Γιώργος
Μιλτ. Σαλεμής
Σαν
να θέλει ο Σίμος Μιλτ. Συμεωνίδης να
τεκμηριώσει [εκ παραλλήλου με τη διατύπωση
και την επεξεργασία τηςi]
τη θεωρία των τριών ταυτοτητο-ποιητικών
παραδόσεων [ των τριών «παράξενων ελκυστών»: της Πολιτικής, της Πίστης
και της Παιδείας- από το 1995, όταν
καταπιάνεται με το θέμα της Εκπαίδευσης
στο νησί στο τεύχος Ε' των Σιφνιακών]
προτάσσει, επί μακρόν, τη δράση των
παπικών και ορθοδόξων κληρικών στις
Κυκλάδες και στη Σίφνο.
Μέχρι
τώρα δείξαμε πως η Πολιτική και η Πίστη,
ή αλλιώς, το Βουλευτήριο
και το Θυσιαστήριο,
αλληλοπεριχωρούνται, αλληλοϋποστηρίζονται,
«συμπτύσσουν του λόχους τους» όταν η
ανάγκη το απαιτεί. Από τις πρώτες σελίδες
του τεύχους φαίνεται καθαρά στον
αναγνώστη πώς, το Θυσιαστήριο πρώτα,
και το Βουλευτήριο στη συνέχεια,
οργανώνουν την τρίτη ανθρωποποιητική
μαστορική, την Παιδεία (ή Σχολή), εκείνη
δηλαδή την παράδοση που αναπαράγει τις
δύο πρώτες και, τελικά, το είδος της
κοινωνίας.
Με
την καταστροφική για τους Έλληνες και
την Αυτοκρατορία, πλην όμως επιμελώς
συγκεκαλυμμένη, φράγκικη κατάκτηση του
1204, έχουν καταργηθεί οι ορθόδοξες
επισκοπές στις Κυκλάδες. Υπάρχουν μόνο
καθολικές, διώξεις ορθοδόξων κληρικών,
καταπιέσεις κάθε είδους, προσηλυτισμός
και προσχωρήσεις στο παπικό δόγμα,
δράσεις όλων των ειδών από τους παπικούς
απεσταλμένους και υπό την τυραννία
Φράγκων και Λατίνων ηγεμόνων.
Μετά
όμως από το 1537, οπότε ο Γοζαδίνος τη
Σίφνου γίνεται φόρου υποτελής στους
Τούρκους, η κατάσταση αρχίζει ν' αλλάζει
βαθμιαία. Οι ορθόδοξες επισκοπές
επανασυστήνονται, εκκλησίες κτίζονται,
ορθόδοξοι μοναχοί κηρύσσουν, ο πληθυσμός
μεταστρέφεται στην ορθοδοξία, και όλα
αυτά έχουν θρησκευτικό αλλά και πολιτικό
περιεχόμενο μαζί. Η πολιτική οργάνωση του Κοινού είναι ασύμβατη με την εξουσία των Δυτικών. Το ίδιο και η Πίστη. Αντίθετα,
το Κοινό (ως υπόσταση της Πολιτικής παράδοσης) με
την Πίστη (Θυσιαστήριο) της ορθόδοξης
Ανατολής όχι μόνο είναι συμβατά μεταξύ
τους αλλά και το ένα προϋποθέτει το
άλλο, ενώ από κοινού προβαίνουν στην
ανασυγκρότηση του τρόπου αναπαραγωγής
τους, της Σχολής (Παιδείας).
Το
1646 ιδρύεται η αρχιεπισκοπή της Σίφνου
και υπάγεται κατευθείαν στο Πατριαρχείο
(εξαρχία). Το 1630 καταγράφονται 40 ιερείς
στις ενορίες, ενώ το 1650 το νησί έχει 310
εκκλησίες και 44 ιερείς. Η απάντηση στο
ογκούμενο, μετά το 1621, ρεύμα προσηλυτισμού
των παπικών, είναι άμεση και καταιγιστική.
Για
τον Συμεωνίδη αυτό σημαίνει ταυτόχρονα
και ανάπτυξη της Εκπαίδευσης «αφού κάθε
σχεδόν κληρικός στην εκκλησία του ήταν
και ένας δάσκαλος». Στον ισχυρισμό αυτό
παραθέτει κατ' αρχήν τη συνοδική απόφαση
του 1593, επί πατριάρχου Ιερεμία Β' του
Τρανού, όπου προτρέπονται οι μητροπολίτες
να καταβάλλουν προσπάθειες για την
ίδρυση σχολείων «ώστε τα θεία και ιερά
γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι, βοηθείν
δε κατά δύναμην τοις εθέλουσιν διδάσκειν
και τοις μαθείν προαιρουμένους». Στη
συνέχεια παραθέτει πλήθος στοιχείων
επί της τοπικής «εξειδίκευσης» αυτής
της συνοδικής απόφασης.
Από
το 1587 υπάρχει αναφορά για την ύπαρξη
μετοχίου της Μονής Πάτμου. Το 1635 χτίζεται
η πρώτη μονή της Βρύσης από τον Βασίλειο
Λογοθέτη σε κτήμα που ανήκε στη Μονή
αυτή. Από το 1629 αναφέρεται ο Άγιος
Αρτέμιος ως μετόχι της Μονής Σίμωνος
Πέτρας. Το 1636 αναφέρεται και ο Άγιος
Αντίπας ως δεύτερο μετόχι της ίδιας
εκείνης μονής του Αγίου Όρους. Ιδιαίτερα
οι αγιορείτες μοναχοί προκαλούν το
μένος των διαφόρων μισσιοναρίων,
περιγράφοντάς τους στις εκθέσεις τους
με τα μελανότερα χρώματα, λόγω της
μαχητικότητάς τους.
Η
πάλη όμως αυτή, ανάμεσα στους ορθοδόξους
και καθολικούς κληρικούς, δεν μπορεί
παρά να έχει ως κύριο πεδίο της την
εκπαίδευση. Δύο πολύ σημαντικές μαρτυρίες
μας διαφωτίζουν επί του ζητήματος, από
τα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου
αιώνα, ακόμη.
Η
μία είναι του Ιάκωβου Μηλοΐτη, το 1587
από τη Μήλο, σε επιστολή του προς τον
ελληνιστή Μαρτίνο Κρούσιο, στην οποία
αναφέρεται ότι στα νησιά λειτουργούν
«μικρά σχολεία των παίδων, εις α το
ψαλτήριον και άλλα βιβλιάρια διδάσκονται
να αναγιγνώσκωσιν και να γράφωσιν, εν
πολλαίς όμως νήσοις διδάσκεται και η
ιταλική δια το μετά της Βενετίας
εμπόριον».
Η
δεύτερη είναι του Μάρκου Πόλλα, βικάριου
(1634-1651) και δάσκαλου στο νησί, ο οποίος
σε έκθεσή του προς το Βατικανό αναφέρει:
«Οι (ορθόδοξοι) κάτοικοι της Σίφνου
είναι ευγενείς και αρκετά εξοικειωμένοι
με το λατινικό δόγμα, δεδομένου ότι
διετέλεσαν επί διακόσια και πλέον χρόνια
υπό την κυριαρχίαν των αρχόντων Γοζαδίνων,
οι οποίοι διετήρουν λατίνους ιερείς
και διδασκάλους, αλλά μετά την αναχώρησίν
εκείνων όλοι εδώ ησπάσθησαν το ελληνικό
δόγμα λόγω ελλείψεως Λατίνων ιερωμένων...»
Και
τα δύο δόγματα, λοιπόν, προσπαθούν για
την καλλιέργεια των γραμμάτων στο νησί.
Το καθένα για τους δικούς του σκοπούς.
Και οι δύο πλευρές κατανοούν το όφελος
και τη ζημιά από την επικράτηση, στο
χώρο της εκπαίδευσης ειδικά, εκείνων ή
των άλλων.
Ιδιαίτερα
όμως αγχωμένοι και ανήσυχοι είναι οι
παπικοί. Βλέποντας ότι χάνουν τον
πληθυσμό και ότι η επιρροή τους μειώνεται,
τόσο που δεν μπορούν να συντηρήσουν
ούτε ιερείς ούτε βικάριους ως δασκάλους,
παρ' όλα αυτά, επιμένουν με συνεχείς
εκκλήσεις στο Βατικανό για υποστήριξη.
[Τρία χρόνια μετά την εκδίωξη των
Γοζαδίνων, το 1620, στη Σίφνο καταγράφονται
4 οικογένειες καθολικών]
Θα
περίμενε κανείς, με τα όσα ξέρει σήμερα
από πολιτική και θρησκεία, το Κοινό των
Σιφνίων να δώσει και το τελικό συντριπτικό
χτύπημα στους ήδη διαλυμένους αντιπάλους
του και να εξαλείψει οριστικά τους
παπικούς από τον τόπο. Οι Σίφνιοι, όμως,
με επικεφαλής τον Βασίλειο Λογοθέτη,
που διακρίνεται και προκόβει στο πρώτο
μισό του 17ου αιώνα, δεν κάνουν αυτό. Κάθε
άλλο!
Έχοντας πια αίσθηση της ισχύος τους, υπολογίζοντας
σωστά τον συσχετισμό των δυνάμεων, όπως
θα λέγαμε σήμερα, όχι μόνο δεν αποδιώχνουν
τους τελευταίους πένητες της Αγίας
Προπαγάνδας αλλά αντίθετα, αναλαμβάνουν
να τους στηρίξουν οι ίδιοι. Μάλιστα, τα
πρώτα σχολεία της Σίφνου, συνδέονται
με εκείνους ακριβώς τους απεσταλμένους.
Ο
Συμεωνίδης αναφέρεται αναλυτικά στη
ζωή και στο εκπαιδευτικό έργο των
διδασκόντων Ντε λα Ρόκα, Ντε λα Γραμμάτικα,
Μάρκο Λίμα, Μάρκο Πόλλαii,
Παρθένιο Χαιρέτηiii,
Φραντσέσκο Μικελλούτσιiv,
Ζώρζη ντα Πόλλα, Βαρθολομαίο ντα Πόλλαv,
Αντόνιο Γοζαδίνο, Γεώργιο Πέρη κ.α. Όλοι
τους είναι κληρικοί. Εκτός από τον
Παρθένιο, όλοι είναι καθολικοί. Όλοι
αποτυγχάνουν στο προσηλυτιστικό τους
έργο αλλά επιτυγχάνουν στο εκπαιδευτικό,
πράγμα που τους εξασφαλίζει την εκτίμηση
της σιφνιακής κοινωνίας.
Η
αιτία της διττής αυτής τακτικής απέναντι
στους κληρικούς-δασκάλους της παπικής
εκκλησίας βρίσκεται διατυπωμένη στην
επιστολή του Ιακώβου Μηλοΐτη, στην οποία
αναφερθήκαμε παραπάνω. Οι παπικοί
δίδασκαν τα παιδιά ιταλικά και λατινικά,
γεγονός που βοηθούσε τους νησιώτες στο
εμπόριό τους με τη Βενετία αλλά και τις
άλλες πόλεις της Ιταλίας. Όχι μόνο οι
παίδες των Σιφνίων αλλά οι και των γύρω
νησιών, πηγαίνουν στη Σίφνο για να μάθουν
γράμματα. Το 1662 ανέρχονται σε 50 μαθητές.
Για τους Σίφνιους η φοίτηση είναι δωρεάν.
Για τους λοιπούς, έναντι μικρού
τιμήματος... «ένα ρεάλι και έξι πινάκια
αραβοσίτου» ανά μαθητή!
Ανάκαμψη
της οικονομίας, του εμπορίου και της
ναυτιλίας
Την
εποχή εκείνη το εμπόριο ήταν στην μεγάλη
και ανοδική φάση του. Κοντά σ' αυτό και
η ναυτιλία. Από το 1620 η Σίφνος αναφέρεται
ως κέντρο διεξαγωγής του εμπορίου και
προσέγγισης μεγάλου αριθμού σκαφών. Οι
γύρω νησιώτες, μάλιστα, πήγαιναν στη
Σίφνο για να βρουν μέσω για να ταξιδέψουν.
Το 1638 αναφέρεται ότι υπήρχαν 50 πλοία
ντόπιων πλοιοκτητών.
Με
ιδιόκτητα πλοία, λοιπόν, οι έμποροι του
νησιού δραστηριοποιούνταν σε όλες τις
Κυκλάδες απ' όπου συγκέντρωναν και
προωθούσαν διάφορα εμπορεύματα για τις
αγορές της ημεδαπής και της αλλοδαπής.
Από νεώτερες και λεπτομερείς μελέτες προκύπτει ότι υπήρχε μια δομή στις ναυτιλιακές δραστηριότητες. Πλήθος
μικρών σκαφών, μετέφερε τα προϊόντα σε
κάποια κομβικά λιμάνια απ' όπου
μεταφορτώνονταν σε άλλα μεγαλύτερα
πλοία, ανάλογα με το είδος τους, τις
ποσότητες και τους προορισμούς. Η Σίφνος
φαίνεται ότι τότε άρχισε να διαμορφώνεται
ως ένα τέτοιο κομβικό σημείο.
Βελανίδια,
μετάξι, κρασί, ζωοκομικά προϊόντα,
μυλόπετρες κ.α., ήταν τα πιο σημαντικά
απ' αυτά, και τα διοχέτευαν στην
Πελοπόννησο, Κρήτη, Χίο, Εύβοια, Σμύρνη,
Κωνσταντινούπολη, Επτάνησα, Βενετία,
Αγκώνα, Ραγούζα, Μάλτα κλπ.
Δεν
ήταν όμως τα προϊόντα των γύρω νησιών
το μόνο πεδίο του εμπορίου της Σίφνου.
«Η
“εικόνα” της κοινωνίας του νησιού,
λέει ο Συμεωνίδης, μετά την διάλυση
της καθολικής μειοψηφίας, φανέρωνε την
κυριαρχία του ελληνικού στοιχείου,
ανερχομένου το 1629 σε 6.000 ψυχές. Κάθε έργο
και δραστηριότητα , όπως η γεωργία-κτηνοτροφία,
η βιοτεχνία, το εμπόριο και οι ναυτιλιακές
εργασίες, είχε περάσει στα χέρια του,
με εντελώς νέους όρους και κανόνες που
καθόριζε πλέον η Γενική Συνέλευση του
Κοινού και όχι ο δυνάστης».
Μεταξύ
των άλλων και βιοτεχνία στο νησί! Σήμερα
μας ξενίζει. Τι να μπορούσε να παρήγαγε
το νησί ώστε να χρησιμοποιείται ο όρος
“βιοτεχνία” και σε μια εποχή μάλιστα
προ-βιομηχανική και προ-εκμηχανισμένη;
Ναι, βιοτεχνία, και μάλιστα αξιόλογη,
που παρήγαγε νήματα και υφάσματα
προοριζόμενα για την ελληνική αγορά
και για εξαγωγές. Τα πάνω από 1.300 σπίτια
του νησιού είναι μικρές αλλά δυναμικές
παραγωγικές «κυψέλες». Παράγουν μικρές
ποσότητες απ' όλα τα προϊόντα του ζην,
παράγουν όμως κι εκείνα τα προϊόντα που
μπορούν να πωληθούν και να εξασφαλίσουν
μετρητά στην οικογένεια. Αυτό είναι το παραγωγικό πολυώνυμο που φτάνει μέχρι τις μέρες μας και το επικαλείται ο Κωνσταντίνος Καραβίδας ως την καθ' ημάς «ανώνυμη εταιρία». Το 1711, ο
Ρουγκέρι, παπικός αξιωματούχος αναφέρει:
«Μεγάλη εμπορική κίνηση εμφανίζουν
τα βαμβάκινα υφάσματα τα οποία παράγονται
εδώ σε μεγάλες ποσότητες και εξάγονται
στην Τουρκία και τον Μοριά».
Όλες
αυτές οι οικονομικές δραστηριότητες,
παραγωγικές, εμπορικές, μεταφορικές,
χρειάζονταν μορφωμένους ανθρώπους από
τον τεράστιο όγκο της νεολαίας μιας
κοινωνίας που 6.000 ατόμων, όπου κάθε
οικογένεια και κάθε σπίτι, εκτός από
τους αργαλειούς, το ροδάνι και το αλέτρι
διέθεται και πολλά παιδιά. Τα 2/3 μιας
τέτοιας κοινωνίας ήταν νέοι άνθρωποι.
Για
καλή τύχη της Σίφνου, εκείνη την εποχή,
στην “καρδιά” του 17ου αιώνα, προκόβει
στο νησί ο σπουδαίος έμπορος και επίτροπος
του Κοινού Βασίλειος Λογοθέτης.
Διατηρώντας άριστες διπλωματικές
σχέσεις με όλους τους ισχυρούς της
εποχής κατορθώνει να «βάλει τη σφραγίδα»
του και στα ζητήματα της εκπαίδευσης.
Από
τη μια δραστηριοποιείται στην οργάνωση
της εκπαίδευσης με την προσέλκυση
δασκάλων και την εξασφάλιση των
απαραιτήτων για τη λειτουργία σχολείου.
Από την άλλη φροντίζει προσωπικά για
την συνέχιση των σπουδών των επιμελέστερων
μαθητών στη Ρώμη, παρακαλώντας αλλά και
δελεάζοντας την Αγία Προπαγάνδα.
Γενικότερα, τα δύο αυτά πεδία αποτελούν
πραγματικά έπη στην πάλη του Κοινού και
των προκρίτων. Επί τρεις αιώνες οι
Σίφνιοι αγωνίζονται να εξασφαλίσουν
τους ανθρώπους εκείνους που θα διδάξουν
τα γράμματα στα παιδιά τους, είτε
προσκαλώντας απ' αλλού δασκάλους είτε
αναδεικνύοντας από τον ντόπιο εύπλαστο
και φιλομαθή νεανικό πληθυσμό της νήσου
και των Κυκλάδων.
Θα
μπορούσαμε να πούμε, κωδικοποιώντας
κάπως το πλήθος των ιστορικών στοιχείων
που προσκομίζει ο Σίμος Συμεωνίδης, ότι
στη Σίφνο, «από τα κάτω», μακράν της
οποιασδήποτε κεντρικής εξουσίας, «επί
τόπου» και «εν τοις πράγμασι», συγκροτούνται
δύο εκπαιδευτικές βαθμίδες: Η κατώτερη
και η μέση.
Η
μία μάθαινε στα παιδιά ανάγνωση και
γραφή και απαρτιζόταν από Έλληνες ιερείς
και μοναχούς, με εκπαιδευτική ύλη τα
βιβλία της εκκλησίας. Η άλλη, η δεύτερη
βαθμίδα, πήγαινε λίγο παραπέρα, μάθαινε
τα παιδιά τη γλώσσα της οικονομίας,
λατινικά ή ιταλικά, και προωθούσε τις
γνώσεις τους όσο να μπορέσουν να φοιτήσουν
στα διάφορα κολέγια της Αγίας Προπαγάνδας.
Κάποια απ' αυτά τα παιδιά το κατορθώνουν,
κάποια όχι. Από τα πρώτα προκύπτουν νέοι
διδάσκοντες που παίρνουν σιγά-σιγά τη
θέση των παλιών. Από τα δεύτερα προκύπτουν
υπάλληλοι και επαγγελματίες που
στελεχώνουν το τεράστιο δίκτυο των
οικονομικών δραστηριοτήτων του νησιού,
στις εγγύς και στις απομεμακρυσμένες
αγορές.
Από
όλες αυτές τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες
προκύπτει η εξής εικόνα της Παιδείας
στη Σίφνο, ακριβώς στα μέσα του 17ου
αιώνα, το 1657, και από την αναφορά του
δάσκαλου και βικάριου Βαρθολομαίου
Πόλλα:
«Στη
Σίφνο υπάρχουν 16 καθολικοί (μόνιμοι
κάτοικοι), αλλά, συνήθως ο αριθμός τους
αυξάνεται με τους ξένους που καταφθάνουν
συνεχώς, εμπόρους και κουρσάρους. Οι
Έλληνες ανέρχονται σε 4.000 ψυχές και
έχουν 60 ιερείς. Ο ορθόδοξοι Σίφνιοι
είναι άνθρωποι ευσεβείς που φανερώνουν
την ευσέβειά τους με τη διατήρηση των
εκκλησιών του σε αρίστη κατάσταση. Έχουν
αρκετά καλές σχέσεις με τους Λατίνους
και ...είναι πολύ θεοφοβούμενοι.
Διακρίνονται για την επιθυμία τους να
μαθαίνουν την αλήθεια, λατρεύουν τη
συζήτηση, παραμένουν όμως αμετακίνητοι
στις απόψεις τους για τις πέντε
διαφιλονικούμενες διαφορές μεταξύ των
δύο δογμάτων αναφορικά με την εκπόρευση
του Αγίου Πνεύματος, μια ανοησία που
δεν εννοούν να παραδεχθούν γιατί, όπως
ισχυρίζονται, τα ζητήματα αυτά είναι
θεμελιωμένα από τον Δαμασκηνό και τον
Άγιο Βασίλειο... Στο νησί κυκλοφορεί ένα
βιβλίο τιτλοφορούμενο Φιλαδέλφεια, το
οποίο αποτελεί απάντηση στο βιβλίο που
τύπωσε η Αγία Προπαγάνδα και έχει σχέση
με τις πέντε κορυφαίες διαφορές των δύο
δογμάτων. Με αυτό υπερασπίζονται οι
ελληνικές σχισματικές απόψεις».
Για
το κύρος της μαρτυρίας του Βαρθολομαίου
Πόλλα, ο Συμεωνίδης σημειώνει: «Η
ανωτέρω περιγραφή για τον χαρακτήρα,
τη φιλομάθεια και το εν γένει πνευματικό
επίπεδο των Σιφνίων στα μισά του 17ου
αιώνα είναι πράγματι βαρυσήμαντη γιατί
προέρχεται από άνθρωπο πανεπιστημιακά
μορφωμένον, ο οποίος έζησε πολλά χρόνια
στο νησί και είχε άμεση και καθημερινή
επαφή με τους πολυάριθμους κατοίκους
και, συνεπώς, οι γνώμες του είχαν βαρύτητα
και αυθεντικότητα.... Δεν ήταν λοιπόν
αστοιχείωτοι οι Σίφνιοι της εποχής
εκείνης , ούτε ζούσαν σε σκοτάδια
αμορφωσιάς και απαιδευσίας, όπως πέτυχε
να “περάσει”στην Ιστορία η καθολική
προπαγάνδα για τους ορθόδοξους Κυκλαδίτες,
χρησιμοποιώντας επιλεκτικά στοιχεία
από αναφορές μισσιοναρίων της (που
ήθελαν να αποδείξουν ότι δήθεν επιτελούσαν
έργο σε κοινωνίες περίπου βαρβάρων
ανθρώπων) με παρασιώπηση πολλαπλάσιων
ντοκουμέντων των αρχειακών πηγών, όπως
η ανωτέρω έκθεση του Βαρθολομαίου
Πόλλα...».
Στο
δεύτερο μισό του 17ου αιώνα και μετά την
άλωση του Χάνδακα
Και
κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Κρητικού
Πολέμου, που κράτησε είκοσι τέσσερα
χρόνια, αλλά και μετά απ' αυτόν, ακόμα
στη διετία του λοιμού και του λιμού
(1647-1648), η εκπαίδευση στη Σίφνο συνεχίζει
την ανοδική της πορεία. Κάπου 300 μαθητές
είναι το μέγιστο δυναμικό του, με ο,τι
αυτό συνεπάγεται αφού ένα μέρος των
μαθητών ήταν από άλλα νησιά και έπρεπε
να στεγαστούν και να σιτιστούν. Στο
ζήτημα αυτά τα μοναστήρια παρείχαν τις
δικές τους υπηρεσίες.
Προϊόντος
του χρόνου αυξάνονται και οι ορθόδοξοι
δάσκαλοι για την προσέλκυση των οποίων
καταβάλλεται παρόμοια προσπάθεια με
εκείνη για τους καθολικούς. Ο Ιωάννης
Πριβιλέτζιο (Προβελέγγιος, στις επόμενες
γενιές), ο παπα-Νικόλαος Βερνίκος, ο
Άνθιμος Αρτουλάνος, ο Απόστολος Γοζαδίνο,
ο Στέφανος, ο Χρύσανθος, ο Εμμ. Τροχάνης,
ο Δανιήλ Κεραμεύς, ο Μισαήλ, ο Τζορτζάκης
Μπάος, ο Ιωάννης Τσοχάκης, ο Ζωρζάκης
Μάτσας, ο Νικόλαος Χρυσόγελος, ο Ιωάννης
Δόλφης, κ.α.
Οι
δραστηριότητα του Κοινού δεν περιορίζεται
μόνο στην προσέλκυση σημαντικών δασκάλων.
Γίνονται και κάποιες κινήσεις για την
εδραίωση του σχολείου και τη σύνδεσή
του με μεγάλα πνευματικά καθιδρύματα.
Την πρώτη εσκεμμένη κίνηση του Βασίλειου
Λογοθέτη, να συνδέσει το μοναστήρι της
Βρύσης με την Μονή της Πάτμου, προκειμένου
να αντλήσει από το κύρος τηςvi,
ακολουθεί και δεύτερη. Το σχολείο
συνδέεται με το μετόχι του Παναγίου
Τάφου(1687), που βρίσκεται λίγο έξω από
την πόλη της Σίφνου, το Κάστρο, και
υπάρχουν αναφορές για την ύπαρξή του
από το 1620. Από δω και πέρα το σχολείο θα
πάρει ακόμη μεγαλύτερη αίγλη και θα
ακμάσει σε όλο τον 18ο αιώνα, εκπαιδεύοντας
πολλούς και σημαντικούς ανθρώπους. Οι
τελευταίες σειρές αυτών των μαθητών θα
είναι οι άνθρωποι εκείνοι που θα
πραγματοποιήσουν τις μεγάλες εξεγέρσεις,
τα «Ορλωφικά» και την Επανάσταση του
1821, διατρανώνοντας στους αιώνες ότι, το
σχολείο που παράγει «πιστούς» μπορεί
να προετοιμάσει επαναστατικές
απελευθερωτικές εξάρσεις ενώ δεν
φαίνεται να συμβαίνει το ίδιο με το
σχολείο που παράγει «πολίτες».
Αυτού
του είδους οι «διασυνδέσεις», εκτός του
ότι απαρτίζουν οι ίδιες ένα δίκτυο,
δημιουργούν τις προϋποθέσεις, υλικές
και, κυρίως, πνευματικές, για την
δημιουργία και άλλων δικτύων υποστήριξης
και χρηματοδότησης. Ήδη από το 1652
εμφανίζονται 56 οικογένειες στην
αδελφότητα των φίλων και υποστηρικτών
του μετοχίου, ενώ ένα άλλο δίκτυο
χρηματοδότησης δημιουργείται γύρω από
το ίδιο το σχολείο που επισήμως ιδρύεται
το 1687.
Στο
δίκτυο αυτό της χρηματοδότησης, το οποίο
συνιστά ακόμη έναν μηχανισμό αναδιανομής
του πλούτου, μπορούμε να διακρίνουμε
τέσσερα επίπεδα. α) τα δίδακτρα των ξένων
μαθητών, β) τους εράνους, γ) τις δωρεές
χρημάτων και κτημάτων, δ) τις διακεκριμένες
δωρεές όπως πχ εκείνη του μεγάλου Ι.
Βαρβάκη.
Η
μέθοδος των διακεκριμένων δωρεών είναι
η ίδια με εκείνη της ανέγερσης ιδιόκτητων
εκκλησιών που θίξαμε σε άλλο κείμενό μας κάνοντας λόγο για την εκούσια αναδιανομή του πλούτου. Μόνο
που εδώ έχουμε περισσότερα στοιχεία.
Ένας μεγάλος χορηγός δανείζει ένα
σημαντικό ποσό σ' ένα ίδρυμα μεγάλου
κύρους και αξιοπιστίας, με την υποχρέωση
το ίδρυμα αυτό να καταβάλλει τους
ετήσιους τόκους, που συνήθως ήταν 8-10%,
στο σχολείο για τα έξοδα της συντήρησής
του, τον μισθό του δασκάλου κ.λ.π. Αυτό
κάνει και ο Βαρβάκης αργότερα, το 1820.
Δανείζει 7.500 γρόσια στον Πανάγιο Τάφο,
με την υποχρέωση ο δεύτερος να δίνει
κάθε χρόνο 600 γρόσια (επιτόκιο 8%) στο
σχολείο. Το ίδιο περίπου έχει κάνει,
ανεπιτυχώς όμως, και ο Μιχελέτος
Κοντόσταυλος το 1662 με την Αγία Προπαγάνδα.
Από ένα κεφάλαιο 700 ρεαλίωνvii
που τοκίζεται με 10% επιτόκιο, προκύπτει
ένας τόκος ετήσιος ο οποίος θα μπορεί
να συντηρεί έναν δάσκαλο και να τελεί
κάποιες λειτουργίες στην εκκλησία.
Η
«διδακτέα ύλη»
Αφού
είδαμε στα βασικά του σημεία πώς
λειτουργούσε το σχολείο, ποιοι ήταν οι
μαθητές και οι δάσκαλοί του, πώς
χρηματοδοτούνταν, από ποια κοινωνία
χρηματοδοτούνταν και σε ποια κοινωνία
απέδιδε τους καρπούς της γνώσεως, πρέπει
να δούμε και την διδακτέα ύλη της
τρίχρονης αυτής εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Ξέρουμε
ήδη ότι τα παιδιά μάθαιναν τα πρώτα
γράμματα από τα βιβλία της εκκλησίας.
Το “ψαλτήρι”, ήγουν “Δαυίδ του προφήτου
και βασιλέως μέλος”, το οποίο είναι
γραμμένο στην ελληνική κοινή της πάλαι
ποτέ ελληνιστικής οικουμένης.
«Μακάριος
ανήρ, ος ου επορεύθη εν βουλή ασεβών και
εν οδώ αμαρτωλών ουκ έστη και επί καθέδρα
λοιμόν ουκ εκάθισεν. Αλλ' εν των νόμω
Κυρίου το θέλημα αυτού, και εν τω νόμω
αυτού μελετήσει ημέρας και νυκτός...»
Δεν
ήταν, δηλαδή, μόνο μάθημα «γλώσσας»,
γραφής ανάγνωσης και γραμματικής, αλλά
και ποίησης, ηθικής, φιλοσοφίας. Το παιδί
εκτός του ότι εξοικειωνόταν από μικρό
με σπουδαία κείμενα της ελληνικής
γραμματείας, με κορυφαία έργα της
ποίησης, κολυμπούσε σε έναν πλούτο
νοημάτων για το πως είναι καλό να ζει ο
άνθρωπος και τι πρέπει να κάνει για να
γίνει καλός άνθρωπος. Στόχος της
εκπαίδευσης στη Σίφνο της Τουρκοκρατίας
ήταν εκείνος ο ίδιος των αρχαίων: να
γίνει ο άνθρωπος «καλός κ' αγαθός» κι
όχι απλώς να αποκτήσει «δεξιότητες»
για να τα βγάλει πέρα στη ζωή.
Κατά
την έρευνα του Συμεωνίδη, το τριετές
πρόγραμμα σπουδών της «Μέσης εκπαίδευσης»
ακολουθούσε στις γενικές τους γραμμές
κάποια πρότυπα ιταλικών σχολείων.
Προφανώς για να είναι συμβατή η γνώση
για όσους θα συνέχιζαν τις σπουδές σε
αυτά τα κολέγια.
Τα
ευρεθέντα βιβλία και οι κατάλογοι αυτών,
μάς δίνουν μια εικόνα για το επίπεδο
των σπουδών: Όμηρος, Ισοκράτης, Δημοσθένης,
Πλούταρχος, Αρειανός, Ηρόδοτος, Λουκιανός,
Σοφοκλής, Θουκυδίδης, Ξενοφώντας,
Επιστολές του Μεγάλου Βασιλείου, Ιωάννου
του Χρυσοστόμου, Γρηγορίου Ναζιανζινού,
Ιωάννης Δαμασκηνός, Ρωμανός ο Μελωδός,
Ανδρέας Κρήτης, ακολουθίες αγίων,
παρακλητικοί κανόνες της Παναγίας. Και
από τους Λατίνους: Κικέρων, Καίσαρας,
Βιργίλιος, Οράτιος.
Στα
αρχαία ελληνικά περιλαμβανόταν ακόμη
και η Μετρική, η Ποίηση και περί Μουσικής,
μαθήματα που παρεδίδοντο από ειδικό
δάσκαλο στα τέλη του 18ου αιώνα. Η ρητορική
επίσης δεν ήταν άγνωστη στους μαθητές
της Σίφνου, για την οποία υπάρχει αναφορά
ότι διδάσκονταν υπό διδασκάλου στον
ενοριακό ναό του Αγίου Κωνσταντίνου
του Αρτεμώνος.
Ικανοποιητικά
διδάσκονταν μαθηματικά (αριθμητική,
άλγεβρα, γεωμετρία), στοιχεία φυσικής,
χημεία και γεωγραφία, ενώ επί Νικολάου
Χρυσόγελου καθιερώθηκαν και τα γαλλικά
σαν ξένη γλώσσα.
Στις
σελίδες 111 έως 126 των «Σιφνιακών» του
1995 (τεύχος Ε') ο Σίμος Μιλτ. Συμεωνίδης,
παραθέτει έναν μακρύ κατάλογο διακεκριμένων
μαθητών του Σχολείου της Σίφνου μαζί
με τα βασικά βιογραφικά τους στοιχεία.
Υπάρχουν μέσα από δάσκαλοι μέχρι
δραγουμάνος του Στόλου. Μαζί με τους
επώνυμους εκείνους, μνημείο, άυλο και
πέραν των ιστορικών και στατιστικών
καταγραφών και αναλύσεων, της Παιδείας
του Κοινού αποτελεί η ίδια η πνευματική
καλλιέργεια του λαού της Σίφνου. Κατά
κεφαλήν και κατά συλλογικότητες, ενορίες,
αδελφότητες, σημερινούς συλλόγους, η
καλλιέργεια αυτή αποτυπώνεται σε ορατά
και αόρατα, υλικά και άυλα, φυσικά και
μετα-φυσικά ίχνη και «πατήματα», τα
οποία μόνο με τη σχέση και το βίωμα
καθίστανται προσβάσιμα και ψηλαφήσιμα.
Από
εκεί ξεκινήσαμε την σειρά ετούτων των
κειμένων και εκεί θα καταλήξουμε...
«Φασί
δ' οι σοφοί:...και ουρανόν και γην και
θεούς και ανθρώπους την κοινωνίαν
συνέχειν και φιλίαν και κοσμιότητα και
σωφροσύνην και δικαιότητα, και το όλον
τούτο δια ταύτα καλούσιν...ουκ ακοσμίαν
ουδέ ακολασίαν»...
«Θνητά
γαρ και αθάνατα ζώα λαβών και συμπληρωθείς
όδε ο κόσμος ούτω, ζώον ορατόν και ορατά
περιέχον, εικόν του νοητού θεός αισθητός,
μέγιστος και άριστος κάλλιστός τε και
τελεώτατος γέγονενviii».
Σημειώσεις:
i Η
διατύπωση και η επεξεργασία της θεωρίας
αυτής ξεκίνησε από τον Θεόδωρο Ι. Ζιάκα.
Με το Έθνος και Παράδοση το 1993, την
Έκλειψη του Υποκειμένου (1η έκδοση: 1997), το Πέρα από το Άτομο (2003) και το
Αυτοείδωλον εγενόμην (2005).
ii
Ο
Μάρκο Πόλλα αν και πέθανε εξαθλιωμένος
και πάμπτωχος στο νησί, έτυχε μιας
λαμπράς κηδείας στην οποία παρευρέθησαν
51 ορθόδοξοι ιερείς του νησιού.
iii
Ο Παρθένιος Χαιρέτης κατέφυγε στη Σίφνο
λόγω του Κρητικού πολέμου, εγκαταστάθηκε
εκεί, δίδαξε και ίδρυσε σχολή κωδικογράφων.
iv Ο
μπερμπάντης Μικελλούτσι, αν και
δημιούργησε προβλήματα με τις σχέσεις
του με κάποιες μοναχές εν τούτοις ήταν
πολύ καλός δάσκαλος και άφησε σημαντικό
έργο.
v Ο
Βαρθολομαίος ντα Πόλλα, πηγαίνει στη
Ρώμη, στο ελληνικό κολέγιο του Αγίου
Αθανασίου, μετά από έντονες ενέργειες
του Β. Λογοθέτη. Επιστρέφει στη Σίφνο
να διδάξει αλλά και να προσηλυτίσει.
Στο δεύτερο καθήκον του, μάλιστα, δείχνει
ιδιαίτερο ζήλο. Παρ' όλα αυτά, στην
ιστορία του νησιού θα μείνει μόνο σαν
δάσκαλος.
vi Ο
Β. Λογοθέτης, σε επιστολή του προς τον
ηγούμενο της μονής Πάτμου εξηγεί: Το
μοναστήρι «ωκοδόμησα δια την βοήθειαν
της πατρίδος...δια ψυχικόν εδικό μου,
ακόμη και δια βοήθειαν πολλών πτωχών
και ωφέλεια ψυχών...όπως με εφώτισε ο
αφέντης Θεός»....«Εγώ εμπορούσα να κάμω
αλλού την όρεξή μου και εις καλύτερον
τόπον..»...«Δια τούτον δεν εθέλησα παρά
να γενή εις τον τόπον του Θεολόγου» .
Δηλαδή, αν και μπορούσε να χτίσει αλλού
το μοναστήρι το χτίζει εκεί, στην
ιδιοκτησία της Μονής Πάτμου (Θεολόγου).
[Σιφνιακά, τεύχος Ε'/1995, σελ 40]
vii Το
παζάρι με το Βατικανό ξεκίνησε από τα
100 ρεάλια, ανέβηκε στα 500, για να καταλήξει
στα 700, προκειμένου να εξασφαλιστούν
τα έξοδα διαβίωσης του Συριανού δασκάλου
Γεωργίου Πέρη στη Σίφνο. Η Αγία Έδρα
όμως δεν ενέδωσε τελικά και ο Πέρης
έμεινε κατασυκοφαντημένος από τους
ομοδόξους του άνεργος και πένης.
Αντίθετα, οι Σιφνοί βεβαίωναν τους
πάντες για την αψεγάδιαστη θητεία του
στο νησί τους.
viii Πλάτωνος,
Γοργίας και Τίμαιος αντίστοιχα.
Παρατίθενται στο Πρόσωπο
και Έρως του Χρήστου
Γιανναρά, εκδ. Δόμος στο δεύτερο μέρος
με τον τίτλο: η κοσμική διάσταση του
Προσώπου.