Στην 77η επέτειο της Συμφωνίας της Βάρκιζας
Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής
Σε ένα από τα θεμελιακά κείμενά μας, τα ακολουθήσαντα και συμπληρώσαντα τους Παράξενους φτωχούς Στρατιώτες, οπού διαπραγματευόμαστε την ταυτότητα των Αρβανιτών (Ελλήνων και Τούρκων) παρατίθεται ένα από τα ωραιότερα σημεία των Μακρυγιάννειων Απομνημονευμάτων. Συγκεκριμένα γράφαμε:
[....Στον Μακρυγιάννη υπάρχει ένα απόσπασμα που, μέχρι τώρα, δεν έχει τύχει της ανάλογης προσοχής. Είναι στο Βιβλίο Α, κεφάλαιο 7ο. Έχουν αρχίσει οι διαπραγματεύσεις με τον Ιμπραήμ για την παράδοση του Νιόκαστρου....
“Παρουσιαστήκαμεν, ἦταν ῾σ ἕνα λαμπρὸ τζαντίρι, εἶχε καὶ δυὸ ἀξιωματικοὺς καὶ τοῦ βαστοῦσαν τὰ δυό του χέρια μὲ μεγαλοπρέπεια, νὰ ἰδοῦμε ἐμεῖς τὸ μεγαλεῖον του. Μᾶς ρώτησε πούθεν εἴμαστε. Ὁ ἕνας εἶπε ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴν Σπάρτη κ᾿ ἐγὼ «ἀπὸ τὴν Ρούμελη» τὸ εἶπα. «Ποῖον μέρος;» Τοῦ τὸ εἶπα. Καὶ τοῦ εἶπα ψέματα ὅτ᾿ ἤμουν σωματοφύλακας τοῦ Ἀλήπασσα, «Μᾶς σκότωσαν τὸν ἀφέντη μας, κίνησα μὲ καμπόσους ἀνθρώπους ναρθῶ εἰς τὸ Μισίρι, εἰς τὴν Ὑψηλότη σας. Δὲν εἴχαμε τὰ ἔξοδά μας, ἤρθαμε ἐδῶ, εἰς τοὺς Ρωμαίγους. Μᾶς ἀπάτησαν, μᾶς ἔβαλαν σὲ τοῦτο τὸ κάστρο. Πολεμοῦμεν νύχτα καὶ ἡμέρα. Αὐτεῖνοι μας κάνουν σίγρι ἀπὸ μακρυὰ θέλουν νὰ χαθοῦμεν. Ἐμεῖς, διὰ νὰ σωθοῦμεν καὶ νὰ πάμεν νὰ πολεμήσουμεν μ᾿ ἐκείνους, βιαζόμαστε, καὶ ἤρθαμεν νὰ κάμωμεν συνθῆκες, νὰ σοῦ παραδώσουμεν, ἂν συνφωνήσουμεν, κάστρο ἐφοδιασμένο. (Σὰν τὸ λάβης, τὸ λέπεις τί ῾φόδιασμα ἔχει. Ποῦ ἀφῖν᾿ νὲ οἱ καλωσύνες τῶν προκομμένων νὰ ῾φοδιάσουμεν κάστρα. Τρομάξαμεν νὰ πάρωμεν ὀλίγα ντουφέκια ἀπὸ τοὺς Τούρκους, νὰ πολεμήσουμεν διὰ τὴν πατρίδα). Δία ῾κεῖνο, πασσά μου, θὰ σοῦ παραδώσουμεν τὸ κάστρο...................... «Κ᾿ ἐσὺ ὅπου εἶσαι κουρμπετλής, μοῦ εἶπε, σοῦ χαρίζω τριάντα ζευγάρια πιστιόλες, ντουφέκια, γιαταγάνια ἢ σπαθιά». Τὸν περικάλεσα κ᾿ ἔγιναν τριάντα πέντε καὶ τοῦ εἶπα, παράδες ὅποιος ἔχει κι᾿ ἄλλα ἀσήμια νὰ μὴν τοὺς πειράζη κανένας. Μείναμεν σὲ ὅλα σύνφωνοι. Μὲ ρώτησε πόσους ἀνθρώπους ἔχω. Τοῦ εἶπα, ὀχτακόσους. Νὰ τοὺς πάρω καὶ νὰ πάγω μαζί του. Καὶ οἱ ἄνθρωποι θὰ γένουν τζιράκια του. Ἐγὼ τοῦ εἶπα: «Γνωρίζομεν τὰ ὀτζάκια σας ὅπου κάνουν τοὺς ἀνθρώπους τζιράκια. Τώρα ἦρθα στελμένος ἀπὸ τὸ κάστρο νὰ κάμω συνθῆκες, κι᾿ ὄχι νὰ μπῶ μιστωτός. Τελειώνοντας ἡ ὑπόθεση τοῦ κάστρου, τότε τηρᾶμε αὐτό».
Στο απόσπασμα αυτό φαίνεται καθαρά πως υπάρχει μια διακεκριμένη στρατιωτική συσσωμάτωση, ένα σινάφι εύκολα αναγνωρίσιμο, το οποίο έχει τους δικούς του κώδικες και προπαντός είναι περιζήτητο.....” Καὶ τοῦ εἶπα ψέματα ὅτ᾿ ἤμουν σωματοφύλακας τοῦ Ἀλήπασσα, «Μᾶς σκότωσαν τὸν ἀφέντη μας, κίνησα μὲ καμπόσους ἀνθρώπους ναρθῶ εἰς τὸ Μισίρι, εἰς τὴν Ὑψηλότη σας. Δὲν εἴχαμε τὰ ἔξοδά μας, ἤρθαμε ἐδῶ, εἰς τοὺς Ρωμαίγους”..... Του είπε ψέματα και ο άλλος τον πίστεψε γιατί τον έβλεπε. Έφερε επάνω του όλα εκείνα που τον έκαναν διακριτό από τους άλλους και το ψέμα του πιστευτό.....Μη ξεχνάμε ότι ο Μωχαμέτ Αλής της Αιγύπτου είναι κι αυτός Αρβανίτης από την Καβάλα και ο Ιμπραήμ είναι γυιος του. “Εσύ που είσαι κουρμπετλής...”, λέει ο Μπραήμης στον Μακρυγιάννη, του χαρίζει άρματα και ζητάει να τον “προσλάβει”, μαζί με τους ανθρώπους του. Φιλοφρονώντας τον Μακρυγιάννη προθυμοποιείται, εκείνους να κάνει “τζιράκια” του , όχι τον καπετάνιο τους.
Kουρμπέτι <τουρκική gurbet(=ξενιτειά, νοσταλγία) < αραβική ġurbat غربة(=αλλόκοτος) < κουρμπετλής είναι αυτός που “έχει βγει στο κουρμπέτι”. Τα λεξικά συμφωνούν ότι “βγαίνω στο κουρμπέτι” σημαίνει “βγαίνω στη βιοπάλη”.... Ο Μακρυγιάννης με τα παλληκάρια του, δηλαδή, είναι, στα μάτια του Ιμπραήμ, “βιοπαλαιστής”, επαγγελματίας Στρατιώτης!..... “Ὁ πόλεμος εἶναι ἡ τύχη μας“, διακηρύσσει ο πρώτος λίγο παραπάνω. Και ο δεύτερος δεν έχει καταλάβει ακόμη ότι εν τω μεταξύ αποφάσισαν να πολεμήσουν για την πατρίδα τους.....”Τρομάξαμεν νὰ πάρωμεν ὀλίγα ντουφέκια ἀπὸ τοὺς Τούρκους, νὰ πολεμήσουμεν διὰ τὴν πατρίδα”.....Γι' αυτό και ο Ιμπραήμ του προσφέρει εργασία....«Γνωρίζομεν τὰ ὀτζάκια σας ὅπου κάνουν τοὺς ἀνθρώπους τζιράκια. Τώρα ἦρθα στελμένος ἀπὸ τὸ κάστρο νὰ κάμω συνθῆκες, κι᾿ ὄχι νὰ μπῶ μιστωτός. Τελειώνοντας ἡ ὑπόθεση τοῦ κάστρου, τότε τηρᾶμε αὐτό» είναι η...πληρωμένη απάντηση του ιδιοφυούς Μακρυγιάννη....]
Αυτά λέγαμε τότε, έξι χρόνια πριν.
Προϊούσης της ερεύνης, όμως, ερχόμαστε σήμερα να προσδιορίσουμε έτι περαιτέρω τον όρο αυτό που χρησιμοποιεί ο Μακρυγιάννης για τους Στρατιώτες εκείνους τους οποίους με το που τους συναντά ο Ιμπραΐμ σπεύδει να τους “κάνει τζιράκια του” προσφέροντάς τους στην ουσία ό,τι θελήσουν.
Θα ξεκινήσουμε προτάσσοντας τα λόγια ενός μεγάλου και οξυδερκούς μελετητή της Ελληνικής Επανάστασης, των τελών του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα.
«...Είναι συμφέρον ν' αναδειχθή πλήρης εκ βασίμων και εμπεριστατωμένων μελετών η ιστορική αλήθεια, ότι ο πόλεμος 1821-1829 δεν διεξήχθη δι' αυτοσχεδίων στρατιωτών και ιδίως αρχηγών μη τυχόντων σπουδαίας στρατιωτικής προπονήσεως...»
Οπαδοί της άποψής αυτής από δεκαετίας, όταν γράφαμε τους “Στρατιώτες”, όχι μόνο συμφωνούμε με τα ανωτέρω αλλά και επαυξάνουμε προσθέτοντας ότι η σπουδαία αυτή στρατιωτική προπόνηση αποτελεί την κατάληξη μιας μεγάλης και ιδιόρρυθμης στρατιωτικής παράδοσης, η οποία αφ' ενός έχει ηρωικά πρότυπα τους ομηρικούς ήρωες αφ΄ ετέρου δε λαμβάνει χώρα μέσα στην ευρύτερη ελληνική οικουμένη, τόσο κατά την περίοδο που αυτή θεμελιώνεται πολιτικά στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία όσο και κατά την περίοδο που η Αυτοκρατορία καταρρέει αφήνοντας, την οικουμένη εκείνη, κληρονομιά και μήλον της έριδος στις υπερδυνάμεις της εποχής, χωρίς όμως να απωλέσει δια μιας το εκπληκτικό φορτίων των τριών ταυτοτητο-ποιητικών παραδόσεων του Ελληνισμού (Πολιτική- Πίστη- Παιδεία). Φορτίο που ενεργεί υποδορίως, εκρήγνυται κατά διαστήματα και κατά τόπους, έως ότου ξεσπάσει στη μεγάλη Επανάσταση του 1821.
Σήμερα, είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε, όχι μόνο θεωρητικά αλλά και απτά ιστορικά τεκμήρια, ότι η παράδοση αυτή υπάρχει και συνδέεται με τις τύχες του ελληνισμού, άλλοτε προπορευόμενη και άλλοτε ακολουθούσα, από την 11η εκατονταετηρίδα, δλδ από την Άννα την Κομνηνή και τους “καλούμενους Αρβανίτες” της μέχρι την 19η, την εποχή του Καποδίστρια. Σβήνει δε οριστικά, την εποχή των διωγμών που λαμβάνουν χώρα τόσο στο Βαυαροκρατούμενο ανασυσταθέν Ελληνικό Κράτος όσο και στην έτι περαιτέρω παρακμάζουσα Οθωμανική αυτοκρατορία. Θα ξεπροβάλλει δε, ακριβώς εκατό χρόνια αργότερα, εν ετέρα μορφή, στην Εθνική Αντίσταση, και μάλιστα με επικεφαλής τους άμεσους και βιολογικούς απόγονους των Στρατιωτών αυτών, τον Άρη Βελουχιώτη και τον Ναπολέοντα Ζέρβα. Οι συμβολισμοί βέβαια είναι ωραίοι και συγκλονιστικοί από μόνοι τους, γίνονται όμως περισσότερο εντυπωσιακοί όταν συσχετιστούν με τα πρότυπα των φορέων τους και με τις κατά τόπους παραδόσεις. Η ίδια στρατιωτική παράδοση, διαθέτει, στα μέσα της 20ης εκατονταετηρίδος, τα πρότυπα των ηρώων και την πείρα των μαχών του '21. Δυο μεγάλες πηγές έμπνευσης και παραδειγματισμού, η μια η αρχαία και ιδρυτική του Ελληνισμού και η άλλη η νεώτερη και Επαναστατική του Ελληνισμού.
Στο θέμα αυτό όμως θα επανέλθουμε με πολλά και σημαντικά ακόμα.
Προς το παρόν ας δούμε τι διατάσσει ο αρχιστράτηγος της Ανατολικής Ρούμελης Δημήτριος Υψηλάντης, στις 19 Μαρτίου 1828:
Προς τον Υπασπιστήν μου και Εκατόνταρχον
Κ. Γεώργιον Βοϊνέσκον
Σοι εγχειρίζεται και προς τον Στρατηγόν Βάσον Μαυρουβουνιώτην διαταγή` εξ αυτής πληροφορείσαι, ότι διατάττεται να διοργανίσει μετά σου το σώμα του` διατάττεσαι λοιπόν να απεράσης αύριον πολλά πρωί εις Ελευσίνα` εκεί θέλεις ενεργήσει μετά τον εφεξής τρόπον.
1ον. Θέλεις βάλει βάσιν να διοργανισθή πρώτον το υπό την άμεσον οδηγίαν σώμα του Στρ: Βάσου` ο διοργανισμός θέλει είναι σύμφωνος με των προλαβουσών χιλιαρχιών` αλλά θέλεις έχει πάντοτε προ οφθαλμών να μη δοθή εις κανένα αξιωματικόν μήτε υπόσχεσις πεντηκονταρχίας` διότι ο βαθμός ούτος εξήρτηται από μόνην την εκλογήν του Εξοχωτάτου Κυβερνήτου` το έργον οπού επιφορτίζεσαι να διενεργήσης μετά του Στρ! Βάσου είναι το να σχηματισθώσι μόνον εκατονταρχίαι.
2ον. Ο αριθμός των εκατονταρχιών πρέπει να ήναι πλήρης, αλλά προτού να συμπληρωθή θέλεις προσέξη να μη δοθώσι βαθμοί αξιωματικών, και μη αναλόγως του αριθμού των στρατιωτών, και εις τούτο δεν είναι συγχωρημένη καμμία συγκατάβασις.
3ον. Οι στρατιώται οπού θέλουν σχηματίσει τας εκατονταρχίας, θέλουν είναι όλοι κουρπετλήδεςi ήτοι αεικίνητοι` δεν είναι δεκτοί οι μη αεικίνητοι καθώς και οι ψυχογοί, και εις αυτάς τα δύο περιστάσεις η προσοχή σου πρέπει να ήναι μεγάλη.
4ον. Αφού κατά τον ειρημένον τρόπον διοργανισθή το Σώμα του Στρ: Βάσου, θέλεις προσκαλέσει να έμβωσιν εις αυτήν την τάξιν, όσα μικρά σώματα ευρίσκονται εις Ελευσίνα` εις έκαστον οδηγόν των τοιούτων σωμάτων, θέλετε προσφέρει τον ανάλογον βαθμόν, πάντοτε όμως εις το τοιούτον θέλετε έχει οδηγόν την αξιότητα, και βάσιν τον αριθμόν των στρατιωτών, τους οποίους έκαστος αυτών διοικεί.
5ον. Όσα ταύτα σώματα δεν θέλουσι δεχθή να συγκαταταχθώσι δι' οποιουσδήποτε λόγους θέλεις φροντίσει εγκαίρως εις την έκθεσιν των πρακτικών σου να μοι σημειώσης τα ονόματα αυτών και τους σκοπούς των, αν δε η χρεία το καλέση, ημπορείς και εκείθεν να με γράψης και να μου ζητήσης τας αναγκαίας προς αυτούς διαταγάς. Εν τοσούτω θέλεις κοινοποιήσει εις όσους αποποιούνται του να συγκατατεθώσιν, ότι ευθύς όπου μάθω τας αιτίας της αποποιήσεώς των, θέλω διαλύσει τα σώματά των, κ.τ.λ.
6ον. Οι καταλεγόμενοι εις τας διαφόρους εκατονταρχίας, πρώτον επιθεωρούνται παρά σου μετά του Στρ: Βάσου, και έπειτα διευθύνει ο Στρ: Βάσος δια κάθε εκατονταρχίαν, ιδιαιτέρως προς τον Γεν. Φροντιστήν διαταγήν, να δίδη τα καθημερινά ταΐνια καθώς διορίζει ο στρατιωτικός κανονισμός, όχι όμως προτού να κάμουν οι εκατόνταρχοι εγγράφως την καθημερινήν κατάστασιν των εκατονταρχιών, επάνω εις την οποίαν πρέπει να γίνεται η πρόσκλησις προς τον φροντιστήν δια τα ταΐνια καθ' ημέραν.
7ον. Κάθε δύο ημέρας θέλεις μοι διευθύνει έκθεσιν των πρακτικών σου και θέλεις ενεργεί, κατά τας οποίας ημπορείς να λαμβάνης ακολούθους οδηγίας.
19 Μαρτίου 1828
Ο Στρατάρχης
Δ: Υψηλάντης
Ούτε λίγο ούτε πολύ τούτη η άκρως σημαντική διαταγή του Δ. Υψηλάντη είναι η μετατροπή της αρβανίτικης στρατιωτικής παράδοσης, που κάποια στιγμή μετεξελίχθηκε σε αρματολική για να καταλήξει να λέγεται, στην εποχή του Κυβερνήτη, “κουρμπετλίδικη”, αφού πια ο όρος “Αρβανίτης” είχε δυσφημιστεί, τουλάχιστον από τους χρόνους των Ορλοφικών, όπου ο εξωμοσμένος κλάδος της Αρβανιτιάς είχε θύσει και απολύσει.
Ο δε όρος “Αρματολοί”, επίσης δεν προσφέρεται γιατί α) αρματολοί πια δεν υπάρχουν στην αναδυόμενη Επικράτεια, β) αρματολοί υπάρχουν στην Οθωμανική Επικράτεια, γ) αρματολοί υπάρχουν στη μεθόριο και σε συνεννόηση με τους Τούρκους μέσω των γνωστών “καπακίων” δ) ο καινούργιος στρατός δεν θέλει να εγκολπωθεί σχήματα και νοοτροπίες που ακυρώνουν την πυραμιδική και ιεραρχική δομή του. Εξ ου και η απαγόρευση της στρατολογίας των “ψυχογιών”, η οποία, είναι μάλιστα ιδιαίτερα αυστηρή και στοχεύει ακριβώς εκεί: Να μην αναπαραχθεί στη νέα δομή ολόκληρη η προηγούμενη οργανωτική παράδοση αλλά μόνο η μαχητική πλευρά της.
Όπως μας κατατοπίζει ο προρρηθείς ιστορικός των στρατιωτικών, “αεικίνητοι” ή κορμπετλήδες είναι αυτό που λέγεται “ενεργός στρατός” στη Δύση, εν αντιθέσει προς εκείνους που έπαιρναν τα όπλα για να συνδράμουν το “στρατιωτικόν” εφ' όσον εμάχοντο εντός των ορίων της περιοχής των. Είναι δε εντυποσιακότατον το ότι το σχήμα αυτό αναπαρήχθη αυτούσιο στον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό- ΕΛΑΣ με το σχήμα “ενεργός ΕΛΑΣ – Εφεδρικός ΕΛΑΣ”. Και εκεί οι “εφεδρικοί” στρατεύονταν υπό αυτόν τον όρο, να πολεμούν κοντά στα χωριά τους! Τώρα, η απορία και η έκπληξή μας παραμένει και στις δύο εκδοχές της καταγής αυτής της.. αναβίωσης του ΕΛΑΣ: Είχαν, οι ηγέτες του ΕΛΑΣ, υπόψη τους την πείρα της Επανάστασης και την αναπαρήγαγαν συνειδητά; ή δεν την είχαν υπόψη τους και την αναπαρήγαγαν “αυθορμήτως”;
Τέλος, είναι ευκαιρία εδώ και τώρα να σημειώσουμε και να επισημάνουμε ότι όπως στον 20ο αιώνα με το Αντάρτικο, έτσι και στον 19ο αιώνα με τους Κουρμπετλήδες- Αρβανίτες, χάθηκε μια ακόμη ευκαιρία να συγκροτηθεί τακτικός στρατός που θα εγκολπώνονταν όλη αυτή τη θετική στρατιωτική παράδοση των ελληνικών αγώνων υπέρ ελευθερίας και ανεξαρτησίας της Πατρίδας.
Ακριβώς πέντε χρόνια αργότερα, οι Μύριοι αυτοί του Κυβερνήτη, συγκεντρωμένοι στο Άργος, και αφού έχουν μακελευτεί μαζί με τους αμάχους της πόλης, από το εκστρατευτικό σώμα των φίλων μας των Γάλλων, θα αναγκαστούν να παραδώσουν τα όπλα τα ιερά σαν σε μια άλλη πρώιμη και από τον Γερμανών (όχι των Άγγλων!) Βάρκιζα.
«...Εν τη Αργολίδι είχον αθροισθή δεκακισχίλια παλληκάρια συν τοις εαυτοίς αρχηγοίς, απεκδεχόμενα τας περί αυτών αποφάσεις της αντιβασιλείας [...] Τα μεν παλληκάρια ηρνούντο, να καταταχθώσιν εις τον τακτικόν στρατόν και της αρνήσεως ταύτης κυρία αιτία ήτο ότι δεν ήθελον να φορέσωσι φραγκική μονοστολίαν, η δ' αντιβασιλεία εφρόνει ότι ώφειλε να μη επιτρέψη αυτοίς την εθνικήν φουστανέλλαν, διότι, προς τον ιματισμόν τούτον συνέδεε την έννοιαν του αγρίου βίου και της αταξίας.
Η αντιβασιλεία ήρξατο τότε φοβουμένη μη τα παλληκάρια εξεγερθώσι κατ' αυτής και διώξωσιν αυτήν, ως είχον εξεγερθή και κατά των Γάλλων. Όθεν προσέταξεν τον αφοπλισμόν αυτών διαβουκολήσασα αυτά δια της υποσχέσεως ότι θα κατήρτιζεν αμέσως εθνικόν στρατόν έχοντα τακτικά όπλα και εθνικά φορέματα. Συγχρόνως εδόθη και η υπόσχεσις ότι έκαστος, καθ' ην είχεν αξίαν, θα ελάμβανεν έγγραφον, δι' ου θα εγίνετο ιδιοκτήτης μερίδος τινός γηςii.
Η πίστις των τότε Ελλήνων εις τας υποσχέσεις της αντιβασιλείας ήτο απεριόριστος` ο αφοπλισμός εγένετο εν Αργολίδι συναχθέντων παλληκαρίων περί τα δεκακισχίλια. Καίτοι δε η παράδοσις των όπλων και ξιφών επότισεν αυτούς ανέκφραστον πικρίαν, διότι απεχωρίζοντο των φιλτάτων πανοπλιών, δι' ων είχον πολεμήσει υπέρ της ελληνικής ελευθερίας, ουδεμία όμως εγένετο αταξία κατά την παράδοσιν, μόνον δε λυπηραί τινες σκηναί ετάραξαν την καρδίαν ημών. Είδομεν πρεσβύτα και σχεδόν πολιούς άνδρας αρειμάνιον το ήθος έχοντας, κλαίοντας δε ως παιδία και χύνοντας δάκρυα δια των ηλιοκαών παρειών αυτών. Η κατάθεσις των όπλων ενέβαλεν εις άλλους απελπισμόν, μη θελήσαντας να παραδώσιν εις χείρας αλλοτρίων τον πολύτιμον θυσαυρόν και ρίψαντας εις τους βράχους τα ξίφη και λοιπά αυτών όπλα...»
Η μαρτυρία αυτή δεν είναι κάποιου Έλληνα. Είναι Γερμανού αξιωματικού από το σώμα εκείνο που φέρανε οι Βαυαροί μαζί τους και στον οποίον οφείλουμε πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία για τα πρώτα εκείνα χρόνια της βαυαροκρατίας. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα για άλλο κείμενο...
Σημειώσεις:
iΗ επισήμανση είναι του πρωτοτύπου.
iiΠαρόμοια... διαβουκόλευση υπήρξε και το 1944. Μόνο που οι Άγγλοι πληρώνανε σε χρυσό. Μία λίρα το ντουφέκι!