Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
Χαριτολογώντας θα λέγαμε ότι, με τον Δερβέναγα των Κραβάρων Αχμέτ Ν' Πρέβιστα έχουμε “παλιές” διαφορές.
Ασχοληθήκαμε μαζί του στους Παράξενους φτωχούς Στρατιώτες, στο ιδιαίτερο σημείωμα που προσαρτήθηκε στο “Επίμετρο” με αφορμή το βιβλίο Σούλι και Σουλιώτες της Β. Ψιμούλη και της σχετικής διαμάχης που προέκυψε με τον Γ. Καραμπελιά.
Εκεί, στο βιβλίο της κ. Ψιμούλη, αναφέρεται ένα απόσπασμα επιστολής του Αχμέτ της Πρέβιστας στον Κίτζο Τζαβέλα, όπου, ο πρώτος... εγκαλεί τον δεύτερο γιατί “πού στο διάβολο τα έμαθες αυτά τα ελληνικά, εγώ σε ξέρω αρβανίτη σαν εμένα”. Θέλει να πει μ' αυτό η συγγραφέας ότι οι Σουλιώτες και κατ' επέκτασιν οι Αρβανίτες πριν γίνουν Έλληνες ήταν... Αλβανοί.
Στον ισχυρισμό αυτό έχουμε απαντήσει ήδη και με τους “Στρατιώτες” και με πολλά ακόμη συμπληρωματικά κείμενα. Σήμερα θα ασχοληθούμε αναλυτικότερα με τον Αχμέτ Ν' Πρέβιστα και θα δούμε πώς μπλέχτηκε με τον Κίτζο Τζαβέλα σε αλληλογραφίες και τι τελικά έγινε.
Με την ανάληψη της εξουσίας από τον Κυβερνήτη Ιωάν. Καποδίστρια, οι “άτακτοι” αγωνιστές της Επανάστασης, οι “απόγονοι της φρουράς του Βασιλέα μας” όπως τους αποκαλούσε ο Κασομούλης αλλά και ο Γέρος του Μοριά, διοργανίστηκαν σε χιλιαρχίες και στις δεκαδικές τους υποδιαιρέσεις.
Σχηματίστηκαν έτσι εννιά και μισή χιλιαρχίες, εννέα συν μία πεντακοσιαρχία της Φρουράς του Στρατάρχου, που δεν ήταν άλλος από τον Δημήτριο Υψηλάντη, και είχε διοικητή τον Σπύρο Μήλιο.
Οι άλλες εννέα ήταν οι εξής με τους διοικητές τους:
1η Κίτζος Τζαβέλας
2η Χριστόδουλος Χατζή Πέτρος
3η Γιαννάκης Στράτος
4η Διαμάντης Ζέρβας
5η Νικόλαος Κριεζώτης
6η Βάσος Μαυροβουνιώτης
7η Τόλιας Λάζος
8η Γεώργιος Δυοβουνιώτης
9η Διονύσιος Ευμορφόπουλος
Υπήρξε επίσης ένα σώμα υπονομοποιών (λαγουμιτζήδων) υπό τον υπέροχο ήρωα του Μεσολογγίου και της Ακρόπολης Κώστα Λαγουμιτζή, ένα μικρό απόσπασμα ιππικού υπό τον Αθανάσιο Παπάζογλου και ένα μικρό επίσης τμήμα πυροβολικού, μικρού διαμετρήματος, υπό τον Γεράσιμο Φωκά Γεωργάτο. Αργότερα προστέθηκαν οι χιλιαρχίες του Ρούκη και του Καρατάσου, όπως και το ιππικό του Χατζή Χρήστου.
Αποστολή αυτής της νεώτερης στρατιάς των “Μυρίων” ήταν η απελευθέρωση της ανατολικής Ρούμελης. Να κάνει δηλαδή ό,τι έκανε και ο Στρατάρχης της Γεώργιος Καραϊσκάκης, με περισσότερη τώρα βοήθεια από την νεαρά εξουσία του Κυβερνήτη αλλά με τις ίδιες και χειρότερες υπονομεύσεις της προσπάθειας, κυρίως από τη Μεγάλη Βρετανία. Στη δυτική Ρούμελη επιχειρούσε ο Τσουρτς και στον Κορινθιακό έκανε τα παρθενικά της κατορθώματα η “Καρτερία” με τον Άστιγκα.
Ο Κίτζος Τζαβέλας, ο ήρωας της Κλείσοβας, ήταν τότε μόλις 28 χρονών. Θεωρείτο όμως ήδη παλαίμαχος και ο έχων τον μεγαλύτερο αξίωμα μετά τον Στρατάρχη. Δια τούτο και απεσπάσθη από το κύριο σώμα των χιλιαρχιών και πήρε διάταξη στην κεντρική προς δυτική Ρούμελη για να διενεργήσει εκστρατεία ανεξάρτητη, ακολουθώντας, βέβαια, τις γενικές οδηγίες του στρατηγείου και του επιτελείου του.
Σημειωτέον ότι, το επιτελείο του Υψηλάντη το αποτελούσαν οι: Χριστόφορος Περραιβός, ο συνταγματάρχης Γκραλλιάρ, ο χιλιάρχος Ι. Ρούκης, ο Δαγκλής, ο Μπλοντέν, οι υπασπιστές του Γ. Σάλλας, Γ. Σκούφος, Π. Ορφανός, Ν. Κανούσης, συν/ρχης Δανιέλ, Γ. Βοϊνέσκος, ο στρατοπεδάρχης Λασσάνης, ο αρχίατρος Βόνθρων και ο γραμματέας Ι. Φιλήμων.
Ο Κίτζος τέλος του καλοκαιριού του 1828 απευθύνει επαναστατική προκήρυξη στους πρόσφυγες του Λοιδωρικίου και του Μαλανδρίνου που βρίσκονται στην Αχαΐα.
Προκήρυξις προς τους εκ Λοιδωρικίου και Μαλανδρίνου παροίκους εις το τμήμα της Αχαΐας
Η Αυτ. Εξ. Ο Κυβερνήτης της Ελλάδος προνοών δια την σωτηρίαν της Επικρατείας και θεωρών εν των αναγκαιοτάτων την ανάστασιν της Ρούμελης, διέταξε τον Στρατάρχην της Αν. Ελλάδος ν' αποστείλη εις ανωτέρω επαρχίας μίαν δύναμιν. Ο Στρατάρχης διέταξεν εμέ να παραλάβω την παρ' εμού διοικουμένην Α' χιλιαρχίαν, την πεντακοσιαρχίαν του αυταδέλφου μου και τους οπλοφορούντες εις την νήσον των Τριζωνίων Στερεοελλαδίτας και να τρέξω δια την απελευθέρωσιν αυτών των επαρχιών. Εις τοιαύτην περίστασιν κρίνω χρέος μου να προσκαλέσω και εσάς τους παροίκους εις το τμήμα της Αχαΐας δια να συναγωνισθώμεν και μαζί να ελευθερώσωμεν την γην των προπατότων μας, την γην της γεννήσεώς μας, την γην της ζωής, της δόξης και της ευτυχίας μας, την γην τέλος πάντων την οποίαν εποτίσαμεν με ρύακας πολυτίμων αιμάτων. Η τορινή εκστρατεία δεν ομοιάζει τας προτητερινάς. Τότε μας έλειπον όλα, τόρα έχομεν την προστασίαν των τριών μεγάλων και Σ. Δυνάμεων της Ευρώπης` έχομεν τον Σ. Κυβερνήτην μας, έχομεν εν αφθονία τα προς το ζην αναγκαία των στρατιωτών, και έχομεν τέλος πάντων ιδιαιτέρως τα λαμπρά όπλα των Ρώσων, τα οποία επαπειλούν την εξόντωσιν του Οθωμ. Εθνουςi. Τρέξατε λοιπόν εις την φωνήν της Πατρίδος και ενωθείτε μετ' εμέ. Βεβαιωθήτε ότι οι αγώνες σας, δεν θέλουν μείνει χωρίς ανταμοιβήν, ενώ η αδιαφορία σας δεν θέλει μείνει ατιμώρητος` κατά το παρόν ας ακολουθήσουν οι δυνατοί να φέρουν όπλα και οι αδύνατοι ας μείνουν αυτού με τας οικογενείας, όπου κατοικούν. Φθάσας εις τον Ακράταν μετά πολλάς δυσκολίας εις την θάλασσαν δια τον εναντίον καιρόν και πληροφορηθείς ότι εις την Αχαΐαν παροικούν πολλοί από τους κατοίκους των ανωτέρω επαρχιών εκδίδω την παρούσαν προκήρυξιν.
Ο Α' χιλίαρχος και αρχηγός
Λοιδωρικίου και Μαλανδρίνου
Κίτσος Τζαβέλλας
Τάδε έφη Κίτζος Τζαβέλλας και σπεύδει να περάσει απέναντι, από κει περίπου που περνούσαν πάντα οι “άτακτοι” από τον Μοριά στη Ρούμελη και το ανάποδο, εισβάλει στην επαρχία των Κραβάρων και περικυκλώνουν την Λομποτινά για να εκδιώξουν τον εκεί οχυρωθέντα Δερβέν Αγασή των Κραβάρων, Αχμέτ, τον οποίο, ο Τζαβέλλας από την Βόνιτσα προσκαλεί να καταθέσει τα όπλα.
Ο δερβέναγας των Κραβάρων απαντάει με το κάτωθι γράμμα που εδώ το παραθέτουμε ολόκληρο, μαζί με το υστερόγραφο, μέρος του οποίου έγινε αντικείμενο της προρρηθείσης συζητήσεως.
Ηγαπητέ μοι κίτζο τζαβέλα
το γράμμα σου έλαβα` τα γραφόμενα καλώς εκατάλαβα` τζαβέλα ήξευρε ότι από τον καιρό οπού εγώ έβαλα το ντουφέκι εις τον ώμον στοχάζομαι τον εαυτό μου των όντι δια βασιλέα` και τα ιδικά σου τα ελληνοκορομπλίσματα να τα επής εκεί οπού σου περνάνε ειδέ σ' εμένα μένουν άκυρα ορφανά. Ότι αν θέλης να δείξης το ελληνικόν σου έρχεσαι εδώ. Και τότε θέλεις καταλάβεις δυστυχισμένε εκείνους οπού τρώγουν τα ψημένα κάστανα` ορέ κίτζο τζαβέλα, το να μου λέγης ότι η υψηλή σας πόρτα της ρωσίας πολεμά εις τα κάστρα της πόλεως, και τον βασιλέα μας τον έχουν κλεισμένον εις το ουτζκελεσή, το γνωρίζω καϋμένε, ότι με αυτά σας γελούν οι Φράγκοι, και σας στέλνουν εδώθε δια να σας σκοτώνωμεν σαν τα σκυλιά, και έχομεν ελπίδα εις τον Θεόν, οπού ο πολυχρονεμένος βασιλέας μας την υψηλήν πόρταν της ρωσίας σας θέλει την χαμηλώσει, τζαβέλα περισσότερα δεν σου γράφω και θεόθεν υγίαινε.
Τη 8 Σεπτεμβρ. 1828
Λομποτινά
Ο του κραβαρ: ντερβέναγας
Αχμέτ
νπρεβίστας
Τ.Σ.
Και το υστερόγραφο:
λέγεις ότι είναι τόπος ελληνικός, ήξευρε ότι εγώ οπού έχυσα τόσον αίμα ως καθώς λέγεις άλλο τόσον θέλεις χύσει και εσύ και τότε θα φας κράβαρα και λοιδορίκι, πλην μην στέλνεις και μαζώνεις καρβουνιαραίουςii. Πολλά λόγια δεν σου λέω σύρε από εκεί οπού ήλθες ορφανέ, ότι σας λυπάμαι οπού εμείνατε τρεις σουλιώτες και θα χαθήτε όλοι και δια τόπον ελληνικόν οπού τον λέγεις εδώ, τόπος είμαι εγώ, και νησαλά θέλεις με γνωρίσει ογλίγορα. Μωρά κίτζο εγώ σε ηξεύρω αρβανήτην ωσάν εμένα, εσύ που στον διάβολον τα έμαθες αυτά τα ελληνικά και εγώ δεν ηξεύρω.
Ο ίδιος
Τ.Σ.
«Κανείς, λέει ο Νέστορας του Αγώνα Χ. Περραιβός, δεν επίστευεν αισίαν την έκβασιν της εκστρατείας, αλλ' η ανδρεία, η δραστηριότης, η φρόνησις και το εμπειροπόλεμον του Τζαβέλλα εκατόρθωσαν ν' αποβάλωσι δια των όπλων από πολλάς επαρχίας τους Τουρκαλβανούς, ματαιώσωσι ταυτοχρόνως και τας συνδραμούσας επικουρίας».
Πραγματικά, τον Αχμέτ της Πρέβιστας, που είναι κλεισμένος στην Λομποτινά με 1.200 πεζούς και καβαλαραίους, σπεύδουν να ενισχύσουν 3.000 υπό τον Οσμάν πασά και τον Ασλάν μπέη, από την περιοχή της Υπάτης.
Ο Κίτζος όμως τους προλαβαίνει στην Γραμμένη Οξιά και τους γυρίζει πίσω. Ενώ με την Γ' χιλιαρχία του Στράτου καταλαμβάνει τη γραμμή Ζέλιστα- Παλούκοβα- Τέρνοβα και αποκόπτει την Λομποτινά από την πλευρά της Ναυπάκτου, στενεύοντας έτσι περισσότερο την πολιορκία.
Νέα επίθεση, μετά από την ανασυγκρότησή τους, διενεργούν οι Οσμάν και Ασλάν στη γραμμή Κλεπά- Αβόρανη- Άγιοι Απόστολοι, όπου και οι προφυλακές του Αου πεντακοσίαρχου της Αης χιλιαρχίας Χρήστου Φωτομάρα.
Με τη βοήθεια όμως των ενισχύσεων, της Βας πεντακοσιαρχίας υπό τον Γιαννούση Πανομάρα, τεσσάρων άλλων εκατονταρχιών όπως και των Γιαννάκη Στράτου (Γη χιλιαρχία) και Ι. Μπαϊρακτάρη (Βα πεντακοσιαρχία) ανατρέπεται η κύρια προσπάθεια του εχθρού που εκδηλωνόταν στην κατεύθυνση Παλούκοβα- Τέρνοβα και η λύση της πολιορκίας της Λομποτινάς ματαιώνετε οριστικά.
Μετά τι μάχες αυτές που, όπως βλέπουμε από τα λίγα τούτα που χωράνε εδώ, δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από μάχες τακτικού στρατού, ο Αχμέτ της Πρεβίστας απελπίζεται και επιχειρεί έξοδο μέσα σε πυκνή ομίχλη με κατεύθυνση τη Ναύπακτο μέσω της Βαρνάκοβας. Ακολουθεί φοβερή σύγκρουση οπού τα πυροβόλα όπλα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν λόγω της μεγάλη υγρασίας. “Ο αγών διεξήχθη αποκλειστικώς σχεδόν δι' αγχεμάχων όπλων”!
Οκτακόσιοι Τούρκοι “ετέθησαν εκτός μάχης”. Εκατόν πενήντα πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Άλλοι τόσοι, με τον Καφτάν αγά, σώθηκαν με βάση το αρχικό σχέδιο. Δηλαδή έφτασαν στη Βαρνάκοβα και από κει στη Ναύπακτο.
Άφθονα λάφυρα και 400 ίπποι, “το πλείστον πολεμιστήριοι” έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων.
Μα το σπουδαιότερο από αυτά είναι ο ίδιος ο προπετής και πεφυσιωμένος Αχμέτ ν' Πρεβίστα.
Γνωρίστηκαν ογλίγορα με τον Κίτζο για να τον οδηγήσει δεμένο πισθάγκωνα ενώπιον του Κυβερνήτη στην Αίγινα!
Σημειώσεις:
iΕννοεί τον ΡωσοΤουρκικό πόλεμο που έχει ξεσπάσει.
iiΟ Αχμέτ ενώ αναγνωρίζει τον Κίτζο “αρβανίτη” σαν κι αυτόν, δεν εννοεί να αναγνωρίσει τους επίστρατους ως ισότιμους στους πολεμικούς αγώνες. Γι΄ αυτό και τους αποκαλεί υποτιμητικά “καρβουνιαραίους”, ότι δλδ ασχολούνται με την παραγωγή ξυλοκάρβουνου στα ρουμάνια και όχι με τον πόλεμο. Και όμως αυτοί οι “καρβουνιαραίοι” θα τον ζωγρήσουν και θα τον πάνε δεμένο στον Κυβερνήτη.