικό Συμβούλιο των Κορυσχάδων. Ο Ορέστης είχε εκλεγεί εθνοσύμβουλος και η θέση της ομάδας του ήταν εκεί που ήταν και ο αρχηγός της. 
Στην πρώτη προσέγγιση του θέματος "Μπαράκος" (30/10/2019) είχαμε προσθέσει:
«Ο Μπαράκος, λοιπόν, ήταν παρών και σ' αυτή την σημαντικότατη στιγμή της νεώτερης ιστορίας μας, την ίδρυση της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης». 
Τούτο όμως δεν είναι ακριβές. Μετά από προσεκτική αναψηλάφηση των γεγονότων προκύπτει ότι ο Ορέστης δεν πήρε μαζί του στις Κορυσχάδες ολόκληρη την προσωπική του ομάδα. Πήρε μόνο τον Παπαφλέσσα και η υπόλοιπη κατευθύνθηκε προς την έδρα της Ταξιαρχίας, όπου και τον περίμενε ως την λήξη των εργασιών του Συμβουλίου. (σημείωση-διόρθωση 13/4/2021).

Στο Βαθύ της Αυλίδος, πρώτος στην έφοδο!

Ο Μπαράκος όμως είχε διακριθεί και στο τραίνο στο Βαθύ Αυλίδος. Όταν το σταμάτησε ο ΕΛΑΣ, μέσα στον σταθμό, και απελευθέρωσε τους Έλληνες κρατουμένους που προορίζονταν για το Χαϊδάρι.
Ας ακούσουμε και πάλι τον Ορέστη:

«Το τμήμα του Αποστόλη έμεινε κρυμμένο ολόκληρες ώρες κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό. Λίγο πριν από την στιγμή που ανεμένετο το τραίνο, οι αντάρτες προχωρούν βιαστικά και πιάνουν κατάλληλες θέσεις, ώστε να μη τους αντιληφθή ο μηχανοδηγός παρά την στιγμή της εφόδου. Οι λιγοστοί επιβάτες που περίμεναν στον σταθμό της Αυλίδος κερώνουν βλέποντα και καταλαβαίνοντας το τι πρόκειται να επακολουθήση και σπεύδουν να απομακρυνθούν πανικόβλητοι. Το τραίνο ακούγεται, σφυρίζει, κόβει ταχύτητα και μπαίνει στον σταθμό.
Πρώτος ο Μπαράκος, πριν ακόμη σταματήση καλά-καλά πηδάει πάνω στη μηχανή, για να αποτρέψη καμμιά «προς τα πρόσω φυγή».
Ο μηχανοδηγός «πείθεται» από το γερμανικό αυτόματο Στάγιερ να σταματήση χωρίς καμμιά αντίρρησι. Ακόμη κανείς επιβάτης ή φρουρός δεν έχει αντιληφθή τίποτα.
-Στο πρώτο βαγόνι, ακούγεται η βροντερή φωνή του Αποστόλη, την στιγμή ακριβώς του φρεναρίσματος.
-Μην κουνηθή κανένας, ακούγονται την ίδια στιγμή απειλητικές κραυγές απ' όλες τις κατευθύνσεις, από τους αντάρτες, που έξαλλοι και εξαγριωμένοι, γαντζώνονται στα παράθυρα με προτεταμένα τα αυτόματα.
Από την μια στιγμή στην άλλη, χωρίς οι ίδιοι καλά-καλά να το αντιληφθούν, οι κρατούμενοι βρίσκονται ελεύθεροι και οι χωροφύλακες κρατούμενοι, ενώ οι επιβάτες άλλοι τρυπώνουν και άλλοι πηδούν από τα παράθυρα πανικόβλητοι, με την ψυχή στο στόμα.
Τότε ακούγονται 5-6 πυροβολισμοί που επιτείνουν τον πανικό. Μαζί με τους ξετρελλαμένους από την λαχτάρα επιβάτες φεύγουν, το ίδιο πανικόβλητοι, και πέντε Γερμανοί στρατιώτες. Αυτούς πυροβολούν οι αντάρτες, στον αέρα όμως, γιατί είναι ανακατεμένοι με τους πολίτες. «Ρούντα πιστόλα», ωρύονται με την γνωστή μας πια, αλλά ασφαλώς ακαταλαβίστικη για κείνους «ιαχή». Οι δύο τα κατάφεραν και χάθηκαν, οι τρεις όμως σταμάτησαν με τα χέρια ψηλά.......
»....Την ώρα που το τμήμα ετοιμαζόταν να φύγη πια, άλλο επεισόδιο σημειώθηκε. Μέσα από ένα κλειστό φορτηγό βαγόνι ακούστηκαν ξαφνικά βροντερά χτυπήματα και άναρθρες κραυγές απελπισίας. Κανείς από τους σιδηροδρομικούς ή τους επιβάτες δεν ήξερε, ή δεν είχε τον νου του να δώση πληροφορίες, για το τι συνέβαινε. Και όταν ο πιο τολμηρός, ο Μπαράκος, άνοιξε απ' έξω και έσυρε την πόρτα, πετάχτηκαν ξαφνικά από μέσα, πηδώντας ο ένας πάνω στον άλλον, καμμιά σαρανταριά....κατάξανθοι Γερμαναράδες.
Για μια στιγμή επεκράτησε αιφνιδιασμός στο τμήμα. Άλλοι κύτταξαν τον δρόμο της φυγής και άλλοι πέσανε βιαστικά εκεί που βρέθηκαν πρυνηδόν, οπλίζοντας τα αυτόματά τους. Οι κραυγές όμως, «Ρούσκοι-Ρούσκοι» και τα σηκωμένα ψηλά χέρια, έδωσαν εξήγησι στο φαινόμενο και επανέφεραν την τάξι στο μικρό τμήμα. Ήσαν από τους Ρώσους εκείνους αιχμαλώτους, που λύγησαν στα στρατόπεδα και δέχτηκαν να υπηρετήσουν τον γερμανικό στρατό».

Η τελευταία αποστολή

Κανονικά ήταν να περάσει στην Εύβοια με τον Ορέστη και τους υπόλοιπους της ομάδας. Έμεινε όμως πίσω για να βρει τα άλογα που ήταν απαραίτητα για την κίνηση αυτή. Την προηγούμενη φορά είχαν κινηθεί με τα πόδια. Έφυγαν από τη Λιάτανη ανήμερα της 25ης Μαρτίου, και ενώ ακούγονταν πίσω τους οι ομοβροντίες του εορτασμού, και έφτασαν στη βόρεια Εύβοια στις 31 Μαρτίου. Τώρα όμως έπρεπε να κινηθούν γρήγορα. Τα γερά πόδια τους δεν αρκούσαν.
Στην αρχή ο Ορέστης έστειλε τον αντάρτη της Χασάς Τζατζά (Γ. Τεμέλκο) να βρει άλογα στους γερμανικούς σταύλους των Αγίων Αναργύρων. Όταν όμως ο Τζατζάς απέτυχε, ανέλαβε ο Μπαράκος:

«Ο πρώτος αντάρτης της Χασιάς, ο Μπαράκος, βαρέως φέρων το πάθημα του συγχωριανού του, το έβαλε πείσμα τότε να αποπλύνη το άγος φέρνοντας οπωσδήποτε άλογα από τους σταύλους των Αγίων Αναργύρων και μού ζήτησε την άδεια να απουσιάση γι' αυτόν τον σκοπό από το τμήμα του μερικές μέρες. Τού την έδωσα γελώντας, χωρίς να μπορώ βέβαια να υπολογίσω τα μπλεξίματά του και το τέλος του από την περιπέτειά του εκείνην.
Κατοπτεύοντας τις θέσεις γύρω από τους σταύλους, έμαθε πως ο σταυλάρχης, ένας Ιταλός λοχίας, βρισκόταν σ' ένα κοντινό σεπαρέ με μια γυναίκα. Χωρίς να λογαριάσει τίποτα μπήκε και τους απήγαγε αμφοτέρους. Η ξανθιά, όμως, «τσουλίτσα» κατάφερε τον άγριο αντάρτη να απολύση τον Ιταλό, μένοντας 2-3 μέρες εκείνη μαζί του στα περιβόλια γύρω από το Μενίδι. Και όταν χώρισαν τού έδωσε και νέο ραντεβού, σε παραλιακό χωριό της Αττικής τώρα. Φυσικά ούτε τα θαύματα του Μπαράκου ήξερα, ούτε μπορούσα να τον περιμένω και έφυγα με όσα άλογα είχαμε για την Εύβοια.
Εκείνος γύρισε στο τάγμα και σε μερικές μέρες τα κατάφερε να ξαναφύγη για τον τόπο του ραντεβού του. Τον περίμενε η «τσουλίτσα», τον περίμεναν, όμως, και 5-6 Γερμανοί μαζί της που την ώρα των διαχύσεών τους τον σκότωσαν, πριν προλάβη να πιάση το κρεμασμένο σ' ένα δένδρο αυτόματό του. Έτσι χάθηκε ένας αντάρτης μου που αληθινά ήταν ατρόμητος άνθρωπος, από εκείνους που πραγματικά η ψυχή τους δεν ήξερε τι θα πη φόβος. Ασφαλώς από κάτι παρόμοια παθήματα, είχει βγη στα παληά η παράδοσις πως όποιος «κλαρίτης» σμίξει με γυναίκα, βρίσκει τον θάνατο σε λίγες μέρες». [Ορέστης]

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε, για την παράθεση όλων των στοιχείων που υπάρχουν στα γραπτά, ότι ο Μπαράκος έχοντας χάσει την ομάδα του Ορέστη, παραμένει στην Πάρνηθα και βρίσκεται στο τμήμα των 80 ανδρών που ελίσσεται στο βουνό υπό τον Βερμαίο και τον Αποστόλη (Κοκμάδη). Όταν ο Αποστόλης με 65, διαρρέει προς τον κάμπο για να βρεθεί στις πλάτες των «εκκαθαριστών», ο Μπαράκος είναι μαζί του. Δυστυχώς όμως δεν τον ακολουθεί στην Αγία Μαρίνα της Αυλίδας, όπου ανασυγκροτείται και αντεπιτίθεται. Την παραμονή της Αγίας Παρασκευής, ο Αποστόλης με τον Νικήτα πέφτουν στο Σχηματάρι και το καταλαμβάνουν για μερικές ώρες. Ο Μπαράκος πέφτει στην παγίδα της «τσουλίτσας» και πεθαίνει πριν δει τη λευτεριά να ξημερώνει.

Η δεύτερη παγίδευση και «εκτέλεση»

Αυτή ήταν η πρώτη παγίδευση και η πρώτη εκτέλεση του Μπαράκου.
Στις μέρες μας ακολουθεί και μια δεύτερη παγίδευση και «εκτέλεση», αυτή τη φορά της μνήμης του και του παραδειγμάτός του.
Τάχα υπερκομματικά, αλλά η έννοια της είναι να αποσπάσει μαρτυρία ότι ο Μπαράκος δεν είχε καμία σχέση με το ΚΚΕ, τάχα ερευνητικά, αλλά χωρίς ιστορικά στοιχεία, τάχα πατριωτικά χωρίς το γενικό πλαίσιο του γιγαντιαίου αγώνα που ανέδειξε τον Γιώργο Καμπόλη στον Αντάρτη του ΕΛΑΣ Μπαράκο.
Όσο κι αν φαίνεται βαρύ σε ορισμένους, το ΚΚΕ, τότε, μπήκε μπροστά, σαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, και τράβηξε το χορό. Τότε, έκανε εκείνο που δεν κάνει τώρα, οπού... χορεύει μόνο του! Ο Ορέστης, ο Βερμαίος, ο Αποστόλης, ο Θεοχάρης, ο Νικήτας, όλοι στελέχη του ΕΛΑΣ της ΑττικοΒοιωτίας, ήταν ανώτερα στελέχη του ΚΚΕ. Ο Ορέστης, ο οργανωτής του αντάρτικου εκείνου, ήταν προπολεμικό στέλεχος του ΚΚΕ στον Πειραιά. Στα συνεχή πηγαινέλα του στην Αθήνα, μέσω Χασάς, την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ συναντούσε και ειδικά τον ίδιο τον Γιώργη Σιάντο.
Οι ορκισμένοι τον όρκο του ΕΛΑΣ και πιστοί του ακόλουθοι, οι αντάρτες της προσωπικής του ομάδας, στους οποίους είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, ήταν παρόντες και βασικοί συντελεστές όλων των ενεργειών του μεγάλου εκείνου καπετάνιου του ΕΛΑΣ. Το πιο πιθανό είναι να ήταν και μέλη του Κόμματος κατά τη συνήθεια της εποχής. [Τότε που να είσαι μέλος του ΚΚΕ ήταν τιμή κι ας μην ήξερε κανείς πολλά για τον κομμουνισμό, όπως π.χ., ο Θεοχάρης ή ο Μπελής ή ο Καραλίβανος.] Ήταν μαζί του και στην φοβερή ενέδρα που του έστησαν οι Γερμανοί στο Καπαρέλι, ανήμερα του Ιωάννη του Ελεήμονος, τέτοιες μέρες του Νοεμβρίου το 1943. Ήταν μαζί του και στις εκκαθαριστικές που ακολούθησαν την Μάχη της Πύλης αλλά και την φοβερή εκτέλεση των 42 αιχμαλώτων Γερμανών στο Βούντημα. Εκείνους που είχαν συλλάβη στις 16 Οκτωβρίου, την πρώτη μέρα της μάχης. Ο Μπαράκος φέρεται ως ένας εκ των τριών εκτελεστών. Ο γηραιός αφηγητής αναφερόμενος σ' αυτά τα περιστατικά, συγχέει, ίσως λόγω του ίδιου αριθμού των αιχμαλώτων, τους Ρώσους του τραίνου στο Βαθύ με τους εκτελεσμένους Γερμανούς στο Βούντημα.

Το βίντεο, και η κυρία Μπιτάκου, παρουσιάζουν τον Μπαράκο σαν να βγήκε μόνος του στο βουνό, να έγινε καπετάνιος, να έγινε μάλιστα μόνος του καπετάνιος, και, λίγο πολύ, να ήταν κάτι σαν τον Γιώργο Θαλάσση επί το... αγριότερον. Ο Μπαράκος βγήκε στο βουνό γιατί υπήρχαν άνθρωποι οργανωμένοι που τον έβγαλαν και τον συνέστησαν, «τον συνέδεσαν» όπως λεγόταν τότε, με τα πρώτα ένοπλα τμήματα του Ορέστη. Το ότι υπήρχε δομή, οργάνωση, ιεραρχία, μηχανισμός, διοίκηση του λαϊκού εκείνου στρατού, είναι βασικά στοιχεία της Ιστορίας, βασικές κατακτήσεις του ίδιου του λαού και του έθνους, είναι η ίδια η αλήθεια. Όποιος το αποσιωπά και το καταχωνιάζει, αν δεν έχει πονηρούς σκοπούς, έχει άγνοια εξ ίσου επικίνδυνη και καλό είναι ν' ασχοληθεί με κάτι άλλο. Ίσως με τις πολεμικές τέχνες και όχι με τις τέχνες της ιστορίας.
Γιατί όταν έχει κανείς πρόσβαση στον ιστορικό περίγυρο και σχέσεις με τα πρόσωπα που γνώριζαν το υπό την ιστορική έρευνα άτομο, δεν χάνει την ευκαιρία να ρωτήσει πότε γεννήθηκε ο Γιώργος Καμπόλης, πώς λέγαν τον πατέρα του και πώς τη μάνα του, πόσα αδέλφια είχε, αν πήγε στο σχολείο και μέχρι πια τάξη, αν πήγε στον πόλεμο της Αλβανίας, αν πήγε πού πολέμησε, αν υπάρχουν γράμματα από το μέτωπο, τι άνθρωπος ήταν στα χρόνια πριν τον πόλεμο, στους φίλους, στη δουλειά, στην οικογένεια κλπ, κλπ. Πολλώ δε μάλλον όταν θέλει κάποιος να τον παρουσιάσει ως πρότυπο για τους νέους ανθρώπους. Πόσον χρονών ήταν ο Μπαράκος όταν πήδαγε πάνω στην ατμομηχανή του τραίνου; Πόσο ήταν όταν σουρνόταν στα συρματοπλέγματα των Ταγματασφαλιτών στην Ερέτρια, πόσο ήταν όταν πέθανε; Ούτε αυτό δεν μάθαμε! Θα μείνουμε με την απορία παρά τα 25 λεπτά του καλοτραβηγμένου βίντεο.

Κι όσο για «τα κόμματα», αυτά, όπως δείξαμε αναφερόμενοι στον πρόεδρο της Χασάς Θοδωρή Βερούτη, ήταν πανταχού παρόντα. Και τα κόμματα και οι ξένοι που καθοδηγούσαν την πολιτική τους για να μην ολοκληρωθεί η ελευθερία της Ελλάδας, για μια ακόμα φορά. 
«Τα κόμματα» εξώθησαν εκείνους τους Χασιώτες να δείξουν στους Γερμανούς τα κατατόπια. Τα κόμματα είναι και σήμερα πίσω από τους συντελεστές του βίντεο. Αρκεί κανείς να συγκρίνει ετούτες τις γραμμές κι εκείνα τα λόγια για να καταλάβει. Εκεί θα δει ότι άλλο η επίκληση της αλήθειας και της μελέτης της ιστορίας και άλλο η έρευνα και η παρουσίαση αυτής. Και μόνο η αποσιώπηση των αληθινών πτυχών της ιστορίας του Μπαράκου είναι καθαρή κομματική εκμετάλλευση!
Εξαίρεση, ευχάριστη, στο βίντεο, η ερμηνεία, τη συνοδεία βιολιού του νεώτερου «Μπαράκου», του Σπύρου Μπρέμπου, βάρδου της Αρβανιτιάς και πρώην (δεν ξέρω αν είναι και νυν) δημοτικού συμβούλου Φυλής (Χασάς).


iΦ. Γ. Γρηγοριάδης (Φώτης Βερμαίος), Βρεταννοί - Το Αντάρτικο - Απελευθέρωσις, εκδ. Νεόκοσμος, τομ. 8, σελ. 577.

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

Κρατερός-Ζούσης Κων/νος, στρατιωτικός διοικητής του ΙΙΙ/34 τάγματος του ΕΛΑΣ (Ελικώνα)

Στη Λιβαδειά με την Απελευθέρωση. Από αριστερά: Α. Κολοκούρης, μόνιμος επιλοχίας - στρατιωτικός λόχου, Ν. Στεντούμης - επιτελής, Κωνσταντίνος Ζούσης -διοικητής, Προυτσάλης -γιατρός τάγματος, Χρηστάκης Τανάγρας (Ούρης) από την Δροσιά-αντάρτης  και ακόλουθος του Κρατερού.
[Από το αρχείο το Δρ. Ιάσονα Χανδρινού]



Γιώργος Μιλ. Σαλεμής


Πολύ λίγα λόγια έχει γράψει η Ιστορία για αυτόν τον σπουδαίο πολεμιστή.
Λίγα λόγια, διάσπαρτα σε πολλά σημεία, έτσι που νομίζει κανείς ότι κάνανε αντάρτικο οι κουβέντες, τα νοήματα, οι λέξεις, και κρύβονται από το άδικο που έγινε σ' αυτό τον Αντάρτη και στην οικογένειά του. 
Κατατμήθηκε η ιστορία του, όπως τόσες και τόσες φορές κατατμήθηκαν οι λόχοι του ανταρτικού τάγματός του, οι διμοιρίες του, οι ομάδες του, για να διαρρεύσουν από τον κλοιό και να αντεπιτεθούν στα νώτα των κατακτητών, εκεί που δεν τους περιμένει, εκεί που κανείς δεν φαντάζεται ότι μπορούν να φτάσουν.
Κατατμήθηκε, διέρρευσε από δω κι από κει επί 75 χρόνια, σε μαρτυρίες των πιο απίθανων ανθρώπων, σε έντυπα που μόνο αποκόμματα υπάρχουν πια, σε εφημερίδες και βιβλία, που ταξίδεψαν στο «1/6 της γης» και γύρισαν πάλε πίσω.  
Σώθηκε και ανασυγκροτείται πάλι, εδώ μπροστά στα μάτια μας, η ιστορία του Κώστα Ζούση, του Κρατερού, που χάθηκε μόλις 33 χρονών, στην ηλικία των παιδιών μας, ότι κι εμείς πια γεράσαμε και συγκινούμεθα διπλά, μπροστά στις φωτογραφίες τους, μια γιατί είμαστε Έλληνες και μια γιατί είμαστε γονείς. 

Ο Κώστας γεννήθηκε, το 1911, σε ένα χωριό της Βοιωτίας, τα Χάλια (Δροσιά, τώρα ανήκει στην Εύβοια). Κεφαλοχώρι, στις ανατολικές ακτές της, μια δρασκελιά από την Χαλκίδα, με πλούσια θάλασσα, κάμπο με σπαρτά και μεγάλους πορτοκαλεώνες.
Οι γονείς του, Χαράλαμπος και Μαρία, είχαν οκτώ παιδιά, με τον Κώστα προτελευταίο και τον Νικηφόρο τελευταίο. 
Μετά το σχολείο στη Χαλκίδα, το 1929, εισήχθη στην Σχολή Ευελπίδων από την οποία αποφοίτησε το 1933 ονομασθείς ανθυπολοχαγός τους Πεζικού. 
Εξελίχθηκε κανονικά και σώθηκαν κάποιες φωτογραφίες του, μαζί με όλους τους συναδέλφους του και τους διοικητές του στην Κοζάνη. 
Πολέμησε στα βουνά της Αλβανίας και μετά στη μάχη της Κρήτης. Στην Αλβανία ήταν διοικητής του 6ου λόχου πολυβόλων του 11ου Συντάγματος. Διακρίθηκε στο Μάλι Σπατ και στο Τεπελένι και παρασημοφορήθηκε με τον Σταυρό Γ' Τάξης. 
Δυστυχώς γι' όλα αυτά τα γεγονότα έχουμε ακόμη λιγότερες πληροφορίες απ' ο,τι για την περίοδο της κατοχής. 
Η κατάρρευση και η συνθηκολόγηση τον βρήκε με τον βαθμό του λοχαγού. Επέστρεψε στο χωριό έχοντας εξοικονομήσει το στάρι όλης της χρονιάς για τον πληθυσμό του, και τα δυο πρώτα χρόνια τα πέρασε εκεί, ζώντας από κοντά το δράμα του ανθυπολοχαγού Παπά, που υπέφερε από βαρύ τραύμα στο κεφάλι, με φρικτούς και αβάσταχτους πόνους, που τελικά τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. 

Από την οικογένειά του μαθαίνουμε ότι εκείνη την εποχή είχε αρραβωνιαστεί με την κόρη του διακεκριμένου δικηγόρου της Χαλκίδας Φλώκου, τη Φυγέτα. 

Στο βουνό βγήκε μετά από ένα θερμό γράμμα που του απηύθυνε ο συμμαθητής του, Φοίβος Ν. Γρηγοριάδης, ο γνωστός κι αγαπητός σε όλους Φώτης Βερμαίος, από την Πάρνηθα, τον Ιούλιο του 1943. Η τάξη του 1933 είχε τους πιο πολλούς Ελασίτες! Ανέλαβε στρατιωτικός στο 3ο τάγμα του 34ου Συντάγματος, με τον Σπάρτακο πολιτικό και τον Βαλάντο καπετάνιο. Ο Επαμεινώνδας (Σ. Κοσόρας) είχε μόλις αντικατασταθεί. 
Ο λοχαγός Ζούσης, όπως προκύπτει από τις γραπτές μαρτυρίες των συναδέλφων του αξιωματικών της Εύβοιας, φαίνεται ότι ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ από πολύ νωρίς. Ίσως και την άνοιξη του 1942, ενώ διατηρούσε επαφές και με τους εν λόγω συναδέλφους του και με τον Γερακίνη. Και είναι προς ακόμα μεγαλύτερη τιμή του, που δεν ακολούθησε την πορεία εκείνων προς τα προδοτικά Τάγματα Ασφαλείας αλλά βγήκε στο βουνό και συνέχισε τον πόλεμο. 

Ο Φώτης είχε βγει στο βουνό τον Μάρτιο, μαζί με τον Άρη που είχε κατέβει τότε στην Αθήνα. Το καλοκαίρι του '43, μετά από δυο ανασυγκροτήσεις του ΕΛΑΣ, μια  με τα Αρχηγεία και τα Υπαρχηγεία, και μια με την μετατροπή του σε τάγματα και συντάγματα -πράγμα που σήμαινε ραγδαία ανάπτυξη και αύξηση- χρειαζόταν αξιωματικούς. 

Ο Κώστας έσπευσε αμέσως και ήταν στα Δερβενοχώρια όταν οι αξιωματικοί υπέγραψαν έκκληση προς τον αντισυνταγματάρχη Ρήγο να ανέβει, από την Ελευσίνα στα Κρώρα, και να αναλάβει τη διοίκησή τους. Υπέγραψαν οι Δαλιάνης, Σταματάκης, Παπαζήσης, Ζούσης, Γρηγοριάδης, Δημητρίου, Μώκος, Κοντός, Κονδυλάκης, Κοκμάδης, Παπανικολάου, Αρβανίτης και 2-3 άλλοι.

Τις ημέρες της «μεσοβασιλείας», της εποχής δηλαδή που είχαν καταρρεύσει οι Ιταλοί και οι Γερμανοί προσπαθούσαν να ανακτήσουν τον χώρο που άφησαν κενό, το τάγμα της Λιβαδειάς βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση από τις εκτεταμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών στον Ελικώνα. 

Να τι λέει το καπετάνιος της 5ης Ταξιαρχίας (αργότερα ΙΙ Μεραρχίας) που εκείνες τις ημέρες συγκροτείται από το 34ο σύνταγμα  και 7ο (Ευβοίας) ανεξάρτητο τάγμα: 

Το τάγμα της Λειβαδιάς υπέστη πλήρη αιφνιδιασμό τα ξημερώματα της 3ης Οκτωβρίου στο Κυριάκι. Αιφνιδιάστηκε και παρ' ολίγον να πάθη καταστροφή πλήρη. Εκεί βρέθηκε η μεγαλύτερη δύναμίς του. Εκεί βρέθηκε ο Σιάντος που, όπως είδαμε, είχε περάσει από τα Δερβενοχώρια. Καθυστέρησε μια μέρα στο Κυριάκι, που του στοίχισε, όμως, πολλά και παρ' ολίγον να του στοιχίση και ακόμη περισσότερα. Έμεινε για να μιλήση με τον Κ. Γαβριηλίδη, τον Αγροτικό ηγέτη, που κατέβαινε για την Αθήνα. Είχε απελευθερωθή κι αυτός με την ιταλική κατάρρευσι. Βρήκε μια άλλη αγροτική ομάδα μέσα στο ΕΑΜ (του Απ. Βογιατζή) και ήθελε να τακτοποιήση τις λεπτομέρειες της ιδικής του συμμετοχής και των σχέσεών του με την άλλη ομάδα. Ακόμη μέσα στο Κυριάκι εκτός από τους κατοίκους του εκείνο το πρωϊνό βρέθηκε και ένα πλήθος κόσμου περαστικού ή εγκατεστημένου στο χωριό. Έχω γράψει ότι η περιφερειακή Λειβαδιάς είχε εγκαταστήσει τα γραφεία της εκεί, αρκετά μεγαλοπρεπώς.
Οι Γερμανοί κινήθηκαν την νύχτα από πέντε διαφορετικά δρομολόγια (ένα τμήμα τους μάλιστα αποβιβάστηκε από τον Κορινθιακό) και μόνο λίγο πριν χαράξη έγιναν αντιληπτοί. 
Μόλις και μετά βίας και σε κακή κατάστασι πρόλαβαν αντάρτες και πολίτες, ντόπιοι και ξένοι να πάρουν το δρόμο, προς τα ανατολικά, τον μόνο ανοιχτό δρόμο διαφυγής. Άλλα μικρότερα τμήματα ανταρτών βρέθηκαν απομονωμένα στον Όραχο και στο Παμπλούκι, η σύγχυσις ήταν πλήρης, στις πρώτες ώρες ελάχιστη αντίστασι συνήντησαν οι Γερμανοί, μόνο όση χρειαζόταν για να τους κάνη να προχωρήσουν κάπως δισταχτικά. Στην ταραχή και την οχλοβοή ο Σιάντος έχασε την γυναίκα του που βρέθηκε με μια άλλη ομάδα φυγάδων.
Μέσα στο Κυριάκι, οι Γερμανοί βρήκανε ανέπαφα τα 14 αυτοκίνητα του Νικηφόρου. Φταίξαμε κι' εμείς σ' αυτό που διώξαμε κάτι μαυραγορίτες όταν ήρθαν να μας προτείνουν ν' αγοράσουν λάστιχα, μηχανές και άλλα εξαρτήματά τους. Έφταιξε και ο καπετάνιος του τάγματος Βαλάντος, που δεν φρόντισε να τα διαλύση και να κρύψη τα πολύτιμα εξαρτήματά τους. Και τα πυρομαχικά του τάγματος (η αναλογία από τα λάφυρα της Αράχωβας) βρέθηκαν μέσα στο Κυριάκι όπου πρόλαβαν μερικοί αντάρτες να βάλουν φωτιά σ' ένα μόνο μέρος τους.
Ο λοχαγός Κρατερός μόνο στην «Στενή» μπόρεσε να συγκεντρώση το τμήμα του. Εδέχθη όμως και εκεί την επομένην γερμανικόν κανονιοβολισμόν και επίθεσιν και αναγκάσθηκε την νύχτα να τραπή προς τον Παρνασσόν.
Ούτε κι' εκεί όμως βρήκε καταφύγιον το τάγμα. Οι εκκαθαριστικές αυτές επιχειρήσεις οι πρώτες σοβαρές και συστηματικές επιχειρήσεις που ανελάμβαναν οι Γερμανοί, μετά την ιταλική κατάρρευσι ήσαν ευρύτερες. Μέσα στον κύκλο τους περιελάμβανον και τον Παρνασσό, όπου και άλλο τμήμα του ΕΛΑΣ ευρέθη απομεμονωμένον και συνεχίσθηκε η περιπέτεια και των δύο.
Μια διμοιρία μόνον του τάγματος Λειβαδιάς, ξέκοψε προς τον κάμπο των Θηβών, όπου δεν γινόταν καμμιά επιχείρησις. Ο διμοιρίτης της όμως, ο «Ακρίτας», αφού πραγματικά διέσωσε το τμήμα του, ύστερα το εγκατέλειψε, κι' αυτό και τον ΕΛΑΣ, έφυγε στην Αθήνα και «χάθηκε»......                                                              [«Απογευματινή», Φεβρουάριος 1958]

Λίγες μέρες μετά και καθώς ο Ορέστης και ο Βερμαίος κινούνται προς τη Ρούμελη...

...Βρήκαμε το τρίτο τάγμα μας στο λιμανάκι της Ζάλτσας, στο κτήμα Γκελεστάθη, όπου στις αρκετές αποθήκες του μπορούσαν να καταυλίζωνται άνετα οι άνδρες μας. 
Η εμφάνισίς μας όμως ανάμεσά τους συνετέλεσε στο να αναζωπυρωθούν όλα τα παράπονά τους εναντίον της διοικήσεώς τους για τα ατυχήματα που υπέστησαν κατά τας εκκαθαριστικάς επιχειρήσεις του Ελικώνος. Τα είχαν με τον καπετάνιο τους Βαλάντο, πρώτα, με τον πολιτικό τους Σπάρτακο ύστερα και λιγώτερο με τον στρατιωτικό τους λοχαγό Ζούση. Βρεθήκαμε σχεδόν μπροστά σε εξέγερσι. Ζητούσαν την αντικατάστασι και των τριών, ή τουλάχιστον του καπετάνιου, και ζητούσαν να τοποθετηθή στη θέσι του Βαλάντου ο Μπάφας, τον οποίον θεωρούσαν ως τον μόνον που τους έσωσε από τα γερμανικά τάνκς, στις επικίνδυνες κακοτοπιές του 51 χιλιομέτρου. 

Σ' αυτές τις περιπτώσεις η ασφαλιστική δικλείς, στον ιδιότυπο στρατό του ΕΑΜ, ήταν μία και μόνη: η «συνέλευσις» των βαθμοφόρων και όλων των απλών ανταρτών. 
Όταν γινόταν «καλός χειρισμός» στην διάρκειά της, τα πάθη εξητμίζοντο, «κατακάθιζε ο κουρνιαχτός». 
Μέσα στις άλλες ιδιοτυπίες του ΕΛΑΣ ήταν και η ανυπαρξία πειθαρχικών ποινών. Η ποινή του θανάτου, βέβαια, δεν λέγεται πειθαρχική. Έτσι η συνέλευσις ήταν το αποτελεσματικότερο μέσον της αποκαταστάσεως της πειθαρχίας σε μια μονάδα, με την προϋπόθεσι πάντα του καλού χειρισμού και δεξιοτεχνίας. 
Πρότεινα τότε για πρόεδρο τον Βερμαίο. Παρακολούθησε την διήμερη εκείνην συζήτησιν και ο γραμματέας της Λειβαδιάς Κανάκης. Και στο τέλος όλοι οι αντάρτες, αφού μίλησαν και ξεθύμαναν, επείσθησαν ότι για τα κακοτυχήματα που τους βρήκαν, δεν έφταιγαν οι τρεις καπεταναίοι τους, ή τουλάχιστον δεν ήσαν άξιοι καθαιρέσεως. Έτσι σε άλλες τρεις μέρες φύγαμε από την Ζάλτσα, αφήνοντας το τάγμα με αποκατεστημένη την συνοχή του.

[«Απογευματινή» Μάρτιος 1958]


Από κει και πέρα η ιστορία του ΙΙΙ/34 τάγματος είναι και η ιστορία του Κρατερού μέχρι τον θάνατό του, (ο Σπάρτακος έμεινε  μέχρι την κατάργηση των πολιτικών με την ίδρυση της ΠΕΕΑ) και του Βαλάντου μέχρι την διάλυση του ΕΛΑΣ. 
Το φύλλο ποιότητος του ΕΛΑΣ (Νοέμβριος 1944) αναφέρει:

Διοίκησε το ΙΙΙ/34 τάγμα σα στρατιωτικός αρχηγός, πλέον του έτους, με διοικητικές ικανότητες και τακτική αντίληψιν, εξετέλεσε πολύ καλά επιχειρήσεις εις την περιδοχήν της Λεβαδείας ενάντια στον κατακτητή, στις μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που έγιναν πολλές φορές στην περιοχή του Ελικώνος υπό των Γερμανών, έδειξε έξοχη διοικητική ικανότητα, εξαιρετική πρωτοβουλία και τόλμη, με πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα.

Και ως προς τον χαρακτήρα του και τα ηθικά προσόντα:

Τίμιος, ηλικρινής, πειθαρχικός, σοβαρός, αξιοπρεπής, αφοσιωμένος εις την υπηρεσίαν, ολίγον δραστήριος, συντελεί τα μέγιστα δια την εξύψωσιν της μαχητικότητος του τάγματος.

Αυτά ακριβώς τα προσόντα του φαίνονται και στα περιστατικά που αναφέρει ο Ορέστης, από τον οποίον και έχουμε τις περισσότερες πληροφορίες.

Καθώς ο Ορέστης βάδιζε, τέλη Μαρτίου 1944 προς τις ακτές της Λοκρίδος για να περάσει στην Εύβοια, στην περιοχή του Σίρτζι (Ύπατον) της Βοιωτίας συνάντησε κάποιους ανθρώπους. Ο ένας ήταν τουρκομερίτης, πατέρας ενός αντάρτη που είχε πάει να τον συναντήσει μαζί με την μάνα του. Ο άλλος ήταν παλιός γνώριμος του Κρατερού: 



Την ιστορία των αραβικών εκστρατειών και τα γέλια όλων μας, τα διέκοψε ο Κρατερός που εκείνη την ώρα πλησίαζε. Μαζί με τον ταγματάρχη του τουρκικού στρατού, είχε έρθει και κάποιος άλλος, που, όμως, με την φλυαρία του πρώτου δεν είχε προφθάσει ακόμα να μας πη ούτε πιο είναι, ούτε τι ήθελε. Ο Κρατερός, μόλις τον είδε τον πλησίασε και τον άρχισε στις ερωτήσεις, ποιος είναι και τι θέλει. Και όταν εκείνος απάντησε ότι είναι έφεδρος ανθυπολοχαγός, είδα τον πάντα ψύχραιμο, όσο και βαρύ και λιγόλογο εκείνον λοχαγό μας να γίνεται θηρίο. 

-Έφεδρος, ε; Εσύ είσαι λοιπόν! Καλά σε θυμήθηκα. Το βλέπεις, βρε, το τραίνο που περνάει κει κάτω; Εδώ ήταν. Ούτε εμείς, ούτε ο τρομοκρατημένος έφεδρος, καταλαβαίναμε τον λόγο της αγανακτήσεως του λοχαγού μα εκείνος συνέχιζε: 
-Και τι ήρθες να κάνης εδώ; 
-Να καταταχθώ στον ΕΛΑΣ.
-Τώρα βρε κοπρίτη; Τώρα για τα ζήτω; Να οι παλληκαράδες οι έφεδροι! Σαν και σένα είναι, βρε, όλοι; Βρε ο πόλεμος κρατάει χρόνια τώρα, μάς έφαγε η ψείρα και συ ο φοβερός πολεμιστής τώρα ξύπνησες; Ού να χαθής χαμένε! 

Γρήγορα, όμως, ανέκτησε την μόνιμη ψυχραιμία του ο μόνιμος λοχαγός, και μάς εξήγησε τον λόγο της αγανακτήσεώς του. Εκείνος ο έφεδρος, ήταν από κείνους που με την κατάρρευσι του μετώπου, είχαν βγάλει την φήμη πως μόνο οι έφεδροι αξιωματικοί είχαν πολεμήσει στην Αλβανία και στην Μακεδονία, ενώ οι μόνιμοι δεν κάνανε τίποτα. Και μάλιιστα στο τραίνο του γυρισμού είχε βρη την ευκαιρία να βρίση και μαζί με άλλους να δικιμάση να κακοποιήση τον λοχαγό Κώστα Ζούση, που τσακώθηκαν πάνω στη συζήτησι. Και ο διάβολος τα έφερε έτσι ώστε ο πολεμοχαρής έφεδρος να πέση πάνω στην μόνιμο που είχε σκυλοβρίσει. 
-Ωχ, εκδικήθηκα για λογαριασμό όλων των συναδέλφων μου, έλεγε με ικανοποίησι ο Κώστας. Μα δεν μού τον δίνεις να τον πάρω στο τάγμα μου για να ολοκληρώσω την εκδίκησί μου; Θα τον βάλω αρχιμάγειρο, θα του δώσω και ποδιά. 

Ο Κρατερός, όμως, συνδέεται και με τα πιο τραγικά γεγονότα της Ανατολικής Στερεάς και όλης της Ελλάδας. Τη σφαγή του Διστόμου.

Βρήκαμε τον Κρατερό, τον Σπάρτακο και τον Βαλάντο, πάνω από το Κυριάκι, στον «Όραχο», αν θυμάμαι καλά. Μείναμε μαζί τους δυο μέρες και σ' αυτό το διάστημα μάθαμε τα γεγονότα της Δεσφίνας και την κατακραυγή των ανδρών του εκεί λόχου, εναντίον του λοχαγού τους του Καβαλάρη, τον οποίον και αντικατέστησε το τάγμα του. 
Τότε με την κατάργησι των πολιτικών, απέσπασα και τον Σπάρτακο από κει για την Πολιτοφυλακή, που είχα εντολή να την συγκροτήσω στην περιοχή της Αττικοβοιωτίας. Έτσι μείνανε οριστικά στην διοίκησι του τάγματος αυτού ο Κρατερός και ο Βαλάντος. Αυτοί μείνανε και ως το τέλος. Ως τον Δεκέμβρη όπου σκοτώθηκε ο πρώτος και ως την διάλυσί μας ο δεύτερος. Έμενε ακόμη ως επιτελής του τάγματος ο γεροέφεδρος υπολοχαγός Γ. Μακρής, που είχε αρκετό κύρος και συμπάθειες στον τόπο του, παρά την αντιπάθεια που είχαν γι' αυτόν οι τοπικές οργανώσεις, ακριβώς γιατί είχε συμπάθειες και δεν ήταν μέλλος του Κόμματος. 
Εκεί στον καταυλισμόν του τάγματος, μέσα στα έλατα, θυμάμαι πως είχε έρθει ένας γέρος τσέλιγκας, με περιποιημένη ολόασπρη φουστανέλλα μάλλινη και αμουμπισμένος στη γκλίτσα τους μάς έλεγε παληές ιστορίες του τόπου. Για τον βουλευτή Ανδρεαδάκη που τούς έταζε πως θα φέρη τον σιδηρόδρομο στο Κυριάκι. 
Τα έλεγε με τον τρόπο του, που προκαλούσε ασταμάτητα γέλια, δεν είχε δε σκοπό να σταματήση αν την κουβέντα του δεν την έκοβε κάποιος απότομα, δραματικά!Ένας ιδρωμένος «σύνδεσμος», έφθασε λαχανιασμένος και λαχανιάσμένος μπήκε στη μέση και συνέχισε εκείνος την «διάλεξι» του γεροτσομπάνη. Μάς έφερνε πρώτος την είδησι για το Δίστομο! Και ήξερε όλες σχεδόν τις φρικιαστικές λεπτομέρειες......
........................................
.......Διοικητής του λόχου που απέκρουσε τους Γερμανούς στο Στείρι, ήταν ο υπολοχαγός Τσιγαρίδας, ο «Χριστόφορος Γερακοβούνης», που τότε μόλις είχε μετατεθή στην μονάδα μας, από την 13η Μεραρχία. Αλλά και οποιοσδήποτε άλλος κι' αν ήταν στη θέσι του, το ίδιο θα έκανε, θα απέκρουε την επιδρομή εναντίον ενός χωριού, εφ' όσον θα έκρινε πως θα μπορούσε να την αποκρούση. Αντίθετα, αν αποχωρούσε χωρίς αντίστασι, θα εκατηγορείτο από εμάς, αλλά και από τους αντιπάλους μας, για «παράλειψι» καθήκοντος το λιγότερο. Με τα μέτρα και τα κριτήρια της εποχής, αυτή έπρεπε να είναι η ενέργειά του. 
Άλλο ζήτημα μπορεί να τεθή προς συζήτησιν τώρα. Αν ήταν ή δεν ήταν αναγκαία η εσωτερική αντίστασις, η δημιουργία ανταρτικού στρατού. Αυτό όμως είναι γενικώτερο θέμα , θέμα γενικής πολιτικής όπου το «σχέδιο» παίρνει όχι μόνο τους Ελασίτες αντάρτες, αλλά και ένα σωρό άλλους, εαμικούς, εξωεαμικούς και αντιεαμικούς. 
Ειδικώτερα πάλι, δεν θα μπορούσε κανείς να φαντασθή ότι τέτοια λυσσώδης και κτηνώδης θα ήταν η εκδίκησις των Γερμανών για μια μικροαποτυχία τους, για τον φόνο επί του πεδίου της μάχης ενός λοχαγού και 5-10 στρατιωτών τους....

[ολόκληρη την αφήγηση του Ορέστη για το Δίστομο θα την δημοσιεύσω εν καιρώ]


Λίγες μέρες πριν την απελευθέρωση: 


Αλλά και το 3ο τάγμα της Λειβαδιάς είχε κι' αυτό τη δράσι του, εκείνες τις τελευταίες μέρες της κατοχής, λίγο πριν από τον τελειωμό της. Όπως είπα, αυτό με την κάθοδό μας προς την πρωτεύουσα, είχε πιάσει την νότια πτέρυγα του «κλοιού». Εκεί, στα Βίλλια, δέχθηκε μια επίθεσι των Γερμανών, με την οποία έκλεισε τον κύκλο των κατοχικών συγκρούσεών του. Μάλιστα την μέρα εκείνη βρισκόταν στο χωριό και ο Μητροπολίτης Αττικής Ιάκωβος και βρέθηκε αναγκαστικά στο «μεταίχμιον» των αντιπάλων. 

Όταν το τάγμα αναγκάσθηκε να συμπτυχθή από τα Βίλλια, ο ταγματάρχης Κρατερός, έτρεξε να βρη τον Δεσπότη για να του προσφέρη τις υπηρεσίες του. Εκεί όμως, ο χοντρός, βαρύς, μαύρος και άφοβος λοχαγός είδε με τα μάτια του, πως υπάρχει και άλλου είδους θάρρος, εκτός από κείνο που ήξερε αυτός. 

-Όχι, παιδί μου, του είπε ο Δεσπότης, αποκρούων την πρότασί του. Μην ξεχνάς ότι οι Βιλλιώτες ανήκουν στο ποίμνιό μου. Δεν μπορώ να τους αφήσω και να φύγω. Θα μείνω κοντά τους, και ας γίνη ό,τι θέλει ο Θεός. 

Έσκυψε ο Κρατερός και φίλησε με συγκίνησι το χέρι του. Και αργότερα μού έλεγε με την βαρειά σαν και τον ίδιο κουβέντα του: 

-Εκείνη την ώρα τον θαύμασα τον Δεσπότη και θυμήθηκα όσα ξέρουμε για τα «ματωμένα ράσα». Ευτυχώς όμως για τον Άγιο Αττικής εκείνη η τελευταία περιπέτειά του -και την λέω τελευταία γιατί δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε γνωρίσει περιπέτειες με τους Γερμανούς- ήταν σχεδόν ανώδυνη. Ήσαν οι τελευταίες μέρες της κατοχής και τα θηρία του τρίτου Ράιχ είχαν πια ημερέψει. Αλλοιώς βέβαια δεν θα έμενε χωρίς συνέπειες η «σύμπτωσις» εκείνη της παραμονής του Δεσπότη σε ένα ανταρτοκρατούμενο χωριό.

Εκεί στα Βίλλια, έχουμε για τον Κρατερό μια ακόμη μαρτυρία, από έναν νεώτερο κατά πολύ αξιωματικό του στρατού αλλά σπουδαίο καπετάνιο. Τον Νικηφόρο, τον καπετάνιο του 5ου τάγματος Παρνασσίδος που τώρα πια είχε αναπτυχθεί στο 2ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. 
Το παραθέτω όπως είναι στο βιβλίο του Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης, στην πιο πρόσφατη έκδοσή του, για να κουβεντιάζουν στον Νυν & Αεί, οι καπεταναίοι του Νέου Εικοσιένα, όπως κουβέντιαζαν τότε και όπως κουβεντιάζουν κι εκεί πάνω που βρίσκονται... με τον Κώστα αιώνια 33 ετών!  








Οι περισσότερες αφηγήσεις μας δίνουν την πληροφορία ότι, ο θάνατος του Κρατερού οφείλεται στα πυρά των αεροπλάνων της ΡΑΦ. Το σίγουρο είναι ότι ο Κρατερός έπεσε στην μάντρα του Στρατοπέδου, προς το ύψωμα «Αράπης», κατά την επίθεση των πρώτων ημερών, 6 Δεκεμβρίου, μαζί με τον Θεοχάρη Πολύχρονο, το Σουλτανόγιαννο από τη Δεσφίνα και τόσους άλλους αδικοχαμένους ατρόμητους μαχητές. 
Λίγο πιο πέρα, στη «Σωτηρία», έπεσε και ο γιατρός του τάγματος Προυτσάλης που βλέπουμε δίπλα του στις φωτογραφίες. Εκείνος σκοτώθηκε ενώ ένας άλλος μόνιμος λοχαγός, ο στρατιωτικός του ΙΙΙ/42 τάγματος Γ. Γεωργιάδης, συνελήφθη, λιντσαρίστηκε από τους ταγματασφαλίτες και σώθηκε την τελευταία στιγμή από τον ίδιο τον Τσακαλώτο. 
Όμως, για τον θάνατο του Κρατερού, υπάρχει και μια άλλη μαρτυρία από έναν άλλο ατρόμητο πολεμιστή και καπετάνιο, τον Περικλή. Νομίζω ότι αυτή είναι και η πιο κοντινή στην πραγματικότητα γιατί φαίνεται ότι ο Περικλής τον είδε με τα μάτια του: 

Στ' αριστερά μας μια ομοβροντία πυροβολικού που σκάζει στον Κρατερό, διοικητή τάγματος του 34ου Συντάγματος, τον διαμελίζει κι αυτόν και τους αντάρτες δίπλα του

 Γιώργος Χουλιάρας – Περικλής, «Ο δρόμος είναι άσωτος....», νέα έκδοση, Οιωνός, Λαμία, 2006.

Δεν θα κλείσω εδώ τη μικρή προσπάθεια περισυλλογής των λειψάνων του διαμελισμένου, απ' τα πυρά των Άγγλων, τριαντατριάχρονου παλληκαριού. Άλλωστε δεν πρόκειται για κήδευση του νεκρού. Τέτοιοι νεκροί, και ακριβώς επειδή δεν ξέρουμε τα μνήματά τους, θα μείνουν άταφοι, για πάντα, στα χιόνια των «Κυνηγών», όσες φορές κι αν τους προπέμψουμε στην «μακαρία τους οδό»...

Θα κλείσω με τούτη εδώ τη σκηνή, που την αφηγείται ο φυσικός του καπετάνιος, ο Ορέστης, σαν αποχαιρετιστήριο, σαν μοιρολόϊ, σαν ελεγείο, στην πρώτη-πρώτη του αφήγηση (Ιανουάριος 1958) για κείνη την εποποιία και τους ομηρικούς ήρωές της....


Ήταν μια ήρεμη νύχτα, το περασμένο καλοκαίρι (1943). Ανέβαινα με τον λοχαγό Κρατερό, τον Κώστα Ζούση, από τα Χάλια της Χαλκίδας. Ανεβαίναμε αργά με τα πόδια, από την Λιάτανη 1, για τα Σκούρτα. Όταν πλησιάσαμε στην Κιάφα, από την αντικρυνή πλευρά της, εκεί που ο δρόμος αρχίζει τις κορδέλλες, σταματήσαμε να πάρουμε μια ανάσα. 
Τότε αντιληφθήκαμε πώς κάποιος βάδιζε ξένοιαστος αρκετά μπροστά από μας. Τώρα, με τις κορδέλλες , όμως, ακούγαμε καλά τα βήματά του και κάτι μουρμούριζε σαν τραγούδι. 
Ξαφνικά, μια δυνατή νεανική φωνή τον σταμάτησε: 
-Αλτ! Τις ει; 
Ήταν ο σκοπός, που φύλαγε πάνω στον αυχένα. 
Ο προπορευόμενός μας αποκρίθηκε με σταθερή και δυνατή φωνή. 
- Είμαι Πυλιώτης. 
Και η απάντησις του σκοπού ήρθε αμέσως: 
-Τι Πυλιώτης, τι Σουλιώτης. Πέρνα ελεύθερος! 
Ρίγος και ανατριχίλα ένοιωσα να διαρρέη στην πλάτη μου. Όπως κάποτε, σε παληά χρόνια στο σχολείο...Νομίζω πως και ο Κρατερός τον ίδιο συγκλονισμό ένοιωσε. Το σκοτάδι δεν με άφηνε να δω τα μάτια του...Κιάφα, Σουλιώτες, Πυλιώτες... 


1 Άγιος Θωμάς


Σημείωση: Και τώρα μια προσωπική πλευρά: 

Από πολλά χρόνια, ο πατέρας μου μού έλεγε για έναν συμμαθητή του στη Χαλκίδα, την δεκαετία του '40 και της μεγάλης τρομοκρατίας, ανεψιό του Κρατερού, που μοιραζόντουσαν μαζί τα βάσανα των οικογενειακών διώξεων και των «συλλογικών ευθυνών». Όταν ξαναβρέθηκαν κάποια στιγμή στα Χάλια, όπου έχουμε συγγενείς, κι είχαν περάσει οι διώξεις, τού έδειξε στο σπίτι του,  κρεμασμένο στον τοίχο, το σπαθί του Κρατερού... 


Του αντρειωμένου τ' άρματα δεν είχαν πουληθεί παρά τις διώξεις και τους κατατρεγμούς... το κάψιμο του πατρικού σπιτιού από τους «εθνικόφρονες», την παρ' ολίγο εκτέλεση του Νικηφόρου, του βενιαμίν της οικογενείας, στην Ρετσώνα από τους Κατακτητές. 

Πέρασαν πάλι χρόνια, και όταν μια μέρα ρώτησα τον γυιο της αγαπητής μας, και μακαρίτισσας πια, γειτόνισσας, τον Μήτσο της θείας Κωστούλας το γένος Ζούση, αν ξέρει κάτι για τον Κρατερό, εκείνος με πληροφόρησε ότι όταν σκοτώθηκε, η οργάνωση έστειλε το άλογο και το σπαθί του στη μάνα του, για να το προωθήσει στα Χάλια. 

Έτσι, όταν και μένα με βρήκε, λόγω των γραπτών μου για τον Κρατερό, ο εγγονός του παλιού Νικηφόρου, ο Νικηφόρος Σταμόγιαννης, είχα να προσθέσω κάτι περισσότερο στις απαντήσεις μου. 
Έψαξε κι εκείνος, μέσα στο μεγάλο και απλωμένο σόι των Ζούσηδων και άρχισε να βρίσκει πολλά και διάφορα τεκμήρια. 
Χωρίς αυτά, και κυρίως τις πολλές φωτογραφίες, δεν θα ήταν τόσα τα στοιχεία που παρουσιάζουμε σήμερα. 

Τον ευχαριστώ απ' τα βάθη της καρδιά μου, τού εύχομαι να  έχει τον Κρατερό πάντα στο καρδιά και στο μυαλό του, να είναι ο μια μικρή εφέστια θεότητα, ένας Λάρητας στο σπιτικό του. 


Το σπαθί του λοχαγού Κωνσταντίνου Ζούση-Κρατερού


Και πάλι στην Λιβαδειά με την Απελευθέρωση: Άγνωστοι σε μένα οι δεξιά του Κρατερού
[Από το αρχείο το Δρ. Ιάσονα Χανδρινού]

Ο λοχαγός Κωνσταντίνος Ζούσης

Ο Κώστας Ζούσης έφιππος


Στην Κοζάνη, ανθυπολοχαγός, 25η Μαρτίου 1935


Ιδιόχειρο πίσω από την ανωτέρω φωτογραφία



25η Μαρτίου 1935, στην Κοζάνη


Το φύλλο ποιότητος του Κρατερού από τον ΕΛΑΣ


                                                          







Ενισχύστε την έρευνα και τη διάδοση της Ιστορίας της μικρής πατρίδας

Οι τελευταίες αναρτήσεις

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αρχειοθήκη ιστολογίου