Δημοσιεύω σήμερα τα δύο πρώτα κείμενα της αφήγησης του Ορέστη στην Εφημερίδα "Απογευματινή", στις 13 & 14 Ιανουαρίου 1958. Μαζί και ο πρόλογος-παρουσίαση της εφημερίδας, ο οποίος, δίνει κάποια πρώτα βιογραφικά στοιχεία για τον συγγραφέα.
Στα κείμενα αυτά ο Ορέστης αφηγείται τις επιστροφή στα αγαπημένα του Δερβενοχώρια μετά την ανακωχή που ακολούθησε τα Δεκεμβριανά και κατέληξε στη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Περιγράφει τις συναντήσεις του με παλιούς συναγωνιστές του, αλλά και με προσωπικότητες όπως ο Βεάκης, μερικά χαρακτηριστικά γεγονότα για το κλίμα που επικρατούσε εκείνες τις δραματικές ώρες ενώ ταυτόχρονα θυμάται σημαδιακές στιγμές της δικής τους δράσης στο Αντάρτικο.
Έχοντας ξεκαθαρίσει πλήρως την άποψή του για τους ηρωικούς Δερβενοχωρίτες και ειδικά για τους Πυλιώτες με την κουβέντα εκείνη του σκοπού στην Κιάφα των Σκούρτων, «Τι Πυλιώτης-τι Σουλιώτης», ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ, ένας από τους "φυσικούς καπετάνιους", δηλώνει "αρβανίτης" εξ επιλογής και αρχίζει να αφηγείται πώς ξεκίνησε το αντάρτικο στη Βοιωτία, ποια ήταν η κατάσταση, ποιες οι διαθέσεις του λαού, ποια τα πρώτα του στηρίγματα, ποιοι οι εχθροί, ποιοι οι φίλοι, ποιοι τα πρώτα τουφέκια και, μέσα σ' αυτά, το πρώτο των πρώτων, ο θρυλικός Νάκιας-Βασίλης Παναγιώτους από την Καρδίτσα της Βοιωτίας.
Αυτά τα πρώτα επτά τουφέκια βρόντηξαν, αρχές Σεπτεμβρίου του 1942, τρεις μήνες από τα την πρώτη ένοπλη του έξοδο, στη Ριτσώνα του Ανηφορίτη. Εκεί που βροντούσαν και το '21!
[Η ορθογραφία είναι του κειμένου και ενώ για τεχνικούς λόγους τηρείται το μονοτονικό]
Πρόλογος της εφημερίδας
Ο
Ανδρέας Μούντριχας - Ορέστης, του οποίου
τας αναμνήσεις δημοσιεύομεν από σήμερον,
υπήρξε καπετάνιος της ΙΙ Μεραρχίας του
ΕΛΑΣ και μία εκ των πλέον δυναμικών και
χαρακτηριστικών μορφών της ταραχώδους
και σκοτεινής κατοχικής εποχής.
Παλαιόν,
προπολεμικόν στέλεχος του Κ.Κ.Ε., ανέλαβε
την οργάνωσιν του Ε.Α.Μ. Της Βοιωτίας
από τους πρώτους μήνες της κατοχής. Εκεί
εσχημάτισε την πεποίθησιν ότι ήτο δυνατή
και επιβεβλημένη, η συγκρότησις ενόπλων
εαμικών ομάδων, και υπήρξε επίμονος,
εισηγητής του μέτρου τούτου εις την
ηγεσίαν του Κ.Κ.Ε.
Αντιμετωπίζων
όμως δισταγμούς εκ μέρους του Σιάντου
(όπως ακριβώς συνέβη με τον Άρην), ενήργησε
με πρωτοβουλία του, αναγκάσας την ηγεσίαν
του Κ.Κ.Ε., να εγκρίνει εκ των υστέρων
την ενέργειάν του.
Η
δύναμις του πρώτου αντάρτικου τμήματός
του ηύξανε βαθμιαίως. Οι άνδρες του
ήστον τον Δεκέμβριον του 1942 είκοσι
πέντε. Τον Μάιον του 43 τριακόσιοι και
τον Οκτώβριον χίλιοι.
Τότε
συνεκροτήθη η V Ταξιαρχία
του ΕΛΑΣ (Ορέστης - Ρήγος) εις την οποίαν
υπήχθησαν και τα τμήματα Ευβοίας και
Παρνασσίδος.
Εις τας παραμονάς της απελευθερώσεως
η μονάς του Ορέστη ονομάζεται ΙΙ Μεραρχία.
Είναι η μονάς που απειλεί την πρωτεύουσαν,
με δύναμιν τώρα 4.500 ανδρών. Με αυτήν την
μονάδα ο Ορέστης έλαβε μέρος και εις
την Δεκεμβριανήν σύγκρουσιν.
Αμέσως
μετά την υπογραφήν της συμφωνίας της
Βάρκιζας ήλθεν εις ρήξιν με την ηγεσίαν
του Κ.Κ.Ε., διότι αντελαμβάνετο ότι ο
τόπος ωδηγείτο εις εις νέαν σύγκρουσιν.
Την σύγκρουσιν αυτήν την καταδίκαζε
απεριφράστως, δι ό και διεγράφη από το
Κ.Κ.Ε.
Τον
Νοέμβριον του 1947 συνελήφθη και κατεδικάστη
εις ισόβια δεσμά. Παρέμεινε επί πέντε
έτη εις τας φυλακάς από τας οποίας εξήλθε
με βασιλικήν χάριν. Σήμερον είναι
συνδικαλιστής, γραμματεύς της Ομοσπονδίας
Μεταλλευτών.
Μετά
τον θάνατον του Άρη, ο Ορέστης παραμένει
ο πλέον χαρακτηριστικός τύπος του ΕΛΑΣ.
Υπήρξεν είς εκ των «φυσικών» καπεταναίων
του, δημιουργός δηλαδή της μονάδος της
οποίας είχεν την διοίκησιν, και όχι
«κομματικός». Κομματικοί καπεταναίοι
ήσαν εκείνοι τους οποίους το Κ.Κ.Ε.,
έστελλεν εις τας μονάδας τας οποίας
άλλοι είχον δημιουργήσει, όπως ήταν ο
Καραγεώργης, ο Βαφειάδης, ο Λευτεριάς
και άλλοι, ενώ φυσικοί ήσαν οι Άρης,
Ορέστης, Διαμαντής, Μπουκουβάλας κ.ά,
κ.ά.
1ον
Ακριβώς
σαν σήμερα, τα μεσάνυχτα της 13ης
Ιανουαρίου, κλείνουν 13 χρόνια από την
ημέρα που ετέθη εις εφαρμογήν η μεταξύ
του ΕΛΑΣ και των Άγγλων ανακωχή (13
Ιανουαρίου 1945). Είναι η ανακωχή, που
έκρινε προκαταβολικώς την γενικώτερη
συμφωνία της Βάρκιζας και που υπεγράφη
απο τον Παρτσαλίδη, τον γνωστό ταγματάρχη
Μακρίδη και τον υπασπιστή του «Σώματος
Στρατού Αθήνας» Αθαν. Αθηνέλλη.
Τελευταία
από όλα τα τμήματα του ΕΛΑΣ, έφευγε από
την πρωτεύουσα, τις πρώτες ημέρες του
Ιανουαρίου, η ΙΙ Μεραρχία. Φεύγαμε
τελευταίοι αφού αφήσαμε ωρισμένα
«τμήματα θυσίας» στην περιοχή του
Ψυχικού, για να καλύψουν την απαγκίστρωσι
άλλων μονάδων. Αυτή ήταν η παρακλητική
εντολή της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ
και του Πολιτικού Γραφείου, την οποίαν
μας διεβίβασε ο Ζεύγος.
Περάσαμε
από τα Κιούρκα, ανεβήκαμε στην θέσι
«Σαλονίκι, διασχίσαμε την Πάρνηθα και
πέσαμε στα καμένα από το 1943 Δερβενοχώρια.
Είναι πέντε χωριουδάκια της Βοιωτίας,
που βρίσκονται στο χαμήλωμα μεταξύ
Πάρνηθος και Κιθαιρώνος. Έχουν την μικρή
ιστορία τους, είχαν και την στρατηγική
σημασία τους στα παληά χρόνια, σαν
πέρασμα, «Δερβένι», στο δρόμο προς την
Πελοπόννησο, προς τον Ισθμό. Μα δεν
πρόκειται τώρα γι' αυτό. Σε μένα η θέα
των χωριών εκείνων, μου προκαλούσε
καταθλιπτικά συναισθήματα. Έφτανα εκεί,
στο παληό ορμητήριό μου, με τα υπολείμματα
μόνο της μεραρχίας μου. Το 2ο Σύνταγμα
του Νικηφόρου και του Παπαζήση, είχε
διαλυθή από την πρώτη μέρα των συγκρούσεων.
Τους αποδεκατισμένου 7ου της Εύβοιας,
άλλα τμήματα είχαν τραβήξει για τη
Χαλκίδα και άλλα για τη Ρούμελη. Φθάναμε
τώρα στα Δερβενοχώρια μόνο με ωρισμένα
τμήματα του 34ου, του Συντάγματος του
Διαμαντή και του Δαλιάνη.
Μας
ξέρανε καλά, μας είχανε ζήσει οι
Δερβενοχωρίτες και γι' αυτό αντίκρυζα
με στενοχώρια τα χωριά τους.
Τα
είχα αφήσει τα Δερβενοχώρια τις μέρες
του Οκτωβρίου, τις ημέρες της απελευθερώσεως,
που φεύγαμε με πάταγο και αυτοπεποίθησι,
με πάνοπλα και πολυάριθμα τμήματα
«για την Αθήνα».
Τα
ξανάβλεπα τώρα, μετά τρεις μήνες. Μα πώς
θα ξανάβλεπα τους Δερβενοχωρίτες και
πώς θα με ξαναβλέπανε τώρα εκείνοι;
Εκτός
από τα Σκούρτα, στα άλλα τέσσερα χωριά
(Στεφάνη, Πύλη, Καβάσαλα, Πάνακτος)
βασίλευε ερημιά. Με την δεκεμβριανή
θύελλα οι κατοικοί τους, που είχαν
αρχίσει να συμμαζεύωνται μετά την
απελευθέρωσι, ξανασκόρπισαν στις
ερημιές, στις καλύβες και στα μαντριά
τους.
Μα
αν λείπανε οι Δερβενοχωρίτες από τα
χωριά τους, αν χάσκανε μαυρισμένα τα
μισογκρεμισμένα σπίτια, δεν θα πη πως
ήταν έρημο και νεκρό όλο το κλειστό
εκείνο οροπέδιο. Ένα πλήθος, κυκλοφορούσε,
σερνόταν μάλλον, στους πλημμυρισμένους
από το χιονόνερο δρόμους και μονοπάτια
ανάμεσα στα χωριά.
Άλλα συγκροτημένα τμήματα δεν βρήκαμε
εκεί. Το τελευταίο, το «Απόσπασμα του
συνταγματάρχου Τρικλητήρα»είχε φύγει
λίγες ώρες πριν. Το ένα, το Ρουμελιώτικο
Τάγμα του, τράβηξε προς την Λοκρίδα, το
άλλο, το Πελοποννησιακό, τραβούσε για
τον τόπο του. Αυτό γινόταν με όλα τα
διαρρέοντα τμήματα του Ε.Λ.Α.Σ. Μόνα
τους, χωρίς επαφή, συνοχή και διαταγές,
ξεκινούσαν το καθένα για τον τόπο του.
Αυτοί που γύριζαν σαστισμένοι και
πεινασμένοι στα Δερβενοχώρια, ήσαν
μερικοί «βραδυπορούντες» αντάρτες και
πολλοί Αθηναίοι ομοιοπαθείς τους.
Ως εκείνη την ώρα απασχολημένος με τα
δικά μου τμήματα, τις συμφορές και τις
ανάγκες τους, δεν είχα καιρό να προσέξω
καν εκείνο το παρδαλό και αναρχούμενο
πλήθος των Αθηναίων (Ελασίτες,
πολιτοφύλακες, πολίτες, γέροι, γυναίκες)
που φεύγανε πανικόβλητοι, χωρίς καλά-καλά
να ξέρουν γιατί ξεκίνησαν και για πού
φεύγανε.
Μπαίνοντας στα Σκούρτα, σκόνταψα σε
μια ομάδα από άνδρες και γυναίκες.
Βάδιζαν στα στραβά τη νύχτα και πέσανε
όλοι τους μέσα στα νερά, που μαζεύονται
τον χειμώνα γύρω από την «Καταβόθρα»,
την μοναδική διαφυγή των υδάτων του
μικρού οροπεδίου. Τρέμανε όλοι τους, τα
σκαρπίνια τους είχαν κι' όλας διαλυθή,
ήσαν να τους κλαις.
Ο Επιτάφιος των Σκούρτων
Δεν πρόλαβα να πολυσκεφθώ για το
κατάντημα αυτών των ανθρώπων, όταν είδα
να τρέχη κοντά μου ο παπάς του χωριού,
Ο Παπανικόλας, απελπισμένος και
αναστατωμένος. Πρώτη φορά τον είδα έτσι
τον αγαθό ιερομένο.
- Ορέστη, αρχηγέ, παιδί μου, φώναξε, τι
πράγματα είναι αυτά. Μου πάτησαν, μου
μαγάρισαν την εκκλησία μου.
Τον ακολούθησα λίγα βήματα ως την
μικρή εκκλησία. Μέσα, στη μέση, έκαιγε
μια φωτιά. Ο σπασμένος Επιτάφιος και
μερικοί σταυροί βγαλμένοι από τα μνήματα
του αυλόγυρου της εκκλησίας, τροφοδοτούσαν
την φωτιά εκείνη.
Αγανακτησμένος, χαστούκισα τον «λοχία»
της Πολιτοφυλακής, έναν νεαρό μαυριδερό,
με αραιά δόντα, αλητάκο. Μα αμέσως το
μετάνοιωσα.
Με κύτταξε τόσο σαστισμένο εκείνο το
παιδί, ένα παιδί της Αθήνας ή του Πειραιά,
ένα παιδί της κατοχής, με κύτταγε με
τέτοιο τρόπο, με τόση απορία, που το
λυπήθηκα. Ούτε εκείνη τη στιγμή καταλάβαινε
πως κάτι κακό, κάποια ιεροσυλία είχε
διαπράξει.
-Μη συγχίζεσαι, Ορέστη, μουρμούρισε ο
Διαμαντής που δεν ξέρω πώς βρέθηκε κοντά
μου εκείνη τη στιγμή. Θα δούμε και άλλα
ακόμη. Να, τώρα δα, αυτός ο γεράκος μου
κατήγγειλε τούτον εδώ, πως πουλούσε τη
χλαίνη του όσο-όσο.
Ήταν ο Αγαθής, ο πατέρας του υπεύθυνου
του χωριού. Όσο για τον «καταγγελθέντα»,
ήταν ένας από τους τόσους και τόσους
περιπλανωμένους.
Ο γέρο-Αγαθής όμως δεν μπορούσε να το
χωνέψη πως ένας αντάρτης πουλούσε τα
ρούχα του.
-Είναι αντάρτης αυτός, αρχηγέ; με
ρώτησε.
-Είναι Αθηναίος.
-Αμ' κατά το κατάλαβα εγώ πως δεν είναι
αντάρτης.
...........................
..............
Πραγματικά, βρισκόταν εκεί ο αξέχαστος
Αιμίλιος Βεάκης, ο Πατρίκιος, ο Γριμάνης,
αρκετές γυναίκες και άλλοι. Βρέθηκαν
κι αυτοί μέσα στο ρεύμα των φυγάδων, που
φεύγανε αλλόφρονες τη νύχτα της 5ης προς
6ην Ιανουαρίου. Φεύγανε χωρίς να ξέρουν
πού παν, προς τα πού έπρεπε να βαδίσουν,
χάσανε τον δρόμο, χάθηκαν, όπως τόσοι
και τόσοι άλλοι στις πλαγιές της Πάρνηθας
και τρόμαξαν να φτάσουν στα Δερβενοχώρια,
σε ελεεινή κατάστασι, ύστερα από 24ωρη
περιπλάνηση.
Ο Βεάκης προσπαθούσε να συγκρατήση
το ηθικό και των άλλων, αλλά ο Γριμάνης
βρισκόταν «στα α μαύρα του πανιά».
Δηλαδή, τα κουρέλια με τα οποία είχε
τυλιγμένα τα πόδια του, μπορεί να ήσανε
κάποτε άσπρα, αλλά τώρα, βουτηγμένα στις
λάσπες, είχανε το χρώμα της απελπισίας.
Στην περιπλάνησί τους στο χιόνι, τα
παπούτσια του διαλύθηκαν και πήρε
κρυοπαγήματα. Τώρα γύριζε με τα κουρέλια,
κουτσαίνοντας και απελπισμένος. Αν τα
κρυοπαγήματα τρομάζουν τον καθένα, τι
θα έπρεπε να σκέπτεται ο χορευτής
εκείνος, όταν κινδύνευε να μείνει
ανάπηρος, κουτσός;
Η Παπαδάκη
Με τον Βεάκη τότε γνωρίστηκα. Τον βρήκα
μόνο κοντά στη φωτιά. Του είπα πως θα
φροντίσουμε για την μετακίνησί τους
εμείς, όπως και για την διατροφή τους
και να μην ανησυχή καθόλου.
Ενώ, όμως, εγώ τον ρωτούσα για τις
ανάγκες του, αν χρειάζεται κανένα
φάρμακο, τσιγάρα, κανένα κουτί γάλα,
εκείνος αφηρημένα και απότομα μου
απαντάει:
-Ξέρεις, καπετάνιε, σκοτώσανε την
Παπαδάκη! Καταλαβαίνεις πόσο φριχτό
είναι αυτό; Μια γυναίκα, μια γυναίκα
που μόνο από τέχνη ήξερε και λάτρευε!-Τώρα το μαθαίνω κι' αυτό, μα ξέρω τόσο άλλα...
Σταμάτησα και τον κύτταξα αμίλητος
και κείνος συνέχιζε τώρα, με πόνο και
με πίκρα.
-Βέβαια, δεν πρέπει κανείς να βλέπη
ό,τι ενδιαφέρει μόνο αυτόν. Αλλά πώς να
το πω: αυτός ο φόνος με τραυμάτισε και
μένα. Είσαι ο μόνος που δεν δικαιολογείς
φοβερό αυτό γεγονός με την συνηθισμένη
κλασική δικαιολογία: «Αυτά γίνονται
σε όλες τις επαναστάσεις». Είσαι ο μόνος
και σ' ευχαριστώ.Αυτά λέγαμε για την λευτεριά;
Άφησα
τον μεγάλο καλλιτέχνη μόνο με τις σκέψεις
του και δοκίμασα να αποτραβηχτώ κι' εγώ
κάπου. Δεν τα κατάφερα, όμως, γιατί με
ξετρύπωσαν οι δύο «Θανάσηδες» του
χωριού: ο Αγαθής και ο Γιαταγάνας, οι
δύο υπεύθυνοι. Ήρθαν, με χαιρέτισαν και
στάθηκαν αμίλητοι αντίκρυ μου.
-Τι γίνεται στο χωριό παιδιά;-Δεν τα βλέπεις; όσοι είχαν πού να πάνε φύγανε. Εδώ μείνανε οι άλλοι, μα κι' αυτοί κρύβονται, χάνονται.
-Γιατί, βρε παιδιά;
-Αρχηγέ, τώρα εσύ αληθινά δεν ξέρεις και ρωτάς εμάς γιατί φοβήθηκε ο κόσμος;
-Δεν κάνω τον ανήξερο. Αυτό το ξέρετε. Αλλά θέλω να μάθω από σας τους δύο, τι λαχτάρισε τους χωριανούς περισσότερο σ' όλην αυτήν την αναμπουμπούλα.
-Η ομηρία, απάντησαν ταυτόχρονα και οι δύο. Πιο πολύ απ' όλα αυτή αγρίεψε τον κόσμο εδώ. Κοπάδια-κοπάδια τους περνούσαν τους κακόμοιρους. Και τώρα όλα τα ακούμε εμείς. Όλοι σ' εμάς ξεσπάνε. Όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε: «αυτά λέγαμε τόσον καιρό για την λευτεριά;»
Μιλούσαν και οι δυο μαζί. Ο ένας
συμπλήρωνε τις φράσεις του άλλου, χωρίς
να χάνη τον ειρμό η κουβέντα τους. Έτσι
το κάνανε πάντα οι δυο το Θανάσηδες των
Σκούρτων.
-Μεγάλο κακό έγινε και πιο μεγάλο ακόμα
θα γίνη, συμπλήρωσε ο Αγαθής. Τόσο αίμα
που χύθηκε, λένε εδώ, δεν μπορεί εύκολα
να σταματήση.
Τους κράτησα ώρα πολύ κοντά μου. Ήθελα
να μάθω και για τα άλλα χωριά. Μα παντού
τα ίδια συναισθήματα κυριαρχούσαν.
Ακόμη και στην Πύλη-και πιο έντονα εκεί-
την ίδια απέχθεια για τα γεγονότα και
την ίδια απελπισία έδειχναν. Και, όμως,
η Πύλη είχε 20 παιδιά της στον Ε.Λ.Α.Σ.,
και όλοι οι άλλοι άντρες της, κάπου 130,
ήσαν εφεδροελασίτες. Πάνοπλοι και
πρόθυμοι με το «πρώτο σφύριγμα» να
τρέξουν κοντά μας σε κάθε δύσκολη στιγμή.
Ήταν το καμάρι μας η Πύλη και την γνώριζε
όλη η Βοιωτία και η Ρούμελη.
-Τι λες αρχηγέ, ρώτησαν φεύγοντας οι
δυο Θανάσηδες μ' ένα στόμα. Θα τελειώσουμε
τώρα ή θα έχουμε συνέχεια;
-Θα τα ξαναπούμε, παιδιά, αυτά. Αφήστε
με τώρα να σκεφθώ και να συνέλθω και
εγώ.
Μα ούτε να συνέλθω, ούτε μάτι να κλείσω
μπορούσα. Μακάριζα τα παιδιά της
προσωπικής μου ομάδος, που τίποτα δεν
τάραζε τον ύπνο τους. Προσπαθούσα να
σκεφτώ με ειρμό, να ταξινομήσω τις
σκέψεις μου, μα τίποτα! Κάθε τόσο, κάθε
φορά που το μεγάλο κούτσουρο της φωτιάς
τριζοβολούσε και σήκωνε φλόγες, «έβλεπα»
στα παλαβά σχήματα που φτιάνανε οι σκιές
στους τοίχους, ό,τι μου τριβέλιζε το
μυαλό: τους ομήρους, τον Βεάκη και την
Παπαδάκη. Τους νεκρούς της μονάδος μου
και τους άλλους νεκρούς...Κι' όταν πέφτανε
η φλόγες και πήχτωναν οι σκιές, έβλεπα
τους 130 της μαχητικής ομάδας της Πύλης,
πατατεταγμένους και επιτιμητάς: «Όταν
κάηκαν τα χωριά μας, μας έλεγες...Και τι
δεν μας έλεγες...»
Κιάφα, Σουλιώτες, Πυλιώτες
Πετάχτηκα έξω. Πνιγόμουν, ήθελα αέρα.
Μα όχι μόνο αέρα. Ήθελα να ξαναζήσω μια
στιγμή που κάποτε με είχε συγκλονίσει.
Δεν ξέρω τον λόγο, μα το ήθελα.
Τα μάτια μου στράφηκαν κατά τον βορηά.
Μέσα στα σκοτάδια, διέκρινα την Κιάφα
των Σκούρτων. Αυχήν θα πη Κιάφα, και
έχουν και τα Δερβενοχώρια την Κιάφα και
την Λάκκα τους.
....Ήταν μια ήρεμη νύχτα, το περασμένο
καλοκαίρι. Ανέβαινα με τον λοχαγό
Κρατερό, τον Κώστα Ζούση, από τα Χάλια
της Χαλκίδας. Ανεβαίναμε αργά με τα
πόδια, από την Λιάτανη, για τα Σκούρτα.
Όταν πλησιάσαμε στην Κιάφα, από την
αντικρυνή πλευρά της, εκεί που ο δρόμος
αρχίζει τις κορδέλλες, σταματήσαμε να
πάρουμε μια ανάσα.
Τότε αντιληφθήκαμε πώς κάποιος βάδιζε
ξένοιαστος αρκετά μπροστά από μας. Τώρα,
με τις κορδέλλες , όμως, ακούγαμε καλά
τα βήματά του και κάτι μουρμούριζε σαν
τραγούδι.
Ξαφνικά, μια δυνατή νεανική φωνή τον
σταμάτησε:
-Αλτ! Τις ει;
Ήταν ο σκοπός, που φύλαγε πάνω στον
αυχένα.
Ο προπορευόμενός μας αποκρίθηκε με
σταθερή και δυνατή φωνή.
-Είμαι Πυλιώτης.
Και η απάντησις του σκοπού ήρθε αμέσως:
-Τι Πυλιώτης, τι Σουλιώτης. Πέρνα
ελεύθερος!
Ρίγος και ανατριχίλα ένοιωσα να διαρρέη
στην πλάτη μου. Όπως κάποτε, σε παληά
χρόνια στο σχολείο...Νομίζω πως και ο
Κρατερός τον ίδιο συγκλονισμό ένοιωσε.
Το σκοτάδι δεν με άφηνε να δω τα μάτια
του...Κιάφα, Σουλιώτες, Πυλιώτες...
Τώρα, όμως, όλα εκείνα πέρασαν. Τώρα
βρισκόμουν από την άλλη μεριά της Κιάφας,
μ' έβρεχε το χιονόνερο και βρισκόμουν
μόνος. Ο Κρατερός είχε κι αυτός αδικοσκοτωθή
στις πρώτες δεκεμβριανές συγκρούσεις.
Κι' έμενε ακόμη και το δίλημμα: Τι θα
γίνει παραπέρα;
Αλλά από το δίλημμα εκείνο απολυτρώθηκα
σε δύο μέρες. Δεν μπορώ να πω κατηγορηματικά
τι θα έκανα, τι θα απεφάσιζα, αν συνεχιζόταν
ο πόλεμος από τις θέσεις που βρισκόμαστε.
Στην Αττική και στη Βοιωτία. Δεν είναι
τόσο εύκολο, σε μια τέτοια περίπτωση,
να αποφασίση κανείς να σπάση δεσμούς
και στρατιωτικές υποχρεώσεις. Μήπως
έτσι δεν παρασύρθηκαν οι περισσότεροι
από τους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ στην
δεκεμβριανή σύγκρουσι; Κανείς τους
σχεδόν δεν την ήθελε, αλλά και κανείς
δεν απεφάσισε να «λιποτακτήση» την ώρα
που κροτούσε το πολυβόλο.
Το γεγονός, όμως, ότι σύμφωνα με τους
όρους της ανακωχής, εφήναμε σε μέρες
την Βοιωτία, για να κατευθυνθούμε στο
Γαλαξείδι και το Λιδωρίκι, είχε άμεση
και απολυτρωτική επίδραση σε μένα.
Το πρόβλημα, το δίλημμα που με
απασχολούσε, εύρισκε μια λύσι:
- Ο πόλεμος ετελείωσε!
Βέβαια, δεν ξεχνούσα ούτε εκείνες τις
στιγμές πως η λύσις ήταν η χειρότερη
που μπορούσε να υπάρξη. Και με τη λογική,
αλλά και με το ένστικτο καταλάβαινα,
ότι πολλά γκρέμισαν και πολλά όνειρα
έσβηναν από την ώρα που άρχιζε η σύγκρουσι
του Δεκεμβρίου. Η πορεία προς τα εμπρός
διεκόπη, τώρα ούτε λόγος δεν θα μπορούσε
να γίνη για την «κοινωνική εξέλιξι». Τα
καταλάβαινα αυτά πολύ καλά, παρά την
ανεξάντλητη αισιοδοξία πολλών από το
περιβάλλον μου. Παρ' όλα αυτά, όμως,
εκείνες τις στιγμές η σκέψις πως
«ετελείωσε ο πόλεμος» μου έφερνε μια
ανακούφισι.
Ετελείωσε ο πόλεμος οριστικώς για
μένα. Ο πόλεμος και όχι «ένας γύρος του».
Και τελείωσε για μένα, τοπικώς, εκεί που
τον είχα αρχίσει, στη Βοιωτία.
Στα βουνά της Βοιωτίας τον άρχιζα. Στα
βουνά με τους βουνίσιους «Αρβανίτες».
Εκεί και τον ετερμάτιζα. Άρχιζα, βέβαια,
εντελώς διαφορετικά απ' όπως τελείωνα.
Άρχιζα και τελείωνα, ακόμη, εντελώς
διαφορετικά από τους περισσότερους,
από ένα πλήθος ανθρώπων, από χιλιάδες
εαμιτών. Μυριάδες είναι εκείνοι που
«ξεκίνησαν» μόνο από τα απελευθερωτικά
συνθήματα του ΕΑΜ και κατέληξαν αργότερα
οπαδοί, μέλη και στελέχη του ΚΚΕ. Εγώ
ξεκίνησα στην Βοιωτία ως οργανωτής του
κόμματος, έγινα καπετάνιος μιας από
τις πολυπληθέστερες μονάδες του ΕΛΑΣ
και κατέληξα...«Αρβανίτης»! Το περιβάλλον
φταίει; Ίσως.
Φεύγοντας, πάντως, από την Βοιωτία,
τέτοιες μέρες πριν από δεκατρία χρόνια,
αισθανόμουν τον πόνο του ξενητεμένου.
Παιδεύτηκα, βασανίστηκα, κινδύνευσα
σ' αυτόν τον τόπο και γι' αυτό ασφαλώς
τον αγάπησα περισσότερο και από την
πατρίδα μου ακόμη.
Τελειώνοντας τον ένοπλο αγώνα – το
ξαναλέω – ήμουν πια «Αρβανίτης».
Ο πόλεμος και η κατοχή
Δεν έγινα καπετάνιος, «βάσει
προδιαγεγραμμένου σχεδίου» ή κατόπιν
επιλογής της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε.
Οι περιστάσεις με έφεραν στις πλαγιές
του Κιθαιρώνα και με πρωτοβουλία μου,
αντήλλαξα το πόστο του «γραμματέα» με
τον τίτλο του καπετάνιου.
Η εισβολή των Γερμανών με βρήκε εργολάβο
μωσαϊκών και δεύτερο γραμματέα της
Οργανώσεως Πειραιώς ειδικώς υπεύθυνος
για τα Φάληρα και την Καλλιθέα. Πρέπει
να σημειωθή ότι κατά το εξάμηνο του
Ελληνοϊταλικού πολέμου το ΚΚΕ είχε
πάρει κάποια ανάσα και είχε αρχίσει να
«ανακλαδίζεται» κάπως. Η απασχόλησις
της Αστυνομίας με ένα σωρό άλλα προβλήματα
από την μια μεριά αλλά και η γενική
ανάτασις του Έθνους και ο παραμερισμός
κάθε διαφοράς του παρελθόντος, μαζί με
την συναίσθησι πως πολλά τα καινούργια
και συγκλονιστικά θα συμβούν στον
κόσμο, έδωσαν την δυνατότητα στα λίγα
στελέχη που είχαν διαφύγει ως τότε να
δραστηριοποιηθούν κάπως.
Έτσι είχε δημιουργηθή κατά
την διάρκεια του πολέμου από την «Παληά
Κεντρική Επιτροπή»το «Μέτωπο Εθνικής
Σωτηρίας- Ειρήνης», το Μ.Ε.Σ.Ε., ο πρόδρομος
εκείνος του ΕΑΜ, που ανέπτυξε αρκετή
δραστηριότητα προ της εισβολής των
Γερμανών ακόμη. Μετά την κήρυξη του
πολέμου κατά της Σοβιετικής Ενώσεως,
το Μ.Ε.Σ.Ε., απέβαλε τον ειρηνικό του
χαρακτήρα και μετετράπη σε ΜΕΣ (Μέτωπο
Εθνικής Σωτηρίας).
Το δειλό «ανακλάδισμα» της εποχής του
Αλβανικού πολέμου, μετεβλήθη σε ορμητικήν
εξόρμησιν, ως γνωστόν, ευθύς μετά την
εισβολήν των Γερμανών και την παράλυσιν
ή την ανοχήν του κρατικού μηχανισμού
προς παράνομον κόμμα. Η ορμή όμως αυτή
ανεκόπη σε λίγο – και ομολογουμένως
για λίγο μόνον.
Οι επανελθόντες από τα νησιά πρώτοι
εξόριστοι ήθελαν να αναλάβουν οι ίδιοι
την κατάστασι στα χέρια τους και να την
εκκαθαρίσουν. Παραμέρισαν λοιπόν όλα
τα στελέχη της γνωστής «Προσωρινής
Διοίκησης», του γνωστού κατασκευάσματος
της Αστυνομίας, με το οποίο «ετύλιξε»
τον πολυπράγμονα Ζαχαριάδη. Παραμέρισαν
όμως και τα στελέχη της «Παλαιάς
Κεντρικής», τα οποία ετέθησαν «εις
διαθεσιμότητα» και διετάχθησαν να
παραδώσουν όσους σχηματισμούς καθοδηγούσαν
και να μη έλθουν πλέον σε καμία επαφή
με κανέναν.
Η καραντίνα αυτή περιέλαβε και εμένα
και έμεινα ....αρκετό διάστημα. Ο μόνος
με τον οποίο κρατούσα επαφή ήταν ο πρώτος
γραμματέας του Πειραιά Σαντής. Επί
τέλους ένα βράδυ σ' ένα ραντεβου μας
στην πλατεία των οδών Αιόλου – Αδριανού,
μου ανεκοίνωσε ότι το κόμμα απεφάσισε
να με χρησιμοποιήση και πάλι αλλά θα
έπρεπε να υπογράψω προηγουμένως μια
αποκήρυξι του Παπαγιάννη και του
Κτιστάκη! (Των δύο τελευταίων, υπολειφθέντων
ηγετικών στελεχών της Παλαιάς Κεντρικής).
Η πρότασις εκείνη τότε, μου έκανε
τρομακτική εντύπωσι, με συνετάραξε.
Έμεινα αμίλητος αρκετή ώρα. Ο Σαντής
προσπάθησε να εκμεταλλευθή την αναστάτωσί
μου και να με δεσμεύση.
-Άφησε τους δισταγμούς σύντροφε, μου
είπε. Δεν είναι καιρός για συναισθηματισμούς.
Το Κόμμα σήμερα περισσότερο από κάθε
φορά έχει ανάγκη συνοχής και πειθαρχίας
και σε χρειάζεται.
-Όχι δεν μπορώ του απάντησα βαρειά.
Έστω και αν μείνω στο περιθώριο και
στην αδράνεια.
Εκείνη η άρνησίς συντέλεσε στην
απομάκρυνσί μου από την Αθήνα και σε
άλλα πολλά. Αν έμενα εδώ, είναι ζήτημα
αν θα με απασχολούσε ποτέ το αντάρτικο,
μια που κατά πάσαν πιθανότητα θα με
έθεταν στον συνδικαλιστικό τομέα.
Σε μια βδομάδα ξανασυνάντησα τον
Σαντή. Μου είπε ότι το κόμμα απεφάσισε
να με βάλη εαμικό υπεύθυνο στην Βοιωτία
– μου το ετόνισε όμως, αποκλειστικά για
την οργάνωση του ΕΑΜ και όχι του κόμματος.
-Δηλαδή χάνω την κομματική μου ιδιότητα
τον ρώτησα.
-Όχι...απόδειξις πως δεν σου βάζουν
κομματικό γραμματέα. Αλλά στη Θήβα έχει
πολλούς δηλωσίες, τροτσκιστές,
αρχείους...Πήγαινε που σου λέω και
βλέπουμε.Αχανές και ερημιά
Αχανές και ερημιά βασίλευε στην Βοιωτία
τον Νοέμβριο του 1941. Το ΕΑΜ ήταν άγνωστο
βέβαια. Αλλά και οι ελάχιστοι προπολεμικοί
κομμουνισταί που ήσαν διατεθειμένοι
να επανασυνδεθούν με το Κόμμα δενευνοούσαν
να γίνουν «παρακεντέδες» και νεοπροσήλυτοι,
να εισέλθουν πάλι εις τον νάρθηκα τους
ναού σαν κατηχούμενοι.
-Αν μας θέλει το Κόμμα ας έρθη
κομματική σύνδεσις και όχι εαμική, ήταν
η απάντησις όλων τους. Τριών ανθρώπων
δηλαδή για την ακρίβεια, όλων κι όλων!
Γύρισα άπρακτος στην Αθήνα. Ξαναβρήκα
τον Σαντή και του εξέθεσα την επιτακτική
ανάγκη μιας «κομματικής αξουσιοδοτήσεώς
μου». Τώρα, να πω την αλήθεια, ίσως η
ανάγκη αυτή να μην ήταν στην πραγματικότητα
και τόσο επιτακτική. Ίσως – ή μάλλον
ασφαλώς - με παρέσυρε κι' εμένα ο ίδιος
κομματικός συναισθηματισμός που επηρέαζε
και τους άλλους. Δεν μπορούσα τότε να
αισθάνομαι τον εαυτό μου έξω από το
κόμμα.
Εξ άλλου βρισκόμουν σε μια άγνωστη
περιοχή όπου κατ' ανάγκην έπρεπε να
ξεκινήσω με 2-3 ντόπιους ανθρώπους, με
τους οποίους με συνέδεαν από την Αθήνα,
και τους οποίους έπρεπε να ικανοποιήσουμε.
Σε μερικές μέρες ήρθε η νέα
απάντησι του Κόμματος: Θα μπορούσα να
συγκροτήσω μερικές βάσεις, αλλά από
«δόκιμα» μέλη του κόμματος. Κάτι ήταν
όμως κι' αυτό, όταν μάλιστα θα μπορούσαμε
να παρασιωπούμε κάπως και εκείνην την
«περί δοκίμων διάταξιν». Οι πρώτοι-πρώτοι
με τους οποίους με συνέδεσαν από την
Αθήνα ήσαν δυο Κριεκουκιώτες, ο Τάκης
Μακρής και ο Λευτέρης Οικονόμου. Απ'
αυτούς πήρα σύνδεσι με τους Θηβαίους
Νίκο Αδάμ, Ευάγγελο Καλαντζή και Σταύρο
Σαράτση. Αργότερα από τον τελευταίο,
συνδέθηκα και με τον συνάδελφό του
τηλεγραφητή του Κριμπά Γ. Κωτσή , για
την δράσι του οποίου με το ψευδώνυμο
Βαρλαάμ, πολλά έχω να πω.
Η πρώτη συνεδρίασις έγινε στο Κριεκούκι,
και το κυριώτερο, αν όχι μοναδικό
αποτέλεσμά της ήταν πως έμαθα ότι και
ένας άλλος Κριεκουκιώτης, ο Γ. Μποτσίνης,
μόνιμος λοχίας, ήταν ήδη «φτιαγμένος
κομμουνιστής», φτιαγμένος από τον
Οικονόμου.
Αυτός ήταν! Αυτόν γύρευα. Ήξερα πως
εκείνον τον καιρό οι υπαξιωματικοί του
στρατού ετοποθετούντο εις την Χωροφυλακήν
αντίστοιχα με τον βαθμό τους. Δεν θα
ήταν καθόλου δύσκολο να επιδιώξη ο
Μποτσίνης την τοποθέτησίν του σ' ένα
χωριό της Βοιωτίας.
Την ίδια κιόλας μέρα έφυγα για την
Αθήνα και το άλλο βράδυ
τον συνάντησα, εφωδιασμένος με γράμματα,
στον Βοτανικό.
Μου έκανε με το πρώτο εντύπωσι θετικού
ανθρώπου. Μιλήσαμε ως τα μεσάνυχτα.
Δέχθηκε την πρότασί μου και αντί να
ζητήση να τοποθετηθή στο χωριό του
ζήτησε να πάη σε οποιονδήποτε σταθμό
πέρα (δυτικά) από τη Θήβα. Είχα τον λόγο
μου γι΄ αυτήν την προτίμησι. Στο Κριεκούκι
και στα κοντινά χωριά δεν θα μπορούσα
να εμφανίζομαι ως εξάδελφος του
σταθμάρχου.
Σε λίγες μέρες ο Μποτσίνης τοποθετήθηκε
στα Βάγια. Και σε λίγες ακόμη μέρες, ένας
μαυραγορίτης ξεκίναγε κάθε τόσο από τα
Βάγια, μέσα από τον αστυνομικό σταθμό,
για τα γύρω χωριά.
Μικρομαυραγορίτης
ήμουν. Στο πανέρι μου είχα μόνο κινίνα,
ασπιρίνες, και ζαχαρίνες που τα άλλαζα
με αυγά ή ό,τι άλλο.
Περίληψις προηγουμένου
Ο Ανδρέας Μούντριχας, προπολεμικόν
στέλεχος του ΚΚΕ, ευρέθη κατά την εισβολήν
των Γερμανών εις την χώραν εντεταγμένος
εις τας ελάχιστας κομματικάς δυνάμεις
τα οποίας διέθετεν η λεγόμενη «Παλαιά
Κεντρική Επιτροπή» του ΚΚΕ. Οι επανελθόντες
όμως εκ των νήσων εξόριστοι κομμουνισταί
διέλυσαν τους υπάρχοντας σχηματισμούς
και συνεκρότησαν την ονομασθείσαν «Νέαν
Κεντρικήν».
Επειδή ο Α. Μούντριχας ηρνήθη να
υπογράψη αποκήρυξιν των τελευταίων
ηγετικών στελεχών της «Παλαιάς» Δ.
Παπαγιάννη και Ε. Κτιστάκη, απεμακρύνθη
της Οργανώσεως του Πειραιώς όπου ήτο
δεύτερος γραμματεύς και ετέθη εις
«διαθεσιμότητα» επί μερικάς εβδομάδας.
Αργότερον απεστάλη εις την Βοιωτίαν,
με την εντολήν να δημιουργήση εκεί
οργανώσεις του ΕΑΜ.
Συνεδέθη εξ Αθηνών με ελαχίστους
παλαιούς κομμουνιστάς αρχικώς, (δύο εις
το Κριεκούκι, τρεις εις τας Θήβας, ένα
εις τον Κριμπάν) και με αυτούς προσεπάθει
να θέση τας βάσεις μιας νέας οργανώσεως.
Από τα πρώτα βήματά του όμως διευκολύνθη
με την στρατολογίαν του Γ. Μποτσίνη.
Αυτός ήτο μόνιμος λοχίας. Τον έπεισε να
ζητήση την τοποθέτησίν του εις ένα
σταθμόν Χωροφυλακής της υπαίθρου, πράγμα
ευκολώτατον τότε. Κατ' αυτόν τον τρόπον
ο Μποτσίνης ετοποθετήθη αστυνομικός
σταθμάρχης εις τα Βάγια των Θηβών, από
τον οποίον σταθμόν καθ' εκάστην, ο δήθεν
εξάδελφός του και δήθεν μαυραγορίτης
Μούντριχας, εξεκίνα με ένα πανέρι
περιέχον ζαχαρίνες και κινίνα δια τα
βοιωτικά χωριά.
2ον
Αυτή η άμεσος επαφή με τον κόσμο, με
τα χωριά, ευκόλυνε την προσπάθειάν μου
καταπληκτικά. Κανείς δεν με γνώριζε
στην περιοχή των Θηβών. Γύριζα ασύδοτος,
ο Μποτσίνης είχε πάντοτε το νου του
μήπως μου συμβή τίποτα για να επέμβη
και έτσι προχωρούσα θαρρετά στην γνωριμία
και τον προσηλυτισμό ανθρώπων.
Βέβαια και οι λίγοι «ωργανωμένοι» των
Θηβών και του Κριεκουκίου δεν μένανε
με σταυρωμένα χέρια. Κι αυτοί «δούλευαν»
πυρετωδώς.
Από την Αθήνα, μέσω του Κ. Παπαναστασίου
πήρα σύνδεσι με την Λειβαδιά, με τον
Χρήστο Μπαρμπέρη κι' από κει πήρα επαφή
και με την Αράχωβα. Ο σκελετός της
«οργανώσεώς μου» είχε πια συγκροτηθή.
Αλλά από τα πρώτα βήματα στην προσπάθειά
μου, είδα ότι τώρα πια τα παληά , τα
προπολεμικά καλούπια οργανωτικής
δουλειάς δεν είχαν και τόση πέρασι στην
ύπαιθρο τουλάχιστον. Ακόμη και τους
πρώτους μήνες της κατοχής, το φθινόπωρο
και τον χειμώνα του41, τότε που η Αθήνα
«λιποθυμούσε από την πείνα», εδώ ένας
καινούργιος παράγων έκανε την εμφάνισή
του. Δεν θα το πω ακόμη αυτό το νέο
στοιχείο, «παράγοντα του ενόπλου αγώνος»,
αλλά πάντως το πλήθος των ενόπλων, των
«κλαριτών»που ξεφύτρωναν κάθε μέρα
στις βοιωτικέ βουνοπλαγιές ήταν κάτι
το απρόοπτον, το σοβαρόν και το
υπολογίσιμον.
Πριν σβήση κι' όλας το 41, η πείνα ή ο
κατατρεγμός είχαν δημιουργήσει στην
Βοιωτία τις παρακάτω ένοπλες ομάδες ή
συμμορίες, όπως θέλετε πέστες τις:
Στον Ελικώνα δρούσε η πολυάριθμη ομάδα
του Αποστόλου, από το Ζερίκι, τόσο
πολυάριθμη που κατά την φαντασία των
καμποχωριτών απετελείτο από όλους τους
Ζερικιώτες. Πιο πέρα, δυτικά, είχε
εμφανισθή ο Αβορίτης από το Κυριάκι.
Γύρω στη Λειβαδιά περιεφέρετο ο Αρκουμάνης
ή Τρομάρας.
Στον κάμπο της Κωπαΐδος, προς την Θήβα,
έκανε την εμφάνισή του ο δυσκολοπρόφερτος
Ζντρους, πιο ψηλά, προς την Καρδίτσα ο
Νάκιας, στα Βίλια κάποιοι άλλοι και
ακόμη ενεφανίζοντο τότε και άλλες
διαφορετικές από τις προηγούμενες
ομάδες: Μία «Κυπριακή» και μία...
«Αγγλοαραβική!»
Οι Κύπριοι, Τάσσος και Αντώνης και ο
Τούρκος συμπατριώτης τους Αχμέτ απήρτιζον
την πρώτη. Ένας πελώριος, φοβερός και
τρομερός στην λαϊκή φαντασία αράπης, ο
Παλαιστινέζος Αφγάν με έναν Εγγλέζο,
ήσαν τα μέλη της δεύτερης ομάδος. Και
οι πέντε αυτοί είχαν αποκοπή από το
αγγλικό εκστρατευτικό σώμα, αλλά δεν
είχαν καμία διάθεσι να παραδοθούν στους
Ιταλούς.
Θα τους συναντήσω σχεδόν όλους, αυτούς,
καθέναν χωριστά στον δρόμο μου σε λίγο,
αλλά από τις πρώτες κι' όλας μέρες, «που
γύριζα μαυραγορίτης»στα χωριά, το
πρόβλημα αυτό με απασχολεί, όλο και σαν
πιο «πρωταρχικό» γιατί πραγματικά
απασχολεί άμεσα και τον κόσμο των χωριών.
Αρχίζω να το βλέπω πότε σαν εφιάλτη, με
τρόμο, άλλοτε πάλι ψύχραιμα, με ελπίδες,
όπως ακριβώς το έβλεπαν και οι χωρικοί,
πάντως πλέον σαν το πρωταρχικό και την
«δική μου δουλειά» πρόβλημα.
Ο «μονόματος» τσομπάνος
Καμμιά φορά, όμως, η απάντησις σ' αυτά
τα δύσκολα προβλήματα, έρχεται απρόοπτα
απ' εκεί που ποτέ δεν την περιμένει
κανείς.
Ένα ηλιόλουστο απόγευμα του Ιανουαρίου
του 42, περπατούσα μόνος από τα Κόκλα
προς το Καπαρέλι. Στο δρόμο συνάντησα
ένα γέρο τσομπάνη, μονόφθαλμο, που έβοσκε
μερικές γίδες. Σταμάτησα και έπιασα
κουβέντα μαζί του. Σε λίγο η συζήτησις
ήρθε στο «επίκαιρο θέμα».Εκείνες τις
μέρες είχον μαθευτή στα γύρω χωριά
φοβερά και τρομερά πράγματα:
Οι Ζερικιώτες κατέβαιναν από το χωριό
τους, πανστρατιά πάνοπλοι και πειναλέοι,
πέφτανε στα καμποχώρια, φθάνανε ως και
το Πλατανάκι (βορείως των Θηβών) και το
Σύρτζι, και στο δρόμο τους δεν άφηναν
τίποτα. Σκούπιζαν κυριολεκτικά τα πάντα.
Δεν περιφρονούσαν ούτε τα τηγάνια, ούτε
τα κουτάλια των καμποχωριτών! Ο Αποστόλου
έπαιρνε στο λαιμό του όλο το χωριό του,
αλλά πάντως το κακό δεν ήταν μικρό.
-Τι θα γίνη γέρο; τον ρωτούσα. Οι
Ιταλοί παίρνουν ό,τι θέλουν από τα
χωριά. Τώρα και οι συμμορίες αρπάζουν
ό,τι αφήνουν εκείνοι. Τι θα γίνη;-Μη στενοχωριέσαι βρε παιδί μου τόσο. Έτσι είναι να γίνη. Έτσι θα γίνη το «Καινούργιο Ελληνικό». Δεν το ξέρεις πως και στα παληά έτσι έγινε;
-Έτσι; Πώς;
-Έτσι έγινε. Έτσι θα γίνη και τώρα. Και οι Ζερικιώτες και όλοι οι άλλοι, λίγο με το φιλότιμο, λίγο με το ζόρι, σιγά-σιγά θα γίνουν στρατός και θα περιμαζευτούν. Κατάλαβες;
-Και ποιος θα τους περιμαζέψη;
-Αυτό δεν το ξέρω. Εγώ είμαι γέρος,
αγράμματος και «μονόματος». Οι διπλομάτες
τα ξέρουν τα άλλα!
Και το μοναδικό μάτι του γέρο-τσομπάνη καρφώθηκε πάνω μου, επίμονα, επιτιμητικά και ερευνητικά.
Έφυγα από εκείνην την συνάντησι άλλος άνθρωπος. Τώρα δεν έχω πια καμία αμφιβολία, κανέναν δισταγμό. Ναι, πρέπει να βαδίσουμε αδίστακτα προς το «περιμάζεμα», προς την δημιουργίαν ενόπλων ομάδων.
Έφυγα από εκείνην την συνάντησι άλλος άνθρωπος. Τώρα δεν έχω πια καμία αμφιβολία, κανέναν δισταγμό. Ναι, πρέπει να βαδίσουμε αδίστακτα προς το «περιμάζεμα», προς την δημιουργίαν ενόπλων ομάδων.
Σε δύο κι' όλας μέρες κατέβηκα στην
Αθήνα. Έχει πια «εμφανισθή»στο κομματικό
προσκήνιο ο Σιάντος και έχει αναλάβει
την γραμματεία του κόμματος. Σ' αυτόν
απευθύνω λοιπόν προσωπικά μια έκθεσι
για την κατάστασι στην Βοιωτία και ζητώ
την έγκρισι του για να σχηματίσω την
πρώτη ένοπλη ομάδα του ΕΑΜ.
Ο ΕΛΑΣ δεν έχει εμφανισθή ακόμη ούτε
στα χαρτιά. Σε λίγες μέρες έκανε την
εμφάνισί του.
Υπάρχει μόνο μια απόδασις της 8ης
Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής,
που κάτι λέει περί ενόπλου αγώνος, κάτι
«μέσες-άκρες», κάτι αοριστίες. Είναι η
απόφασις, που, ως γνωστόν «εχάθη», δεν
ευρέθη ένα αντίγραφόν της, για να παρατεθή
στα ντοκουμέντα της ιστορίας του Κ.Κ.Ε.!
Βέβαια δεν ήξερα τότε τους δισταγμούς
και τις «ταλαντεύσεις» του Σιάντου. (Ο
Ιωαννίδης δεν είχε φύγει ακόμη από την
Μονήν της Πέτρας και ο Σιάντος ήταν
«μονοκράτωρ» στο κόμμα). Ούτε ακόμη
εγνώριζα τότε προσωπικά τον άνθρωπο,
ούτε ήξερα ότι τον ίδιο καιρό ο Θανάσης
Κλάρας, ο Άρης, τις ίδιες διαπιστώσεις
και τις ίδιες προτάσεις με μένα έκανε,
από την Λαμία εκείνος.
Η απάντησις του «Γέρου», όμως, - αν
είναι, αν λέγεται απάντησις, ήταν ότι:
«το κόμμα θα μου απαντήση εν καιρώ».
Γύρισα στο ορμητήριό μου, στα Βάγια,
απογοητευμένος, χωρίς όμως να πεισθώ
καθόλου πως ο καιρός « θα διόρθωνε την
κατάστασιν». Ένα γεγονός, όμως, συνετέλεσε
κι' αυτό, στο να μου δημιουργήση την
πεποίθησι, να με ωθήση στην απόφασι, πως
δεν έπρεπε να περιμένω και πολύ.
Εκείνες τις μέρες, ένας από τους
κλαρίτες της Βοιωτίας, εξοντώνεται. Ο
Ζντρους. Πιάστηκε στο δόκανο που του
έστησε ο διαβολογερμανός Χάνς Μάγερ
και χάθηκε. Τώρα καταλαβαίνω ακόμη πιο
έντονα ότι πρέπει να βιασθώ γιατί σε
λίγο ο Μάγερ δεν θ' αφήση κανέναν κλαρίτη
ελεύθερο. Ή θα τους κάνει όργανά του ή
θα τους εξοντώση έναν-έναν.
Ο δαιμόνιος Γερμανός
Ποιος είναι όμως, αυτός ο διαβολογερμανός,
που κυριολεκτικά «τον φοβήθηκε το μάτι
μου», από την πρώτη στιγμή που άρχισα
να κινούμαι στην περιοχή αυτήν;
Ο Μάγιερ ήταν ένας από τους Γερμανούς
εκείνους που «δούλευαν» στην Ελλάδα
προπολεμικά. Πιστεύω πως ήταν ο
σατανικώτερος, ο πιο τετραπέρατος και
καταχθόνιος. Γεωπόνος, δούλεψε λίγο στο
υπουργείο Γεωργίας, έπειτα προσελήφθη
υποδιευθυντής στην αγγλική εταιρία
Κωπαΐδος. Εκεί απέκτησε φυσικά σχέσεις
με πολλούς Άγγλους, που αργότερα θα
δούμε πόσον επωφελώς τις χρησιμοποίησε
για τα σχέδιά του. Δημιούργησε ακόμη
και έναν δικό του κύκλο ανθρώπων, από
υπαλλήλους και επιστάτες της Κωπαΐδος.
Στις πρώτες ημέρες της κατοχής ενεφανίσθη
με στολή υπολοχαγού της Βέρμαχτ και
παρέλαβε, διοικητής τώρα, της Κωπαΐδος.
Ήταν όμως και παρέμεινεν ως το τέλος
της κατοχής, ο εκπρόσωπος των γερμανικών
συμφερόντων σ' όλη την Βοιωτία και την
Νότιο Λοκρίδα, ο αρχηγός της Γκεστάπο,
υπερδιοικητής των πάντων, που οι Ιταλοί
τον υπελόγιζαν και τον έτρεμαν περισσότερο
και από τους υποδούλους Έλληνας.
Από την εποχή που ήταν φτωχός
υπάλληλος,είχε παντρευθή μια Ελληνίδα.
Ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα την κόρη της
σπιτονοικοκυράς του, την μικρή Τιτίκα
Ιερεμιάδου, καθώς την πρωτοείδε να
γυρίζη από το ωδείο με μαθητική ποδιά.
Και αν ακόμη ο έρως και ο γάμος εκείνος
δεν ωφείλετο εις κατασκοπευτική
σκοπιμότητα, είναι γεγονός ότι τώρα τον
ωφελούσε σημαντικά. Είχε γνωριμίες με
την κοινωνία των Αθηνών και κυρίως
γνώριζε πολύ καλά το πνεύμα που κυριαρχούσε
στις σκέψεις όλων των Ελλήνων εκείνην
την εποχήν. Τίποτε δεν του ξέφευγε.
Ο Ζντρους
Στα δίχτυα αυτού του καταχθόνιου έπεσε
ο φτωχός ο Ζντρους.
Κατάδικος στις φυλακές Κασσάνδρας
για τον φόνο κάποιου φύλακα της Κωπαΐδος,
δραπέτευσε τις πρώτες ημέρες της εισβολής
και έφτασε με χίλια βάσανα στο χωριό
του, την Πετρομαγούλα. Προμηθεύτηκε ένα
τουφέκι και γύριζε τώρα φυγόδικος στα
μέρη, που γνώριζε βήμα προς βήμα, στα
μπαμπάκια και τις καλαμποκιές του
κωπαϊδικού πεδίου. Έγινε ο φόβος και ο
τρόμος των επιστατών, της Χωροφυλακής
και της ιταλικής Διλοχίας που διατελούσε
υπό τας αμέσους διαταγάς του Μάγερ στον
Κριμπά. Ήξερε ακόμη, μάθαινε πως και
άλλοι σαν κι' αυτόν «κλαρίτες» βρίσκονται
λίγο πιο πέρα από τα λημέρια του. Ακόμη
και Εγγλέζοι. Ίσως κάποτε να σμίγανε
όλοι μαζί...
Αυτό, όμως, φρόντιζε να αποτρέψη και
ο Μάγερ, και γι' αυτό έβαλε εις ενέργειαν
και άλλα τα «μεγάλα μέσα» για την
εξολόθρευσί του. Μια αθηναία μαυραγορίτισσα,
η Κατίνα, βρέθηκε «τυχαία», στον δρόμο
του φυγόδικου. Αθηναία ήταν, ο κλέφτικος
νόμος του σεβασμού των γυναικών, δεν θα
έπρεπε να ισχύη και γι' αυτού του είδους
τα θηλυκά. Έπειτα η Κατίνα φρόντισε και
η ίδια να δείξη τον θαυμασμό της στον
αγριολεβεντάνθρωπο εκείνον.
Μια ερωτευμένη μαυραγορίσσα
Μέσα στις μπαμπακιές, η σεξουαλική
βουλιμία του αγριμιού βρήκε την
ικανοποίησί της. Πρόθυμη η μαυραγορίτισσα
έσπευδε στον τόπο που τις ώριζε κάθε
φορά ο Ζντρους. Έπαιρνε, όμως, κι' εκείνος
όλα τα μέτρα ασφαλείας που ήξερε από
τους παληούς. Την άφηνε να περιμένει
ώρες, ώσπου με χίλιες πονηριές να την
ειδοποιήση, κάπου αλλού να κατευθυνθή
για να συναντηθούν.
Δεν γινόταν η παγίδευση με αυτόν τον
τρόπο! Κάτι άλλο έπρεπε να σκεφθούν.
Έπρεπε η μαυραγορίτισσα να επιστρατεύση
όλη τη σαγήνη της,, να πείση το θηρίο
της πως θάπρεπε ν' αφήση αυτήν την
σκυλίσια ζωή.
Εκεί στην Κοκκινιά τον περίμενε το
σπιτάκι της. Δικό του θα ήταν. Και δουλειές
θα είχαν. Και στο κάτω-κάτω, αν δεν του
άρεσε, ας ξαναγύριζε στα λημέρια του.
Ας περνούσαν όμως μαζί τους δύο μήνες
του χειμώνα στην ζεστασιά της Κοκκινιάς.
Στο τέλος τον έπεισε.
Πριν όμως αφήσει τα λημέρια του,
δοκίμασε να κάνει κι ένα κομπόδεμα.
«Ληστεία εις την Στενήν-Ερημοκάστρου
Θηβών», γράψανε οι εφημερίδες της
16-1-42.
«Ληστεία εις την Ράχην Αμπελοχωρίου
Θηβών. Την ληστείαν διέπραξεν η από τους
θέρους του 1941 συγκροτηθείσα
ληστοσυμμορία»(23-1-42)
Με το «κομπόδεμα» και την «κατάκτησί
του», κατέβηκε ο Ζντρους στην Κοκκινιά.
Δύο-τρεις μέρες όμως χάρηκε. Ώσπου να
ειδοποιηθή ο Μάγερ από την μαυραγορίτισσα
και να διαταχθή ο διοικητής των μεταβατικών
αποσπασμάτων Βοιωτίας υπομοίραρχος
Ζαβός.
Τον σκότωσε επί τόπου, στο ζεστό κρεβάτι
της μαυραγορίσσας του Μάγερ. Και όμως!
Κανείς δεν βρέθηκε που να δικαιολογήση
τότε τον φόνο εκείνον, έστω και αν ο
φονευθείς με τις δύο τελευταίες ληστείες
του, είχε δημιουργήσει τόσες αντιπάθειες
στην περιοχή.
Η ίδια αγανάκτησις παρετηρήθη και με
τον φόνον του Ζερικιώτη Αποστόλου.
Παντρεμένος στο χωριό του, αυτός, ήθελε
να έχη και στη Σούρπη γυναίκα. Η χήρα
μάνα της κοπέλλας που διάλεξε, όμως, με
τους συγγενείς της, τον μέθυσαν, τον
έδεσαν και ειδοποίησαν την Χωροφυλακή
Λειβαδιάς να τον παραλάβη. Οι Ιταλοί
τον τουφέκισαν.
Εγώ, περισσότερο απ' όλα επεσήμανα
την αγανάκτησι του κόσμου για εκείνους
τους δύο φόνους, εκείνων των ανθρώπων,
που δεν αποτελούσαν βέβαια, υποδείγματα
εθνικών αγωνιστών. Όμως κι' αυτούς ακόμη
οι Θηβαίοι και οι Λειβαδίτες τους είδαν
σαν θύματα στον εθνικό αγώνα. Και
επεσήμανα ακόμη και τον κίνδυνο που
διέτρεχαν οι άλλοι, οι καλύτεροι. Τέτοιοι
ήσαν οι Κύπριοι και ο Νάκιας.
Το «πρώτο τουφέκι» των Θηβών
Ο τελευταίος, ένα παιδί 20 χρονών, από
την Καρδίτσα (της Βοιωτίας), ο Βασίλης
Παναγιώτου, πήρε τους κάμπους και τα
βουνά, όταν τον χαστούκισε ένας
καραμπινιέρος. Γρήγορα η φήμη του
απλώθηκε ένα γύρω. Από μικρόν ο πατέρας
του, μανιώδης κυνηγός, τον έπαιρνε μαζί
του στο κυνήγι και ήταν γνωστός σαν ο
καλύτερος σκοπευτής, το πρώτο τουφέκι,
στα χωριά των Θηβών. Αυτό, και η ηρωική
του απόφασις, είναι αρκετά για να πάρη
τον τίτλο του καπετάνιου, παρά τα λίγα
χρόνια του. Κοντά του τώρα έρχονται και
ο Γιάννης Μπέρδος και ο Κώστας Κατσαβριάς.
Ο Νάκιας είναι ένα αγνό παιδί. Δεν έχει
καμία σχέσι με ληστάς και ληστείες,
μπορεί να γίνη ιδανικός ιδεολόγος
αγωνιστής. Το ξέρουν αυτό οι εαμικοί
των Θηβών και προσπαθούν με κάθε τρόπο
να τον πλησιάσουν. Το ξέρει και ο μοίραρχος
Μπεθάνης από την Χαλκίδα και προσπαθή
κι' εκείνος να τον προφυλάξη πρώτα και
να τον κάνη εν συνεχεία εθνικόφρονα
καπετάνιο. Το ξέρει και ο Μάγερ και
προσπαθεί κι' αυτός ή να τον κάνει όργανό
του ή να τον εξοντώση μια ώρα γρηγορώτερα,
προν γίνη επικίνδυνος.
Πρέπει να τον ιδώ ο ίδιος. Στους εαμίτες
των Θηβών, που τον πλησίασαν, απαντάει
με ειλικρινή αφέλεια:
-Δεν καταλαβαίνω βρε παιδιά τι μου
μιλάτε. Τι ΕΑΜ και τι διπλή απελευθέρωσι
είναι αυτή που μου λέτε; Δεν έχετε
κανέναν καπετάνιο νάρθη να μιλήσωμε;
Ξεκινάω για το Κόκκινο, όπου μου
κλείσανε ραντεβού. Δεν πρόκειται να τον
γελάσω τον Νάκια, στην απαίτησί του να
μιλήση με έναν καπετάνιο. Είμαι πια
αποφασισμένος να τραβήξω μπροστά χωρίς
να περιμένω την απάντησι του κόμματος,
που καθυστερεί τέσσερις μήνες τώρα. Και
οι πρώτοι αντάρτες μου είναι έτοιμοι
και περιμένουν και τα άρματά μας.
Ίσως να είναι η τελευταία μαυραγορίτικη
βόλτα αυτή που κάνω. Τώρα στο πανέρι μου
έχω και φυλλάδιο τσιγαρόχαρτου, προώδευσε
η δουλειά μου. Μάλιστα, στον δρόμο προς
την Καρδίτσα, βρήκα μια χελώνα και την
έβαλα κι' αυτή στο καλάθι. Είχα δη στην
οδόν Αθηνάς που πουλούσαν και χελώνες.
Όταν την είδαν στην Καρδίτσα, δύο
χωροφύλακες που μου ζήτησαν «φυλλάδιο»
και έμαθαν πως αγοράζω και χελώνες, η
κατάπληξίς τους ήταν απερίγραπτη. Τους
είπα να μαζέψουν απ' αυτές και θα περνούσα
να τις αγοράσω.
Στο Κόκκινο έμεινα να κοιμηθώ έξω από
ένα καφενείο. Την άλλη μέρα θα αντάμωνα
τον Νάκια. Την νύχτα, όμως, έφτασε ένα
απόσπασμα Ιταλών και μου χάλασε τα
σχέδια. Μπλοκάρανε το χωριό, ζητούσαν
ταυτότητες, κάνανε έρευνες για όπλα,
αντάρτες, ξένους, χαλάσανε τον κόσμο.
Τρόμαξα να ξεφύω, την ώρα που οι σκοποί
μιας γέφυρας κυνηγούσαν κάτι γυναίκες
που πήγαιναν στα χωράφια. Πέρασα την
γέφυρα, χώθηκα στο ρείθρο του δρόμου
που ήταν γεμάτο γαϊδουράγκαθα, γέμισα
αίματα, ως που να ξεκόψω.
Κακήν κακώς έφθασα στο καταφύγιό μου
στο σταθμό Βαγίων. Μόνον εκεί μέσα,
αισθανόμουν πλήρη ασφάλεια!
Ένας σαν τους άλλους
Σε λίγες μέρες ακόμη, το αποφάσισα
πια. Έκανα την πρώτη μου ένοπλο έξοοδο.
Ο Βλάσης από τον συνοικισμό των Θηβών
και ο Βορειοηπειρώτης Θόδωρος, είναι
οι δύο πρώτοι μου αντάρτες. Στην αρχή
ήρθαν και τρεις νέοι από τη Λειβαδιά.
Μα μόνο τρεις μέρες. Είδαν τις δυσκολίες
της ζωής του βουνού και γύρισαν πίσω.
Δεν ήταν τόσο εύκολο να κρατήσει κανείς.
Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ είχαν αρχίσει τότε να
στρατολογούν αθρόως, αλλά για αντάρτης
ήταν κάτι άλλο! Με δύο ενόπλους άρχισα,
λοιπόν, ένας καπετάνιος κι' εγώ, ανάμεσα
στους τόσους άλλους, που κλωθογύριζαν
τότε στον Ελικώνα, τον Κιθαιρώνα και το
Πτώον όρος.
«Για καλό καπετάνιε;»
Έτσι με βλέπανε και οι άνθρωποι των
βουνών που αντάμωνα. Δεν ξεχνώ την
εντύπωσι που έκανα σε κάτι τσομπάνους
που πρωταντάμωσα, ανάμεσα στην Παλιοπαναγιά
και τον Ζαγαρά. Ήσαν δυο, μέσα στο καλύβι
τους και συζητούσαν, φώναζαν, είχαν
κάποιο τσακωμό.
-Ε, μωρέ, τι φωνάζετε έτσι; Βάλαμε
μια φωνή απ' έξω.
Σαν μας είδανε, πάγωσαν. Ύστερα πήδησαν
πανικόβλητοι έξω από το μαντρί, με τα
χέρια ψηλά και με φωνές: «Για καλό
καπετάνιε; Για καλό;»
-Ναι, μωρέ, για καλό, τους καθησύχασα.
Μα τρόμαξα να τους πείσω ότι ούτε λύτρα
θα ζήταγα, ούτε αρνί θα τους έπαιρνα,
ούτε ψωμί καν, πως κάποιοι άλλοι ήταν
οι σκοποί οι δικοί μας. Το μάτι τους
έδειχνε απέραντη δυσπιστία. Μόνο όταν
φύγαμε, αφού τους δώσαμε και τσιγάρο,
μας πίστεψαν.
Σιγά – σιγά θα έστρωνε η δουλειά, που
έξη μήνες ολόκληρους την προπαρασκεύαζα.
Είναι πια κάτι μικρές βάσεις σε μερικά
χωριά. Είχα και προσωπικούς φίλους και
υποστηριχτές αλλού. Δεν παρέλειψα
καθόλου γνωστούς παληούς ληστοτρόφοους.
Ήξερα πως πολλές φορές αυτοί είναι
παλληκάρια και δυναμικά στοιχεία. Και
έγκαιρα επεζήτησα τη φιλία τους. Ο
Μποτσίνης θα με πληροφορούσε για τις
διαθέσεις και τις κινήσεις της
Χωροοφυλακής, όσο μπορούσε. Ο τηλεγραφητής
Κωτσής, από τον Κριμπά, με το ψευδώνυμο
του «Βαρλαάμ», παρακολουθούσε συστηματικά
και μας πληροφορούσε για τις ενέργειες
του Μάγερ. Για τον σκοπό αυτόν, του
απηγόρευσα κάθε άλλη δράσι μέσα στην
οργάνωσι. Το μέτρον αυτό απεδείχθη
σωτήριον και ο Βαρλαάμ ανεδείχθη σε
έναν πρώτης κλάσεως αντικατάσκοπο.
Μπορώ να πω πως ο Μάγερ βρήκε τον μάστορή
του. Από την συνέχεια, θα αποδειχθή αυτός
ο ισχυρισμός μου.
Όλα αυτά τα μέτρα, βέβαια, θα αποτελούσαν
«σταγόνα εν τω ωκεανώ», αν δεν υπήρχε
γύρω μας και η απέραντη συμπάθεια του
λαού, ο οποίος χωρίς διάκρισι και
πολιτικές αποχρώσεις συμπαθούσε και
υποστήριζε με κάθε θυσία όποιον έβλεπε
πως αντιμετώπιζε ένοπλος τον κατακτητή
της πατρίδος. Αυτό ήταν το ακλόνητο
υπόβαθρό μας.
Ο Τουρκοκύπριος λιποτάκτης
Τώρα αναζήτησα πρώτα -πρώτα την ομάδα
των Κυπρίων, στον Ελικώνα. Είχαν όμως
πάθει αυτοί πρώτοι ζημιά από τον Μάγερ,
όταν τους αντάμωσα. Έστειλε εκείνος να
τους πλησιάση ένας Τουρκομερίτης από
την Θήβα. Τους έφερε καπνό, κρασί και
τρόφιμα. Ύστερα μιλώντας τούρκικα στον
Αχμέτ, μπροστά στους άλλους δύο που δεν
καταλάβαιναν λέξι, τον έπεισε να παραδοθή
στους Ιταλούς, από τους οποίους δεν θα
πάθαινε τίποτα. Του έδωσε και οδηγίες
πού θα κατευθυνθή και τους άφησε. Κκαι
μια νύχτα ο Τούρκος χάθηκε.
Φυσικά, κατέδωσε όλους όσους είχαν
υποθάλψει εκείνη την μικρή ομάδα. Τότε
κάψανε οι Ιταλοί μερικά σπίτια στην
Ξηρονομή, όπως του Π. Φίλη και άλλων.
Τρομοκρατημένοι οι δύο Κύπριοι τώρα,
ο Τάσος και ο Αντώνης, τραβήχθηκαν πιο
ψηλά στον Ελικώνα. Εκεί τους βρήκε ένας
«εθελοντής», που τους πρότεινε να
«σμίξουνε». Είναι ο Κώστας Μπαϊρακτάρης,
λοχίας της κλάσεως του 1938, από την
Καρδίτσα της Θεσσαλίας, τελειόφοιτος
πρακτικού λυκείου.
Όταν συναντήθηκα με τους δύο Κυπρίους,
ο Μπαϊρακτάρης έλειπε. Τους είπε πως θα
κατέβαινε στην Αθήνα για να επιτύχη
επαφή με τους Άγγλους. Δεν μου άρεσε
καθόλου αυτή η δραστηριότης του άγνωστου
εκείνου ανθρώπου, αλλά ο σκοπός μου
εκείνη την στιγμή ήταν να πείσω τους
δύο άλλους να με ακολουθήσουν. Αντιρρήσεις
δεν είχαν. Ο Αντώνης έμεινε κοντά μου,
αφωσιωμένος μέχρι τέλους. Ο Τάσος μένει
κλειστός και επιφυλακτικός, αλλά μένει.
Σε λίγες μέρες γυρίζει και ο Μπαϊρακτάρης.
Αιφνιδιάζεται από το «σμίξιμο» και η
δυσαρέσκειά του του δεν κρύβεται.
Καταλαβαίνει πως δεν έχη να κάνη με δυο
άπραγα και ζαλισμένα παιδιά. Δεν
ξανοίγεται όμως σε κουβέντες και
αποφεύγει συστηματικά να πη τι έκανε
στην Αθήνα και πώς τα κατάφερε να μην
επιτύχη σύνδεσι με την Αγγλική Οργάνωσι,
εκείνο τον καιρό, που ήταν το μόνο εύκολο
πράγμα.
Την δεύτερη κιόλας νύχτα, ο Τάσος και
ο Μπαϊρακτάρης εξαφανίζονται. Μένει
κοντά μου μόνο ο Αντωνάκης. Αυτός ήταν
η μόνη κατάκτησίς μας ως τότε. Ύστερα
από μερικές αυξομειώσεις, οι τρεις
πρώτοι Ελασίτες γίνανε τέσσερις.
Ύστερα από λίγο, αφού πρώτα απομακρυνθήκαμε
από τον Ελικώνα στον Κιθαιρών, για λόγους
πρόνοιας, μετά την λιποταξία των δύο,
τραβήξαμε για την παραλία του Ευβοϊκού.
Η οργάνωσις της Θήβας έκλεισε πάλι μια
συνάντησι μαζί μου με τον Νάκια. Είχε
και τούτος περάσει αρκετές περιπέτειες
εν τω μεταξύ.
Ο Παλαιστινέζος δολοφονεί τον Άγγλο
Πρώτα η ομαδούλα του έσμιξε με τον
Άγγλο και τον Αράπη, τον Αφγάν. Τον
βγάλανε μάλιστα Φαρούκ, γιατί δεν
μπορούσαν να προφέρουν το πραγματικό
του όνομα. Δεν τους βγήκε όμως σε καλό
εκείνη η συνένωσις. Τα αποσπάσματα και
οι καραμπινιέροι λύσαξαν να τους
κυνηγούν. Μια νύχτα που λούφαζαν χωριστά
κρυμμένοι στους σκίνους, χάθηκε ο
Εγγλέζος από κοντά τους. Ο Φαρούκ, που
τον πρόσεχε πάντα, δήλωσε πλήρη άγνοια.
Μα δεν είχαν καιρό για έρευνες. Το
κυνηγητό συνεχιζόταν. Έπρεπε να
σκορπίσουν. Ο Νάκιας με τον αδερφό του
Χρήστο και με τον Φαρούκ πέρασαν με
βάρκα στην Εύβοια. Εκεί τους εκάλυψε ο
μοίραρχος Μπεθάνης ένα μήνα περίπου.
Οταν ξεθύμαναν οι Ιταλοί και γύρισαν
και ξανασμίξανε στα λημέρια τους, βρήκανε
το πτώμα του Εγγλέζου, φαγωμένο από τα
τσακάλια και τα όρνεα. Αν τον είχαν
σκοτώσει οι Ιταλοί, θα τον πήγαιναν
θριαμβευτικά στον Κριμπά. Ποιος λοιπόν
τον είχε σκοτώσει;
Και από μισόλογά του, κατάλαβαν πως
αυτός είχε μαχαιρώσει την νύχτα του
κυνηγητού τον σύντροφό τους τον Άγγλο.
Τον φύλαγε ως «κόρην οφθαλμού» όσο ήσαν
μόνοι οι δυο τους, γιατί καταλάβαινε
ότι χάρις σ' εκείνον τον συντηρούσαν οι
χωρικοί. Τον μαχαίρωσε όταν έσμιξε με
τους ντόπιους αντάρτες και δεν είχε την
ανάγκη του. Αλλά για τον Νάκια, τον Μπέρδη
και τον Κατσαβριά, ο Τζώνης ήταν ένας
σύμμαχος και θάπρεπε ο Αράπης να πληρώση
με το κεφάλι του το έγκλημά του. Όταν
ξεμέθυσε ο Φαρούκ, κατάλαβε τις διαθέσεις
των συντρόφων του και εξαφανίστηκε από
την ομάδα. Ξέκοψε, έζησε «μονόλυκος»
αρκετόν καιρό, ώσπου να επιτύχη να τον
συλλάβουν κάποτε οι Ιταλοί, οι οποίοι
ανήγγειλαν και με επίσημο ανακοινωθέν
την σύλληψι και εκτέλεσί του.
Η πρώτη ενέδρα
Συναντήθηκα με τον
Νάκια στο μαντρί του Ζντώνα, κοντά
στη Θήβα. Στην πρώτη συνάντησί μας
δεν μπόρεσα να τον πείσω, παρά στο να
μείνουμε μαζί οι δύο ομάδες για 2-3
μέρες με «μπέσσα».
Χρειάστηκε μιας ολόκληρης μέρας
συζήτησι στην αμμουδια, αντίκρυ από την
Αρτάκη για να πεισθή να με ακολουθήση.
Ήθελα πολύ να «κατακτήσω» εκείνη την
ομαδούλα. Έβλεπα πόσο την καμάρωναν οι
ντόπιοι, μα από την στιγμή που προοσχώρησαν
ο ανήσυχος για το μέλλον ήμουν εγώ.
Ακριβώς για τις γνωριμίες του, ο Νάκιας
θα εδέχετο κάθε τόσο δελεαστικές
προτάσεις από ανθρώπους του Μάγερ.
Έπρεπε η συμμαχία μας ννα γίνη ακατάλυτη.
Και θα γινόταν μόνο αν κοβόταν κάθε
γέφυρα οπισθοχωρήσεως του νέου μου
συμμάχου. Έπρεπε τώρα πια να χτυπήσουμε
τους Ιταλούς. Το πρότεινα και το δέχτηκε.
Στήσαμε ενέδρα στην Ριτσώνα, στις
κορδέλες του δρόμου για την Χαλκίδα.,
όσο μπορούσαμε μακρυά από τα χωριά για
την αποφυγή αντιποίνων.
Ως τότε οι Ιταλοί ήσαν ξένοιαστοι.
Όταν στην αρχή ο Μάγερ τους έστελνε εις
καταδίωξιν ληστοσυμμοριών, ξεκίνησαν
μουδιασμένοι, τόσο, που ο ίδιος ξεκαρδιζόταν
στα γέλια. Σιγά – σιγά όμως ξεθάρρεψαν
και απέκτησαν την πεποίθησι πως μόνο
κλεφτοκοτάδες υπάρχουν στην περιοχή.
Μ' αυτή την πεποίθησι, ανηφόριζαν με
μια μοτοσυκλέτα που θορυβούσε και
αγκομαχούσε δυο Ιταλοί στην Ριτσώνα.
Στο τιμόνι βρίσκεται ένας φαντάρος, στη
σκάρα ένας αξιωματικός. Είναι ο λοχαγός
της επιμελητείας, που έκανε συχνά την
διαδρομή Θηβών – Χαλκίδος, για αγορές
τροφίμων αλλά εκείνη την ημέρα του
Σεπτεμβρίου 1942 ήταν η τελευταία διαδρομή
του.
Εφτά τουφέκια κεραυνοβόλησαν αυτόν
και τον οδηγό του.
Ήσαν οι πρώτες τουφεκιές που σημάδευαν
τους κατακτητάς στην Βοιωτία.
Η ενέδρα είναι φρικτή, βέβαια, αλλά
είναι παληά όσο ο πόλεμος. Υπήρχε και
τον καιρό των ιπποτών ακόμη.
Έπειτα, μ' εκείνη την ενέδρα, το είπα,
κατακτούσα κι έδενα κοντά μου και τον
Νάκια, το «πρώτο τουφέκι» των χωριών
της Θήβας.