Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σίφνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σίφνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2019

Το Κοινό των Σιφνίων κατά την τάξιν των ορθοδόξων χριστιανών

1664
Το υπέρθυρο της τράπεζας του Προφήτη Ηλία του Ψηλού, της δεκαετίας που χτιζόντουσαν οι Βερσαλίες
[Από το προσωπικό μου αρχείο]



Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής




« + ο Σίφνου Μελέτιος βεβαιοί + ο Σίφνου Ιωσήφ βεβαιοί

Προκαθημένης της ημών ταπεινότητος ενεφανίσθη ο εντιμώτατος άγιος οικονόμος Μάτζας εν ιερομονάχοις Νικόδημος και αιδεσιμώτατος άγιος σακελλάριος Μπάγος εν ιερεύσι Νικόλαος, ομού μετά παντός του Ιερού καταλόγου και με γνώμην των ευγενεστάτων αρχόντων και όλων των κατοίκων λέγοντες, ότι εστάθη παλαιά και αρχαία συνήθεια να είναι εις τας εκκλησίας οπού έχουν προικιά τους οι ιερείς, οι ενορίται, οι εορτάδαις, οι λειτουργίαις και κανδύλια προικοδοτιμένα καθώς οι παλαιοί τα αφιέρωσαν και φαίνονται εις κάθε ενός προικοχάρτια και διαθήκας και εις διάφορα γράμματα παλαιά, να είναι αματάθεται, αλλά να μεταδίδωνται αλληλοδιαδόχως, οπού να μην ημπορή τινάς να αποσπάση δια καμμίας λογής τρόπον, να μετατεθή από την μίαν εκκλησίαν έως την άλλην, από τον πρώτον έως τον έσχατον. Και να διαφυλάττεται της κάθε εκκλησίας τα αφιερώματα οπού έχει, ομοίως κι άλλα οπού ήθελεν αποκτήση την σήμερον, γίνεται ο παρών Κώδικας, βεβαιώνοντάς τον ο πανιερώτατος δεσπότης κύριος Μελέτιος, ομού και πάντες οι του Ιερού καταλόγου οικείαις χερσί. Ιδού λοιπόν οπού τα φανερώνομεν με τα παρόντα κεφάλαια εις ασφάλειαν....»i



Επιμείναμε, πολλές φορές μέχρι τώρα, στους τρεις «παράξενους ελκυστές» της ελληνικής ταυτότητας, της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Την Πολιτική, την Πίστη και την Παιδεία. Ή αλλιώς, το Βουλευτήριο, το Θυσιαστήριο, τη Σχολή και τα φράκταλς τους. Με την λέξη φράκταλς [αυτοομοιότητα] εννοούμε ότι, αυτές οι τρεις ανθρωποποιητικές παραδόσης -μαστορικές πείτε τις καλύτερα- δεν είναι χωρισμένες μεταξύ τους με σινικά τείχη αλλά αλληλεπιδρούν και αλληλοπεριχωρούνται, έχοντας στο εσωτερικό τους στοιχεία και λειτουργίες των άλλων.
Έτσι το Κοινό των Σιφνίων, η πολιτική μαστορική, έχει θεμέλιο την ορθόδοξη παράδοση, σφραγίδα την εικόνα της Παναγίας, προεστούς και συμβούλους ιερείς διακονούντες πνευματικά και πολιτικά τον λαό, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί και ως σχολείο. Εκεί μαθαίνουν πολιτική οι νεώτεροι, για να λάβουν τις θέσεις τους αργότερα στην Αγορά και στα Συμβούλια, να αναπαραχθεί το Κοινό και η κοινωνία.
Κάποιος μπορεί θα ρωτήσει δύσπιστος: «Τελικά υπάρχει Ελληνική Πολιτική Παράδοση; Υπάρχει ελληνικός τρόπος του πολιτεύεσθαι; Υπάρχει «πατέντα» ελληνική στην πολιτική θεωρία;»

Από όσα είπαμε στο προηγούμενο κείμενο, και χωρίς να επικαλεστούμε τους σοφούς, αρχαίους τε και νεωτέρους, η Σίφνος απαντάει: ΝΑΙ! Υπάρχει Ελληνική Πολιτική Παράδοση, και μάλιστα είναι και πολύ παλιά. Δεν θα εμπλακώ σε θεωρητικές αναλύσεις, ούτε θα ανακαλέσω στη μνήμη σας τις πόλεις-κράτη. Θα επικαλεστώ το νεαρό ακόμη ελληνιστικό βασίλειο των Πτολεμαίων.
Στον τόμο Δ' της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, στις σελίδες 490-494 διαβάζουμε για εκλεγμένους πρεσβύτερους των γεωργών και των κωμών, για κάπως αυτοδιοικούμενες «κώμες», για αυτοδιοικούμενες πόλεις -τη Ναύκρατι, την Αλεξάνδρεια και την Πτολεμαΐδα- οι οποίες, ήταν κάτι σαν ανεξάρτητα κράτη αφού συνδιαλεγόταν μαζί τους ο Πτολεμαίος με πρέσβεις. Η διοικητική διαβάθμιση ήταν Νομός, Τόπος, Κώμη. Δηλαδή, Τόπος λεγόταν αυτό που λέμε σήμερα «επαρχία», μια ομάδα κωμών. Στην Αλεξάνδρεια εκλέγουν τις αρχές, έχουν δικά τους δικαστήρια, δικούς τους νόμους, έχουν υποχρεώσεις αλλά και δικαιώματα. Μαθαίνουμε ότι υπάρχουν και αυτοδιοικούμενες, κατά κάποιον τρόπο, ομάδες πληθυσμιακές, όπως πχ, οι Εβραίοι, με δική του δωσιδικία και εσωτερική δομή, που λέγονται «Πολιτεύματα»ii, φέρνοντας στο νου μας το «μιλλέτ». Διαβάζουμε όμως και τούτο το εκπληκτικό:

«Διαφορετικές ήταν οι σχέσεις των Πτολεμαίων με το «Κοινόν των Νησιωτών». Αυτό ιδρύθηκε από τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο το 315 π.Χ., και έμεινε πιστό στον ίδιο και στον διάδοχό του, τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, ως το 287 π.χ., οπότε και προσχώρησε στον Πτολεμαίο Α'. Το «Κοινόν των Νησιωτών», στο οποίο μετείχαν διάφορες πόλεις των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης, δεν απετέλεσε τμήμα του πτολεμαϊκού κράτους, αλλά ένα «προτεκτοράτο» των Λαγιδών. Δεν είχε τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις των «πόλεων» που είδαμε πιο πάνω. Αλλά, από την άλλη μεριά, δεχόταν εντολές από τους βασιλείς και τον τοπικό εκπρόσωπό τους, που λεγόταν «νησίαρχος», σε θέματα πολεμικών ετοιμασιών και ενεργειών, επιχειρήσεων εναντίων πειρατών, και άλλα. Ο «νησίαρχος» είχε και άλλες αρμοδιότητες: διοικούσε τον στόλο του «κοινού», συγκέντρωνε και διαχειριζόταν τις εισφορές των «πόλεων», διώριζε διοικητάς για τη ρύθμιση διαφορών που αναφύονταν ανάμεσά τους, εκτελούσε τις αποφάσεις του συμβουλίου των αντιπροσώπων τους».

Αν και το «Κοινό των Νησιωτών» του 4ου π.Χ., είναι σαφώς κάτι το διαφορετικό από το Κοινό των Σιφνίων του 18ου μ.Χ. Αιώνα, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι, κάποιες κομβικές ιδέες, βασικά χαρακτηριστικά, ακόμη και ορολογίες και μεθοδολογίες, διαπερνούν τη στοιβάδα του χρόνου και φτάνουν ως τις παρυφές του 20ου αιώνα, ενώ τα αποτυπώματά των πολιτικών εκείνων οργανισμών είναι αυτά που βλέπουμε ακόμη και σήμερα στον τόπο και στον τρόπο της Σίφνου.

Το φακιόλι και η τιάρα

Φθάνουν ως τις μέρες μας όλ' αυτά, αν και συναντούν πολλά προσκόμματα, τεράστιες γεωστρατηγικές και γεωπολιτικές ανακατατάξεις, όπως θα τις λέγαμε σήμερα, που προσβάλλουν και πλήττουν καίρια τα τρία «Π» των ελληνικών κοινωνικών παραδόσεων. Πολύ πιο πριν από τους Βαβαρούς υπήρξαν οι Λατίνοι και οι Φράγκοι. Διώξεις και κάθε είδους προσπάθειες για να τους «αλλάξουν την πίστη», διαπιστώνει ο Σίμος Μ. Συμεωνίδης, από την πλευρά των Λατίνων ηγεμόνων και της Παπικής Εκκλησίας. Προσκομίζει γι' αυτό πλήθος αρχειακών τεκμηρίων, τα περισσότερα από τους ίδιους τους μισσιονάριους και τους εκπροσώπους του Πάπα.
Στη Σίφνο, επί Λατινοκρατίας, ο Συμεωνίδης εντοπίζει μόνο δέκα (10) εκκλησίες! Ενώ για την Τουρκοκρατία και μέχρι την διάλυση των Κοινών [1833], παραθέτει κατάλογο 94 σημαντικότατων ναών, οι περισσότεροι των οποίων είναι φτιαγμένοι στον 17ο και 18ο αιώνα. Σαράντα τρεις (43) είναι ενοριακοί ναοί. Και μόνο αυτά τα στοιχεία μπορούν να εξηγήσουν εκείνο που σήμερα, μέσα στον ευρωπαϊσμό μας, φαίνεται ακατανόητο: γιατί οι Ρωμιοί προτίμησαν το φακιόλι το τούρκικο από την παπική τιάρα!

Στο μικρό νησί, αναδιανομή γιγαντιαίας κλίμακας

Όποιος έχει δει από κοντά αυτά τα μνημεία μαζί με τα βοηθητικά τους χτίσματα, κελλιά, αυλές, στέρνες, τράπεζες κλπ αρχίζει να καταλαβαίνει περίπου το μέγεθος των οικοδομικών έργων που έλαβαν χώρα στο νησί. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτοί οι ναοί. Πρέπει να προστεθούν και τα τέσσερα μοναστήρια, τα μετόχια τους και άλλα συγκροτήματα που οι Σιφνιοί τα λένε μερικές φορές «μοναστήρια» αλλά ποτέ δεν είχαν μοναχούς.
Τεράστιοι όγκοι πέτρας, χιλιάδες μεροκάματα, έργα εκχέρσωσης και εκβραχισμού, μονοπάτια για την πρόσβαση, τοιχία αντιστηρίξεως, πετζούλες και άλλα πολλά έργα, όχι μόνο για τη λειτουργία αλλά και για την καλαισθησία, πραγματοποιήθηκαν, ή άρχισαν να πραγματοποιούνται, την εποχή εκείνη, προσθέτοντας κάθε τόσο και από ένα στοιχείο στα πολύπλοκα αυτά οικοδομικά συγκροτήματα.
Θα πρέπει κάποτε να βρεθεί ένας άνθρωπος ο οποίος θα ηγηθεί μιας προσπάθειας καταγραφής και αποτύπωσης των εκκλησιαστικών, τουλάχιστον, κτισμάτων και της κατά προσέγγυσιν δαπάνης κατασκευής τους σε σημερινές τιμές.
Πρέπει αυτή η κοινωνία να ξέρει την αξία, σε χρήμα και με μόχθο, της περιουσίας της. Όχι βέβαια για να την εκποιήσει. Το αντίθετο, για να την προστατέψει και να την υπερασπιστεί. Για να συνειδητοποιήσει, και με τον τρόπο αυτό, πια σπουδαία παράδοση κληρονόμησε και ποιου πολιτισμού είναι προϊόν.
Πόσες χιλιάδες τόνοι πέτρας χρειάστηκαν;
Πόσες χιλιάδες μεροκάματα, με τα τότε τεχνικά μέσα;
Πόσα χρήματα θα δαπανούσαμε σήμερα, έστω με τα μέσα τα δικά μας, για να κατασκευάσουμε κάτι παρόμοιο; Αυτά είναι τα τρία βασικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν για να συνειδητοποιήσουν, ντόπιοι και ξένοι, τι συνέβη στο νησί κατά τους τρεις-τέσσερις αυτούς αιώνες.
Μετά θα μπορούσαμε ίσως να συγκρίνουμε το μέγεθος αυτών των έργων, ειδικά του 17ου και του 18ου αιώνα με τα έργα που γίνανε τον 19ο και τον 20ο, από την κεντρική κυβέρνηση του νεαρού κράτους. Έτσι, τιμής ένεκεν, στα 200 χρόνια της Επανάστασης του 1821!
Έχω υπόψη μου ένα βιβλίο, μια εκτενέστατη μελέτη ενός Γερμανού, του Fridrich Christoph Wagneriii, η οποία αποτυπώνει και περιγράφει όλα τα «τσικαλάδικα» της Σίφνου του '60. Και αφού έκανε αυτός, ένας άνθρωπος, μια τέτοια μελέτη, γιατί να μη μπορεί να κάνει και η κοινότητα μια ανάλογη όταν, μάλιστα, έχει φέρει σε πέρας δυσκολότερα εγχειρήματα, ήτοι πραγματοποίησε το έργο, το συντηρεί και το κρατάει ζωντανό αιώνες;

Κι άλλα συμπεράσματα από το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία

Για να κατανοήσουμε ακόμη περισσότερο τους μηχανισμούς που τέθηκαν σε κίνηση τους αιώνες , τους οποίους έχουμε υποτιμήσει, απαξιώσει και απωθήσει από την μελέτη και την έρευνα, θα πρέπει να πάμε στην κορυφή της Σίφνου.
Το τεράστιο συγκρότημα, στον άγριο και απόκρημνο βράχο, αποτελεί δείγμα αυτής της προσπάθειας της κοινωνίας, αλλά και της ικανότητάς της να υλοποιεί προγράμματα και να φέρνει σε πέρας «επενδύσεις» που δεν θα αποσβεστούν ποτέ και, επομένως, για τη σημερινή λογική της κοινωνίας, δεν θα έπρεπε να έχουν συμβεί ποτέ. Ποιος σήμερα δαπανά τόσα χρήματα για να γίνει κάτι το οποίο δεν έχει ...ανταποδοτικότητα και είναι, εν πολλοίς, «άχρηστο»;
Το ότι ο Προφήτης Ηλίας είναι ένα τέτοιο «άχρηστο» έργο, δεν χωράει αμφιβολία. Καμία ανάγκη δεν το επέβαλε. Η θεωρία ότι αποτελεί κάποια οχύρωση, μια ακρόπολη, πρέπει να απορριφθεί. Κανένας άμαχος δεν μπορούσε να φτάσει εκεί πάνω, από το Κάστρο, το Σταυρί, τον Αρτεμώνα, τα πολυάνθρωπα σημεία του νησιού, αλλά και από τα άλλα κοντινότερα χωριά, όσο και να τον κυνηγάνε. Και αν έφταναν κάποιοι, τι θα έκαναν εκεί πάνω; Πόσο να αντέξουν την πείνα και τη δίψα; Οχυρές θέσεις του πληθυσμού, σε εκείνο το είδος του πολέμου, ήταν το Κάστρο και οι οικισμοί. Παλαιότερα, όταν θέλανε ακρόπολη, φτιάξανε στον Άγιο Ανδρέα, που είναι κατάλληλος λόφος για οχύρωση και ταυτόχρονα είναι αρκετά πιο προσιτός από το ψηλότερο βουνό της Σίφνου με τα 700 μέτρα υψόμετρο. Οι οχυρώσεις του Αη Νηγιά προορίζονταν για να τον προστατεύουν από επιθέσεις μικρών ομάδων και σύντομες επιδρομές πειρατών. Αν είχε κάποια πολεμική αξία, την εποχή που εικάζεται ότι έλαβε τη φρουριακή μορφή του [1145μ.Χ.], αυτή θα πρέπει να ήταν η παρατήρηση και η έγκαιρη προειδοποίηση, τίποτα περισσότερο.
Το μοναστήρι, αν και Πατριαρχικό Σταυροπήγιο [1654], δεν είχε ποτέ ούτε πολλούς μοναχούς ούτε πολλά χρήματα. Κάπου δέκα οι μόνιμοι γέροντες και άλλοι πέντε-έξι σε αποστολές για να συγκεντρώσουν χρήματα. Είχαν και δύο μετόχια, για να διαχειμάζουν, τον Ταξιάρχη της Σκάφης και τα Φυρόγια.
Εκεί ακριβώς γεννάται το ερώτημα: Πώς, ένα φτωχό μοναστήρι, που φυτοζωεί, μπορεί και οικοδομεί αρχικά, και μετά να συντηρεί όλα αυτά τα συγκροτήματα; Και στη Σκάφη και στα Φυρόγια, τα έργα δεν είναι ευκαταφρόνητα, είναι αντάξια του κυρίως μοναστηριού. Ποιος χρηματοδοτεί και πώς εξευρίσκονται τα ποσά αυτά στη μικρή Σίφνο, την δεκαετία που χτίζονται οι Βερσαλίες, και παράλληλα με την βαρειά τουρκική φορολογία, εν μέσω πολέμων; [Το ένα υπέρθυρο της τράπεζας του Αη Νηγιά έχει χρονολογία 1664, εν μέσω, δηλαδή, του Μεγάλου Κρητικού Πολέμου, και όπως έχουμε εξηγήσει αλλού, τόσο ητράπεζα όσο και ο ναός διαθέτουνεξεζητημένα “συστήματα” ακουστικής]iv.
Η μόνη απάντηση που βρίσκω είναι η εξής. Υπάρχει ένα εκτεταμένο δίκτυο χρηματοδοτών, στο νησί και στη διασπορά, που θεωρεί ότι πρέπει να διαθέτει σημαντικό μέρος των εισοδημάτων του, και όχι μόνο της ακίνητης περιουσίας του, για τέτοιου είδους έργα στην πατρίδα. Οι χρηματοδότες αυτοί είναι επώνυμοι, όπως, π.χ., ο Βασίλειος Λογοθέτης, μεγάλος έμπορος και προεστός του νησιού τον 17ο αιώνα, ο οποίος δώρισε 4-5 εκκλησίες. Είναι όμως και πολλοί ανώνυμοι. Μόνο στην ύπαρξη αυτών, οι οποίοι συνήθως προέρχονται από την μεσαία τάξη, μπορούμε να αποδώσουμε και το πλήθος και τον όγκο των μνημείων εκείνων.
Κατά την γνώμη μου, και ύστερα από τριάντα χρόνων αναζητήσεων και προβληματισμών, πρόκειται για μια ΙΔΙΩΤΙΚΗ, εκούσια, άμεση, χωρίς παρεμβολή καμιάς διοίκησης [κεντρικής ή τοπικής], αναδιανομής πλούτου, υπέρ της κοινωνίας.
Έχω ξαναγράψει πριν χρόνια ότι, αν ο Περικλής στον Παρθενώνα προλαβαίνει τον Κέινς κατά 24 αιώνες, στη Σίφνο ο κενσιανισμός γίνεται χωρίς τα λεφτά της Δηλιακής Συμμαχίας αλλά με τα λεφτά της τοπικής «πλουτοκρατίας»! Και αυτά τα λέω για να ακούσουν και οι μεν και οι δε. Και αυτοί που αυτοκατανοούνται ως «παίρνω τα λεφτά και “την κάνω”» και οι άλλοι που θεωρούν ότι πάντα οι πλουτοκρατίες ήταν σαν τις σημερινές, αν όχι χειρότερες.

Το είδος και οι κατευθύνσεις τις αναδιανομής

Έχει καταφέρει ο σημερινός πολιτισμός, της Νεωτερικότητας και της Παγκοσμιοποίησης, να γίνει πιστευτό και να εμπεδωθεί ότι, υπάρχει μια γραμμική εξέλιξη στις κοινωνίες. Ότι βαίνουν από το χειρότερο στο καλύτερο, ότι υπάρχει πρόοδος, και ότι η κοινωνία αυτή που βλέπουμε σήμερα είναι η καλύτερη δυνατή στους αιώνες των αιώνων. Τη λαθροχειρία αυτή, βέβαια, τη στηρίζει στην τεχνολογική πρόοδο, και στην «ευκολία» που παρέχει, αποκρύπτοντας την εξοργιστική κατασπατάληση των φυσικών πόρων και κυρίως των ενεργειακών. Θεωρεί ως πρόοδο αυτή την τεχνολογική έκρηξη, και βγάζει το συμπέρασμα ότι, πρόοδο έχουμε και σε όλα τα άλλα. Ή, για να έχουμε μια τέτοια τεχνολογική έκρηξη, αυτό οφείλεται στο ότι υπήρξε παντού μια ανάλογη πρόοδος που την υποστηρίζει. Αποκρύπτοντας, πχ, τις αρρώστιες και τη θνησιμότητα στον 20ο αιώνα, εξάρει την πρόοδο της ιατρικής στις παλαιότερες αρρώστιες και θνησιμότητες. Αποκρύπτοντας τη βαρβαρότητα και τα δεκάδες εκατομμύρια των νεκρών των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, ταυτίζει τη βαρβαρότητα και την καθυστέρηση με τον «Μεσαίωνα». Το επίθετο «μεσαιωνικό» πάει πια παντού όπου υπάρχει φρίκη. Η οποία, βέβαια, είναι σημερινή παρ' όλο ότι η αβανιά πέφτει στον «Μεσαίωνα». Με αυτή την δόλια «λογική», όλες οι προηγούμενες κοινωνίες, και ειδικά των «επαρχιών», των απομονωμένων και «άγονων» περιοχών, η «άγονη γραμμή», είναι πολύ κατώτερες από τις σημερινές. Βέβαια, “σημερινές κοινωνίες” εννοεί αυτές των μεγάλων πόλεων και των μητροπόλεων. Εκεί είναι η αληθινή ζωή, μάς λένε. Ό,τι καλό από κει προέρχεται. Στη πόλη που «δεν κοιμάται ποτέ», βρίσκεται η τύχη της ανθρωπότητας, κοκ.

Για να δούμε, όμως, τι γίνεται με την πολιτική των επενδύσεων σε εκκλησιαστικά μνημεία, στη Σίφνο του 17ου και 18ου αιώνα, κι αν είναι όντως «καθυστερημένη» και «μεσαιωνική».
α) Ενισχύει την ντόπια οικονομία και την απασχόληση, όπως κάθε έργο είτε υποδομής είτε παραγωγικό. Η ενίσχυση αυτή γίνεται επιπλέον και πέρα από τις άλλες επενδυτικές λειτουργίες της καθ' αυτής παραγωγικής και εμπορικής δραστηριότητας.
β) Διασώζει και εξελίσσει τις μαστορικές και τις τεχνικές, τα σχέδια, τα εργαλεία, τους μαστόρους. Εκπαιδεύει την καινούργια γενιά αυτών. Π.χ.: Ο τρόπος που χτίζονται τα τοιχία στις πετζούλες είναι συγκεκριμένος. Όταν μου το είπαν δεν το πίστεψα και νόμισα ότι είναι διάκριση και εγωισμός έναντι των νεοφερμένων τότε Αλβανών. Όταν όμως έγινε μια μεγάλη νεροποντή οι πρώτες ζημιές γίνανε στα έργα των σημαντικών, κατά τα άλλα, αυτών μαστόρων της Ηπειρώτικης τέχνης της πέτρας.
γ) Προικοδοτεί το νησί, όπως ακριβώς η Ακρόπολη τας Αθήνας. Μπορεί να μην είχαν συνείδηση ότι τον 20ο και 21ο αιώνα οι ναοί, και τα άλλα ιερά κτήρια, θα ήταν πολύτιμοι για τους απογόνους τους και τον τουρισμό του νησιού αλλά σαφώς είχαν συνείδηση ότι κοσμούν τον τόπο τους, τον ομορφαίνουν, τον ανυψώνουν. Άλλωστε γι' αυτό είναι ιδιαίτερα όμορφοι και επιμελημένοι. Γι' αυτό είναι και τόσο πολλοί, σε τόσα πολλά μέρη των οικισμών και της υπαίθρου, ενώ οι 70 και πλέον αρχαίοι πύργοι εγκαταλείπονται στη φθορά και καταρρέουν. Κόσμωση του τόπου χάριν των κατοίκων του και μόνο, και όχι χάριν κάποιας άλλης στόχευσης, π.χ., για την προσέλκυση εμπορικής κίνησης, ηγεμονία στους άλλους κλπ.
δ) Ενισχύεται και προάγεται, από την ιθύνουσα τάξη, μια νοοτροπία αναδιανομής, η οποία, με την υλοποίηση της στον τόπο, με το που λαμβάνει σάρκα και οστά, διαπαιδαγωγεί με τη σειρά της και μορφώνει πλούσιους και φτωχούς. Δεν επηρεάζει μόνο την περί του κάλλους και του ιερού αντιλήψεις τους αλλά και τον τρόπο που ιεραρχούν τις ανάγκες τους, τη σχέση ατομικού-συλλογικού, ατομικού προσώπου και συλλογικού προσώπου, προσώπου του τ[ρ]όπου, που λέγαμε στην αρχή αυτής της σειράς των κειμένων.
Αν το πώς ιεραρχούνται οι ανάγκες μιας κοινωνίας καθορίζεται από τον πολιτισμό της και καθορίζει, με τη σειρά του, τον πολιτισμό αυτό, στη Σίφνο βλέπουμε εναργέστατα πως συντελείται αυτό, βήμα το βήμα, μέσα στην ιστορία.
ε) Το φαινόμενο αυτό της μαζικής ανοικοδόμησης των ναών, αυτού του είδους η αναδιανομή, μάς δίνει και μια άλλη απάντηση. Μάς αφηγείται πως πολιτεύεται η ιθύνουσα τάξη του νησιού για να μην έχουμε επί τόσους αιώνες σφοδρές κοινωνικές εντάσεις, όπως έχουμε σε άλλους τόπους, μηδέ των νησιωτικών εξαιρουμένων.
στ) Αναδιανέμοντας τόσο μεγάλα ποσά, η ιθύνουσα τάξη, θέτει όρια στον εαυτό της. Καθυστερεί ή και ακυρώνει την κεφαλαιακή συσσώρευση. Οι πλούσιοι δεν γίνονται πλουσιότεροι με τους ρυθμούς που τους επιτρέπει η οικονομία της εποχής γιατί ένα μέρος των κερδών διανέμεται στην κοινωνία ως εισόδημα και ένα άλλο «παγώνει» και παροχετεύεται έξω από το θησαυροφυλάκιο της πλουτοκρατίας. Ίσως αυτός ο πολιτικο-θρησκευτικός «αταβισμός» είναι και η αιτία που ο καπιταλισμός δεν γεννήθηκε στην Ανατολή. Όταν γεννήθηκε δε, έφερε σοβαρά συγγενή ελαττώματα.

Οι ιδιόκτητες ενοριακές εκκλησίες επιμαρτυρούν τον λόγον της αληθείας

Ο Σίμος Μιλτ. Συμεωνίδης, επανέρχεται πολλές φορές στο ζήτημα της εκκλησιαστικής ιστορίας της Σίφνου και δίνει πολλά έγγραφα και στοιχεία στη δημοσιότητα. Άλλο τόσο σπουδαία είναι και τα συμπεράσματα που εξάγειv.
Όλες, λέει, οι εκκλησίες στη Σίφνο είναι ιδιόκτητες. Ανήκουν σε μεγάλες και ευκατάστατες οικογένειες στις οποίες, κάποιο μέλος, σε κάθε γενιά, αποφασίζει να γίνει κληρικός. Ανάλογη τάση υπάρχει και στους οικονομικά ασθενέστερους. Εκεί αφιερώνουν ένα παιδί στον μοναχισμό, ιδιαίτερα τα κορίτσια, και τα προικίζουν με ένα μικρό εισόδημα από κτήμα ή με το ίδιο το κτήμα.
Κάποιοι, καθώς θα ακούσουν ότι οι εκκλησίες ήταν ιδιωτικές πρωτοβουλίες, θα πουν ότι οι εύποροι «ανοίγουν μαγαζάκια» κι εκμεταλλεύονται τον λαό μαζί με τη θρησκεία. Θα προβάλουν τη σημερινή βουλιμία για κέρδος, των ιθυνουσών τάξεων και μέρος του κλήρου, στις τότε καταστάσεις. Δεν θα έχουν δίκιο.
Τα ίδια αυτά ποσά αν τα επένδυαν αλλού, οι ίδιοι δε αν ασχολούνταν με άλλες οικονομικές δραστηριότητες, θα κέρδιζαν πολύ περισσότερα. Από την άλλη μεριά, το λειτούργημα του ιερέα τότε δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή του συνολική απασχόληση στα ιερατικά του καθήκοντα. Αν και οι ενορίες είναι μικρές, η δουλειά και οι υποχρεώσεις είναι μεγάλες. Οι οικογένειες περιστρέφουν τη ζωή τους γύρω από τον ναό, ενώ υπάρχουν πολλοί ναοί που πρέπει να λειτουργούνται. Ταυτόχρονα και ο ίδιος ο παπάς πρέπει να δουλεύει για να ζει. Η ενορία όντας τόσο μικρή δεν μπορεί να τον συντηρήσει. Η ιεροσύνη, τότε και εκεί, δεν ήταν τζάμπα και ούτε κατά διάνοιαν επικερδής.
Αν προσέξουμε όμως θα δούμε ότι δεν πρόκειται για κεφάλαια. Σύμφωνα με τον Μαρξ, που έχει επί του συγκεκριμένου, απόλυτο δίκιο, «κεφάλαιο» δεν είναι οποιοδήποτε χρηματικό ποσόν αλλά εκείνο που παίρνει μέρος στην παραγωγική κι εμπορευματική διαδικασία. Στις περιπτώσεις αυτές που οι εύπορες, κυρίως από το εμπόριο, οικογένειες διαθέτουν ένα χρηματικό ποσό για την οικοδόμηση ενοριακού ναού, σημαίνει ότι το κεφάλαιο που συσσωρεύτηκε από τις εμπορικές δραστηριότητες παύει να είναι κεφάλαιο και μετατρέπεται σε κοινωνικό αγαθό. Η ιδιόκτητη εκκλησία είναι ταυτόχρονα το κατ' εξοχήν δημόσιο κτήριο με τις πόρτες του ανοικτές πάντα και δια πάντα. Ενώ διασαφηνίζεται ότι, δημόσιο δεν είναι μόνο ο,τι είναι κρατική ιδιοκτησία ή ιδιοκτησία του Κοινού. Δημόσιο μπορεί να είναι και το μοναστηριακό και το εκκλησιαστικό και το ιδιόκτητο εκκλησιαστικό! Αντίθετα, επί τουρκοκρατίας, και όποιας άλλης δεσποτείας, η κρατική ιδιοκτησία δεν είναι εξ ορισμού δημόσια. [Σε άλλα κείμενά μας έχουμε δείξει πως το κεφάλαιο μετατρέπεται και σε ατομικό ή οικογενειακό αγαθό και, ακόμα χειρότερα, σε καταναλωτική δαπάνηvi].
Αν προσέξουμε δε ακόμη περισσότερο, θα δούμε ότι μια τέτοια «επένδυση» σε ενοριακό ναό, αντιβαίνει στον ίδιο τον νόμο της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Ποιος είναι αυτός; Επενδύοντας κάπου ένα κεφάλαιο πρέπει σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον, «να πάρεις πίσω τα λεφτά σου». Η αξιολόγηση της επένδυσης γίνεται κυρίως με αυτό το κριτήριο. Έτσι, έχεις το αρχικά επενδεδυμένο κεφάλαιο και την απόδοσή του, τον διπλασιασμό του. Όταν όμως επενδύεις εκεί απ' όπου δεν θα επιστρέψει ποτέ το κεφάλαιο, αυτό το οποίο αρχικά τοποθέτησες, εκ των πραγμάτων δεν είναι επένδυση με την έννοια που την εννοούμε σήμερα.

Αναδιανομή στο διηνεκές, με τον θεσμό των «πανηγυράδων»

Η αναδιανομή αυτή στο επίπεδο του Κοινού δεν είναι μόνο γιγαντιαία. Είναι και στο διηνεκές!
Σήμερα γίνονται στο νησί 58 πανηγύρια με τράπεζα και όλα γιορτάζονται από πανηγυράδες. Χορηγούς, δηλαδή, με όλη τη σημασία και τα ιστορικά φορτία της λέξεως, που αναλαμβάνουν όλα τα έξοδα του πανηγυριού συν τα έξοδα συντήρησης του ναού επί ένα χρόνο, με μόνο αντάλλαγμα την ευλογία της φιλοξενίας της εικόνας του αγίου στο σπίτι τους. Ο αείμνηστος Αντώνης Τρούλος, δάσκαλος και λαογράφος, λέει, ότι οι Σιφνιοί της Πόλης έπαιρναν την εικόνα για δυο τρία χρόνια, μέχρι να ξαναεπιστρέψουν και να τελέσουν το πανηγύρι.
Υποθέτω, νομίζω βάσιμα, ότι τότε, στη Σίφνο του διπλασίου πληθυσμού και της ισχυρής παρουσίας των Σιφνίων της διασποράς, τα πανηγύρια με τράπεζα θα ήταν πολλά περισσότερα. Περισσότερα και για έναν επιπλέον λόγο. Η ίδια η έννοια της τράπεζας είναι οι ευχαριστιακή σύναξη μαζί με την πρακτική ανάγκη των ανθρώπων, που οδοιπορούν ώρες, για φαγητό και ύπνο. Στη γλώσσα της Εκκλησίας λέγεται «διάκληση». Αλλού δεν γινόταν αυτό. Έπαιρναν μαζί τους τα φαγητά τους και έτρωγαν μαζί με άλλες παρέες ή την οικογένεια και το σόι. Εδώ κερνάει άπαντες ο πανηγυράς και το μαγείρεμα γίνεται επιτόπου αφού υπάρχουν όλα τα σκεύη, οι εγκαταστάσεις, οι υποδομές και τα σερβίτσια για να τραπεζωθούν εκατοντάδες άνθρωποιvii. Αναδιανέμει ένα μέρος του εισοδήματός του υπέρ της εκκλησίας και της κοινωνίας. Αν δεν είναι αρκούντως ισχυρός οικονομικά, τότε αναλαμβάνει ένα μικρότερο πανηγύρι, ή αναλαμβάνει μαζί με άλλους, όπως κάνουν νεαρά παιδιά που σπουδάζουν. Έχω υπόψη μου κάποια πανηγύρια στον Αη Νικόλα του κάβου του Αγίου Φιλίππου, το πανηγύρι του Αη Νηγιά που πολλές φορές γίνεται από την αδελφότητα των οικοδόμων που συντηρούν το μοναστήρι κ.α.
Και αυτά τα ποσά είναι τεράστια, αν κάτσει κανείς και τα υπολογίσει, έστω χονδρικώς. Στα πανηγύρια του Αη Νηγιά, τρώνε πάνω από 500 άτομα. Σερβίρεται πρώτο πιάτο, ρεβύθια, και δεύτερο με κρέας, ενώ το κρασί ρέει άφθονο. «Μόνο παγωτό δεν σερβίρεται», λέει, με νόημα ένας άλλος Αντώνης. Χώρια τα καλωσορίσματα με τα γλυκά και τα άλλα ποτά. Χώρια η προσωπική εθελοντική εργασία των μελών των οικογενειών που δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα.
Άλλα πανηγύρια είναι μικρότερα. Άλλα όμως είναι και πολύ μεγαλύτερα. Όπως της Χρυσοπηγής και του Σταυρού στο Φάρο. Υπάρχουν, βέβαια, και δεκάδες πανηγύρια μέσα στου οικισμούς που ακριβώς γι' αυτό δεν απαιτείται τράπεζα. Κι εκεί όμως άφθονα είναι τα κεράσματα με τα τοπικά γλυκά και το απαραίτητο σπιτικό παστέλιviii.

Το «αντιμάμαλο» των λαϊκών τάξεων

Μέχρι τώρα είδαμε το “κίνημα” της ιθύνουσας τάξης προς αναδιανομή των εισοδημάτων της, το κύμα των «επενδύσεων» και τις οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις και συνέπειές του.
Τώρα πρέπει να δούμε πώς οι λαϊκές τάξεις συμμετέχουν σ' αυτό και πώς το αντιμετωπίζουν. Ποιο είναι δηλαδή το «αντιμάμαλο»ix του κύματος αυτού.
Κάποιοι θα βιαστούν και, με τα σημερινά κριτήρια, θα πουν ότι είναι το συμφέρον που τις κινεί να συμμετέχουν. Δεν θα συμμεριζόμουν ούτε αυτή την ερμηνεία. Μπορεί οι ασθενέστεροι οικονομικά να μην συνεισφέρουν χρήματα, τόσα όσα οι εύποροι, αλλά συνεισφέρουν και αυτοί για να τελέσουν μια τεράστια σειρά λειτουργιών, ακολουθιών, λατρευτικών τελετών που είναι όλες τιμολογημένες. Ο νους των φτωχών είναι στο πώς να συνδράμουν κι αυτοί με τα πενιχρά τους έσοδα και όχι πως θα επωφεληθούν. Τζάμπα χριστιανοί δεν είναι! Και μπορεί να καμαρώνουμε σήμερα που όλα είναι πληρωμένα και να τιμούμε τον παπά που «δεν τα παίρνει στα τρισάγια», αλλά σκεφτείτε πόσο σπουδαίοι είναι αυτοί οι χριστιανοί που όντας περισσότερο φτωχοί από εμάς θυσιάζουν πολλά περισσότερα και μάλιστα από το υστέρημά τους.
Πέρα όμως από τις τρέχουσες λατρευτικές «δαπάνες» υπάρχουν και οι δωρεές και παραχωρήσεις περιουσιακών στοιχείων και κτημάτων σε εκκλησίες και μονές ή σε συγγενείς για να έχουν πόρους να τελούν λειτουργίες εις μνήμη των δωρητών.
Με τη σειρά τους, οι ενοριακές εκκλησίες ασκούν κοινωνική και οικονομική πολιτική παραχωρώντας αυτά τα περιουσιακά στοιχεία σε φτωχές οικογένειες με την υποχρέωση ότι «θα έχουν ενορία» στον εν λόγω ναό. Ότι στο εξής, δηλαδή, θα τελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα στο ναό που έκανε την παραχώρηση του οικοπέδου για ανέγερση σπιτιού ή το ίδιο το σπίτι. Εδώ, συν τοις άλλοις, έχουμε και μόχλευση. Μη έχοντας οικόπεδο κάποιος, θα έκτιζε πολύ δύσκολα σπίτι ή και καθόλου. Με την παραχώρηση, όμως, μοχλεύεται η οικοδόμηση, η οποία, στις κοινωνίες αυτές στηρίζεται και στην προσωπική εργασία του ιδιοκτήτη αλλά και στην αλληλεγγύη της κοινωνίας, της γειτονιάς και της ευρύτερης οικογένειας. Ανάλογες μοχλεύσεις, εννοείται, ότι υπάρχουν πολλές και σε κάθε φάση της αναδιανομής, είτε ιδιωτικών εισοδημάτων είτε εκκλησιαστικών περιουσιών.
Ο Συμεωνίδης μάς εξηγεί ότι ακόμη και την οικιστική διαμόρφωση επηρεάζουν αυτές οι κινήσεις των ενοριακών εκκλησιών. Ήτοι, πολλά κομμάτια των οικισμών που βλέπουμε σήμερα οφείλουν την ύπαρξή τους σ' αυτές τις ενέργειες και στο πνεύμα τους. Το πνεύμα τους, όπου το ιδιωτικό μετατρέπεται, μέσω της εκκλησίας, σε δημόσιο, εξακολουθώντας να παραμένει στην ιδιοκτησία του ατόμου! Παράλληλα, ο θρύλος λέει ότι, όσες φορές προσπάθησε κάποιος ν' αγοράσει εκκλησιαστικά κτήματα πέθανε! Έχω υπόψη μου το μικρό κι όμορφο νησάκι της Κιτριανής, στα Νότια, όπου, όπως λέγεται, και δύο επιχειρήσαντες, στον 20ο αιώνα, ατύχησαν. Παράδοξα πράγματα, ιδίως για τους φονταμενταλιστές και των δύο πλευρών.
Ταυτόχρονα, δημιουργείται ένα δίχτυ «συνδρομητών», μια δεύτερη γραμμή υποστήριξης της ενορίας, η οποία είναι συλλογική και έχει βάθος χρόνου, διασπορά του κινδύνου και των πηγών των εσόδων. Μπορεί να εξασφαλίσει την ενορία, και τη λειτουργία της, στο μέλλον και πέραν της μοίρας των ατόμων. Η ιστορία μάς δείχνει ότι, πράγματι αυτό επιτυγχάνεται. Και αν δεν είχαν μεσολαβήσει οι βίαιες παρεμβάσεις των Βαβαρών, και όλων των άλλων εξευρωπαϊστών τα τελευταία διακόσια χρόνια, το κύτταρο αυτό της αυτόνομης και αυτοδιοικούμενης κοινωνικής συμβίωσης θα λειτουργούσε ακόμαx.

Μαθητεία στην Κλίμακα της Αγάπης

Με αυτό το σύστημα των ιδιωτικών ενοριακών εκκλησιών, των πανηγυριών και των ιερών προσκυνημάτων, διαμορφώνονται αυτοί οι μικρότεροι παράξενοι ελκυστές για τους οποίους μιλήσαμε πολλές φορές μέχρι τώρα. Κέντρα αγαπητικής, και όχι βαρυτικής, έλξηςxi σε επίπεδα οικογενειών, γειτονιών και σοϊών. Έτσι δημιουργείται και εκπαιδεύεται ο άνθρωπος-μέλισσα και το βλέπουμε ζωντανά αυτό μπροστά μας, όταν, οι Σιφνιοί, σαν τις μέλισσες δουλεύουν για να καλλωπίσουν τον τόπο τους, είτε φτιάχνοντας τους αρμούς στις πλάκες των δρόμων είτε τα μονοπάτια και τις εκκλησίες τους, στις κακοτράχαλες ράχες των βουνών της Σίφνουxii.
Και ο άνθρωπος-μέλισσα δεν είναι τίποτα άλλο από τον φιλοκαλλικό άνθρωπο, τον άνθρωπο που ασκείται και εκπαιδεύεται στον Κλίμακα της Αγάπης: Σέβομαι, Εμπιστεύομαι, Νοιάζομαι, Μοιράζομαι, Φροντίζω, Καλλωπίζω, Ελευθερώνω, Δημιουργώ.
Όλες αυτές οι θεσμοθετημένες, εθιμικά αλλά και νομικά, ρυθμίσεις, όταν κάποιος το καλοσκεφτεί, δεν είναι τίποτα άλλο από την «πρακτική» της μαθητείας στην Κλίμακα της Αγάπης. Ιδιαίτερα στα μεσαία σκαλοπάτια.
Όπως φέρνουμε στον κόσμο παιδιά από αγάπη, περιορίζοντας τις άλλες επιλογές και ανέσεις μας για να τα νοιαζόμαστε, να τα φροντίζουμε, να μοιραζόμαστε μαζί τους, να τα καλλωπίζουμε για να απελευθερώσουμε μετά, αυτούς τους νέους ανθρώπους, στη δική τους ζωή, θεωρώντας τους ως μέγιστο δημιούργημα της ζωής μας, έτσι και οι Σιφνιοί, ως σύναξη, ως Κοινό, ως τ[ρ]όπος του Ευ Ζην και Ευ Θνήσκειν, δημιουργούν αυτά τα συλλογικά πνευματικά παιδιά τους, τις εκκλησίες και την γύρω απ' αυτές ζωή. Είναι παιδιά τους και ταυτόχρονα είναι και γονείς τους. «Αντικειμενικά» είναι πέτρινα οικοδομήματα. «Σχεσιακά» όμως είναι μετα-φυσικές οντότητες με τις οποίες μπορεί κανείς να σχετίζεται έτσι ώστε «να μετατρέπει τη φύση σε σχέση». Και το «σχετίζομαι» σημαίνει «υπάρχω», στη δική μας οντολογία. Για την ακρίβεια, μόνο στο «σχετίζομαι» οδηγεί στο «υπάρχω», εφόσον ο άνθρωπος είναι πολιτικό, [της Πολιτικής, της Πόλεως, της Πολιτείας, του Πολιτεύματος, του Πολιτισμού...όλα με κεφαλαίο] ον και όχι απλώς κοινωνικό.
Άλλωστε «Πρόσωπο» αυτό σημαίνει: «Η πρόθεση προς μαζί με το ουσιαστικό ωψ (γεν. ωπός), που σημαίνει: όμμα, οφθαλμός, όψις, σχηματίζουν την σύνθετη έννοια πρόσ-ωπον: έχω την όψη στραμμένη προς κάποιον ή προς κάτι, είμαι απέναντι σε κάποιον ή κάτι. Η λέξη, λοιπόν, λειτούργησε αφετηριακά ως προσδιορισμός μιας άμεσης αναφοράς, μιας σχέσης»xiii.


Συμπέρασμα:

Όπως μέσα στην Πολιτική παράδοση του Κοινού υπάρχει φράκταλ από την παράδοση της Πίστης, έτσι και στην παράδοση της Πίστης υπάρχει μέσα φράκταλ από την παράδοση της Πολιτικής. Υπάρχει, βέβαια, και φράκταλ αναπαραγωγής. Παιδείας και εκπαίδευσης για την συνέχεια της παράδοσης. Όλα είναι από τα ίδια εν[ρ]τόπια υλικά που αίρουν την ...εντροπία. Τα άυλα είναι του Θεού. Όλα συνιστούν το Τ[ρ]όπο του τόπου. Τα «πατήματά» του στο έδαφος, στις εξοχές και τους οικισμούς, οι «πόδες» του υπερ-διάστατου αυτού μετα-φυσικού οικοδομήματος είναι τέτοιοι ώστε ο τόπος να αποτελεί το Πρόσωπο εκείνου του Τρόπου της ύπαρξης, που λέγεται Ελληνικός Κοινοτισμός. Πρόσωπο αλλιώτικων ανθρώπων, αλλιώτικης κοινωνίας και αλλιώτικης οικονομίας. Κοινότητα Προσώπων, Πατρίδα Κοινοτήτων, Οικονομία ελεύθερων συνεργαζόμενων παραγωγών! Τακτικά δε και δημιουργών!


Σημειώσεις:

i Το απόσπασμα αυτό αποτελεί το προοίμιο του «συνταγματικού χάρτη» των Ενοριών της Σίφνου, όπως λέει ο Σ. Μ. Συμεωνίδης. Πρόκειται για έναν Κώδικα του 1784 όπου το Κοινό των Σιφνίων ρυθμίζει τα των Ενοριών του. Τον αναδημοσιεύουμε στο τέλος του κειμένου μας. Εδώ σημειώνουμε το εξής. Το 1784 ακολουθεί τα Ορλωφικά και την επί μια δεκαετία αναστάτωση της νοτίου Ελλάδος. Ακολουθεί και το τετράχρονο διάλειμμα, 1771-1774, της Ρωσοκρατίας.

ii Όταν, λοιπόν, ακούμε στην εκκλησία να ψάλλεται «και το Σον φυλάττον δια του Σταυρού Σου πολίτευμα» δεν σημαίνει απαραιτήτως την αστική δημοκρατία που βδελύσσονται πολλοί, ή την δικτατορία που ορέγονται άλλοι τόσοι. Μπορεί να σημαίνει άλλα πράγματα περισσότερο περίπλοκα. Όπως για παράδειγμα αυτά τα αρχαία «Πολιτεύματα» που μπορούσαν να αυτοδιοικούνται και να αυτορυθμίζονται μακριά και έξω από τις επικυρίαρχες εξουσίες.

iii Fridrich Christoph Wagner, Potters settlements on the island of Sifnos, πρώτη έκδοση 1974, ελληνική έκδοση από το υπουργείο Πολιτισμού (υπουργός Νίκος Σιφουνάκης) και «Εκδόσεις Καστανιώτη», Αθήνα 2001.

iv Δεν νομίζω ότι είναι συμπτώσεις οι χρονολογίες αυτές, και μάλιστα όταν ο Σ.Μ.Συμεωνίδης επισημαίνει ότι στη διάρκεια των Βενετοτουρκικών πολέμων η αυτοδιοίκηση του νησιού ενισχυόταν. Το 1645, τη χρονιά που ο Πατριάρχης έκανε το μοναστήρι Σταυροπήγιο, αρχίζει ο 5ος βενετοτουρκικός πόλεμος ή Μεγάλος Κρητικός Πόλεμος, και το 1669 τελειώνει με την άλωση του Χάνδακα. Μπορούμε συνεπώς να θεωρήσουμε ότι σε αυτό το διάλειμμα επικυριαρχίας αλλά και αυξημένης φορολογίας, εφόσον και οι δύο εμπόλεμοι επιχειρούσαν να φορολογήσουν το νησί για τον εαυτό τους, οι Σιφνιοί βρήκαν την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν τέτοια κατορθώματα.

v Για τη σημαντική αυτή έρευνα του Σίμου Μ. Συμεωνίδη, μπορεί κανείς να διαβάσει στο τεύχος ΙΑ'/2003 των «Σιφνιακών» ενώ πολλά σχετικά κείμενα είναι διάσπαρτα σε όλα τα τεύχη των «Σιφνιακών». Το σύνολο των δημοσιεύσεων και των βιβλίων του βρίσκεται αναρτημένο στον εξής σύνδεσμο: simossymeonidis.gr

vi Αν μελετήσουμε λίγο τις κοινωνίες αυτές, αλλά και τις πρόσφατων του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, θα δούμε ότι οι ατομικές και οι οικογενειακές περιουσίες ήταν στην βασική τους δομή μέσα παραγωγής, ήτοι κεφάλαιο. Πολύ μικρό κομμάτι τους κατείχαν τα αγαθά εκείνα που εξασφάλιζαν ένα α ή β βιωτικό επίπεδο. Αυτό ήταν χαρακτηριστικό γενικό, των πλούσιων και των φτωχών. «Σπίτι όσο να χωρείς και χωράφι όσο να θωρείς» λένε ακόμα τώρα στη Σίφνο. Σήμερα το κλάσμα [μέσα παραγωγής (κεφάλαιο)/κατανάλωση(αγαθά)] έχει αναστραφεί. Η σχέση ανάμεσα στα μέσα παραγωγής και στα αγαθά της οικογενειακής (και ατομικής) περιουσίας είναι σε βάρος των μέσων παραγωγής. Η αιτία της σημερινής μας κακοδαιμονίας είναι αυτή ακριβώς μετατροπή των κεφαλαίων σε αγαθά και σε καταναλωτική δαπάνη. Δυο σπίτια και τρία αυτοκίνητα δεν είναι κεφάλαια αλλά αγαθά. Το εξοχικό σπίτι δεν είναι κεφάλαιο εκτός κι αν νοικιάζεται στην airbnb. Βέβαια, ο καταναλωτισμός ο δικός μας φέρνει συσσώρευση κεφαλαίου σε άλλους τόπους και άλλους ανθρώπους, αλλά αυτο είναι «άλλου παπά ευαγγέλιο». [βλέπε περισσότερα εδώ]

vii Το μόνο ανάλογο που ξέρω στα νησιά είναι ένα πανηγύρι στην Τήνο, στον Τριπόταμο, που λέγεται «του Κάβου». Παίρνουν μέρος μόνο οι άνδρες και γίνεται στο σπίτι του εκάστοτε Κάβου. Στη Μύκονο γίνονται τράπεζες κερασμένες από τους πανηγυρίζοντες ιδιοκτήτες αλλά η προσέλευση γίνεται κατόπιν προσκλήσεως και έχει μια ...ιδιωτικότητα.

viii Για περισσότερα περί των σιφνιακών πανηγυριών βλέπε: Αντώνης Γ. Τρούλος, Σιφνιώτικο πανηγύρι, αυτοέκδοση.

ix Αντι-μάμαλο = παλινδρομικός κυματισμός, επιστροφή του κύματος, αφού πρώτα χτυπήσει στα βράχια της ακτής.

x  Υπαινίσσομαι σαφώς ότι, στη Σίφνο με τον τ[ρ]όπο αυτό του Ευ Ζην, είχαν βρει τον τρόπο να αποφεύγουν την κατάσταση «μηδέν», το χάος και τις εμφύλιες έριδες, επί τέσσερις αιώνες. Τίποτα δεν δείχνει ότι υπήρχαν προϋποθέσεις κατάρρευσης μέχρι να εισβάλλει βιαίως ο εξευρωπαϊσμός, ο οποίος μάλιστα χρειάστηκε αλλεπάλληλα κύματα για να την αποσταθεροποιήσει. Ακόμη δε κι όταν τα κατάφερε δεν μπόρεσε να εξαφανίσει τον Κοινοτισμό ολοσχερώς. Εκείνος υποφώσκει....«ἔρχεται ὁ λύχνος ἵνα ὑπὸ τὸν μόδιον τεθῇ ἢ ὑπὸ τὴν κλίνην; οὐχ ἵνα ἐπὶ τὴν λυχνίαν ἐπιτεθῇ; οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ ἐὰν μὴ φανερωθῇ, οὐδὲ ἐγένετο ἀπόκρυφον ἀλλ᾿ ἵνα ἔλθῃ εἰς φανερόν. εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω ».

xi  Η βαρυτική έλξη καθηλώνει, η αγαπητική έλξη απελευθερώνει.

xii Δεν είναι το μόνο αλλά ένα από τα πολλά: Να περπατάς στα μονοπάτια, ντάλα καλοκαίρι, και δυο άνθρωποι σκαρφαλωμένοι στο θόλο της εκκλησίας, στη μέση του χάους, να ασβεστώνουν μετά μανικής ηρεμίας και μακαριώτητος το λευκό να γίνει κατάλευκο! Αν θυμάμαι καλά ήταν στον άγιο Ευστάθιο στη Σκάφη.

xiii Χρήστος Γιανναράς, Το πρόσωπο και ο έρως, εκδόσεις Δόμος, τέταρτη έκδοση, σελ 21.

Ο Κώδικας του 1784, προϊόν της ακούραστης έρευνας του Σίμου Μιλτ. Συμεωνίδη, όπως αυτός δημοσιεύτηκε στα «Σιφνιακά», τεύχος ΙΙ'/2002.











Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

Το Κοινό των Σιφνίων


Μικρή ιστορική παρουσίαση - Σύγκριση: Σε τι διαφέρουν τα  Κοινά από τους Δήμους 


Η σφραγίδα του Κοινού των Σιφνίων
Από τα «Σιφνιακά» και το αρχείο του Σίμου Μιλτ. Συμεωνίδη




Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής




Σε προηγούμενα κείμενα είπαμε για την, επί πολλούς και δύσκολους αιώνες, πολυάνθρωπη Σίφνο. Είπαμε για την ευταξία της, την νοικοκυροσύνη της, το κάλλος της και την ευπρέπεια σε καιρούς που όλα, στην πάλαι ποτέ Οικουμένη της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κατέρρεαν και διαγουμίζονταν, από τους Οθωμανούς αλλά και τις πόλεις της Ιταλίας, ενώ, ταυτόχρονα, γίνονταν το «μήλο της Έριδος» ανάμεσα σ' αυτές τις δυνάμεις. Κυρίως μεταξύ των Οθωμανών και της Βενετίας.
Θέλαμε να σπείρουμε τον «κόκκο σινάπεως» ώστε, ο αναγνώστης κάποια στιγμή να διερωτηθεί: «Μα πώς; Από ποιους οργανώθηκε μια τέτοια κοινωνία; Ποιοι ήταν εκείνοι και πώς συντηρούσαν μια τέτοια κοινωνία πολυάνθρωπη, επί τόσους αιώνες, οδηγώντας την, ακμάζουσα, στο κατώφλι της Επανάστασης του 1821, παίρνοντας μέρος σ' αυτή; Ποιο ήταν το υποκείμενο της ειρηνικής, άμα και επικής, αυτής «καθόδου» από τα «υψίπεδα» της Λατινοκρατίας και της Τουρκοκρατίας στις παρυφές της βιομηχανικής επανάστασης, στην αποδόμηση και τελικά στην παρακμή;» 
Αν και κάναμε κάποιες νύξεις αναφερόμενοι στον όρο«Κοινό των Σιφνίων», άγνωστο και ακατανόητο εν πολλοίς στο σημερινό πολίτη, επικεντρωθήκαμε στις ενέργειές του ως υποκειμένου, προσπαθήσαμε να το αντιληφθούμε μέσα από τα αποτελέσματα της ύπαρξής του, μέσα απ' ο,τι έχει διασωθεί ως τις μέρες μας και μας παραξενίζει, αλλά και μας φιλοξενεί, εμάς τους ξένους, τους ξενωθέντες, εκ βρέφους, από τον Κόσμο.
Χρησιμοποιήσαμε την έννοια της μεταφυσικής οντότητας για τη Σίφνο, παραξενίζοντας ίσως κι εμείς με τη σειρά μας πολλούς, και επιμείναμε στο ακατανόητο της ουσίας αυτής της μεταφυσικής οντότητας. Είπαμε ότι πρόκειται για κάτι υλικό, μαζί και άυλο, για κάτι ρητό μαζί και άρρητο. Για κάτι που σωστότερο είναι να το πούμε μυστήριο του Ελληνικού Κοινοτισμού.
Στο σημερινό και στο επόμενο κείμενο, θα πούμε για το «υλικό» και το ρητό μέρος αυτής της ουσίας, αυτής της Μετα-φυσικής Οντότητας της Σίφνου. Θα φτάσουμε κοντά στη μεθόριο Κτιστού και Ακτίστου, λίγο πριν την Άνω Πόλη των Σιφνίων, αφού διέλθουμε από την ώδε μένουσα πόλιν, ήν γαρ έχουμε, και της οποίας τα κράσπεδα κάπως ψηλαφήζουμε. Ότι, κυριολεκτικώς, «οὐ δύναται κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη».
Σήμερα θα πούμε μερικά πράγματα ακόμα για το Κοινό των Σιφνίων!

Στοιχεία για τη γενική διοίκηση της Σίφνου επί Τουρκοκρατίας από την ιστορική έρευνα του Σίμου Μιλτ. Συμεωνίδη.

Από το 1537 η Σίφνος ανήκει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στο εγιαλέτι της Άσπρης Θάλασσας. Επί του γνωστότερου σε μας Σουλτάνου, του Σουλεϊμάν του Νομοθέτη [1520-1566], η δυναστεία των Γοζαδίνων [«λατίνων μπέηδων» έκτοτε και για 80 χρόνια] ήρθε σε συμφωνία με τον Μπαρμπαρόσσα, τον Καπουδάν Πασά, και εξασφάλισε την συνέχειά της παραμένουσα φόρου υποτελής στην Πύλη.
Από το 1537 έως το 1540 μαίνεται ο Τρίτος ΒενετοΤουρκικός Πόλεμος για την κατάκτηση των Κυκλάδων και κάποιων οχυρών πόλεων του Μοριά.
Το 1563, επί του Σουλεϊμάν ακόμη, έχουμε τις πρώτες πληροφορίες, σε τεκμήρια, για την ύπαρξη αυτοδιοίκησης με επικεφαλής δύο Έλληνες επιτρόπους. Ταυτόχρονα η Σίφνος υπάγεται απ' ευθείας στο Σουλτάνο, ενώ εκκλησιαστικά αποτελεί Πατριαρχική εξαρχία. Υπάγεται δηλαδή και εκκλησιαστικά στην Κωνσταντινούπολη και στον Πατριάρχη. Μπορεί να φανταστεί κανείς τι σημαίνει αυτό, και πόσο πιο «κοντά» στην πρωτεύουσα του Κράτους ήταν η Σίφνος απ' ότι π.χ., η Αθήνα. [Η οποία ας σημειωθεί ότι είχε, τότε, πληθυσμό παραπλήσιο, αν όχι μικρότερο της Σίφνου!]
Από το 1570 έως το 1573, λαμβάνει χώρα ο Τέταρτος ΒενετοΤουρκικός Πόλεμος, πιο νότια και ανατολικά όμως, και σαν αποτέλεσμα έχει την κατάληψη της Κύπρου. Το δε 1571 διεξάγεται η ξακουστή Ναυμαχία της Ναυπάκτου όπου, η μεγάλη ήττα των Τούρκων τους επιτρέπει να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην Ανατολή αφού πια η επέκταση στη Δύση είναι αδύνατη.
Από το 1566, έτος του θανάτου του Σουλεϊμάν και της διαδοχής τους από τον Σελίμ Β' «του Μέθυσου»[1566-1574], και για δεκαπέντε χρόνια, μέχρι το 1571, υπάρχει ένα διάλειμμα στη διοίκηση των Γοζαδίνων όπου, στη Σίφνο και σε άλλα νησιά, στήνει τη δική του «επικράτεια» ο Ιωσήφ Νάζης, Εβραίος ευνοούμενος του Σουλτάνου. Διοικούσε από την Πόλη, μέσω του τοποτηρητή του ισπανοεβραίου Φραγκίσκου Κορονέλλου.
Από το 1571 επανέρχονται οι Γοζαδίνοι μέχρι να εκδιωχθούν οριστικά το 1617. Από κει και ύστερα αρχίζει η περιοδική εμφάνιση του Καπουδάν Πασά για την είσπραξη φόρων, από τη Σίφνο και τα άλλα νησιά.
Στον Μεγάλο Κρητικό Πόλεμο, από το 1645 έως το 1669 δεν υπάρχουν αναφορές για την ύπαρξη Τούρκων υπαλλήλων στο νησί. Αντίθετα, οι δυο στόλοι απαιτούν για λογαριασμό τους φόρους. Διπλή φορολογία δηλαδή για τους κατοίκους. Από την άλλη μεριά, ενισχύεται η τάση για αυτοδιοίηση των Σιφνίων, αποκτούν πείρα και αυτοπεποίθηση.
Μετά την κατάληψη της Κρήτης (1669) η παρουσία των Τούρκων πυκνώνει μέχρι το 1672. Κυρίως για την είσπραξη φόρων και αναπροσαρμογή των φορολογικών καταστίχων.
Για άλλα πέντε χρόνια, από το 1684 έως το 1699, στη διάρκεια του Έκτου ΒενετοΤουρκικού πολέμου, και πάλι αποσύρονται οι Τούρκοι από το νησί, για να εμφανιστεί ο Καπουδάν Πασάς το 1723, συλλέγοντας φόρους.
Από το 1723 και μέχρι το 1821 δεν υπάρχουν αναφορές παρουσίας Τούρκων στη Σίφνο.
Επί τρία-τέσσερα χρόνια δε, από το 1771 μέχρι το 1774, υπάρχει και ένα ...διάλειμμα Ρωσοκρατίας.

Αυτοδιοικητικά προνόμια από το 1580, με φιρμάνια του Σουλτάνου Μουράτ Γ'

Όπως βλέπουμε και από την απλή παράθεση των ιστορικών στοιχείων γύρω από τα γεγονότα, τα τοπικά της Σίφνου και των Κυκλάδων αλλά και τα γενικότερα, βγαίνει το συμπέρασμα ότι ένας πληθυσμός που κυμαίνεται από τις 3.000 μέχρι τις 7.000, δεν μπορεί να κυβερνηθεί και να προκόψει περιμένοντας από έξω την βοήθεια` από κάποιους άλλους να βάλουν, ή να επιβάλλουν, την τάξη και την ευνομία.
Ο καθένας μπορεί να καταλάβει ότι, «κάτι» κάνουν οι ίδιοι για να αυτοδιοικηθούν και να αυτοκυβερνηθούν μέσα στο χάος της Ανατολικής Μεσογείου αυτών των τεσσάρων αιώνων και των ανακατατάξεων που περιέχουν.
Ο μεγάλος ερευνητής της ιστορίας της Σίφνου, Σίμος Μ. Συμεωνίδηςi, μάς δίνει ακόμα περισσότερες πληροφορίες.
Από το 1580, και επί Σουλτάνου Μουράτ Γ' [1574-1595], εγγονού του Σουλεϊμάν, έχουν παραχωρηθεί στη Σίφνο προνόμια αυτοδιοίκησης και συγκεκριμένα:
α) Ελεύθερη άσκηση της λατρείας και των εθίμων.
β) Εξασφάλιση της τιμής και της αξιοπρέπειας.
γ) Διάθεση της περιουσίας με διαθήκη και αναγνώριση της εγκυρότητας των δικαιοπρακτικών εγγράφων.
δ) Απαλλαγή αριθμού προϊόντων από φόρους.
ε) Διευθέτηση διαφορών «από ανθρώπους ειδικούς των....κατά τις συνήθειές των εις εκείνα που ήθελαν να κάμουν να μη μπορούν οι κριτάδες να τους εμποδίσουν, αλλά να στέργουν και να τα βεβαιώνουν».
στ) Καταβολή της «δεκάτης» πάνω στις σοδειές και του κεφαλοχάρατζου.
ζ) Σε περίπτωση παρεκτροπής των τουρκικών οργάνων να μπορούν να διαμαρτυρηθούν στην Κωνσταντινούπολη.

Βλέπουμε, δηλαδή, ότι από πολύ «νωρίς», ο Σουλτάνος αναγκάζεται να νομιμοποιήσει αυτό που εκ των πραγμάτων υπάρχει και έχει από το παρελθόν κληροδοτηθεί.

Η Συγκρότηση των οργάνων του Κοινού των Σιφνίων

Την ίδια εποχή συγκροτούνται τα όργανα, συμπληρώνονται, εξελίσσονται και τελικά απαντούν στις ανάγκες τις εύρωστης κοινωνίας του νησιού.
Στην αρχή, μας λέει ο Σ.Μ. Συμεωνίδης, οι Σύμβουλοι επιλέγονταν από τους Γοζαδίνους. Μετά, όμως, από το 1580 εμφανίζεται εκλεκτορικό σώμα που εκλέγει Επιτρόπους! Στην αρχή έχουν συμβουλευτικό ρόλο, μετά όμως αποκτούν δικαίωμα αποφάσεων.
Από το 1610 εμφανίζεται, δίπλα στους Επιτρόπους, Συμβούλιο διακεκριμένων πολιτών σε ρόλο συμβουλευτικό: η Δημογεροντία ή οι Προεστοί. Και κάπου εκεί στον 17ο αιώνα, διαμορφώνεται όλη η δομή του Κοινού, ήτοι:
α) Η Γενική Συνέλευση
β) Οι Επίτροποι
γ) Συμβούλιο Γερόντων-Προεστών

Το Κοινό έχει την έδρα του στο Κάστρο, «την Πόλη της Σίφνου». Διαθέτει σφραγίδα, είναι χαραγμένη επάνω της η εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας, και διαιρείται σε τρία μέρη για να έχουν τρία άτομα από ένα κομμάτι της.
Διαθέτει υπαλλήλους για διάφορες δουλειές και κάποιο όργανο του νόμου αφού υπάρχει αναφορά για κρατητήριο. Διαθέτει ακόμα και Κτηματολόγιο και μάλιστα είναι δύο ειδών: Το Πολιτικό, όπου καταγράφονται τα κτήματα των πολιτών, και το Εκκλησιαστικό, όπου καταγράφονται τα κτήματα της Εκκλησίας.
Κάποια στιγμή, αργότερα, το Κοινό υποδιαιρείται σε τέσσερα μικρότερα διαμερίσματα.
Οι υπάλληλοί του είναι: α) Χαρατζάρηδες β) Γραφείς γ) Φροντιστές εξόδων δ) Βιγλάτορες ε) Κλητήρες στ) Εκτιμητές ή στιμαριστές ζ) κοινοτικοί απεσταλμένοι η) αντιπρόσωποι στην Κωνσταντινούπολη.

Η Γενική Συνέλευση του Κοινού

Για τις αρμοδιότητές, τη λειτουργία της και τις δικαιοδοσίες δεν υπάρχουν άμεσες πληροφορίες αλλά έμμεσες. Ο λόγος είναι η πλήρης καταστροφή του αρχείου του Κοινού. Ο Σιμεωνίδης μαζεύει ο,τι μπορεί από διάφορα αρχεία, κυρίως του Βατικανού και της Βενετίας. Οι αναφορές αυτών των αρχείων για τις δικαιοδοσίες και τη λειτουργία της Γενικής Συνέλευσης αρχίζουν από το 1621.
Στη Γενική Συνέλευση μετέχουν ο Κλήρος, που είπαμε ότι στη Σίφνο είναι κοντά στις πέντε δεκάδες, οι προεστοί, οι γερόντοι.
Μια φορά το χρόνο συνέρχονται όλοι οι ενήλικοι άρρενες και με απλές διαδικασίες, γρήγορα και εύτακτα εκλέγουν τους Επιτρόπους. Δύο από κάθε χωριό.
Τόπος συνάθροισης είναι κάποια εκκλησία, η αυλή της, ή κάποια λότζα (πύλη θολωτή σαν στοά) του Κάστρου.
Είναι αυτό που είδε ο Γάλλος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Γκουφιέ κατά την επίσκεψή του στο νησί.
Οι Επίτροποι «μετείχαν κρίσεως και αρχής»! Δηλαδή δεν ασκούσαν μόνο διοικητικά καθήκοντα αλλά έλυναν και διαφορές μεταξύ των κατοίκων και είδαμε ότι αυτό ήταν αναγνωρισμένο από τον Σουλτάνο. Προφανώς θεσμοθετούσαν κιόλας. Παραδόξως, για τις σημερινές αντιλήψεις μας, δεν υπάρχει διάκριση των εξουσιών. Ο λόγος είναι η άμεση δημοκρατία! Διάκριση εξουσιών δεν υπάρχει και στις αρχαίες δημοκρατίες όπως στο Δήμο των Αθηναίων.
Καθήκοντα των Επιτρόπων είναι:
α) Η υγεία των κατοίκων της νήσου, η οποία τότε κινδυνεύει τακτικά από επιδημίες. Σ' αυτά περιλαμβάνονται και οι καραντίνες των πλοίων για τις οποίες υπάρχουν αναφορές.
β) Η παιδεία, για την οποία υπάρχουν πολλά στοιχεία ότι ετύγχανε της φροντίδας μικρών και μεγάλων, σημαντικών και μη, κατοίκων της κοινότητας.
γ) Η οικονομική διοίκηση. Δηλαδή διατιμήσεις προϊόντων, ζητήματα γεωργικά και κτηνοτροφικά, εμπορίου, οικοτεχνίας κλπ. Η ύπαρξη στο νησί τόσων χιλιάδων ανθρώπων σημαίνει έντονη δραστηριότητα σε όλα αυτά τα πεδία της οικονομίας και άρα κανόνες λειτουργίας και ρύθμισης.
δ) Η συντήρηση των οδών και των μονοπατιών. Εκείνων που σήμερα θαυμάζουμε καθώς μας επιτρέπουν να την εξερευνήσουμε απ' άκρου εις άκρον, και τα οποία, έχουν πια σημανθεί πλήρως, αιώνια προικιά του νησιού, μαζί με τα υπόλοιπα.
ε) Η φορολογική διοίκηση. Μπορεί οι φόροι να κανονίζονταν, με παζάρια βέβαια, από τους Τούρκους ή άλλους επικυρίαρχους, το πώς θα κατανεμηθούν, όμως, αυτά τα ποσά ήταν ζήτημα του Κοινού και εκείνο επιμέριζε και προσωποποιούσε τη φορολογική υποχρέωση.
στ) Η σύναψη δανείων για την εξυπηρέτηση κάποιων έργων ή λειτουργιών.
ζ) Η συγκρότηση της Πολιτικής Νομοθεσίας, η οποία, όπως συμπεραίνει σωστά ο Σ.Μ. Συμεωνίδης, δεν μπορεί παρά να υπήρχε αν και δεν έχει βρεθεί ο κώδικάς της. Έχει διασωθεί όμως το κείμενο της Εκκλησιαστικής-Ενοριακής Νομοθεσίας και αυτό είναι αναλυτικό και άκρως λειτουργικό.

Διαφορές “Κοινού ” και “Δήμου”, της τότε αυτοδιοίκησης και της τώρα

Ίσως αυτή η διαφορά των όρων να τα λέει όλα εκ των προτέρων: Ο Κοινό είναι των Σιφνίων, των πολιτών του, των ανθρώπων. Ο Δήμος είναι του τόπου, της περιοχής, της γεωγραφικής έκτασης, ασχέτως αν η Σίφνος, λόγω της έντονης παρουσίας του εν εκλείψει Κοινού της, υπερφαλαγγίζει τη στενότητα του θεσμού εισάγοντας το Ρο του Τόπου και αλλάζοντας άρδην τα νοήματα. Η «έντονη συνείδηση κοινοτικότητας των Σιφνίων», την οποία διαπιστώνει στα ιστορικά τεκμήρια ο Σιμεωνίδης, επιβιώνει, με κάποιο μυστηριακό τρόπο, εδώ περισσότερο από αλλού. Αν και το θέμα είναι τεράστιο και σίγουρα δεν χωράει όχι σε ένα μικρό κείμενο αλλά ούτε σε μεγάλες κοινωνιολογικές μελέτες, εμείς εδώ θα επιχειρήσουμε να θίξουμε απλώς μερικά καίρια στοιχεία του.
Ας τα δούμε όλα αυτά με τη σειρά.

Α) Στο Κοινό η εξουσία δεν έρχεται από το Κράτος τριχοτομημένη για να λάβει, εκ των υστέρων, ένα επίχρισμα δημοκρατικής νομιμοποίησης από την ψήφο του λαού. Έρχεται κατευθείαν από τον λαό, δεν φιλτράρεται ούτε στρεβλώνει στις διάφορες καραμπόλες ανάμεσα στις εξουσίες -νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική- για να «κατέβει», να επιπέσει καλύτερα, στα κεφάλια των πολιτών της κάθε κοινότητας, του πραγματικού κυττάρου μέσα στο οποίο ζει ο άνθρωπος. Οι τρεις, διακριτές στην εποχή μας εξουσίες, βρίσκονται εκεί, δίπλα τους, και μάλιστα ασκούνται από τα ίδια όργανα και εκείνους τους ίδιους. Από ανθρώπους που ζουν και υπάρχουν στην ίδια γειτονιά, στην ίδια εκκλησία, στις ίδιες γιορτές και πανηγύρεις, με τους απλούς κατοίκους του νησιού.
Αυτό φαίνεται καλύτερα και στα οικονομικά του Κοινού. Η άντληση πόρων γίνεται επί τόπου, δεν εξαρτάται από την κεντρική εξουσία, με ο,τι αυτό συνεπάγεται σε χρόνο, χρήμα και άλλα τινά. Η κεντρική εξουσία είναι εξαρτημένη από το Κοινό και την καλή λειτουργία του και όχι το αντίθετο. Η κεντρική εξουσία περιμένει τα «άσπρα» από το Κοινό και όχι το Κοινό από την κεντρική εξουσία. Και για να γίνει αυτό, το Κοινό πρέπει να μπορέσει να προκόψει. Έχει εκ της φύσεώς του τη δυνατότητα και την εξουσία να δίνει λύσεις συγκεκριμένες, άμεσες, ευέλικτες, σε ενεστώτα χρόνο. Αν δεν βοηθήσει τον εαυτό του, αν οι άνθρωποί του δεν διαφεντέψουν τον τόπο και τον τρόπο τους, δεν θα τους βοηθήσει κανείς. Αντίθετα, θα υποστούν τιμωρίες, καταστροφές και αδικίες από διάφορους εξωτερικούς παράγοντες [σ' αυτούς περιλαμβάνονται πολλοί, από την οθωμανική διοίκηση μέχρι και τους πειρατές] ενώ στο εσωτερικό η κοινωνία θα διασπαστεί, θα περιπέσει σε αναταραχές και έριδες, οι οποίες, φέρνουν με τη σειρά τους πολλά άλλα δεινά στη συμβίωση τόσων ανθρώπων σε έναν τόσο μικρό χώρο.

Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει στο Δήμο. Σιδεροδένεται από την κεντρική εξουσία για να εξυπηρετήσει τους στόχους της, εκείνη αντλεί από εκεί τα πάντα όσα έχει, και μετά αναμένει απ' αυτή να «κατανοήσει» το δίκιο και τις ανάγκες του και να θεσμοθετήσει «προκρούστειες κλίνες» εκ των υστέρων. Και γι' αυτό, παραδόξως για τον πολίτης του Κοινού που θα ζούσε στο σήμερα, οι βουλευτικές εκλογές είναι πιο σπουδαίες από τις δημοτικές(!)

Β) Η αυτονομία και το αυτοδιοίκητο του Κοινού σφυρηλατείται όχι μόνο στις σχέσεις Κοινότητας-Κεντρικής Εξουσίας αλλά και στις Διεθνείς Σχέσεις. Πράγματι, πρόκειται για διεθνείς σχέσεις του Κοινού και όχι για πολιτιστικές ανταλλαγές και «αδελφοποιήσεις», όπως κάνει σήμερα ο κάθε Δήμος, που σέβεται τον εαυτό του, με δήμους άλλων χωρών. Το Κοινό διαπραγματεύεται ζητήματα με όλες τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής: Την Οθωμανική Αυτοκρατορία, το Βατικανό, τη Βενετία, τη Ρωσία, την Ισπανία... Αυτό σημαίνει ότι έχει πληροφόρηση, γνώσεις, δεξιότητες πολιτικής ευρείας κλίμακας, για να διεκπεραιώνει τις υποθέσεις του με επιτυχία και να κατορθώνει να κρατάει τόσο κόσμο στις ράχες του νησιού επί τόσους αιώνες. Δείτε μόνο τι γίνεται στην Ευρώπη του 17ου αιώνα, τον πιο σημαντικό για τη διαμόρφωση του Κοινού και θα καταλάβετε.
Διαπραγματεύεται, επίσης, με άλλα Κοινά αλλά και με Εκκλησίες και Πατριαρχεία. Στην “αντζέντα” των Επιτρόπων του βρίσκεται μονίμως το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και των Ιεροσολύμων και της Αλεξανδρείας [όπου υπάρχει και σημαντική παροικία Σιφνίων], ενώ ο Πανάγιος Τάφος διατηρεί σχολείο στο νησί και το Άγιο Όρος μετόχι. Με άλλα λόγια, το Κοινό έχει λειτουργίες Κράτους, ενώ το Κράτος ΔΕΝ έχει λειτουργίες Κοινού! [Δηλαδή το Κοινό μπορεί να λύσει ένα πρόβλημα στις σχέσεις του με μια μεγάλη δύναμη, πχ, τη Βενετία, αλλά η οθωμανική διοίκηση ΔΕΝ μπορεί να οργανώσει στη Σίφνο την καραντίνα για να προστατευθεί η υγεία του πληθυσμού από τις «εισαγόμενες» ασθένειες]. Το Κοινό ενός μικρού νησιού, ή τόπου, μπορεί να αντικαταστήσει επαρκέστατα το Κράτος ενώ το Κράτος ΔΕΝ μπορεί να υποκαταστήσει το κοινό στην οργάνωση της κοινωνίας, στη συντήρηση και στην αναπαραγωγή της.

Γ) Το Κοινό δεν έχει, τουλάχιστον θεσμοθετημένες και εμφανείς, πολιτικές παρατάξεις-κόμματα. Οι θεσμοθετημένες ως στοιχεία του πολιτικού συστήματος, συσσωματώσεις αυτές, προϊόντα του εξευρωπαϊσμού μας, ο οποίος «πέρασε επιτυχώς Διαφωτισμό» και επιβίωσε, βασίζονται σε αντίστοιχες θεωρίες-ιδεολογίες που υποδεικνύουν μεθοδολογίες παγιωμένες και άκαμπτες στην επίλυση συνεχώς μεταβαλλόμενων, ειδικών και πρωτότυπων καταστάσεων. Το γεγονός αυτό, μαζί με τα συμφέροντα, ταξικά και άλλα, όπως και μαζί με τα ανθρώπινα ατομικά κι αβυσσαλέα πάθη, συσσωματώνονται, με τη σειρά τους, σε ακατάγωνιστα μέτωπα, τα οποία, συνήθως είναι δύο συν ένα τρίτο. Το τρίτο βρίσκεται σε αποπομπή, και τα ιμάτιά του μοιράζονται τα άλλα μέτωπα, τις περισσότερες φορές με σκληρές συγκρούσεις. Λιγότερες φορές «βάλλουν κλήρον».

Δ) Η τεράστια όμως διαφορά, μεταξύ Κοινού και Δήμου, βρίσκεται, τελικά, στον άνθρωπο που διαμορφώνουν οι τρεις «παράξενοι ελκυστές» της ταυτότητας, του είδους, και οι οποίοι αλληλεπιδρούν, περιδινίζονται και συστρέφονται μέσα στις «μικρές», μα τόσο πυκνές, αυτές κοινωνίες: η Πολιτική, η Παιδεία και η Πίστη. Στον ανθρωπολογικό τύπο δηλαδή, του οποίου, το Κοινό είναι υπο-κείμενο αλλά και αντι-κείμενο. Τι άνθρωπο φτιάχνει το Κοινό, και με τι «υλικά». Και τι άνθρωπο και με ποια υλικά, φτιάχνει ο Δήμος. Από τι ανθρώπους φτιάχνεται το Κοινό και από τι ανθρώπους φτιάχνεται ο Δήμος.
Ο άνθρωπος δεν ζει γενικά κι αόριστα σε ένα κράτος. Ζει, πάντα, μέσα σε μια κοινότητα. Ακόμα κι όταν είναι «μη κοινότητα», όπως είναι οι τερατουπόλεις. Πρώτα είναι δημότης και μετά είναι πολίτης, αν θέλουμε να μιλήσουμε σχηματικά και να εγκύψουμε στα φράκταλς της Πολιτείας.
Στο Δήμο, και στο νεωτερικό/βεστφαλιανό κράτος που τον επέβαλε, αυτό αντιστρέφεται. Πρώτα ο άνθρωπος είναι πολίτης της δευτεροβάθμιας πολιτειακής οργάνωσης, του Κράτους, και μετά, κάπου στο περιθώριο, είναι και πολίτης της πρωτοβάθμιας πολιτειακής οργάνωσης, του Δήμου. [Γι' αυτό και δεν έχει σημασία πού ψηφίζει και πού ψηφίζεται! Γι' αυτό και μεταφέρει τόσο εύκολα τα εκλογικά του δικαιώματα όπου θέλει, ενώ οι υποψήφιοι δημοτικοί «άρχοντες» δεν χρειάζεται καν να είναι ψηφοφόροι του δήμου της υποψηφιότητάς τους!] Έχει μια μεγάλη Πατρίδα και κάπου εκεί και μια μικρή. Μικρή όχι μόνο σε μέγεθος αλλά και σε σημασία για την οργάνωση της ζωής του, την παιδεία του, την οικονομική του κατάσταση, την ευημερία του, την προκοπή του. Ο Δήμος είναι μια διοικητική «επαρχία». Συγκροτείται «από τα πάνω». Φτιάχνεται από την μεγάλη Πατρίδα και αλλάζει κάθε λίγο και λιγάκι, κατά το δοκούν εκείνης της πολιτικής παράταξης που την κυβερνάει. Δεν φτιάχνει την μεγάλη Πατρίδα προσερχόμενος μαζί με τις άλλες κοινότητες στη μεγάλη κοινότητα του Έθνους και της Πατρίδας.

[Εδώ χρειάζεται να κάνουμε μια μικρή παρέκβαση-διευκρίνιση: Το ότι τασσόμαστε υπέρ της «μεγέθυνσης» του ρόλου της Μικρής Πατρίδας, υπέρ της πρόταξης αυτής, και της συγκρότησης της Μεγάλης Πατρίδας από τη «σύνοδο», τη «σύναξη», την κοινωνία των Μικρών Πατρίδων, δεν σημαίνει «λιγότερο πατριωτισμό» αλλά μεγαλύτερο. Άλλωστε αυτό είναι από καιρό αποδεδειγμένο, ασχέτως αν δεν το συνειδητοποιούμε. Τέτοιου είδους ήταν ο πατριωτισμός εκείνων που κάνανε την Επανάσταση του '21, αλλά και τα τόσα άλλα επαναστατικά κινήματα κατά των Τούρκων, και των «Ορλωφικών» περιλαμβανομένων. Των «Ορλωφικών» που προηγούνται κατά μια σχεδόν δεκαετία της θεωρούμενη πρώτης επανάστασης, της Αμερικανικής].

Στο Κοινό υπάρχουν όλες οι θεσμίσεις και οι πνευματικές προϋποθέσεις για το ζητούμενο: δημότης και πολίτης να είναι ένα και το αυτό. Έχοντας λειτουργίες Κράτους εν σμικρώ, μικράς κλίμακος, και μπροστά ακριβώς στον πολίτη, απομυθοποιεί το Κράτος, το απλουστεύει, το γειώνει, το εξανθρωπίζει και τελικά το καθιστά μαϊτζέβελο, χρήσιμο και αποδοτικό στην καθημερινή ζωή του. Ο,τι δεν είναι χρήσιμο και εύχρηστο μαραζώνει, ατροφεί και καταργείται. Τελικά το κράτος αυτό δεν είναι και τόσο κράτος. Ένα μέρος του είναι κράτος σε απονέκρωση, στην ψιλή του εκδοχή, και ένα άλλο μέρος του είναι εν εκλείψει και σίγουρα πέραν της θαλάσσης κράτος, «εισαγόμενο», ετερογενές, ετερώνυμο, αλλογενές.
Υπάρχει, όπως θα λέγαμε κάποτε, δυαδική εξουσία. Το ανθρώπινο μέρος της, εκείνο που οργανώνει, τακτοποιεί το χάος της κοινωνίας και φροντίζει για την αναπαραγωγή της είναι το προσιτό, το οικείο στον πολίτη. Σε μια τέτοια κατάσταση, ακόμη και η ταξική πάλη αποκτά άλλη τροπή και διάσταση.

[Κι εδώ πρέπει να κάνουμε μια διευκρίνιση: Ο όρος «δυαδική εξουσία» είναι καίριος και σημαντικός. Εισήχθη τον 20ο αιώνα στην κομμουνιστική θεωρία των επαναστάσεων και είναι ακριβής και τεκμηριωμένος. Η δυαδική εξουσία είναι εκείνο το στοιχείο που ξεχωρίζει την επανάσταση από την «επαναστατική κατάσταση». Μια οποιαδήποτε εξέγερση των μαζών, λέει αυτή η θεωρία, δεν είναι επανάσταση. Επανάσταση υπάρχει όταν αναδύεται μια νέα εξουσία μέσα από τις αναταραχές αυτές και αρχίζει να ανταγωνίζεται την παλιά. Η παλιά που δεν μπορεί πια να κυβερνήσει όπως κυβερνούσε εκτοπίζεται από τη νέα που ασκείται από εκείνους που δεν θέλουν να κυβερνηθούν όπως κυβερνιόντουσαν. Εμείς εδώ θέλουμε να επισημάνουμε ότι, α) αυτή η νέα, η «από τα κάτω», η λαογέννητη εξουσία, διαμορφώνεται από πολύ παλιά, αμέσως σχεδόν μετά την Άλωση της Πόλης, ισχυροποιείται και ανδρώνεται, ριζώνει και ...δενδρώνει, αποπειράται και ανθίσταται, ετοιμάζει την κοινωνία και ετοιμάζεται η ίδια, για την τελική αναμέτρηση. β) η νέα εξουσία, είναι κι αυτή με τη σειρά της δυαδική. [Τα φράκταλς που λέγαμε, η αρχή της αυτοομοιότητας]. Είναι Πολιτική η μια πλευρά της και Εκκλησιαστική-Ενοριακή η άλλη. Ηγείται η Πολιτική πλευρά και εν «συναλληλία» με την Εκκλησιαστική. Και οι δύο μαζί αποπέμπουν την τρίτη, την παλιά και μισητή αλλότρια εξουσία όχι επειδή είναι περιττή μια τρίτη πολιτειακή οργάνωση αλλά γιατί είναι ασύμβατη, εχθρική, με τις άλλες δύο. γ) ακριβώς γιατί είναι τέτοια η φύση, η καταγωγή της και η λειτουργία της νέας εξουσίας, είναι χρήσιμη, εύχρηστη, προσιτή και οικεία στον πολίτη. Την κάνει μια εξουσία που δεν είναι και τόσο εξουσία. Ανεξαρτήτως πώς θα καταλήξει, στη συνέχεια, η επανάσταση -και ξέρουμε πια ότι ΚΑΜΙΑ επανάσταση δεν καταλήγει σ' αυτό που είχε βάλει σκοπό της- στη φάση αυτή της ανόδου της επαναστατικής παλίρροιας, η δυαδική εξουσία έχει το ένα σκέλος της, το νέο, χρήσιμο, εύχρηστο, προσιτό και οικείο στο λαό. Και ίσως να είναι αυτό το στοιχείο που κάνει τους ρομαντικούς επαναστάτες θεωρητικούς να νομίζουν ότι και μετά, όταν έρθουν στην εξουσία, θα διατηρήσουν τα χαρακτηριστικά αυτά. Φευ, ζώντας μακριά από την ελληνική ιδιαιτερότητα και αγνοώντας το τραγικό στοιχείο των ανθρωπίνων, θα τους πάρει μερικούς αιώνες να καταλάβουν τον μύθο του Κάδμου, του δρακοκτόνου ήρωα δηλαδή, όπου, αν και σκοτώνει τον δράκο, απελευθερώνει την πηγή και χτίζει πόλη, αργότερα, και αυτός μεταμορφώνεται σε δράκο, όπως επιτάσσει η «αρχή του μιμητικού ανταγωνισμού» και η εξομοίωση των ανταγωνιζομένων. Δεν καταλαβαίνουν ότι, και η εξουσία εξουσιάζεται! «Άρχεται από τον άρχοντα του Κόσμου τούτου» και όποιος την θέτει στην υπηρεσία του ξεκινάει άρχοντας και καταλήγει αρχόμενος και σκληρά δυναστευόμενος. Ο Φάουστ μάς έχει προϊδεάσει για το πόσο σκληρή είναι αυτού του είδους η εξουσία και η υποταγή σ' αυτήν].

Το απάνθρωπο μέρος της εξουσίας, η βία και η καταπίεση, βρίσκεται πέρα μακριά, έξω από την ώδε μένουσα πόλιν, είναι κάτι άλλο απ' αυτή, κάτι που πρέπει να παραμένει μακριά και να φυλαγόμαστε απ' αυτό. Είναι επικίνδυνο, και στην ισχύ του και στην αδυναμία του. Ούτε από τη βία των άλλων μας προστατεύει αλλού ούτε και το ίδιο διστάζει να εκδηλωθεί βίαια εναντίον μας όταν κρίνει ότι το συμφέρει. Οι όποιες διαπλοκές με τους ντόπιους ισχυρούς δεν είναι εύκολες. Τίποτα δεν διασφαλίζει τους υποτελείς, ακόμη και η απόλυτη υποταγή τους. Κυρίως, όμως, οι διαπλοκές δεν είναι θεσμισμένες, ακόμα κι όταν είναι συνήθεις. Με τον ίδιο τρόπο που συγκροτούνται, με τον ίδιο και καταργούνται. Ο Ρήγας το λέει πολύ ωραία στο Θούριο, από τους πρώτους-πρώτους στίχους του ακόμη, στη δεύτερη δεκάδα:


Βεζύρης, Δραγουμάνος, Ἀφέντης κι΄ ἂν σταθῆς,
Ὁ Τύραννος ἀδίκως, σὲ κάμει νὰ χαθῆς. 

Δουλεύεις ὂλ΄ ἡμέρα, σὲ ὅ,τι κι΄ ἂν σοὶ πῆ,
Κι΄ αὐτὸς πασχίζει πάλιν, τὸ αἷμα σου νὰ πιῆ.
Ὁ Σοῦτζος, κι΄ ὁ Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,
Γγίκας, καὶ Μαυρογένης, καθρέπτης, εἶν΄ νὰ ἰδῆς.
Ἀνδρεῖοι Καπετάνοι, Παπάδες, λαϊκοί,
Σκοτώθηκαν κι΄ Ἀγάδες, μὲ ἄδικον σπαθί.
Κι΄ ἀμέτρητ΄ ἄλλοι τόσοι, καὶ Τοῦρκοι, καὶ Ρωμιοί,
Ζωήν, καὶ πλοῦτον χάνουν, χωρὶς καμμιὰ ΄φορμή. 

Γι' αυτό και οι Λατίνοι, οι Εβραίοι, οι Μουσουλμάνοι της Σίφνου, ζουν ειρηνικά, ενσωματώνονται πλήρως, και τελικά παύουν να ξεχωρίζουν από τους Ρωμιούς. Γι' αυτό και οι Σιφνιοί οδηγούνται σε επανάσταση εναντίον του αλλότριου εκείνου κράτους. Για να οριστικοποιήσουν το κατόρθωμά τους, να κρατήσουν έξω και μακριά την ελλοχεύουσα πάντα απειλή της κατάλυσης του Κοινού τους, της Μικρής και της Μεγάλης πατρίδας τους. Την Μεγάλη Πατρίδα που την εννοούν ως σύναξη και ως κοινότητα όλων των ομοειδών κοινοτήτων, των Κοινών. Η οποία, παρ' όλο ότι, στη φάση αυτή την προεπαναστατική, δεν είναι συγκροτημένη σε σώμα είναι παρούσα νοητή οντότητα, ακριβώς όπως ο Ήλιος της Δικαιοσύνης είναι νοητός! Και να σκεφτεί κανείς ότι αυτοί οι άνθρωποι «δεν έχουν περάσει Διαφωτισμό»(!)
Μπορούμε, όλα αυτά, να τα πούμε και με άλλο τρόπο. Το Κοινό διαθέτει καθολικότητα, με την Ορθόδοξη Ανατολική σημασία της. «Πιστεύω εις μίαν Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν» διακηρύσσουμε στο Σύμβολο της Πίστεως. Όσο μικρή κι αν είναι μια εκκλησία με τον ταπεινό παπά της δεν της λείπει τίποτα για να λειτουργήσει όπως και μια μεγάλη εκκλησία με τον Πατριάρχη. Είναι εξίσου Αγία, Καθολική και Αποστολική. Είναι κύτταρο ζωής αυθύπαρκτο, δεν είναι μέλος ενός άλλου κυττάρου. «Ουδέν ενικότερον του προσώπου» αλλά και «ουδέν καθολικότερον», μας διδάσκει η θεολογία του Προσώπου. Το ανθρώπινο πρόσωπο είναι ένα αλλά, ταυτόχρονα, εμπεριέχει όλα όσα κάνουν το πρόσωπο να είναι πρόσωπο. Στην περίπτωση του «τόπου που είναι το πρόσωπο του Τ[ρ]όπου», η ενικότητα του Κοινού σημαίνει και την καθολικότητά του.

Στον Δήμο συμβαίνει το εντελώς αντίθετο: Δεν είναι κύτταρο αυθύπαρκτο, είναι μέλος ενός άλλου κυττάρου. Εκεί, το άτομο, πρώτα καλείται να γίνει πολίτης της πολιτείας Β' βαθμού και μετά δημότης της πολιτείας Α' βαθμού. Το κράτος, είναι ψηλά, υπεράνω όλων. Έχει κύρος, φαντάζει πανίσχυρο μπροστά στον απλό πολίτη. Δεν είναι μόνο το μονοπώλιο της νόμιμης βίας που μοστράρεται, είναι και η γραφειοκρατία, τα γρανάζια της απρόσωπης πυραμιδοειδούς δεσποτείας και της εξισωτικής ελαχιστοποίησης του ατόμου έναντι του Νόμου, που μαθαίνουν τον πολίτη να το θεωρεί άτρωτο, να το θεοποιεί -το ίδιο και τους ιερείς/πολιτικούς του- και να εναποθέτει σ' αυτό τη μοίρα του σαν να ήταν αληθινός θεόςii.
Ο Δήμος, δεν είναι τίποτα περισσότερο από τμήμα και όργανο του κράτους, με εκλεγμένους, μέσω αμφιβόλου ποιότητας εκλογών, τους κρατικούς του υπαλλήλους. Οι «τυχεροί» εκλεγμένοι υπάλληλοί του -οι πιο καπάτσοι στις μηχανορραφίες, είναι καλύτερα να λέμε- πληρώνονται, ενώ οι άλλοι έχουν κάθε λόγο να αξιοποιούν αλλιώς το κομμάτι της εξουσίας που μοιράζονται. Στις μέρες όπου «ο θεός πέθανε» αλλά επιβίωσε ο Μαμμωνάς κάπως βρίσκεται ο τρόπος να «ανταμειφθούν» κι εκείνοι που υποτίθεται ότι «θυσιάζονται» για το καλό της κοινωνίας. Αυτή την αυταπάτη εξουσίας μοιράζονται οι δεκάδες και εκατοντάδες υποψήφιοι σε κάθε δήμο με τους ψηφοφόρους τους, χωρίς να μπορούν, έστω, να ξεφύγουν από το επίπεδο της μικροπολιτικής, της μηχανορραφίας, της ίντριγκας και της αρπαχτής.
Έτσι, ο πολίτης, ελλιπής, καχεκτικός κι υβριδικός, ξένος και απόξενος απ' όλα -κοινωνία, φύση και θεό- καλείται να μετάσχει στη νυν τριτοβάθμια κοινωνική οργάνωση, την Παγκοσμιοποιημένη Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Να σπουδάσει, να εργαστεί, να ταξιδέψει, αλλά και να δεχτεί τα «καλούδια» ενός ξένου και εν πολλοίς εκβαρβαρισμένου πολιτισμού που έχει λάβει παγκόσμιες διαστάσεις, έχει επιβληθεί παντού, σε όλο τον πλανήτη, ωστόσο βρίσκεται σε προχωρημένη σήψη και παρακμή. Ο εισαγόμενος τουρισμός, ο επιστημονικός και τεχνολογικός μεσσιανισμός, η μηχανοποίηση και η ψηφιοποίση [ο,τι δεν μεταφράζεται σε 0 και 1 περισσεύει και πετιέται. Οι λάτρεις της καλής μουσικής το αντιλαμβάνονται πολύ καλά αυτό και γυρίζουν στο αναλογικό σύστημα, στο βινίλιο] της ζωής, της σκέψης, των συναισθημάτων, ο ανταγωνισμός, η ένταση, η ταχύτητα, ο καταναλωτισμός των αξιών και η αξία του καταναλωτισμού, αυτά και άλλα πολλά, τον κάνουν να μένει αιώνες κυριολεκτικά πίσω από τον πολίτη του Κοινού. Πάντων χωρισθείς και πάσι συναρμοζόμενος ο πολίτης του Κοινού στην εποχή του. Πάντων απο-συναρμοσθείς και πάσι χωριζόμενος ο πολίτης της νεωτερικής μας πολιτείας. Ξενωθείς, εκ βρέφους, εκ του Κόσμου και εν τω Κόσμω!
Για να τα πούμε όλα αυτά στη γλώσσα της τριλεκτικής: Οι δυο νεωτερικές πόλεις, η Β' βαθμού (κράτος) και η Γ' βαθμού (υπερ-κράτος Ευρωπαϊκής Ένωσης) συμμαχούν, υπό την ηγεμονία του υπερ-κράτους. Αποπέμπουν δε την πόλη του Α' βαθμού, την κρισιμοτέρα όλων στο ζην και θνήσκειν, στο Ευ Ζην και στο Κοινωνείν. Ταυτόχρονα, η ηγεμονευομένη από το υπερ-κράτος πόλη Β' βαθμού συμμαχεί με την όποια πολιτική διάσταση έχει απομείνει στην πόλη Α' βαθμού για να αποπέμψει την Εκκλησιαστική-Ενοριακή διάσταση που έχει απομείνει μετά από τόσες αλλοτριώσεις και προσβολές. Γι' αυτό και οι Βαβαροί απαγορεύουν την ταφή των νεκρών εκεί που γινόταν από αιώνες και τους συγκεντρώνουν στα νεκροταφεία της κοινότητας. Για να ολοκληρωθεί η «πρόοδος» και η «εναρμόνιση» με τη Δύση, με την απόλυτη εξουσία του Δήμου πάνω στα κοιμητήρια, την πλήρη αποπομπή της Εκκλησίας και τελικά στην καύση των νεκρών και την φύλαξη της τέφρας σε βαζάκια! Το προειδοποιητικό στη ματαιοδοξία «όλοι δυο μέτρα γης θα πάρουμε», γίνεται «οι πιο πολλοί στα ίδια βαζάκια θα χωρέσουμε» αφού η γη είναι πολύ ακριβή πια για να σπαταλιώνται δυο μέτρα ανά άτομο. Τα δυο μέτρα, ίσως και μερικά παραπάνω, θα τα καταλαμβάνει πια, με ή χωρίς βαζάκι, όποιος μπορεί να την πληρώσει και να την αγοράσει.

Ο πολίτης του Κοινού πολίτης και της Άνω Πόλεως

Και ενώ ο πολίτης του Κοινού είναι πολίτης της ώδε μένουσας πόλεως, αδυνατώντας να είναι και πολίτης της οθωμανικής «πολιτείας», ταυτόχρονα, με την ίδια προθυμία και συνέπεια, γίνεται πολίτης της «Μέλλουσας Πόλεως», εκείνης που επιζητούμε. Της Άνω Πόλεως όπου οι άνθρωποι όλοι είναι αδέλφια, ζουν ειρηνικά στην ευλογημένη «Γη της Επαγγελίας», μαζί με όλα τ' άλλα πλάσματα του Θεού, αγωνίζονται για «τον άρτον τον επιούσιον», αφήνουν τα οφειλήματα των άλλων και τα δικά τους, απέχουν, με τη βοήθεια του Πατέρα τους, από του Πειρασμού και του Πονηρού. Πολίτης της παραδειγματικής πόλεως, της «Βασιλείας των Ουρανών», της ιδανικής, του προτύπου εκείνου στο οποίο πρέπει να τείνουμε, να μοιάζουμε, έστω κι αν δεν το καταφέρνουμε.
Σε 43 εκκλησίες του νησιού, επί 52 Κυριακές του χρόνου, συν τις γιορτές και τις πανηγύρεις, αναπέμπεται η δέηση μεταξύ των άλλων:

Ὑπὲρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν, 
Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου, εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως,
Ὑπὲρ τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου καὶ τῶν μετὰ πίστεως, εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ εἰσιόντων ἐν αὐτῷ,
.........
Ὑπὲρ τῆς πόλεως ταύτης, πάσης πόλεως καὶ χώρας καὶ τῶν πίστει οἰκούντων ἐν αὐταῖς,
Ὑπὲρ εὐκρασίας ἀέρων, εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς, καὶ καιρῶν εἰρηνικῶν,
Ὑπὲρ πλεόντων, ὁδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων καὶ τῆς σωτηρίας αὐτῶν,
Ὑπὲρ τοῦ ῥυσθῆναι ἡμᾶς ἀπὸ πάσης θλίψεως, ὀργῆς, κινδύνου καὶ ἀνάγκηςiii

Δεν είναι καινούργια η μέθοδος αυτή για τους Έλληνες. Να προσπαθούν δηλαδή να κάνουν την Πολιτεία τους ούτως ώστε να προσομοιάζει με την τάξη του Σύμπαντος Κόσμου.
Καινή είναι η σάρκωσή της σε Ευχαριστιακές Συνάξεις, σε πνευματικές «γειτονιές» και «αδελφότητες» αυτής της Άνω Πόλεως, στη Μεθόριο Κτιστού και Ακτίστου, που επικράτησε να λέγονται Ενορίεςiv. Σε συνάξεις, όπου λατρεύουν την Αγάπη ως Θεό και τον Θεό τον εννοούν μόνο από τις Άκτιστες Ενέργειές Του, την Αγάπη και την Ομορφιά... [«Ο Θεός αγάπη εστί», «Θεός εστί Ο,τι Καλό»].
Μετά και κατά τη λατρεία εξασκούνται στην κλίμακα της Αγάπης, [Σέβομαι, Εμπιστεύομαι, Νοιάζομαι, Μοιράζομαι, Φροντίζω, Καλλωπίζω, Ελευθερώνω, Δημιουργώ], κάθονται στην κοινή τράπεζα δεκάδες φορές το χρόνο, τρώνε και πίνουν μαζί τα ίδια φαγητά και ποτά διακονώντας ο ένας τον άλλον με τη σειρά, αλλήλων ισόδουλοι αλλήλων κύριοι, τραγουδάνε μαζί τα «συμφωνημένα υπονοούμενά τους», σκαρώνουν μικροί-μεγάλοι τα «ποιητικά» τους, πραγματεύονται και εξελίσσουν τον «ξυνό(κοινό) τους λόγο» πεζή κι εμμέτρως, χορεύουν με τις δικές τους φιγούρες, ρυθμούς και τρόπους τα τραγούδια και τους σκοπούς όλων των άλλων νησιωτών, ερωτεύονται, γεννούν, τίκτουν και μεγαλώνουν παιδιά, ζουν εν Χριστώ Ελεύθεροι και Δημιουργικοί.
Μετέχοντας ο πολίτης σε δυο πόλεις, στην ώδε και την επιζητούμενη, την ανθρώπινη και τη θεία, την αστοχούσα (αμαρτωλή) και την αγία (την εύστοχη), έχει μέτρα και σταθμά να «στιμάρει», να εκτιμήσει πρόσωπα και πράγματα, ανθρώπους και πολιτείες, συστήματα και πολιτεύματα. Έχει το GPS που λέμε σε άλλα κείμενά μας, για να πορευθεί, με ασφάλεια και με ελευθερία, όπου θέλει. «Όστις θέλει» άλλωστε ακολουθεί!

Αυτήν ακριβώς την πολιτειακή οργάνωση των Δύο Πόλεων, συνέτριψαν οι Βα[ρ]βαροί με την κατάργηση των Κοινών το 1833! Και ένα άλλου είδους Κράτος εγκαθίδρυσαν, που δεν ήταν συμβατό, δεν μπορούσε να συνυπάρξει με την Ελληνική Πολιτική Παράδοση και ...Προπαίδεια. Γι' αυτό λέμε πως η Επανάσταση, που ο Ρήγας εξήγγειλε, έμεινε ανολοκλήρωτη!
Δεν αντικατέστησαν, οι Βαβαροί, όπως νομίζουν οι καλοπροαίρετοι και μας υποβάλλουν οι πονηροί, μια μορφή αυτοδιοίκησης με μια άλλη. Δεν είναι στα σχήματα και στα ονόματα οι διαφορές. Είναι στην ουσία του πολιτεύματος.
Η κατάργηση των Κοινών είναι κατάργηση του, από πολλούς αιώνες, σφυρηλατούμενου Ελληνικού Πολιτεύματος, του ελληνικού τρόπου του Κοινωνείν και του Ευ Ζην, του Ελληνικού Κοινοτισμού! Της ελληνικής παράδοσης της Πολιτικής και των οργανικών της σχέσεων με την Πίστη. Γι' αυτό και, ταυτόχρονα, όπως είπαμε στο προηγούμενο κείμενο, διαλύουν τα μοναστήρια και καταργούν τα 3/4 των ενοριώνv.
Έχοντας εξουδετερώσει τα δύο από τα τρία «Π» που κάνουν τους Έλληνες να είναι ο,τι είναι [την Πολιτική και την Πίστη], μετά έρχεται η σειρά της Παιδείας, ήγουν, του τρόπου αναπαραγωγής της κοινωνίας. Για να ολοκληρωθεί έτσι η αλλοτρίωση της Ελληνικής Ιδιαιτερότητας και να «Εξευρωπαϊστεί» πλήρως!




Σημειώσεις 

i Για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε: «Σιφνιακά-Επετηρίς ιστορικής ύλης της Σίφνου», τόμος ΙΔ', Αθήναι 2006

ii Εδώ ο επιπόλαιος της ...πόλεως, κάνει το εξής λάθος: απορρίπτοντας ως πρόληψη την ύπαρξη μετα-φυσικής στον τόπο που είναι πρόσωπο του τρόπου, αποδίδει, εκών άκων, μετα-φυσική στο κράτος(!) Η μετάθεση αυτή είναι αναπόδραστη και γίνεται εν τοις πράγμασι, ανεξαρτήτως των διακηρύξεων κατά της μετα-φυσικής και υπέρ της επιστημοσύνης.

iii Μετά από την παράθεση της δέησης, ο επιπόλαιος της ...πόλεως μπορεί να ισχυρισθεί ότι οι άνθρωποι αυτοί, θεοκρατούμενοι, εναποθέτουν την τύχη τους στο θεό και στα θαύματά του. Ο μη επιπόλαιος όμως βλέπει ότι εκείνοι ακριβώς είναι που δεν εναποθέτουν τίποτα ούτε στο θεό ούτε και στο κράτος. Εκείνοι κάνουν ο,τι μπορούν να να διαφεντέψουν τη ζωή τους, εδώ και τώρα, και κατορθώνοντάς το προσφεύγουν στο θεό για βοήθεια επικουρική. Αντίθετα ο επιπόλαιος της πόλεως «μη έχοντας τον θεό του», τα εναποθέτει όλα στο κράτος και στην πολιτική και ο,τι περισσεύει το εναποθέτει στην τύχη! Ποιος λοιπόν είναι περισσότερο μοιρολάτρης;

iv Δεν είναι τυχαίος ο παραλληλισμός της Μεθορίου. Όπως δεν είναι τυχαίο που η σφραγίδα του Κοινού φέρει την εικόνα της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας! Ως Μεθόριος Κτιστού και Ακτίστου υμνολογείται η Παναγία. Η θνητή παρθένος που τίκτει κατά σάρκαν τον Υιό του Θεού, τον Μονογενή. Άπαξ! Οι Ευχαριστιακές Συνάξεις είναι αυτό ακριβώς: Οι Μητέρες που αναπαρθενεύουν, που μεταμορφώνουν, που αλλοιώνουν καλώς τους μετέχοντες για να γεννηθεί μέσα στις ψυχές τους και μέσα στην ψυχή της κοινότητας ο Υιός της Αγάπης και της Καλοσύνης.

v Ο Χ. Γιανναράς λέει, στο Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη Ελλάδα, {εκδ. Δόμος], ότι από τα 563 μοναστήρια (ανδρών και γυναικών) που είχε τότε το νεαρό ελληνικό κράτος, καταργήθηκαν τα 412. Τρία απ' αυτά που σώθηκαν ήταν γυναικεία. Από τα 18 δε γυναικεία μοναστήρια της Ελλάδας τα δυο, με περίπου 100 μοναχές ήταν στη Σίφνο, και όπως είπαμε καταργήθηκαν, οι περιουσίες δημεύτηκαν και οι μοναχές εκδιώχθηκαν.

Ενισχύστε την έρευνα και τη διάδοση της Ιστορίας της μικρής πατρίδας

Οι τελευταίες αναρτήσεις

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αρχειοθήκη ιστολογίου