Φωτογραφία της μεγάλης βαλανιδιάς του Αγίου Γεωργίου "στα Ποτιστικά", στο Σχηματάρι [Γ.Μ.Σ.] |
Ελεύθερη απόδοση από τις "Μεταμορφώσεις" του Οβιδίου
Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια βελανιδιά, μια δρύς!
Φύτρωνε στο ιερό δάσος της Δήμητρας. Ήταν αφιερωμένη στη θεά.
Δέντρο θεόρατο. Τεράστιο! Τόσο μεγάλο όσο όλο το δάσος! Η Γαία τη γέννησε. Οι Αιώνες την μεγάλωσαν! Οι υπόγειοι ποταμοί την πότιζαν! Τα σύννεφα της έλουζαν τα φύλλα και τα κλαδιά. Οι άνεμοι τη χτένιζαν.
Οι άνθρωποι, ευλαβικοί όπως ήταν, την αγαπούσαν, την καμάρωναν και την στόλιζαν με γιρλάντες, με κορδελάκια, με στιχάκια που χάραζαν στον κορμό της.
[...Από τα φύλλα της εστάλαζε κι έρρεεν ολόγυρά της «μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας». Έθαλπον οι ζωηφόροι οποί της έρωτα θείας ακμής, κι έπνεεν η θεσπεσία φυλλάς της ίμερον τρυφής ακηράτου. Και η κορυφή της βαθύκομος ηγείρετο ως στέμμα παρθενικόν, διάδημα θείον.
Ησθανόμην άφατον συγκίνησιν να θεωρώ το μεγαλοπρεπές εκείνο δένδρον. Εφάνταζεν εις το όμμα, έμελπεν εις το ούς, εψιθύριζεν εις την ψυχήν φθόγγους αρρήτου γοητείας. Οι κλώνες, οι ράμνοι, το φύλλωμά της, εις του ανέμου την σείσιν, εφαίνοντο ως να ψάλλωσι μέλος ψαλμικόν, το «Ως εμεγαλύνθη». Μ΄ έθελγε, μ΄ εκήλει, μ΄ εκάλει εγγύς της. Επόθουν να πηδήσω από του υποζυγίου, να τρέξω πλησίον της, να την απολαύσω· να περιπτυχθώ τον κορμόν της, όστις θα ήτον αγκάλιασμα δια πέντε παιδιά ως εμέ, και να τον φιλήσω. Να προσπαθήσω ν΄ αναρριχηθώ εις το πελώριον στέλεχος, το αδρόν και αμαυρόν, ν΄ αναβώ εις το σταύρωμα των κλάδων της, ν΄ ανέλθω εις τους κλώνας, να υψωθώ εις τους ακρέμονας… Και αν δεν μ΄ εδέχετο, και αν μ΄ απέβαλλεν από το σώμα της, και μ΄ έρριπτε κάτω, ας έπιπτον να κυλισθώ εις την χλόην της, να στεγασθώ υπό την σκιάν της, υπό τα αετώματα των κλώνων της, τα όμοια με στέμματα Δαυίδ θεολήπτου...]
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Υπό την βασιλικήν δρυν*
Ο βασιλιάς Ερυσίχθων, γυιος του Τριώπα** από τη Θεσσαλία, περιφρονούσε τους θεούς. Ποτέ δεν κάπνισαν οι βωμοί από τις δικές του θυσίες. Αποφάσισε να την κόψει. Διέταξε τους δούλους του μα αυτοί δίστασαν.
Έπιασε το τσεκούρι μόνος του. Χτύπησε. Αίμα ανάβλυσε από τον ιερό κορμό.
Μια φωνή τον προειδοποίησε:
-Είμαι η νύμφη της Δήμητρας! Αυτή είναι η κατοικία μου. Τρέμε, ανόσιε άνθρωπε, για την τιμωρία που θα σε βρει!
Κάποιος -ένας μόνο- προσπάθησε να τον εμποδίσει.
Μια τσεκουριά του πήρε το κεφάλι.
Με περισσότερη μανία ρίχτηκε, ο ανόσιος, στο φοβερό του έργο.
Τελικά, με κόπο πολύ, την έριξε χάμω. Μαζί της έπεσαν και πάρα πολλά δέντρα του δάσους.
Οι αδελφές της, οι Δρυάδες, ντύθηκαν πένθιμα. Κλαίγοντας πήγαν στη θεά Δήμητρα. Της είπαν για το κακό που τις βρήκε.
Θύμωσε, η θεά, και το κούνημα του κεφαλιού της έκανε τα στάχυα να τρέμουν. Για να τιμωρήσει τον ένοχο εφηύρε μια ποινή που τον έκανε αληθινά άξιο για οίκτο.
Ένας ανεμοστρόβιλος έφερε την Πείνα στο παλάτι του!
Την ώρα που κοιμόταν, εγκαταστάθηκε εκεί και γέμισε τα σπλάχνα του με τα δηλητήριά της.
Ξύπνησε και διέταξε ν' αδειάσουν τον ουρανό από τα πουλιά, τη γη από τα ζώα και τη θάλασσα από τα ψάρια. Μα όσο κι αν έτρωγε πεινούσε πιο πολύ!
Όλα τα κρέατα, όλοι οι καρποί, τίποτα δεν μπορούσε να τον χορτάσει.
Ξόδεψε όλα τα πλούτη του. Όλο του το βασίλειο. Πούλησε και την κόρη του, την ενάρετη Μίστρα, για να αγοράσει τροφές!
Στο τέλος άρχισε να τρώει τις ίδιες του τις σάρκες!!!
Αυτός είναι ο μύθος του Ερυσίχθονα, εκείνου που “κοκκίνησε τη γη” -όπως το όνομα μεταφράζεται ελεύθερα. Ο πρώτος μύθος για την προστασία του περιβάλλοντος από όσους δεν έχουν "ιερό και όσιο"!
Πρώτη δημοσίευση, με μικρές διαφορές, στο ηλεκτρονικό περιοδικό "Αντίφωνο", 28 Σεπτεμβρίου 2009
Σημειώσεις:
* Το απόσπασμα αυτό του Α. Παπαδιαμάντη είναι αυθαίρετος προσθήκη του υπογράφοντος. Πλην όμως η περιγραφή του Κοσμοκαλόγερου αφορά την ίδια εκείνη δρυ, καν πριν την κόψει ο Ερυσίχθονας, καν μετά...
** Τριώπας, ο έχων τρία μάτια. Ευθύς είναι ο συνειρμός με τον Λιόντα τον Ληστή, στο Πήλιο στην Αργαλαστή, που είχε κι αυτός τρία μάτια.