Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παραγωγικό πολυώνυμο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παραγωγικό πολυώνυμο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 24 Αυγούστου 2019

Το Κοινό των Σιφνίων και η Παιδεία του



Η κυρά Βρυσιανή. Κτήτωρ Βασίλειος Λογοθέτης: «ωκοδόμησα δια την βοήθειαν της πατρίδος...
δια ψυχικόν εδικό μου, ακόμη και δια βοήθειαν πολλών πτωχών και ωφέλεια ψυχών...
όπως με εφώτισε ο αφέντης Θεός»....
«Εγώ εμπορούσα να κάμω αλλού την όρεξή μου και εις καλύτερον τόπον..»...
«Δια τούτον δεν εθέλησα παρά να γενή εις τον τόπον του Θεολόγου»
[Η φωτογραφία είναι από τη σελίδα Sifnos2days.gr]




Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής




Σαν να θέλει ο Σίμος Μιλτ. Συμεωνίδης να τεκμηριώσει [εκ παραλλήλου με τη διατύπωση και την επεξεργασία τηςi] τη θεωρία των τριών ταυτοτητο-ποιητικών παραδόσεων [ των τριών «παράξενων ελκυστών»: της Πολιτικής, της Πίστης και της Παιδείας- από το 1995, όταν καταπιάνεται με το θέμα της Εκπαίδευσης στο νησί στο τεύχος Ε' των Σιφνιακών] προτάσσει, επί μακρόν, τη δράση των παπικών και ορθοδόξων κληρικών στις Κυκλάδες και στη Σίφνο.
Μέχρι τώρα δείξαμε πως η Πολιτική και η Πίστη, ή αλλιώς, το Βουλευτήριο και το Θυσιαστήριο, αλληλοπεριχωρούνται, αλληλοϋποστηρίζονται, «συμπτύσσουν του λόχους τους» όταν η ανάγκη το απαιτεί. Από τις πρώτες σελίδες του τεύχους φαίνεται καθαρά στον αναγνώστη πώς, το Θυσιαστήριο πρώτα, και το Βουλευτήριο στη συνέχεια, οργανώνουν την τρίτη ανθρωποποιητική μαστορική, την Παιδεία (ή Σχολή), εκείνη δηλαδή την παράδοση που αναπαράγει τις δύο πρώτες και, τελικά, το είδος της κοινωνίας.
Με την καταστροφική για τους Έλληνες και την Αυτοκρατορία, πλην όμως επιμελώς συγκεκαλυμμένη, φράγκικη κατάκτηση του 1204, έχουν καταργηθεί οι ορθόδοξες επισκοπές στις Κυκλάδες. Υπάρχουν μόνο καθολικές, διώξεις ορθοδόξων κληρικών, καταπιέσεις κάθε είδους, προσηλυτισμός και προσχωρήσεις στο παπικό δόγμα, δράσεις όλων των ειδών από τους παπικούς απεσταλμένους και υπό την τυραννία Φράγκων και Λατίνων ηγεμόνων.
Μετά όμως από το 1537, οπότε ο Γοζαδίνος τη Σίφνου γίνεται φόρου υποτελής στους Τούρκους, η κατάσταση αρχίζει ν' αλλάζει βαθμιαία. Οι ορθόδοξες επισκοπές επανασυστήνονται, εκκλησίες κτίζονται, ορθόδοξοι μοναχοί κηρύσσουν, ο πληθυσμός μεταστρέφεται στην ορθοδοξία, και όλα αυτά έχουν θρησκευτικό αλλά και πολιτικό περιεχόμενο μαζί. Η πολιτική  οργάνωση του Κοινού είναι ασύμβατη με την εξουσία των Δυτικών. Το ίδιο και η Πίστη. Αντίθετα, το Κοινό (ως υπόσταση της Πολιτικής παράδοσης) με την Πίστη (Θυσιαστήριο) της ορθόδοξης Ανατολής όχι μόνο είναι συμβατά μεταξύ τους αλλά και το ένα προϋποθέτει το άλλο, ενώ από κοινού προβαίνουν στην ανασυγκρότηση του τρόπου αναπαραγωγής τους, της Σχολής (Παιδείας).
Το 1646 ιδρύεται η αρχιεπισκοπή της Σίφνου και υπάγεται κατευθείαν στο Πατριαρχείο (εξαρχία). Το 1630 καταγράφονται 40 ιερείς στις ενορίες, ενώ το 1650 το νησί έχει 310 εκκλησίες και 44 ιερείς. Η απάντηση στο ογκούμενο, μετά το 1621, ρεύμα προσηλυτισμού των παπικών, είναι άμεση και καταιγιστική.
Για τον Συμεωνίδη αυτό σημαίνει ταυτόχρονα και ανάπτυξη της Εκπαίδευσης «αφού κάθε σχεδόν κληρικός στην εκκλησία του ήταν και ένας δάσκαλος». Στον ισχυρισμό αυτό παραθέτει κατ' αρχήν τη συνοδική απόφαση του 1593, επί πατριάρχου Ιερεμία Β' του Τρανού, όπου προτρέπονται οι μητροπολίτες να καταβάλλουν προσπάθειες για την ίδρυση σχολείων «ώστε τα θεία και ιερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι, βοηθείν δε κατά δύναμην τοις εθέλουσιν διδάσκειν και τοις μαθείν προαιρουμένους». Στη συνέχεια παραθέτει πλήθος στοιχείων επί της τοπικής «εξειδίκευσης» αυτής της συνοδικής απόφασης.
Από το 1587 υπάρχει αναφορά για την ύπαρξη μετοχίου της Μονής Πάτμου. Το 1635 χτίζεται η πρώτη μονή της Βρύσης από τον Βασίλειο Λογοθέτη σε κτήμα που ανήκε στη Μονή αυτή. Από το 1629 αναφέρεται ο Άγιος Αρτέμιος ως μετόχι της Μονής Σίμωνος Πέτρας. Το 1636 αναφέρεται και ο Άγιος Αντίπας ως δεύτερο μετόχι της ίδιας εκείνης μονής του Αγίου Όρους. Ιδιαίτερα οι αγιορείτες μοναχοί προκαλούν το μένος των διαφόρων μισσιοναρίων, περιγράφοντάς τους στις εκθέσεις τους με τα μελανότερα χρώματα, λόγω της μαχητικότητάς τους.
Η πάλη όμως αυτή, ανάμεσα στους ορθοδόξους και καθολικούς κληρικούς, δεν μπορεί παρά να έχει ως κύριο πεδίο της την εκπαίδευση. Δύο πολύ σημαντικές μαρτυρίες μας διαφωτίζουν επί του ζητήματος, από τα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα, ακόμη.
Η μία είναι του Ιάκωβου Μηλοΐτη, το 1587 από τη Μήλο, σε επιστολή του προς τον ελληνιστή Μαρτίνο Κρούσιο, στην οποία αναφέρεται ότι στα νησιά λειτουργούν «μικρά σχολεία των παίδων, εις α το ψαλτήριον και άλλα βιβλιάρια διδάσκονται να αναγιγνώσκωσιν και να γράφωσιν, εν πολλαίς όμως νήσοις διδάσκεται και η ιταλική δια το μετά της Βενετίας εμπόριον».
Η δεύτερη είναι του Μάρκου Πόλλα, βικάριου (1634-1651) και δάσκαλου στο νησί, ο οποίος σε έκθεσή του προς το Βατικανό αναφέρει: «Οι (ορθόδοξοι) κάτοικοι της Σίφνου είναι ευγενείς και αρκετά εξοικειωμένοι με το λατινικό δόγμα, δεδομένου ότι διετέλεσαν επί διακόσια και πλέον χρόνια υπό την κυριαρχίαν των αρχόντων Γοζαδίνων, οι οποίοι διετήρουν λατίνους ιερείς και διδασκάλους, αλλά μετά την αναχώρησίν εκείνων όλοι εδώ ησπάσθησαν το ελληνικό δόγμα λόγω ελλείψεως Λατίνων ιερωμένων...»
Και τα δύο δόγματα, λοιπόν, προσπαθούν για την καλλιέργεια των γραμμάτων στο νησί. Το καθένα για τους δικούς του σκοπούς. Και οι δύο πλευρές κατανοούν το όφελος και τη ζημιά από την επικράτηση, στο χώρο της εκπαίδευσης ειδικά, εκείνων ή των άλλων.
Ιδιαίτερα όμως αγχωμένοι και ανήσυχοι είναι οι παπικοί. Βλέποντας ότι χάνουν τον πληθυσμό και ότι η επιρροή τους μειώνεται, τόσο που δεν μπορούν να συντηρήσουν ούτε ιερείς ούτε βικάριους ως δασκάλους, παρ' όλα αυτά, επιμένουν με συνεχείς εκκλήσεις στο Βατικανό για υποστήριξη. [Τρία χρόνια μετά την εκδίωξη των Γοζαδίνων, το 1620, στη Σίφνο καταγράφονται 4 οικογένειες καθολικών]
Θα περίμενε κανείς, με τα όσα ξέρει σήμερα από πολιτική και θρησκεία, το Κοινό των Σιφνίων να δώσει και το τελικό συντριπτικό χτύπημα στους ήδη διαλυμένους αντιπάλους του και να εξαλείψει οριστικά τους παπικούς από τον τόπο. Οι Σίφνιοι, όμως, με επικεφαλής τον Βασίλειο Λογοθέτη, που διακρίνεται και προκόβει στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα, δεν κάνουν αυτό. Κάθε άλλο!
Έχοντας πια αίσθηση της ισχύος τους, υπολογίζοντας σωστά τον συσχετισμό των δυνάμεων, όπως θα λέγαμε σήμερα, όχι μόνο δεν αποδιώχνουν τους τελευταίους πένητες της Αγίας Προπαγάνδας αλλά αντίθετα, αναλαμβάνουν να τους στηρίξουν οι ίδιοι. Μάλιστα, τα πρώτα σχολεία της Σίφνου, συνδέονται με εκείνους ακριβώς τους απεσταλμένους.
Ο Συμεωνίδης αναφέρεται αναλυτικά στη ζωή και στο εκπαιδευτικό έργο των διδασκόντων Ντε λα Ρόκα, Ντε λα Γραμμάτικα, Μάρκο Λίμα, Μάρκο Πόλλαii, Παρθένιο Χαιρέτηiii, Φραντσέσκο Μικελλούτσιiv, Ζώρζη ντα Πόλλα, Βαρθολομαίο ντα Πόλλαv, Αντόνιο Γοζαδίνο, Γεώργιο Πέρη κ.α. Όλοι τους είναι κληρικοί. Εκτός από τον Παρθένιο, όλοι είναι καθολικοί. Όλοι αποτυγχάνουν στο προσηλυτιστικό τους έργο αλλά επιτυγχάνουν στο εκπαιδευτικό, πράγμα που τους εξασφαλίζει την εκτίμηση της σιφνιακής κοινωνίας.
Η αιτία της διττής αυτής τακτικής απέναντι στους κληρικούς-δασκάλους της παπικής εκκλησίας βρίσκεται διατυπωμένη στην επιστολή του Ιακώβου Μηλοΐτη, στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω. Οι παπικοί δίδασκαν τα παιδιά ιταλικά και λατινικά, γεγονός που βοηθούσε τους νησιώτες στο εμπόριό τους με τη Βενετία αλλά και τις άλλες πόλεις της Ιταλίας. Όχι μόνο οι παίδες των Σιφνίων αλλά οι και των γύρω νησιών, πηγαίνουν στη Σίφνο για να μάθουν γράμματα. Το 1662 ανέρχονται σε 50 μαθητές. Για τους Σίφνιους η φοίτηση είναι δωρεάν. Για τους λοιπούς, έναντι μικρού τιμήματος... «ένα ρεάλι και έξι πινάκια αραβοσίτου» ανά μαθητή!


Ανάκαμψη της οικονομίας, του εμπορίου και της ναυτιλίας


Την εποχή εκείνη το εμπόριο ήταν στην μεγάλη και ανοδική φάση του. Κοντά σ' αυτό και η ναυτιλία. Από το 1620 η Σίφνος αναφέρεται ως κέντρο διεξαγωγής του εμπορίου και προσέγγισης μεγάλου αριθμού σκαφών. Οι γύρω νησιώτες, μάλιστα, πήγαιναν στη Σίφνο για να βρουν μέσω για να ταξιδέψουν. Το 1638 αναφέρεται ότι υπήρχαν 50 πλοία ντόπιων πλοιοκτητών.
Με ιδιόκτητα πλοία, λοιπόν, οι έμποροι του νησιού δραστηριοποιούνταν σε όλες τις Κυκλάδες απ' όπου συγκέντρωναν και προωθούσαν διάφορα εμπορεύματα για τις αγορές της ημεδαπής και της αλλοδαπής. Από νεώτερες και λεπτομερείς μελέτες προκύπτει ότι υπήρχε μια δομή στις ναυτιλιακές δραστηριότητες. Πλήθος μικρών σκαφών, μετέφερε τα προϊόντα σε κάποια κομβικά λιμάνια απ' όπου μεταφορτώνονταν σε άλλα μεγαλύτερα πλοία, ανάλογα με το είδος τους, τις ποσότητες και τους προορισμούς. Η Σίφνος φαίνεται ότι τότε άρχισε να διαμορφώνεται ως ένα τέτοιο κομβικό σημείο.
Βελανίδια, μετάξι, κρασί, ζωοκομικά προϊόντα, μυλόπετρες κ.α., ήταν τα πιο σημαντικά απ' αυτά, και τα διοχέτευαν στην Πελοπόννησο, Κρήτη, Χίο, Εύβοια, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Επτάνησα, Βενετία, Αγκώνα, Ραγούζα, Μάλτα κλπ.
Δεν ήταν όμως τα προϊόντα των γύρω νησιών το μόνο πεδίο του εμπορίου της Σίφνου.
«Η “εικόνα” της κοινωνίας του νησιού, λέει ο Συμεωνίδης, μετά την διάλυση της καθολικής μειοψηφίας, φανέρωνε την κυριαρχία του ελληνικού στοιχείου, ανερχομένου το 1629 σε 6.000 ψυχές. Κάθε έργο και δραστηριότητα , όπως η γεωργία-κτηνοτροφία, η βιοτεχνία, το εμπόριο και οι ναυτιλιακές εργασίες, είχε περάσει στα χέρια του, με εντελώς νέους όρους και κανόνες που καθόριζε πλέον η Γενική Συνέλευση του Κοινού και όχι ο δυνάστης».
Μεταξύ των άλλων και βιοτεχνία στο νησί! Σήμερα μας ξενίζει. Τι να μπορούσε να παρήγαγε το νησί ώστε να χρησιμοποιείται ο όρος “βιοτεχνία” και σε μια εποχή μάλιστα προ-βιομηχανική και προ-εκμηχανισμένη; Ναι, βιοτεχνία, και μάλιστα αξιόλογη, που παρήγαγε νήματα και υφάσματα προοριζόμενα για την ελληνική αγορά και για εξαγωγές. Τα πάνω από 1.300 σπίτια του νησιού είναι μικρές αλλά δυναμικές παραγωγικές «κυψέλες». Παράγουν μικρές ποσότητες απ' όλα τα προϊόντα του ζην, παράγουν όμως κι εκείνα τα προϊόντα που μπορούν να πωληθούν και να εξασφαλίσουν μετρητά στην οικογένεια. Αυτό είναι το παραγωγικό πολυώνυμο που φτάνει μέχρι τις μέρες μας και το επικαλείται ο Κωνσταντίνος Καραβίδας ως την καθ' ημάς «ανώνυμη εταιρία». Το 1711, ο Ρουγκέρι, παπικός αξιωματούχος αναφέρει: «Μεγάλη εμπορική κίνηση εμφανίζουν τα βαμβάκινα υφάσματα τα οποία παράγονται εδώ σε μεγάλες ποσότητες και εξάγονται στην Τουρκία και τον Μοριά».
Όλες αυτές οι οικονομικές δραστηριότητες, παραγωγικές, εμπορικές, μεταφορικές, χρειάζονταν μορφωμένους ανθρώπους από τον τεράστιο όγκο της νεολαίας μιας κοινωνίας που 6.000 ατόμων, όπου κάθε οικογένεια και κάθε σπίτι, εκτός από τους αργαλειούς, το ροδάνι και το αλέτρι διέθεται και πολλά παιδιά. Τα 2/3 μιας τέτοιας κοινωνίας ήταν νέοι άνθρωποι.
Για καλή τύχη της Σίφνου, εκείνη την εποχή, στην “καρδιά” του 17ου αιώνα, προκόβει στο νησί ο σπουδαίος έμπορος και επίτροπος του Κοινού Βασίλειος Λογοθέτης. Διατηρώντας άριστες διπλωματικές σχέσεις με όλους τους ισχυρούς της εποχής κατορθώνει να «βάλει τη σφραγίδα» του και στα ζητήματα της εκπαίδευσης.
Από τη μια δραστηριοποιείται στην οργάνωση της εκπαίδευσης με την προσέλκυση δασκάλων και την εξασφάλιση των απαραιτήτων για τη λειτουργία σχολείου. Από την άλλη φροντίζει προσωπικά για την συνέχιση των σπουδών των επιμελέστερων μαθητών στη Ρώμη, παρακαλώντας αλλά και δελεάζοντας την Αγία Προπαγάνδα. Γενικότερα, τα δύο αυτά πεδία αποτελούν πραγματικά έπη στην πάλη του Κοινού και των προκρίτων. Επί τρεις αιώνες οι Σίφνιοι αγωνίζονται να εξασφαλίσουν τους ανθρώπους εκείνους που θα διδάξουν τα γράμματα στα παιδιά τους, είτε προσκαλώντας απ' αλλού δασκάλους είτε αναδεικνύοντας από τον ντόπιο εύπλαστο και φιλομαθή νεανικό πληθυσμό της νήσου και των Κυκλάδων.
Θα μπορούσαμε να πούμε, κωδικοποιώντας κάπως το πλήθος των ιστορικών στοιχείων που προσκομίζει ο Σίμος Συμεωνίδης, ότι στη Σίφνο, «από τα κάτω», μακράν της οποιασδήποτε κεντρικής εξουσίας, «επί τόπου» και «εν τοις πράγμασι», συγκροτούνται δύο εκπαιδευτικές βαθμίδες: Η κατώτερη και η μέση.
Η μία μάθαινε στα παιδιά ανάγνωση και γραφή και απαρτιζόταν από Έλληνες ιερείς και μοναχούς, με εκπαιδευτική ύλη τα βιβλία της εκκλησίας. Η άλλη, η δεύτερη βαθμίδα, πήγαινε λίγο παραπέρα, μάθαινε τα παιδιά τη γλώσσα της οικονομίας, λατινικά ή ιταλικά, και προωθούσε τις γνώσεις τους όσο να μπορέσουν να φοιτήσουν στα διάφορα κολέγια της Αγίας Προπαγάνδας. Κάποια απ' αυτά τα παιδιά το κατορθώνουν, κάποια όχι. Από τα πρώτα προκύπτουν νέοι διδάσκοντες που παίρνουν σιγά-σιγά τη θέση των παλιών. Από τα δεύτερα προκύπτουν υπάλληλοι και επαγγελματίες που στελεχώνουν το τεράστιο δίκτυο των οικονομικών δραστηριοτήτων του νησιού, στις εγγύς και στις απομεμακρυσμένες αγορές.
Από όλες αυτές τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες προκύπτει η εξής εικόνα της Παιδείας στη Σίφνο, ακριβώς στα μέσα του 17ου αιώνα, το 1657, και από την αναφορά του δάσκαλου και βικάριου Βαρθολομαίου Πόλλα:
«Στη Σίφνο υπάρχουν 16 καθολικοί (μόνιμοι κάτοικοι), αλλά, συνήθως ο αριθμός τους αυξάνεται με τους ξένους που καταφθάνουν συνεχώς, εμπόρους και κουρσάρους. Οι Έλληνες ανέρχονται σε 4.000 ψυχές και έχουν 60 ιερείς. Ο ορθόδοξοι Σίφνιοι είναι άνθρωποι ευσεβείς που φανερώνουν την ευσέβειά τους με τη διατήρηση των εκκλησιών του σε αρίστη κατάσταση. Έχουν αρκετά καλές σχέσεις με τους Λατίνους και ...είναι πολύ θεοφοβούμενοι. Διακρίνονται για την επιθυμία τους να μαθαίνουν την αλήθεια, λατρεύουν τη συζήτηση, παραμένουν όμως αμετακίνητοι στις απόψεις τους για τις πέντε διαφιλονικούμενες διαφορές μεταξύ των δύο δογμάτων αναφορικά με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, μια ανοησία που δεν εννοούν να παραδεχθούν γιατί, όπως ισχυρίζονται, τα ζητήματα αυτά είναι θεμελιωμένα από τον Δαμασκηνό και τον Άγιο Βασίλειο... Στο νησί κυκλοφορεί ένα βιβλίο τιτλοφορούμενο Φιλαδέλφεια, το οποίο αποτελεί απάντηση στο βιβλίο που τύπωσε η Αγία Προπαγάνδα και έχει σχέση με τις πέντε κορυφαίες διαφορές των δύο δογμάτων. Με αυτό υπερασπίζονται οι ελληνικές σχισματικές απόψεις».
Για το κύρος της μαρτυρίας του Βαρθολομαίου Πόλλα, ο Συμεωνίδης σημειώνει: «Η ανωτέρω περιγραφή για τον χαρακτήρα, τη φιλομάθεια και το εν γένει πνευματικό επίπεδο των Σιφνίων στα μισά του 17ου αιώνα είναι πράγματι βαρυσήμαντη γιατί προέρχεται από άνθρωπο πανεπιστημιακά μορφωμένον, ο οποίος έζησε πολλά χρόνια στο νησί και είχε άμεση και καθημερινή επαφή με τους πολυάριθμους κατοίκους και, συνεπώς, οι γνώμες του είχαν βαρύτητα και αυθεντικότητα.... Δεν ήταν λοιπόν αστοιχείωτοι οι Σίφνιοι της εποχής εκείνης , ούτε ζούσαν σε σκοτάδια αμορφωσιάς και απαιδευσίας, όπως πέτυχε να “περάσει”στην Ιστορία η καθολική προπαγάνδα για τους ορθόδοξους Κυκλαδίτες, χρησιμοποιώντας επιλεκτικά στοιχεία από αναφορές μισσιοναρίων της (που ήθελαν να αποδείξουν ότι δήθεν επιτελούσαν έργο σε κοινωνίες περίπου βαρβάρων ανθρώπων) με παρασιώπηση πολλαπλάσιων ντοκουμέντων των αρχειακών πηγών, όπως η ανωτέρω έκθεση του Βαρθολομαίου Πόλλα...».


Στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα και μετά την άλωση του Χάνδακα


Και κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Κρητικού Πολέμου, που κράτησε είκοσι τέσσερα χρόνια, αλλά και μετά απ' αυτόν, ακόμα στη διετία του λοιμού και του λιμού (1647-1648), η εκπαίδευση στη Σίφνο συνεχίζει την ανοδική της πορεία. Κάπου 300 μαθητές είναι το μέγιστο δυναμικό του, με ο,τι αυτό συνεπάγεται αφού ένα μέρος των μαθητών ήταν από άλλα νησιά και έπρεπε να στεγαστούν και να σιτιστούν. Στο ζήτημα αυτά τα μοναστήρια παρείχαν τις δικές τους υπηρεσίες.
Προϊόντος του χρόνου αυξάνονται και οι ορθόδοξοι δάσκαλοι για την προσέλκυση των οποίων καταβάλλεται παρόμοια προσπάθεια με εκείνη για τους καθολικούς. Ο Ιωάννης Πριβιλέτζιο (Προβελέγγιος, στις επόμενες γενιές), ο παπα-Νικόλαος Βερνίκος, ο Άνθιμος Αρτουλάνος, ο Απόστολος Γοζαδίνο, ο Στέφανος, ο Χρύσανθος, ο Εμμ. Τροχάνης, ο Δανιήλ Κεραμεύς, ο Μισαήλ, ο Τζορτζάκης Μπάος, ο Ιωάννης Τσοχάκης, ο Ζωρζάκης Μάτσας, ο Νικόλαος Χρυσόγελος, ο Ιωάννης Δόλφης, κ.α.
Οι δραστηριότητα του Κοινού δεν περιορίζεται μόνο στην προσέλκυση σημαντικών δασκάλων. Γίνονται και κάποιες κινήσεις για την εδραίωση του σχολείου και τη σύνδεσή του με μεγάλα πνευματικά καθιδρύματα. Την πρώτη εσκεμμένη κίνηση του Βασίλειου Λογοθέτη, να συνδέσει το μοναστήρι της Βρύσης με την Μονή της Πάτμου, προκειμένου να αντλήσει από το κύρος τηςvi, ακολουθεί και δεύτερη. Το σχολείο συνδέεται με το μετόχι του Παναγίου Τάφου(1687), που βρίσκεται λίγο έξω από την πόλη της Σίφνου, το Κάστρο, και υπάρχουν αναφορές για την ύπαρξή του από το 1620. Από δω και πέρα το σχολείο θα πάρει ακόμη μεγαλύτερη αίγλη και θα ακμάσει σε όλο τον 18ο αιώνα, εκπαιδεύοντας πολλούς και σημαντικούς ανθρώπους. Οι τελευταίες σειρές αυτών των μαθητών θα είναι οι άνθρωποι εκείνοι που θα πραγματοποιήσουν τις μεγάλες εξεγέρσεις, τα «Ορλωφικά» και την Επανάσταση του 1821, διατρανώνοντας στους αιώνες ότι, το σχολείο που παράγει «πιστούς» μπορεί να προετοιμάσει επαναστατικές απελευθερωτικές εξάρσεις ενώ δεν φαίνεται να συμβαίνει το ίδιο με το σχολείο που παράγει «πολίτες».
Αυτού του είδους οι «διασυνδέσεις», εκτός του ότι απαρτίζουν οι ίδιες ένα δίκτυο, δημιουργούν τις προϋποθέσεις, υλικές και, κυρίως, πνευματικές, για την δημιουργία και άλλων δικτύων υποστήριξης και χρηματοδότησης. Ήδη από το 1652 εμφανίζονται 56 οικογένειες στην αδελφότητα των φίλων και υποστηρικτών του μετοχίου, ενώ ένα άλλο δίκτυο χρηματοδότησης δημιουργείται γύρω από το ίδιο το σχολείο που επισήμως ιδρύεται το 1687.
Στο δίκτυο αυτό της χρηματοδότησης, το οποίο συνιστά ακόμη έναν μηχανισμό αναδιανομής του πλούτου, μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερα επίπεδα. α) τα δίδακτρα των ξένων μαθητών, β) τους εράνους, γ) τις δωρεές χρημάτων και κτημάτων, δ) τις διακεκριμένες δωρεές όπως πχ εκείνη του μεγάλου Ι. Βαρβάκη.
Η μέθοδος των διακεκριμένων δωρεών είναι η ίδια με εκείνη της ανέγερσης ιδιόκτητων εκκλησιών που θίξαμε σε άλλο κείμενό μας κάνοντας λόγο για την εκούσια αναδιανομή του πλούτου. Μόνο που εδώ έχουμε περισσότερα στοιχεία. Ένας μεγάλος χορηγός δανείζει ένα σημαντικό ποσό σ' ένα ίδρυμα μεγάλου κύρους και αξιοπιστίας, με την υποχρέωση το ίδρυμα αυτό να καταβάλλει τους ετήσιους τόκους, που συνήθως ήταν 8-10%, στο σχολείο για τα έξοδα της συντήρησής του, τον μισθό του δασκάλου κ.λ.π. Αυτό κάνει και ο Βαρβάκης αργότερα, το 1820. Δανείζει 7.500 γρόσια στον Πανάγιο Τάφο, με την υποχρέωση ο δεύτερος να δίνει κάθε χρόνο 600 γρόσια (επιτόκιο 8%) στο σχολείο. Το ίδιο περίπου έχει κάνει, ανεπιτυχώς όμως, και ο Μιχελέτος Κοντόσταυλος το 1662 με την Αγία Προπαγάνδα. Από ένα κεφάλαιο 700 ρεαλίωνvii που τοκίζεται με 10% επιτόκιο, προκύπτει ένας τόκος ετήσιος ο οποίος θα μπορεί να συντηρεί έναν δάσκαλο και να τελεί κάποιες λειτουργίες στην εκκλησία.


Η «διδακτέα ύλη»


Αφού είδαμε στα βασικά του σημεία πώς λειτουργούσε το σχολείο, ποιοι ήταν οι μαθητές και οι δάσκαλοί του, πώς χρηματοδοτούνταν, από ποια κοινωνία χρηματοδοτούνταν και σε ποια κοινωνία απέδιδε τους καρπούς της γνώσεως, πρέπει να δούμε και την διδακτέα ύλη της τρίχρονης αυτής εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Ξέρουμε ήδη ότι τα παιδιά μάθαιναν τα πρώτα γράμματα από τα βιβλία της εκκλησίας. Το “ψαλτήρι”, ήγουν “Δαυίδ του προφήτου και βασιλέως μέλος”, το οποίο είναι γραμμένο στην ελληνική κοινή της πάλαι ποτέ ελληνιστικής οικουμένης.
«Μακάριος ανήρ, ος ου επορεύθη εν βουλή ασεβών και εν οδώ αμαρτωλών ουκ έστη και επί καθέδρα λοιμόν ουκ εκάθισεν. Αλλ' εν των νόμω Κυρίου το θέλημα αυτού, και εν τω νόμω αυτού μελετήσει ημέρας και νυκτός...»
Δεν ήταν, δηλαδή, μόνο μάθημα «γλώσσας», γραφής ανάγνωσης και γραμματικής, αλλά και ποίησης, ηθικής, φιλοσοφίας. Το παιδί εκτός του ότι εξοικειωνόταν από μικρό με σπουδαία κείμενα της ελληνικής γραμματείας, με κορυφαία έργα της ποίησης, κολυμπούσε σε έναν πλούτο νοημάτων για το πως είναι καλό να ζει ο άνθρωπος και τι πρέπει να κάνει για να γίνει καλός άνθρωπος. Στόχος της εκπαίδευσης στη Σίφνο της Τουρκοκρατίας ήταν εκείνος ο ίδιος των αρχαίων: να γίνει ο άνθρωπος «καλός κ' αγαθός» κι όχι απλώς να αποκτήσει «δεξιότητες» για να τα βγάλει πέρα στη ζωή.
Κατά την έρευνα του Συμεωνίδη, το τριετές πρόγραμμα σπουδών της «Μέσης εκπαίδευσης» ακολουθούσε στις γενικές τους γραμμές κάποια πρότυπα ιταλικών σχολείων. Προφανώς για να είναι συμβατή η γνώση για όσους θα συνέχιζαν τις σπουδές σε αυτά τα κολέγια.
Τα ευρεθέντα βιβλία και οι κατάλογοι αυτών, μάς δίνουν μια εικόνα για το επίπεδο των σπουδών: Όμηρος, Ισοκράτης, Δημοσθένης, Πλούταρχος, Αρειανός, Ηρόδοτος, Λουκιανός, Σοφοκλής, Θουκυδίδης, Ξενοφώντας, Επιστολές του Μεγάλου Βασιλείου, Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Γρηγορίου Ναζιανζινού, Ιωάννης Δαμασκηνός, Ρωμανός ο Μελωδός, Ανδρέας Κρήτης, ακολουθίες αγίων, παρακλητικοί κανόνες της Παναγίας. Και από τους Λατίνους: Κικέρων, Καίσαρας, Βιργίλιος, Οράτιος.
Στα αρχαία ελληνικά περιλαμβανόταν ακόμη και η Μετρική, η Ποίηση και περί Μουσικής, μαθήματα που παρεδίδοντο από ειδικό δάσκαλο στα τέλη του 18ου αιώνα. Η ρητορική επίσης δεν ήταν άγνωστη στους μαθητές της Σίφνου, για την οποία υπάρχει αναφορά ότι διδάσκονταν υπό διδασκάλου στον ενοριακό ναό του Αγίου Κωνσταντίνου του Αρτεμώνος.
Ικανοποιητικά διδάσκονταν μαθηματικά (αριθμητική, άλγεβρα, γεωμετρία), στοιχεία φυσικής, χημεία και γεωγραφία, ενώ επί Νικολάου Χρυσόγελου καθιερώθηκαν και τα γαλλικά σαν ξένη γλώσσα.
Στις σελίδες 111 έως 126 των «Σιφνιακών» του 1995 (τεύχος Ε') ο Σίμος Μιλτ. Συμεωνίδης, παραθέτει έναν μακρύ κατάλογο διακεκριμένων μαθητών του Σχολείου της Σίφνου μαζί με τα βασικά βιογραφικά τους στοιχεία. Υπάρχουν μέσα από δάσκαλοι μέχρι δραγουμάνος του Στόλου. Μαζί με τους επώνυμους εκείνους, μνημείο, άυλο και πέραν των ιστορικών και στατιστικών καταγραφών και αναλύσεων, της Παιδείας του Κοινού αποτελεί η ίδια η πνευματική καλλιέργεια του λαού της Σίφνου. Κατά κεφαλήν και κατά συλλογικότητες, ενορίες, αδελφότητες, σημερινούς συλλόγους, η καλλιέργεια αυτή αποτυπώνεται σε ορατά και αόρατα, υλικά και άυλα, φυσικά και μετα-φυσικά ίχνη και «πατήματα», τα οποία μόνο με τη σχέση και το βίωμα καθίστανται προσβάσιμα και ψηλαφήσιμα.
Από εκεί ξεκινήσαμε την σειρά ετούτων των κειμένων και εκεί θα καταλήξουμε...
«Φασί δ' οι σοφοί:...και ουρανόν και γην και θεούς και ανθρώπους την κοινωνίαν συνέχειν και φιλίαν και κοσμιότητα και σωφροσύνην και δικαιότητα, και το όλον τούτο δια ταύτα καλούσιν...ουκ ακοσμίαν ουδέ ακολασίαν»...
«Θνητά γαρ και αθάνατα ζώα λαβών και συμπληρωθείς όδε ο κόσμος ούτω, ζώον ορατόν και ορατά περιέχον, εικόν του νοητού θεός αισθητός, μέγιστος και άριστος κάλλιστός τε και τελεώτατος γέγονενviii».


Βλέπε επίσης: Σίφνος: «Δος μοι τούτον τον ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμῳ»Α' & Β'

Σημειώσεις:

i Η διατύπωση και η επεξεργασία της θεωρίας αυτής ξεκίνησε από τον Θεόδωρο Ι. Ζιάκα. Με το Έθνος και Παράδοση το 1993, την Έκλειψη του Υποκειμένου (1η έκδοση: 1997), το Πέρα από το Άτομο (2003) και το Αυτοείδωλον εγενόμην (2005).

ii Ο Μάρκο Πόλλα αν και πέθανε εξαθλιωμένος και πάμπτωχος στο νησί, έτυχε μιας λαμπράς κηδείας στην οποία παρευρέθησαν 51 ορθόδοξοι ιερείς του νησιού.

iii Ο Παρθένιος Χαιρέτης κατέφυγε στη Σίφνο λόγω του Κρητικού πολέμου, εγκαταστάθηκε εκεί, δίδαξε και ίδρυσε σχολή κωδικογράφων.

iv Ο μπερμπάντης Μικελλούτσι, αν και δημιούργησε προβλήματα με τις σχέσεις του με κάποιες μοναχές εν τούτοις ήταν πολύ καλός δάσκαλος και άφησε σημαντικό έργο.

v Ο Βαρθολομαίος ντα Πόλλα, πηγαίνει στη Ρώμη, στο ελληνικό κολέγιο του Αγίου Αθανασίου, μετά από έντονες ενέργειες του Β. Λογοθέτη. Επιστρέφει στη Σίφνο να διδάξει αλλά και να προσηλυτίσει. Στο δεύτερο καθήκον του, μάλιστα, δείχνει ιδιαίτερο ζήλο. Παρ' όλα αυτά, στην ιστορία του νησιού θα μείνει μόνο σαν δάσκαλος.

vi Ο Β. Λογοθέτης, σε επιστολή του προς τον ηγούμενο της μονής Πάτμου εξηγεί: Το μοναστήρι «ωκοδόμησα δια την βοήθειαν της πατρίδος...δια ψυχικόν εδικό μου, ακόμη και δια βοήθειαν πολλών πτωχών και ωφέλεια ψυχών...όπως με εφώτισε ο αφέντης Θεός»....«Εγώ εμπορούσα να κάμω αλλού την όρεξή μου και εις καλύτερον τόπον..»...«Δια τούτον δεν εθέλησα παρά να γενή εις τον τόπον του Θεολόγου» . Δηλαδή, αν και μπορούσε να χτίσει αλλού το μοναστήρι το χτίζει εκεί, στην ιδιοκτησία της Μονής Πάτμου (Θεολόγου). [Σιφνιακά, τεύχος Ε'/1995, σελ 40]

vii Το παζάρι με το Βατικανό ξεκίνησε από τα 100 ρεάλια, ανέβηκε στα 500, για να καταλήξει στα 700, προκειμένου να εξασφαλιστούν τα έξοδα διαβίωσης του Συριανού δασκάλου Γεωργίου Πέρη στη Σίφνο. Η Αγία Έδρα όμως δεν ενέδωσε τελικά και ο Πέρης έμεινε κατασυκοφαντημένος από τους ομοδόξους του άνεργος και πένης. Αντίθετα, οι Σιφνοί βεβαίωναν τους πάντες για την αψεγάδιαστη θητεία του στο νησί τους.

viii Πλάτωνος, Γοργίας και Τίμαιος αντίστοιχα. Παρατίθενται στο Πρόσωπο και Έρως του Χρήστου Γιανναρά, εκδ. Δόμος στο δεύτερο μέρος με τον τίτλο: η κοσμική διάσταση του Προσώπου.

Τρίτη 30 Ιουλίου 2019

Τα δένδρα και τα «δεντρά» της Σίφνου στις αρχές του 20ου αιώνα




Έχοντας πυροδοτήσει τη συζήτηση το κείμενο του Άγγελου Γραφιού, παίρνει τη σκυτάλη ο Α. Κοσμής. 
Δύο μήνες μετά, στο φύλλο 13, της εφημερίδας «Σίφνος», τον Απρίλιο του 1933, εκθέτει τις απόψεις του για την αναδάσωση με συντομότερο και πρακτικότερο τρόπο.
Δίνοντάς μας αρκετά στοιχεία για το πως ήταν παλαιότερα η Σίφνος, επιμένει περισσότερο στον εμβολιασμό των  αγρίων δένδρων, αγριελαιών, αγριοαχλαδιών, αγριοφυστικιών, κλπ. 
Κυρίαρχη δε είναι η άποψη ότι, η δενδροκομία είναι ανώτερη μορφή γεωργικής καλλιέργειας. Εκεί διαφαίνεται και κάποια υποτίμηση προς το «δόγμα» του «παραγωγικού πολυωνύμου», το οποίο πολυώνυμο, προτιμάει το «λίγο απ' όλα» από το «περισσότερα από λίγα». Ο αγρότης του καθ' ημάς τρόπου παραγωγής επιμένει να παράγει όσο το δυνατόν περισσότερα είδη απ' αυτά που χρειάζεται. Μέχρι και τα «σκουπάκια» για το ζωγράφισμα των αρμών στις πλάκες των δρόμων!

Στο σημείο αυτό, είναι χρήσιμο να παραθέσουμε μερικά στατιστικά στοιχεία για την γεωργία της Σίφνου,  από την Ιστορία της Νήσου Σίφνου του σχολάρχου Καρόλου Ι. Γκιών που εξεδόθη το 1876. 

«Το κυριότερον της νήσου προϊόν είναι το έλαιον, όπως θεωρείται αρίστης ποιότητος», λέει ο Γκιών και ανεβάζει την παραγωγή του σε περιόδους ευφορίας στις 160.000 οκάδες, ήτοι 205 τόνους. Από τον ίδιο μαθαίνουμε ότι την εποχή εκείνη το νησί έχει 45.000 «δεντρά», όπως στην τοπική διάλεκτο λέγεται το δέντρο της ελιάς. Από τη σχέση παραγωγής προς δέντρα προκύπτει ότι το κάθε δέντρο απέδιδε περί τα τέσσερα (4) και κάτι κιλά λάδι ή περί τα τριάντα κιλά καρπό. Παραγωγικότητα καθόλου ευκαταφρόνητη, κατά τη γνώμη μου, δεδομένων των συνθηκών και της εποχής. 
Αν δε αναγάγουμε την παραγωγή λαδιού ανά οικογένεια, τον αριθμό των οποίων μας τον δίδει ο ίδιος ο Γκιών, τότε θα δούμε ότι αντιστοιχούν περίπου 157 κιλά λάδι σε κάθε μία από τις 1.300 οικογένειες. Κάθε οικογένεια φαίνεται ότι έχει κατά μέσον όρο 3,7 άτομα, αφού ο αριθμός των μονίμων κατοίκων του νησιού ανέρχεται στους 4.800. Παραμένει δηλαδή σταθερός από την πρώτη απογραφή του ελληνικού κράτους, το 1834, που τον προσδιορίζει στου 4.859 κατοίκους. 

«...εκτός δε του ελαίου, συνεχίζει ο Γκιών, παράγει λεμόνια, ολίγα πορτογάλια, και ολίγα κίτρα, οίνον όστις όμως δεν επαρκεί εις την εν τόπω κατανάλωσιν, σύκα, και πολλών ειδών οπώρας, ήτοι μήλα, ρόδια, αππίδια κτλ., των οποίων μέγα μέρος πωλείται εις τας παρακειμένας νήσους, έτι δε ολίγον σίτον, σμιγόν, και κριθήν μέχρι 10.000 κοιλών, σήσαμον, βαμβάκιον, διάφορα είδη οσπρίων κρόμμυα κτλ». 

Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ότι λόγω της μικρής παραγωγής των δημητριακών, το ψωμί παρασκευάζετο με το «μιγάδη», τον «σμιγόν» που λέει. Το ανακατεμένο στάρι και κριθάρι, δηλαδή. 
Το «κοιλόν» δεν είναι η δική μας μονάδα βάρους αλλά μονάδα μέτρησης όγκου των δημητριακών. Κάθε κοιλό αντιστοιχεί σε 24 οκάδες ή σε 30,7 περίπου κιλά. [1 οκά = 1282 γραμμάρια]. Όλα αυτά μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η παραγωγή των δημητριακών ανήρχετο σε 300 τόνους περίπου. Πράγμα που σημαίνει 236 κιλά ανά οικογένεια ή 62,5 κιλά ανά άτομο. Δυο φέτες ψωμί την ημέρα, δηλαδή! 

Αλλά για την πολυάνθρωπη Σίφνο του 19ου αιώνα και τη στατιστική της, θα μιλήσουμε άλλη φορά... 



ΣΙΦΝΑΪΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ


ΤΟ ΔΕΝΔΡΟΝ

Πρωτόγονοι και εις τούτο.
Γνωρίζομεν ως παράδοσιν από τους γονείς μας ότι η Σίφνος παρήγαγεν αφθόνους καρπούς, ότι από τας πέριξ νήσους ηγκυροβόλουν εις τους λιμένας της Σίφνου πλοία τα οποία παρελάμβανον μήλα, ρόδια, αχλάδια και άλλα.
Η περίοδος όμως αυτή περήλθεν και δεν μένουν πλέον παρά μόνον μερικά λείψανα της ωραίας εκείνης εποχής` συκάς απηρχαιωμένας` μηλέας ετοιμοθανάτους` αχλαδιές μετρούμεναι εις τα δάκτυκα των χειρών` μόνον το ελαιόδενδρον εξακολουθεί να υπάρχη εις την Σίφνον και τούτο, ασφαλώς διότι είναι το μακροβιώτερον των δένδρων και δια τούτο εξακολουθεί να ζη εις πείσμα των ιδιοκτητών του οι οποίοι το αφήνουν απεριποίητον, ακλάδευτον, εις οικτράν κατάστασιν.
Οι κατά καιρούς επισκεπτόμενοι την Νήσον αυτήν γεωπόνοι διακηρύσσουν κατά τον μάλλον πειστικόν τρόπον ότι η Σίφνος είναι επιδεκτικωτάτη δια την δενδροκομίαν, από του ενός άκρου μέχρι του άλλου. Υπάρχουν χιλιάδες αγριελαιών αι οποίαι δεν περιμένουν παρά τον τολμηρόν χειρουργόν ο οποίος θα κάμη τη σωτηρίαν εγχείρησιν, τον εμβολιασμόν, δια να μεταβληθούν εντός ολίγου εις ελαιόδενδρα και να αποδίδουν αφθονώτερον τον ευλογημένον καρπόν, το έλαιον το οποίον και τώρα είναι δια τον Σίφνιον, ο μοναδικός οικονομικός παράγων, μετά τον αγγειοπλάστην.
Υπάρχουν αναρίθμητοι αγριαπιδέαι, αι οποίαι δεν ζητούν τίποτε άλλο παρά ένα εμβολιασμόν δια να μεταβληθούν εις το ωραίον δένδρον το οποίον παράγει τον εύχυμον καρπόν το αχλάδι, το οποίον θα ηδύνατο και πωλούμενον όταν αφθονήση, να λύη αρκετά οικονομικά προβλήματα του οικογενειάρχου.
Μαίνεται εις βλάστησιν εις πλείστα μέρη της Σίφνου, η αγριοφιστικιά, η γνωστή γενικώς κατά την τοπικήν διάλεκτον, η χεροβουλιά και αλλού ως τσικουδιά` και μένει αχρησιμοποίητος η ένδειξις αυτή μιας πηγής αδαπάνου και ακόπου πληθυσμού, διότι... έτσι τα βρήκαμε. Και χρησιμοποιείται η αγριοφιστικιά μόνο δια ξυλάνθρακας και δια την κατασκευήν διαφόρων εξαρτημάτων του Ησιοδείου αρότρου με το οποίον καλλιεργούμεν ακόμη την Γην.
Η αμυγδαλή παντού όπου έτυχε να υπάρχη παράγει έστω και χρόνο παρά χρόνον, και αποδίδει γενναίον ειδόδημα εις τον ιδιοκτήτην της, ο οποίος την ενθυμείται μόνον κατά την εποχήν της ωριμάνσεως του αμυγδάλου. Είνε δε τόση η απροσεξία των κτηματιών και δια το δένδρον αυτό, ώστε δύναμαι να βεβαιώση ότι αι περισσότεραι από τας υπαρχούσας οφείλονται εις τη ...κουρούνες αι οποίαι απάγουν προς βρώσιν τα αμύγδαλα μακράν της αμυγδαλής, ενίοτα δε τα εγκαταλείπουν διωκόμεναι και φύονται τα αμύγδαλα μόνα των και αναπτύσσονται αμυγδαλαί και παράγονται αμύγδαλα. Θεωρείται όμως η ματαιοπονία το να ασχοληθή ο γεωργός και εις την φύτευσιν μερικών τοιούτων δένδρων εις τα μάλλον δευτερευούσης αξίας κτήματά των.
Ενώ δεν υπάρχουν τόσα είδη δένδρων τα οποία χωρίς μεγάλας αξιώσεις καλλιεργίας και ποτισμού ευδοκιμούν εις την Σίφνον και ενώ ευδοκιμούν επίσης όπου είναι δυνατός ο ποτισμός τα εσπεριδοειδή, καταναλίσκεται ο ατυχής χωρικός εις το να αυλακώνη τα χωράφια του δια να παραγάγη μερικά πινάκια κριθάρι, μερικάς οκάδας φασόλια, ίση ποσότητα ρεβίθια και τον σχετικόν φάβαν, εν συνδυασμώ και με τις σκούπες αι οποίαι παράγουν τα ...φινοκολίδια, τα κατάλληλα δια την ζωγραφικήν των αρμών.
Τα σύκα της Σίφνου τα οποία είναι ονομαστά, κινδυνεύουν να περιέλθουν εις την δικαιοδοσίαν της Ιστορίας, διότι είναι πολύ σπάνιον γεγονός η αναγγελία του φυτεύματος νέων συκοδένδρων.
Είναι ή δεν είναι πρωτόγονος η αντίληψις των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι αφήνουν ανεκμετάλλευτον τον θησαυρόν, ο οποίος ευρίσκεται μέσα εις τας ρωγμάς των βράχων των χωραφιών των; Είναι ή δεν είναι ασυγχώρητοι εκείνοι οι οποίοι κατά καιρούς ενώ έβλεπον αυτόν τον θησαυρό και εγνώριζον την αξίαν του δεν έκρινον καλόν να υποβληθούν εις τον κόπον να διδάξουν τους απλοϊκωτέρους των συμπολιτών των , να τους φωτίσουν και να τους παρωρμίσουν εις το να πολλαπλασιάσουν τα ελαιόδενδρά των, εις το να περιποιηθούν τα υπάρχοντα, εις το ν' ανανεώσουν τας συκάς των, τα αμυγδαλάς των, εις το να εμβολιάσουν παν άγριον δένδρον το οποίον υπάρχει εις τα κτήματά των;
Ποίαν άλλην μεγαλειτέραν υπηρεσίαν θα ηδύνατό τις να προσφέρη εις τον τόπον αυτόν από το να καταβάλη πάσαν φροντίδα δια να εμπεύση την αγάπην προς το δένδρον;
Οι αγρόται μας είναι εργατικώτατοι` δεν δυνάμεθα όμως να έχωμεν παρ' αυτών την αξίωσιν να έχουν προορατικότητα και αντίληψιν ίσην, ή και απλώς συναγωνιζομένην, προς την αντίληψιν εκείνων, οι οποίοι έζησαν μακράν των στενών ορίων της Νήσου και είδον και αφωτίσθησαν και εβεβαιώθησαν, ότι το δένδρον είναι ο μεγαλείτερος πλουτοπαραγωγός κλάδος, συνάμα δε και το εξημερωτικώτερον εκ των ασχολημάτων του ανθρώπου.
Οι ευτυχήσαντες εκ των συμπολιτών μας να τύχουν ανωτέρας μορφώσεως, ευτυχώς δε δια την Σίφνον είναι πολλοί ούτοι και εδημιούργησαν θέσει και όνομα τιμών και εαυτούς και την Σίφνον, αφού είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι λατρεύουν όλοι την ωραίαν αυτήν νύφην του Αιγαίου, ας αποφασίσουν να επιτελέσουν την λατρείαν των προς αυτή, θετικωτέραν, προστατευτικωτέραν η θετικότης, η οποία αποτελεί τον κυριαρχούντα Θεόν της εποχής μας, έχει νικήση και την αισθηματικότητα, η οποία δεν ουρανοδρομεί πλέον όπως ουρανοδρόμει κατά την εποχήν του ρωμαντισμού.
Λατρεύομεν όλοι την Σίφνον και τους Σιφνίους` ας φροντίσωμεν να καταστήσωμεν και αυτήν ωραιοτέραν και αυτοίς ισχυροτέρους` και δια να πραγματοποιήσω εν τούτο, δεν χρειάζεται παρά μόνον μία καλή θέλησις και μία ωργανωμένη δράσις δια να εμπνεύσωμεν την λατρείαν προς το δένδρον.
Δεν πρόκειται περί σημαντικής δαπάνης ατόμου ή ομάδος, μολονότι και τούτο θα ήτο επιβεβλημένον.
Η οργανωμένη δράσις θα ηδύνατο να επιβάλη την νόμιμον θέλησίν της και εις την Πολιτείαν, δια να προκαλέση στοργικώτερον το ενδιαφέρον δια την προαγωγήν της Σίφνου και δενδροκομικώς.
Η αυτή δράσις θα ηδύνατο παρέχουσα εαυτήν υπόδειγμα εις τους απλουστέρους και οπισθοδρομικωτέρους, θα επροκάλει την κατίσχυσιν μιας δημιουργικής πνοής τα αποτελέσματα της οποίας θα είνε ασφαλώς θαυμαστά.
Και εις το σημείον τούτο επιβάλλεται να καταβληθή πάσα φροντίς δια να διαγραφή από τα αποφθέγματα των Σιφνίων η οπισθοδρομική φράσις:
-Έτσι τα βρήκαμε.
Η Σίφνος ζητεί από τους δυναμένους εκ των τέκνων της να συντελέσουν εις το να καλυφθούν οι βράχοι της από δένδρα` ζητεί να γίνη και πάλιν η ωραία καταπράσινη Νήσος την οποίαν ύμνησαν κατά το παρελθόν όσοι ξένοι είχον την ευτυχίαν να την επισκεφθούν.
Ας μου επιτραπή ν΄ αποτολμήσω μίαν υπόδειξιν.
Οι απανταχού Σιφναιϊκαί οργανώσεις, αι οποίαι τόσον καταφανώς εκδηλώνουν την αγάπην των μελών των προς την πατρίδα μας, ας αναγράψουν εις το πρόγραμμά των και την επίτευξιν του έργου της αναπτύξεως της δενδροκομίας.
Θα είναι τίτλος τιμής και ευγνωμοσύνης δι' αυτάς παν ο,τι πράξουν δια τον σκοπόν τούτον.

Α. Κοσμής

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

Σίφνος: Ένα κείμενο για την αναδάσωση και τη γεωργική παραγωγή από το 1932



Σκαλίζοντας το καινούργιο μου απόκτημα, ένα «σώμα» τεσσάρων ετών της εφημερίδας «Σίφνος», ανακάλυψα τούτο το κείμενο. 
Είναι η πρόταση που κάνει ο Άγγελος Γραφιός προς την κοινότητα της Σίφνου για να ξαναποκτήσει η νήσος το χαμένο της πράσινο. Δεν το λέει, αλλά εύκολα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι «φίδες», οι κέδροι, υλοτομήθηκαν για να τροφοδοτήσουν τα τσικαλάδικα καμίνια. 
Ποιος είναι ο Γραφιός; Ούτε κι αυτό προκύπτει από την εφημερίδα, προφανώς γιατί είναι πρόσωπο γνωστό και διακεκριμένο. Εκείνο που βρίσκουμε όμως σε κάποια σελίδα των φύλλων της εποχής εκείνης, είναι μια διαφήμιση της «Αποθήκης Ελλην. Μεταξωτών» των Αφών Γραφιού & ΣΙΑ στη στοά Ριζάρη (οδό Ερμού). Μπορούμε να υποθέσουμε, λοιπόν, ότι ο Άγγελος αν δεν είναι ο ένας εκ των αδελφών, είναι ένας εκ της οικογενείας των Γραφιών. 

Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν τα εξής στοιχεία της εκτενούς προτάσεώς του: 

α) Εντοπίζει το πρόβλημα και,  αφ' ενός μεν το συνδέει με την καθεαυτή γεωργική ανάπτυξη του νησιού, αφ' ετέρου δε το συνδέει με τον τουρισμό! Πού να ήτανε σήμερα ο μακαρίτης να δει τη Σίφνο με πάνω από 100.000 επισκέπτες. Τότε πάντως, σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα στο φύλλο 10 του Ιανουαρίου 1933, η τουριστική κίνηση σε επισκέπτες είναι η εξής για τις Κυκλάδες: Τήνος 3.120, Μύκονος 2.000, Άνδρος 1463, Πάρος 845, Κέα 500, Σίφνος 500, Σύρος 340, Αμοργός 257, Κίμωλος 350, Νάξος 215, και η Ίος 120.  

β) Εντοπίζει την απαξίωση της γεωργίας «σε μια γεωργική Ελλάδα», όπως λέει, στην άποψη που καλλιεργούσαν οι δάσκαλοι στα σχολεία «μάθε πέντε αράδες γράμματα για να μη γίνεις σκαφτιάς σαν τον πατέρα σου». Επιτίθεται κατά της άποψης αυτής και ούτε λίγο ούτε πολύ προτείνει να σταλούν πλέον στη γεωργία μορφωμένοι άνθρωποι. 

γ)  Για τον σκοπό αυτό προτείνει Σχολικούς Κήπους, αυτοχρηματοδοτούμενους και αυτοσυντηρούμενους βασικά και με μια βοήθεια αρχική από την συνδρομή της κοινότητας των Σιφνίων. Μια επένδυση στη νέα γενιά δηλαδή, σε χρήμα και σε έμψυχο «υλικό». 

δ)  Βλέπει τους Σχολικούς Κήπους σαν μοχλό και της γεωργικής ανάπτυξης και της αναδάσωσης, 80 χρόνια πριν από μας που σήμερα πρεσβεύουμε περίπου τα ίδια πράγματα, φευ όμως, μετά την καταστροφή και της ελληνικής γεωργίας αλλά και του πλανήτη. Η ιδέα δε της «αυτοβοήθειας» της Κοινότητας, που προβάλλει σαφώς μέσα από το κείμενο, προηγείται κατά μισό αιώνα των σύγχρονων θεωρητικών των Διεθνών Σχέσεων μηδέ του K. Waltz εξαιρουμένου. Την εποχή δηλαδή του «ισχυρού κράτους» που «ζωογονεί» την τουριστική κίνηση των νησιών με τους εξόριστους του «Ιδιωνύμου», εκείνος δεν προτείνει τις «αγορές» αλλά, στην πραγματικότητα, απευθύνεται στον Ελληνικό Κοινοτισμό, τον οποίο θεωρεί παρόντα και ζώντα! Ως ένα βαθμό, ο κοινοτισμός αυτός είναι ακόμα ζωντανός στη Σίφνο και ως έναν άλλο βαθμό είναι εν εκλείψει. Μπορούμε να διδαχθούμε.

Δεν ξέρω, δεν έχω βρει ακόμη, τι έγινε με τους αυτοδιαχειριζόμενους Σχολικούς Κήπους. Αν δοκιμάστηκε η πρόταση στην πράξη, αν πέτυχε ή αν απέτυχε. Εκείνο που ξέρω όμως καλά είναι ότι, οι Σιφνιοί διατηρούν μια πηγαία σχέση με τον πρωτογενή τομέα, μια αγάπη για τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Η σχέση αυτή είναι γενικευμένη και, το σημαντικότερο, εκ παραλλήλου με τις άλλες έντονες ασχολίες τους. Πρόσφατα η μανούρα της Σίφνου έφθασε μέχρι και τη Βενετία! Ενισχύοντας έτσι την άποψη που καλλιεργώ, χρόνια τώρα και ιδιαίτερα τα χρόνια της κρίσης, ότι αν ταΐσουμε και ποτίσουμε τους ξένους τουρίστες μας με ελληνικά προϊόντα η Ελλάδα όχι μόνο θα σωθεί αλλά και θα ευημερήσει. 

Αιώνια η μνήμη του Άγγελου Γραφιού, αυτού του διορατικού Σιφνιού που διέδιδε, από τότε ακόμα, τα καίρια που θα έπρεπε να προτάσσει ο κάθε τ[ρ]όπος. 

«Είναι ντροπή, έλεγε, να αγοράζουμε λεμόνια από την Ιταλία, ενώ η Σίφνος κάποτε έκανε εξαγωγή, και όταν δεν βρίσκουμε κι αυτά να χρησιμοποιούμε ξινό του φαρμακείου»!




ΜΟΡΦΩΣΑΤΕ ΤΗΝ ΝΕΑΝ ΓΕΝΕΑΝ ΤΗΣ ΣΙΦΝΟΥ


ΜΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ


Όταν ο ξένος, που έρχεται να επισκεφθή το Νησί μας, φθάση με το βαπόρι στης Καμάρες, η πρώτη του εντύπωσις είναι ότι βγαίνει σ' ένα νησί που δεν έχει τίποτε το ενδιαφέρον εκτός από τα απόκρημνα βουνά του. Αναγκαστικώς αφού ο προορισμός του ήτο να επισκεφθή το νησί μας αρχίζει και ανεβαίνει με κρύα καρδιά προς τα χωριά, συνήθως πεζοπορών, και κάθε λίγα βήματα σκουπίζει τον ιδρώτα του. Δεν βρίσκει ούτε ένα δένδρο να καθίση υπό την σκιάν του να ξεκουραστή, δεν βρίσκει ούτε μια σταγόνα νερό να βρέξη τον στεγνό λάρυγκά του.
Ασθμαίνων φθάνει καμμιά φορά στο χωριό, ύστερα από μαρτύριον μιας ώρας πεζοπορίας, κάθιδρος και εξηντλημένος, πηγαίνει στο πρώτο καφενείο που θα βρεθή μπροστά του δια να ξεκουραστή και να πιη ένα ποτήρι νερό.
Αυτά τα απερίγραπτα τα ξεύρομε όλοι όσοι επισκεπτόμεθα τακτικά το νησί μας, και περισσότερον από ημάς εκείνοι που μένουν πάντα εκεί.
Όταν λοιπόν ο ξένος μας ξεκουραστή, βγαίνει έξω και περιηγείται τα χωριά και μένει κατάπληκτος από τα λευκά σπητάκια με το νησιώτικό τους ρυθμό, από την πάστρα τους, από την ευγένειαν των κατοίκων και από το νοικοκυριό τους.
Και όταν φθάση σ' ένα σημείον υψηλότερον γυρίζει με θαυμασμόν το βλέμμα του γύρω θαυμάζων την φυσικήν καλονήν του νησιού μας και την ωραίαν εικόνα που παρουσιάζουν τα κατάλευκα σπιτάκια των διαφόρων χωριών.
Αλλά αν τον παρακολουθήσουμε τον βλέπουμε να κάνη μια γκριμάτσα και να κινή το κεφάλι του με λύπη.
Αν του ζητήσουμε να μας πη τας εντυπώσεις του θα ακούσωμεν το στερεότυπον: «κρίμα αυτό το ωραίο νησάκι να μην έχει δένδρα».
Ερωτήσατε πάντα ξένον που επεσκέφθη το νησί μας να σας πη με ειλικρίνεια τας εντυπώσεις του. Θα λάβετε πάντα την απάντησιν ότι δεν του λείπει τίποτε άλλο από το πράσινον.
Αυτό λοιπόν το πράσινον έχετε υποχρέωσιν ιεράν, Σεις οι ιθύνοντες τα της Σίφνου, και εκείνοι των οποίων ο λόγος βαρύνει, να δώσητε εις το μαραμένο και ξερό Νησάκι μας.
Σεις οι παλαιότεροι Σιφνιοί των οποίων η μνήμη συγκρατή την ανάμνησιν μιας Σίφνου πρασίνης από φίδες, ειπήτε εις τους νεωτέρους σας που την εγνώρισαν ξηράν, το τι χρειάζεται το αγαπημένο μας νησάκι για να ξαναγίνη ώμορφο, για να ξαναγίνη η Ελβετία της Ελλάδος όπως ήκουσα κάποτε να λέγη ο μακαρίτης Δήμαρχος Σίφνου Ν. Προβελέγγιος.
Δώσατε δένδρα εις το γυμνό νησί μας να ντυθή, να πρασινίση να γείνη η ωραία κοπέλα του Αιγαίου, το μαργαριτάρι των Κυκλάδων, που να τραβά με την ωμορφιά του και την πάστρα του, με την ευγένειαν των κατοίκων του και την φιλοξενίαν των, κάθε ξένον που θα φθάση στ' αυτιά του η φήμη του Νησιού μας.
Και όταν αρχίσουν να έρχονται οι ξένοι στο νησί μας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θ' αφήσουν και καμμιά δεκάρα στον τόπο.
Κατεδείχθη αναμφισβητήτως ότι η βιομηχανία των ξένων επλούτισε κάθε τόπο ο οποίος ένοιωσε αυτήν την αλήθεια.
Είναι καιρός να την νοιώσωμε κι' εκείς και ν' αρχίσωμε να εργαζώμεθα ακούραστα με την ιδέα:  ν α   π ρ α σ ι ν ί σ ω μ ε  τ ο   ξ ε ρ ό  Ν η σ ά κ ι  μ α ς, και με ένα πρόγραμμα να το κάνωμε το    μ α ρ γ α ρ ι τ ά ρ ι  τ ο υ   Α ι γ α ί ο υ.
Πώς όμως; Τι εργασία πρέπει να κάνωμε για να πραγματοποιηθή αυτή η ιδέα η οποία δεν αμφιβάλω θα είναι και επιθυμία παντός ο οποίος αγαπά και πονεί τη Σίφνο μας;
Αυτό θα το αναπτύξω εις το προσεχές φύλλον της μικράς μας εφημερίδος.

ΑΓΓ. ΓΡΑΦΙΟΣ

[εφημερίδα «Σίφνος»
αριθ. Φύλλου 8
1 Νοεμβρίου 1932]


(Συνέχεια εκ του προτελευταίου φύλλου)

Η εργασία αύτη δεν είναι δυνατόν να συντελεσθή και να αποδώση το ποθούμενον εντός ελαχίστου χρόνου. Χρειάζεται εργασία πολυετής και δεν επιτρέπεται ουδεμία αναβολή, μετά την έναρξιν προγράμματος το οποίον να τεθή υπό εκτέλεσιν. Έχομεν πρόσφατον το παράδειγμα μιας προσπαθείας ευγενούς, πατριωτικής, που τιμά τους πρωτεργάτας της, προσπαθείας όμως αψυχολογήτου, αποτυχούσης δυστυχώς καθ' ολοκληρίαν, της δενδροφυτεύσεως της οδού Καμαρών – Αρχιάτρου Γ. Κουλούρη.
Δυστυχώς όμως τα 2.000 περίπου δενδράκια τα οποία εστάλησαν προς τον σκοπόν τούτον κατεστράφησαν τελείως. Δεν θα εξετάσω εδώ την αιτίαν, αλλά θα αποδείξω ότι το σύστημα τούτο δεν πρέπει να επαναληφθή διότι δεν ενδείκνηται. Θέτοντες λοιπόν υπό εκτέλεσιν ένα πρόγραμμα αναδασώσεως της Σίφνου, πρέπει να εξετάσωμεν τα ζητήματα μετά προσοχής ώστε τα συμπεράσματα τα οποία θα εξαχθούν να έχουν βάσεις καλώς ψυχολογημένας και υγιείς. Λέγοντες δε αναδάσωσιν της Σίφνου, δεν εννοώ να την πρασινίσωμεν με καλλωπιστικά μόνον δένδρα, αλλά και με καρποφόρα. Δηλαδή πρέπει να κυττάξωμεν και τας οικονομικάς ανάγκας του νησιού μας.
Είναι ντροπή μας, η Σίφνος, που άλλοτε έκανε εξαγωγή λεμονιών, να φέρνη σήμερα ιταλικά κι' όταν δεν υπάρχουν κι' αυτά να χρησιμοποιείται ξυνό του φαρμακείου. Δια να διορθώσωμεν λοιπόν το κακόν σύστημα καλλιεργείας εν τη νήσω μας και δι' αυτής να της δώσωμε μια νέα οικονομική ζωή και μεγάλη τουριστική κίνησι, πρέπει μετά ζήλου να στρέψωμεν την προσοχήν μας εις την Νέας Γενεάν της Σίφνου, δηλαδή στα παιδιά που σήμερα κάθωνται στα θρανία του Σχολείου. Πρέπει να τα μορφώσωμεν και θα τα μορφώσωμεν δια της θελήσεως και του συστήματος.
Ευτυχώς το Διδασκαλικόν προσωπικόν του νησιού μας, αποτελείται από άτομα επίλεκτα με μόρφωσιν εγκυκλοπαιιδικήν και θέλησιν αναμφισβήτον.
Η προσοχή μας, λοιπόν, πρέπει να στραφή εις την δημιουργίαν Σ χ ο λ ι κ ώ ν Κ ή π ω ν. Σχολικός κήπος λέγεται ο παιδικός εκείνος κήπος εις τον οποίον καλλιεργούνται για διαφόρους σκοπούς υπό των μαθητών, καθοδηγουμένων υπό των διδασκάλων, άνθη, λαχανικά και πολλαπασιάζονται τα δένδρα και οι θάμνοι. Εκ των άνω σκοπών θα εξετάσω τον πολλαπλασιασμόν του δένδρου, την επιτυχίαν του οποίου πρέπει να επιδιώξωμεν εις την Σίφνον.
Το σημείον από το οποίον πρέπει να αρχίση η εργασία αύτη, είναι να διδαχθούν τα παιδιά και να αποκτήσουν γεωργικήν συνείδησιν.
Σήμερον εις τα μέρη εκείνα, εις τα οποία οι κάτοικοι αποζούν εκ της γεωργίας, δεν πρέπει τα παιδιά να διδάσκωνται με την αντίληψιν που υπήρχε τα παλαιότερα χρόνια.
Πολλοί από τους σημερινούς γεωργούς θα ενθυμούνται με τι περιφρονητικούς χαρακτηρισμούς τους αποτρέπουν οι διδάσκαλοί των να ακολουθήσουν το έντιμο επάγγελμα του πατέρα των καλλιεργούντες την γην.
Γιατί τι άλλο μπορούσε να σημαίνη εκείνο το οποίον έλεγε ο διδάσκαλος τότε απευθυνόμενος εις τους μαθητάς: «Κυττάξετε να μάθετε πέντε αράδες γράμματα για να μην γίνετε και σεις σαν τον πατέρα σας σκαφτιάδες».
Μ' αυτούς τους χαρακτηρισμούς προς το γεωργικόν επάγγελμα τα παιδιά ντρεπόντουσαν να γείνουν γεωργοί και εγκατέλειπον την γην για να πλημυρίσουν τας πόλεις.
Όσοι παρέμειναν εις το χωριό αποκαρδισμένοι αναγκάζονται να συνεχίσουν το περιφρονητικό απ' όλους γεωργικό επάγγελμα του πατέρα των.
Φαίνεται πια καθαρά ότι με έτσι αποκαρδιωμένους γεωργούς και κακώς προσανατολισμένους κατοίκους πόλεως δεν είναι δυνατόν να προοδεύση η γεωργία εις την γεωργικήν Ελλάδα. Η κατάστασις αύτη πρέπει να μεταβληθή και για να μεταβληθή πρέπει όχι μόνον να ληφθούν μέτρα, αλλά να στηριχθούμε κατά μέγα μέρος επί των σχολικών κήπων, για να διαφωτίσωμεν να ενθαρύνωμεν, και να δημιουργήσωμεν τους μέλλοντας αγρότας. Δια των σχολικών κήπων θα επιτύχωμεν.
α) την ανάπτυξιν του αισθήματος του ωραίου.
Η καλιέργεια των διαφόρων δένδρων εις τον σχολικόν κήπον θ' αναπτύξη την αισθητικήν των παιδιών.
β) την προστασίαν και την κοινωνικήν διαπαιδαγώγησιν του παιδιού.
Ο σχολικός κήπος θα μπορή να απασχολή τα παιδιά κατά τας ώρας της σχόλης των και η ωφέλεια θα είναι μεγίστη διότι θ' αναπτύξη σ' αυτά την πεποίθησιν ότι το γεωργικόν επάγγελμα, είναι ευγενές, έντιμον, και στηρίζεται επί επιστημονικών βάσεων. Μια τέτοια πεποίθησις θα έχη μεγίστην σημασίαν δια τον αγρότην της αύριον.
γ) την διευκόλυνσιν εις την εκτέλεσιν της λοιπής μαθητικής αναπτύξεως.
Ο σχολικός κήπος μπορεί να δώση τα μέσα διδασκαλίας διαφόρων μαθημάτων, όπως π.χ., αριθμητικής, γεωγραφίας, φυσικής, μετεωρολογίας, εκθέσεως ιδεών, σχεδιάσματος, ζωολογίας, εδαφολογίας κλπ, κλπ. Και τούτο διότι ο σχολικός κήπος θα δώση συγκεκριμένα παραδείγματα εφαρμογής διαφόρων μαθημάτων.
δ) την αφύπνησιν του ενδιαφέροντος δια την γεωργικήν κοινωνίαν.
Με τον σχολικόν κήπον θα δημιουργηθή μια κίνησις με κέντρον αυτόν.
Η κίνησις αυτή θα έχη να οφελήση ασφαλώς τους κατοίκους, γιατί θα καταλήξη σε ερευνητική εργασία από την οποίαν έχουν να ωφεληθούν όχι μόνον οι μαθηταί αλλά και οι γονείς των. Θα ευρεθή τότε ποίαι καλιέργειαι είναι καλύτεραι δια την Σίφνον, πως προστατεύωνται αύται εναντίον των εχθρών των και ποίαι περιποιήσεις χρειάζονται για να ευδοκιμήσουν. Θα γείνη δηλαδή ο σχολικός κήπος Φωτεινός Φάρος της γεωργικής προόδου εις το Νησάκι μας.
ε) την ανάπτυξιν αλληλεγγύης μεταξύ των μαθητών.
Η ομαδική συντήρησις του σχολικού κήπου υπό των μαθητών θα γεννήση εις αυτούς το συναίσθημα της αλληλεγγύης, η οποία θα αναπτυχθή ακόμη περισσότερον εάν εις την συντήρησιν αυτού δοθή μορφή   ο ι κ ο ν ο μ ι κ ή ς   ε κ μ ε τ α λ λ ε ύ σ ε ω ς  δια την οποίαν θα ομιλήσω κατωτέρω.
στ) την δημιουργίαν αμίλλης.
Εκθέσεις γενόμεναι προς βράβευσιν των καλυτέρων προϊόντων του σχολικού κήπου μεταξύ των σχολείων της Σίφνου (αν ιδρυθούν δύο κήποι) ή των τάξεων του αυτού σχολείου, να δημιουργήσουν ευγενή άμυλλαν μεταξύ των μαθητών, των διδασκάλων και των σχολείων.
Μια τέτοια άμυλλα θ' αποβή προς το καλόν τόσον των μαθητών όσον και των γονέων, διότι θα οδηγήση προς αύξησιν της εργατικότητος και συνεπώς της παραγωγικότητος. Χρειάζεται δε να δημιουργηθή το αίσθημα της αμίλλης για να μπορέση ο διδάσκαλος να θέση τα όρια αυτής επί ηθικών βάσεων ορίζων ταύτα, και τονίζων ότι πέραν τούτων θα καθίσταται βλαβερά δια την κοινωνίαν άνευ καθοδηγήσεως, η άμυλλα λαμβάνει ανήθικον χαρακτήρα, οδηγούσα εις αδικίας.
ι) την ανάπτυξιν του αισθήματος της ευθύνης.
Δια των σχολικών κήπων ο μαθητής διδάσκεται ότι έχει υποχρέωσιν να τελειώνη μια δουλειά που αναλαμβάνει και ευθύνην δια την εκτέλεσίν της.
Όλ' αυτά είναι βέβαια ελάχιστα από τον αριθμόν των επιτυχιών τας οποίας θα έχομεν από τους σχολικούς κήπους.
Δι' αυτών θα οφεληθή η Σίφνος και εις την ανάπτυξιν της γεωργίας διότι θα είδομεν ποία δένδρα και φυτά ευδοκιμούν περισσότερον εις αυτήν, και ποία είναι εκείνα των οποίων την καλιέργειαν δεν πρέπει πλέον να επιδιώξωμεν. Επίσης εις τα βουνά της πατρίδος μας θα ξαναδώσωμεν το πράσινο χρώμα διότι οι σχολικοί κήποι θα δίδουν κατά χιλιάδας τα κατάλληλα δενδρύλια, δις του έτους τα οποία θα σπεύδουν οι μαθηταί, κατά τας εορτάς του Πρασίνου τας οποίας πρέπει τότε να δημιουργήσωμεν, οδηγούμενοι από τους διδασκάλους των ή και από τους προέδρους των Κοινοτήτων, να τα φυτεύουν σε μέρη τα οποία εκ των προτέρων θα έχουν ορισθή και εις τα οποία απαραιτήτως θα απαγορευθή η βοσκή κατά τους κειμένους νόμους. Έτσι κάθε χρόνο θα βλέπωμεν να πρασινίζη και από μια γωνιά του νησιού μας.
Η εργασία αύτη πρέπει να αρχίση με βάσεις καλάς. Μια αψυχολόγητος και βιαστική εφαρμογή ενός συστήματος θα έχη ως άμεσον συνέπειαν την οικτράν αποτυχίαν της. Αι δύο κοινότητες πρέπει να εργασθούν ως μια επ' αυτού του ζητήματος, και οι απανταχού σύλλογοι ως εις, και να αφήσουν κατά μέρος τα μικροζητήματα που πάντα δημιουργούν.
Η Σίφνος πρέπει να ενωθή για να προοδεύση και οι ιθύνοντες αν προσθέσουν ολίγην θέλησιν εις την δύναμίν των θα επιτύχουν πολλά και καλά, εκ των οποίων τα κυριώτερα, αι οικονομίαι και η σωστή δουλειά. Δεν μας μένει άλλο προς εξέτασιν εκτός του οικονομικού μέρους της προσπαθείας μας διότι βεβαίως όλα αυτά δεν μπορούν να γείνουν χωρίς χρήματα. Προς τον σκοπόν τούτον ο σχολικός κήπος θα ιδρυθή ως οικονομική εκμετάλλευσις και κάθε μαθητής εργαζόμενος προς επιτυχίαν αυτού θα αναλάβη εργασίαν ανάλογον προς την ικανότητά του, υπό την επίβλεψιν πάντοτε του διδασκάλου.
Πάντως πρέπει να ληφθή σοβαρώς υπ' όψιν ο οικονομικός σκοπός της συντηρήσεως του σχολικού κήπου. Έτσι θα πρέπει να καλιεργούνται φυτά ή δένδρα τα οποία θα εύρουν ευκόλως αγοραστάς.
Δεν πρέπει επ' ουδενί λόγω να διανέμωνται τα προϊόντα του σχολικού κήπου δωρεάν διότι θα δημιουργηθούν παράπονα και θα μαρανθή ο ζήλος των μαθητών.
Δεδομένου λοιπόν ότι ο Σχολικός Κήπος δεν θα αποβλέπει μόνον εις την αναδάσωσιν της Σίφνου δια καλωπιστικών δένδρων, αλλά και τον εξευγενισμόν της καλιεργίας πρέπει εκτός των φυτωρίων, δια τα καλωπιστικά δένδρα, να καλιεργούνται και οπωροφόρα και λαχανικά.
Και ο λόγος είναι ευνόητος. Χρειάζονται χρήματα. Η καλιέργεια των λαχανικών θα ενισχύη το ταμείον του σχολικού κήπου δια της πωλήσεως αυτών. Επίσης τα οπωροφόρα θα πωλούνται προς τον σκοπόν και θα ευρίσκουν ευκόλως αγοραστάς όχι μόνον εις Σίφνον αλλά εις τας πέριξ Νήσους διότι θα κοστίζουν πάρα πολύ ευθυνά εν συγκρίσει με την προμήθειαν δένδρων εξ άλλων μερών. Τα καλωπιστικά δεν πρέπει να πωλούνται διότι θα καταστρέφομεν το σκοπόν τον οποίον επιδιώκομεν και θα θέσωμεν εν κινδύνω τα δάση τα οποία θ' αρχίσουν να δημιουργούνται. Δεν θα είναι όμως κακόν κατά την εποχήν της μεταφυτεύσεως να δύναται ο κάθε μαθητής, τη συγκαταθέσει του διδασκάλου, να λαμβάνη 2-3 δενδρύλια δια τον κήπον της οικίας των ή δια να τα προσφέρη εις συγγενείς ή φίλους προς τον αυτόν σκοπόν.
Δι' αυτού θα επιτύχομεν να πρασινίσουν και αι αυλαί όλων των σπιτιών της Σίφνου. Εκτός των άνω πόρων δυνάμεθα νομίζω όλοι οι Σιφνοί που αγαπάμε το νησί μας να προσφέρομε μια δεκάρα ή δύο δεκάρες την ημέρα, ήτοι 3-6 δρ. μηνιαίως δια την επιτυχίαν ενός σκοπού ο οποίος πρόκειται να δώση νέαν οικονομικήν ζωήν εις αυτό, μεγάλην τουριστικήν κίνησιν, χαριτωμένη ευμορφιά και καλούς γεωργούς της αύριον.
Δια των χρημάτων τούτων θα αγορασθούν τα απαραίτητα όργανα κηπουρικής, θα πληρωθή ο φύλαξ έως ότου ληφθούν μέτρα κατάλληλα εναντίον των κλοπών, θα αγοράζονται σπόροι, λιπάσματα, φάρμακα κατά των ασθενειών, κόπρος, κλπ. Αν ο σκοπός επιτύχει πλήρως και υπάρχουν περισεύματα, δύνανται να διατεθούν δια σχολικά όργανα, εκδρομάς κλπ.
Ας στρέψωμεν λοιπόν την προσοχήν μας προς την νέαν γενεάν της πατρίδος μας, και ας βγάλομεν απ' αυτήν στελέχη ικανά να καλιεργήσουν αύριον με όρεξι και σύστημα την Σιφναιϊκήν γην, και να βελτιώσουν όχι μόνον την γεωργίαν μας, αλλά και την ζωήν τους το κοινωνικόν περιβάλον μας.
Δια του θέματος τούτου δίδω ασφαλώς μίαν γνώμην προς όλους τους αγαπητούς συμποτίτας μας, δια της ευγενούς φιλοξενίας της αγαπητής μας εφημερίδος «Σίφνος», δεν κάμνω δε τίποτε άλλο παρά το καθήκον να δώσω μίαν γνώμην την οποίαν έχουν υποχρέωσι να εξετάσουν και να βελτιώσουν, όλα τα επίλεκτα μέλη της Πατρίδος μας, πολλά των οποίων ασχολούνται στο νησάκι μας με την γεωργίαν έχοντα αντίληψιν καλυτέραν της ιδικής μου.
Δίδοντες ούτω και αυτοί μίαν γνώμην θα δυνηθώμεν να θέσωμεν τα βάσεις δια μίαν εργασία που πρόκειται να δώση εις το Νησί μας οφέλη απεριόριστα.

ΑΓΓ. ΓΡΑΦΙΟΣ

(εφημερίδα «Σίφνος»
αριθ. φύλλου 10
1 Ιανουαρίου 1933)


Τρίτη 24 Ιουλίου 2018

Για την πολυώνυμη καλλιέργεια των δασών και την ένταξή τους στην Παραγωγική Ανασυγκρότηση

Αγία Μαρίνα, Βούντημα. Πάρνηθα, μεταξύ Αυλώνα και Δερβενοχωρίων. Μία από τις "μπινιάρες εκκλησίες". Υπάρχει και η δίδυμή της, ερειπωμένη, στην πλάτη του φωτογράφου.



Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής



Στο υπό έκδοση, εδώ κι ένα χρόνο, βιβλίο μου για την Παραγωγική Ανασυγκρότηση ως λαϊκό κίνημα, με τίτλο Από το Παραγωγικό Πολυώνυμο στο παραγωγικό "τζαμάρισμα", περιλαμβάνεται και το ανέκδοτο, μέχρι σήμερα, κάτωθι κείμενο. Νομίζω, ότι μετά την καταστροφή της Ανατολικής Αττικής, μπορεί να καταστεί χρήσιμο στον προβληματισμό μας και στην περισυλλογή.





Στο προηγούμενο κείμενο “Για την παραγωγική ανασυγκρότηση της Πατρίδας”, στη θέση 7, αναφέρεται:

«Δημιουργείστε σύστημα δενδροκομίας! Παραγωγή καρπών αλλά και ξύλου, πυρήνα και λοιπών καυσίμων υλών. Αναδιανομή και ανακατανομή ....καύσης. Να μην καίγονται τα δάση, όλα μαζί, καλοκαιριάτικα, αλλά, λίγο λίγο τον χειμώνα, και έτσι που να προλαβαίνουν να ξαναγίνονται. Το πιο γρήγορα αναπαραγόμενο δάσος είναι της ελιάς.
»Όποιος έχει ελιές παράγει καρπό, λάδι, ξύλα, πυρήνα, και το κεφάλαιο ακέραιο και αναβαθμιζόμενο αφού, οι ελιές, χρόνο με τον χρόνο, μεγαλώνουν και αποδίδουν περισσότερο. Χώρια βάζουμε την ανταλλακτική αξία σε περίπτωση πώλησης. Αλλαγή της αντίληψης μας για το τι εστί δάσος. Δάσος φτιάχνει και η ελιά και η λεμονιά και η πορτοκαλιά. Να μπορώ εγώ που είχα (και κάηκαν) πεύκα να βάλω ελιές ή πορτοκαλιές και να υποχρεούμαι να τις διαφυλάξω όσο ζω, και μετά να υποχρεούται και ο άλλος να τα διαφυλάξει όσο ζει κ.ο.κ. Αλλά ποιος κληρονόμησε πορτοκαλιές και είπε να τις κόψει ή να τις κάψει;
»Κοντά στο νου ότι, τα δημοτικά και κρατικά δημόσια δάση που καήκανε κάλλιστα μπορούν να γίνουν δάση οπωροφόρων δέντρων ή, εν πάση περιπτώσει, δάση που αποδίδουν εισοδήματα μεγαλύτερα από εκείνα που αποδίδει το πεύκο. Προστασία της φύσης και του δάσους είναι η αναβάθμιση του δάσους. Παντού υπάρχουν πεύκα αλλά κοσμήματα πραγματικά είναι τα δάση των Εσπερίδων -τα λεμονοδάση, οι πορτοκαλεώνες- και οι ελαιώνες. Κι είναι άξιο προσοχής το γεγονός ότι, εκείνοι που θέλουν τα πάντα υπό την αιγίδα του κράτους δεν λένε κουβέντα για την αναβάθμιση και αξιοποίηση της σχολάζουσας περιουσίας του κράτους, των δασών και των δασικών εκτάσεων.
»Ούτε στον φετιχισμό του δάσους ούτε στο δάσος των φετιχισμών. Το κάθε δέντρο, άγριο ή ήμερο, μπορεί να μας δώσει πολλά πράγματα αν το πάρουμε... προσωπικά. Αν δουλέψουμε μαζί του, αν το φροντίσουμε, εκείνο θα μας δώσει, κάθε χρονιά, τον άξιο μισθό μας».

Στην πρώτη παράγραφο γίνεται λόγος για “ανα-διανομή της καύσης”. Ας το εξηγήσουμε.
Στα χωριά μας, μόλις πριν μισό αιώνα, όλα τα σπίτια είχαν έναν δικό τους φούρνο. Αν κάποια δεν είχαν δικό τους, είχαν απαραιτήτως πρόσβαση σε έναν της γειτονιάς ή της ευρύτερης οικογένειας, του σοϊού. Ο φούρνος ήταν το δεύτερο, μετά το πηγάδι, εργαλείο αναπαραγωγής του Ζην, ο δεύτερος όρος ύπαρξης της κοινωνίας. Εκεί ψηνόταν το ψωμί, το βασικότερο είδος της διατροφής, και σε όγκο και σε ποιότητα.1
Πανάρχαιες κυριολεκτικά, αποικίες οικόσιτων μυκήτων (ένα είδος μικρο-πετ ή, αν προτιμάτε, νάνο-πετ), εργάζονταν πυρετωδώς και σε τακτά χρονικά διαστήματα έδιναν μεγάλες ποσότητες ψωμιού οι οποίες ψήνονταν στον φούρνο, ο οποίος, “καίγονταν” με ξύλα από τα γύρω δάση και τους λόγγους.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι μια κοινωνία χιλίων κατοίκων διέθετε, το λιγότερο, διακόσιους φούρνους. Τότε η κάθε οικογένεια είχε περίπου πέντε άτομα.
Διακόσιοι φούρνοι που άναβαν μια τουλάχιστον φορά την εβδομάδα.
Κάθε φορά που άναβε ένας φούρνος ήθελε ένα φόρτωμα γαϊδουριού ξύλα, “κλαρούδες” για την ακρίβεια. Ένα φόρτωμα είναι κάπου εβδομήντα κιλά ξερά ξύλα.
Όλα αυτά πολλαπλασιαζόμενα μεταξύ τους μας κάνουν: Δεκατέσσερις (14) τόνους ξύλα, στο χωριό, κάθε βδομάδα! Επτακόσιους είκοσι οκτώ (728) τόνους το χρόνο! Τρεις χιλιάδες εξακόσια (3600) κιλά ξύλα ήθελε κάθε οικογένεια μόνο για να κάψει στον φούρνο κατά τη διάρκεια του έτους!2 Χώρια πόσα ήθελε αν κάψει στο “καζάνι” για τη μπουγάδα, χώρια για το πόσα ήθελε να κάψει στο τζάκι, τη μοναδική εστία θέρμανσης του σπιτιού και της φαμίλιας, όπου, ταυτόχρονα, γινόταν το μαγείρεμα! Αν πούμε ότι συνολικά, κάθε οικογένεια, ήθελε δέκα τόνους ξύλα το χρόνο, νομίζω πως δεν θα ήταν υπερβολή. Ίσως και να υποεκτιμούμε την ποσότητα.
Δέκα τόνοι τον χρόνο επί διακόσιες οικογένειες μας κάνουν δυο χιλιάδες τόνους ξύλα τον χρόνο για μια κοινωνία χιλίων κατοίκων. Σε καμία περίπτωση σήμερα δεν καταναλώνονται τόσα ξύλα από μια κοινωνία ίσου μεγέθους. Παρ' όλα αυτά τα δάση καίγονται μαζικά, τα δάση, στις ζώνες που βρίσκονται κοντά στα οικιστικά κέντρα, συρρικνώνονται, αφανίζονται, υποβαθμίζονται σε “δασικές εκτάσεις”.
Αυτά γίνονται είτε σκόπιμα είτα από λάθος. Πάντως γίνονται και δεν υπάρχει κάτι που να μας λέει ότι βρισκόμαστε σε φάση ανάσχεσης του φαινομένου.
Από την άλλη μεριά, οι άνθρωποι του παλιού καιρού μας διαβεβαιώνουν ότι στην εποχή τους τα δάση δεν καίγονταν, ακόμη κι όταν μέσα σ' αυτά διεξάγονταν φονικές μάχες, βομβαρδισμοί και καταστροφές “βιομηχανικής κλίμακας”.
Η εξήγηση βρίσκεται εκεί! Στην...πολυωνυμική αφαίρεση του πιο εύφλεκτου φορτίου από τα δάση αυτά! Σε αυτό πρέπει να συνυπολογίσουμε και την συλλογή της ρετσίνης από τους επαγγελματίες ρετσινάδες, οι οποίοι ήταν και οι τακτικότεροι “κηπουροί” του δάσους. Ρετσινάδες και υλοτόμοι είχαν το δάσος ως φυσικό τους χώρο εργασίας.
Ούτε λίγο ούτε πολύ θα πρέπει να κάνουμε λόγο για μεγάλης κλίμακας καλλιέργεια των δασών, η οποία, ελάμβανε χώρα με τον φυσιολογικότατο τρόπο που μπορούσε να γίνει αυτό, χωρίς καν νόμους και συστήματα ελέγχου, επιτήρησης, καταστολής, τιμωρίας. Ακόμη και στις περιπτώσεις των καταχρήσεων στη χρήση του δάσους -πάντα υπάρχουν τέτοιες- η κοινωνία διέθετε τρόπους διόρθωσης, συμμόρφωσης και ανάταξης. Δεν είναι όμως εδώ ο χώρος για περισσότερα επ' αυτού.
Η ουσία είναι ότι η κοινωνία έπαιρνε από το δάσος όλα όσα της χρειάζονταν και το δάσος έμενε στη θέση του σαν ένα αυτοτελές σύστημα χλωρίδας και πανίδας. Όλα επιτρέπονταν κι όλα “ως δια μαγείας” γίνονταν με μέτρο και ρυθμό που επέτρεπε στο δάσος και στους κατοίκους του, τα ζώα, ν' αναπαραχθούν απρόσκοπτα.
Σήμερα, οι κοινωνίες, ακόμη κι αυτές της αραιοκατοικημένης, λόγω της αστιλαγνείας, υπαίθρου, όχι μόνο αδυνατούν να διαμορφώσουν τέτοιες σχέσεις με τα δάση τους αλλά αδυνατούν να κατανοήσουν, να αντιληφθούν το “θαύμα” αυτών των σχέσεων. Αντίθετα προχωρούν παραπέρα. Ειδωλοποιούν το δάσος, το μουσειοποιούν, το βγάζουν έξω από τη ζωής τους και αναθέτουν όλα τα σχετικά “στο κράτος” και στους γραφειοκράτες του σαν να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο και σαν να μπορεί το “κράτος” γενικά και μια δράκα ανθρώπων, έστω και καλής διάθεσης, να υποκαταστήσει όλες αυτές της μεγάλης και μικρής κλίμακας ενέργειες καλλιέργειας και λατρεία του δάσους!
Η ειδωλοποίηση μάλιστα παίρνει διαστάσεις παράνοιας τόσο γι' αυτούς που την θεσμοθετούν όσο και γι' αυτούς που την υφίστανται χωρίς καν να την αντιλαμβάνονται και χωρίς καν να την υποπτεύονται.
Παράδειγμα: Είχε κάποιος μια φορά, μαζί με τον αδερφό του, οκτώ στρέμματα χωράφι κληρονομημένο από τον πατέρα τους. Το μισό ήταν καθαρό χωράφι και το μισό είχε πεύκα. Ο παππούς δεν είχε προλάβει να το εκχερσώσει όταν οι άλλοι συγχωριανοί μετέτρεπαν το παλιό τσιφλίκι που αγόρασαν συνεταιριστικά, σε καλλιεργήσιμη γη.
Εφόσον ήταν έτσι τα πράγματα, τα δυο αδέρφια συμφώνησαν, ο ένας να πάρει το χωράφι μια και ήθελε να το πουλήσει και ο άλλος να πάρει το δάσος επειδή του άρεσε και υπήρχε η προοπτική να φτιάξει μέσα ένα μικρό σπιτάκι.
Μετά από λίγα χρόνια, και εν μέσω άναρχης δόμησης της ευρύτερης παραθαλάσσιας περιοχής, όπου τα πάντα οικοπεδοποιούνταν και τσιμεντοποιούνταν πέντε φορές πάνω από την πραγματική τους τιμή, το υπερκείμενο δημόσιο δάσος πήρε φωτιά. Ό, τι δεν κάηκε με την πρώτη προσπάθεια, κάηκε με την δεύτερη. Το εν λόγω κτήμα έγινε καψάλα. Ιδιόκτητη καψάλα, όμως , σημαίνει ότι, δεν έχεις πια ιδιωτικό δάσος (έτσι λέγεται από τον νόμο) να απολαύσεις αλλά δεν έχεις και τη δυνατότητα να το κάνεις κάτι, ούτε καν να το κάνεις ένα άλλου είδους δάσος!
Ένα άλλου δάσος, γιατί ποιος θα κάτσει να φυτέψει πεύκα και να περιμένει να μεγαλώσουν; Ενώ μπορεί κάλλιστα να φυτέψει ελιές και μέσα σε λίγα χρόνια να έχει και δάσος και εισόδημα, αφού το κτήμα του είναι περιουσία και “ιδρυτικά” είναι όχι απλώς περιουσία αλλά μέσον παραγωγής. Τσιφλίκι είπαμε ήταν και ως καλλιεργήσιμη γη αγοράστηκε.
Σύμφωνα με ερμηνευτική δήλωση από το Σύνταγμα της Ελλάδας, άρθρο 24,

«Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά».

Η ανάταξη του δάσους λοιπόν με την μορφή του ελαιώνα δεν αντίκειται ούτε στο Σύνταγμα ούτε στην αδήριτη ανάγκη προστασίας των δασών. Δέντρα είναι και οι ελιές ή οι πορτοκαλιές ή οι αμυγδαλιές και μάλιστα πιο “φιλικά” προς τα άλλα είδη του δάσους απ' ό, τι είναι τα πεύκα όπου ούτε πουλί φωλιάζει ούτε φυτρώνει κάτι στη ρίζα τους.
Επειδή όμως το κράτος “υποπτεύεται” ότι κάποιοι μετά από λίγα χρόνια θα κόψουν τις ελιές και θα κάνουν το χωράφι μεζονέτες (όπως πράγματι γίνεται) βγάζει μια γενική απόφαση και μαζί με τα ξερά καίει και τα χλωρά! Προσπαθεί τάχα να προλάβει το κακό “απαλλοτριώνοντας”, και μάλιστα τζάμπα, την περιουσία του πολίτη προδικάζοντας τις προθέσεις του. Έτσι ο εν λόγω ιδιοκτήτης των τεσσάρων στρεμμάτων ιδιωτικού δάσους, αισίως έφτασε στα ογδόντα πέντε χρόνια χωρίς να μπορεί να αξιοποιήσει την περιουσία του ούτε ως δάσος ούτε ως χωράφι ούτε ως “αυθαίρετο”, εφόσον δεν είχε τη διάθεση να παρανομήσει. Το δε δάσος υποβαθμίστηκε σε “δασική έκταση”, σε σκίνα δηλαδή αδιαπέραστα και σκουπιδότοπο για τα όμορα “αυθαίρετα”.
Αμφιβάλλει λοιπόν κανείς ότι παραβιάζεται αλλεπάλληλες φορές και το Σύνταγμα και το πνεύμα του ενώ ταυτοχρόνως δεν επιτυγχάνεται ο στόχος;
Επομένως η θέση που διατυπώνεται στην αρχή αυτού του κειμένου είναι σωστή και κάτι παραπάνω από σωστή. Είναι αναγκαία για την επανένταξη των δασών στη ζωή της κάθε κοινωνίας.
Σήμερα, ο καθένας που πλήττεται από την κρίση έχει κίνητρο να μετατρέψει εκτάσεις χέρσες και σχολάζουσες σε δενδροκαλλιέργειες. Αυτό σημαίνει ότι τα δάση μπορούν να προεκταθούν ως και μέσα στους οικισμούς, να τους περιζώσουν και να τους κατακλύσουν. Χωρίς δαπάνες του κράτους, για την δημιουργία ή την συντήρηση. Ας δώσει λοιπόν βοήθειες ανέξοδες όπως έδωσε με την “μεταφορά συντελεστή”. Και η κάθε κοινωνία, ο κάθε πολίτης, ας θέση σκοπό της ζωής του να αυξήσει τα δάση με πολλούς και διάφορους τρόπους. Ένα στρέμμα μπορεί να δεχτεί περί τις τριάντα ελιές. Μια ελιά κοστίζει όσο ένας καφές στο Θησείο. Τριάντα σαράντα ελιές, σε μερικά χρόνια, μπορούν να δώσουν το λάδι μιας οικογένειας και μάλιστα σε αφθονία χωρίς το όφελος να περιορίζεται μόνο στα αγαθά.
Φανταστείτε την κοινωνία των χιλίων κατοίκων που είπαμε παραπάνω. Σήμερα είναι πια τριακοσίων οικογενειών αφού η κάθε οικογένεια έχει τρία άτομα και όχι πέντε όπως τότε. Φανταστείτε να αυξάνει κατά ένα στρέμμα ανά οικογένεια τους ελαιώνες του χωριού. Ένα στρέμμα γης , σήμερα, κοστίζει ελάχιστα ευρώ. Κι αν δεν έχει το στρέμμα εύκολο είναι να το αγοράσει ή να το συγκαλλιεργήσει μαζί με εκείνον που το έχει. Τριακόσια στρέμματα με χίλιες περίπου ελιές είναι μια θαυμάσια αρχή για την “βιομηχανική” ανάταξη των δασών και την παραγωγική ανασυγκρότηση. Πόσω μάλλον αν η εν λόγω κοινωνία υιοθετήσει τον στόχο της αύξησης των καλλιεργειών κατά ένα στρέμμα ανά κεφαλήν! Μια άκρως επώνυμη και ταυτόχρονα πολυώνυμη ανασυγκρότηση της ελληνικής υπαίθρου παρά και ενάντια στη “λογική” της “Παγκοσμιοποιημένης ΤεχνοΣυστημικής Ιδιωτείας”!


Σημειώσεις:

1 Για τον “Ελληνικό άρτο, τον επιούσιο”, βλέπε: Παράρτημα, πρώτο κείμενο.
2 Πρέπει να είναι σωστό αν ισχυριστούμε ότι για να ψηθεί κάθε κιλό ψωμιού απαιτούνταν δύο κιλά ξύλα.

Οι τελευταίες αναρτήσεις

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αρχειοθήκη ιστολογίου